Πυκνοδασωμένος και με πλούσια ρέματα και πηγές ο Κίσσαβος είναι από τα πιο όμορφα και φιλικά ελληνικά βουνά. Εξίσου φιλικό αλλά και ειδυλλιακό είναι το πανέμορφο μονοπάτι, που παραδοσιακά συνέδεε την ημιορεινή Μελίβοια με την παραθαλάσσια Βελίκα. Ας το απολαύσουμε.

Πυκνοδασωμένος και με πλούσια ρέματα και πηγές ο Κίσσαβος είναι από τα πιο όμορφα και φιλικά ελληνικά βουνά. Εξίσου φιλικό αλλά και ειδυλλιακό είναι το πανέμορφο μονοπάτι, που παραδοσιακά συνέδεε την ημιορεινή Μελίβοια με την παραθαλάσσια Βελίκα. Ας το απολαύσουμε.
Κατηφορίζοντας από την Μελίβοια
Το κεφαλοχώρι της Μελίβοιας είναι το μεγαλύτερο του Δήμου Αγιάς, με 800 περίπου κατοίκους. Είναι ιστορικός οικισμός, χτισμένος αμφιθεατρικά σε μέσο υψόμετρο 400 περίπου μέτρων. Το φυσικό περιβάλλον στις ανατολικές πλαγιές του Κίσσαβου είναι κατάφυτο από πολλά είδη δέντρων. Εξαιρετικό είναι και το ανεμπόδιστο αγνάντεμα στην απεραντοσύνη του Β. Αιγαίου.
Ξεκινώντας από την παραλιακή Βελίκα ανηφορίζουμε με αρκετές στροφές μέσα από μια πυκνοδασωμένη περιοχή. 20 περίπου λεπτά μετά προσεγγίζουμε την Μελίβοια από το ανατολικό άκρο του χωριού. Από τα ψηλώματα διασχίζουμε κατηφορικά τον οικισμό από την κεντρική οδό Γρηγορίου Παπαλεξανδρή, με κατεύθυνση Ν-ΝΔ. Ευχάριστος τόπος, με αρκετά πέτρινα σπίτια παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Πλακόστρωτη πλατεία με καφέ, πλατάνια και θέα στην θάλασσα και στην αντικρινή μακριά ράχη του Μαυροβουνίου. Εκκλησία Αγίου Νικολάου και πέτρινο καμπαναριό. Λίγο πιο κάτω, η μεγαλύτερη εκκλησία της Αγίας Παρασκευής.
11:20’. Ξεκινάμε την διαδρομή μας αριστερά της εκκλησίας και αμέσως δεξιά, συναντάμε πράσινη πινακίδα που αναγράφει «PATH – ΜΟΝΟΠΑΤΙ». Μας αιφνιδιάζει ένας κατηφορικός τσιμεντόδρομος με πολύ έντονη κλίση, που κυμαίνεται από 25-30%. Επιβραδύνουμε τον ρυθμό μας και μικραίνουμε του διασκελισμού για να προστατέψουμε τα γόνατά μας. Ευτυχώς, το συνεχές φρενάρισμα δεν διαρκεί πολύ, μετά από μερικά λεπτά εξορθολογίζονται οι κλίσεις της διαδρομής.
Στο υπέροχο μονοπάτι
11:33’. Σε 13 λεπτά φτάνουμε σε υψόμετρο 285 μέτρων που, αν τα αφαιρέσουμε από τα 400 μέτρα της αφετηρίας, μας δίνουν μια υψομετρική διαφορά 115 μέτρων. (1) Περνάμε ήδη από τα τελευταία σπίτια του χωριού, με αυλές, οπωροφόρα δέντρα και λουλούδια. Σκέφτομαι, πως το ανεβοκατέβασμα των ενοίκων – χωρίς αυτοκίνητο – ως την πλατεία, δεν είναι και η πιο ευχάριστη διαδρομή. Θα αποτελεί, ωστόσο, μια άριστη γυμναστική.
Παρατηρώ το γκρουπάκι, που ξεπερνάει τους 20 πεζοπόρους. Η μεγάλη πλειονότητα αποτελείται από Γάλλους, με νεαρά ζευγάρια, οικογένειες αλλά και αρκετά μικρά παιδιά, αγοράκια και κοριτσάκια, που τιτιβίζουν γεμάτα χαρά. Δεν διακρίνω κανένα ελληνόπουλο ανάμεσά τους. Τούτη την ώρα, όλα πλατσουρίζουν με τους γονείς τους στις παραλίες του Αγιόκαμπου, της Σωτηρίτσας και της Βελίκας. Δεν με εκπλήσσει. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι για την συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων το καλοκαίρι είναι στενά, σχεδόν αποκλειστικά, συνυφασμένο με πολύωρη παραμονή στις παραλίες.
Ζουμερά βατόμουρα και ώριμα κορόμηλα προβάλλουν στα πλαϊνά της διαδρομής. Τέτοιες θεϊκές γεύσεις μόνον η φύση μπορεί να μας χαρίσει. Περνάμε δίπλα από την χτιστή πηγή «Πασιά», με δροσερό, εξαιρετικό νερό. Έχει ήδη ξεκινήσει το μονοπάτι, που στο αρχικό του τμήμα είναι καλντερίμι. Αυτό υποδηλώνει την ύπαρξη της παλιάς στράτας που κάποτε – πριν από την κατασκευή του οδικού δικτύου – συνέδεε τα παράλια της Λάρισας με την Μελίβοια και την γειτονική ορεινή περιοχή.
Βαδίζουμε στη σκιά, που δημιουργείται από μια μεγάλη ποικιλία οπωροφόρων δέντρων: μουριές, κυδωνιές και καστανιές, συκιές, κερασιές, καρυδιές και μερικές κρανιές. Κάποια κράνα έχουν αρχίσει να ωριμάζουν. Δεν μπορώ να μην δοκιμάσω την γλυκόξινη γεύση τους, που μου είναι τόσο αγαπητή. Δεν θα μπορούσαν, βέβαια, να απουσιάζουν και τα πλατάνια. Το καλντερίμι, ωστόσο, μεταμορφώνεται σ΄ένα ωραίο, χωμάτινο μονοπάτι. Που, τώρα πια, ελίσσεται κάτω από την σκιά που ρίχνουν οι βαλανιδιές και οι γάβροι, οι φράξοι και τα πουρνάρια. Η ωραιότερη, ωστόσο, εξέλιξη, που κάνει τη διαδρομή πραγματικά συναρπαστική, είναι η συμπόρευση μαζί με το Ρέμα της Βελίκας, με το συνεχές κελάρυσμα του γάργαρου νερού. Τα γαλλάκια και οι γονείς τους εκδηλώνουν με κάθε τρόπο τον ενθουσιασμό και την χαρά τους. Έχουν αφήσει τα θέλγητρα της θάλασσας και τούτο το πρωινό απολαμβάνουν αυτό το ελληνικό βουνίσιο τοπίο, το τόσο ειδυλλιακό.
11.45’. Περνάμε πάνω από το ρέμα με ξύλινο γεφυράκι. Το υψόμετρο έχει κατέβει στα 240 μέτρα. Γύρω μας αναπτύσσονται πυκνές καλαμιές και υψίκορμα κυπαρίσσια. Περνάμε και δεύτερο ξύλινο γεφυράκι που – για λόγους ασφαλείας – δεν επιτρέπει την ταυτόχρονη διέλευση περισσοτέρων των πέντε ατόμων. Πού και πού κάνουν την εμφάνισή τους ίχνη του παλιού καλντεριμιού. Ένα ξύλινο κιόσκι είναι στημένο δίπλα στο νερό, κάτω από τη σκιά αιωνόβιων πλατανιών. Μέσα στην πυκνή βλάστηση, ξεχωριστή παρουσία έχουν με τις ολόισιες βέργες τους, αρκετές αγριοφουντουκιές.
11:55’. Φτάνουμε στη θέση «Τσουβάλα», σε υψόμετρο 235 μέτρων. Μια λιλιπούτεια παιδική χαρά έρχεται σε αντίθεση με τους θεόρατους βράχους και τα γιγάντια πλατάνια. Τραπεζοκαθίσματα, βράχος με χαραγμένη χρονολογία 1868 και χτιστή πηγή, δυστυχώς στεγνή τούτη την εποχή. Μερικά πέτρινα σκαλοπάτια παίρνουν κάτω από την φυσική αψίδα, που έχει σχηματισθεί μέσα στον κορμό γέρικου πλατανιού. Αμέσως μετά, ένα μακρύ, ξύλινο γεφυράκι μας περνάει στην αντικρινή όχθη της ρεματιάς. Σκαλοπάτια και πάλι, κατηφορικό μονοπάτι και σε τρία λεπτά φτάνουμε απέναντι στο πιο εντυπωσιακό, το πιο απρόσμενο τοπίο της μέχρι τώρα διαδρομής. Είναι μια κοιλότητα βράχου γιγάντιων διαστάσεων, μέσα απ΄την οποία ξεπηδούν δύο, μικροί σχετικά αλλά θεαματικοί καταρράκτες, 7 περίπου μέτρα ο ένας και 4 ο άλλος. Ένας τρίτος μικρότερος αλλά εξίσου όμορφος καταρράκτης κυλάει από την αντικρινή μικροπλαγιά. Στα πόδια τους σχηματίζεται μια λιμνούλα, με μεγαλύτερη διάσταση τουλάχιστον 12 μέτρα. Ο πυθμένας της είναι αμμουδερός, αλλά το βάθος του νερού δεν δείχνει να ξεπερνάει το μισό μέτρο. Εντυπωσιακές είναι οι διαστάσεις της κοιλότητας του βράχου. Υπολογίζω το ανάπτυγμα της καμπύλης πάνω από 20 μέτρα, ενώ και το εσωτερικό ύψος ως την οροφή πρέπει να πλησιάζει τα 12 μέτρα.
Από όλους ξεφεύγουν επιφωνήματα θαυμασμού, φωτογραφικές μηχανές και κινητά παίρνουν φωτιά, για παντοτινή αποτύπωση των στιγμών.
Η δροσιά που επικρατεί είναι μοναδική, τόσο εξ΄αιτίας της απόλυτης σκιάς όσο και από τα άπειρα μικροσταγονίδια, που απελευθερώνονται στον αέρα από την πτώση του νερού. 20’ παραμένουμε σ΄αυτό τον φανταστικό τόπο, γοητευμένοι από την γενναιοδωρία της φύσης. Με αρκετή απροθυμία εγκαταλείπουμε τους καταρράκτες – ιδιαίτερα τα παιδιά – για την συνέχιση της διαδρομής.
12.30’. Συναντάμε σκιερό κιόσκι και δεξιά πινακίδα, που δείχνει το μονοπάτι προς την Παλιά Σωτηρίτσα, σε απόσταση μερικών μόλις εκατοντάδων μέτρων. Εμφανίζονται κτήματα με καστανιές και καρυδιές. Κατηφορίζουμε ελαφρά σε εναλλασσόμενο λιθόστρωτο και χωμάτινο μονοπάτι. Στην βλάστηση προστίθενται πουρνάρια και κέδρα. Λίγα λεπτά μετά φτάνουμε σε τσιμεντένια δεξαμενή νερού και σε παγκάκι, στη σκιά των πλατανιών. Το υψόμετρο έχει χαμηλώσει στα 190 μέτρα. Ξανακούγεται το κελάρυσμα του νερού που, προσωρινά, είχαμε στερηθεί, με την μικρή απομάκρυνση της διαδρομής από την ρεματιά. Φτέρες και φουντουκιές.
13.30’. Μικρή ανηφόρα με ξύλινα καγκελάκια. Μερικά μέτρα χωματόδρομου και αμέσως μετά αριστερά, το μονοπάτι. Μπαίνουμε σε ζούγκλα, βαδίζουμε συνέχεια στη σκιά. Φουντουκιές, ρείκια και αναρίθμητες κουμαριές. Ανεβοκατεβάσματα ήπια και συχνά.
13.10’. Σύντομη στάση σε τραπεζοκαθίσματα. Στην βλάστηση συμμετέχουν φιλλύκια και αριές. Τα πλατάνια ξεπερνούν σε ύψος τα 30 μέτρα! Εδώ και ξύλινο γεφυράκι, μας περνάει στην αριστερή πλευρά της κοίτης. 100 μέτρα πιο κάτω αλλαγή κοίτης με νέο γεφυράκι. Το πλατανόδασος εξακολουθεί να είναι εκπληκτικό, ενώ δεν λείπουν και πολλά άλλα είδη δέντρων.
13.35’. Φτάνουμε στην θέση «Τσιόγανου», σε κτήμα με καστανιές. Συνεχίζουμε για λίγο σε χωματόδρομο. Μικρή κατηφόρα κι ένα γεφυράκι μας περνάει δεξιά. Ένα τμήμα του νερού αποχωρίζεται από την ρεματιά, φυλακίζεται η ροή του σε τσιμενταυλάκια. Ακούγονται βελάσματα και κουδουνάκια από μεγάλο κοπάδι κατσικιών. Καθισμένος στη γη ο βοσκός μας χαιρετάει και μας ρωτάει πούθε ερχόμαστε «Ελλας – Γαλλία συμμαχία» του απαντάμε. Από την έκφρασή του δεν είμαι βέβαιος αν θυμήθηκε το γνωστό σλόγκαν του παρελθόντος.
13.45’. Το υψόμετρο έχει φτάσει στα 70 μέτρα. Η πετρώδης κοίτη της ρεματιάς έχει γίνει πολύ πλατειά. Στη δεξιά της πλευρά σχηματίζεται ένα πρανές, που δημιουργεί μια κλίση του εδάφους προς τ’ αριστερά. Αυτή την κλίση έχει εκμεταλλευτεί ο οικοδεσπότης μας στο μονοπάτι, ο Νίκος Ντάγκας, για να εγκαταστήσει μια ασφαλέστατη διαδρομή αρκετών δεκάδων μέτρων με συρματόσχοινο, το γνωστό και δημοφιλές flying fox. (2)
Εδώ, είναι κυριολεκτικά η χαρά των παιδιών. Αν και μικρής ηλικίας τα περισσότερα, ακούνε προσεκτικά τις οδηγίες του Νίκου, φοράνε το κράνος και τις ασφάλειές τους και απολαμβάνουν για μερικά δευτερόλεπτα το συναρπαστικό εναέριο ταξιδάκι πάνω από την ρεματιά, ως την αντικρινή πλευρά. Όταν πια ολοκληρώνεται η διέλευση των παιδιών, παίρνουν σειρά και μερικοί μεγάλοι. Οι υπόλοιποι απολαμβάνουν την «παράσταση», καθισμένοι στην σκιά.
Μια ολόκληρη ώρα, από τις 13:45’ ως τις 14:45’ διαρκεί αυτή η δραστηριότητα στην πλατανοσκέπαστη ρεματιά. Όταν ξεκινάμε και πάλι το μονοπάτι, βρισκόμαστε σε δύο λεπτά στο δεύτερο σημείο μεγάλης στάσης, στον χώρο του πικ – νικ. Ωραίο ξύλινο κιόσκι, πλατάνια και σκιά. Εδώ, οικοδέσποινα είναι η γυναίκα του Νίκου, η Βάνα. Που έχει ετοιμάσει ένα εξαιρετικό μενού για τους πεζοπόρους, με υπέροχες πένες, λουκάνικα, σαλάτες και ομελέττες, διάφορα σάντουιτς, τσιπουράκι, φρούτα, καφέ, χυμούς και, κυρίως κρύο νερό που, τούτη την μεσημεριανή ώρα, είναι από όλους πολύ επιθυμητό. Στήνεται κι ένας στόχος, βγαίνουν τα τόξα και τα βέλη και πολλοί επιδίδονται στην τοξοβολία, προσπαθώντας να μιμηθούν την στοχευτική δεινότητα του θρυλικού Ρομπέν των Δασών.
Από τον χώρο του πικ – νικ ως την παραλία μεσολαβεί μια χωμάτινη διαδρομή, επίπεδη σχεδόν, που διαρκεί 35-40 λεπτά. Μας αποζημιώνει από την ζέστη και τον ιδρώτα μια δροσερή βουτιά στα καθάρια, ανοιχτογάλαζα νερά.
Συμπερασματικά: Το μονοπάτι Μελίβοια – Βελίκα αποτελεί μια διαδρομή αξεπέραστου φυσικού κάλλους και περιπατητικής ευχαρίστησης, όλες τις εποχές του χρόνου. Η υψομετρική διαφορά της κατάβασης είναι 300 μ. και ο απαιτούμενος χρόνος από 2,5 – 3 ώρες, ανάλογα με τον χρόνο των στάσεων και τον πεζοπορικό ρυθμό.
Στο Μεταξοχώρι Αγιάς
Μετά την διάσχιση του μονοπατιού και το μπάνιο στην θάλασσα αποζητούμε, στην θερμή απογευματινή ώρα, ένα δροσερό κατάλυμα, ένα αραξοβόλι. Ψάχνουμε να βρούμε κάποιο δωμάτιο στην γειτονική, παραλιακή περιοχή. Είναι αδύνατον. Στο πρώτο δεκαήμερο του Αυγούστου δεν υπάρχει ούτε δείγμα. Τα πάντα έχουν καταληφθεί εξ εφόδου από Λαρισαίους παραθεριστές ή αλλοδαπούς τουρίστες, ανατολικοευρωπαϊκών – κυρίως- χωρών. Και, τότε, καθώς ετοιμαζόμαστε να ξεκινήσουμε την επιστροφή για Θεσσαλονίκη, έρχεται στο μυαλό μας το «Αρχοντικό Σουλιώτη», στο Μεταξοχώρι Αγιάς. Θα έχει όμως ελεύθερο δωμάτιο ο φίλος μας ο Ρούλης;
Μια χαρούμενη φωνή στο τηλέφωνο μας αναγγέλλει, ότι υπάρχει ένα και μοναδικό δωμάτιο διαθέσιμο, το γνώριμο από παλιά και αγαπημένο μας, τρίκλινο του ισογείου.
Καθώς παίρνει να χαμηλώνει ο ήλιος πίσω από τις ράχες του Κισσάβου, συναντάμε και ασπαζόμαστε τον καλό μας φίλο, τον Θόδωρο Σουλιώτη, στην κεντρική πλατεία του Μεταξοχωρίου. Εδώ, κάτω από αιωνόβια πλατάνια και πεύκα και, δίπλα ακριβώς στο νερό της ρεματιάς, είναι αραδιασμένα τα τραπεζάκια του μεγάλου, ανακαινισμένου καφέ – εστιατορίου της πλατείας. Οι στιγμές είναι ιδανικές για ένα καφεδάκι. Από τα πρώτα κιόλας λεπτά η ατμόσφαιρα, που μας περιβάλλει είναι μοναδική. Ένα αεράκι δροσερό ως ελαφρά ψυχρό, που κατηφορίζει συνεχώς από την χοάνη της ρεματιάς, εξαφανίζει κάθε υπόνοια ότι σε απόσταση μόλις δύο χιλιομέτρων στην ευθεία, φλέγεται από ζέστη ο κάμπος της Αγιάς.
Αναπνέουμε με ηδονή αυτή την ζωογόνο ανάσα του Κισσάβου και μακαρίζουμε την τύχη μας που όλα τα δωμάτια ήταν κατειλημμένα στην παραλία.
Εξίσου δροσερή είναι, λίγο αργότερα και η πλακόστρωτη βεράντα του Αρχοντικού. Παραμένει το ίδιο γοητευτική και επιθυμητή, όπως στις πρώτες στιγμές της γνωριμίας μας το φθινόπωρο του 2011, 16 χρόνια πριν. Ήταν η χρονιά που το Αρχοντικό Σουλιώτη, στο άριστα αναπλασμένο κτίριο του 19ου αιώνα, είχε αρχίσει να διαγράφει την δική του λαμπρή διαδρομή στον χώρο της φιλοξενίας.
Παγωμένες μπύρες, κουβεντούλα και γύρω μας μια νύχτα με απίστευτη γαλήνη και ομορφιά. Την ίδια γαλήνη και ομορφιά αισθανόμαστε και αργότερα στο αγαπημένο μας δωμάτιο με τους χοντρούς πέτρινους τοίχους και την απίθανη δροσιά. Ο ύπνος που μας επισκέπτεται εδώ είναι αβίαστος και βαθύς…
Ξημέρωμα στο Αρχοντικό. Μακάρι όλα τα ξυπνήματα μας να έμοιαζαν μ΄αυτό. Ο μοναδικός ήχος προέρχεται από τα τιτιβίσματα των πουλιών, που έχουν ξυπνήσει λίγο νωρίτερα από μας. Παίρνουμε το πρωινό μας στην βεράντα, κυκλωμένοι από πολύχρωμα λουλούδια. Μακρύτερα το βλέμμα μας χαλαρώνει στο πράσινο του κάμπου της Αγιάς, της ράχης Μαυροβουνίου, των πλαγιών του Κισσάβου. Στις πλαγιές και στα υψίπεδα αυτού του βουνού θα συνεχίσει η εκδρομή μας. Αποχαιρετάμε τον καλό μας φίλο και παίρνουμε τις γνώριμες ανηφοριές για το Μεγαλόβρυσο, την Ανατολή και την περίφημη Μονή του Τιμίου Προδρόμου. Εκεί όπου περιμένει να μας ξεναγήσει η Ηγούμενη Θεοδέκτη..
Ευχαριστούμε θερμά
Τον Νίκο Ντάγκα και την Βάνα από την Trekking Hellas, East Thessaly. (Τηλ. 6932 292086, 6937 284446)
Τον Ρούλη Σουλιώτη από το «Αρχοντικό Σουλιώτη». (Τηλ. ???
Την Γερόντισσα Θεοδέκτη.
Χρήσιμος Χάρτης: Κίσσαβος – Τέμπη 1: 50 000 των εκδόσεων Anavasi.