Μια τυχαία ορεινή διαδρομή – τραβέρσα που έκαμα το 1990, μέσα από τις πανέμορφες πλαγιές του Κισσάβου, κάτω ακριβώς από τη νότια κι απότομη κορυφή του Προφήτη Ηλία, στάθηκε η αφορμή να γνωρίσω ένα αναπάντεχο θρησκευτικό μνημείο. Διασχίζοντας λοιπόν τον Κίσσαβο και τα νότια πρανή του έφτασα σ΄ένα ερειπωμένο μοναστήρι, που είχε μείνει κρυφή μου επιθυμία, τόσα χρόνια να το γνωρίσω.

Μια τυχαία ορεινή διαδρομή – τραβέρσα που έκαμα το 1990, μέσα από τις πανέμορφες πλαγιές του Κίσσαβου, κάτω ακριβώς από τη νότια κι απότομη κορυφή του Προφήτη Ηλία, στάθηκε η αφορμή να γνωρίσω ένα αναπάντεχο θρησκευτικό μνημείο που ήταν ακόμη σε ερείπια. Η διάσχιση λοιπόν του Κίσσαβου και των νότιων πρανών του με έφερε στα χείλη ενός ερειπωμένου μοναστηριού που είχε μείνει κρυφή μου επιθυμία, τόσα χρόνια, να το γνωρίσω καλύτερα.
Η διαδρομή και διάσχιση του Κίσσαβου από τη νότια μεριά του, τότε, είχε ωστόσο αφήσει μια χαραμάδα επιθυμίας να επαναλάβω το πέρασμα και τη διάβαση των άγνωστων λεπτομερειών που μου είχαν αφήσει έντονες και καταλυτικές αναμνήσεις.
Μιλώ για την οδική (δασική) τραβέρσα που αρχίζει από το χωριό της Σπηλιάς, πάνω από το Συκούριο της Λάρισας και καταλήγει στο χωριό της Ανατολής, που βρίσκεται πάνω από την Αγιά και το Μεταξοχώρι.
Πέρασαν είκοσι έξι χρόνια για να ξανακάμω την ποθητή εκείνη διαδρομή και να ξαναϊδώ το μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου, σε άλλη μορφή βέβαια, αλλά με ένα μοναδικό συστατικό του στοιχείο πλέον. Τη στελέχωσή του από δεκατρείς νεαρές μοναχές που έλκουν την καταγωγή τους, η καθεμιά, από διαφορετική χώρα του πλανήτη…
Και μόνο το στοιχείο αυτό, των δεκατριών, διαφορετικής εθνικότητας, μοναχών ήταν από μόνο του ένα τεράστιο και πολύ ενδιαφέρον θέμα για ανίχνευση, ανάδυση και σχολιασμό.
Μέσα του περσινού Απρίλη λοιπόν ξεκίνησα από τον Βόλο με τον χάρτη του Κίσσαβου να έχει σφηνωθεί στο μυαλό μου, για το πώς και το τι ήθελα να κάμω επάνω στο πλούσιο σώμα του ωραίου βουνού.
Πήρα και πάλι το δρόμο για τα Κανάλια. Πέρασα από το Καλαμάκι, το Καστρί, κι έφτασα στη στροφή της Αγιάς. Από εκεί έστριψα αριστερά για Λάρισα και μέσα από το χωριό Ελευθέριο έστριψα δεξιά για Συκούριο. Πέρασα την Οσσα (Ασαρλίκ, η παλιά τουρκική της ονομασία) και αμέσως μετά βγήκα στον άξονα του Συκουρίου (Μπουγιούκ Κεσρλί).
Διασχίζοντας το μεγαλοχώρι αυτό της Λάρισας πήρα τον ανήφορο για τη Σπηλιά τραβερσάροντας τις πλαγιές του δυτικού Κίσσαβου, και κινούμενος παράλληλα με το Μεγάλο Ρέμα που έχει βορειοανατολική κατεύθυνση. Σχεδόν παράλληλα με το δρόμο αυτό κινείται και το παλιό μονοπάτι που οδηγεί στη Σπηλιά. Αφήνοντας τον κάμπο αλλάζει απότομα όλο το σκηνικό. Ο δασωμένος Κίσσαβος με υποδέχεται με ένα σωρό διαφορετικά πρόσωπα. Κάποια στιγμή θα φανεί το χωριό της Σπηλιάς με φόντο την κωνοειδή κορυφή του Προφήτη Ηλία.
Θα φτάσω γρήγορα στη Σπηλιά, από την οποία έχω πάρει στο παρελθόν το μονοπάτι για τον Κάναλο (καταφύγιο του Κίσσαβου, στα 1600 μέτρα) κι από κει για την κορυφή του όμορφου βουνού που υψώνεται στα 1975 μέτρα, πάνω από τις ακτές του Αιγαίου, με αστείρευτη θέα προς το αρχιπέλαγος.
Από το Βόλο ως εδώ έχουμε 96 χιλιόμετρα. Στη Σπηλιά, επάνω στην πρώτη κεντρική διασταύρωση θα κινηθώ δεξιά, με υπόδειξη μιας κρυφής πινακίδας που δείχνει το χωριό της Ανατολής.
Οι πινακίδες μιλάνε για δώδεκα χιλιόμετρα, αλλά στην πραγματικότητα η οδική απόσταση που χωρίζει τα δυο ορεινά χωριά του Κίσσαβου είναι 14 χιλιόμετρα και μάλιστα μέχρι τη διασταύρωση της Μονής του Τιμίου Προδρόμου. Από τη διασταύρωση και μέχρι την πλατεία της Ανατολής θα χρειαστούν άλλα τρία χιλιόμετρα.
Η κατεύθυνσή μου τώρα θα έχει καθαρά νότιο προσανατολισμό και βέβαια όλη αυτή η απόσταση θα διανυθεί πάνω σε ένα σχετικά καλό και βατό χωματόδρομο που θα διασχίσει τα εξαιρετικά ενδιαφέροντα πρανή του Κισσάβου. Θα περάσω την αγροτική περιοχή Οργώματα και θα μπω σε καθαρά βουνίσιο και υποαλπικό τοπίο. Θ’ ανηφορίσω κάπως απότομα μέχρι να βγω σε μια καθοριστική διασταύρωση (Μπελμάς – Λιβάδια) και περνώντας βόρεια από την κορυφή Μάσκα, κι αφού αλλάξω κατεύθυνση στρίβοντας προς τα ανατολικά, σε εξήμιση χιλιόμετρα ακόμη, διασχίζοντας ένα υπέροχο ορεινό τοπίο με λιβάδια και βοτανικούς κήπους, θα αρχίσω να κατηφορίζω προς την Ανατολή, με μέτωπο πια τον μεγάλο κάμπο και τα Αγιώτικα χωριά.
Στα 14,2 χιλιόμετρα θα βγω στην άσφαλτο που έρχεται από την Ανατολή και κατευθύνεται στη Μονή του Τιμίου Προδρόμου.
Θα πάρω το δρόμο για το μοναστήρι, όπου στη μεγάλη πλατεία με την παιδική Χαρά θα βρεθώ μπροστά σε ένα λεωφορείο από το Βόλο που έχει μεταφέρει αρκετούς πιστούς, με τη συνοδεία του παπά από την Ανω Γατζέα, προκειμένου να παρακολουθήσουν τον Εσπερινό της Μονής. Έτσι έχω την ευκαιρία να γνωριστώ καλύτερα με τις μοναχές και τον ιδιότυπο στόλο του μοναστηριού που βέβαια έχει αλλάξει μορφή και σύσταση.
Μιλάω για ένα πλούσιο, χωροδομικά και αρχιτεκτονικά, μοναστήρι, στο οποίο ηγουμενεύει η γερόντισσα Θεοδέκτη και το οποίο ανήκει στη Μητρόπολη Δημητριάδος και Αγιάς.
Το μοναστήρι που διαθέτει φάρμα και φωτοβολταϊκό πάρκο, αποτελεί μια πράσινη κιβωτό που την απαρτίζουν οι βιολογικές και οικολογικές καλλιέργειες από τη μια και η κτηνοτροφία από την άλλη, στις οποίες έχουν επιδοθεί με ζήλο όλες οι κοπέλες – μοναχές που έλκουν την καταγωγή τους από τις εξής χώρες: Tην Εσθονία, τη Φινλανδία, τη Ρωσία, το Λίβανο, την Κύπρο, την Αμερική, την Αγγλία, τη Γερμανία, την Ιαπωνία, την Αυστραλία και φυσικά την Ελλάδα.
Το μοναστήρι φέρεται να έχει πρωτοκτισθεί το 1530 από το νεομάρτυρα Δαμιανό τον εν Κισσάβω, ο οποίος μαρτύρησε το 1565 στη γέφυρα του Αλκαζάρ, στη Λάρισα.
Ο Δαμιανός είχε ζήσει, από ό,τι μου λένε οι μοναχές, σε μια σκήτη απομονωμένη, δυτικά και απέναντι από τη σημερινή θέση της Μονής, κάπου σε μια απότομη και απρόσβατη ορθοπλαγιά του Κισσάβου, μερικά χιλιόμετρα από το μοναστήρι.
Θα βαδίσω ως εκεί όταν τελέψω την κουβέντα μου με τις κοινωνικότατες καλόγριες του μοναστηριού.
Το μοναστήρι, μου λένε, ίσως προϋπήρχε από τον 9ο αιώνα, ως κελί άγνωστης ταυτότητας, το οποίο οργάνωσε ο Δαμιανός. Υπήρχε και λειτουργούσε μέχρι τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, όταν και καταργήθηκε. Κάποιες άλλες πληροφορίες, από το χωριό λένε πως λειτούργησε κατά τον Εμφύλιο ως Κέντρο Διαβιβάσεων. Από τότε και μέχρι το 2000 ορφανεύει και μένει ανενεργό. Τότε έρχονται οι πρώτες μοναχές από τα Μεσόγεια της Αττικής προκειμένου να στελεχώσουν το ερειπωμένο μοναστήρι μένοντας σε πρόχειρο καταυλισμό. Από το 2000 αρχίζει η ανασύσταση της μοναστικής ζωής και η επανάκτιση της Μονής, η οποία έφτασε σήμερα να διαθέτει ένα τεράστιο και πλούσιο μοναχικό ενδιαίτημα, χάρη στην πολυπραγμοσύνη των δραστήριων πολυεθνικών γυναικών που κατάφεραν να ολοκληρώσουν ένα αξιόλογο και θαυμαστό έργο.
Αλλά το έργο των μοναχών δεν μένει στο θρησκευτικό μονάχα μέρος. Επεκτείνεται και στη φύση, στην υλική και βιοτική αξιοποίηση της περιοχής που ανήκει στη Μονή, καθώς καλλιεργούνται πολλά στρέμματα με βιολογικές συνθήκες, εμπλουτίζεται η κτηνοτροφία με τη δημιουργία φάρμας και γεωργικές εργασίες, στις οποίες επιδίδονται καθημερινά οι νεαρές καλόγριες. Το μοναστήρι έτσι καταλήγει να είναι ανεξάρτητο διατροφικά και με “βιολογική συνείδηση”.
Το πιο σπουδαίο όμως είναι, σύμφωνα με τις αναφορές των μοναχών και της ηγουμένης, η διαχείριση του φυσικού περιβάλλοντος που αποτελεί μια “πρόγευση του παραδείσου”. Οι μοναχές αυτές έχουν λύσει το διατροφικό τους πρόβλημα, καθώς τρέφονται αποκλειστικά από ό,τι παράγουν στο κτήμα τους και πωλούν συνάμα τα προϊόντα τους στις βιολογικές αγορές και σε διάφορες άλλες εκδηλώσεις. Διαθέτουν και θερμοκήπιο, το οποίο ζεσταίνουν το χειμώνα με κεριά παράγοντας εξαιρετικά ποιοτικά προϊόντα, από τα κέρδη των οποίων αντιμετωπίζουν τα έξοδα της μεγάλης τους οικογένειας. Διαθέτουν επίσης κι ένα φωτοβολταϊκό πάρκο ακολουθώντας τις μορφές της πράσινης ενέργειας.
Ένα άλλο σπουδαίο και πρωτοφανές θέμα των μοναχών, σχετικά με την καλλιέργεια είναι η παραγωγή βιολογικών σπόρων τους οποίους εμπορεύονται στις αρχές του φθινοπώρου, σε όλον τον κόσμο.
Βγαίνω από το μοναστήρι με πανάλαφρη ψυχή και πολύ εντυπωσιασμένος από το έργο αυτών των νεαρών κοριτσιών και παίρνω το δρόμο πεζή για τη σκήτη του Αγίου Δαμιανού.
Λίγο πάνω από την πλατεία της θαυμάσιας παιδικής Χαράς, που βρίσκεται έξω από τη Μονή, ένας φαρδύς χωματόδρομος διασχίζει το δάσος με κατεύθυνση δυτική. Δεν ξεπερνάω τα τρία χιλιόμετρα όταν στην άκρη του δρόμου παρατηρώ ένα πανύψηλο νεαρό κορίτσι που κατηφορίζει για τη σκήτη με τα πόδια. Το προλαβαίνω και σπεύδω να του μιλήσω για να μάθω πώς βρέθηκε σε αυτή την ερημιά. Με έκπληξη μαθαίνω πως είναι “μαθητευόμενη” μοναχή, από τη Ρωσία. Eίναι πολύ φοβισμένη και γι αυτό την αφήνω στον ιδιότυπο μοναχικό της περίπατο.
Σε μια χαρακτηριστική λάκα, αφήνοντας τον δρόμο στρίβω αριστερά για να εισχωρήσω σε ένα πολύ δασωμένο πρανές που θα με φέρει σύντομα στην αρχή του απότομου και κατηφορικού μονοπατιού που οδηγεί στη μυστική κρύπτη του ασκηταριού.
Σε λιγότερο από ένα τέταρτο θα βρεθώ, διασχίζοντας έντονα ασβεστολιθικά πετρώματα, στη βάση μιας σχιστολιθικής σκήτης που ουσιαστικά είναι ένα βράχινο βαθούλωμα, μέσα στο οποίο εγκαταβιούσε ο Δαμιανός. Η σκήτη σκεπάζεται από βραχόπλακες και πολλά πουρνάρια. Αλλά παρέχει εντυπωσιακή θέα προς το μοναστήρι του Προδρόμου που είναι κτισμένο στην άκρη μιας προεξοχής.
Θα αναχωρήσω από τη Μονή των 13 μοναχών που προέρχονται από διαφορετικές χώρες, για να προσεγγίσω το χωριό της Ανατολής (παλιά Σελίτσιανη) που βρίσκεται σε απόσταση τριών χιλιομέτρων από το Μοναστήρι.
Η Ανατολή βρίσκεται σε υψόμετρο 960 μέτρων και είναι κρυμμένη μέσα σε μια χούνη του ανατολικού Κισσάβου που βλέπει στην πεδιάδα της Αγιάς έχοντας απέναντί της τον κεντημένο και τεμαχιστό καμβά του θεσσαλικού κάμπου.
Έχει μια θαυμάσια πλατεία που δυστυχώς διασχίζεται από το δρόμο, αλλά στην απέναντι πλευρά της βρίσκεται το περίφημο Εκκλησιαστικό Μουσείο στη θέση του παμπάλαιου Ναού του Αγίου Παντελεήμονα, μια εντυπωσιακή πέτρινη τοξωτή γέφυρα και την αρχή ενός γραφικού και υπέροχου χτιστού μονοπατιού που οδηγεί ύστερα από 5.800 μέτρα στο Μεταξοχώρι.
Κατηφορίζοντας από την Ανατολή περνάω από ένα εκπληκτικό λιβάδι με αραιές πανύψηλες βελανιδιές, που σκιάζουν μια παμπάλαιη πέτρινη εκκλησιά, σε μια επιβλητική θέση, από την οποία έχω μοναδική και υπέροχη άποψη και θέα της Αγιάς, του Μαυροβουνίου, καθώς και του βόρειου Αιγαίου.
Θα χρειαστώ 19 χιλιόμετρα καλογραμμένου ορεινού ασφαλτόδρομου για να πιάσω τον κάμπο, στο χωριό της Δήμητρας, από το οποίο θα επιστρέψω μέσω Καλαμακίου και Καναλίων στο Βόλο.
Επίλογος
Ένα χρόνο μετά την επίσκεψή του καλού μας φίλου Κυριάκου Παπαγεωργίου, έχουμε την τύχη να μας καλωσορίσει στην Μονή Τιμίου Προδρόμου και να μας ξεναγήσει η ίδια η Ηγουμένη Θεοδέκτη. Αρχικά στο έξοχα ανακαινισμένο παλιό Καθολικό με τις θαυμάσιες τοιχογραφίες, κάποιες από τις οποίες ξεχωρίζουν όχι μόνον για την τεχνοτροπία αλλά και για την πρωτοτυπία και τολμηρότητά τους.
Η περιήγησή μας συνεχίζεται στους υπαίθριους χώρους με το πανέμορφο φυσικό περιβάλλον, τα περιβόλια, τα δέντρα και τα λουλούδια αλλά και τις υπόλοιπες εγκαταστάσεις της Μονής. Εκεί όπου η διεθνής κοινότητα των μοναχών παραδίδει μαθήματα δεξιοτεχνίας, οικολογικής συνείδησης δεκάδων αγνών προϊόντων, από την φύση του δάσους, τις βιολογικές καλλιέργειες και τα οικόσιτα ζώα της μονής.
Μια επίσκεψη στο πρατήριο, όπου εκτίθενται τα προϊόντα της Μονής, μας αποκαλύπτει μια θαυμάσια ποικιλία από φυσικά αρωματικά βότανα, μαρμελάδες και γλυκά από άγρια φρούτα, μέχρι εξαιρετικής ποιότητας φέτα και γραβιέρα, σαπούνια, αλοιφές, τσίπουρο και κρασί, ζυμαρικά, κρέατα, μέλι και ότι άλλο παραδοσιακό και χειροποίητο μπορεί να σκεφτεί κανείς. Μοιάζει με μια ολοζώντανη κυψέλη το μοναστήρι, με τις ακάματες μέλισσες να δουλεύουν μεθοδικά και ακατάπαυστα για την εκπλήρωση των δικών τους κοινών στόχων και σκοπών.
Αποχαιρετώντας την Ηγουμένη, τις Μοναχές και το Μοναστήρι αισθανόμαστε περισσότερη αισιοδοξία και γαλήνη.