Όταν οι οικογένειες του Μπάμπη και του Γιώργου Χατζημιχάλη μας προσκάλεσαν στην Κέρκυρα για το Πάσχα, άρχισαν να σχηματίζονται στο μυαλό μου κάποιες εικόνες πασίγνωστες στην Ελλάδα: οι περίφημες Κερκυραίικες φιλαρμονικές και χορωδίες με τις ολόλαμπρες στολές τους, δρόμοι και πλατείες ιστορικές, ασφυκτικά γεμάτες από πλήθη επισκεπτών και, βέβαια, το διάσημο έθιμο των «μπότηδων», αυτών των ιπτάμενων πήλινων σταμνιών, που σπάζουν με πάταγο στο έδαφος, γεμάτοι με νερό. Ένα έθιμο, την αποτελεσματικότητα του οποίου ως προς τον θεσμό του γάμου όλοι θαυμάσαμε με άφθονο γέλιο, στην ταινία της αλησμόνητης Γεωργίας Βασιλειάδου.
Αυτά περίπου είχα στο μυαλό μου στις αρχές της Μεγάλης Εβδομάδας. Όταν ξεκινούσαμε το ταξίδι για την Κέρκυρα. Ήταν αδύνατον να φανταστώ, ότι πολύ γρήγορα, την πρωτοκαθεδρία στις επιλογές μας θα καταλάμβαναν, όχι οι επισημότητες της πόλης, οι κοσμοβριθείς και καταστόλιστοι δρόμοι και πλατείες αλλά η αγνή ομορφιά της Κερκυραϊκής υπαίθρου, τα ταπεινά μονοπάτια και τα απόμερα χωριά. Μοναδικά όμως στολισμένα, όχι από χέρι ανθρώπου αλλά από τα αμέτρητα, πολύχρωμα αγριολούλουδα της φύσης.

Όταν οι οικογένειες του Μπάμπη και του Γιώργου Χατζημιχάλη μας προσκάλεσαν στην Κέρκυρα για το Πάσχα, άρχισαν να σχηματίζονται στο μυαλό μου κάποιες εικόνες πασίγνωστες στην Ελλάδα: οι περίφημες Κερκυραίικες φιλαρμονικές και χορωδίες με τις ολόλαμπρες στολές τους, δρόμοι και πλατείες ιστορικές, ασφυκτικά γεμάτες από πλήθη επισκεπτών και, βέβαια, το διάσημο έθιμο των «μπότηδων», αυτών των ιπτάμενων πήλινων σταμνιών, που σπάζουν με πάταγο στο έδαφος, γεμάτοι με νερό. Ένα έθιμο, την αποτελεσματικότητα του οποίου ως προς τον θεσμό του γάμου όλοι θαυμάσαμε με άφθονο γέλιο, στην ταινία της αλησμόνητης Γεωργίας Βασιλειάδου.
Αυτά περίπου είχα στο μυαλό μου στις αρχές της Μεγάλης Εβδομάδας. Όταν ξεκινούσαμε το ταξίδι για την Κέρκυρα. Ήταν αδύνατον να φανταστώ, ότι πολύ γρήγορα, την πρωτοκαθεδρία στις επιλογές μας θα καταλάμβαναν, όχι οι επισημότητες της πόλης, οι κοσμοβριθείς και καταστόλιστοι δρόμοι και πλατείες αλλά η αγνή ομορφιά της Κερκυραϊκής υπαίθρου, τα ταπεινά μονοπάτια και τα απόμερα χωριά. Μοναδικά όμως στολισμένα, όχι από χέρι ανθρώπου αλλά από τα αμέτρητα, πολύχρωμα αγριολούλουδα της φύσης.
ΑΝΩ ΚΟΡΑΚΙΑΝΑ ΚΑΙ ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ
Η προσέγγιση, πάνω στο μεγάλο νησί του Ιονίου δεν ήταν από τις πιο ιδανικές. Θολή ατμόσφαιρα και αφρικανική σκόνη στην Ηγουμενίτσα, μποφόρ και ταρακούνημα στα νερά του Ιονίου, βροχή δυνατή στην Κέρκυρα και σκοτάδι. Με την καθοδήγηση του Μπάμπη βγαίνουμε από το λιμάνι με κατεύθυνση ΒΔ προς Σιδάρι και 14,5χλμ. ακριβώς από την πύλη του λιμανιού συναντάμε στ’ αριστερά του δρόμου μια διακλάδωση με δρομάκι τσιμεντένειο. Μερικές δεκάδες μέτρα μετά βρισκόμαστε μπροστά στη «Βίλλα Ροδιά»
Γρασίδι καλοκουρεμένο και υγρό, με τόσο χαρακτηριστική και ευχάριστη μυρωδιά. Δέντρα, θάμνοι και λουλούδια. Μεγάλη πισίνα γεμάτη με νερό. Την ακίνητη επιφάνειά της ταράζουν σποραδικά μικροί κύκλοι από τις τελευταίες σταγόνες της βροχής. Ύστερα ο νυχτερινός ουρανός της Κέρκυρας ξαστερώνει.
Οι οικοδεσπότες μας μας υποδέχονται σαν φίλους που γνωρίζουν από χρόνια. Μας ζητούν να αισθανθούμε σαν να βρισκόμαστε στο σπίτι μας. Ένα σπίτι τόσο όμορφο, τόσο λειτουργικό και με τόση πληρότητα και ποιότητα εξοπλισμένο που υπόσχεται να μας χαρίσει μια υπέροχη διαμονή.
Με το πρώτο φως της ημέρας αποκαλύπτεται η Κερκυραϊκή φύση σ’ όλη της την ανοιξιάτικη ωραιότητα. Μια μεγάλη γκάμα από διαβαθμίσεις του πράσινου, έντονο μωβ χρώμα από τις ανθισμένες κουτσουπιές, ψηλά λυγερόκορμα κυπαρίσσια και λίγο μακρύτερα, ένα γραφικότατο χωριό. Είναι η Άνω Κορακιάνα, χτισμένη αμφιθεατρικά στις νότιες υπώρειες ενός κατάφυτου ορεινού όγκου με απότομες πλαγιές. Το δυτικό τμήμα του ονομάζεται Κοράκιον, ενώ το ανατολικό Κορέντης. Τα δύο αυτά βουνά αποτελούν στην ουσία τις Ν-ΝΔ απολήξεις του Παντοκράτορα, του μεγαλύτερου ορεινού συγκροτήματος της Κέρκυρας, που με υψόμετρο 911μ. είναι και το υψηλότερο.
Μέσα σ’ ελάχιστα λεπτά διασχίζουμε το ενάμιση χιλιόμετρο του αιωνόβιου ελαιώνα που μας χωρίζει από το χωριό. Στην είσοδο σχεδόν μας υποδέχεται ο ενοριακός ναός του Αγίου Αθανασίου. Κατά τον Κώστα Απέργη(1) ο ναός υπάρχει ήδη από το 1554. Μας εντυπωσιάζει το περίτεχνο ψηλό καμπαναριό του 1911, ο αύλειος χώρος με τα άφθονα δέντρα και λουλούδια. Μια επιβλητική είσοδος με μαρμάρινες παραστάδες μας οδηγεί στο μεγάλων διαστάσεων εσωτερικό με τον γυναικωνίτη και την ξύλινη οροφή με την πολύπλοκη διακόσμηση. Οι τοίχοι είναι κατάγραφοι με τοιχογραφίες του 1766. Στο βόρειο τοίχο απεικονίζεται η εβδομάδα των Παθών από τον Μυστικό Δείπνο ως την Σταύρωση, ενώ ο νότιος τοίχος είναι αφιερωμένος σε παραστάσεις από την Δευτέρα Παρουσία. Παλαιότερες φαίνονται να είναι κάποιες τοιχογραφίες στο χαμηλότερο διάζωμα του βόρειου τοίχου, με πολλές όμως φθορές. Το τέμπλο είναι χτιστό με πλήθος παμπάλαιων φορητών εικόνων. Σημαντική είναι και η «Σκόλα», το λάβαρο του Αγ. Αθανασίου, ζωγραφισμένο σε μουσαμά από τον Αντώνιο Σκεύη το 1909 με δαπάνες της Κοινότητας Κορακιάνας.
Η περιδιάβαση μας στην Άνω Κορακιάνα μας αποκαλύπτει έναν μεγάλο και ωραίο οικισμό, χτισμένο κλιμακωτά και με πυκνή δόμηση, σε υψόμετρο 130-180 μέτρων στην απότομη πλαγιά. Η οδός Δημοκρατίας, μολονότι είναι ο κεντρικός δρόμος που διασχίζει το χωριό, είναι στα περισσότερα σημεία τόσο στενός, που είναι προβληματική ή και αδύνατη η ταυτόχρονη διέλευση δύο αυτοκινήτων. Ακόμη στενότερα και γραφικότερα είναι τα κάθετα με έντονη κλίση σοκάκια, που μερικές δεκαετίες πριν ήταν καλντερίμια.
Σύμφωνα με την ωραία περιγραφή της αρχιτέκτονος Αφροδίτη Αγοροπούλου – Μπιρμπίλη(2) «τα χωριά, με το βαθμιδωτό συνήθως τρόπο διάταξής τους, το ανήσυχο παιχνίδισμα των στεγών ενάντια στις υψομετρικές καμπύλες και το πυκνό πράσινο που τα περιβάλλει……….συνθέτουν μια εικόνα πραγματικά γοητευτική. Στενοί και γραφικοί δρόμοι, μικρά πλατώματα. Θολωτά περάσματα, αποτμήσεις στις γωνιές των κτιρίων είναι τα χαρακτηριστικά τους»
Παμπάλαια πηγάδια πετρόχτιστα, μικρά και μεγάλα, εμφανίζονται κάθε λίγο είτε στο πλάι των δρόμων είτε στις αυλές των κατοικιών. Οι κατοικίες του χωριού μας εντυπωσιάζουν με τα στοιχεία της παραδοσιακής τους αρχιτεκτονικής, τις μεγάλες διαστάσεις και τη συχνή εμφάνιση του χαρακτηριστικού και τόσο θεαματικού «βενετσιάνικου κόκκινου» σε διάφορες αποχρώσεις.
Πολύ ζωντανή η Άνω Κορακιάνα, με κατοίκους ευγενικούς και εξωστρεφείς, οι περισσότεροι των οποίων ασπρίζουν και περιποιούνται σπίτια και δρόμους, για νάναι όλα πεντακάθαρα το Πάσχα. Καθώς περιδιαβαίνουμε την οδό Δημοκρατίας, εντυπωσιασμένοι από τον όγκο των τριώροφων σπιτιών, συναντάμε τον γνώριμο τύπο πινακίδας της Εφορίας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, που μας παραπέμπει στον Βυζαντινό ναό του Αρχάγγελου Μιχαήλ.
-Μήπως ξέρετε αν είναι ανοιχτή η εκκλησία; Ρωτάμε μια κυρία που περιποιείται την αυλή της.
-Είναι κλειστή, το κλειδί όμως το έχει ο άντρας μου που είναι επίτροπος. Ελάτε όμως να πάρετε ένα καφεδάκι.
Συναντάμε τον Λευτέρη Ιωνά στο ισόγειο του σπιτιού του. Παμπάλαιο το σπίτι, μας δείχνει ο Λευτέρης ένα τούβλο που βρέθηκε στο πίσω μέρος του σπιτιού με χρονολογία 1590.
Βρίσκει το κλειδί της εκκλησίας και ξεκινάμε. Ένα στενό μονοπάτι ανηφορίζει ανάμεσα σε περιβόλια και σε τρία λεπτά μας οδηγεί στην εκκλησία. Το μνημείο είναι χτισμένο με αργολιθοδομή και έξω από το βόρειο τοίχο σώζονται υπολείμματα τοιχοδομίας μικρότερου, παλαιότερου ναού. Ελάχιστες τοιχογραφίες διασώζονται τους τοίχους. Οι καλύτερα διατηρημένες βρίσκονται στον χώρο του Ιερού. Σύμφωνα με τον Κ. Απέργη(3) «Για την αρχαιότερη εκκλησία της Κορακίανας ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά. Σύμφωνα με τον καθηγητή Π.Βοκοτόπουλο, οι τέσσερις ιεράρχες που είναι ζωγραφισμένοι στην κόγχη του ιερού και κρύβονται κάτω από ασβεστόχρισμα είναι του 11ου ή 12ου αιώνα.
Ευχαριστούμε την οικογένεια Ιωνά, διασχίζουμε την ανατολική συνοικία της Κορακιάνας, την Βενετία και τρία χλμ. μετά φτάνουμε στον μικρότερο αλλά εξίσου παραδοσιακό οικισμό του Αγ.Μάρκου. Χτισμένο αμφιθεατρικά το χωριουδάκι σε κατάφυτη πλαγιά, έχει σπίτια παλιά και ωραία, αρκετά όμως ερειπωμένα και ακατοίκητα. Ο κεντρικός δρόμος είναι και πάλι στενός. Ένα σοκάκι με σκαλοπάτια μας οδηγεί στην εκκλησία του ΑΓ. Μάρκου με δύο καμπαναριά. Από την πλατεία της εκκλησίας η θέα είναι μοναδική προς τον κάμπο και την θάλασσα, την πόλη της Κέρκυρας και τα’ αντικρινά βουνά. Ένα άλλο στενό μονοπάτι, με αρκετά ενδιάμεσα σκαλοπάτια, καταλήγει στην παλιά Μονή του Παντοκράτορα, στο υψηλότερο σημείο του χωριού. Αν και η αυλόθυρα είναι κλειστή, ο πεσμένος στο πίσω μέρος μαντρότοιχος μας επιτρέπει να μπούμε στον αύλειο χώρο της μονής και να δούμε τις τοιχογραφίες της Οδηγήτριας, του Παντοκράτορα και του Ιωάννη.
ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΟΡΕΙΝΑ ΠΑΛΙΕΣ ΣΙΝΙΕΣ
Οι πληροφορίες μιλάνε για έναν ορεινό και ερειπωμένο, μεσαιωνικό οικισμό στις πλαγιές του Παντοκράτορα. Η επιθυμία της ανακάλυψης του είναι ακατανίκητη και γίνεται ακόμη μεγαλύτερη όταν διαβάζουμε από τον Σπύρο Κατσαρό (4) ότι «στα χρόνια της Βενετοκρατίας, οι Παλιές Σινίες ή Παλίο Χωρίο ήταν οικισμός συγκεντρωμένος στα πρώτα πρώτα από την κορυφή του Παντοκράτορα κατεβάσματα προς τα ανατολικά.
Ήταν από τα πιο παλιά χωριά της Κέρκυρας και οι κάτοικοι του ασκούσαν οι περισσότεροι το επάγγελμα του μαρμαρολαξευτή. Στις 11Απριλίου του 1867 οι Σινιές πρόσφεραν 2000 μάρμαρα για την κατασκευή της «Λότζας» του σημερινού Δημαρχείου. Σε αντάλλαγμα απαλλάχτηκαν παντοτινά από κάθε υπηρεσία και αγγαρεία στον Ενετικό στόλο.
Μετά τον Άγιο Μάρκο βγαίνουμε στα παράλια και συνεχίζουμε προς Νησάκι. Εδώ, μια πινακίδα στ’ αριστερά μας κατευθύνει προς Βιγγλατούρι (0.8χλμ.) και Παλίες Σινιές (6χλμ.)
Ανηφορίζουμε σε δρόμο πολύ στενό, με έντονες κλίσεις, συνεχείς φουρκέτες και αιωνόβια ελιόδενρα. Στα 1.8χλμ. συναντάμε αριστερά την πινακίδα προς Παλιό Χωριό. Μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο πάνω αρχίζει βατός χωματόδρομος και εμφανίζεται η κορυφή του Παντοκράτορα κυριευμένη από κεραίες. Στα 3, 2χλμ. μετά το Νησάκι, στρίβουμε δεξιά ανηφορικά (αριστερά ο δρόμος κατηφορίζει σε μία στάνη). Η χαμηλή βλάστηση αποτελείται κυρίως από σπάρτα, που μόλις έχουν αρχίσει να ανοίγουν. Στα παράλια βέβαια είναι ολάνθιστα. Αμέτρητα αγριολούλουδα διακοσμούν τις πετρώδεις, απότομες πλαγιές.
7 χιλιόμετρα μετά το Νησάκι φτάνουμε στα πρώτα σπίτια του ερειπωμένου οικισμού. Αθέατος ως την τελευταία στιγμή ο οικισμός είναι πραγματική αποκάλυψη, μια μεγάλη οικιστική ενότητα που εκτείνεται στα πρανή, στους λοφίσκους και στα ξέφωτα μιας πανέμορφης και κατάφυτης λαγκαδιάς, του μοναδικού ομαλού, φιλικού εδάφους, που τολμάει να παρεμβληθεί στην απόλυτη κυριαρχία των κακοτράχαλων Ν-ΝΑ πλαγιών του Παντοκράτορα. Εισχωρούμε με το αυτοκίνητο ως ένα μικρό πλάτωμα στο κέντρο του χωριού. Μπροστά μας ένα εντυπωσιακό διώροφο, που πρέπει να ήταν αρχοντόσπιτο. Σ’ αυτό συνηγορούν διάφορα στοιχεία: το δάπεδο που είναι στρωμένο με πλάκες, σε αντίθεση με το πατημένο χώμα που συνηθιζόταν στα αγροτόσπιτα, κάποια ίχνη ζωγραφικής διακόσμησης στους σοβαντισμένους τοίχους και βέβαια οι μεγάλες διαστάσεις του σπιτιού.
20 μέτρα παραδίπλα είναι η κεντρική εκκλησία δυστυχώς κλειστή. Τοιχοδομία με αργολιθοδομή, σε καλή κατάσταση, που περιλαμβάνει και λαξευτούς γωνιόλιθους. Ωραίο το καμπαναριό, αν και με αρκετές φθορές. Ισχυρή λίθινη τοιχοποιία στα πρώτα μέτρα και στη συνέχεια ελαφρότερη με κιτρινωπά τουβλάκια συμπαγή. Σε μια δεύτερη, μικρότερη εκκλησούλα οδηγούν μερικά σκαλοπάτια κάτω από το δρόμο, κι αυτή δυστυχώς κλειστή. Η σκεπή της από παλιά Βυζαντινού τύπου κεραμίδια διατηρείται αυτούσια, ενώ στην εξωτερική κόγχη του ιερού δεσπόζει ένας μεγάλος ανάγλυφος σταυρός.
Στην Τρίτη εκκλησούλα είμαστε πιο τυχεροί την βρίσκουμε ανοιχτή. Είναι χτισμένη 50-60 μέτρα πάνω από την κεντρική, στο υψηλότερο σημείο του χωριού. Πλάκες στο δάπεδο και δύο τοιχογραφίες στους τοίχους. Περισσότερες σώζονται στην κόγχη του Ιερού αλλά με σημαντικές φθορές. Από υψόμετρο 480μ. αγναντεύουμε την συναρπαστική τοπογραφία του χωριού αλλά και τον μακρινό θαλάσσιο ορίζοντα. Αυτόν τον ορίζοντα που νυχθημερόν επισκοπούσαν οι παλιοί κάτοικοι για ν’ ανιχνεύσουν τυχόν εμφανίσεις πειρατών και ειδοποιήσουν τον κόσμο να τραβηχθεί προς το βουνό.
Τουλάχιστον ένα τρίωρο περιπλανιώμαστε ανάμεσα στους λιθοσωρούς και τα χαλάσματα των Παλιών Σινιών. Όσοι τοίχοι απομένουν όρθιοι προδίδουν την επιμελημένη τους κατασκευή, χωρίς βέβαια πολυτέλειες αλλά με καλή αργολιθοδομή και μονοκόμματες πέτρινες παραστάδες στα παράθυρα και στις πόρτες. Ένα μονοπάτι, σε συνέχεια του κεντρικού δρόμου, μας οδηγεί προς τα Β-ΒΑ σε μικρορρέμα με πέτρινα πηγάδια και στέρνες. Λίγο ψηλότερα δεσπόζει ένας λοφίσκος με πυκνή δόμηση, σπίτια ωραίας κατασκευής, ένα μάλιστα με θαυμάσια δίδυμη αψίδα και φρουριακή κατασκευή.
Μια θεϊκή ησυχία επικρατεί στον τόπο που όταν κατοικείτο πρέπει να ήταν απαράμιλλης ωραιότητας. Το μόνο που ακούγεται είναι τα τιτιβίσματα των πουλιών. Μέχρι τις Σινιές φτάνει και συμβατικό αυτοκίνητο, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τον «δρόμο» που συνεχίζει ως τον Παντοκράτορα. Δύο διαφορετικοί άνθρωποι, μια κυρούλα κι ένας βοσκός, μας είχαν ήδη προειδοποιήσει να μην επιχειρήσουμε αυτή τη διαδρομή.»Εκτός αν θέλετε να το σπάσετε το αυτοκίνητο», είχαν ομόφωνα καταλήξει. Ήταν σαν να μας προέτρεπαν με θέρμη για το αντίθετο
-Δεν μπορώ να επιστρέψω χωρίς τουλάχιστον να το επιχειρήσω, λέω στην Άννα, που δυστυχώς συμφωνεί μαζί μου.
Αυτό που από μακρυά φαινόταν σαν δρόμος δεν είναι δρόμος. Είναι η αρχική χάραξη, που από τότε που διανοίχθηκε, απέμεινε προφανώς ανέγγιχτη από ανθρώπινη φροντίδα. Με φοβερά νεροφαγώματα και πέτρες η διαδρομή είναι μια από τις πιο κακοτράχαλες που έχω συναντήσει, μερικές φορές σταματάω, για να δω που καλύτερα θα τοποθετήσω τις ρόδες. Κάποτε, μετά από 2,4χλμ. φτάνουμε σε αυχένα. Πέρα από το πέλαγος αγναντεύουμε τις Αλβανικές ακτές και χαμηλά τον παλιό οικισμό της Περίθειας. Τελικά 5,5 χλμ. μετά τις Σινίες, φτάνουμε στην κορυφή. Εδώ βρίσκεται η Μονή του Υψηλού Παντοκράτορα, χτισμένη το 1257 με έξοδα και εργασία των γύρω χωριών. Δεν ξέρω πως θα αισθάνονταν, αν ζούσαν σήμερα και αντίκρυζαν τη μονή τους οι παλιοί εκείνοι κάτοικοι των χωριών. Μάλλον δεν θα πίστευαν στα μάτια τους αν ατένιζαν την τερατώδη κεραία που με ύψος 40 – 50 μέτρων ορθώνεται στο μέσον του αύλειου χώρου της μονής. 100 μέτρα παραπέρα ορθώνεται ένα δάσος μικρότερων κεραιών. Φεύγουμε σαν κυνηγημένοι, αφού προηγουμένως ρίχνουμε μια νοσταλγική ματιά στην υπέροχη κάτοψη των Παλιών Σινιών, που τόσο γαληνέψαν την ψυχή μας λίγη ώρα πριν.
Επιστρέφουμε στον αυχένα και παίρνουμε τον μακρύ, κακοτράχαλο δρόμο προς Αϊξέρια, Πόρτα και θαυμάσια αναπλασμένο οικισμό Ρου. Με βάση τις παλιές, παραδοσιακές κατοικίες ένας Άγγλος αρχιτέκτονας δημιούργησε ένα οικιστικό σύνολο ενοικιαζομένων σπιτιών, με υπέροχη θέα και πλήρεις ανέσεις. Καθώς φτάνουμε στον κεντρικό παραθαλάσσιο δρόμο σκεφτόμαστε πως δεν είναι άσχημη και η άσφαλτος.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΑ ΣΤΟΝ ΣΠΑΡΤΥΛΑ ΜΕ ΜΟΝΙΠΑΤΙ
Έρχεται η στιγμή να γνωρίσουμε και κάποια Κερκυραϊκά μονοπάτια. Με οδηγό μας όχι κάποιον ντόπιο αλλά την Αγγλίδα Hilary Pipeti, που 19 χρόνια τώρα εκδίδει κάθε μήνα στην Κέρκυρα το αγγλόφωνο περιοδικό της «THE CORFIOT». Φυσιολάτρης και πεζοπόρος η Hilary διοργανώνει κάθε Σάββατο προσεκτικά επιλεγμένες περιπατητικές διαδρομές, που αναγγέλλονται μέσω των σελίδων του περιοδικού. Το Μεγάλο Σάββατο στις 18 Απριλίου, το πρόγραμμα προβλέπει την κατάβαση από το οροπέδιο του Παντοκράτορα ως τον οικισμό του Σπαρτύλα. Την ώρα λοιπόν που χιλιάδες ντόπιοι και ξένοι εισρέουν στους κεντρικούς δρόμους και πλατείες της Κέρκυρας για να παρακολουθήσουν το πολύκροτο «έθιμο των μπότηδων» (των πήλινων σταμνιών) εμείς συγκεντρωνόμαστε στο Καφέ-μπαρ Αστέρια στον Σπαρτύλα. Καφεδάκι γνωριμίας και στις 10.20’ η 11μελής ομάδα είναι πλήρης, με εκπροσώπους από την Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ζιμπάμπουε και Δανία. Ο JOHN WALLER εκπροσωπεί την Ιρλανδία και την Ελλάδα η Άννα και εγώ.
Επιβιβαζόμαστε στα μισά αυτοκίνητα και ανηφορίζουμε προς Παντοκράτορα. Διασχίζουμε τον μικρό παραδοσιακό οικισμό του Στρινύλα, που με υψόμετρο 630μ. είναι ο ορεινότερος της Κέρκυρας και μερικά χιλιόμετρα μετά σταματάμε τα αυτοκίνητα. Βαδίζουμε χαλαρά για ένα τέταρτο στην άσφαλτο σαν μικρή προθέρμανση πριν από το μονοπάτι. 150μ. πριν από τα μικρά οικήματα της ΔΕΗ στους πρόποδες του Παντοκράτορα συναντάμε στα δεξιά της ασφάλτου το μονοπάτι σηματοδοτημένο με κίτρινο βέλος. Είναι 11,05’ ακριβώς και το υψόμετρο 750μ.
Με Ν. κατεύθυνση ξεκινάμε ένα κατηφορικό, κακοτράχαλο μονοπάτι. Βρισκόμαστε στο μέσον ενός άγριου οροπέδιου, κατάσπαρτου από πέτρες. Το μόνο που φυτρώνει είναι χαμηλή θαμνώδης βλάστηση, χορτάρι και αμέτρητα λουλουδάκια. Το μονοπάτι είναι ευδιάκριτο και καλά σηματοδοτημένο με κίτρινα σημάδια στην κατάβαση και μικρά κόκκινα στην ανάβαση. Αρχίζουν κάποια μικρά λιβαδάκια, πουρνάρια και ανθισμένες γκορτσιές. Ένας Γερμανός μας υποδεικνύει ένα σπάνιο αγριολούλουδο, που το ονομάζει Fritillary. Να και μερικές αγελάδες με τέσσερα μοσχαράκια, ελευθέρας βοσκής και απολύτως ευτυχισμένα. Δεν διατρέχουν κανέναν κίνδυνο στο νησί. Σ’ ένα μακρόστενο λιβάδι 150 περίπου μέτρων το μονοπάτι γίνεται για λίγο ασαφές. Ξαναβρίσκουμε όπως εύκολα τα σημάδια. Αρχίζουν πυκνά πουρνάρια. Ανάμεσά τους και πολλές δάφνες με ευθυτενείς κορμούς που πλησιάζουν σε ύψος τα 10 μέτρα. Υπέροχα δέντρα με λευκά μικρά λουλουδάκια και το χαρακτηριστικό εξαίσιο άρωμα, καθώς τρίβουμε στα χέρια μας τα φύλλα. Βαδίζουμε συνεχώς σε χωμάτινο μονοπάτι, προστατευμένο από σκιά.
Στις 12.10 συναντάμε χωματόδρομο. Τον ανηφορίζουμε ευθεία για 100μ. και μετά συναντάμε στ’ αριστερά το γνώριμο κίτρινο σημάδι. Κακοτράχαλο και πάλι μονοπάτι, ανάμεσα σε πέτρες και πουρνάρι.
Στις 12.40’ μια απρόσμενη εικόνα. Ξέφωτο μέσα στο δάσος μ’ ένα παλιό, θαυμάσιο αλώνι. Οι πλάκες του διατηρούνται σε έξοχη κατάσταση και η διάμετρός του φτάνει τα 10 μέτρα. Ολόγυρα, ανάμεσα στους θάμνους και τα δέντρα, διακρίνονται λιβάδια με εμφανέστατες πεζούλες. Κάποτε, πριν δασωθεί και μείνει ακαλλιέργητος ο τόπος, πρέπει να υπήρχαν χωράφια. Έτσι εξηγείται και η ύπαρξη του αλωνιού. Αυτής της τόσο χαρακτηριστικής και ωραίας λίθινης κατασκευής της ελληνικής υπαίθρου, που μοιάζει να είναι άγνωστη στους ξένους.
-Πολλοί Ευρωπαίοι, από διάφορες χώρες, με ρωτούν απορημένοι, σε τι χρησιμεύει αυτή η κυκλική κατασκευή, μου λέει η Hilary
Κι εγώ τους απαντάω, ότι χρησίμευε για την προσγείωση των ελικοπτέρων το Μεσαίωνα!!
Την κοιτάζω με δυσπιστία κι ύστερα απευθύνομαι διαδοχικά σ’ ένα Άγγλο κι έναν Γερμανό.
-Γνωρίζετε τι είναι αυτή η κατασκευή; Κουνάνε τα κεφάλια τους αρνητικά. Η Hilary επιβεβαιώνεται πανηγυρικά.
Εκτός όπως από το αγροτικό ελικοδρόμιο ο τόπος διαθέτει και πράγματα στα οποία οι ξένοι είναι αυθεντίες. Πρόκειται για τα μικροσκοπικά αγριολούλουδα, αδιόρατα και αδιάφορα για την συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων, μα τόσο σημαντικά για τους ξένους. Είναι οι πανέμορφες άγριες ορχιδέες! Για αρκετά λεπτά ξαμολιούνται όλοι στο έδαφος, ψάχνουν και φωτογραφίζουν ορχιδέες με τις μικρές, πανίσχυρες ψηφιακές τους μηχανές. Μαζί τους βέβαια και η Άννα, που έχει αναπτύξει τα τελευταία χρόνια μια αξιοσημείωτη ικανότητα να εντοπίζει τις ορχιδέες.
Στις 12.50’ αντικρίζουμε για πρώτη φορά στα Ν-ΝΑ την πόλη της Κέρκυρας και την θάλασσα από υψόμετρο 625μ. Στενό και ωραίο το μονοπάτι, στα πόδια μας ήδη μοσχοβολάει θυμάρι. Πέντε λεπτά αργότερα μας περιμένει, μετά το αλώνι, μια ακόμη απρόσμενη εικόνα. Είναι το εκπληκτικό αλλά μισοερειπωμένο εξωκκλήσι του Ταξιάρχη, με κορυφαία θέα παντού και κυρίως στην απέραντη αμμουδιά του Ύψους, που είναι δυστυχώς καλυμμένη με καταχνιά. Σ’ αυτό τον κόλπο αποβιβάστηκε το 1537 ο πειρατής Μπαρμπαρόσσα, που με τους Τούρκους του προκάλεσε στο νησί μεγάλες καταστροφές.
Μπαίνουμε προσκυνητές στο εξωκκλήσι. Τα βήματά μας αντηχούν πάνω σε σωρούς των ξύλων και των σπασμένων κεραμιδιών της σκεπής, που το μεγαλύτερο τμήμα της έχει καταρρεύσει. Είναι απορίας άξιο πως εξακολουθούν να σώζονται όρθιοι οι τοίχοι και να διατηρούν τη ζωντάνια των χρωμάτων τους κάποιες τοιχογραφίες στους τοίχους, στην χτιστή Ωραία Πύλη και στην Κόγχη του Ιερού. Δυστυχώς η καταστροφή τους θα επέλθει με μαθηματική βεβαιότητα. Κανείς δεν πρόκειται να ενδιαφερθεί για την αποκατάσταση αυτού του τόσο απόμακρου ναού!
Ξεκινάμε το τελευταίο τμήμα του μονοπατιού. Είναι απότομο, κακοτράχαλο και πετρώδες. Ακριβώς από κάτω προβάλλει η υπέροχη κάτοψη του Σπαρτύλα, με τις αλλεπάλληλες κεραμοσκεπές. Χάνουμε υψόμετρο με ταχείς ρυθμούς. Στις 13.40’ βρισκόμαστε ήδη στα 470μ. Στη βλάστηση προστίθενται σπάρτα και σχοίνα, ανθισμένο φασκόμηλο με υπέροχη ευωδιά. Να και τα πρώτα λυγερόκορμα κυπαρίσσια, τα ελιόδενδρα, οι λαχανόκηποι, κάποια λιλιπούτεια αμπελάκια.
Η άγρια βλάστηση του βουνού δίνει την θέση της στις ανθρώπινες καλλιέργειες και το πετρώδες μονοπάτι στην άσφαλτο του Σαρτύλα.
Είναι 14.00 ακριβώς. Με τα υπόλοιπα αυτοκίνητα επιστρέφουμε στον Στρινύλα.
-Μετά την προσπάθεια η ανταμοιβή, λέει η Hilary. Ας πιούμε ένα κρασάκι.
Το ταβερνάκι του Σταμάτη είναι κάτω από το δρόμο στη πλατεία, απέναντι ακριβώς από το πελώριο καραγάτσι, αυτό το καταπληκτικό δέντρο φτελιάς, που τόσους αιώνες τώρα καλύπτει με τα σκιερά φυλλώματά του την πλατεία του χωριού. Υπέροχο το κρασί, λευκό και κόκκινο, από τα ορεινά αμπελάκια του Σταμάτη, νοστιμότατη η ομελέτα από τα χωριάτικα αυγά, και γευστικότατη η φέτα και οι φρεσκοτηγανισμένες πατάτες. Το κρέας απουσιάζει αλλά η παρουσία του είναι περιττή. Το κέφι όλων βρίσκεται σε επίπεδο υψηλό.
ΣΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΠΕΡΙΘΕΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΩΡΑΙΟ ΤΗΣ ΜΟΝΟΠΑΤΙ
Η Άνω Κορακιάνα έχει τρεις κυρίως συνοικίες. «Μουργάδες» στα δυτικά, το κεντρικό χωριό και την «Βεβετιά» στα ανατολικά. Από εδώ ξεκινάει ο δρόμος προς την ορεινή ενδοχώρα στο βόρειο τμήμα του νησιού. Είναι στενότατος, με έντονες κλίσεις και αλλεπάλληλες «φουρκέτες» που σε απόσταση 3,5χλμ. ξεπερνούν τις 30(!), ενώ υπάρχουν και αρκετές ακόμη ανοιχτότερες.
Διασχίζουμε συνεχώς έναν απέραντο ελαιώνα, περνώντας διαδοχικά από τους οικισμούς Σωκράκι, Ζυγός, Σγουράδες και Ομαλή. Πάνω από την Επίσκεψη, που είναι μεγάλο και ωραίο χωριό, συναντάμε τον ιδιωτικό δρόμο του Δεσύλλα, που πολύ γρήγορα μεταβάλλεται σε ανηφορικό, καλό χωματόδρομο. Μας αποκαλύπτει μια θαυμάσια κάτοψη του χωριού, η καταπράσινη «θάλασσα» των συμπαγών αιωνόβιων ελαιώνων και αχνά στο βάθος η θάλασσα του Ιονίου.
4χλμ. μετά ο δρόμος κατηφορίζει στον Στρινύλα. Εκτός από δύο σημεία με νεροφαγώματα, είναι προσιτός και σε συμβατικά αυτοκίνητα. Μερικές εκατοντάδες μέτρα έξω από τον Στρινύλα εκτείνεται ένα πανέμορφο οροπέδιο με αμπελάκια , κτήμα καρυδιών και κυρίως την «Παναγία των Δρόμων», ένα βυζαντινό μνημείο του 1230 με έξοχη ανάγλυφη παράσταση 2 δράκων στην είσοδό της.
Πριν πάρουμε την τελική ανηφόρα για την κορυφή του Παντοκράτορα, κατηφορίζουμε αριστερά τον άγριο πετρόδρομο για Περίθεια. Είναι δρόμος 5 σχεδόν χιλιομέτρων, μόνον για 4Χ4. Στην είσοδο του χωριού συναντάμε την αρχή ενός πεζοπορικού μονοπατιού, σηματοδοτημένο (με χρηματοδότηση από πρόγραμμα) από την Περίθεια στον Κρινιά. Τα πρώτα 900μ. είναι βατός αλλά σε ορισμένα σημεία λασπωμένος χωματόδρομος. Αμέσως μετά αρχίζει το μονοπάτι, διακριτικό κι ξεκούραστο. Διασχίζει αραιό δάσος δρυός, ανάμεσα από αναρίθμητα αγριολούλουδα και ασφόδελους. Ανά 100 μέτρα υπάρχει μεταλλική πινακίδα που καταγράφει την πρόοδο της διαδρομής.
Στα 1300 μέτρα αντικρύζουμε στα βόρεια την Θάλασσα. Εδώ το μονοπάτι γίνεται πετρώδες και κατηφορίζει ελικοειδώς σε κατάφυτες ρεματιές. Στις πλαγιές με τα απότομα πρανή το μονοπάτι είναι χτισμένο με επιμέλεια, πράγμα που δείχνει την μεγάλη σημασία που είχε για την επικοινωνία των Περιθειωτών με τις Βόρειες ακτές
Στα 2000μ. χάνεται ο ήλιος. Το μονοπάτι εισχωρεί σε δάσος πυκνό και σκιερό από αριές, σχοίνους και σφενδάμια. Λιθόστρωτο πια το μονοπάτι κατηφορίζει μέσα στο δάσος με αλλεπάλληλες στροφές. Στα 2.250μ. συναντάμε την ξερή κοίτη ρεματιάς. Ανηφορίζουμε ελαφρά και συνεχίζουμε ως τα 300 μέτρα, όπου το μονοπάτι τερματίζει και δίνει την θέση του σε χωματόδρομο που διασχίζει ελαιώνα και σε 1 χλμ. φτάνει στον Κρινιά. Με χαλαρούς ρυθμούς μόλις ξεπεράσαμε την μία ώρα μέχρι εδώ. (καλύψαμε 3 χλμ.). Για την επιστροφή, που καλύπτει μια υψομετρική διαφορά 250μ. χρειαζόμαστε περίπου μια ώρα κι ένα τέταρτο. Να λοιπόν ένα θαυμάσιο αξιοποιημένο μονοπάτι, αληθινή ευχαρίστηση για όλη την οικογένεια (μία παρατήρηση μόνο που αφορά την μεταλλικές πινακίδες, όπου κάποιες έχουν χαλαρώσει και βρίσκονται στο έδαφος)
Εξίσου ευχάριστη όμως είναι και η περιδιάβαση μας στον παμπάλαιο και εξολοκλήρου παραδοσιακό οικισμό της Περίθειας. Μας εντυπωσιάζει αρχικά με τον πολύ ιδιαίτερο κεραμίδι χρωματικό του τόνο, το καμπαναριό της εκκλησίας του Αγ. Ιακώβου. Λιτές αρχιτεκτονικές γραμμές και ωραία πέτρινη κατασκευή του έτους 1835. Ελαφρότερα χρωματισμένη είναι η εκκλησία του 1852 με μεγάλες διαστάσεις, ογκώδεις γωνιόλιθους και παράθυρα τοξωτά με βαρειές σιδεριές. Λίγο χαμηλότερα είναι η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Από εδώ αρχίζουν και τα ταβερνάκια της Περίθειας, που έχουν πληθύνει σημαντικά από το ένα που είχαμε επισκεφθεί πριν από μία δεκαετία περίπου.
Μια διχάλα λιθόστρωτου δρομίσκου μας οδηγεί στον «φόρο», στην πλατειούλα δηλαδή. Λέξη που προέρχεται από το λατινικό «forum». Ανθισμένες κερασιές, σπίτια με έξοχη αρχιτεκτονική, τα περισσότερα ακατοίκητα. Αρκετά, ωστόσο έχουν τα τελευταία χρόνια αποκατασταθεί με ιδιαίτερο σεβασμό στην παράδοση του τόπου. Σ΄ ένα επίπεδο ξέφωτο, πάνω από την πλατεία, περνάμε κάτω από την επιβλητική αυλόθυρα του αρχοντικού του Σκορδίλη. Η «κλείδα», στο ανώτερο κεντρικό σημείο της αψίδας της πόρτας, παραμένει ανεπηρέαστη από τον χρόνο, αν και με την πρώτη ματιά δείχνει ετοιμόρροπη. Το αρχοντικό, όπως αναφέρεται στο εσωτερικό πορτόνι του, είναι κατασκευασμένο στα 1699
Μερικές δεκάδες μέτρα απέναντι βρίσκεται το ερειπωμένο σχολείο του χωριού. Ο Θόδωρος Παπαγκόγκας, γεννημένος στην Περίθεια το 1940, θυμάται 150 παιδιά στο Δημοτικό με 4 δασκάλους. Ήταν η εποχή που ζούσαν πάνω από 1200 άτομα στο χωριό. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, με την ανάπτυξη στο νησί του τουρισμού, άρχισε να φεύγει από την Περίθεια ο κόσμος. Και πώς να μείνει άλλωστε; Το ηλεκτρικό ρεύμα έφτασε εδώ μόλις το 1979! Μια δεκαετία πριν ο άνθρωπος είχε κατακτήσει το φεγγάρι!
Θυμάται ακόμα ο μπαρμπα – Θόδωρος, πως όλο το χωριό έπαιρνε νερό από το Πάνω Πηγάδι, στον δρόμο προς την Κρινία. Μια μόνο στάμνα, 20 περίπου κιλών, αναλογούσε για κάθε οικογένεια. Υπήρχαν δύο φύλακες όλο το 24ωρο που μεριμνούσαν για την δίκαιη διανομή του νερού.
-Πόσοι άνθρωποι μένουν μόνιμα στην Παλιά Περίθεια σήμερα; τον ρωτάω.
-Μόνο ένας κτηνοτρόφος, μου απαντάει.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Ευχαριστούμε θερμότατα:
Την Hilary Pipeti (τηλ. 6934 396335 www.thecorfiotmagazine.com e-mail: corfiotm@otenet.gr) για την πεζοπορία μαζί της στην υπέροχη φύση της Κέρκυρας.
Τον Ιρλανδό συγγραφέα John Waller για το θαυμάσιο βιβλίο του.
Από την Άνω Κορακιάνα τον ιστορικό ερευνητή Κώστα Απέργη για το πολύτιμο βιβλίο και τις πληροφορίες του, καθώς και τον επίτροπο Λευτέρη Ιωνά για τις ευγενικές του ξεναγήσεις.
Τον Θόδωρο Παπαγκόγκα από την Παλιά Περίθεια για τις πληροφορίες του.
Τέλος, από καρδιάς ευχαριστούμε τις οικογένειες Χατζημιχάλη, τον Μπάμπη, τον Γιώργο, τη Βικτώρια και την Ζέτα. Οι ώρες της Ανάστασης στο γραφικότατο χωριό Δουκάδες, ο παραδοσιακός οβελίας στην μαγευτική φύση του κτήματος, της Κέρκυρας αλλά και το σύνολο των ωρών που περάσαμε μαζί, μπορούν να θεωρηθούν ως μια από τις ευτυχέστερες εμπειρίες εορτασμού των άγιων ημερών του Πάσχα, που θυμόμαστε ποτέ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-Α. Αγοροπούλου-Μπιρμπίλη, «ΚΕΡΚΥΡΑ, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ¨, εκδ. «ΜΕΛΙΣΣΑ», ΑΘΗΝΑ 1982
-Σπύρου Κατσαρού, «ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΩΝ ΚΟΡΥΦΩΝ», ΤΟΜΟΣ 2ος , ΚΕΡΚΥΡΑ 1979
-Μινέττα Χ. Λάσκαρι, «ΚΕΡΚΥΡΑ , Μια ματιά μέσα στο χρόνο 1204-1864», εκδ Ι.ΣΙΔΕΡΗΣ, ΑΘΗΝΑ 1997
-Νίκου Γαρνέλη, «ΠΑΛΙΕΣ ΣΙΝΙΕΣ, Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ» , ΑΘΗΝΑ 2004
-Κώστας Σταμ. Απέργης. «ΚΟΡΑΚΙΑΝΑ, Σελίδες από τον 15ο έως και τον 18ο αιώνα» ΚΕΡΚΥΡΑ 2007
-Μάριου Αγγελόπουλου, «Η ΠΑΛΙΑ ΚΟΡΦΙΑΤΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ» εκδ. ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ, ΚΕΡΚΥΡΑ 2008
-Εκδ. EXPLORER, «ΚΕΡΚΥΡΑ», ΑΘΗΝΑ 2005