Πολλά χρόνια τώρα η Κεφαλλονιά ήταν στο μυαλό μου. Ωστόσο, από μιαν ανεξήγητη αιτία, ανέβαλλα διαρκώς την αναμνηστική μου επίσκεψη στο κορυφαίο σε μέγεθος και ιδιαιτερότητες νησί του Ιονίου. Οι ενθουσιώδεις περιγραφές του Βολιώτη φίλου μας Κυριάκου Παπαγεωργίου για τη Χερσόνησο της Παλλικής υπήρξαν η ώθηση για την πραγματοποίηση αυτού του ταξιδιού.
Ένα γερμένο καμπαναριό, έτοιμο να σωριαστεί ανάμεσα σε άλλα ερείπια. Αυτή ήταν η πρώτη εικόνα που θυμάμαι – σε πολύ πρώιμη παιδική ηλικία – απ’ τα Επτάνησα.
Ήταν αποτυπωμένη στο «ΕΝΣΗΜΟΝ ΣΕΙΣΜΟΠΛΗΚΤΩΝ» και περιέγραφε με δραματική λιτότητα όλο το μέγεθος της καταστροφής σε Κεφαλλονιά, Ζάκυνθο και Ιθάκη από τους τρομακτικούς σεισμούς του Αυγούστου του 1953. Το γραμματόσημο αυτό εμφανιζόταν για μεγάλο διάστημα στους φακέλους της οικογενειακής αλληλογραφίας και μου προκαλούσε πάντα το ίδιο δέος και τα ίδια αναπάντητα ερωτήματα.
Τρεις δεκαετίες μετά, εκεί γύρω στο 1985, γνώρισα για πρώτη φορά την Κεφαλλονιά.
Το σύγχρονο πρόσωπο και το μαγευτικό φυσικό περιβάλλον του νησιού είχαν απαλείψει οριστικά τη ζοφερή εικόνα που είχε αποτυπωθεί στις παιδικές μου αναμνήσεις.
Σήμερα, μισό αιώνα μετά τις αποφράδες μέρες του 1953, τίποτε πια δεν θυμίζει τη βιβλική εκείνη καταστροφή. Το μόνο ίσως, που απομένει από τότε, είναι η αθεράπευτη πίκρα στη μνήμη των παλαιοτέρων…
ΣΤΟ ΟΜΟΡΦΟ ΛΗΞΟΥΡΙ
Το μεγάλο ξενοδοχείο «PALATINΟ» είναι χτισμένο σ’ έναν χαμηλό καταπράσινο λοφίσκο, έξω από τα τελευταία σπίτια στα ΝΔ του Ληξουριού. Από το μπαλκόνι του δεύτερου ορόφου αφήνουμε το βλέμμα μας να πλανηθεί αρχικά στην πολυεπίπεδη επιφάνεια με τις κόκκινες κεραμοσκεπές των χαμηλών σπιτιών της πόλης και αμέσως μετά στα βαθυγάλανα νερά του κόλπου, που παρεμβάλλεται ανάμεσα σε Αργοστόλι και Ληξούρι. Πέρα από τον κόλπο, στο βάθος του ανατολικού ορίζοντα, ορθώνεται απότομα η μακρόστενη οροσειρά του Αίνου, που με τον αδιάσπαστο όγκο της απαγορεύει την οπτική επαφή με το υπόλοιπο νησί.
Πολλά χρόνια τώρα η Κεφαλλονιά ήταν στο μυαλό μου. Ωστόσο, από μιαν ανεξήγητη αιτία, ανέβαλλα διαρκώς την αναμνηστική μου επίσκεψη στο κορυφαίο σε μέγεθος αλλά και σε ιδιαιτερότητες νησί του Ιονίου. Οι ενθουσιώδεις περιγραφές του Βολιώτη φίλου μας Κυριάκου Παπαγεωργίου για τη Χερσόνησο της Παλλικής και μια σειρά από θαυμάσιες φωτογραφίες του υπήρξαν η ευτυχής ώθηση για την πραγματοποίηση αυτού του ταξιδιού.
Λευκάδα λοιπόν, φέρρυ-μπόουτ από το λιμάνι της Βασιλικής, αποβίβαση στην Κεφαλλονιά και στο κοσμοπολίτικο Φισκάρδο, πορεία συναρπαστική προς νότο, θαυμασμός της πολύπλοκης ακτογραμμής και της φημισμένης παραλίας του Μύρτου από ψηλά. Πιο κάτω διχάζεται ο δρόμος, χωρίζει και γεωγραφικά τις δύο κορυφαίες πόλεις του νησιού με την παλιά, πασίγνωστη και γραφική τους αντιζηλία, το Αργοστόλι και το Ληξούρι. Κατευθυνόμαστε προς το Ληξούρι και τη Χερσόνησο της Παλλικής, το δυτικότερο άκρο του νησιού.
Κατηφορίζουμε από το ξενοδοχείο μας το δρομίσκο με την ήπια κλίση και σε μισό λεπτό αισθανόμαστε να μας περιβάλλει η γλυκύτατη πόλη του Ληξουριού, με τις χαμηλές μονώροφες και διώροφες κατοικίες, τους δρόμους με τα δέντρα και τις αυλές με τα λουλούδια. Είν’ ένας περίπατος ήρεμος, ευχάριστος, με ελάχιστη όχληση από αυτοκίνητα, όπως θάπρεπε να είναι οι περίπατοι στις πόλεις.
«Το Ληξούρι, ως πόλις, είχεν εξαιρετικώς εύχαριν χαρακτήρα», σημείωνε το 1953-54 για το πρό των σεισμών Ληξούρι ο Ακαδημαϊκός Μαρίνος Γερουλάνος.
Και συνέχιζε: «Το Μαρκάτο με την έσω και έξω πλατείαν της αγοράς, οι πλατείς δρόμοι προς την εκκλησίαν του Παντοκράτορος, ο παραλιακός δρόμος με τους λιμενοβραχίονας, που συνεκράτουν το βλέμμα χωρίς να το περιορίζουν, παραπέρα το Ποτάμι με τους παρακειμένους δρόμους και ταις κτισταίς δύο γέφυρες, έδιδον χαρμόσυνον όψιν εις την πόλιν και επαρουσίαζο ωραία, γραφικά τοπεία… Όλα δε ήσαν εστραμμένα προς τον ήλιον, είχον τον ήλιον ελεύθερον. Όλη η πόλις ήτο ανοικτή, χαρούμενη. Υπήρχε όμως και κάτι άλλο ακόμη εξαιρετικόν, οι πολλοί μεγάλοι λαχανόκηποι μέσα εις την πόλιν, οι οποίοι δεν έδιδον μόνον υγιεινήν τροφήν αλλ’ ήσαν συγχρόνως και οι πνεύμονες της πόλεως και από υγιεινής απόψεως ήσαν πολυτιμώτεροι παρά μια ξηρά πλατεία».
Σήμερα βέβαια δεν υπάρχει το περίφημο «Μαρκάτο» με τον αρχαΐζοντα ρυθμό και τις κολόνες του. Το επιβλητικό κτίριο, που χτίστηκε το 1824 και στέγασε το δικαστήριο και άλλες δημόσιες υπηρεσίες κατέρρευσε με τους σεισμούς του ’53.
Ούτε παρεμβάλλονται ειδυλλιακά ανάμεσα στον οικοδομικό ιστό της πόλης οι καταπράσινοι λαχανόκηποι, που τόσο πολύ είχε εκτιμήσει ο Γερουλάνος. Τη θέση τους κρίθηκε επωφελέστερο και επικερδέστερο να καταλάβουν κατοικίες και καταστήματα. Το σύγχρονο Ληξούρι ωστόσο, παρά την απώλεια των μεγάλων του αρχοντικών και των κομψών του οικιών και παρά τις αναπόφευκτες αλλοιώσεις της παλιάς αρχιτεκτονικής του ταυτότητας, εξακολουθεί να διατηρεί τον «εύχαρι» και ανθρώπινό του χαρακτήρα.
Η προσέγγιση του Ληξουριού είναι απλούστατη. Το κεντρικό ασφάλτινο δίκτυο του νησιού εισχωρεί από τα βόρεια προάστια της πόλης και, η λεωφόρος Στυλ. Τυπάλδου, οδηγεί στο κέντρο. Εκεί συναντάει την πλατεία των αδελφών Αλιβιζάτου με την μεγαλόπρεπη εκκλησία του Παντοκράτορος και το Δημαρχείο. Στο σημείο αυτό η Στυλ. Τυπάλδου μετονομάζεται σε οδό Ευαγγέλου Μπασιά και εξακολουθεί να διασχίζει προς τα νότια το Ληξούρι.
Ανάμεσα στην εκκλησία του Παντοκράτορος και το λιμάνι εκτείνεται η ευρύτατη πλατεία της Εθνικής Αντίστασης με καφετέριες, παγκάκια, υπαίθρια τραπεζάκια και στο κέντρο έναν φίκο τεραστίων διαστάσεων. Η περιποιημένη αυτή πλατεία με την απλοχωριά και την άμεση γειτνίασή της με το εμπορικό κέντρο και τη θάλασσα, είναι χώρος περιπάτου και ξεκούρασης, πολύ δημοφιλής για μικρούς και μεγάλους όλες τις ώρες της ημέρας. Εξάλλου η απαγόρευση της διακίνησης αυτοκινήτων κατά τις βραδινές ώρες από το χώρο της παραλίας και η αποκλειστική του χρήση από πεζούς προσδίδει έναν ακόμη πιο φιλικό και ανθρώπινο χαρακτήρα στην πόλη.
Υπάρχει όμως άλλη μια οδός πρόσβασης στο Ληξούρι από τα βόρεια, παράλληλη με την Στυλ. Τυπάλδου αλλά πιο ρομαντική.
Είναι η θαυμάσια παραλιακή «Λεωφόρος των Ριζοσπαστών», που αρχίζει από το αλιευτικό καταφύγιο και τερματίζει στο γεφυράκι του Ποταμού. Εκεί μετονομάζεται προς τιμήν του μεγάλου σατυρικού Ληξουριώτη ποιητή Αντρέα Λασκαράτου και συνεχίζει κατά μήκος όλης της μεγάλης παραλίας της πόλης. Ο περίπατος στην εκτεταμένη αυτή παραθαλάσσια λεωφόρο είναι απολαυστικός, ιδιαίτερα τις πρωινές ώρες που καταφθάνουν οι ψαράδες του Ληξουριού και πουλούν στους περαστικούς τη φρέσκια πραμάτεια τους κατευθείαν από τις βάρκες.
Τις δροσερές βραδινές ώρες που παύει ο ήλιος να εκπέμπει τις ακτίνες του, η μεγάλη λεωφόρος ζωντανεύει περισσότερο. Εκατοντάδες ντόπιοι και επισκέπτες σπεύδουν να χαρούν έναν γαλήνιο περίπατο και ν’ απολαύσουν καφεδάκι ποτό ή φρέσκο ψάρι στις καφετέριες, στα μπαρ και στα ταβερνάκια που είναι αραδιασμένα πλάι στη θάλασσα, απαλλαγμένα από τη ρύπανση και το θόρυβο των αυτοκινήτων και της πόλης.
Δύο λοιπόν κεντρικοί και παράλληλοι μεταξύ τους δρόμοι, ο ένας παραθαλάσσιος και ο άλλος ηπειρωτικός, διασχίζουν το Ληξούρι κατά τη μεγαλύτερή του διάσταση από Β προς Ν δημιουργώντας στον επισκέπτη ένα αίσθημα οικειότητας και ευχερέστατου προσανατολισμού. Στους ενδιάμεσους δρομίσκους αναπτύσσεται ο οικοδομικός ιστός της πόλης, που προς την πλευρά της παραλίας αποτελείται κυρίως από εμπορικές επιχειρήσεις και καταστήματα, ενώ προς το εσωτερικό από κατοικίες. Η συντριπτική πλειοψηφία των κατοικιών αποτελείται από έναν ή δύο ορόφους με κήπους, δέντρα και άφθονα λουλούδια. Η απουσία των ογκωδών κτισμάτων χαρίζει φως και αέρα στο Ληξούρι, ανοιχτό ορίζοντα προς τη θάλασσα και στην αντικρινή οροσειρά του Αίνου. Εδώ δεν συναντάει κανείς ανήλιαγα στενά, το φως και ο αέρας είναι αγαθά που ανήκουν σε όλους και όχι μόνον στους προνομιούχους των ρετιρέ. Έτσι η φυσιογνωμία της πόλης διατηρείται φιλική και ανθρώπινη, έχει ευεργετική επίδραση στη διάθεση ντόπιων και ξένων.
Η έννοια της γειτονιάς, η καθημερινή επαφή και η εξωστρέφεια στις σχέσεις των ανθρώπων, που τόσο σπάνιες έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια, εδώ παραμένουν ζωντανές σε μεγάλο βαθμό. Το Ληξούρι υπενθυμίζει με τον καλύτερο τρόπο, ποια θα έπρεπε να είναι η μορφή των πόλεων – τουλάχιστον του μικρού μεγέθους – στην Ελλάδα.
Ποιο είναι όμως το παρελθόν του Ληξουριού; Ο Μ. Γερουλάνος αναφέρει, ότι «η κυριαρχία της Βενετίας εις την Μεσόγειον εξησφάλιζεν νέας αγοράς. Ήρχισεν ενονωτάτη η καλλιέργεια και εξαγωγή σταφίδος. Η ευημερία του τόπου ήλκνεν ολονέν περισσοτέρους οικιστάς εις την παραλίαν. Προέκυψεν ούτω μια νέα πόλις, η οποία ήδη από τας αρχάς του 15ου αιώνος ήρχισεν να οικίζεται. Οι Ληξουριώτες μόλις απέκτησαν κάποιαν αυτετέλειαν, το 1534 ήδη, αποστέλλουν έγγραφον διαμαρτυρίαν προς την Ενετικήν Κυβέρνησιν. Είναι το έγγραφον, όπου διά πρώτην φοράν αναφέρεται η πόλις Ληξούρι.
Το 1758, ότε επρόκειτο να μεταφερθεί η Διοίκησις της νήσου από το φρούριον Αγ. Γεώργιος εις το Αργοστόλι, το οποίον μόλις ήρχισεν να οικίζεται, οι Ληξουριώτες διαμαρτύρονται και απαιτούν, όπως η πόλις την αναγνωρισθή ως πρωτεύουσα της νήσου. Το Ληξούρι είχεν ήδη εξελιχθεί εις πόλιν ακμάζουσαν, η οποία τους έδιδε όλα τα δικαιώματα προς τούτο, καίτοι δεν είχε τον ασφαλή λιμένα. Ως γνωστόν, και παρά τις μεγάλες αντιδράσεις, το αίτημα δεν έγινε δεκτόν και έκτοτε χρονολογείται η αντιζηλία μεταξύ Ληξουρίου και Αργοστολίου».
ΣΤΑ ΒΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ ΠΑΛΛΙΚΗΣ
Μέσα Ιουλίου. Ξημερώνει μια μέρα με άπνοια και ζέστη, που μετριάζεται ελαφρά από τη δροσιά του γρασιδιού, που ποτιζόταν στη διάρκεια της νύχτας. Εφοδιασμένοι με άφθονες πληροφορίες από τον Δήμαρχο Παλλικής Βασίλη Ρουχωτά ξεκινάμε να γνωρίσουμε το δυτικότερο κομμάτι του νησιού της Κεφαλλονιάς.
Πρώτος μας προορισμός το Β και ΒΔ τμήμα της Χερσονήσου Παλλικής, που καταλήγει αντίστοιχα στον Όρμο του Αθέρα και στην περίφημη παραλία των Πετανών.
Αν θέλαμε να σταθούμε για λίγο στο αρχαίο παρελθόν, θα βρίσκαμε στον Θουκυδίδη την πληροφορία πως η Κεφαλληνία ήταν «Τετράπολις»: «Κείται η Κεφαλληνία κατά Ακαρνανίαν και Λευκάδα, τετράπολις ούσα, Παλής, Κράνιοι, Σαμαίοι, Προνναίοι».
Η αρχαία λοιπόν πόλη Πάλλη βρισκόταν στη δυτική παραλία του κόλπου της Κεφαλληνίας και φαίνεται πως ήταν πρωτεύουσα όλης της δυτικής χερσονήσου Παλλικής που αποτελούσε το «Κράτος των Παλλέων». Ο ιστορικός Πολύβιος τοποθετεί την ακρόπολη της Πάλλης βόρεια του Ληξουρίου, πάνω στο λόφο που σήμερα λέγεται «Παλιόκαστρο». Η αρχαία πόλη ήταν οχυρωμένη από ξηρά και θάλασσα. Ανατολικά βρισκόταν το λιμάνι, που ήταν ευρύχωρο και ασφαλές. Σήμερα το έχουν εξαφανίσει οι γύρω χείμαρροι αλλά διατηρεί την ονομασία «Καραβοστάσι». Το όνομα της Πάλλης προέρχεται – σύμφωνα με τον ιστορικό Λοβέρδο – από την Παλλάδα, που ήταν η πολιούχος της πόλης και απεικονίζεται σε νομίσματα με δάφνινο στεφάνι. Η Πάλλη ήταν ανεξάρτητη πόλη – κράτος με αξιόλογη ναυτική δύναμη, δικά της νομίσματα και δικές της συμμαχίες. Ήταν ιδιαίτερα συνδεδεμένη με την Κόρινθο και χρησίμευε ως πρώτος σταθμός των Κορινθίων κατά τα ταξίδια τους προς τη Σικελία.
Αξίζει να σημειώσουμε, ότι 200 Παλλείς συμπολέμησαν με τους λοιπούς Έλληνες το 479 π.Χ. στις Πλαταιές και μετά τη νίκη αναφέρθηκαν κι αυτοί στον περίφημο χρυσό τρίποδα, που κατασκευάσθηκε από τα λάφυρα των βαρβάρων και αφιερώθηκε στους Δελφούς. Το 434 π.Χ. έλαβαν μέρος με τα πλοία τους στην Ναυμαχία του Αητίου στο πλευρό των Κορινθίων, ενώ το 218 π.Χ. απέκρουσαν με επιτυχία την πολιορκία του Φιλίππου Έ, Βασιλιά της Μακεδονίας.
Ο ιστορικός Ε. Λιβιεράτος αναφέρει πως κατά τη βυζαντινή περίοδο μια πόλη ουσιαστικά υπήρχε στο νησί, η Πάλλη, που μετονομάσθηκε από τους Βυζαντινούς σε Κεφαλληνία, το κάστρο της οποίας διετηρείτο ως τον 17ο αιώνα σε άριστη κατάσταση. Αργότερα, ίσως εξαιτίας των πειρατικών επιδρομών, η πόλη παρακμάζει και οι κάτοικοι αναγκάζονται για ασφάλεια να μετακινηθούν στο εσωτερικό της χερσονήσου. Σήμερα στο χώρο της αρχαίας Πάλλης ελάχιστα ίχνη από τις εκκλησιές, τα τείχη, τους λαξευτούς τάφους διατηρούνται. Το 1583 στην απογραφή του Pietro Castrofilaca το Ληξούρι αριθμούσε 581 κατοίκους. Ήδη όμως η Πάλλη είχε αρχίσει να παρακμάζει, η ναυτιλία εγκαταλείφθηκε, η επίχωση του λιμανιού και τα λιμνάζοντα νερά δημιούργησαν την ελονοσία, που όπως φαίνεται, ήταν ο σοβαρότερος λόγος για να εγκαταλείψουν οι κάτοικοι την πόλη.
Στον παραθαλάσσιο δρόμο προς τα βόρεια συναντάμε μετά από 5 χιλιόμετρα περίπου το Λιβάδι και, λίγο πιο ψηλά, τα Κουβαλάτα. Είναι από τα αρχαιότερα χωριά του νησιού, που στο Πρακτικό της Λατινικής Επισκοπής της Κεφαλλονιάς το 1264 αναφέρεται ως «Κουβαλάτον». Σώζονται τα ερείπια της Μονής της «Κυράς των Αγγέλων», από τις πλέον ονομαστές της Κεφαλλονιάς μέχρι τον 19ο αιώνα. Στη θέση «Σαμόλι» επίσης διασώζεται μια αγροτική έπαυλη του τέλους του 17ου αιώνα, που έχει χαρακτηρισθεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο.
Στην πεδιάδα του Λιβαδιού, κατά μήκος της απέραντης παραλίας με τα άβαθα νερά, σχηματίζεται με τις βροχές ένας σημαντικός υγρότοπος που φιλοξενεί πολλά είδη πουλιών. Δίπλα στον κεντρικό δρόμο και πολύ κοντά στη θάλασσα, σώζονται τα ερείπια των αγροτικών φυλακών της Κεφαλλονιάς που λειτουργούσαν μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα.
Συνεχίζουμε προς τα βόρεια. Σε απόσταση 7,5 χλμ. από το Δημαρχείο του Ληξουριού ανηφορίζουμε με ήπιες κλίσεις και χαμηλή βλάστηση προς τον Αθέρα. 6 χλμ. μετά μπαίνουμε στα πρώτα σπίτια του χωριού. Χτισμένος σε υψόμετρο 250 μέτρων, ο Αθέρας είναι ένας όμορφος οικισμός με ευρύτατο ορίζοντα. Στην κεντρική πλατεία δεσπόζει η ωραία εκκλησία της Αγ. Παρασκευής, με τις δίδυμες καμπάνες του πετρόχτιστου καμπαναριού της και το ξυλόγλυπτο τέμπλο που χρονολογείται στον 19ο αιώνα. Μια πινακίδα από το σημείο αυτό μας κατευθύνει στην παραλία του Πόρτο Αθέρα. Λίγο έξω από το χωριό αποκαλύπτεται χαμηλά ο θεαματικότατος κολπίσκος, μ’ ένα ερημονήσι που στέκει σαν φρουρός στο στόμιό του. Ο δρόμος κατηφορίζει με στροφές ανάμεσα σε πυκνή βλάστηση από πουρνάρια, κουμαριές, σχοίνους και κυπαρίσσια και μετά από 3,5 χλμ. σταματάει στην ακροθαλασσιά.
Η παραλία είναι μαγευτική, με μια αμμουδιά λεπτή, σκληρή και ολόλευκη, που με την ίδια εξαιρετική ποιότητα συνεχίζει και στη θάλασσα. Για 30-40 περίπου μέτρα τα νερά είναι άβαθα και, σε συνδυασμό με το λευκό χρώμα της άμμου, αποκτούν ένα χρώμα ανοιχτογάλαζο που στη συνέχεια σκουραίνει.
Το άνοιγμα του κόλπου δεν ξεπερνάει τα 250 μέτρα και, όπως επηρεάζεται από τις βόρειες πνοές του Ιονίου Πελάγους, το νερό του είναι ιδιαίτερα δροσερό.
Αυτή η αίσθηση όμως, σε συνδυασμό με τη διαφάνεια και την απόλυτη καθαρότητα, κάνουν το κολύμπι συναρπαστικό από κάθε άποψη. Ολόγυρα η ακτή είναι βραχώδης και κατάφυτη με ελαιόδεντρα, πουρνάρια, κυπαρίσσια και μακία βλάστηση. Στα ΒΔ της ακτής, κυριολεκτικά πάνω από τη θάλασσα, δεσπόζει στη σκιά ενός μεγάλου ευκαλύπτου η γραφικότατη Μονή του Αγ. Σπυρίδωνος, που το εξαίρετο λουλακί της χρώμα δεν είναι πολύ συνηθισμένο στα Επτάνησα. Μερικές βαρκούλες φιλοξενούνται με ασφάλεια στο μικρό αλιευτικό καταφύγιο κάτω απ’ τη Μονή. Μερικές δεκάδες μέτρα από τη θάλασσα ένα ταβερνάκι με άμεση θέα προς τον κόλπο, αποτελεί μια καλή ανάπαυλα για ένα μεσημεριανό ουζάκι.
Επιστρέφουμε στον Αθέρα και κατηφορίζουμε προς το κεντρικό οδικό δίκτυο, λίγο νωρίτερα όμως συναντάμε μια διασταύρωση, που μ’ έναν ασφάλτινο εσωτερικό δρόμο μας κατευθύνει δυτικά προς την παραλία των Πετανών. Η ακτή αυτή είναι το αντίπαλο δέος της φημισμένης παραλίας του Μύρτου και για πολλούς ιδιαίτερα τους Ληξουριώτες – θεωρείται θεαματικότερη. Καθώς την προσεγγίζουμε από ψηλά μας αποκαλύπτει ανάμεσα σε χαοτικούς γκρεμούς όλο αυτό το τεράστιο πέταλο με τα τυρκουάζ νερά, που, μόνιμα σχεδόν διακοσμημένα με αφρισμένα κύματα, καταλήγουν με εντυπωσιακό πάταγο στα ολόλευκα βότσαλα της κυκλικής ακτής.
Αμέτρητοι αιώνες βίαιων βοριάδων έχουν κατεργασθεί με την υπομονή και τη μαστοριά που μόνον η φύση διαθέτει, τα αναρίθμητα θραύσματα των πετρωμάτων της ακτής και τα έχουν μεταμορφώσει σε απόλυτα λεία στρογγυλά και ωοειδή βότσαλα. Το μεγάλο βάθος της παραλίας, που αρχίζει μόλις δύο-τρία μέτρα από τη γραμμή που σπάει το κύμα, είναι ο κυριότερος λόγος που δημιουργείται αυτός ο σχεδόν αέναος κυματισμός, τόσο εντυπωσιακός αλλά και τόσο χαρακτηριστικός των παραλιών του Μύρτου και των Πετανών.
Κοσμοσυρροή, πολλά αυτοκίνητα από κάθε σημείο της Ελλάδας, ξαπλώστρες, καφέ και ταβερνάκια, οι Πετανοί έχουν οριστικά ξεφύγει απ’ την αφάνεια. Μερικές μέρες μετά έχουμε την ευτυχή εμπειρία να ατενίσουμε τους Πετανούς από τα δυτικά, από ένα σημείο ακόμη πιο εντυπωσιακό αλλά απόκρυφο και άγνωστο στους πολλούς. Βρισκόμαστε στα Δαμουλιανάτα, έναν οικισμό στα ΒΔ, που χτισμένος σε υψόμετρο 350 μέτρων, είναι από τους υψηλότερους της Ανωγής.
Θαυμάζουμε το παλιό αρχοντικό του Δανελάτου, που διατηρεί στους τοίχους το αυθεντικό χρώμα ροζ-αγγέλικα, πίνουμε καφέ σ’ ένα μικροσκοπικό καφενεδάκι κάτω από τη σκιά κληματαριάς, περιπλανιόμαστε στα σοκάκια του χωριού με τα αρκετά πετρόχτιστα σπιτάκια του και ανηφορίζουμε στην κορυφή του λόφου με τους ερειπωμένους ανεμόμυλους και την ορθάνοιχτη θέα προς το πέλαγος. Μετά παίρνουμε προς τα βόρεια το δρόμο, που κατηφορίζει με αμέτρητες κλειστές στροφές, ανάμεσα σε πουρνάρια, ελαιόδεντρα και άφθονο θυμάρι. Ακολουθεί ένα ωραίο οροπέδιο με το εξωκκλήσι του Αγ. Ανδρέα και ποικίλες καλλιέργειες.
4,7 χλμ. από το κέντρο του χωριού συναντάμε έναν χωμάτινο παράδρομο. Μερικά μέτρα μετά, κάτω χαμηλά, ατενίζουμε το χάος αλλά και την πιο εντυπωσιακή εικόνα των Πετανών, με όλο το πελώριο άνοιγμα ανάμεσα στις απόκρημνες ακτές.
Ακριβώς κάτω από τα πόδια μας, σαν δυτική προέκταση των Πετανών, προβάλλει η μικροσκοπική ακτή της Αγ. Ελένης, μια παραλία που δεν ξεπερνάει τα 50 μέτρα, με λεία στρογγυλεμένα βότσαλα και νερά κρύα και βαθιά. Είναι ένα ησυχαστήριο, ένα αθέατο κρυσφύγετο ανάμεσα σε άγριους βράχους, προσβάσιμο όμως μόνον με μπουνάτσα. Επιστρέφουμε στα ζεστά και ήρεμα νερά των νότιων ακτών της Παλλικής.
ΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΚΑΤΩΓΗΣ
ΚΑΙ Η ΘΡΥΛΙΚΗ ΠΑΡΑΛΙΑ ΤΟΥ ΞΙ
Βγαίνοντας από το Ληξούρι προς τα νότια συναντάμε αμέσως τον ωραίο συνοικισμό Λέπεδα, που αποτελεί σχεδόν προέκταση της πόλης. Η ακτή των Λέπεδων είναι εκτεταμένη, με εύκολη πρόσβαση, λεπτή κοκκινωπή άμμο και ζεστά, άβαθα νερά. Αποτελεί μια δημοφιλή πλαζ για οικογένειες και για όσους θέλουν να αποφύγουν τις μεγάλες μετακινήσεις. Εδώ βρίσκεται και το παλιό εκκλησάκι της Αγ. Παρασκευής, κτισμένο μέσα σε σπήλαιο δίπλα στην ακτή. Λίγο πιο πάνω από τα Λέπεδα συναντάμε τον μικρό οικισμό Μιχαλιτσάτα, χτισμένο στην κορυφή ενός λόφου, με θέα πανοραμική στο Ληξούρι, στην πεδιάδα και στον κόλπο.
Επιστρέφουμε στο κεντρικό οδικό δίκτυο και κατευθυνόμαστε δυτικά. Πρώτος σταθμός μας ο οικισμός Σουλλάροι, γραφικός, με σύγχρονη όψη αλλά και κάποια θαυμάσια δείγματα παλιάς αρχιτεκτονικής.
Κορυφαίο μνημείο στους Σουλλιάρους, που αξίζει οπωσδήποτε μια επίσκεψη, είναι η εκκλησία της Αγ. Μαρίνας, που φέρει στο αριστερό τμήμα του Ιερού Βήματος την χρονολογία 1786. Η εκκλησία είναι έξοχα κτισμένη με πελεκητό πωρόλιθο, που της χαρίζει μια μεσαιωνική μεγαλοπρέπεια.
Εξαιρετικά λιθανάγλυφο και πολλά διακοσμητικά μοτίβα συμπληρώνουν την εντυπωσιακή αρχιτεκτονική της εκκλησίας, που πάνω από την είσοδό της φέρει λαξευμένη στην πέτρα την κτητορική επιγραφή.
Ένας ευγενέστατος κάτοικος των Σουλλάρων, που μένει απέναντι από την εκκλησία και έχει το κλειδί, μας ανοίγει και μας δίνει τη δυνατότητα να θαυμάσουμε το εξαιρετικής τέχνης ξυλόγλυπτο και επιχρυσωμένο τέμπλο, καθώς και ορισμένες σπουδαίες εικόνες, έργα του αγιογράφου Δημ. Φοσκάλη. Έχουμε επιπλέον το προνόμιο, σε φυλασσόμενο χώρο εντός της εκκλησίας να δούμε μερικές παλιές εικόνες σημαντικών ζωγράφων, καθώς και Ευαγγέλιο του 1686.
Έρχεται όμως η στιγμή να αφεθούμε στη γαλάζια γοητεία των νότιων ακτών της Παλλικής. Είναι μια αχανής και ομαλή ακτογραμμή που ξεπερνάει τα τρία χιλιόμετρα σε μήκος και αποτελεί μια από τις πιο διάσημες πλαζ, όχι μόνον της Παλλικής και της Κεφαλλονιάς αλλά και ολόκληρης της χώρας. Πρόκειται φυσικά για την πασίγνωστη παραλία του «Ξι» και την συνεχόμενη πολύ μεγαλύτερη – αν και λιγότερο διάσημη – παραλία του «Μέγα Λάκου».
Η ιδιαιτερότητα της ακτής – που συναντάται βέβαια και στις γειτονικές ακτές των Λέπεδων – είναι αυτή η λεπτή και σκληρή άμμος με τον τόσο χαρακτηριστικό καφεκόκκινο χρωματισμό, που της δίνει μια όψη εξωτική, σαν να είναι προϊόν ηφαιστειακής δράσης. Ακόμη εντυπωσιακότερη είναι η παρεμβολή δίπλα στην ακτή μερικών θεαματικών γεωλογικών σχηματισμών από άργιλλο, που με το υπόλευκό τους χρώμα έρχονται σε τέλεια αντίθεση με τους κοκκινωπούς χρωματισμούς που επικρατούν στην περιοχή. Πόσο όμως μοιάζει η σημερινή παραλία του Ξι μ’ εκείνην που γνώρισα πριν από μια – σχεδόν – εικοσαετία; Ελάχιστα, θα έλεγα, μόνον η γεωμορφολογία παραμένει η ίδια. Ο περιβάλλων χώρος έχει κυριολεκτικά μεταμορφωθεί.
Που είναι οι χωματόδρομοι με τη σκόνη τους και την έλλειψη πινακίδων, που είναι το σκληρό σεληνιακό τοπίο με τη γύμνια του, που είναι η παντελής απουσία υποδομών;
Που είναι η αίσθηση ερημιάς και εγκατάλειψης που με είχε τότε κυριεύσει και απογοητεύσει; Όλα αυτά ανήκουν σ’ ένα παρελθόν που μοιάζει τόσο απόμακρο, σαν να μην υπήρξε ποτέ στην περιοχή. Σήμερα η κορυφαία αυτή ακτή σφίζει από ζωή, καλαίσθητα – ως επί το πλείστον – καταλύματα με κορυφαίο το ξενοδοχειακό συγκρότημα CEPHALONIA PALACE, άφθονα δέντρα και λουλούδια που κάποτε απουσίαζαν, ταβέρνες και καφέ κατά μήκος της ακτής, που οι υπηρεσίες τους είναι τόσο απαραίτητες για τους αναρίθμητους λουομένους. Είν’ ένας τόπος ολοζώντανος και πολιτισμένος, για μικρούς και μεγάλους, ντόπιους και ξένους, με εγκαταστάσεις ντους, χώρους στάθμευσης, ευεργετική σκιά και πρόθυμες υπηρεσίες από νωρίς το πρωί ως τις μεταμεσονύχτιες ώρες. Και δεν συμφωνώ καθόλου με κάποιους – ευτυχώς ελάχιστους – αμετανόητους και γραφικούς εραστές του παρελθόντος, Έλληνες και ξένους, που επιμένουν ακόμη και σήμερα να εθελοτυφλούν και να αξιώνουν – εγωϊστικά – «ερημικές» και «παρθένες» παραλίες σε κάποια σημεία της Ελλάδας, που κατ’ εξοχήν προσφέρονται, τόσο για την ανάπτυξη του ντόπιου πληθυσμού όσο και για την ικανοποίηση ενός μεγάλου αριθμού επισκεπτών.
Αναμφισβήτητα κορυφαίο Καφέ-μπαρ και αληθινό κόσμημα για την παραλία του Ξι είναι το «AVERTO» του Βασίλη Λεγάτου. Εδώ βρίσκουμε δροσερό καταφύγιο από τις καυτές ακτίνες του απομεσήμερου, μετά το απολαυστικό μας μπάνιο στα ιδιαίτερα ζεστά και γαλήνια νερά του Ξι, που με τη διαύγεια και την εξαιρετική τους ποιότητα , διακιώνουν απόλυτα τη διάκριση της «Γαλάζιας Σημαίας», που συνεχώς τους απονέμεται. Απέναντί μας η ακατοίκητη νησίδα «Βαρδιάνοι» και ο γαλανός ορίζοντας του Ιονίου Πελάγους.
Τα βράδια στο AVERTO είανι μαγικά, με όλη τη νυχτερινή γοητεία της θάλασσας μπροστά μας και με ήχους επιλεγμένης μουσικής, που, πολύ συχνά, είναι ζωντανή από πιάνο. Χρησιμοποιώντας άφθονο ξύλο και ποιοτικά υλικά και αποφεύγοντας τις φτηνές καλοκαιρινές κατασκευές ο Βασίλης Λεγάτος έχει καταφέρει να δημιουργήσει έναν χώρο αντάξιο της φήμης και της ομορφιάς της παραλίας του Ξι.
Επιστρέφοντας προς το εσωτερικό εγκαταλείπουμε σ’ ένα σημείο την άσφαλτο και παίρνουμε έναν αγροτικό χωματόδρομο, που μας αποκαλύπτει μια ωραιότατη πεδινή έκταση, διακοσμημένη κατά διαστήματα με αργιλλικούς γεωλογικούς σχηματισμούς, όμοιους με τους χαρακτηριστικούς της παραλίας του Ξι. Η πεδιάδα είναι κατάφυτη με ελαιώνες και άριστα καλλιεργημένους αμπελώνες, που η παρουσία τους δικαιολογεί την μεγάλη οινική παράδοση της περιοχής, στους οικισμούς Μαντζαβινάτα και Βουνί. Στον οικισμό Βουνί έχουμε την ευκαιρία να ξεναγηθούμε στις σύγχρονες εγκαταστάσεις της οινοποιητικής μονάδας «Φοίβος» και να δοκιμάσουμε μερικά από τα έξοχα – και άγνωστα στο ευρύ κοινό – κρασιά, που στη μεγάλη τους πλειοψηφία είναι προϊόντα βιολογικής γεωργίας από τα ιδιόκτητα αμπέλια της μονάδας με επιλεγμένες ντόπιες ποικιλίες. (Κτήμα Φοίβος: Τηλεφ. στο Βουνί: 26710 29505. Στην Αθήνα : 210 6616152).
Δεν θάπρεπε βέβαια να παραλείψουμε να αναφερθούμε και στην οινοποιητική μονάδα του Ανδρέα Βιτωράτου, που με έδρα τα Μαντζαβινάτα, συνεχίζει την 100χρονη οινοποιητική παράδοση της οικογένειας στην παραγωγή υψηλής ποιότητας Μοσχάτου και Μαυροδάφνης. Το τηλέφωνο της μονάδας στα Μαντζαβινάτα είναι:\ 26710-94244.
ΚΟΥΝΟΠΕΤΡΑ, ΝΔ ΠΑΡΑΛΙΕΣ ΚΑΙ ΧΑΒΡΙΑΤΑ
Τα Μαντζαβινάτα είναι ένα κομβικό σημείο, από όπου μπορεί κανείς να κατευθυνθεί είτε νότια προς την παραλία του Ξι είτε δυτικά προς τα Χαβριάτα και το δυτικό τμήμα της Χερσονήσου είτε ευθεία προς το Ακρωτήρι και την Κουνόπετρα. Ακολουθώντας αυτή την τελευταία διαδρομή φτάνουμε σε μερικά λεπτά στο νοτιότερο σημείο της Χερσονήσου της Παλλικής, το Ακρωτήρι. Είναι μια απόληξη ξηράς, που αν και εξέχει ελάχιστα μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, είναι τόσο άγρια και βραχώδης, που θεωρείται από τη θάλασσα απρόσιτη. Στα ανοιχτά ύπουλες ξέρες, άλλες φανερές και άλλες αθέατες, κάνουν τα νερά επικίνδυνα ακόμα και για τους έμπειρους ψαράδες της περιοχής. Βρισκόμαστε στην περίφημη τοποθεσία Κουνόπετρα, που πήρε το όνομά της από έναν μεγάλο βράχο που εισχωρεί στη θάλασσα και για πολλά χρόνια εμφανίζει παλινδρομικές κινήσεις από κάποια αδιευκρίνιστη αιτία.
Το σύνολο των βράχων που σχηματίζουν το Ακρωτήρι αποτελούνται από εξαιρετικά αιχμηρές επιφάνειες, που ανάμεσά τους σχηματίζουν μικρά κοιλώματα. Αυτά τα κοιλώματα γεμίζουν από τα κύματα με θαλασσινό νερό που αργότερα εξατμίζεται και εναποθέτει στον πυθμένα αλλά και στα τοιχώματα των κοιλοτήτων το λευκό, αλμυρό του ίχνος, το αλάτι. Σε μια απ’ αυτές τις μικρούλες φυσικές αλυκές βρίσκω τόση ποσότητα ολόλευκου αλατιού, που γεμίζω μια σακούλα.
Στην εσωτερική πλευρά του Ακρωτηρίου και της Κουνόπετρας έχει δημιουργηθεί ένα μικρό αλλά προστατευμένο απ’ όλους τους καιρούς αλιευτικό καταφύγιο. Εδώ καταλήγει η απέραντη ακτογραμμή του Ξι και του Μέγα Λάκου, που από το σημείο αυτό εμφανίζονται απέναντί μας με τρόπο εντυπωσιακό. Η ενοχή αυτού του κόλπου κατά την αρχαιότητα αποτελούσε σημαντικό ναυτικό σταθμό για τα εμπορικά πλοία που κατευθύνονταν στη Σικελία, Μάλτα και Νότια Ιταλία. Υπήρχε μάλιστα ναός του Ποσειδώνα και έχει βρεθεί ρωμαϊκή μωσαϊκή πλάκα με παραστάσεις δύο δελφινιών και μια τρίαινα, που φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αργοστολίου. Έχουν επίσης βρεθεί νομίσματα από την Αρχαία Πάλλη με παραστάσεις κυμάτων, πηδαλίου και δελφινιών.
Όλη η περιοχή της Κουνόπετρας προς το εσωτερικό είναι κατάφυτη με πεύκα, ελαιώνες και αμπελώνες. Ανάμεσα σ’ αυτή την ωραία φύση και σε άφθονα λουλούδια έχουν δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια αρκετά μικρά, όμορφα καταλύματα που χαρίζουν στους επισκέπτες τους απόλυτη ηρεμία, ωραίο φυσικό περιβάλλον και ευχερέστατη πρόσβαση, εκτός από το Ξι, και σε δύο ακόμα παραλίες στα δυτικά.
Η πρώτη είναι ο γραφικός όρμος Βραχινάρι, με άμμο και βότσαλα, άνοιγμα 200 περίπου μέτρων, ταβέρνα, ενοικιαζόμενα δωμάτια και Καφέ στην παραλία.
Στην προέκτασή της σχηματίζεται ο κολπίσκος του Αγ. Νικολάου με το ομώνυμο εκκλησάκι. Είναι μια καμπυλόγραμμη αγκαλιά με άνοιγμα που δεν ξεπερνάει τα 150 μέτρα, υπέροχη αμμουδιά και νερά ζεστά και ρηχά που βαθαίνουν προοδευτικά. Ολόγυρα το φυσικό περιβάλλον είναι κατάφυτο με πουρνάρια, κυπαρίσσια, ευκάλυπτους, καλαμιές και αρμυρίκια.
Δύο ταβερνάκια, η SPIAGGIA του Σπύρου Αντωνέλλου πλάι στη θάλασσα και ο καπετάν-Νικόλας λίγο πιο πάνω, προσφέρουν πολλές ποικιλίες μεζέδων και βέβαια φρέσκο ψάρι.
Στο ΒΔ άκρο του κολπίσκου μια διώρυγα γεμάτη με θαλασσινό νερό διακόπτει την οδική πρόσβαση με την απέναντι στεριά. Είναι ένα στενό κανάλι πλάτους 7,8 μέτρων, που εισχωρεί μερικές εκατοντάδες μέτρων μέσα στην ξηρά και χρησιμεύει ως ασφαλέστατο καταφύγιο σε πολλά καϊκάκια και ψαροταβέρνες. Αν θέλει κάποιος να περάσει απέναντι, έχει τη χαρά, τραβώντας για λίγο μια αλυσίδα, να οδηγήσει ο ίδιος την ξύλινη πλατφόρμα και να αναβιώσει έτσι το παλιό «σάλι», που χρησιμοποιείτο παραδοσιακά σε ανάλογες περιπτώσεις.
Επιστρέφουμε προς το εσωτερικό παίρνοντας στην τύχη έναν αγροτικό χωματόδρομο που, όπως και στην περιοχή των Μαντζαβινάτων, διασχίζει έναν ευφορώτατο κάμπο με ελαιόδεντρα και μεγάλες εκτάσεις αμπελώνων. Καταλήγουμε, ανάμεσα στα Χαβριάτα και στο Βουνί, στη θέση «Πλατυμπόρος». Εδώ εξακολουθεί να ορθώνεται το ιστορικό αλλά ερειπωμένο αρχοντικό του Ηλιά Τσιτσέλη, συγγραφέα του μνημειώδους έργου «Κεφαλληνιακά Σύμμεικτα». Στον αυλόγυρο σώζεται ακόμη η επιβλητική πύλη, που ξεπερνάει τα 4 μέτρα σε ύψος. Η παλιά σιδερένια πόρτα αναγράφει στο άνω τμήμα της τη λέξη «PLATIBOROS» και τη χρονολογία 1750! Διατηρούνται επίσης μικρά τμήματα παμπάλαιων επιχρισμάτων με χρωματισμούς κεραμιδί και ώχρας. Στην πίσω πλευρά ο αυλόγυρος είναι χαμηλότερος και μας επιτρέπει να περιεργαστούμε τον ερειπωμένο σκελετό του μεγάλου οικήματος, με το χαρακτηριστικό χρώμα ροζ-αγγέλικα και τους λαξευτούς λίθους στις γωνίες.
Διασώζονται επίσης το πηγάδι και η στέρνα. Δυστυχώς το μόνο που απομένει στο ένδοξο αυτό αρχοντικό του 18ου αιώνα είναι η στιγμή, που ο πανδαμάτορας χρόνος θ’ αποφασίσει τον οριστικό του αφανισμό.
Ανηφορίζουμε προς τα Χαβριάτα. Βρισκόμαστε ήδη στην Ανωγή, το μεγάλο αυτό ημιορεινό τμήμα της Χερσονήσου Παλλικής, που περιλαμβάνει πολλούς σημαντικούς και όμορφους οικισμούς. Χτισμένα σε λόγο, στο ΝΔ τμήμα της χερσονήσου, τα Χαβριάτα αποκαλούνται το «Μπαλκόνι του Ιονίου» χάρη στην ανεμπόδιστη θέα τους στην απεραντοσύνη του πελάγους. Στο ανατολικό τμήμα του χωριού βρίσκεται η εκκλησία της Υπεραγίας Θεοτόκου, χτισμένη τον 17ο αιώνα, με πλούσια αγιογράφηση και ξυλόγλυπτο τέμπλο. Τα Χαβριάτα είναι πατρίδα του διδασκάλου του Γένους Βικέντριου Δαμώνδου (1700-1752). Είναι όμως ταυτόχρονα και κομβικό σημείο προς τα υπόλοιπα ΝΔ παράλια ως το ακρωτήριο Γερογόμπος και το φάρο.
1,3 χλμ. πριν από το χωριό μια πινακίδα μας δείχνει προς τα δυτικά την κατεύθυνση για Γερογόμπο και παραλία Λαγκαδάκια. Πολύ γρήγορα το τοπίο μεταβάλλεται δραματικά, δεν έχει καμία σχέση με ό,τι έχουμε συναντήσει μέχρι τώρα.
Δεν υπάρχουν πια ελαιώνες, αμπελώνες και περιβόλια με κηπευτικά. Είναι σαν να βρεθήκαμε ξαφνικά σε κάποιο άλλο, άγονο νησί. Παντού ολόγυρά μας εκτείνονται πετρώδεις και άγονες εκτάσεις, που δεν χρησιμοποιούνται παρά ως βοσκοτόπια, μια και η μοναδική τους βλάστηση αποτελείται από χαμηλούς θάμνους, αραιό χορτάρι και αγκάθια. Ο δρόμος ωστόσο είναι ασφαλτοστρωμένος και μετά από 3 χιλιόμετρα καταλήγει στην παραλία Λαγκαδάκια. Είναι ένας απομονωμένος βοτσαλωτός ορμίσκος με άνοιγμα μόλις 70 μέτρων, που την ύπαρξή του δεν την υποψιάζεται κανείς, παρά μόνον όταν φτάσει από πάνω του. Κι ενώ πιστεύουμε, ότι σ’ αυτό τον ερημικό και άγονο τόπο θα είμαστε ολομόναχοι, βρισκόμαστε ξαφνικά μπροστά σε 10 τουλάχιστον αυτοκίνητα, παρατεταγμένα με τάξη το ένα δίπλα στο άλλο, στον άνετο χώρο στάθμευσης. Η προσέλευση τόσου κόσμου δεν είναι αδικαιολόγητη. Τα Λαγκαδάκια είναι μια υπέροχη ακτή με διάφανα ανοιχτοπράσινα νερά, μια γοητευτική και γαλήνια καμπύλη ανάμεσα στους άγριους βράχους της εχθρικότατης ακτής.
-Ωστόσο, αυτό που δεν καταλαβαίνω, λέει η Άννα, είναι, γιατί όλος ο κόσμος παραμένει στην παραλία.
Πράγματι, εκτός από δυο-τρεις που κολυμπάνε λίγα μέτρα απ’ την ακτή, όλοι οι υπόλοιποι λιάζονται στα βότσαλα.
– Θα το διαπιστώσουμε πολύ γρήγορα της απαντάω, και, χωρίς καθυστέρηση, βουτάω στα ελκυστικά νερά. Από το πρώτο κιόλας δευτερόλεπτο δικαιολογώ την απροθυμία των ανθρώπων. Τα νερά είναι παγωμένα. Όσο παγωμένα βέβαια μπορούν να θεωρηθούν τα νερά σε μια Ελληνική θάλασσα στα μέσα Ιουλίου. Σε σύγκριση όμως με το Ξι και τα άλλα άβαθα νότια παράλια, η θερμοκρασία εδώ είναι αισθητά χαμηλότερη.
Ψυχρά λοιπόν και βαθειά τα νερά στα Λαγκαδάκια, μ’ έναν βυθό βραχώδη, περίπλοκο και συναρπαστικό, που αποκαλύπτεται με απίστευτη ευκρίνεια, πολλά μέτρα κάτω από το σώμα μου. Δεν μπορεί παρά να είναι ιδανικός χταποδότοπος και ψαρότοπος.
Απολαυστική ηλιοθεραπεία στα λεία βότσαλα, εξίσου απολαυστικό ντους με ωραίο κρύο νερό (ναι, η απόμακρη αυτή ακτή διαθέτει ντους!) και επιστροφή με κατεύθυνση προς Γερογόμπο. Στα 500 μέτρα ένας βατός χωματόδρομος κατευθύνεται δυτικά και μετά από ενάμιση χιλιόμετρο καταλήγει στο ακρωτήριο Γερο-Γόμπος. Ένας πετρόχτιστος και πανύψηλος φάρος δεσπόζει αγέρωχα απέναντι στους δυτικούς ανέμους του ανοιχτού πελάγους και προειδοποιεί τα πλοία για τη βραχώδη και αφιλόξενη ακτή. Φέρνω στο νου μου τις αμμουδερές νότιες παραλίες με τη νωχελικότητα και τη γαλήνη τους. Και αναρωτιέμαι, ποια σχέση μπορεί να έχουν μ’ αυτόν τον αγριότοπο.
Η ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΩΤΗΣ
Ο Δήμαρχος Βασίλης Ρουχωτάς δεν μπορεί βέβαια να εγκαταλείπει τις πολλαπλές καθημερινές του υποχρεώσεις και να μας συνοδεύει στις περιηγήσεις μας. Φροντίζει μόνιμα όμως να μας φέρνει σε επαφή με τους κατάλληλους ανθρώπους, που αναλαμβάνουν την ενημέρωσή μας. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι ο εκπαιδευτικός Γεράσιμος Γαλανός, που όχι μόνον θέτει στη διάθεσή μας τις τεράστιες γνώσεις του για την περιοχή της Παλλικής αλλά και δεν διστάζει να διαθέσει πολύ από τον ελεύθερο χρόνο του μαζί μας. Υπάρχουν τόσα πολλά και αξιόλογα στο Δήμο Παλλικής, που θα χρειαζόμασταν πάρα-πολύ χρόνο, χωρίς βοήθειες, να τα ανακαλύψουμε. Και πάλι όμως είναι αδύνατον να αναφερθούμε σε όλα όσα περνούν καθημερινά από τα μάτια μας. Ας μας συγχωρήσουν λοιπόν, ιδιαίτερα οι ειδήμονες, για τις όποιες – ακούσιες – συντομεύσεις ή παραλείψεις μας.
Ένα πρωί ξεκινάμε με πρώτο προορισμό μας την Κοντογεννάδα, έναν από τους πιο βόρειους και ορεινούς οικισμούς της Ανωγής. Στη διάρκεια της διαδρομής – και με ξεναγό το Γεράσιμο Γαλανό – κάνουμε μια μικρή στάση στη Μονή Κεχριώνος, λίγο έξω απ’ το Ληξούρι. Ανεγέρθηκε τον 18ο αιώνα με συνδρομή ναυτών από τη Ζάκυνθο και, μέχρι την εγκατάλειψή της, λειτούργησε ως γυναικείο ησυχαστήριο. Το Καθολικό είναι κτίσμα του 1828 επισκευασμένο δύο φορές μετά τους σεισμούς του 1867 και του 1953. εξαιρετική και ιδιόμορφη είναι η μαρμάρινη πύλη του Καθολικού καθώς και το τέμπλο με θαυμάσιες εικόνες επτανησιακής σχολής, ενώ η Στέψη αποτελείται από Μυστικό Δείπνο αναγεννησιακής μορφής σε μουσαμά. Στις 23 Αυγούστου γίνεται μεγάλο πανηγύρι προς τιμήν της εικόνας Παναγίας Βρεφοκρατούσας, που η παράδοση την συνδέει με θαύμα που έσωσε τρεις Κεφαλλονίτες ναυτικούς.
Πολύ κοντά στη Μονή βρίσκεται το οινοποιείο της ιστορικής οικογένειας Σκλάβου, που ήδη από το 1860 διέθετε στην Οδησσό μεγάλη μονάδα οινοποίησης. Το 1919 δημιουργεί τον πρώτο της αμπελώνα στον Κεχριώνα, ενώ από το 1996 η καλλιέργεια στους αμπελώνες της είναι βιολογική. Σύγχρονη μονάδα, ευγενικοί και φιλόξενοι άνθρωποι, εξαίρετα κρασιά και ανάμεσά τους η Ρομπόλα Κεφαλληνίς ΟΠΑΠ «Vino di Sasso» και ο ερυθρός ξηρός «Οργίων» από Μαυροδάφνη Κεφαλληνίας. (τηλ. 26710-91930).
Με τη γεύση και το άρωμα των ωραίων κρασιών στο στόμα ανηφορίζουμε προς την Κοντογεννάδα, όπου μας υποδέχεται – ειδοποιημένος από τον Δήμαρχο – ο Πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Νίκος Λαζαράτος.
Το υψόμετρο στην πλατεία του Αγ. Ιωάννου είναι 300 μέτρα και η θέα εντυπωσιακή προς τους περισσότερους οικισμούς της Ανωγής, την γραφική Αγία Θέκλα, τα Καλάτα με το καταπράσινο περιβάλλον, τον Σκηνέα με τη μεγάλη εκκλησία της Παναγίας, τα Παρισάτα, τα Βλιχάτα, τα Λουκεράτα και βέβαια το Ληξούρι, την χερσόνησο του Αργοστολιού και ΝΑ στο βάθος τα βουνά της Ζακύνθου.
– Ζείτε σε πολύ ωραίο τόπο, λέω στον κυρ. Αντώνη Φραγκισκάτο, που στο ταρατσάκι του μικρού του καφενείου – παντοπωλείου, μας κερνάει καφεδάκι κάτω από την παχειά σκιά κλιματαριάς. Κουνάει με πίκρα το κεφάλι του:
– Ναι, είναι ωραίος ο τόπος αλλά έφυγαν οι άνθρωποι. Άλλωστε τι μπορεί να τους κρατήσει εδώ πάνω;
Έρημο και χωρίς παιδιά δίπλα στο καφενεδάκι στέκει το παλιό σχολείο του 1940 με την ωραία αψίδα του.
– Κάποτε πρόλαβα αυτό το Δημοτικό με 130 μαθητές, συμπληρώνει ο κυρ-Αντώνης. Τώρα μετά βίας ξεπερνάμε τους 100 μόνιμους κατοίκους στο χωριό.
Οι εκκλησίες όμως λειτουργούν. Ο Αγ. Ιωάννης έχει εξαιρετικό ξυλόγλυπτο τέμπλο καλυμμένο με φύλλο χρυσού. Είναι κατασκευασμένο από τον ίδιο τεχνίτη που έφτιαξε το όμοιας τεχνοτροπίας τέμπλο στην Αγ. Μαρίνα των Σουλλάρων. Το δάπεδο διατηρεί την παλιά λαξευτή λιθόστρωτη επένδυση. Πίσω από την εκκλησία στέκει μισοερειπωμένο το πάλαι ποτέ ωραίο αρχοντικό του Γιαννάκη Λοβέρδου.
Κατηφορίζουμε 100 μέτρα πιο κάτω στην εκκλησία της Παναγίας. Πετρόχτιστη κι αυτή, με θαυμάσια πελεκητή πέτρα και χρονολογία 1871. Το τέμπλο είναι πολύ ωραίο αλλά λίγο μικρότερο του Αγ. Ιωάννου. Μερικά μέτρα πριν από την είσοδο της εκκλησίας ένα ταπεινό, παμπάλαιο κτίσμα τραβάει την προσοχή μας. Είναι το απόλυτα παραδοσιακό μπακαλικάκι του μπάρμπα-Σαράντη Κονταρά, με βαριές λαξευτές πέτρες και σιδεριές, που κοντεύουν ζωή τριών αιώνων.
– Υπάρχει εδώ από τον παππού του παππού μου λέει ο αγαθός ηλικιωμένος. Αυτά τα ράφια και το εσωτερικό μένουν απαράλλαχτα τα τελευταία 90 χρόνια.
Ανηφορίζουμε έξω απ’ το χωριό, ανάμεσα από πολλά παραδοσιακά σπίτια, συκιές, καρυδιές και κληματαριές. Στην κορυφή του λόφου, σε υψόμετρο 333 μέτρων και με δυνατές πνοές του αέρα, ορθώνεται ο παλιός ανεμόμυλος του Γεωργίου Πετρίτση, που από το 1920 σταμάτησε τη λειτουργία του. Το ύψος του φτάνει τα 7 περίπου μέτρα, ενώ σε τετράγωνη εντοιχισμένη πλάκα, ψηλά πάνω από την είσοδο, αναγράφεται η χρονολογία 1870.
Στο ανατολικό τμήμα του χωριού, πολύ κοντά στο δρόμο, σώζεται ακόμη το παμπάλαιο βυζαντινό εξωκκλήσι του Αϊ-Γιώργη, 12ου-13ου αιώνα.
– Ας πάμε να δούμε λίγο πιο κάτω ένα ωραίο σπίτι των μέσων του 19ου αιώνα που διατηρείται σε άριστη κατάσταση, λέει ο Νίκος Λαζαράτος.
Εξωτερικά το σπίτι είναι στ’ αλήθεια υπέροχο.
– Καλώς τους, μας υποδέχεται χαρούμενα ο Σωκράτης Γερουλάνος, κοπιάστε στο φτωχικό μας.
Στη ζεστή μεσημεριάτικη ώρα – οπωσδήποτε όχι πολύ κατάλληλη για επίσκεψη – μας περνάει στο δροσερό εσωτερικό. Δύο βαρέλια καταλαμβάνουν περίοπτη θέση στο χώρο.
– Στο υπόγειο είναι το «ποδόχι», όπου έπεφτε ο μούστος, μας εξηγεί ο Σωκράτης. Η γυναίκα του μας προσφέρει σπιτικό γλυκό του κουταλιού.
– Την ώρα αυτή θα σας πρότεινα ένα κρασί δικό μου, λέει ο Σωκράτης και κανείς δεν αντιστέκεται.
Σ’ ελάχιστα λεπτά το τραπέζι γεμίζει με ντομάτες αι αγγουράκια από τον κήπο του, ρεβύθια από το χωραφάκι του, αυγά από τις κότες του και εξαιρετικό τυρί δικό του. Όλα έχουν γεύσεις αυθεντικές και κορυφαίες. Εξίσου θαυμάσιο αλλά και πολύ υψηλόβαθμο είναι το κρασί, ένα κράμα από «ρόμπολα» και «βοστιλίδι».
– Κάποτε φτάνει και τους 17 βαθμούς, λέει ο Σωκράτης. Οφείλεται στο αμπέλι που είναι ξερικό, με έδαφος αμμώδες που απορροφάει το νερό.
Κάπου εκεί γύρω στο τρίτο-τέταρτο ποτηράκι αισθανόμαστε, ότι αν δεν σταματήσουμε, η περιήγησή μας για σήμερα στην Ανωγή θα λάβει πρόωρο τέλος. Αποχαιρετάμε λοιπόν τους τόσο ευγενικούς και φιλόξενους ανθρώπους και συνεχίζουμε.
Όλο το απόγευμα αλλά και στις επόμενες δυο μέρες κινούμαστε ακατάπαυστα στο πυκνό και αρκετά πολύπλοκο οδικό δίκτυο, που συνδέει μεταξύ τους τους οικισμούς της Ανωγής. Το συνολικό φυσικό περιβάλλον είναι εξαιρετικό και δημιουργεί ένα συναρπαστικό ημιορεινό ανάγλυφο με αλλεπάλληλος λόφους και πτυχώσεις εδάφους, που σε κάποια σημεία σχηματίζουν μικρές και μεγάλες κατάφυτες χαράδρες. Χιλιάδες κυπαρίσσια κυριαρχούν στο τοπίο με την αιθέρια, λεπτεπίλεπτη σιλουέτα τους. Σημαντική είναι η παρουσία των ελαιόδεντρων και των δρυών, ενώ αρκετές εκτάσεις καταλαμβάνουν μικροί και μεγάλοι αμπελώνες και χωραφάκια με κηπευτικά. Στολίδια που ξεχωρίζουν ανάμεσα σ’ αυτό το ωραίο φυσικό περιβάλλον με τις κόκκινες σκεπές τους είναι οι διάσπαρτοι οικισμοί της Ανωγής, στο σύνολό τους αμφιθεατρικοί, με άριστο προσανατολισμό και προστασία απ’ τους βοριάδες.
Τα χωριουδάκια της Ανωγής διαδέχονται το ένα το άλλο με πυκνότητα εκπληκτική, τα επισκεπτόμαστε χωρίς συγκεκριμένο δρομολόγιο, αφού οι δρόμοι τέμνονται τόσο συχνά μεταξύ τους, που πολλές φορές μας υποχρεώνουν να ξαναπεράσουμε από τις ίδιες περιοχές.
Πρώτος μας σταθμός η Αγία Θέκλα, μεγάλο και ωραίο χωριό, με αξιόλογα οικήματα, που πήρε την ονομασία του από την ομώνυμη εκκλησία. Σώζονται θαυμάσιες τοιχογραφίες από την Ενετική περίοδο, ενώ στις 24 Σεπτεμβρίου γίνεται μεγάλο πανηγύρι. Το Κοινοτικό Διαμέρισμα της Αγίας Θέκλας περιλαμβάνει και τους οικισμούς Καλάτα, Βώβικες και Βιλατώρια. Ανάμεσα από τους δύο τελευταίους ένας σύντομος δρόμος οδηγεί στην παραλία των Πετανών.
Ξαναπερνάμε από τα γνωστά μας ορεινά Δαμουλιανάτα και αμέσως μετά διασχίζουμε το γραφικότατο και εξίσου ορεινό χωριουδάκι Ρίφα. Οι λίγοι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία και προφανώς από τη λέξη «ερίφιο», έλκει το χωριό την ονομασία του. Άλλωστε στην περιοχή σώζονται, ανάμεσα σε δρυοδάση, αρκετές κτηνοτροφικές καλύβες χτισμένες με ιδιαίτερης τέχνης ξερολιθιά, που φέρνουν στο νου τις αντίστοιχες πέτρινες καλύβες της Κρήτης, τα περίφημα «Μιτάτα». Μετά το Ρίφι και λίγο πριν από τον οικισμό Παρισάτα, ο φίλος μας ο Γεράσιμος Γαλανός, μας οδηγεί σε απόσταση μερικών μέτρων από το δρόμο σ’ έναν αθέατο και επιβλητικό μυκηναϊκό τάφο, που μόνον από σύμπτωση μπορεί να εντοπίσει κανείς. Στα Β δεσπόζει ο κακοτράχαλος λόφος του Αγ. Γεωργίου με το ομώνυμο εξωκκλήσι και υπολείμματα αρχαίας οχύρωσης, ενώ πάνω από τα Παρισάτα ο λόφος του Αγ. Αντωνίου με εμφανή ίχνη μυκηναϊκής εποχής. Ήδη η θέα προς τα Μονοπωλάτα και τα Δεματορά είναι υπέροχη, ενώ στο βάθος απλώνεται νωχελικά το Ληξούρι κατά μήκος της θάλασσας.
Στον ωραίο οικισμό των Μονοπωλάτων ξεχωρίζουμε την εκκλησία της Αγ. Παρασκευής και τα αρκετά πετρόχτιστα σπίται, κάποια απ’ τα οποία είναι ερειπωμένα. Πολύ κοντά στα Δελλαπορτάτα σώζεται σε άριστη κατάσταση η ρυθμού μπαρόκ εκκλησία της Παναγίας των Ρόγγων, που χρονολογείται από το 1610 και φέρει εικονογράφηση του 18ου αιώνα. Αρχικά ανήκε στην οικογένεια Τυπάλδου Χαριτάτου και στη συνέχεια Δελαπόρτα. Δίπλα της σώζεται ακόμη η μεσαιωνική έπαυλη του Χαριτάτου, με ίχνη του αρχικού επιχρίσματοας σε χρωματισμό ροζ-αγγέλικα και θαυμάσιο πηγάδι.
Συνεχίζουμε λίγο βορειότερα στους όμορφους οικισμούς του Σκηνιά και των Βλιχάτων. Μπροστά στο καμπαναριό της εκκλησίας του Σκηνιά θαυμάζουμε δύο μυλόπετρες τεραστίων διαστάσεων. Στη θέση «Βαθύκαμπος» της περιοχής υπάρχουν απομεινάρια Μυκηναϊκών τάφων και κυκλώπια τείχη. Εξάλλου στη θέση «Βουνί» εξορύσσεται εδώ και 500(!) περίπου χρόνια πέτρα άριστης ποιότητας, η φημισμένη «μαλτεζόπλακα», που μετά από κατεργασία πωλείται σ’ όλη την Ελλάδα.
Η περιοδεία μας ολοκληρώνεται με τους συνοικισμούς Φαβατάτα, Μαντουκάτα και Χαβδάτα, που είναι το μεγαλύτερο χωριό της Παλλικής, με αρκετούς ανεμόμυλους και την εκκλησία των Αγ. Αποστόλων που έχει θαυμάσιο ξυλόγλυπτο τέμπλο και μεταβυζαντινές εικόνες. Υπάρχουν βέβαια αρκετά ακόμη άξια λόγου στοιχεία στην περιοχή της Ανωγής, που θα χρειαζόμασταν πολλές σελίδες για να τα παρουσιάσουμε. Τα βράδια, μετά τις ολοήμερες περιπλανήσεις, χαλαρώνουμε συνήθως σε κάποιο ταβερνάκι, παρέα με μερικά ποτηράκια δροσερό λευκό Κεφαλλονίτικο κρασί, εμφιαλωμένο ή χύμα.
Μια από τις κορυφαίες ταβέρνες που επισκεπτόμαστε συχνά είναι η «Απόλαυση» στα Λέπεδα, που διαθέτει και ωραία ενοικιαζόμενα δωμάτια. Είναι μια οικογενειακή επιχείρηση με θαυμάσιο εσωτερικό και εξωτερικό χώρο, άριστη εξυπηρέτηση και υπέροχη κουζίνα. Το ψάρι εδώ το φέρνουν καθημερινά ντόπιοι ψαράδες και είναι εγγυημένα ολόφρεσκο. Ιδιαίτερη αναφορά οφείλουμε επίσης στον γαύρο μαρινάτο, στις ψητές σουπιές και στην εξαιρετική κρεατόπιτα της κυρά-Τασίας, που συγκαταλέγεται άλλωστε στις Κεφαλλονίτικες σπεσιαλιτέ. Αργότερα τη νύχτα είτε περνάμε για κάποιες στιγμές θαλασσινής δροσιάς από το μπαρ ANERTO του Βασίλη Λεγάτου στην παραλία του Ξι, είτε ηρεμούμε στο υπέροχο μπαλκόνι του ξενοδοχείου PALATINO. Οποιαδήποτε ώρα της ημέρας ή της νύχτας μπορεί κάποιος να περνάει συναρπαστικά στη Χερσόνησο της Παλλικής.
ΓΡΑΦΙΚΕΣ ΛΗΞΟΥΡΙΩΤΙΚΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ
Ένα πρωί με τον Μάκη Γαλανό κάνουμε τον περίπατο μας στο Ληξούρι. Ο φίλος μας είναι πασίγνωστος και εξαιρετικά δημοφιλής, τόσο για τις πολλαπλές του δραστηριότητες και ενασχολήσεις με τα κοινά, όσο και για τον ευχάριστο και εξωστρεφή του χαρακτήρα. Κάθε λίγο τον σταματούνε γνωστοί και φίλοι για να τον καλημερίσουν ή να αστειευτούν μαζί του. Εισπράττουμε κι εμείς όλη αυτή την πρωινή αισιόδοξη και σκωπτική διάθεση των Ληξουριωτών, που, απ’ ό,τι φαίνεται, αποτελεί συστατικό του χαρακτήρα τους. Αναφερόμενος στον Ληξουριώτη έγραφε το 1953 ο Μαρίνος Γερουλάνος, ότι «ο Ληξουριώτης είναι εύθυμος από χαρακτήρος, κοινωνικός και φιλόξενος πλέον του συνήθους. Έχει ευχέρειαν λόγου και είναι ετοιμόλογος. Αρέσκεται δια του λόγου να πειράζη και να ειρωνεύεται τον άλλον αλλά δέχεται ευχαρίστως και την αρμόζουσαν απάντησιν, αν ο άλλος έχει την προς τούτο πνευματικήν ετοιμότητα. Η τοιαύτη λογομαχία παραμένει πάντοτε εντός ορίων και είναι διασκεδαστική, χωρίς να παρεκτρέπεται πέραν τούτου, από καιρόν δεν εις καιρόν κυκλοφορούν και ευτράπελα ανέκδοτα».
Μας πλησιάζει ένας γνωστός του Μάκη με χαμόγελο πονηρό και ρωτάει απευθυνόμενος σε μένα: «Μήπως γνωρίζετε κύριέ μου, ποιο είναι το ωραιότερο σημείο στο Αργοστόλι; Ομολογώ, ότι αιφνιδιάζομαι. Όχι τόσο γιατί δεν γνωρίζω την απάντηση αλλά κυρίως γιατί δεν μπορώ να φανταστώ πως ένας Ληξουριώτης – δεδομένης της πασίγνωστης αντιδικίας μεταξύ των δύο πόλεων – αναγνωρίζει, ότι υπάρχει και ωραίο μέρος στο Αργοστόλι. Τον κοιτάζουμε με την Άννα ερωτηματικά. Προσποιείται ότι ρίχνει ματιές προφύλαξης ολόγυρα, σκύβει λίγο και ψιθυρίζει εμπιστευτικά: «Το σημείο στην πόλη του Αργοστολίου όπου υπάρχει η πινακίδα προς Ληξούρι!».
Δεν ξέρω βέβαια ποια είναι η αντίστοιχη Αργοστολιώτικη ανεκδοτολογία – θα το μάθω όταν ασχοληθούμε με το Αργοστόλι -, το βέβαιο πάντως είναι, ότι στο Ληξούρι έχει αναπτυχθεί εδώ και πολλά
χρόνια ένας καταιγισμός ευφυολογημάτων, που, άμεσα ή έμμεσα, κολακεύουν το Ληξούρι ή έχουν στο στόχαστρό τους το Αργοστόλι. Έτσι ο Ανδρέας Λασκαράτος (1811-1901), που από πολλούς θεωρείται ως ο μεγαλύτερος σατυρικός ποιητής της νεότερης Ελληνικής λογοτεχνίας, εκφράζει με το παρακάτω τετράστιχο την υπέρμετρη αγάπη που έχουν για την περιοχή τους οι Ληξουριώτες:
«Όντις έπλασε ο Θεός την οικουμένη
το Ληξούρι και τόσους άλλους τόπους
είπε στο νου του: – «Α, τώρα δε μου μένει
παρά να πλάσω γιε μου και τσ’ ανθρώπους!»
Ο Γεώργιος Μολφέτασδ στο «Ζιζάνιον 375» της 29ης Οκτωβρίου 1905 ήταν περισσότερο δηκτικός όταν έγραφε:
«Τύφλα νάχη τ’ Αργοστόλι με τους πλούσιος του μαζί
και χαλάλι στο Ληξούρι που ο έρωτας το ζη»
ή στο τετράστιχο:
«Στ’ Αργοστόλι ερημία,
ευλογιά και στεναγμοί,
στο Ληξούρι ευθυμία
και νεότητος ορμή».
Σήμερα δεν απομένει παρά ο απόηχος από την παλιά διαμάχη, που το 1797 είχε φτάσει στην κορύφωσή της. Ήταν τότε, που είχαν συγκρουσθεί με πραγματικά πυρά οι κάτοικοι των δύο πόλεων και είχαν αρνηθει τη διαμεσολάβηση του νεαρού Κερκυραίου διπλωμάτη Ιωάννη Καποδίστρια, που είχε σταλεί από τις μεγάλες δυνάμεις για να συμφιλιώσει τις δύο πόλεις. Τα βήματά μας μας οδηγούν στην παραλία, στο κατάστρωμα του Γυναικείου Αγροτουριστικού Οικοτεχνικού Συνεταιρισμού Παλλικής «AGROFILOXENIA» (Τηλ. 2671-93851). Εδώ η Πρόεδρος Βιολέττα Αλεξανδροπούλου μας κερνάει καφεδάκικαι μας επιδεικνύει τα χειροποίητα κεντήματα και τα εκπληκτικά παραδοσιακά γλυκά των γυναικών, όπως το «Μπαρμπουλέ» (αμύγδαλο με ζάχαρη ψημένο στην κατσαρόλα), τη «Συκομαΐδα» (σύκο ξερό με πετιμέζι, μέλι, αμύγδαλο, καρύδι και σουσάμι) και το «Κουφέτο» δηλ. το παστοκίδωνο με υλικά κυδώνι, αμύγδαλα, καρύδια, μέλι και πετιμέζι. Είναι μια πολύπλοκη και πολύωρη διαδικασία, που από τη στιγμή που μπαίνουν τα υλικά ως το τελικό προϊόν διαρκεί 7 περίπου ώρες.
Στον περίπατό μας περνάμε μπροστά από τις προτομές και τα αγάλματα πολλών επιφανών Ληξουριωτών, όπως του Ηλία Μινιάτη, επισκόπου Κερκίνης και Καλαβρύτων, του γιατρού Στάμου Πετρίτση, ευεργέτη του τόπου, του Γεωργίου Τυπάλδου Ιακωβάτου, ριζοσπάστη βουλευτή, του σατυρικού ποιητή Ανδρέα Λασκαράτου, του οποίου το άγαλμα έχει στηθεί στο λιμάνι με την πλάτη στο Αργοστόλι, ως κατάλοιπο της, επί αιώνες, αντιπαλότητας μεταξύ των δύο πόλεων.
Κορυφαίος σταθμός και σημείο αναφοράς στον περίπατός μας είναι βέβαια η περίφημη «Ιακωβάτειος βιβλιοθήκη, που βρίσκεται λίγο πιο κάτω από το ξενοδοχείο PALATINO. Η δημόσια βιβλιοθήκη – μουσείο στεγάζεται στο ανακαινισμένο αρχοντικό του 19ου αιώνα της οικογένειας Τυπάλδου – Ιακωβάτου, που είχε την τύχη – μαζί με δύο ακόμη κτίρια – να επιζήσει του μεγάλου σεισμού του 1953. η ξενάγησή μας συνοδεύεται από διαρκή θαυμασμό, τόσο για τις μοναδικά διακοσμημένες ξύλινες οροφές των αναρίθμητων δωματίων, όσο και για τους σπανιώτατους τόμους βιβλίων, από τους οποίους 6500 χρονολογούνται μεταξύ των ετών 1516-1890! Στο σύνολό τους οι τόμοι υπερβαίνουν τους 25.000 ενώ όλες οι σύγχρονες εκδόσεις είναι διαθέσιμες για δανεισμό. Κορυφαία εκθέματα είναι τα χειρόγραφα ευαγγέλια σε περγαμηνή από τον 13ο, 14ο, και 15ο αι, τα άπαντα του Πλάτωνα σε έκδοση Βενετίας του 1556, καθώς και εικόνες μεγάλης αξίας. Ο εξαιρετικός και τεράστιος αύλειος χώρος φιλοξενεί θερινές εκδηλώσεις πολιτισμού, όπως αυτή με τους παραδοσιακούς δημοτικούς χορούς, στην οποία είχαμε την τύχη να παραστούμε ένα βράδυ.
Η δεύτερη βιβλιοθήκη του Ληξουρίου είναι η Δημόσια Πετρίτσειος βιβλιοθήκη «Ο Δαμωδός», που ιδρύθηκε από δωρεά του Ληξουριώτη γιατρού Στάμου Πετρίτση και περιλαμβάνει 14.000 τόμους παλιών βιβλίων όλων των κατηγοριών.
Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πολλά για το πολιτισμικό επίπεδο του Ληξουριού, όπως για τη μουσική παράδοση και την ονομαστή του Φιλαρμονική, που ιδρύθηκε το 1836 (!) από τον Πέτρο Σκαρλάτο.
Ήδη όμως ένα τελευταίο εκπληκτικό σημείο μας περιμένει στις δυτικές εσχατιές της Παλλικής.
ΜΟΝΗ ΚΗΠΟΥΡΑΙΩΝ, ΑΓ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΤΑΦΙΩΝ ΚΑΙ ΠΛΑΤΙΑ ΑΜΜΟΣ
Πιστεύαμε, πως με τον κόλπο των Πετανών, η Παλλική μας είχε αποκαλύψει τη θεαματικότερη πτυχή της. Δεν είχαμε βέβαια γνωρίσει ως τότε την Πλατιά Άμμο και την ακτογραμμή της Μονής των Κηπουραίων, που αποδείχθηκαν τόποι ισάξιας θεαματικότητας.
Ανάλογα με το σημείο εκκίνησής του μπορεί να προσεγγίσει κάποιος το δυτικότερο αυτό τμήμα της Χερσονήσου Παλλικής είτε από τα Καμιναράτα, ωραίο και μεγάλο ορεινό χωριό της Ανωγής με υπέροχη θέα, ελαιώνες και αμπελώνες είτε από την πλευρά των Χαβριάτων ή Χαβδάτων.
Σε όλες τις περιπτώσεις η πρόσβαση είναι ασφάλτινη, εκτός από τον εσωτερικό καλής βατότητας χωματόδρομο, που, ξεκινώντας από τα Καμιναράτα, περνάει αρχικά από ελαιώνες και αμπελώνες, διασχίζει στη συνέχεια μεγάλες άγονες εκτάσεις με στάνες και βοσκοτόπια και καταλήγει στην άσφαλτο, μόλις δύο χιλιόμετρα πάνω απ’ τη Μονή. Σ’ αυτή τη διαδρομή μία έκπληξη μας περιμένει. 700 μέτρα μετά το σημείο όπου ο χωματόδρομος συναντάει την άσφαλτο (και 1,4 χλμ. πριν από τη Μομή των Κηπουραίων) μια χωμάτινη παράκαμψη 200 μέτρων προς τα δεξιά μας οδηγεί στο ερειπωμένο συγκρότημα της πάλαι ποτέ ακμάζουσας Μονής της Αγ. Παρασκευής των Ταφίων. Η Μονή ήταν χτισμένη στα ερείπια της αρχαίας πόλης του Τάφου, που το όνομά της οφείλετο στον πρώτο βασιλιά του νησιού Τάφιο και στους υπηκόους του, Τηλεβόες ή Ταφίους. Στην περιοχή έχουν βρεθεί αρχαία νομίσματα και κτερίσματα. Σήμερα, αν δεν είναι προϊδεασμένος κανείς, μπορεί να προσπεράσει τα ερείπιά της, χωρίς να το αντιληφθεί από την άσφαλτο.
Με τον Μάκη Γαλανό διανύουμε από την άσφαλτο τα 200 περίπου μέτρα του χωματόδρομου και φτάνουμε σ’ ένα ξέφωτο του δάσους με υψόμετρο 210 μ. Είναι εντυπωσιακά τα ερείπια ενός κτιριακού συγκροτήματος, που στο ισόγειό του περιείχε το ελαιοτριβείο του μοναστηριού, ενώ στον πρώτο όροφο τα κελλιά των μοναχών. Διασώζεται επίσης ο σκελετός του κτιρίου με το αρχονταρίκι. Πολύ σημαντική είναι η λιθόκτιστη δυτική πύλη, στους λαξευτούς λίθους της οποίας, διακρίνονται καθαρά πολλές ανάγλυφες παραστάσεις με ήλιο, στάχυα και γεωμετρικά σχήματα. Μερικές δεκάδες μέτρα πιο πέρα, κάτω από σκιερά δέντρα, υπάρχει ένα ρεματάκι. Εκεί διατηρείται η παλιά λίθινη πηγή της Μονής που εξακολουθεί να σταλάζει λίγο νερό, γνωστό από παλιά για τις θεραπευτικές του ιδιότητες σε παθήσεις του στομαχιού. Παραφωνία σ’ όλα αυτά τα ιστορικά υπολείμματα και στην αύρα που αποπνέουν είναι το Καθολικό του μοναστηριού, που δεν διατηρεί τίποτε από την παλιά του αίγλη, αφού στο εξωτερικό του κυριαρχούν δύσμορφοι τσιμεντόλιθοι!
Το μόνο αυθεντικό κομμάτι που παραμένει είναι το παμπάλαιο πλακόστρωτο δάπεδο.
Κατευθυνόμαστε προς τη Μονή των Κηπουραίων, που οφείλει την ονομασία της στους πολλούς κήπους που διατηρούσαν κάποτε οι μοναχοί. Το συγκρότημα υψώνεται 95 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας στην άκρη ενός κατακόρυφου γκρεμού. Από το δυτικότερο αυτό σημείο του νησιού η θέα είναι συγκλονιστική , τόσο προς την απόκρημνη ακτογραμμή όσο και προς την απεραντοσύνη του Ιονίου, όπου ο ήλιος δύει βουτώντας στη θάλασσα χωρίς την παρεμβολή καμιάς στεριάς.
Το Καθολικό της Μονής χτίστηκε το 1759 και αφιερώθηκε στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Πολύ γρήγορα αναπτύχθηκε ανδρικό κοινόβιο που στα χρόνια της ακμής του αριθμούσε 80 μέλη. Σε μια εικόνα της εκκλησίας απεικονίζονται οι τρεις σημαντικότεροι άγιοι των Ιόνιων νησιών; Ο Αγ. Σπυρίδωνας της Κέρκυρας, ο Αγ. Γεράσιμος της Κεφαλλονιάς και ο Αγ. Διονύσιος της Ζακύνθου. Η μόνη υπέστη πολλές φθορές στη διάρκεια του χρόνου, που εξακολουθούν να αποκαθίστανται με την προσωπική συμμετοχή του μοναδικού μοναχού που εξακολουθεί να εγκαταβιώνει στο μοναστήρι (τηλ. 26710-91354).
– Μα, που είναι επιτέλους η περίφημη Πλατιά Άμμος; Ρωτάμε το Μάκη.
– Κάνετε λίγη υπομονή, απαντάει ο φίλος μας. Ξεκινάμε με κατεύθυνση προς Καμιναράτα. Σε απόσταση 1,4 χλμ. από την είσοδο της Μονής κατηφορίζουμε αριστερά έναν συντηρημένο χωματόδρομο. Κάθε στροφή μας φέρνει όλο και πιο κοντά στο πέλαγος. Ένα χιλιόμετρο μετά ο δρόμος τερματίζει σ’ έναν διαμορφωμένο χώρο στάθμευσης. Η γαλάζια επιφάνεια του Ιονίου καλύπτει όλο τον δυτικό ορίζοντα, ενώ η Πλατιά Άμμος εξακολουθεί να παραμένει αθέατη. Όχι όμως για πολύ. Βαδίζουμε μερικά μέτρα και φτάνουμε ως την άκρη του χώρου στάθμευσης. Και τότε, κάτω από τα πόδια μας, αποκαλύπτεται ένας κατακόρυφος γκρεμός, που και μόνο η θέα του προκαλεί αισθήματα ιλίγγου. Στο τέρμα του, 100 μέτρα χαμηλότερα από το σημείο που βρισκόμαστε, απλώνεται με απερίγραπτη μεγαλοπρέπεια προς τα βόρεια της ακτογραμμής μια φαρδειά και ολόλευκη λωρίδα παραλίας, πλαισιωμένη από βράχους εχθρικούς και απροσπέλαστους. Πάνω της ξεσπούνε αδιάκοπα τα αφρισμένα κύματα του Ιονίου, σπρωγμένα με ορμή από τον δυνατό μαΐστρο. Είν’ ένα υπερθέαμα, που τη στιγμή αυτή διαγράφει από τη μνήμη μας, ό, τι αντίστοιχα έχουμε αντικρύσει μέχρι τώρα. Ελάχιστα μόλις χρόνια πριν η απίστευτη αυτή ακτή παρέμενε απροσπέλαστη από στεριά, αφού μόνον κάποιος έμπειρος αναρριχητής θα μπορούσε να δαμάσει την επικίνδυνη πλαγιά. Μόνον οι λίγοι προνομιούχοι, που είχαν στη διάθεσή τους θαλάσσιο μεταφορικό μέσο, μπορούσαν να προσορμισθούν, πάντα όμως με συνθήκες νηνεμίας. Σήμερα, μια ασφαλής τσιμεντένια σκάλα έχει τιθασσέψει την εχθρικότατη πλαγιά και, με μια τελική ξύλινη προέκταση, τερματίζει ως την ακτή.
Αρχίζουμε να κατηφορίζουμε τα ελικοειδή τσιμεντένια σκαλοπάτια- σε παλιές εποχές θα ήταν πέτρινα – που υποστηρίζονται διαρκώς από σιδερένιο κιγκλίδωμα βαρειάς κατασκευής. Ως τον επικλινή ξύλινο διάδρομο που αποτελεί το τελευταίο τμήμα της κατάβασης, μετράμε συνολικά 242 σκαλοπάτια, περίπου όσα μιας 14ώροφης οικοδομής. Σ’ ένα δεκάλεπτο έχουμε την ευτυχία να βρισκόμαστε στο επίπεδο της θάλασσας. Τα γυμνά μας πόδια παιχνιδίζουν πάνω στα αναρίθμητα και διαφόρων μεγεθών βοτσαλάκια της ακτής. Η προαιώνια δράση των κυμάτων και η αέναη τριβή έχουν απαλείψει από την επιφάνειά τους κάθε έξαρση, τα έχουν μεταμορφώσει σε λείες και στιλπνές πετρούλες με τέλεια σφαιρικά και ωοειδή σχήματα, που αποτελούν αληθινά στολίδια της παραλίας.
Η ακροθαλασσιά, ωστόσο, δεν είναι εξίσου ειδυλλιακή και φιλική. Τεράστια κύματα ξεκινάνε διαρκώς απ’ τα βαθιά και, όσο πλησιάζουν την ακτή, μεταμορφώνονται σε συμπαγής υδάτινους όγκους, που τίποτε δεν δείχνει ικανό να αναχαιτίσει την ορμή τους. Η ένταση της πρόσκρουσης πάνω στη βοτσαλωτή παραλία είναι απίστευτη. Μάταια επιχειρώ, ξανά και ξανά, να ορθώσω με αξιώσεις το αδύναμο και λιλιπούτειο ανάστημά μου απέναντι σ’ αυτούς τους αφρισμένους γίγαντες και να διεισδύσω μες τη θάλασσα. Είναι αδύνατον να σταθώ όρθιος ή να ελέγξω την ισορροπία μου. Τα βότσαλα – αν και λεία – χτυπούν με τόση ορμή πάνω στα πόδια μου, που ο πόνος είναι δυνατός και ο κίνδυνος τραυματισμού καθόλου απίθανος. Η Άννα με τις φωνές της προσπαθεί να με αποτρέψει, ήδη όμως έχω πάρει τις αποφάσεις μου. Η Πλατειά Άμμος μπορεί να περιμένει, προέχει η ασφάλεια. Συλλέγουμε μερικά από τα ωραιότερα βοτσαλάκια, βρίσκουμε καταφύγιο στη σκιά που ρίχνει ένας πελώριος βράχος και απομένουμε για ώρα πολλή απέναντι στο ανταριασμένο Ιόνιο, σ’ όλη αυτή την παραζάλη. Ύστερα, ατενίζοντας με τρόμο τον Γολγοθά που μας περιμένει, ξεκινάμε αργά την ανάβαση, ένα τέταρτο με πολύ ιδρώτα κάτω απ’ το λιοπύρι. Πριν πάρουμε το δρόμο για τα Καμιναράτα, ρίχνουμε μια τελευταία ματιά στην Πλατιά Άμμο, που αρνήθηκε να μας δεχτεί στην αφρισμένη αγκαλιά της.
ΜΕ ΠΕΝΤΕ ΜΠΟΦΟΡ ΣΤΙΣ ΔΥΤΙΚΕΣ ΑΚΤΕΣ
Είναι μέρες τώρα, που δεν λέει να κοπάσει ο μαΐστρος. Κάθε απομεσήμερο σηκώνεται από τα βάθη του Ιονίου και ξεσπάει στις δυτικές ακτές με ένταση πέντε ως έξι και, μερικές φορές, περισσότερων μποφόρ. Καθισμένοι με τον Βασίλη Λεγάτο στο AVERTO πίνουμε αδιάκοπα καφέδες παρατηρώντας τη γραμμή του ορίζοντα μήπως και ισιώσει, μήπως τα λευκά αφρισμένα σημαδάκια καταλαγιάσουν στην επιφάνεια της θάλασσας. Μάταιος κόπος. Οι μέρες περνούν, οι πιθανότητες για έναν περίπλου στις ακτές της Παλλικής απομακρύνονται. Το τελευταίο μας απόγευμα η κατάσταση του καιρού δεν έχει αλλάξει.
– Δεν πειράζει, λέει η Άννα στο Βασίλη, έχουμε δει τις ακτές από ψηλά.
Ο φίλος μας παρακολουθεί τη θάλασσα προβληματισμένος.
– Ώστε αύριο φεύγετε, ε; ρωτάει για άλλη μια φορά.
Ξαφνικά πετάγεται όρθιος.
– Έχεις τις φωτογραφικές σου μηχανές;
– Πάντα έτοιμες, του απαντάω.
– Πάμε λοιπόν.
– Με το ταρακούνημα που θάχει, πως θα φωτογραφίσω βρε Βασίλη;
– Θα κάνουμε ό, τι μπορούμε, μου αποκρίνεται. Φορώντας μόνο τα μαγιό μας μπαίνουμε στη γαλήνια και ρηχή θάλασσα του Ξι και σε μισό λεπτό πηδάμε στο σκάφος που είναι αραγμένο αρόδο. Σπρωγμένο από την πανίσχυρη μηχανή του, το ελαφρύ ταχύπλοο εκτοξεύεται σαν βέλος με κατεύθυνση αρχικά το ερημονήσι των Βαρδιάνων.
Σε απόσταση ενός μιλίου περίπου απ’ την ακτή του Ξι και με έκταση 400 στρεμμάτων, αναδύεται με το χαμηλό της ύψος «η στενή, επιμήκης, άδενδρος, άνυδρος και ξηρά νησίς των Βαρδιάνων», κατά την περιγραφή του Πρωτοπρεσβύτερου Γεράσιμου Θ. Μαρκαντωνάτου. Παλιά φιλοξενούσε το ανδρικό μοναστήρι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, που καταστράφηκε από σεισμό το 1658. μετά από διαδοχικές καταστροφές και ανοικοδομήσεις δεν απομένουν σήμερα παρά υπολείμματα τοίχων και η κόγχη του Ιερού Βήματος. Εξακολουθούν όμως να υπάρχουν δυο σημάδια και μια στέρνα με πόσιμο νερό, ενώ για τις ανάγκες των πιστών στα πανηγύρια της 2ας Ιουλίου και 31ης Αυγούστου λειτουργεί σύγχρονος ναΐσκος.
Δυστυχώς δεν διασώζεται ο επιβλητικός φάρος ύψους 34 μέτρων, που ανεγέρθηκε από τον Άγγλο τοποτηρητή Νάπιερ, γιατί κατέρευσε στους σεισμούς του 1953.
Μετά τους Βαρδιάνους παίρνουμε κατεύθυνση ανοιχτά προς Ακρωτήρι και Κουνόπετρα, ήδη όμως η μικρή περίοδος χάριτος από το μαΐστρο φτάνει στο τέλος της, είμαστε ξαφνικά απόλυτα εκτεθειμένοι στις πνοές του. Περνάει από τα μάτια μου όλη η γνωστή ακτογραμμή με τον κολπίσκο του Αγ. Νικολάου, τα Λαγκαδάκια με τις άγριες ακτές, το ακρωτήρι του Γερογόμπου με το φάρο. Ο καιρός δυναμώνει, τον έχουμε κατάπλωρα, ο Βασίλης πηγαίνει με αργή ταχύτητα, το φως του δειλινού είναι υπέροχο, η φωτογράφιση όμως εξαιρετικά δύσκολη. Καταφέρνω ωστόσο, μετά από αλλεπάλληλες προσπάθειες, να αποτυπώσω το φάρο καθώς και ένα παράξενο, λευκό μαρμάρινο αγαλματίδιο, στερεωμένο ψηλά σε απόκρημνους βράχους πάνω από τη θάλασσα, ανάθημα ίσως από κάποιο άγνωστο ναυτικό. Παραπλέουμε το ακρωτήρι της Σχίζας και αμέσως μετά αποκαλύπτεται η Μονή των Κηπουραίων, μια άποψη διαφορετική από την εικόνα της στεριάς.
– Θέλεις να συνεχίσω; ρωτάει ο Βασίλης.
Σε λίγη ώρα μπορούμε να φτάσουμε στους Πετανούς και στα «12 νησιά».
Ο ήλιος χαμηλώνει στον ορίζοντα, το φως λιγοστεύει, στην επιστροφή θα μας προλάβει το σκοτάδι.
– Ίσως κάποια άλλη φορά, με ευνοϊκότερες συνθήκες, απαντάω.
Παίρνουμε πρίμα τον καιρό και τον αφήνουμε να μας λικνίζει με αργή ταχύτητα προς το ακρωτήρι του Γερογόμπου…
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το ίδιο βράδυ ακούγεται η φωνή του Δημάρχου στο τηλέφωνο:
– Σας περιμένω στα Μιχαλιτσάτα, στο πανηγύρι της Αγ. Μαρίνας.
Κόσμος πολύς, ο αύλειος χώρος της εκκλησίας είναι ασφυκτικά γεμάτος. Οργανοπαίχτες από το Αργοστόλι (!), κέφι, αδιάκοπος χορός.
– Συγχωρέστε με που έλειπα τις τελευταίες μέρες και δεν μπόρεσα να σας δω. Ελπίζω όμως η Παλλική και οι άνθρωποί της να μην σας απογοήτευσαν. Αλήθεια, δοκιμάσατε το αμυγδαλωτό του Ληξουριού;
Η Άννα κουνάει το κεφάλι της αρνητικά.
– Μεγάλη παράλειψη, λέει σκεφτικά ο Δήμαρχος.
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, κι ενώ το πανηγύρι διανύει ώρες ακμής, ευχαριστούμε τον Δήμαρχο και αποχωρούμε. Στις έξι το πρωί είμαστε όρθιοι για να πάρουμε το καράβι για Κυλλήνη. Καθώς ανοίγουμε την πόρτα του δωματίου μας βλέπουμε να κρέμεται από το χερούλι ένα κουτί με συσκευασία δώρου από παλιό, παραδοσιακό ζαχαροπλαστείο του Ληξουριού. Το ανοίγουμε και αντικρύζουμε έκπληκτοι ένα τεράστιο κομμάτι αμυγδαλωτού και μια καρτούλα με τις βιαστικά γραμμένες λέξεις του Δημάρχου:
«Για τις μέρες της απουσίας μου».
Ακόμα αναρωτιόμαστε πως και σε ποια χρονική στιγμή, ανάμεσα στα μεσάνυχτα και στα χαράματα, κατάφερε να υλοποιήσει ο Δήμαρχος Παλλικής Βασίλης Ρουχωτάς αυτή την τόσο ευγενική χειρονομία του.