-Πώς είναι νάχεις κάθε μέρα απέναντί σου τη θέα των Μετεώρων; ρωτάω τον Θωμά Κούτη απ’ το Καστράκι. Δεν είναι περίπου σαν να γεύεσαι το καλύτερο φαγητό αλλά να είναι πάντα το ίδιο χωρίς καμιά μεταβολή;
– Ναι, θεωρητικά έτσι είναι, μου απαντάει. Στα δικά μου μάτια, ωστόσο, ποτέ δεν είναι ίδιοι οι βράχοι των Μετεώρων. Αλλάζουν διαρκώς όψη ανάλογα με την ώρα της ημέρας, τον καιρό και την εποχή. 60 χρόνια τώρα εξακολουθώ ν’ ανακαλύπτω καινούργια στοιχεία στα Μετέωρα. Και κάθε φορά αναρωτιέμαι: αυτό πώς δεν το είχα δει πιο πριν;
– Πότε είναι ωραιότερα τα Μετέωρα; επιμένω.
Σκέφτεται λίγο: Όταν λείπω μερικές μέρες κι ύστερα επιστρέφω, μου φαίνονται ωραιότερα. Ίσως γιατί, έστω και λίγο, μου έχουν λείψει.
Δεν έχει άδικο ο φίλος μας. Μέσα σε λίγες φράσεις έχει συνοψίσει τα συναισθήματά του και – είμαι βέβαιος – και των περισσότερων συντοπιτών του για τους βράχους των Μετεώρων.

–Πώς είναι νάχεις κάθε μέρα απέναντί σου τη θέα των Μετεώρων; ρωτάω τον Θωμά Κούτη απ’ το Καστράκι. Δεν είναι περίπου σαν να γεύεσαι το καλύτερο φαγητό αλλά να είναι πάντα το ίδιο χωρίς καμιά μεταβολή;
– Ναι, θεωρητικά έτσι είναι, μου απαντάει. Στα δικά μου μάτια, ωστόσο, ποτέ δεν είναι ίδιοι οι βράχοι των Μετεώρων. Αλλάζουν διαρκώς όψη ανάλογα με την ώρα της ημέρας, τον καιρό και την εποχή. 60 χρόνια τώρα εξακολουθώ ν’ ανακαλύπτω καινούργια στοιχεία στα Μετέωρα. Και κάθε φορά αναρωτιέμαι: αυτό πώς δεν το είχα δει πιο πριν;
– Πότε είναι ωραιότερα τα Μετέωρα; επιμένω.
Σκέφτεται λίγο: Όταν λείπω μερικές μέρες κι ύστερα επιστρέφω, μου φαίνονται ωραιότερα. Ίσως γιατί, έστω και λίγο, μου έχουν λείψει.
Δεν έχει άδικο ο φίλος μας. Μέσα σε λίγες φράσεις έχει συνοψίσει τα συναισθήματά του και – είμαι βέβαιος – και των περισσότερων συντοπιτών του για τους βράχους των Μετεώρων. Το ίδιο δέος αισθανόμαστε κι εμείς κάθε φορά που ο δρόμος μας περνάει απ’ αυτό το μεγαλειώδες γεωλογικό παράδοξο της φύσης της Θεσσαλίας. Τα μάτια μας ποτέ δεν διαβαίνουν αδιάφορα, πάντα υψώνονται στους θεόρατους βράχους με απορία και θαυμασμό. Αυτός ο θαυμασμός μας ώθησε, 11 χρόνια πριν, να φιλοξενήσουμε ένα σημαντικό άρθρο για τα Μετέωρα, σ’ ένα από τα πρώτα τότε τεύχη του περιοδικού (τεύχος 7. Δεκ 1997). Ήταν ένα αφιέρωμα πολυδιάστατο, που έφερε την υπογραφή του σπουδαίου ορειβάτη – αναρριχητή και καλού φίλου Χρήστου Λάμπρη. Γεωλογική προέλευση των βράχων, ιστορία των αναρριχήσεων διεθνών και ελληνικών, σύντομα ιστορικά στοιχεία για τον μοναχισμό στην περιοχή καθώς και περιγραφές κάποιων – αναρριχητικών κυρίως – διαδρομών, έδιναν μια πλούσια γεύση από τα αθέατα Μετέωρα. Συνοδευόμενο επιπλέον και από ένα θαυμάσιο φωτογραφικό υλικό, το άρθρο ήταν για την εποχή του το σημαντικότερο δημοσίευμα σε ελληνικό έντυπο, με στοιχεία άγνωστα ως τότε. Η δική μας, ωστόσο, προσωπική εμπειρία απ’ τα Μετέωρα εξακολουθούσε να είναι πολύ επιφανειακή. Ποτέ δεν είχαμε περπατήσει έστω και σ’ ένα από τα ιστορικά μονοπάτια των παλιών μοναχών και προσκυνητών. Μήπως είχε έρθει η ώρα να αναπληρώσουμε ένα πολύχρονο κενό;
–Και μάλιστα με ορμητήριο το Καστράκι, λέει η Άννα. Που έχει δυο από τους ωραιότερους ξενώνες της ευρύτερης περιοχής: το «ΑΔΡΑΧΤΙ» και το «ΠΕΤΡΙΝΟ».
Εξίσου παραδοσιακή είναι και η γειτονιά, όπου βρίσκονται οι ξενώνες. Το όνομά της είναι «Μεσοχώρι» και καταλαμβάνει το υψηλότερο σημείο στο ΒΑ τμήμα του χωριού. Είναι μια θέση που εξασφαλίζει περίοπτη θέα στο Καστράκι και σε μερικούς από τους συγκλονιστικότερους βράχους των Μετεώρων. Πολλά σπίτια στο Μεσοχώρι είναι παλιά, διατηρούν ακόμη τις σκεπές και τους αρχικούς τους χρωματισμούς. Μερικά είναι μισοερειπωμένα και ακατοίκητα, είναι πεσμένοι οι τοίχοι και λείπουν οι σκεπές. Τα στενά, πλακόστρωτα δρομάκια με την έντονη κλίση, θυμίζουν ακόμη περισσότερο την αλλοτινή φυσιογνωμία του χωριού.
ΑΠΟ ΤΟ «ΑΔΡΑΧΤΙ» ΣΤΟ… «ΑΔΡΑΧΤΙ»
Το «Αδράχτι» είναι από τους διασημότερους και πιο αναγνωρίσιμους βράχους των Μετεώρων. Όχι λόγω μεγέθους – αφού με ύψος μόλις 40 μέτρων είναι νάνος μπροστά στους άλλους βράχους – αλλά λόγω σχήματος που, στενό στη βάση και πιο ογκώδες στη συνέχεια, θυμίζει άτρακτο, δηλαδή αδράχτι.
Απ’ αυτό τον εντυπωσιακό βράχο εμπνεύστηκε ο Θανάσης Κούτης το όνομα του ξενοδοχείου του. Που βέβαια δεν αγναντεύει μόνον το Αδράχτι. Χτισμένο όπως είναι στο βόρειο άκρο του χωριού, είναι το τελευταίο οικοδόμημα πριν από το συγκρότημα των βράχων. Δεν παρεμβάλλεται κανένα εμπόδιο, φυσικό ή τεχνητό. Μόνον μια κατάφυτη αλλά πολύ χαμηλότερη ρεματιά. Η θέα λοιπόν απ’ τα παράθυρα και μπαλκόνια προς τους βράχους των Μετεώρων είναι μοναδική, συγκλονιστική. «Άγιο Πνεύμα», «Πυξάρι», «Σουρλωτή», μερικοί από τους πιο μεγαλειώδεις βράχους των Μετεώρων ορθώνονται απέναντί μας σε αποστάσεις που κυμαίνονται από τα 200 μέχρι τα 300 μόλις μέτρα! Πίνουμε τον πρωινό καφέ μας και δεν χορταίνουμε ν’ αγναντεύουμε.
–Κάθε φορά που θέλω να ξεμουδιάσω λιγάκι, πετάγομαι ως το Αδράχτι, λέει δίπλα μας ο Θωμάς Κούτης, πατέρας του Θανάση.
–Θα μπορούσαμε να ξεμουδιάσουμε παρέα; ρωτάω τον Θωμά.
–Μετά χαράς, απαντάει. Αν είστε έτοιμοι, ξεκινάμε.
Φεύγουμε από το ξενοδοχείο με κατεύθυνση Α- ΒΑ. Ανηφορίζοντας ελαφρά διασχίζουμε την παραδοσιακή γειτονιά του Μεσοχωρίου.
Στα τελευταία σπίτια του χωριού ο ασφαλτόδρομος τελειώνει. 8 λεπτά μετά την αναχώρησή μας φτάνουμε στον κοιμητηριακό ναό του Αγ. Νικολάου. Αρχίζουμε ν’ ανηφορίζουμε ανάμεσα σε κυπαρίσσια, πεύκα και πουρνάρια. Το μονοπάτι είναι καλό και υποστηρίζεται συνεχώς από ξύλινα σκαλοπάτια, φαρδιά και ξεκούραστα. Αποτελούνται από παλιά χοντρόξυλα σιδηροδρομικής γραμμής, στερεωμένα με σιδερένιες βέργες, καρφωμένες στο έδαφος. Αν και ξεπερνούν τα 200, δεν μας κουράζουν.
Σ’ ένα τέταρτο φτάνουμε στο παλιό εξωκκλήσι της Παναγιάς. Μια παράκαμψη 15 μόλις μέτρων προς τα αριστερά μας οδηγεί σ’ ένα μικρό ξέφωτο με εξαίρετη θέα προς το Καστράκι και τους βράχους. Συνεχίζουμε σε πυκνό, σκιερό δάσος από γαύρους και πουρνάρια. Ο ήλιος έχει κρυφτεί, η ψύχρα σε συνδυασμό με την υγρασία είναι αισθητή. Ξαφνικά, εντελώς απρόσμενα, προβάλλει απέναντί μας, πάνω απ’ τις κορφές των δέντρων, το Αδράχτι. Πολύ γρήγορα βρισκόμαστε στη βάση του μονόλιθου. Από την αναχώρηση μας έχουν περάσει μόλις 25 λεπτά. Ο Θωμάς δικαιώνεται απόλυτα. Είναι η ιδανική διαδρομή για ένα καλό ξεμούδιασμα στο μοναδικό φυσικό περιβάλλον των Μετεώρων.
Στεκόμαστε δίπλα στον λογχοειδή βράχο, τον αγγίζουμε, υψώνουμε κατακόρυφα τα μάτια μας προς την κορυφή του. Η αίσθηση απ’ αυτό το παράξενο δημιούργημα της φύσης είναι απερίγραπτη, όπως άλλωστε και το σχήμα του.
Πρώτα ορθώνεται πάνω από το έδαφος μια βάση ογκώδης, κωνική, ύψους περίπου 10 μέτρων. Ο βράχος στη συνέχεια στενεύει, δημιουργώντας ένα λαιμό, που μοιάζει λαξευμένος από μια γιγάντια σμίλη της φύσης. Αμέσως μετά απ’ αυτόν τον προσωρινό δακτύλιο, ο βράχος επανακτά τον όγκο του και ορθώνεται κατακόρυφα για τουλάχιστον 25 – 30 μέτρα.
Τον περιεργαζόμαστε από κάθε οπτική γωνιά, από κοντά και μακρυά. Η εντύπωση απ’ αυτό το γεωλογικό παράδοξο είναι πάντα μοναδική. Ο Θωμάς σκαρφαλώνει με μεγάλη ευκολία μερικά μέτρα ως το λαιμό.
–Έτσι, για να θυμηθώ τα νιάτα μου, λέει, τότε που σκαρφαλώναμε σαν αγριοκάτσικα, αψηφώντας κανόνες ασφαλείας και κινδύνους. Και βέβαια μετά το Αδράχτι συνεχίζαμε ως την κορφή της αντικρινής Μεγάλης Αγιάς, του ψηλότερου βράχου των Μετεώρων, με το λαξεμένο στο βράχο μονοπάτι. Εκεί όμως δυσκολεύουν λίγο τα πράγματα, αφού απαιτείται και σκαρφάλωμα.
Η επιστροφή μας στο Καστράκι ακολουθεί μια άλλη διαδρομή, αρκετά μακρύτερη αλλά ξεκούραστη και με μεγάλο ενδιαφέρον. Έτσι λοιπόν, μετά τον ναό του Αγίου Νικολάου, αντί να συνεχίσουμε δεξιά (δυτικά) προς το Μεσοχώρι, λοξεύουμε αριστερά (ανατολικά). Ο χορταριασμένος δρόμος κινείται πάνω από τα υψηλότερα σπίτια του χωριού, δίπλα στον εντυπωσιακό όγκο του Πυξαριού. Φτάνουμε σ’ ένα τσιμεντένιο υδραγωγείο και, μερικά μέτρα μπροστά του, βρίσκουμε ένα στενό μονοπάτι κρυμμένο μέσα στα σπάρτα. Σε μισό λεπτό βρισκόμαστε στο «Μάρμαρο» ή «Πλάκα». Είν’ ένα ξέφωτο χορταριασμένο, που το έδαφός του αποτελείται από το ίδιο πέτρωμα των βράχων των Μετεώρων. Ο βράχος είναι επίπεδος, ομαλός και ελαφρά κατηφορικός. Η θέα είναι ανεμπόδιστη προς το Καστράκι, τους βράχους, την κοιλάδα του Πηνειού και τ’ αντικρινά βουνά.
Ας αφήσουμε όμως τον Αθανάσιο Τσαγκαρσούλη απ’ το Καστράκι να μας δώσει μερικές ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την Πλάκα στη ζωή των Καστρακινών (1). «Περπατώντας πάντοτε στη ρίζα του πελώριου βράχου ‘’Πυξάρι’’ συναντούμε μπροστά μας το ‘’Μάρμαρο’’ ή ‘’Πλάκα’’. Ένας ταπεινός βράχος που όλοι μπορούν να περπατούν πάνω του, χωρίς ύψος και δέος, όμως τόσο δεμένος με τη ζωή των Καστρακινών. Σ’ αυτόν το βράχο ανέβαινε ο μακαρίτης ο Ζώτος περί το τέλος της ζωής του και κατακεραύνωνε με τους ‘’πύρινους’’ λόγους του τους Καστρακινούς. Άρχιζε πάντα με το αμίμητο ‘’Γκαβό χωριό’’. Και τούτο γιατί τα πάντα τού έφταιγαν και οι πάντες τον πείραζαν. Κι όταν δεν τον πείραζε κανείς, άρχιζε εκείνος να πειράζει πρώτος.
Το ‘’Μάρμαρο’’ χρησίμευε παλιά και ως τόπος συγκέντρωσης των νέων του χωριού. Τα καλοκαιρινά βραδινά συγκεντρώνονταν σε μια μεγάλη συντροφιά και τραγουδούσαν της εποχής εκείνης τις καντάδες. Οι χωριανοί επίσης χρησιμοποιούσαν την ‘’Πλάκα’’ για το στέγνωμα του καλαμποκιού. Η επίπεδη όμως έκταση της πλάκας δεν επαρκούσε για να στεγνώσουν όλοι το καλαμπόκι τους. Τότε, αν κάποιος δεν εύρισκε θέση, περίμενε ώσπου να μαζέψει κάποιος άλλος το καλαμπόκι του και να πάρει στη συνέχεια τη θέση του».
Μετά από μερικά λεπτά ρεμβασμού και χαλάρωσης συνεχίζουμε από την Πλάκα σ’ ένα θαυμάσιο χωμάτινο μονοπάτι, ανάμεσα σε σπάρτα και πουρνάρια. Σ’ ένα τρίλεπτο βρισκόμαστε στα ριζά του πελώριου βράχου Πυξάρι. Σε κάποιες κοιλότητες του κατακόρυφου βράχου δημιουργούνται μικρές σπηλιές σε ύψος τουλάχιστον 12 και 18 μέτρων από το έδαφος. Εδώ κατά τον 14ο αιώνα βρισκόταν η Σκήτη του Αγίου Γρηγορίου. Ελάχιστα απομεινάρια σήμερα την θυμίζουν, όπως ξύλινες εξεδρούλες που εξέχουν απ’ τις σπηλιές, υποτυπώδη υποστυλώματα και μια κρεμαστή ξύλινη ανεμόσκαλα.
Στον ίδιο βράχο και λίγο ανατολικότερα, βρίσκεται η Μονή του Αγίου Αντωνίου, με τον ναό χτισμένο μέσα στο βράχο. Σήμερα, κατά σύμπτωση, είναι παραμονή της γιορτής του Αγ. Αντωνίου και πολύς κόσμος έρχεται να προσκυνήσει. Απέναντι προς τα νότια είναι λαξευμένος μέσα στο βράχο ο ναΐσκος της Μονής του Αγ. Νικολάου του Μπάτοβα. Το μοναστήρι ιδρύθηκε περί το 1400 και βομβαρδίστηκε το 1943 από του Γερμανούς.
Ρίχνουμε μια τελευταία ματιά στο Πυξάρι, αυτό τον εντυπωσιακό βράχο, πολύ πιο ανοιχτόχρωμο από τους άλλους, με βαθειές διαβρώσεις και κλίση, που στο Ν τμήμα του είναι έντονα αρνητική. Κατηφορίζουμε έναν δρομίσκο μπροστά από το πετρόχτιστο εκκλησάκι της Παναγιάς και σε μερικά λεπτά συναντάμε τον παρακαμπτήριο ασφαλτόδρομο που έρχεται από την Καλαμπάκα, περνάει κάτω από την «Πλάκα» και καταλήγει στο Μεσοχώρι την παραδοσιακή γειτονιά του Καστρακιού. Εδώ σταματάμε στο «ΠΕΤΡΙΝΟ» για ένα καφεδάκι. Είναι πρόσφατες οι μνήμες από τη διαμονή μας σ’ αυτό τον υπέροχο ξενώνα. Στεγάζεται σε οίκημα του 1845, ένα από τα παλαιότερα του τόπου. Με την έξοχη ανάπλασή του από τον Χρήστο και τη Βούλα Σωτηρίου, το οίκημα έχει διατηρήσει όλα τα χαρακτηριστικά της παραδοσιακής του αρχιτεκτονικής, τους ογκώδεις πέτρινους τοίχους και την εξαίρετη τοιχοποιΐα με τα διακοσμητικά τουβλάκια και τις ξυλοδεσιές. Εδώ ολοκληρώνεται λοιπόν μια θαυμάσια κυκλική διαδρομή, που με πολλές στάσεις διήρκεσε δύο περίπου ώρες.
ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΟ ΚΑΣΤΡΑΚΙ
-Προτείνω μια βόλτα στο Καστράκι με αυτοκίνητο, λέει ο Θανάσης. Έτσι κι αλλιώς αύριο το πρωί θα ξαναβγείτε στα μονοπάτια.
Κατευθυνόμαστε αρχικά νότια, έξω απ’ το χωριό. Πολύ γρήγορα φτάνουμε σ’ έναν απομονωμένο χαμηλό λοφίσκο, με χορταριασμένο έδαφος και ονομασία Δραγασές. Αν και ο λόφος είναι χαμηλός, η θέση του είναι στρατηγική και μας αποκαλύπτει προς τα βόρεια μια σφαιρική θέα του χωριού με φόντο τους πιο εντυπωσιακούς βράχους των Μετεώρων. Λίγο δυτικότερα των Δραγασών ένας άλλος λόφος μας επιτρέπει οπτική πρόσβαση προς τον μονόλιθο του Αδραχτιού αλλά και προς τις τέσσερις εκπληκτικές Μονές: Ρουσάνου, Αγ. Νικολάου, Μεγάλου Μετεώρου και Βαρλαάμ. Πουρνάρια και πλαγιές με αμπελάκια καλύπτουν τα εδάφη αυτής της ωραίας εξοχής.
Μια διαφορετική αλλά εξίσου όμορφη θέα προς το Καστράκι μας προσφέρει ο αυχένας που σχηματίζεται πάνω από το δρόμο, ανάμεσα Καστράκι και Καλαμπάκα. Στα νότια το βλέμμα χαμηλώνει προς τη μακρόστενη πεδιάδα του Πηνειού. Κατεβαίνουμε για λίγο ως τη φαρδειά, γεμάτη κροκάλες κοίτη του ποταμού. Μετά τις πρόσφατες συνεχείς βροχές η ροή είναι πολύ έντονη και το νερό θολό.
Επιστρέφοντας στο Καστράκι περιδιαβαίνουμε στα δρομάκια του, στην πλατειούλα με τα αιωνόβια πλατάνια και καταλήγουμε στην κεντρική πλατεία. Εδώ δεσπόζει η σύγχρονη και πολύ μεγάλη εκκλησία Πέτρου και Παύλου, που με τον όγκο της έχει επιβληθεί καταλυτικά στον διπλανό παμπάλαιο ναΐσκο του Αγ. Αθανασίου. Πάνω από την πλατεία ορθώνεται το νεοκλασσικής αρχιτεκτονικής και επιβλητικών διαστάσεων κτίριο του παλιού Δημοτικού Σχολείου, που τώρα στεγάζει την Κοινότητα Καστρακίου. Η παρουσία των μεγάλων βράχων είναι ολόγυρα κυριαρχική. Πραγματικός αφέντης, ωστόσο, είναι το διπλανό γιγάντιο «Άγιο Πνεύμα». Στα πόδια του είναι χτισμένα μερικά παλιά σπίτια που συνθέτουν μια γραφικότατη γειτονιά.
Πριν χαθεί ο ήλιος πίσω απ’ τα βουνά, αποφασίζουμε να κάνουμε έναν ήρεμο περίπατο προς την βόρεια έξοδο του χωριού. Σε απόσταση 300 περίπου μέτρων απ’ την πλατεία, σε μια κατάφυτη πλαγιά δυτικά του Αγ. Πνεύματος, βρίσκεται το λευκό εκκλησάκι του Αγ. Γεωργίου. Χτίστηκε στη σύγχρονη εποχή για να μπορεί ο πολύς κόσμος να παρακολουθεί τη λειτουργία του Αγίου στη γιορτή του, μιας και ελάχιστοι μπορούν να αναρριχηθούν στο ομώνυμο μοναστηράκι, ψηλά στην κοιλότητα του βράχου. «Η ίδρυση αυτού του μοναστηριού ανάγεται στον 14ο αιώνα».(2)
το χαρακτηριστικό γνώρισμα του ναΐσκου είναι τα δεκάδες πολύχρωμα μαντήλια, που είναι κρεμασμένα μπροστά στο στόμιο του σπηλαίου. Έτσι δικαιολογείται και το όνομα «Αγ. Γεώργιος Μαντηλάς». Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Αθ. Τσαγκαρσούλης: (3) «Τα μαντήλια αυτά είναι «τάματα» και έρχονται από κάθε γωνιά της γης όπου υπάρχουν Καστρακινοί. Μερικοί ντόπιοι, που «πατούν την πέτρα» και που έχουν το ανεβοκατέβασμα παιχνίδι, χρησιμοποιούνται για μεταφορείς των ταμάτων».
Συνεχίζουμε τον ήρεμο περίπατό μας. Μετά τα τελευταία σπίτια του χωριού η άσφαλτος δίνει τη θέση της σ’ έναν στενό χωματόδρομο που ακολουθεί παράλληλη πορεία με μια ρεματιά, κατάφυτη από πλατάνια, γάβρους και πουρνάρια. Ένα ρεματάκι με ζωντανή ροή και ασίγαστο ήχο νερού μας κρατάει συντροφιά. Απέναντί μας στα δυτικά ορθώνεται ο μοναχικός αλλά όχι ιδιαίτερα ψηλός βράχος της Ντούπιανης με την ομώνυμη Σκήτη που ιδρύθηκε τον 14ο αιώνα και υπαγόταν αρχικά στην Επισκοπή Σταγών. Στον ίδιο βράχο αλλά στη βόρεια πλευρά του βρισκόταν κάποτε η Μονή του Παντοκράτορα, χτισμένη το 1426. Το μόνο που σώζεται σήμερα είναι ένα τμήμα του ερειπωμένου πύργου της Μονής.
Μ’ ένα τσιμεντένιο γεφυράκι περνάμε τη ρεματιά και συνεχίζουμε σ’ έναν πολύ ανηφορικό δρόμο, στρωμένο με κροκάλες. Σ’ ελάχιστα λεπτά φτάνουμε στην άσφαλτο, που μετά το Καστράκι συνεχίζει περιφερειακά προς τα Μοναστήρια των Μετεώρων. Στα ΒΑ αποκαλύπτεται η Μονή Ρουσάνου, πραγματική αετοφωλιά χτισμένη στην κορυφή του εντυπωσιακού της μονόλιθου. Ακριβώς απέναντί μας δεσπόζει στον πανύψηλο βράχο της η Μονή Βαρλαάμ, λίγο αριστερότερα ο Άγιος Νικόλαος ο Αναπαυσάς και, πολύ πιο ψηλά, η Μονή της Μεταμόρφωσης, το περίφημο «Μεγάλο Μετέωρο». Όλα αυτά τα ωραία και θαυμαστά ξετυλίγονται στα μάτια μας σε μια διαδρομή ενός μόνον χιλιομέτρου απ’ την πλατεία, που με χαλαρό βάδισμα, δεν διαρκεί πάνω από 20 λεπτά!
ΣΤΟΝ ΙΛΙΓΓΟ ΤΟΥ ΑΓ. ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
Άγιο Πνεύμα! Βράχος μοναχικός, πανύψηλος και ογκώδης. Από τους πιο διάσημους βράχους των Μετεώρων. Αλλά και τους πιο δημοφιλείς. Απευθύνεται τόσο σε απλούς πεζοπόρους, που δεν θέλουν να κινδυνέψουν, όσο και σε απαιτητικούς αναρριχητές που επιζητούν εντονώτερες συγκινήσεις.
Το σκοτεινό περίγραμμα του γίγαντα είναι η τελευταία εικόνα που αντικρίζουνε τα μάτια μας, πριν κλείσουν από την κούραση της μέρας. Είναι τόσο κοντά στα παράθυρα του δωματίου μας. Ούτε 200 μέτρα στην ευθεία! Πρώτη φορά έχουμε τόσο άμεση οπτική επαφή μ’ έναν πεζοπορικό μας προορισμό. Αισθανόμαστε ήδη με τον βράχο μια ευχάριστη οικειότητα. Που συνεχίζεται και στη διάρκεια του πρωινού καφέ, αφού το Άγιο Πνεύμα ατενίζουμε πάλι, έξω από τη τζαμαρία του χώρου.
–Προτείνω να μην καθυστερούμε, λέει ο πολύτιμος «περιπατητικός μας σύντροφος», ο Κυριάκος Παπαγεωργίου. Θάναι μεγάλη σήμερα η μέρα, αφού το Άγιο Πνεύμα δεν θάναι η μόνη διαδρομή.
Ακριβώς κάτω από το ξενοδοχείο μας βρίσκουμε το στενό μονοπάτι, που σ’ ένα λεπτό μας βγάζει στη ρεματιά. Περνάμε το ρυάκι με το λιγοστό νερό, το μισογκρεμισμένο καλύβι του παλιού καζαναριού, ανηφορίζουμε ανάμεσα σε αβατσινιές και πουρνάρια και σε τρία λεπτά βγαίνουμε σε ξέφωτο με καρυδιές, έξω απ’ τα τελευταία σπίτια του χωριού. Εδώ καταλήγει σ’ ένα 5λεπτο περίπου και το μονοπάτι απ’ την πλατεία. Στενό και ευδιάκριτο πάντα συνεχίζει σε απόσταση 40 μόλις μέτρων από τον κατακόρυφο τοίχο του Αγ. Πνεύματος, νιώθουμε σχεδόν καταπιεσμένοι από την τόσο άμεση παρουσία του βράχου.
Ένα κόκκινο βέλος δείχνει την κατεύθυνσή μας προς τα ΒΑ. Ήδη μπροστά μας ορθώνονται οι πανέμορφες σιλουέττες των βράχινων συγκροτημάτων «Κουμαριές» και «Καυκάσιος». Να κι ένα ρυάκι με ανεπαίσθητη ροή νερού, ένα μικρολίβαδο με χορτάρι, αμυγδαλιές, σήμα κόκκινο πάνω σε κορμό. Ανήφορος, θέα στο Καστράκι και πίσω μακρυά στις χιονόλευκες κορυφές της Νότιας Πίνδου. Διασχίζουμε στενό πέρασμα ανάμεσα σε πουρνάρια και ογκώδεις πέτρες με ανώμαλες επιφάνειες, κατάσπαρτες παντού. Η προέλευσή τους είναι προφανής, αποτελούν προϊόν γιγαντιαίων κατολισθήσεων στο μακρινό γεωλογικό παρελθόν της περιοχής των Μετεώρων.
Κάθε τόσο αλλάζει το τοπίο, αποκαλύπτονται νέες οπτικές γωνίες με ποικίλες μορφές βράχων που προσθέτουν διαρκώς καινούργιο ενδιαφέρον και ομορφιά στη διαδρομή. Φτάνουμε στην εντυπωσιακή δίοδο που σχηματίζεται ανάμεσα στον όγκο του Αγίου Πνεύματος και στο συγκρότημα των Κουμαριών. Ξαφνικά αισθανόμαστε ουτιδανοί στα ριζά των δύο αυτών βράχων, που με παράλληλη, κατακόρυφη πορεία ορθώνονται προς τον βαθυγάλανο ουρανό. Με αρκετές στάσεις και χαλαρό ρυθμό έχουμε χρειαστεί μόλις μισή ώρα μέχρι τώρα. Μια διαδρομή χωρίς δυσκολίες, προσιτή σε κάθε πεζοπόρο. Που πολύ γρήγορα όμως παύει να είναι ο απλός περίπατος «για όλη την οικογένεια» (χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει, ότι απαιτούνται απαραιτήτως αναρριχητικές εμπειρίες ή δεξιότητες). Προς το παρόν αφήνουμε προς τα δεξιά μας κάποια κόκκινα σημάδια σε βράχους, που υποδεικνύουν τη συνέχεια της διαδρομής προς τις μεγάλες Μονές των Μετεώρων.
Βρισκόμαστε ήδη μπροστά στη βάση του Αγ. Πνεύματος. Αρχίζει μια τραβέρσα στην εγκοπή του βράχου, που είναι υγρός και ολισθηρός αλλά ελάχιστα επικίνδυνος. Για μερικά λεπτά ο ανήφορος είναι συνεχής με άπνοια, ήλιο και ζέστη αισθητή. Φτάνουμε σε μικρό πλάτωμα με πουρνάρια σε δενδρώδη μορφή. Για τη συνέχιση της πορείας μας μεσολαβεί ένας βράχος με ελαφρά επικλινή επιφάνεια μερικών τετραγωνικών μέτρων που πρέπει να ανεβούμε. Σε περίοδο ξηρασίας δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα, αφού τα πετρώματα των Μετεώρων δεν είναι ολισθηρά. Με τη χειμωνιάτικη υγρασία όμως και το μικροσκοπικό ρυάκι που γλείφει το βράχο η επίπεδη επιφάνεια χρειάζεται κάποια προσοχή.
Ανήφορος και πάλι. Σχισμή βράχων και ψύχρα στη σκιά. Είναι το τελευταίο κομμάτι της διαδρομής. 50 λεπτά μετά την αναχώρησή μας φτάνουμε μπροστά στο μικροσκοπικό, σπηλαιώδες εξωκκλήσι του Αγ. Πνεύματος. Εικονίτσες, καντηλάκια, βράχος ασβεστοχρισμένος, μια λιλιπούτεια Ωραία Πύλη με κολώνες από βράχο. Έξω από το ξωκκλήσι μια φυσική κοιλότητα βράχου είναι γεμάτη με πεντακάθαρο νερό. Μερικά μέτρα πιο πάνω εκτείνεται ένα μικρό, επίπεδο πλάτωμα με μεγάλα δέντρα πουρναριών. Στο χορταριασμένο έδαφος υπάρχουν ίχνη φωτιάς. Σε συνθήκες προχωρημένης άνοιξης θα ήταν ιδανικός τόπος για κατασκήνωση.
Βρισκόμαστε σε υψόμετρο 430 μέτρων, 200 μέτρα ψηλότερα από το σημείο αναχώρησης. Στην βόρεια πλευρά του είναι τουλάχιστον 100 μέτρα ψηλότερος ο βράχος. Εκείνο είναι το «Μεγάλο Άγιο Πνεύμα», ο επιθυμητός προορισμός των τολμηρών αναρριχητών. Βαδίζουμε μερικά μέτρα ως την άκρη του πλατώματος. Ανάμεσα από τους κορμούς των πουρναριών ατενίζουμε έναν ευρύτατο ορίζοντα. Δεν έχουμε, ωστόσο, τη συγκλονιστική αμεσότητα της θέας προς το Καστράκι, αυτήν τουλάχιστον που ελπίζαμε. Αυτή τη θέα υπόσχεται ένα πελώριο, συμπαγές, βράχινο μπαλκόνι πάνω από το πλάτωμα. Που για να φτάσουμε όμως ως εκεί πρέπει να σκαρφαλώσουμε γύρω στα 3 μέτρα βράχου, νοτισμένου από την υγρασία και με ελάχιστες προεξοχές για να πιαστεί κανείς. Για λίγο το σκεφτόμαστε. Το δέλεαρ, ωστόσο, του απαράμιλλου εξώστη είναι πολύ ισχυρότερο από τις όποιες επιφυλάξεις μας.
Ένας – ένας σκαρφαλώνουμε στο βράχο. Βαδίζουμε για λίγο στην επίπεδη επιφάνεια. Τι εμπειρία είναι τούτη! Τι απόλυτη κάτοψη στο Καστράκι! Αλλά και τι αίσθηση ιλίγγου καθώς φτάνουμε αργά και προσεχτικά δίπλα στις δυο σημαιούλες, την ελληνική και βυζαντινή, δίπλα στο σιδερένιο καμπαναριό με το σταυρό, δίπλα στο χάος των 200 μέτρων του κατακόρυφου γκρεμού! Καθώς εξωθώ τον εαυτό μου, έστω για λίγα δευτερόλεπτα, σ’ αυτό το αβυσσαλέο άκρο σκέφτομαι, πόσο απίστευτα κοντινές έννοιες είναι η ύπαρξη κι η ανυπαρξία, ο θάνατος κι η ζωή.
Απομακρυνόμαστε μερικά μέτρα από τη ζώνη του ιλίγγου και χαρίζουμε στους εαυτούς μας μερικά λεπτά απόλυτου ρεμβασμού. Μακάρι να μπορούσαν όλοι να βρεθούν – με συνθήκες απόλυτης ασφαλείας – σ’ αυτό το κορυφαίο σημείο θέας των Μετεώρων. Είναι από τις εμπειρίες που δύσκολα παραγράφονται με το πέρασμα του χρόνου.
ΣΤΗ ΜΟΝΗ ΒΑΡΛΑΑΜ ΚΑΙ ΣΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΕΤΕΩΡΟ
Μετά τις θεϊκές εικόνες από τον βράχο του Αγ. Πνεύματος το μονοπάτι μας μοιάζει πολύ γήινο, πολύ ταπεινό. Με Β προσανατολισμό ακολουθούμε τα κόκκινα σημάδια ανάμεσα στο Άγιο Πνεύμα και στη συστάδα των βράχων Κουμαριές.
Πουρνάρια, αβατσινιές και κληματσίδες. Λειχήνες, βρύα και υγρασία. Αποκαλύπτεται αρχικά η Μονή Ρουσάνου και λίγο αριστερότερα, στην κορυφή των βράχων της, η Μονή Βαρλαάμ. Είν’ ένα θέαμα υπέροχο. Κατηφορίζουμε ανάμεσα σε γάβρους και πουρνάρια. Βυθίζονται τα πόδια μας σε φύλλα καφεκίτρινα, μουσκεμένα από την υγρασία. Λίγα λεπτά μετά το μονοπάτι διακλαδίζεται. Είναι προφανές, ότι δεξιά οδηγεί προς τη Μονή Ρουσάνου, ενώ αριστερά προς το Μεγάλο Μετέωρο και τη Μονή Βαρλαάμ. Θα μπορούσε ωστόσο να υπήρχε μια δίγλωσση πινακίδα, που, αν μη τι άλλο, θα αποδείκνυε το στοιχειώδες ενδιαφέρον των τοπικών φορέων προς τους περιπατητές και φυσιολάτρες, Έλληνες και ξένους. Δεν θέλουμε να ξαναρχίσουμε τη γκρίνια, απλά σκεφτόμαστε πώς θα συμπεριφέρετο και πώς θα αξιοποιούσε – με την πραγματική έννοια του όρου – το γεωλογικό φαινόμενο «Μετέωρα» και την μοναστική πολιτεία των Μετεώρων, μια οποιαδήποτε άλλη χώρα με στοιχειώδη ευαισθησία στην φυσική και πολιτιστική της κληρονομιά.
Παίρνουμε την αριστερή διακλάδωση, που περνάει από τη βάση της βόρειας ορθοπλαγιάς του Αγ. Πνεύματος. Εκεί ψηλά, σε μια κοψιά των βράχων, διακρίνουμε μια μεγάλη κοιλότητα με υπολείμματα ασκηταριού, γνωστού ως «Φυλακή Μοναχών». Ένα στενό, ευδιάκριτο μονοπάτι ανάμεσα σε πουρνάρια λοξεύει αριστερά και σε δυο λεπτά μας φέρνει στα ριζά του βράχου, κάτω ακριβώς από το φοβερό ασκηταριό. Αρκετά μέτρα πάνω από το έδαφος σώζονται τμήματα τοιχοποιΐας στα στόμια βραχοσπηλιών, οροφές καπνισμένες από φωτιές αιώνων, οπές στρογγυλές ή τετράγωνες λαξευμένες στα τοιχώματα των βράχων, που χρησιμοποιούντο για να στηρίζουν τα μεγάλα δοκάρια των ασκητών. Καταφθάνει ένα ζευγάρι νεαρών Γάλλων με ορειβατική περιβολή, φωτογραφικές μηχανές και χάρτη, που δαπανούν ένα μέρος της άδειάς τους πεζοπορώντας στα Μετέωρα. Γεμάτοι θαυμασμό από τις μέχρι τούδε περιηγήσεις τους στην περιοχή, ετοιμάζονται ν’ ανεβούν στο Άγιο Πνεύμα.
-Έχουμε διαβάσει, ότι είναι περίφημα εκεί πάνω.
-Έτσι είναι, απολαύστε το όσο μπορείτε περισσότερο.
Βαδίζουμε για λίγο στα βόρεια του Αγ. Πνεύματος. Με ασαφές μονοπάτι διασχίζουμε ένα αμπελάκι, κατηφορίζουμε και πολύ γρήγορα καταλήγουμε στην κοίτη της χθεσινής πλατανοσκέπαστης ρεματιάς. Περνάμε εύκολα το ρέμα, συναντάμε τον ανηφορικό δρόμο με τις κροκάλες και βγαίνουμε στην άσφαλτο. Η Μονή Βαρλαάμ ήδη δεσπόζει ψηλά, πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Διασχίζουμε την άσφαλτο και βρίσκουμε αμέσως το μονοπάτι με μια ξύλινη πινακίδα.
–Πρόλαβες να τους κατηγορίσεις, μου λέει ο Κυριάκος. Να η σήμανση που σου έλειπε.
Ρεματιά με πλατάνια. Πουρνάρια, γάβροι και ρυάκι με γοργοκίνητο νερό. Πανέμορφο το μονοπάτι, ανηφορίζει με ήπιες κλίσεις, διασχίζει δάσος νεαρών δρυών. Μεγάλα τμήματά του είναι λιθόστρωτα, άριστης κατασκευής, με πέτρες στρογγυλεμένες και λείες απ’ τους αιώνες. Το τοπίο γίνεται όλο και πιο εντυπωσιακό. Οι βράχοι ορθώνονται κατακόρυφοι πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Ένα 10λεπτο μετά την έναρξη της ανάβασης αρχίζει απότομος ανήφορος ανάμεσα σε σκιερό άνοιγμα βράχων. Εξαίρετο στενό λιθόστρωτο και πλατανοσκέπαστη ρεματιά. Αλλά και αρκετά σκουπίδια, κατάσπαρτα εδώ κι εκεί. Για να μην ξεχνάμε πού βρισκόμαστε!
Μερικά λεπτά μετά το μονοπάτι διακλαδίζεται, αριστερά προς τη Μονή Μεταμόρφωσης ή Μεγάλο Μετέωρο και δεξιά προς τη Μονή Βαρλαάμ. Φυσικά δεν υπάρχει πινακίδα. Φεύγουμε δεξιά προς Μονή Βαρλαάμ. Πουρνάρια και δάσος με υψίκορμες βαλανιδιές. Άψογο μονοπάτι στρωμένο με ξερόφυλλα. Αληθινή ευτυχία να το βαδίζεις. Διαβαίνουμε τη σιδερένια πορτούλα της Μονής. Ανηφορίζουμε ελικοειδές λιθόστρωτο κάτω από αναβαθμίδες, που υποστηρίζονται από εξαίρετη τοιχοποιΐα με ενδιάμεσα κεραμιδάκια. Ένα ξύλινο γεφυράκι πάνω απ’ τα κεφάλια μας συνδέει το βάραθρο που χωρίζει το συγκρότημα των βράχων της Μονής από την αντικρινή πλαγιά. Έχουν ήδη περάσει 25 λεπτά από την αρχή της ανάβασής μας από την άσφαλτο με υψομετρική διαφορά 175 μέτρων ακριβώς.
125 σκαλοπάτια λαξευμένα στο βράχο μας ανεβάζουν στο πλακόστρωτο μπαλκόνι της Μονής με το καμπαναριό, την κορυφαία θέα και το Καθολικό των Αγ. Πάντων. Πρώτος οικιστής του βράχου ήταν γύρω από το 1350 ο Ιερομόναχος Βαρλαάμ. Αργότερα οι αδελφοί Νεκτάριος και Θεοφάνης έκτισαν τον ναό των Αγ. Πάντων και τους ναούς του Ιωάννου του Προδρόμου και των Τριών Ιεραρχών. Εκπληκτική η βυζαντινή τοιχοποιΐα του ναού και εξίσου εκπληκτικό το εσωτερικό με το αυθεντικό πλακόστρωτο δάπεδο, το ξυλόγλυπτο τέμπλο και τις υψηλής τέχνης τοιχογραφίες που φιλοτεχνήθηκαν από τον Ιερέα Γεώργιο και τον αυταδελφό του Φράγκο το 1566.
Για λίγα λεπτά χαλαρώνουμε στο μπαλκόνι αγναντεύοντας όλα τα σημεία του ορίζοντα. Ύστερα επιστρέφουμε στο μονοπάτι μας αφήνοντας την άσφαλτο για τα αυτοκίνητα. Κατηφορίζοντας φτάνουμε πολύ γρήγορα στη διακλάδωση του μονοπατιού για Μεγάλο Μετέωρο. Ξαναρχίζει ο ανήφορος στο ελικοειδές λιθόστρωτο μονοπάτι. Ήπιο στην αρχή, γρήγορα γίνεται απότομο και αρκετά κουραστικό. Οι αποστάσεις όμως είναι μικρές. Σε 13 λεπτά από την διακλάδωση των μονοπατιών φτάνουμε στο πλακόστρωτο προαύλιο της Μονής. Ακολουθεί ένας μικρός γολγοθάς με 190 σκαλοπάτια λαξευμένα στο βράχο που καταλήγουν ψηλά, στα έγκατα του Μοναστηριού.
Βγαίνουμε στο εντυπωσιακό μπαλκόνι της Μονής. Ο βράχος έχει υψόμετρο 613 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας και 450 από την κοίτη του Πηνειού. Να ο παραδοσιακός Πύργος της Ανάβασης με το χαρακτηριστικό δίχτυ. Το Κελάρι, το Οστεοφυλάκιο και η Αίθουσα Λαογραφικών Κειμηλίων του Κων/νου Ματζανά. Σ’ αυτή την καταπληκτική αίθουσα θαυμάζουμε καρυοφύλλια και κουμπούρια από τα τέλη του 18ου αιώνα, επίχρυσες πάλλες και γιαταγάνια, ασημένιες πόρπες του 18ου και 19ου αιώνα, πολλές στολές. Στην αίθουσα χειρογράφων του Δημητρίου Σοφιανού μένουμε έκπληκτοι από τους Βίους Αγίων σε περγαμηνή του 11ου αι. το Τετραβάγγελο του 1297, τις Ομιλίες Ιωάννου του Χρυσοστόμου σε περγαμηνή του 9ου αιώνα, την Κλίμακα Ιωάννου Σχολαστικού του 969 και τόσα άλλα ακόμη πολυτιμότατα κειμήλια.
Τα βήματά μας μας οδηγούν στον εντυπωσιακό χώρο της Τράπεζας, όπου στα χρόνια της ακμής γευμάτιζαν οι πολυάριθμοι μοναχοί. Οικοδομημένη το 1557 η αίθουσα έχει εμβαδόν 190 τετραγωνικών μέτρων, είναι πανέμορφης αρχιτεκτονικής και φιλοξενεί πληθώρα παμπάλαιων αντικειμένων και σκευών. Πολύ εντυπωσιακό είναι ένα μακρόστενο τραπέζι του 16ου αιώνα, με μονοκόμματο ξύλο αλλά αρκετές φθορές.
Δίπλα βρίσκεται το παραδοσιακό Μαγειρείο της Μονής με αναρίθμητα παλλιά σκεύη, που μόνον σε μουσείο μπορεί να δει κανείς. Θαυμάσιο είναι και το Κελλάρι, με βαρέλια πελωρίων διαστάσεων και μεγάλο αριθμό εργαλείων και σκευών.
Τελευταίο σημείο επίσκεψης είναι το Καθολικό της Μονής, ο Ναός της Μεταμόρφωσης. Η τοιχοποιΐα είναι απαράμιλλης ωραιότητας με λαξευτό πωρόλιθο και πολύπλοκα διακοσμητικά σχέδια από ενδιάμεσα κεραμιδάκια. Αποτελεί εξαίρετο δείγμα της δεύτερης και τρίτης περιόδου της βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Ο πρώτος ναΐσκος χτίστηκε πριν από το 1382 από τον ιδρυτή της Μονής Αγ. Αθανάσιο. Το 1388 συμπληρώθηκε από τον Ιωάσαφ και το 1484 τοιχογραφήθηκε. Τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά ο ναός είναι ένα αριστούργημα, που αποπνέει όλη την αίγλη των αιώνων. Άλλωστε κάθε μεγάλη Μονή των Μετεώρων έχει τόσα πολλά και θαυμαστά στοιχεία να επιδείξει, που θα άξιζε ένα άρθρο αυτοτελές. Ο σκοπός ο δικός μας βέβαια δεν ήταν να παρουσιάσουμε την μοναστική πολιτεία των Μετεώρων αλλά να περιγράψουμε και, ει δυνατόν, να μεταδώσουμε την ατμόσφαιρα μερικών ωραίων πεζοπορικών διαδρομών, που νομίζουμε πως θα ενθουσιάσουν κάθε ελληνική φυσιολατρική οικογένεια. Μόνον με τη γνώση του εδάφους – αργά και παραδοσιακά όπως άλλοτε με τα πόδια – είναι δυνατόν να σφυρηλατηθεί σιγά – σιγά και από τις μικρές ηλικίες η αγάπη προς τη φύση και – μοιραία – η προστασία της.
Νωρίς το απόγευμα εγκαταλείπουμε το Μεγάλο Μετέωρο. Αντίθετα μ’ όλους τους άλλους επισκέπτες που επιβιβάζονται στα αυτοκίνητα, εμείς ξαναπαίρνουμε το δασωμένο μονοπάτι μέσα στη ρεματιά, κατηφορικό πια και ξεκούραστο. Αν και είναι Σάββατο, είμαστε οι μοναδικοί πεζοπόροι στην περιοχή, μαζί βέβαια με το πρωινό ζευγάρι των Γάλλων. Χωρίς ενδιάμεσες στάσεις και με κανονικό βηματισμό χρειαζόμαστε μόνον 40 λεπτά ως την πλατεία του Καστρακίου.
Ολοκληρώνουμε έτσι μια συνολική πεζοπορική διαδρομή από τις πρωινές ώρες ως νωρίς το απόγευμα, με πραγματικό χρόνο πορείας που ελάχιστα ξεπερνάει τις 3 ώρες. Σπάνια έχει συμβεί στη ζωή μου μέσα σε μια τόσο σύντομη διαδρομή να έχουν αντικρύσει τα μάτια μου τοπία τόσο ποικίλα και θαυμαστά. Με μεγάλη μου ευχαρίστηση θα μπορούσα να επαναλάβω αυτό το εντυπωσιακό οδοιπορικό στον ιερό χώρο των Μετεώρων, οποιαδήποτε στιγμή.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Θερμά ευχαριστούμε:
-Την Βούλα και τον Χρήστο Σωτηρίου για την φιλοξενία τους στον ξενώνα ΠΕΤΡΙΝΟ (τηλ. 24320-78105 και 6932-625389)
-Την οικογένεια του Θανάση Κούτη για την φιλοξενία στο ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΑΔΡΑΧΤΙ (τηλ. 24320-22275) και τέλος, τον Θωμά Κούτη για τις πληροφορίες και ξεναγήσεις του.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-Αθαν. Τσαγκαρσούλης, «ΚΑΣΤΡΑΚΙ», εκδ. ΖΗΤΗ, ΘΕΣ/ΝΙΚΗ 1996
-Θεοχάρη Προβατάκη, «ΜΕΤΕΩΡΑ», εκδ. ΤΟΥΜΠΗΣ, ΑΘΗΝΑ
-ΠΑΤΡΙΚ ΛΗ ΦΕΡΜΟΡ, «ΡΟΥΜΕΛΗ, Οδοιπορικό στη Βόρεια Ελλάδα», εκδ. ΩΚΕΑΝΙΔΑ, 2000.
-ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ, τεύχος 7, ΔΕΚ. 1997.
ΑΠΟΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΣΤΡΑΚΙΟΥ
Από Καλαμπάκα: 2 χλμ.
Από Τρίκαλα: 24 χλμ.
Από Θεσσαλονίκη: 240 χλμ.
Από Αθήνα: 330 χλμ.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
(1). «Καστράκι», 1996
(2). Θεοχάρης Προβατάκης, «Μετέωρα»
(3). «Καστράκι», οπ. π.