Χτισμένη σε υψόμετρο 450 – 500 περίπου μέτρων η ωραία κωμόπολη, έδρα του Δήμου Πελλάνας, αγγίζει με τα τελευταία σπίτια της τις Α παρυφές των δασοσκέπαστων πλαγιών του Ταΰγετου. Παρά την οικοδόμηση νέων κατοικιών το Καστόρι διατηρεί μια αξιόλογη παραδοσιακή όψη, που οφείλεται στα επιβλητικά πετρόχτιστα οικήματα του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου. Κοινό χαρακτηριστικό των παραδοσιακών κατοικιών είναι η άριστη τοιχοδομία που συνδυάζεται με λαξευτούς γωνιόλιθους, τα ελαφρά τόξα πάνω από παράθυρα και πόρτες, οι μεγάλες αυλόθυρες με τις λαξευμένες μαρμαρόπετρες στις παραστάδες και στα υπέρθυρα.
Μετά τον «μακρύ δρόμο» των 715 χλμ. και τις 8 σχεδόν ώρες συνεχούς οδήγησης έχω την ευτυχία να φτάνω στην «Ιθάκη» μου. Δεν είναι άλλη από το Καστόρι Λακωνίας. Περνάω κάτω από ένα πέτρινο υπέρθυρο με χαραγμένη πάνω του τη χρονολογία 1874. Πάντα συγκινούμαι όταν βρίσκομαι μπροστά στο αρχιτεκτονικό παρελθόν ενός τόπου και ιδιαίτερα όταν είναι αποτυπωμένο στην πέτρα ή στο μάρμαρο, άλλοτε χαραγμένο και άλλοτε ανάγλυφο, άλλοτε με απλοϊκή γραφή και άλλοτε με περίτεχνες λιθανάγλυφες παραστάσεις. Με οποιαδήποτε μορφή αυτή η αποτύπωση αποτελεί μια γραπτή πηγή, μια πολύτιμη μαρτυρία του χρόνου ανέγερσης του συγκεκριμένου οικοδομήματος αλλά και των αρχιτεκτονικών στοιχείων της εποχής του.
Ο ξενώνας «ΚΑΣΤΟΡΙ», που αποκαλύπτεται μετά το άνοιγμα της εξώθυρας, είναι το τελευταίο στάδιο της διαδρομής μέσα στο χρόνο ενός κτιρίου, που οικοδομήθηκε αρχικά το 1860 και συμπληρώθηκε διαδοχικά το 1874 και το 1892. Απόγονος της οικογένειας η Λίλα Νικολακοπούλου, πήρε το 2005 μαζί με την κόρη της Μελίσσα μια απόφαση ζωής: να εγκαταλείψει τη σταδιοδρομία της ως καθηγήτριας Αγγλικών στην πολύβουη Αθήνα και να επιστρέψει στις ρίζες της. Το οικογενειακό κτίριο επεκτάθηκε και αναπλάσθηκε με όλο τον σεβασμό στα παραδοσιακά του χαρακτηριστικά αλλά και με όλες τις σύγχρονες ανέσεις για να στεγάσει τον ξενώνα.
Μετά την πολύωρη επαφή μου με την άσφαλτο το πρώτο πράγμα που χρειάζομαι είναι ένας καφές. Η οικοδέσποινά μου προτείνει να τον απολαύσω στο κομψό σαλονάκι του δεύτερου ορόφου με θέα τον σπηλαιώδη ναΐσκο της Παναγιάς της Μισοσπορίτισσας και τις κατάφυτες πλαγιές του Ταϋγέτου. Ο αύλειος, ωστόσο, χώρος του ξενώνα είναι την απογευματινή τούτη ώρα ιδιαίτερα ελκυστικός. Απλός και απέριττος, στη σκιά των ψηλών πέτρινων τοίχων, με βελούδινη επιφάνεια από καταπράσινο γρασίδι, λίγα λουλούδια και μια ροδιά, ειν’ ένας χώρος φυσικός, αληθινό ησυχαστήριο. Στο κέντρο του δεσπόζει ένα δέντρο δάφνης, πανύψηλο και πανέμορφο, με χοντρό λείο κορμό, το μεγαλύτερο που έχω δει ποτέ. Ψηλά, 10 μέτρα τουλάχιστον πάνω από τη γη, απλώνεται μια ομπρέλλα από πυκνά δαφνόφυλλα. Ένα πετρόχτιστο πεζούλι σε σχήμα «Π» καταλαμβάνει όλη την εσωτερική περίμετρο της αυλής. Εδώ επιλέγω να πιω το καφεδάκι μου και εδώ θα είναι η μόνιμη θέση μου για καφέ και πρωινό όλες τις υπόλοιπες μέρες της παραμονής μου στον ξενώνα. Ευτυχώς ο ήπιος Λακωνικός καιρός επιτρέπει και στα τέλη του Σεπτέμβρη αυτή την πολυτέλεια. Οι επισκέπτες βέβαια του χειμώνα θα απολαμβάνουν καφέ και πρωινό στα υπέροχα σαλονάκια του πρώτου και δεύτερου ορόφου, πλάι στο αναμμένο τζάκι.
Μέσα σ’ ελάχιστα λεπτά οι δυο κυρίες με κάνουν να αισθάνομαι σαν φίλος οικογενειακός από παλιά. Διαθέτουν αυτή την ανεπιτήδευτη φιλόξενη διάθεση, που χαρακτηρίζει κάθε άνθρωπο από τη φύση του ευγενή. Στις διάφορες επαφές μου τις επόμενες μέρες με τον ντόπιο πληθυσμό θα έχω τη χαρά να διαπιστώσω την ίδια φιλοξενία εξυπηρετικότητα και γενναιοδωρία.
Βραδινή περιήγηση, η πρώτη στο Καστόρι. Άνετος κεντρικός δρόμος που διασχίζει τον οικισμό, ωραία πέτρινη βρύση με ανεξάντλητο νερό, μεγάλοι όγκοι παραδοσιακών πετρόχτιστων οικιών, καταστήματα, καφέ και ταβερνάκια, κόσμος στις εξώπορτες, κίνηση ζωηρή, νοστιμότατα ντόπια εδέσματα, «τσιγαρολάχανα», «σύγκλινο», «καγιανάς». Μετά στο καφέ – μπαράκι του Βασίλη Παρασκευόπουλου, του πασίγνωστου BILL. Εσωτερικός χώρος διακοσμημένος πληθωρικά με απίθανη ποικιλία διακοσμητικών στοιχείων, παλιών και νέων, ακόμη και αρχαίων αρχιτεκτονικών μελών. Υπαίθριος χώρος εξαιρετικά ευρύχωρος με θέα στο βουνό. Ένας Βασίλης εκρηκτικός, η ψυχή της συντροφιάς.
Αργά το βράδυ ανηφορίζω τα σκαλοπάτια ως τον δεύτερο όροφο, στο δωμάτιο «ΑΝΑΤΟΛΗ». Χρώματα γήινα, ζεστά, πορτοκαλί και ώχρα. Στρώματα ανατομικά, κορυφαίας ποιότητας, γεμισμένα με κοκοφοίνικα. Σεντόνια, σκεπάσματα, μαξιλάρια, πετσέτες, όλα εξαιρετικής ποιότητας. Τα ξύλινα έπιπλα είναι κομψά, άριστης κατασκευής, όπως και τα σιδερένια χειροποίητα κρεββάτια. Μια διακριτική πολυτέλεια είναι διάχυτη παντού, που αποπνέει το υψηλό γούστο και την καλαισθησία της μητέρας και της κόρης. Πριν έρθω στο Καστόρι ήμουν ήδη προϊδεασμένος για το επίπεδο του καταλύματος. Απλά δεν φανταζόμουν, ότι αυτή η μικρή μονάδα θα ξεπερνούσε τις προσδοκίες μου και μάλιστα σ’ έναν τόπο έξω από τους διάσημους Λακωνικούς προορισμούς.
ΣΤΟ ΚΑΣΤΟΡΙ ΚΑΙ ΣΤΑ ΠΕΡΙΧΩΡΑ
Ένας ύπνος βαθύς και αδιατάρακτος απομακρύνει όλη την κούραση της προηγούμενης μέρας. Από τα παραθυράκια πίσω από το κρεββάτι μου, στη σειρά και μικρά σαν πολεμίστρες, εισδύει το πρώτο φως της μέρας δικαιολογώντας το όνομα «ΑΝΑΤΟΛΗ» του δωματίου μου. Μαζί του μπαίνει κι ο ήχος του νερού σαν γλυκό μουρμουρητό στο κρυφό λούκι κάτω από τους δρόμους του Καστορίου. Όλο το χρόνο, ακόμα και με τη μεγαλύτερη ανομβρία, δεν σταματάει να ρέει το νερό, που συγκεντρώνεται στη λεκάνη απορροής των Β – ΒΑ δασοσκέπαστων πλαγιών του Ταϋγέτου και στο δρόμο του νερού, που με διακλαδώσεις ποτίζει τα περιβόλια του αλλά και δημιουργεί όλο το χρόνο αυτή την υπόγεια, ασίγαστη μουσική.
Πίνω τον πρώτο καφέ της μέρας στη δροσιά της μικρής αυλής, σε άμεση επαφή με το γρασίδι και το χώμα. Ακολουθεί το πρωινό: υπέροχο καρυδόψωμο φτιαγμένο από τη Λίλα, ντόπιο μέλι και μαρμελάδες από φρούτα εποχής, τηγανίτες και αυγόψωμο με βιολογικό λάδι από τον ελαιώνα της οικογένειας, φρέσκος χυμός πορτοκαλιού από τις όψιμες ποικιλίες πορτοκαλιών του κάμπου της Λακωνίας, τυρί σφαέλλα και αυγό από το χωριό. Τι παραπάνω να επιθυμήσει κανείς! Καταφθάνουν από την Καλαμάτα ο Τάσος και ο Γιάννης, οι δυο συνεργάτες φωτογράφοι, που θα υποστηρίξουν φωτογραφικά το άρθρο για το Καστόρι.
Χτισμένη σε υψόμετρο 450 – 500 περίπου μέτρων η ωραία κωμόπολη, έδρα του Δήμου Πελάνας, αγγίζει με τα τελευταία σπίτια της τις Α παρυφές των δασοσκέπαστων πλαγιών του Ταΰγετου. Παρά την οικοδόμηση πολλών νέων κατοικιών το Καστόρι δεν παύει να διατηρεί σε αρκετά σημεία μια αξιόλογη παραδοσιακή όψη, που οφείλεται στα επιβλητικά πετρόχτιστα οικήματα του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου, όπως αποτυπώνεται στις πολλές εγχάρακτες ή ανάγλυφες χρονολογίες. Ανάμεσα στα οικήματα ξεχωρίζει το τριώροφο αρχοντικό του Μουστάκη, που ένας τοίχος του είναι καλυμμένος με κισσό. Κοινό χαρακτηριστικό των παραδοσιακών κατοικιών είναι η άριστη τοιχογραφία που συνδυάζεται με λαξευτούς γωνιόλιθους, τα ελαφρά τόξα πάνω από παράθυρα και πόρτες, οι μεγάλες αυλόθυρες με τις άριστα λαξευμένες μαρμαρόπετρες στις παραστάδες και στα υπέρθυρα. Πολλά σπίτια έχουν αυλές με λουλούδια και περιποιημένα περιβολάκια, ιδιαίτερα έξω από το κέντρο του οικισμού. Οι κλίσεις των δρόμων είναι ήπιες, η περιδιάβαση στους ανοιχτούς χώρους και στα στενά μας δίνει την ευχαρίστηση ενός ειδυλλιακού και ξεκούραστου περίπατου.
Σε κεντρικό σημείο βρίσκεται το Πολιτιστικό Κέντρο, ένα εξαίρετο νεοκλασσικό οικοδόμημα με αίθουσα συνεδριάσεων και αξιόλογη συλλογή παλιών φωτογραφιών, ενθυμήματα από το παρελθόν του τόπου και των ανθρώπων του. Απέναντι ακριβώς δεσπόζει ο μεγαλόπρεπο ναός της Γέννησης της Θεοτόκου, που με το ρολόϊ του καμπαναριού του σημαίνει αδιάκοπα το χρόνο. Γιορτάζει στις 8 Σεπτεμβρίου αλλά και την 1η Δεκεμβρίου, ημέρα μνήμης του Αγ. Θεόκλητου του Θαυματουργού, Επισκόπου Λακεδαίμονος κατά τον 9ο αιώνα. Μας εντυπωσιάζει το ξυλόγλυπτο τέμπλο με τις διαστάσεις και τις εξαιρετικής τέχνης παραστάσεις του. Κυρίως όμως μας αφήνει έκπληκτους η τοιχογράφηση του ναού, έργο του ζωγράφου Παναγιώτη Λαζαρή το 1943. Είναι μια τολμηρή ζωγραφική απεικόνιση θρησκευτικών θεμάτων και μορφών Αγίων, που παρεκλίνει από την βυζαντινή ζωγραφική παράδοση και έχει έντονες επιρροές από τους μεγάλους Ιταλούς και Γάλλους ζωγράφους της Αναγέννησης και κάποιες φορές από τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο.
Μικρή στάση για καφεδάκι στο Στέκι των Κυνηγών, με τις στολές εκστρατείας και τα άρβυλα και συνηθέστερες στην κουβέντα τους τις λέξεις «πέρδικα» και «λαγός». Έρχονται και μας βρίσκουν ο Στρατής Γιαννίτσας και η αδελφή του Μαρία, φυσιολάτρες και ορειβάτες. Δεν δίστασαν να θυσιάσουν τις ώρες ξεκούρασής τους στο χωριό για να μας συνοδέψουν σε μερικές κοντινές περιηγήσεις.
Ξεκινάμε διασχίζοντας προς τα Β το Καστόρι και σε 3 λεπτά φτάνουμε στη γέφυρα του ποταμού Κάστορα, που, όπως κι ο οικισμός, πήρε το όνομά του από τον μυθολογικό ήρωα των Αχαιών Κάστορα. Η άλλη ονομασία του τόπου είναι Καστανιά, από τις πολλές καστανιές που φύονται στην περιοχή. Σύμφωνα με τον καθηγητή Δημήτριο Σπαντίδο, «κατά τους βυζαντινούς χρόνους υπήρχαν τα χωριά Μεσονήσια και Χώρα αλλά έπειτα από το ολοκαύτωμα του Καστριού το 1460 από τον Μωάμεθ Β’ τον πορθητή, οι κάτοικοι σκόρπισαν. Στο άνω μέρος του Καστορίου, στη θέση «Βρύση», ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος παραχώρησε το 1449 με χρυσόβουλο κτήματα στον φιλόσοφο Γεώργιο Πλήθωνα ή Γεμιστό. Από το 1700 ο οικισμός άρχισε σταδιακά να αναπτύσεται και παρά την προσπάθεια πυρπόλησής του το 1826 από τον Ιμπραήμ, συνέχισε με επιτυχία την ιστορική του διαδρομή. Η Καστανιά συμμετείχε ενεργά στην επανάσταση του 21 ενώ ο προύχοντας Αναγνώστης Τζωρτζάκης συμμετείχε στη Συννέλευση των Καλτεζών. Πιο διακεκριμένες ανάμεσα στις υπόλοιπες ήταν κατά την περίοδο της επανάστασης οι οικογένειες των Δημητρακάκη, Λιναρδάκη, Νικολόπουλου, Παπαδόπουλου».
Από την πινακίδα πλάι στη γέφυρα βαδίζουμε σε παραποτάμιο χωματόδρομο κάτω από πανύψηλα πλατάνια με κλιματσίδες και κισσούς. Πολύ γρήγορα αρχίζουν τα πουρνάρια, οι βαλανιδιές, οι καστανιές, οι φουντουκιές και μετά από λίγο τα πρώτα έλατα. Κοντά μας κυλάει το ποτάμι με ικανοποιητική ροή νερού αυτή την εποχή. Σε 12’ φτάνουμε σε μικρό χώρο αναψυχής. Εδώ σταματάει ο χωματόδρομος και αρχίζει μονοπάτι, που για λίγο είναι ανηφορικό και δύσβατο. Σε ελάχιστα λεπτά φτάνουμε στη θέση της παλιάς δεξαμενής. Από εδώ ξεκινάει το αυλάκι με το νερό, που όλο το χρόνο διατρέχει υπόγεια το χωριό. Συνεχίζουμε για μερικές δεκάδες μέτρα σε ξέφωτο, ανάμεσα σε πανύψηλες φτέρες που ξεπερνούν το ύψος μας. Αμέσως μετά εισχωρούμε σε ζούγκλα, κάτω από αδιαπέραστη σκιά. Η διαφορά της θερμοκρασίας είναι ήδη αισθητή.
20’ μετά την έναρξη της πορείας μας φτάνουμε σ’ ένα σημείο της κοίτης του φαργγιού, που περιβάλλεται από ψηλούς βράχους και απόκρημνες πλαγιές. Τη χειμερινή περίοδο δημιουργούνται καταρράκτες, όπως αποδεικνύεται από την έντονη διάβρωση στις κοιλότητες των βράχων. Από εδώ αρχίζει το δίσβατο τμήμα του φαραγγιού του «Πισαγιάννη», που με την άγρια κοίτη του, αποτελεί πρόκληση για αληθινή περιπέτεια. Μετά από μισή ώρα πολύ δύσκολης διάσχισης, που σε ορισμένα σημεία απαιτεί αναρριχητικό εξοπλισμό, μπορούν οι τολμηροί να προσεγγίσουν την «Πράσινη Λίμνη», κρυμμένη μέσα στη βλάστηση με καταπράσινα νερά. Από εκεί και πάνω το φαράγγι καταλήγει στην τοποθεσία «Βρυσιώτικα», κάτω από το ορεινό Γεωργίτσι.
-Αυτό το τμήμα μας είναι άγνωστο, λέει ο Στρατής, αφού η πρόσβαση είναι εξαιρετικά δύσκολη.
Απολαμβάνουμε για λίγο την αγριότητα του τοπίου, ενώ όμως ετοιμαζόμαστε να επιστρέψουμε, ο Στρατής μας δείχνει στα Β – ΒΑ ένα στενό, σχεδόν αθέατο μονοπάτι.
-Με λίγη προσπάθεια ακόμη μπορούμε να φτάσουμε στο ξωκκλήσι του Οσίου Λουκά, χτισμένο μέσα σε βράχο.
Κανείς μας δεν έχει αντίρρηση, ξεκινάμε λοιπόν με μεγάλη όρεξη τη νέα διαδρομή. Πριν περάσουν δυο λεπτά είμαστε υποχρεωμένοι να ανακόψουμε το ρυθμό. Το μονοπάτι είναι τόσο απότομο που μας κόβει την ανάσα, ενώ σε μερικά σημεία είναι επιπλέον και ολισθηρό. Ακόμα κι έτσι όμως δεν παύει να διατηρεί όλη τη γοητεία του παρθένου φυσικού περιβάλλοντος, με μια βλάστηση ποικίλη και πυκνή, πελώριες κλιματσίδες και υπέροχα κυκλάμινα.
Ο απρόσμενος αυτός γολγοθάς αποδεικνύεται σύντομος. Σ’ ένα 6 λεπτο φτάνουμε στο τέρμα του. Εδώ, σε υψόμετρο 530 μέτρων, μας περιμένει η ανταμοιβή, ένα μικρό επίπεδο μπαλκόνι με παννύψηλα κυπαρίσσια, απέναντι σε μια κατάφυτη πλαγιά που στο χαμηλότερο τμήμα της κρύβει το φαράγγι. Λίγα μέτρα μπροστά μας, στα έγκατα ενός βράχου, προβάλλει το ξωκκλήσι. Όλη του η οροφή και ο Ν τοίχος αποτελούνται από βράχο. Στο βάθος της χαμηλής βράχινης κοιλότητας βρίσκεται το λιτότατο ιερό, με κάποιες εικονίτσες. Στην οροφή και στα τοιχώματα του σπηλαίου διακρίνονται μικροσκοπικοί σταλακτίτες και υποτυπώδη παραπετάσματα. Το εκπληκτικότερο όμως είναι η ύπαρξη μερικών τοιχογραφιών με ωραία χρώματα αλλά με αρκετή φθορά. Είναι εντυπωσιακή η παρουσία αυτού του ξωκκλησιού και μάλιστα τοιχογραφημένου μέσα σ’ αυτή την ερημιά.
Επιστρέφουμε στη δεξαμενή και επιλέγουμε για τον γυρισμό μας μιαν άλλη διαδρομή, αρκετές δεκάδες μέτρα πάνω από την κοίτη του ποταμού και παράλληλα με το αυλάκι του νερού. Είναι πολύ πιο ήπια, με ελάχιστες κλίσεις και περνάει ανάμεσα από καστανιές, καρυδιές και περιβολάκια που ποτίζονται από το άφθονο νερό. Στο μισό σχεδόν χρόνο φτάνουμε στον ξενώνα, ενθουσιασμένοι απ’ αυτή την πρώτη μας γνωριμία με το φυσικό περιβάλλον του χωριού.
Από την πρώτη στιγμή μ’ έχει εντυπωσιάσει στα Ν του χωριού ένα κατάλευκο ξωκκλήσι. Είναι η Παναγιά η «Μεσοσπορίτισσα», που ονομάστηκε έτσι γιατί γιορτάζεται στις 21 Νοέμβρη, στα μέσα της σποράς. Είναι χτισμένη μέσα σε βράχο στην κατακόρυφη σχεδόν και κατάφυτη πλαγιά ενός άγριου φαραγγιού. Από την Ν έξοδο του χωριού, όπου βρίσκονται οι φημισμένες πηγές του Αγ. Μάμα, ανηφορίζουμε έναν χωματόδρομο που διασχίζει τα τελευταία σπίτια και σε 2’ δίνει τη θέση του αριστερά σε μονοπάτι. Είναι ανηφορικό, ελικοειδές, στρωμένο με αντιολισθητικό τσιμέντο και έχει ενδιάμεσα σκαλοπάτια. Διασχίζει ένα πυκνό δάσος κυρίως από πουρνάρια και σφένδαμα. Σε 7’ και μετά από 80 σκαλοπάτια φτάνουμε σε μικρό πλάτωμα στη βάση της εκκλησούλας, που φωλιάζει μέσα στο βράχο, πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Με 36 ακόμη σκαλοπάτια βρισκόμαστε στην είσοδο του ναού, ένα μπαλκόνι εντυπωσιακό, που αγναντεύει από τα 520 μέτρα όλο το Καστόρι και τον κάμπο. Το λιτό εσωτερικό βρίσκεται κυριολεκτικά μέσα στη φυσικά κοιλότητα του βράχου, με πολλές διάσπαρτες φορητές εικόνες. Στ’ αριστερά χάσκει το άγριο και απροσπέλαστο φαράγγι, ενώ από ψηλά ανιχνεύει το έδαφος με αργούς, αρχοντικούς κύκλους ένας χρυσαετός.
Επιστρέφουμε στον κεντρικό δρόμο. Ακριβώς από κάτω είναι η πέτρινη κρήνη με τις πηγές του Αγ. Μάμα, φημισμένες για το άφθονο και υπέροχο νερό. Σύμφωνα με την επιγραφή η πρώτη κατασκευή της κρήνης έγινε το 1780 και η ανακαίνισή της το 1897. παραδίπλα βρίσκεται το Δημαρχείο του Δήμου Πελλάνας ενώ λίγο πιο κάτω το εκκλησάκι του Αγ. Μάμα, μια παμπάλαια πέτρινη κρήνη που δεν τρέχει πιο νερό, γιγάντιες ακακίες και πλατάνια και η «Πηγή της Βάγιας», απ’ όπου παλιά οι νοικοκυρές του χωριού χρησιμοποιούσαν το νερό για να βράσουν γρήγορα τα φασόλια και οι φακές τους. Λίγο χαμηλότερα βρίσκονται ο νερόμυλος και η νεροτριβή που εξακολουθούν να λειτουργούν. Στο σπιτάκι του μύλου διασώζεται εγχάρακτη επιγραφή με χρονολογία 1827. Στις εγκαταστάσεις της νεροτριβής περιμένουν το παραδοσιακό τους πλύσιμο πολλές βελέντζες και χαλιά. Κάποτε υπήρχε και υδροκίνητο ελαιοτριβείο, από το οποίο έχουν απομείνει μόνον χαλάσματα.
Στις πηγές του Αγ. Μάμα υπάρχει όμως και κάτι ακόμα, εξαιρετικά ενδιαφέρον. Είναι το Ιχθυοτροφείο Πέστροφας και Σολωμού του Γιάννη Γεροντίδη, που, όπου νάναι, συμπληρώνει μια παράδοση 40 ετών.
Την ώρα της επίσκεψής μας ο Γιάννης ασχολείται με τον περαιτέρω εξοραϊσμό των ήδη εξαιρετικών του εγκαταστάσεων. Παντού επικρατεί καθαριότητα και τάξη, στις μεγάλες δεξαμενές κυκλοφορεί διαρκώς το τρεχούμενο κρυστάλλινο νερό των πηγών του Αγ. Μάμα. Σ’ αυτό το βουνίσιο, αμόλυντο νερό ζουν και αναπτύσσονται οι σολωμοί και οι πέστροφες, σε ειδικές δεξαμενές, ανάλογα με το μέγεθος και το είδος τους. Μια όμως δεξαμενή παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον από κάθε άλλη. Τεράστια ψάρια, που ξεπερνούν τα 10 κιλά, πηγαινοέρχονται στα νερά της νωχελικά. Το δέρμα τους είναι λείο και το χρώμα τους σχεδόν μαύρο με ανοιχτόχρωμες κηλίδες στη ράχη, στα πτερύγια, στην ουρά και στην κοιλιά. Ένα ψάρι εκπληκτικό στην όψη που δεν έχουμε ξαναδεί.
-Αυτός είναι ο οξύρυγχος, λέει ο Γιάννης, που βγάζει το περίφημο μαύρο χαβιάρι. Έχω φέρει πειραματικά μερικές δεκάδες, για να διαπιστώσω αν το ψάρι αυτό της Κασπίας θάλασσας, μπορεί να ολοκληρώσει και στα δικά μας νερά τον κύκλο της ζωής του. Αν έρθετε δυο μέρες μετά, θα δοκιμάσετε καπνιστό φιλέτο οξύρυγχου. Προς το παρόν ας αρκεστούμε σ’ ένα μεζεδάκι από πέστροφα και σολωμό.
Το «μεζεδάκι» του Γιάννη εξελίσσεται σε γεύμα κανονικό και υπέροχο. Μέσα σε λίγα λεπτά ο φίλος μας ετοιμάζει πέστροφα και σολωμό σε δυο παραλλαγές, απλά καπνιστά ή καπνιστά και μαριναρισμένα με εξαιρετικό ελαιόλαδο και ποικιλία μπαχαρικών. Περνάμε διαδοχικά από γεύση σε γεύση, μη μπορώντας να αποφανθούμε ποια είναι νοστιμότερη.
-Και γιατί να μην υπάρχει μια ταβέρνα με τα θαυμάσια προϊόντα σου σ’ αυτό το παραδεισένιο περιβάλλον του Αγ. Μάμα; ρωτάω το Γιάννη. Θα ήταν πολύ σημαντικό για τους επισκέπτες της περιοχής.
-Η ιδέα είναι καλή, απαντάει ο φίλος μας. Όταν θα είμαι έτοιμος, θα την εξετάσω με προσοχή.
Τον αποχαιρετάμε, με την υπόσχεση ότι σε δυο μέρες θα επανέλθουμε. Ολοκληρώνουμε την περιήγησή μας στο Καστόρι μ’ έναν χαλαρωτικό περίπατο στον κατάφυτο λόφο του Προφήτη Ηλία, απ’ όπου απολαμβάνουμε ωραία θέα και δροσιά στη σκιά των πεύκων.
Οι επόμενες δυο μέρες είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες από κάθε άποψη. Αρχικά έχουμε ως ξεναγό μας τον Κώστα Μιχαλόπουλο, φυσιολάτρη, φωτογράφο φύσης, ορειβάτη και δρομέα μεγάλων αποστάσεων (με συμμετοχή και στον περίφημο «Σπάρταθλο», την διαδρομή με τα πόδια από την Αθήνα ως τη Σπάρτη). Μαζί του επισκεπτόμαστε τα ΒΑ και Β όρια του Δήμου, από την Πελλάνα και τις πηγές του Ευρώτα ως τους γραφικότατους ορεινούς οικισμούς του Β. Ταΰγετου, Αγόριανη, Λογκανίκο και Γεωργίτσι. Συγκεντρώνει τόσες πολλές ιδιαιτερότητες όλη αυτή η περιοχή – φυσιολατρικές, περιηγητικές, ιστορικές και αρχιτεκτονικές – οικιστικές -, που θα την αδικούσαμε, αν την παρουσιάζαμε συμπυκνωμένα στα – οπωσδήποτε – περιορισμένα πλαίσια του άρθρου για το Καστόρι. Θα υπάρχει λοιπόν ένα ιδιαίτερο αφιέρωμα, αντάξιο – ελπίζουμε – της ομορφιάς και της σπουδαιότητας του βόρειου αυτού τμήματος του Ταΰγετου.
Εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον με άγνωστες πτυχές – ιστορικές και αρχαιολογικές – στο ευρύ κοινό παρουσιάζει ο ευρύτατος χώρος ανασκαφών της αρχαίας Πελλάνα. Εδώ είχαμε την εξαιρετική τύχη της εμπειρίας μιας πολύωρης και συναρπαστική ξενάγηση από τον ανασκαφέα – αρχαιολόγο Θεόδωρο Σπυρόπουλο. Ο εξαίρετος αυτός επιστήμονας δέχθηκε με προθυμία να ετοιμάσει ένα ειδικό άρθρο για τα τόσο σημαντικά ευρήματα και συμπεράσματα των ερευνών του σε επόμενο τεύχος του περιοδικού.
Η γνωριμία με το εκπληκτικό φυσικό περιβάλλον του Ταύγετου συμπληρώνεται – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ολοκληρώνεται – με μια σύντομη επίσκεψη στον δασικό οδικό άξονα πάνω από το Καστόρι, που διασχίζει το βουνό με μια ονειρεμένη διαδρομή και, μετά από 55 περίπου χιλιόμετρα, καταλήγει στην Καλαμάτα. Φαρδύς χαλικοστρωμένος δρόμος, θέα εκπληκτική στο Καστόρι, στα γύρω χωριά, στον κάμπο και στον Πάρνωνα, δάση κεφαλληνιακή ελάτης, αργότερα καστανιές, κερασιές και πελώρια μαυρόπευκα. Εδώ βρίσκονται η «Μπρουσάκα» και η «Λουσίνα», σε αντίστοιχες αποστάσεις 7.5 και 9 χιλιομέτρων απ’ το Καστόρι. Είναι οι παλιοί ορεινοί οικισμοί του Καστοριού, που πριν μισό σχεδόν αιώνα κατοικούνταν από την άνοιξη ως αργά το φθινόπωρο και παρήγαγαν πολλά και εξαίρεται προϊόντα, πριν υδροδοτηθεί και αξιοποιηθεί ο κάμπος. Με τη μετανάστευση σε Αμερική, Αυστραλία και Καναδά προσωρινά ερήμωσαν, ενώ τα τελευταία χρόνια αποτελούν θερινούς παραθεριστικούς προορισμούς για πολλές από τις παλιές οικογένειες, με σπιτάκια εξαφανισμένα μέσα στο δάσος.
Στη Λουσίνα, στο οικογενειακό σπίτι του Στρατή και της Μαρίας, κάνουμε μια μικρή στάση. Κυκλωμένοι από το δάσος, απολαμβάνουμε στην υπέροχη ταράτσα καφεδάκι και υπέρτατη γαλήνη. Από τη γειτονική πηγή – που, όπως γράφει, βρίσκεται σε υψόμετρο1.141 μέτρων – ξεδιψάμε με θεϊκό νερό. Γύρω της ορθώνονται γιγάντια αιωνόβια μαυρόπευκα, με απόλυτα ευθυτενή κορμούς που ξεπερνάν τα 30 μέτρα.
Δυο κορυφές δεσπόζουν στην περιοχή, του «Αϊ – Γιάννη» και του «Βορδονιάτικου», με αντίστοιχα υψόμετρα 1650 και 1731 μέτρων, ιδανικές και οι δυο για μια ήπια ορειβασία. Επιστρέφουμε στο Καστόρι γοητευμένοι, τι να πρωτογράψει κανείς γι’ αυτό τον τόπο!
Απομεσήμερο. Ο κυρ – Γιάννης κι η κυρά – Αγγελική, γονείς του Στρατή και της Μαρίας, μας υποδέχονται στο σπίτι τους, στο Καστόρι. Έχουν την ευχαρίστηση να μας προσφέρουν μερικές παραδοσιακές γεύσεις του τόπου τους. Γεμίζει το μεγάλο τραπέζι με «Καγιανά», «Τσιγαρολάχανα» καλοκαιρινά και χειμωνιάτικα, κόκκορα κρασάτο με χυλοπίτες φούρνου, ντόπιο τυρί, εξαιρετικά εύγευστες ελιές από τον ελαιώνα της οικογένειας και, δεν θυμάμαι, πόσα άλλα ακόμα! Κρασάκι και γλυκειά κουβεντούλα. Οι καλοσυνάτοι άνθρωποι έχουν ανοίξει διάπλατα το σπίτι και την καρδιά τους στους ξένους επισκέπτες, προσφέρουν πλουσιοπάροχα υπέροχες γεύσεις και συγκινητική φιλοξενία. Ας είναι καλά!
Το απόγευμα της επόμενης μέρας είναι η σειρά του Γιάννη Γεροντίδη. Μας υποδέχεται με την αδελφή του Κατερίνα στο χώρο του σαλονιού, με αναμμένο τζάκι. Την ώρα εκείνη καίει αφόρητα ο ήλιος ανάμεσα από μαύρα σύννεφα, προάγγελους βροχής.
-Μα, τι το θέλετε το αναμμένο τζάκι με τόση ζέστη; τους ρωτάω κατάπληκτος.
-Θα είναι η θράκα μας για τις πέστροφες και τους σολωμούς, μου απαντάνε.
Ώσπου να ψηθούν τα ψάρια, φέρνει η Κατερίνα καπνιστό φιλέτο οξύρυγχου, απλό και μαριναρισμένο. Τι κρέας είναι τούτο! Λευκό, με γεύση εξαίσια, εμπειρία μοναδική! Τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας με τη ρακή που έχει φέρει ο ορειβάτης Γιώργος Κανελλόπουλος, παλιός γνώριμος από την Αναβρυτή του Ταΰγετου. Τα ψάρια έχουν πια καλοψηθεί, ο τόπος ευωδιάζει. Οι σολωμοί δεν ξεπερνούν σε βάρος το ενάμισυ κιλό, το σφιχτό κοκκινωπό τους κρέας είναι υπέροχο, δεν έχει καμιά σχέση με τις λιπαρές φέτες από τους εισαγόμενους σολωμούς στα SUPER MARKETS.
-Να ένας ακόμη λόγος να κάνεις την ταβέρνα, λέω στον Γιάννη, καθώς τον χαιρετάω.
ΣΤΙΣ ΚΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΑΪ. ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΟΡΑΟΝΙΑΤΙΚΟΥ
Πριν το άρθρο μου για το Καστόρι εξελιχθεί σε γαστρονομικό, επιστρέφω δριμύτερος στη φύση. Οι κορυφές του Αϊ – Γιάννη και του βορδονιάτικου ασκούν πάνω μου ακατανίκητα γοητεία. Δεν έχω όμως καμιά συντροφιά. Καθημερινή όπως είναι, έχουν όλοι τις δουλειές τους. Η Λίλα προσπαθεί να με αποτρέψει ν’ ανέβω μόνος. Μάταια. Μου ετοιμάζει ένα θαυμάσιο πρωινό. Τσιμπάω ελάχιστα, δεν με κρατάει ο τόπος. Λίγο πριν από τις 8 ανηφορίζω τον Ταύγετο. Στα 10.4 χλμ. λοξεύω αριστερά προς «ΔΙΡΡΕΜΑ – ΜΑΛΑΚΑΣΑ» και, 100 μ. μετά, σταματάω πάνω από το εικονοστάσι «Σταυρούλι». Εδώ είναι η αρχή του μονοπατιού προς τον Αϊ – Γιάννη.
Ξεκινάω με κατεύθυνση Α – ΒΑ, ανάμεσα σε μαυρόπευκα και έλατα. Αφήνω έναν δρομίσκο που καταλήγει σε καλύβα και λοξεύω αριστερά σε ευδιάκριτο μονοπάτι. Σ’ ένα 5 λεπτο αποκαλύπτεται ο Αϊ – Γιάννης και ψηλότερα στα Ν το Βορδονιάτικο. Αρχίζουν τα κέδρα, ανάμεσα τους και αρκετά του σπάνιου είδους Lumiperus drupacae, με το εντυπωσιακό τριγωνικό σχήμα και τους τεράστιους καρπούς, που αφθονεί στον Πάρνωνα. Ανήφορος. Αραιή σήμανση με ξεθωριασμένα κόκκινα βέλη. Ακούγονται ποδοβολητά. Προέρχονται από κατσίκια ελευθέρας βοσκής που απομακρύνονται με την παρουσία μου. Κάνουν την εμφάνισή τους πολλοί σαπισμένοι και κεραυνόπληκτοι κορμοί αιωνόβιων ελάτων, που κείτονται στο χώμα ή παραμένουν πεισματικά όρθιοι, ώσπου να’ ρθει το τέλος τους. Αποκαλύπτονται στα ΒΔ η Αλευρού και το Γεωργίτσι. Βγαίνω σε γυμνό οροπέδιο και χωρίς σήμανση κατευθύνομαι ΝΑ. Σε 2’ βρίσκομαι πάνω από ένα επίπεδο πλάτωμα, ένα μπαλκόνι εντυπωσιακής θέας με το εκκλησάκι του Αϊ – Γιάννη του Νηστευτή. Εδώ κάθε χρόνο στις 29 Απριλίου ανηφορίζουν τουλάχιστον 150 πιστοί για τη γιορτή του, αρκετοί μάλιστα διανυκτερεύουν κάτω απ’ τ’ άστρα.
Με μονοπάτι πάνω από την περίφραξη του Αϊ – Γιάννη φτάνω σε 48 συνολικά λεπτά από την έναρξη της πορείας στην κορυφή, στο κυλινδρικό κολονάκι της Γ.Υ.Σ. 200 μ. νωρίτερα με αιφνιδιάζουν, με τον χαρακτηριστικό ήχο του πετάγματός τους, καμιά δεκαριά πέρδικες. Ψύχρα και συννεφιά στον ουρανό. Οι λεπτομέρειες του κάμπου της Λακωνίας είναι χαμένες στην καταχνιά. Οι κορυφές του Πάρνωνα μόλις διακρίνονται. Το Βορδονιάτικο, ωστόσο, ορθώνεται μια δρασκελιά απέναντί μου στα Ν. Το μόνο που μας χωρίζει είναι μια χαράδρα, μια άβυσσος με κλίσεις απότομες και δυσπρόσιτες. Πίνω δυο γουλιές νερό, γαληνεύω για μερικά λεπτά και ξεκινάω την επιστροφή, που ολοκληρώνεται με ζωηρό βηματισμό σε 26 λεπτά ακριβώς.
Επιστρέφω στο αυτοκίνητο και ξεκινάω για την δεύτερη κορυφή. Στα 1.7 χλμ. στρίβω σε δασικό δρόμο αριστερά ανάμεσα σε υπέροχα μαυρόπευκα. Στα 6.2 χλμ. ξαναστρίβω αριστερά σε πινακίδα προς «ΠΥΡΓΑΚΙ» και σε ξύλινη πινακίδα προς «ΒΑΤΣΙΝΙΑ». Στα 100 μέτρα ανοίγω και ξανακλείνω πίσω μου συρμάτινη πόρτα κτηνοτρόφων για τα ζώα και, μετά από 100 ακόμη μέτρα, φτάνω στην αρχή της πορείας μου προς την κορυφή, σε υψόμετρο 1440 μ. Δεν υπάρχει μονοπάτι, ούτε σήμανση αλλά ούτε και οπτική επαφή με την κορυφή, έχω όμως ήδη αποτυπώσει την γενική κατεύθυνση της διαδρομής μου, που είναι προς Β. έχω μπροστά μου μια ανηφορική πλαγιά με κακοτράχαλο ελατόδασος. Το παρακάμπτω, διασχίζω λοξά ένα μικρό τμήμα του και βγαίνω σε έδαφος γυμνό, εν γνώσει μου ότι διανύω μεγαλύτερη απόσταση. Στα δεξιά μου αποκαλύπτεται η κορυφή της Ξεροβούνας, στα 1853 μέτρα. Τα τελευταία έλατα δίνουν τη θέση τους σε θαμνώδη κέδρα, ξερά θυμάρια, αγκάθια και πέτρα. Δυο πέρδικες σηκώνονται με θόρυβο και χάνονται.
Ανήφορος, σύμμαχο έχω τη συννεφιά, ο ιδρώτας όμως τρέχει ασταμάτητα. Μετά από ένα δύσκολο 20 λεπτο φτάνω στο υψηλότερο σημείο της ράχης και έχω την ικανοποίηση να αντικρύσω για πρώτη φορά απέναντί μου την κορυφή. Θάμνοι και χαμηλό χορτάρι, δυο ήρεμες αγελάδες, κατήφορος, ομαλό οροπέδιο και μετά απότομος ανήφορος.
50’ μετά την έναρξη της ανάβασης περνάω ανάμεσα από μια ντουζίνα αδιάφορες αγελάδες και φτάνω στο μισοκατεστραμμένο κολονάκι της Γ.Υ.Σ, στα 1731 μ., στην κορυφή του Βορδονιάτικου. Βοριαδάκι ψυχρό, βρίσκω ένα απάνεμο σημείο στο Α πρανές κι αγναντεύω τη Σπάρτη που μόλις διακρίνεται και τον Αϊ – Γιάννη όπου βρισκόμουν λίγο νωρίτερα.
Με μια ελαφρά τροποποίηση της πορείας μου καταφέρνω να επισημάνω ένα σχεδόν αδιόρατο μονοπάτι, που παρακάμπτει τις γυμνές πλαγιές και εισχωρεί στο ελατόδασος. Εκεί χάνεται ανάμεσα σε κορμούς πεσμένων δέντρων και μετατρέπεται σε μια δύσβατη διαδρομή, που με φέρνει ωστόσο μόλις σε 23’ στο αυτοκίνητο.
ΒΟΡΔΟΝΙΑ ΚΑΙ ΕΥΡΩΤΑΣ
Μερικά χιλιόμετρα πριν απ’ το Καστόρι, στο δρόμο για τη Σπάρτη, απλώνεται σε μεγάλη έκσταση το πλέγμα των συνοικισμών της Βορδίνιας, ο «Κάμπος», ο «Οραχος», η «Πανωχώρα», η «Σουλήνα», τα «Παπαδιάνικα», το «Λιόπεσι». Όλοι παρουσιάζουν εξαιρετικό φυσικό περιβάλλον με ελαιώνες, οπωροφόρα δέντρα, μεγάλη ποικιλομορφία τοπίου και πολύ ενδιαφέροντα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά.
Στον γειτονικό συνοικισμό «Καστρί» επισκεπτόμαστε το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας με σημαντική ποικιλία βαλσαμωμένων πουλιών, αρπακτικών, εντόμων, και μικρών θηλαστικών, κοχυλιών, Ελληνικών και ξένων πετρωμάτων και ορυκτών. Λίγο πιο πάνω είναι η Μονή της Ζωοδόχου Πηγής, χτισμένη σε υψόμετρο 650 μ. μέσα σε κατάφυτη απότομη πλαγιά, αληθινό ησυχαστήριο και μπαλκόνι στον κάμπο της Λακωνίας. Μας υποδέχονται η Ηγουμένη και οι μοναχές και μας ξεναγούν στο μικροσκοπικό Καθολικό, με το θαυμάσιο ξυλόγλυπτο τέμπλο και τις τοιχογραφίες του 16ου αιώνα, αξιόλογης τέχνης και σε καλή, γενικά, κατάσταση διατήρησης.
Στον κεντρικό δρόμο προς Βορδόνια συναντάμε μετά από λίγο εικονοστάσι και μονοπάτι με ενδιάμεσα σκαλοπάτια. Ένα τμήμα του καταλήγει στο εξωκκλήσι της κοίμησης της Θεοτόκου μέσα σε βράχο, ενώ το άλλο τμήμα, μέσα από πλατάνια, πουρνάρια και σφενδάμια, εισχωρεί στα άδυτα του φαραγγιού του Κάρδαρη. Λιγοστό νερό, πυκνότατη βλάστηση και θεαματικό συγκρότημα βράχων, που ορθώνεται σε ύψος 30 – 40 μέτρων στο ΝΑ τμήμα του φαραγγιού και θα μπορούσε να αποτελέσει αναρριχητικό πεδίο με μεγάλο ενδιαφέρον.
Σειρά έχει ο συνοικισμός της Πανωχώρας, με πέτρινο καμπαναριό λιτής αλλά ωραίας αρχιτεκτονικής, ενσωματωμένο στον Δ τοίχο της εκκλησίας των Εισοδίων της Θεοτόκου. Λίγο πιο κάτω αρχίζει ο συνοικισμός ¨Οραχος, μέσα σε κατάφυτη κοιλάδα στους πρόποδες του Βορδονιάτικου. Πολλά παραδοσιακά σπίτια, εκκλησία της Υπαπαντής του Χριστού και σπίτι του λαϊκού ζωγράφου Παναγιώτη Ζωγράφου, γεννημένου το 1800, που με μοναδικό τρόπο αναπαρέστησε τη θύμηση του στρατηγού Μακρυγέννη.
Κατηφορίζουμε την κοιλάδα και στρίβουμε δεξιά προς τον συνοικισμό Σουλήνα, μέσα από ελαιώνες με μερικές αιωνόβιες ελιές. Επιβλητική είναι η εκκλησία του Αγ. Σπυρίδωνα με τον 8 πλευρο τρούλο, την εξαιρετική τοιχοποιία με τα πολλά προστατευτικά σιδερένια «κλειδιά», το αυθεντικό πέτρινο δάπεδο και την παλιά φορητή εικόνα του Αγίου. Σ’ όλο τον οικισμό δεσπόζουν παραδοσιακά πετρόχτιστα σπίτια μεγάλων διαστάσεων. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει το αρχοντικό του Λιναρδάκη, του 19ου αιώνα, του οποίου έχουμε την τύχη να επισκεφτούμε το εσωτερικό μετά από πρόθυμη άδεια του ιδιοκτήτη του Στέφανου Λιναρδάκη.
Τι να πρωτοπεριγράψω σ’ αυτό το αρχοντικό! Το κελλάρι περιέχει μια από τις μεγαλύτερες υπόγειες δεξαμενές λαδιού της Πελοποννήσου, εξ ολοκλήρου πετρόχτιστη και με χωρητικότητα 14.000 οκάδων (περίπου 18.000 κιλών!). Δίπλα ο παραδοσιακός αργαλειός και ακόμα η κάβα με τα βαρέλια του κρασιού. Στον πρώτο όροφο κυριαρχεί η μεγάλη σάλα, ένα πραγματικό λαογραφικό μουσείο με παλιά αντικείμενα και έπιπλα, εξαίρετα πιάτα στους τοίχους, μπρούτζινο τηλέφωνο SIEMENS, παλιό γραμμόφωνο και αναρίθμητα άλλα αντικείμενα. Στον δεύτερο όροφο υπάρχουν τα καθιστικά και τα υπνοδωμάτια με το επιδαπέδιο τζάκι, τα παραδοσιακά σιδερένια κρεββάτια, τις παλιές οικογενειακές φωτογραφίες και τόσα άλλα σπάνια αντικείμενα. Το αρχοντικό του Λιναρδάκη αποπνέει στις μέρες μας μια αξεπέραστη αύρα παρελθόντος και παράδοσης, με υποδειγματική καθαριότητα και τάξη. Από τον συνοικισμό «Κάμπος» της Βορδόνιας διασχίζομε την άσφαλτο και με κατεύθυνση ΒΑ συναντάμε μετά από 4 χλμ. αγροτικών δρόμων τον θρυλικό Ευρώτα. Κοίτη φαρδειά, με γαλήνια πεντακάθαρα νερά, ευκίνητα ψαράκια, καλάμια, πλατάνια, λεύκες και ιτιές. Η Λίλα ενθουσιάζεται, ανακαλεί μνήμες παιδικές, βγάζει τα παπούτσια και διασχίζει τα ρηχά, κρύα νερά. Ο Τάσσος και ο Γιάννης την μιμούνται. Είναι μια εικόνα τόσο διαφορετική από τις εικόνες του βουνού. Το δρομολόγιο της επιστροφής τους γίνεται «αβρόχοις ποσίν», αφού στην αντίπερα όχθη τους παραλαμβάνει ένα τρακτέρ.
Το βραδάκι πίνουμε καφέ στο κέντρο του χωριού. Εμφανίζεται ξαφνικά η κυρα – Αγγελική με δυο σακούλες γεμάτες με καλούδια, λάδι, ελιές, τσάι και ρίγανη από τις ράχες του Ταΰγετου.
-Αυτά τα ετοίμασα για σας, ένα μικρό ενθύμιο από το Καστόρι.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Στη συνηθισμένη πάντα θέση πίνω τον καφέ μου. Θα μπορούσα ν’ αναχωρήσω την επόμενη στιγμή, μα κάτι ακόμα με τραβάει στα βουνά, μια ανθρώπινη παρουσία πολύ σημαντική. Είναι ο Παναγιώτης Παναγιωτόπουλος, πατέρας της Λίλας και πάππος της Μελίσσας, που ζει τον περισσότερο χρόνο στη Μπρουσάκα.
-Εγώ θα σε οδηγήσω στο λημέρι του, λέει η Μελίσσα και λάμπει από χαρά.
Η γνωστή και πάλι ωραία διαδρομή, απέναντι οι καλές μου φίλες, οι κορυφές του Αϊ – Γιάννη και του Βορδονιάτικου. Στα 7.6 χλμ. στρίβουμε αριστερά προς Παναγιά Μπροουσάκα. Τερματίζει ο δρόμος. Δάσος με έλατα και πεύκα, ανάμεσά τους ένα σπιτάκι στα 1050 μέτρα.
Ένας «νέος» 80 ετών, στητός και ολόρθος, βγαίνει να μας προϋπαντήσει. Αγκαλιάζει και φιλάει την εγγονή του, μου σφίγγει το χέρι σαν τανάλια. Με καθίζει στο υπαίθριο τραπεζάκι, με κερνάει ένα κράμα εκρηκτικό με διάφορα οινοπνεύματα και βύσσινο, ύστερα βγάζει τσίπουρο με ψάρι καπνιστό, μικρούλι αγγουράκι και πορφυρή ντομάτα από τον κήπο, ίσως την πιο γλυκειά που δοκίμασα ποτέ.
-Γιατί δεν κάθεσαι το βράδυ; Είναι πολύ ωραία εδώ.
Τι ν’ απαντήσω; Δικαιολογίες κοινότοπες για υποχρέωση και για χρόνο.
-Ας είναι, θα σε περιμένω το χειμώνα.
Μπαίνει στο περιβολάκι, μου γεμίζει μια τσάντα μ’ αυτά τα αιθέρια προϊόντα του Ταύγετου. Μαζί τους κι ένα μεγάλο μάτσο ρίγανη.
-Καλή αντάμωση Παναγιώτη, να σ’ έχει ο Θεός γερό.
Λίγο πιο κάτω, στην αθέατη πηγούλα της Μπρουσάκας, η Μελίσσα γεμίζει τα μπουκάλια με κρυστάλλινο θεϊκό νερό.
-Είναι για σένα, μου λέει, μικρό δωράκι απ’ τον Ταΰγετο.