Ανάμεσα στο Γράμμο και στον Σμόλικα στις πλαγιές του τελευταίου σε υψόμετρο 950 μέτρων είναι σφηνωμένη η Καστάνιανη. Χωριό πέτρινο, χαρακτηριστικό δείγμα Μαστοροχωρίων ξεχωρίζει για το πλούσιο δάσος οξιάς, βελανιδιάς και καστανιάς (εξού και το όνομα του χωριού).
Σπάνια ένας οικισμός στην Ελλάδα που διεκδικεί το χαρακτηρισμό “κεφαλοχώρι”, είναι τόσο απομονωμένος από τη φύση, το Θεό και τους …δορυφόρους. Κι όμως ο οικισμός της Καστανιάς ή όπως είναι περισσότερο γνωστός ως Καστάνιανη, είναι προικισμένος από τα δυο πρώτα στοιχεία σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορώ να θυμηθώ εύκολα άλλον προορισμό που να διατηρεί το προνόμιο του συνδυασμού ομορφιάς, γοητείας, προνομιακής θέσης και τόπου στρατηγικής σημασίας.
Η Καστάνιανη αποτελεί μια δυσανάγνωστη τοπογραφική καμπύλη, η οποία κατά περίεργο τρόπο, μετέχει του αριθμού “δυο”. Είναι κτισμένη στις δυο πλαγιές ενός δασωμένου βουνού, που τις χωρίζει το ποτάμι του χωριού στη μέση. Διαθέτει δυο πλατείες και δυο πέτρινα τοξωτά γεφύρια μέσα στον οικισμό. Τη στεφανώνουν από πάνω της δυο κορυφές του ίδιου βουνού, που έγιναν γνωστές από τις μάχες κατά τον Εμφύλιο: Η Γύφτισσα (1.750 μέτρα) και η Μπολιάνα (1.292 μέτρα). Τέμνεται από δυο μεγάλα ποτάμια της Πίνδου, τον Σαραντάπορο και τον Βουρκοπόταμο. Ο Σαραντάπορος τη χωρίζει από το Γράμμο κι ο Βουρκοπόταπος από τον Σμόλικα. Κι είναι για αυτό στο μεταίχμιο δυο τεράστιων και ιστορικών βουνών της πατρίδας μας: Του Γράμμου και του Σμόλικα.
Ο ποταμός Σαραντάπορος τη χωρίζει επίσης από το ανάδελφο χωριό της Πυρσόγιαννης, με το οποίο “αντικρίζονται” vis-a-vis.
Η Καστάνιανη, όπως είπαμε, έχει το αποκλειστικό προνόμιο και τη μοναδική χάρη να εφάπτεται τόσο του Γράμμου όσο και του Σμόλικα, δυο βουνών της χώρας που έχουν τεράστιο όγκο και ιστορική ταυτότητα, μοναδική ίσως στη νεότερη περίοδο. Και φυσικά μια εκπληκτική ομορφιά πλαγιών, κορυφώσεων και δασικού μεγαλείου που δε συναντάμε συχνά στην Ελλάδα.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτά τα καλούδια που διαθέτει αυτό το πλούσιο γεωφυσικά και πολυποίκιλο χωριό της απώτατης ελληνικής περιφέρειας.
Μας είχε συγκινήσει από το 2000 κι από τότε μας είχε κολλήσει το μεράκι να το περπατήσουμε και να το εξερευνήσουμε, με κάθε λεπτομέρεια, σε όλες τις ρούγες και τους μαχαλάδες του. Και κυρίως να ανεβούμε ως τα κορυφαία σημεία του, εκεί όπου τα πυκνά του δάση, τα μονοπάτια κι οι στρατηγικές του εποπτείες, κορυφώνουν τη σημασία και την ομορφιά του.
Όταν για πρώτη φορά επισκέφτηκα την Καστάνιανη με το Θεόφιλο και την Άννα, δεν κάναμε πολλά πράγματα: Τη γνωριμία, από τη μια, με το δάσκαλο του χωριού, ο οποίος θα μας προμήθευε ιστορικό και άλλο υλικό από την πορεία της Καστάνιανης, στους αιώνες και μια σύντομη περιήγηση, από την άλλη, στα εξωτικά δάση της άμεσης περιφέρειάς της, ίσαμε την Αγία Κυριακή, που βρίσκεται χωμένη ψηλά και βαθιά μέσα στον ασυναγώνιστο δρυμό που την περιβάλλει.
Τον επόμενο χρόνο (2017) επιχειρήσαμε την πρώτη ανάβαση στη μια από τις δυο ιστορικές κορυφές της Καστάνιανης. Το ζήτημα ήταν ποια από τις δυο;
Από τη διασταύρωση Μουργκάνη, μετά την Καλαμπάκα, πήραμε το δρόμο για τα Γρεβενά. Διασχίζοντας την πόλη αναζητήσαμε την κατεύθυνση για Δοτσικό, Σαμαρίνα. Στους Μαυραναίους πήραμε τον “καινούργιο” δρόμο για Επταχώρι. Οδηγήσαμε σε έναν από τους πιο μελετημένους ορεινούς ασφαλτόδρομους του επαρχιακού δικτύου. Έτσι οδηγήσαμε σε ένα δρόμο με ελαχιστοποιημένες στροφές ή σωστότερα ένα δρόμο που να αποφεύγει τα δύσκολα γεωφυσικά ανάγλυφα με χάραξη ισόπεδων κλίσεων και επιχωματωμένων πρανών.
Ο χρόνος προσέγγισης του άξονα Επταχωρίου – Κόνιτσας ελαχιστοποιήθηκε, καθώς αποφεύχθηκε η επικίνδυνη διάσχιση Τσοτυλίου – Πενταλόφου.
Έτσι φτάσαμε σχετικά εύκολα και σύντομα στην κοιλάδα του Σαραντάπορου, στη μέση της οποίας βρίσκεται η διασταύρωση για την Καστάνιανη.
Χρειαστήκαμε έξι χιλιόμετρα ανάβασης από τον Σαραντάπορο, με δασικό δρόμο, ώστε να είμαστε έγκαιρα στο χώρο της πλατείας στην Καστάνιανη.
Ανηφορίσαμε ως το κοινοτικό καφενείο. Ζητήσαμε πληροφορίες για το δάσκαλο και για τη διαδρομή ως τις δυο κορυφές. Το δάσκαλο θα τον βρίσκαμε το βραδάκι, όταν θα ερχόταν για το καφεδάκι του. Ως προς τις δυο κορυφές κανένας δεν ήξερε να μας διαφωτίσει. Ξαμοληθήκαμε λοιπόν στην απέναντι πλαγιά, κοιτάζοντας το ρολόι μας. Ήταν δέκα και τέταρτο. Σε δέκα λεπτά φτάσαμε στο νευραλγικό σημείο τομής των τριών μονοπατιών στην Αγία Κυριακή: Αυτού που έρχεται από την Καστάνιανη, του άλλου που συγκλίνει αριστερά για Γύφτισσα και Ανάληψη (1.412 μ.) και του τρίτου που ανηφορίζει για την Μπολιάνα.
Ανάβαση στην Μπολιάνα
H θέση της Αγίας Κυριακής είναι από τις εντυπωσιακότερες του ορεινού δασικού συστήματος. Ο τόπος ευωδιάζει από φτέρες, βότανα, αγριολούλουδα και λεπτόκορμους σφένδαμους και γαύρους.
Μια πινακίδα διπλής όψης γράφει “Προς Γύφτισσα 1.726, 1ω-25’ και Ανάληψη 1.412 και προς Μπολιάνα 1.292, 50’. Η ώρα είναι δέκα και μισή. Τις περισσότερες φορές οι πινακίδες όχι μόνο σφάλλουν, αλλά και δημιουργούν παραπλανητικά εμπόδια. Αποφασίζουμε ν’ ανεβούμε στην Μπολιάνα. Για τη Γύφτισσα, το αφήσαμε για την επόμενη φορά.
Ύστερα από τετρακόσια μέτρα βαδίσματος ανάμεσα από εξαιρετικά αδιάβατο λόγγο και μονοπάτι κλειστό κι αδιαπέραστο, μπαίνουμε σε πολύ δύσβατο αλλά ισόπεδο στενάδι που δημιουργεί ανασχετικά προβλήματα προώθησης.
Αφού διασχίσουμε μερικά από τα πολύ κλειστά τοπία οργιαστικής βλάστησης, θα βγούμε σε οριακό ξέφωτο, από το οποίο το μονοπάτι, φωτισμένο από τις Αμαδρυάδες, θα γίνει φαρδύ, φυλλοστρωμένο και διακριτό.
Όμως η ποικιλία της βλάστησης, σε συνδυασμό με την υγρασία, τ’ αποφωτισμένα παράθυρα και τον τάπητα της γοητευτικής πολυχρωμίας, με τις μυρωδιές της φασκιωμένης γης, μας έχουν ήδη ταξιδέψει σε κόσμους μαγικούς. Πολλοί ανθισμένοι γαύροι, διάσπαρτα πανέμορφα σφεντάμια κι ευθύκορμα μαυρόπευκα καταμαγεύουν την πορεία μας.
Η σήμανση πια είναι αραιή με κόκκινα σημάδια στα δέντρα, αλλά και σποραδικές ρομβοειδείς μεταλλικές πινακίδες τύπου 03.
Διαβαίνουμε κάμποσες χαράδρες, με σχετική ευκολία, καθώς δε στραγγίζουν νερό ακόμη και είναι προσπελάσιμες.
Σε μια ώρα ακριβώς πιάνουμε διασταύρωση με δασικό δρομάκι, όπου συναντούμε ένα φιλοτεχνημένο πινακιδάκι με τέσσερις ενδείξεις: “Προς Καστάνιανη, Προς Γύφτισσα, Προς Ανάληψη και Προς Μπολιάνα”. Περιττεύει κάθε περιγραφή δασικής ωραιότητας..
Για την Μπολιάνα χρειαζόμαστε, λέει, δέκα λεπτά ανηφορικό μονοπάτι. Θα το κάνουμε σε ένα τέταρτο και θα ξεβουνίσουμε αγγίζοντας το κολωνάκι της ΓΥΣ.
Το υπερθέαμα που αποκαλύπτεται αιτιολογεί το γεγονός γιατί οι κορυφές των ελληνικών βουνών είναι οι υγιέστεροι δείκτες της ελληνικής φυσιογνωμίας.
Ένα θάμβος παραμυθένιο μας αναρπάζει από τη γήινη πραγματικότητα για να μας εκσφενδονίζει ίσαμε το εκτυφλωτικό φως. Κι ένα αέναο ρευστό διηθείται ολόφωτο παντού διεγείροντας τις αισθήσεις.
Από ανατολικά διακρίνεται σχεδόν δίπλα μας, η Γύφτισσα, πίσω της η διπλή (χιονισμένη) κορυφή του Σμόλικα, δυτικότερα ο ιστορικός Κλέφτης, νοτιότερα η δαντελωτή κορυφογραμμή της Γκαμήλας, ύστερα το διάτρητο χάσμα της κοιλάδας Σαραντάπορου, πιο δυτικά το ύψωμα του Πύργου (Στράτσιανη) και βορειοδυτικά τα Όρη Λεσκοβικίου, το Κάμενικ και το Γκολιό, οι τελευταίες δηλαδή απολήξεις του Γράμμου.
Όμως σε λίγο θα ραγίσει το φως από μια ξαφνική μεταβολή του καιρού και θα κινήσουμε για την επιστροφή.
Κατεβαίνοντας από τον ίδιο άξονα χρειαζόμαστε πενήντα λεπτά αδιάκοπης κατάβασης, λόγω της επιδρομής ενός χλωμού σύθαμπου καθώς μας συνοδεύει ο στίχος του Γιώργου Σεφέρη:
«το δάσος στέκει ριγηλό της νύχτας αντιστύλι –
κι ειν’ η σιγή τάσι αργυρό».
Γιατί «έτσι γεννιούνται οι ομορφιές – που μας χαρίζει η φύση».
Θα καταλήξουμε στο καφενείο του χωριού, αφού πρώτα περάσουμε και σταθούμε εκστατικοί μπροστά από το γιοφύρι του χωριού. Εκεί θα πιούμε δυο τσίπουρα μέχρι να ‘ρθει ο δάσκαλος, ο Κώστας Στεργίου και γνωριστούμε με τον αντιδήμαρχο Κόνιτσας, έναν εξαιρετικά καλλιεργημένο και καλά ενημερωμένο πολίτη της Καστάνιανης.
Ο δάσκαλος θα ‘ρθει, θα μας κεράσει κι αυτός τσίπουρο και θ’ ανοίξουμε σπουδαία κουβέντα για την περιοχή, αλλά όχι για τον Εμφύλιο, από τον οποίο κρατάει αποστάσεις. Ευγενικά μεν, αποστάσεις δε…
Η Μπολιάνα έχει σλάβικη ρίζα, αλλά το χωριό της Καστάνιανης είναι από τα λίγα στην περιοχή με ελληνική γλωσσική καταγωγή.
Η πρώτη αυτή επίσκεψη στην Καστάνιανη έλαβε χώρα τον Οκτώβρη του 2017.
Η ανάβαση στη “Γύφτισα”
Γύφτισα μας εβύζαξε – μας έδωσε φτερά
μ’ έρωτα μας εμπόλιασε – για τα ψηλά βουνά
σε πανηγύρι μας γυρνά – πεύκο κι οξιά μοσκοβολά .
Την πρώτη ύλη μας την έδωσε ο Μανόλης Ρασούλης, το ρυθμό και το μέλος ο Μάνος Λοϊζος και φυσικά ΟΛΑ τα εμπνεύστηκε, τα διασκεύασε και μεγαλούργησε η καθολική φύση της Πίνδου, με την αυθεντική της ομορφιά.
Η κορυφή με τον ονομασία Γύφτισσα που μας γοήτευε από την προηγούμενη επίσκεψή μας τώρα θα μας τέρψει με τον ασύγκριτης ομορφιάς και μεγαλείου φυσικό της διάκοσμο.
Ο θρύλος λέει για τη “Γύφτισσα” πως ήταν μια τσιγγάνα που ανέβαινε στην κορυφή του βουνού για να ειδοποιεί τα γειτονικά χωριά για το μεγάλο παζάρι της Κόνιτσας. Η τσιγγάνα (γύφτισσα) έτσι έδωσε το όνομά της στο βουνό που στεφανώνει την Καστάνιανη.
Tο δεύτερο υλικό το πήραμε από το εμπεριστατωμένο και αναλυτικό έργο ζωής του ιστορικού Γιώργου Μαργαρίτη με τίτλο Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ 1946-1949.
Δεν ήθελε και πολύ ώστε την τρίτη σπίθα, ως πρώτη ύλη όμως, να την ανάψει ο φλογερός μας πόθος για την αποκάλυψη της μαγικής αυτής κορυφής.
Γύφτισσα! Μια πανέμορφη κορυφή του βόρειου Σμόλικα, με ύψος 1.750 μέτρα που βρίσκεται στο κέντρο του ορεινού άξονα του Σαραντάπορου που διαδραμάτισε τον πιο ματωμένο ρόλο στα τραγικά για τη χώρα χρόνια του 46 με 49.
Γύφτισσα! Ένα βουνό καταδασωμένο που μας έκλεψε την καρδιά, όχι μόνο με τις πολύτροπες πορείες της, αλλά, κυρίως, με την αξεπέραστη και ασύγκριτη ομορφιά της…
Γύφτισσα! Πώς μας ήρθε αμέσως στο νου το ωραίο τραγουδάκι που συνέθεσε ο αξέχαστος Μάνος Λοίζος, πάνω σε στίχους του Μανόλη Ρασούλη;
Τον Οκτώβρη του ‘17 είχαμε ξεκινήσει παρόμοια πορεία με αφετηρία το πανέμορφο χωριό της Καστάνιανης που βρίσκεται χωμένη μέσα σε μια ανοιχτή λάκα που στεφανώνεται από τις κορυφές της Μπολιάνας και της Γύφτισας.
Τον Οκτώβρη του ‘18 ξαναπήγαμε στην Καστάνιανη, όταν τα δάση βρίσκονται στο απόγειο της χρωματικής εκλαμψίας, για να “χτυπήσουμε” τη διαδρομή προς τη Γύφτισσα.
Πήραμε τον δασικό δρόμο τούτη τη φορά, που περιζώνει το συγκρότημα του κάτω Σμόλικα, μόλις ενάμιση χιλιόμετρο πριν φτάσουμε στο χωριό.
Κινηθήκαμε περιμετρικά των δυο κορυφών και ύστερα από τεσσεράμιση χιλιόμετρα διείσδυσης στον δασικό πυλώνα της Καστάνιανης, καταλήξαμε στο Σταυρό όλων των διαδρομών που σημαίνουν τον διαχωρισμό των κατευθύνσεων. Αριστερά και βόρεια (κατηφορικά) για Καστάνιανη, δεξιά και νότια, ανάβαση για την κορυφή της Μπολιάνας, μπροστά και ευθεία για Γύφτισα και Ανάληψη και πίσω μας, από εκεί που ήρθαμε προς την αφετηρία του Σαραντάπορου.
Ακολουθούμε τον δασικό δρόμο που κατευθύνεται προς τα ανατολικά διασχίζοντας τον κεντρικό άξονα του δρυμού.
Σε περίπου χίλια μέτρα από τον Σταυρό αφήνουμε το δεξιό σκέλος της διασταύρωσης που έχει προορισμό την τοποθεσία της Ανάληψης και συνεχίζουμε με ανατολική και λίγο νότια την κατεύθυνσή μας. Σε άλλα τετρακόσια μέτρα περίπου διακρίνουμε στα αριστερά μας μια απότομη ανηφοριά που χώνεται μέσα στον πυκνό λόγγο και σημαδεύεται από ένα κόκκινο βέλος που δείχνει την κατεύθυνση για την κορυφή της Γύφτισσας.
Σκαρφαλώνουμε πάνω στον υγρό φυλλωμένο τάπητα του δάσους με πολλή προσπάθεια, καθώς γλιστρούμε κάθε τόσο.
Το δάσος των φυλλοβόλων και της οξιάς γίνεται ολοένα και πυκνότερο και δυσχεραίνει την προώθησή μας, αφενός γιατί είναι έντονα ανηφορικό και αφετέρου γιατί περνάει από τον ένα όχτο στον άλλο μέσα από βαθιές κολπώσεις του εδάφους.
Αυτό κρατάει για μισή ώρα, όταν θα πέσουμε σε μια δύσκολη διασταύρωση φυσικών μονοπατιών, το ένα από τα οποία διευρύνεται αλλά χαμηλώνει κατά το ύψος, ενώ το άλλο που είναι δυσδιάκριτο ανηφορίζει με εξωτερική κατεύθυνση της βουνοσειράς.
Θα βρούμε την άκρη βγαίνοντας σε ξέφωτο ακολουθώντας τη δεύτερη εφαρμογή.
Από εκεί και πάνω η αραίωση του δάσους και η σταθερότητα του μονοπατιού θα βοηθήσουν να βγούμε σε καλοπατημένα μέρη, με πυκνά σταχωτά θαμνοτόπια που θα μας οδηγήσουν άνετα πια στην κορύφωση της Γύφτισσας.
Εκεί η πρώτη μεγάλη εντύπωση που μας συγκλονίζει είναι οι πολλές γούρνες που είναι προφανές ότι δημιουργήθηκαν από τις βόμβες των αεροπλάνων, πράγμα που αποκαλύπτει τη σαρωτική ισοπέδωση της κορυφογραμμής της Γύφτισσας, αλλά και τα κρυφά ταμπούρια – προμαχώνες των αντρών του δημοκρατικού στρατού.
Η δεύτερη μεγάλη εντύπωση συμπληρώνει την πρώτη κι έχει να κάνει με το φυσικό υπόβαθρο και τη γενική περιβαλλοντική εικόνα του ορεινού μετώπου, αλλά μας εξιλεώνει με την πανοραμική του ταυτότητα.
Από τα νότια διαγράφεται ολόκληρη η καμπύλη κορυφών του Σμόλικα, από τα δυτικά απλώνεται η κοιλάδα του Σαραντάπορου και του Αώου στο βάθος ενώ από τα ανατολικά διαδέχονται τρεις αιχμές μιας μακριάς κορυφογραμμής που συνιστούν το βορεινό παρακλάδι του Σμόλικα.
Επιστρέφουμε από τα ίδια και με περισσότερη προσοχή και καθυστέρηση λόγω της γλίστρας του παχιού στρώματος των υγροποιημένων φύλλων της οξιάς.
Στην Καστάνιανη πήγαμε και τέταρτη φορά, φέτος το Νοέμβρη για να κοσκινίσουμε τις ομορφιές της και να συνοψίσουμε την πολύχρωμη ταυτότητά της.
Το πρώτο βράδυ έφτασα μόνος, καθώς η Άννα θα ερχόταν την επόμενη μέρα.
Η έκπληξή μου οριζόταν πια από τους λιγοστούς αλλά εξαίρετους ανθρώπους που διαμένουν στο χωριό και ουσιαστικά το κρατούν ζωντανό.
Φτάνω αργά το βράδυ στην Καστάνιανη μετά από ένα πολύωρο ταξίδι. Παρκάρω στην πλατεία και αναζητώ ένα φως. Δεν υπάρχει η παραμικρή ακτίνα από λάμπα σπιτιού. Οδεύω προς την πλατεία του Αγίου Νικολάου. Υποτίθεται ότι με περιμένουν σε ένα καφενείο με την επωνυμία Soiree.
To κοινοτικό καφενείο είναι σφραγισμένο.
Ανηφορίζω το καλντερίμι για το Σχολειό και την Εκκλησιά. Δε μπορεί εκεί να μην υπάρχει κανένα φως.
Πλησιάζω την πλατεία και βλέπω ένα άπλετο φως να γυαλίζει τις πλάκες και να λαμπυρίζει στις μπροστινές πλευρές της πανέμορφης ολοπέτρινης εκκλησιάς του Άϊ-Νικόλα.
Πίσω από την εκκλησιά απλώνει το σκοτάδι τη μαγεία του. Αλλά κάπου στριμωγμένο αντιφεγγίζει μια άλλη στάλα φωτός που έρχεται από ένα μαγαζί στην κατηφοριά για το πρώτο γεφύρι του χωριού.
Κατηφορίζω τα βρεγμένα από την υγρασία σκαλοπάτια και διακρίνω στο ημίφως ενός αυλόγυρου την πιθανότητα ανθρώπινης ζωής.
Περνάω το κατώφλι και διασχίζω την ατμόσφαιρα ενός υποβλητικού χώρου. Με συνεπαίρνουν και με συγκινούν τόσα ωραία πράγματα που έχουν συνάξει οι άνθρωποι που το κατέχουν, αλλά ποιοί είναι αυτοί;
Η Σύνθια και ο Θύμιος είναι οι διαχειριστές της καφετέριας, του εστιατορίου και του ξενώνα που βρίσκεται επάνω στη Ράχη, ξεχωριστοί χαρακτήρες και σημαντικοί καλλιτέχνες που φροντίζουν άμεσα για τη διαμονή μου και το φαγητό.
Αλλά γιατί καλλιτέχνες; Mα η Σύνθια Φρειδά και ο Ευθύμιος Δούκας είναι βετεράνοι (συνταξιούχοι) χορευτές της Λυρικής Σκηνής που άφησαν το 2020 την Αθήνα για την Καστάνιανη με σκοπό να ζήσουν εδώ πάνω, ανάμεσα στις υπώρειες του Γράμμου και του Σμόλικα.
Την άλλη μέρα καταφτάνει και η Άννα και ξεκινάμε μετά τις γνωριμίες τον ακροβολισμό και τον περίπατο στις γειτονιές και τους μαχαλάδες το όμορφου χωριού.
Πρώτα απ’ όλα τραβούμε μια γραμμή οριζόντια για να περπατήσουμε ως τα δυο πανέμορφα γεφύρια της Καστάνιανης. Το δεύτερο ειδικά, της Μαλνίτσας διασχίζει έναν πανέμορφο δρυμό με καθαρό μονοπάτι αλλού πέτρινο κι αλλού χωμάτινο από τις ωραιότερες διαδρομές στην περιοχή.
Ύστερα πραγματοποιούμε μια ανάβαση ως την Μπολιάνα. Εκεί από χρήσιμο λάθος η Άννα ανεβαίνει πρώτα στον Προφήτη Ηλία και κατεβαίνοντας τη σάρα από τα δυτικά ξαναανηφορίζει για να βρει το πέρασμα για την Μπολιάνα.
Η μέρα είναι διάφανη κι αστραφτερή και οι εικόνες προς όλες τις πλευρές των βουνών εξοικονομούν θαυμάσιες λήψεις με εντυπωσιακές προοπτικές.
Το βράδυ παρέα με τους έξοχους οικοδεσπότες θα μιλήσουμε για θέατρο, χορό, τη ζωή στην πρωτεύουσα και τη γοητευτική εξορία στην Καστάνιανη.
Το “Καφέ ρακί” με την επωνυμία Soiree είναι μια γωνιά μέσα στο απόλυτο πράσινο, γεμάτο λουλούδια. Το εσωτερικό του μαγαζιού είναι άριστα διακοσμημένο και προσφέρει υπέροχες λιχουδιές, από πίτες μέχρι σπιτικά μεζεδάκια.
Ο ξενώνας τους ψηλά στη Ράχη λιτός, πέτρινος, ζεστός διαθέτει πανοραμική θέα σε ολόκληρο το χωριό αλλά και απέναντι σε όλη την πλαγιά του νότιου Γράμμου, με πρώτο θέμα την Πυρσόγιαννη.
Η Καστάνιανη έχει χτιστεί από μάστορες της πέτρας και για το λόγο αυτό διατηρεί εξαιρετικά εντυπωσιακή αρχιτεκτονική, που την περιβάλλει υπέροχα η επιβλητική γύρω φύση
Εντυπωσιακή η εκκλησία του Αγίου Νικολάου και το παλιό πανέμορφο ολοπέτρινο σχολειό, καθώς και το αρχοντικό των Γκοσαίων.
Τα δυο πέτρινα γεφύρια χωρίζουν το χωριό σε τρεις συνοικίες: Την Γκάλινα, τη Μεσσαριά και τη Ράχη.
Γύρω από το χωριό υπάρχουν πολλά μικρά εξωκλήσια, που αξίζει να τα επισκεφτεί κάποιος, με περιφερειακό μονοπάτι. Ο Άγιος Αθανάσιος, ο Άγιος Δημήτριος, οι Άγιοι Απόστολοι και η Αγία Κυριακή, όλα, έχουν επιβλητική θέα.
Οι μόνιμοι κάτοικοι του χωριού το χειμώνα δεν ξεπερνούν τους δεκαπέντε.