Ένα χωριό ολότελα απομονωμένο, που εμφανίζεται απρόσμενα μέσα στην ορεινή ερημιά. Από υψόμετρο 750 μέτρων προλαβαίνουμε ν’ αντικρύσουμε χαμηλά την σκουρόχρωμη επιφάνεια του Λιβυκού. Μερικά χιλιόμετρα ψηλότερα διαγράφεται με εντυπωσιακή λεπτομέρεια το περίγραμμα του Κόφινα, της κορυφής των Αστερουσίων
Αν, ενάμισι χρόνο πριν, ρωτούσε κάποιος εμάς, τους «ειδήμονες της περιήγησης», πού βρίσκονται τα Αστερούσια Όρη, θα σηκώναμε τους ώμους. Όχι μόνον ο τόπος, μα και το όνομά τους ήταν άγνωστο.
– Δεν σας αδικώ, επιχείρησε ευγενικά να δικαιολογήσει την άγνοιά μας, ο Γιάννης Κονταξάκης. Μετά τους ορεινούς γίγαντες της Κρήτης, τον Ψηλορείτη, τα Λευκά Όρη, τα Λασιθιώτικα βουνά θα ήταν υπερβολική απαίτηση να γνωρίζατε, εσείς οι βορειοελλαδίτες, και τα ταπεινά Αστερούσια. Άλλωστε ο Κόφινας, η ψηλότερη κορυφή τους, μόλις που φτάνει τα 1230 μέτρα.
– Ωστόσο, τι το ιδιαίτερο έχουν τα Αστερούσια;
– Έναν εκπληκτικό συνδυασμό ηπιότητας και τραχύτητας, γλυκύτατες κοιλάδες και άγρια φαράγγια, αμμουδερούς κόλπους και απόκρημνες ακτές με κρυφές θαλασσοσπηλιές. Εδώ σκάζουν τα κύματα του Νότιου Κρητικού Πελάγους, που επικράτησε ν’ αποκαλείται Λιβυκό.
Όσο μιλάει ο Γιάννης, το ενδιαφέρον μας μεγαλώνει.
– Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα στα Αστερούσια. Ένα χωριό μοναχικό και αθέατο, γαντζωμένο στην άκρη του γκρεμού. Είναι το πιο προνομιούχο θεωρείο του Λιβυκού, ως εκεί που φτάνει το μάτι, στην άκρη του ορίζοντα. Το όνομά του είναι Καπετανιανά. Εκεί θα γνωρίσετε έναν άνθρωπο πολύ ιδιαίτερο, τον Μάρκο Σκορδαλάκη, που δημιούργησε την «Θαλόρη», μια μονάδα διαμονής και εστίασης με χαρακτηριστικά μοναδικά.
Δεν χρειαζόταν να μας πει τίποτε παραπάνω ο Γιάννης Κονταξάκης. Ώρα δειλινού στις αρχές Γενάρη του 2008 εγκαταλείπουμε τη Βίλλα Σελένα, το εκπληκτικό κατάλυμα του Γιάννη με τη θέα στο Βόρειο Κρητικό Πέλαγος, τον Ψηλορείτη και τα Λασιθιώτικα βουνά και ξεκινάμε ν’ ανακαλύψουμε τα Αστερούσια Όρη, τα Καπετανιανά και τη θέα στο Λιβυκό. Και να γνωρίσουμε τον Μάρκο Σκορδαλάκη και το δημιούργημά του, την Θαλόρη.
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΞΑΦΝΙΑΣΜΑ
Από το Χουδέτσι των Αρχανών, όπου βρίσκεται η Βίλλα Σελένα του φίλου μας του Γιάννη, κατευθυνόμαστε νότια και στο ύψος του Χάρακα στρέφουμε δυτικά, στα εύφορα εδάφη του Κάμπου της Μεσσαράς. Βρίσκουμε σχετικα εύκολα τα «Λούκια», τον τελευταίο πεδινό οικισμό, που αποτελεί και την προσφορώτερη βόρεια πύλη στα Αστερούσια. Στο χειμωνιάτικο απόγευμα αρχίζει να πέφτει το σκοτάδι, η ένδειξη όμως της πινακίδας, «Καπετανιανά 8 χλμ.», είναι πολύ ενθαρρυντική.
– Φτάσαμε, λέω στην Άννα.
Δεν είχα, ωστόσο, υπολογίσει τον συνεχή ανήφορο, τις πολλές κλειστές στροφές και μια πρόσκαιρη ομίχλη στο τελευταίο τμήμα της διαδρομής πριν απ’ το χωριό. Ένα χωριό ολότελα απομονωμένο, που εμφανίζεται απρόσμενα μέσα στην ορεινή ερημιά. Από υψόμετρο 750 μέτρων προλαβαίνουμε ν’ αντικρύσουμε χαμηλά την σκουρόχρωμη επιφάνεια του Λιβυκού. Μερικά χιλιόμετρα ψηλότερα διαγράφεται με εντυπωσιακή λεπτομέρεια το περίγραμμα του Κόφινα, της κορυφής των Αστερουσίων.
Αφήνουμε το αυτοκίνητο στην είσοδο του μικρού χωριού και το διασχίζουμε με τα πόδια. Δεν μας παίρνει ούτε τρία λεπτά. Ξαφνικά αλλάζει η όψη του οικισμού. Τα μικρά, ασβεστοχρισμένα σπίτια δίνουν τη θέση τους σε πετρόχτιστα με εμφανή λιθοδομή. Βρισκόμαστε ήδη στα πλακόστρωτα δρομάκια της Θαλόρης, αυτής της ομοιογενούς οικιστικής ενότητας που δημιούργησε ο Μάρκος Σκορδαλάκης στο νότιο τμήμα του οικισμού των Καπετανιανών. Σε κάποιο σημείο σχηματίζεται μια πλατειούλα. Εδώ βρίσκεται ο διώροφος χώρος εστίασης. Το εσωτερικό του μας αποκαλύπτει δυο έξοχες αίθουσες, μία στο ισόγειο και μία στον όροφο, με πολύ επιμελημένη κατασκευή από πέτρα και ξύλο, εξαίρετα χειροποίητα φωτιστικά, πανοραμικά περιμετρικά παράθυρα και μεγάλο τζάκι αναμμένο με κούτσουρα ελιάς.
Αν κι είναι νωρίς ακόμη, αρκετές παρέες έχουν αρχίσει να κουτσοπίνουν.
Μας χαιρετάει πρόσχαρα ένας γενειοφόρος, ψηλός και γεροδεμένος. Είναι ο Μάρκος Σκορδαλάκης. Εξωστρεφής και πληθωρικός, μας μεταδίδει αμέσως μια οικειότητα γνήσια κρητική. Ετοιμαζόμαστε να ζητήσουμε καφεδάκι, ο Μάρκος όμως, χωρίς να μας ρωτήσει, φέρνει στο τραπέζι ένα σωρό καλούδια και ποτήρια για κρασί. Πίνει μαζί μας.
– Τι σε παρακίνησε να πραγματοποιήσεις ένα τόσο μεγάλο έργο σ’ αυτή την ερημιά;
– Η ανάγκη να γλιτώσω από την αγχώδη ζωή και την καθημερινότητα της πόλης, απαντάει ο Μάρκος. Δεν ήταν όμως εύκολο. Τρία χρόνια μου πήρε μόνον για να εντοπίσω τους αμέτρητους κληρονόμους κι ύστερα να τους πείσω να μου πουλήσουν τα σπιτάκια.
Νύχτα βαθειά πια ξεκινάμε για τη Βίλλα Σελένα. Είναι δυο μέρες μετά την Πρωτοχρονιά του 2008. Τις αναμνήσεις μας συντροφεύει η ιδιαιτερότητα του τόπου και οι διηγήσεις του Μάρκου για διαδρομές στα Αστερούσια, ασκηταριά και μοναστήρια, μονοπάτια και παραλίες του Λιβυκού. Η απόφαση της επιστροφής στα Καπετανιανά έχει ήδη ληφθεί.
ΑΡΧΕΣ ΙΟΥΝΗ ΤΟΥ 2009
Ο Μάρκος και η Πόπη μας υποδέχονται με αγκαλιές ανοιχτές, σαν γνώριμους παλιούς.
– Αργήσατε έναν χρόνο, λέει ο Μάρκος.
Μα δεν πειράζει, θα είχατε τους λόγους σας. Ελάτε να τα πούμε.
Ήταν γραφικός με το αναμμένο τζάκι ο Χειμώνας. Μα τα παράθυρα ήταν κλειστά, μας στερούσαν την αμεσότητα με την ανάσα της φύσης και του τόπου. Σήμερα, στην ήρεμη ώρα του δειλινού του Ιούνη, χαλαρώνουμε στις υπαίθριες πολυθρόνες της απλόχωρης ταράτσας, αγναντεύουμε απ’ αυτό το μοναδικό θεωρείο την κορυφή του Κόφινα, την απεραντοσύνη του Λιβυκού. Είμαστε απόλυτα προνομιούχοι τούτη την ώρα και το ξέρουμε. Πλακόστρωτο δάπεδο, διάσπαρτα τραπεζάκια, παρτέρια και γλάστρες με λουλούδια, άφθονα λουλούδια, που διακοσμούν με πολύχρωμες πινελιές τους δρομίσκους, τα μπαλκόνια και τις ταράτσες της Θαλόρης.
Μια δροσερή αύρα διώχνει από τη σκέψη το καλοκαίρι.
Πίνουμε για το καλωσόρισμα από μια ρακή. Κι ύστερα την «Ορθή Πέτρα», το εκπληκτικό λευκό κρασί του Στέλιου Ζαχαριουδάκη από την περιοχή της Γόρτυνας, στον κάμπο της Μεσσαράς. Προχωράει η νύχτα με μπουφάν και απόλυτη ησυχία. Εκτός από τις κουβέντες μας δεν ακούγεται τίποτε άλλο. Λίγο αργότερα, στην πρώτη μας νύχτα στη Θαλόρη, η κουβέρτα είναι πολύ επιθυμητή.
ΣΤΗ ΜΟΝΗ ΚΟΥΔΟΥΜΑ
Είναι το ελαφρύ κλίμα του υψομέτρου;
Η απουσία της υγρασίας; Η λαχτάρα της γνωριμίας με τον τόπο; Δεν ξέρω. Το βέβαιο είναι, ότι, παρά το ολοήμερο χθεσινό ταξίδι, ξυπνάμε απ’ τα χαράματα. Πριν βγει ακόμη ο ήλιος, πίνουμε τον καφέ μας στο μπαλκόνι της ΕΥΦΡΟΣΥΝΗΣ, αυτού του εκπληκτικού και πλήρως εξοπλισμένου σπιτικού, με την απόλυτη θέα σ’ όλο τον ορίζοντα.
Βγαίνει ο ήλιος πίσω από τον Κόφινα, σιγά-σιγά παίρνει να ξυπνάει ο τόπος. Πρώτα ακούγονται αλυχτίσματα σκυλιών, ύστερα κάποια βελάσματα από την αντικρινή πλαγιά. Ένας μεσήλικας ανηφορίζει το μονοπάτι, βοηθάει τα βήματά του με μια γκλίτσα.
Προβάλλει στην πόρτα του εστιατορίου ο Μάρκος.
– Είστε κιόλας έτοιμοι; λέει έκπληκτος. Ελάτε τουλάχιστον να πάρετε πρωινό.
Ξυμωτό ψωμί, ντόπιο μέλι και μαρμελάδες, κρητική γραβιέρα, ομελέτα με αυγά από το χωριό. Ευτυχώς που δεν προβλέπεται σύντομα πορεία στα μονοπάτια. Με το εξαίρετο LAND ROVER DEFENDER του Μάρκου ξεκινάμε την πρώτη μας περιήγηση στον τόπο. Διασχίζουμε τα Άνω Καπετανιανά και πολύ γρήγορα ανηφορίζουμε αριστερά προς Κόφινα και Μονή Κουδουμά. (δεξιά ο δρόμος χαμηλώνει προς τον παραθαλάσσιο οικισμό του Αη – Γιάννη). Στα 2,5 χλμ. στρίβουμε δεξιά, ενώ λίγο πιο πάνω περνάμε από την τοποθεσία «Χελιδονιές», άγρια και βραχώδη περιοχή όπου τις νύχτες, σύμφωνα με τους ντόπιους θρύλους, παραμονεύουν τα τελώνια. Αλλοίμονο σε όποιον δεν τους δώσει τη σημασία που τους πρέπει.
500 μέτρα πιο πάνω φτάνουμε στην τοποθεσία «Λουσούδι», στο ερειπωμένο ξωκκλήσι των Τριών Ιεραρχών. Χτισμένο τον 13ο αιώνα από τον Ιωσήφ τον Φιλάγριο το εκκλησάκι, έχει τοιχοποιία με άγρια σιδερόπετρα, θολωτή οροφή και στο δάπεδο χώμα και πέτρες που έχουν πέσει από τη σκεπή. Καθώς περιεργάζομαι το εσωτερικό, ανακαλύπτω στην κόγχη του Ιερού, πολύ κοντά στο έδαφος, μια μικρή λωρίδα σοβά με ξεθωριασμένους χρωματισμούς, υπολείμματα προφανώς από την τοιχογράφηση του μνημείου. Να και μια στάνη. Πάμπολλα κατσίκια ψάχνουν λίγη τροφή στην γεμάτη αγκάθια και πέτρες περιοχή.
Στα 6,8 χλμ. φτάνουμε σε αυχένα με τρίστρατο. Δεξιά ο δρόμος ανηφορίζει προς την κορυφή του Κόφινα. Ευθεία συνεχίζει προς τη Μονή, ενώ αριστερά κατευθύνεται προς τον κάμπο. Σε λιγότερο από 1 χλμ. συναντάμε νέα διακλάδωση και κατευθυνόμαστε δεξιά προς την Μονή. Εδώ είναι όμορφος ο τόπος, με ήπιες πλαγιές και υψόμετρο που ξεπερνάει τα 1000 μέτρα. Στα αλλεπάλληλα οροπέδια, τα πράσινα λιβαδοτόπια αναμειγνύονται με τα ωχροκίτρινα στάχυα του κριθαριού. Ο Βαν Γκογκ σίγουρα θ’ αφιέρωνε πολλές ώρες εδώ. Δυο γυπες διαγράφουν ψηλά, πάνω απ’ τα κεφάλια μας κυκλικές πτήσεις, αργές και αρχοντικές, κατοπτεύουν με την οξύτατη όρασή τους κάθε κίνηση, κάθε λεπτομέρεια του εδάφους. Ήδη περνάει ο δρόμος δίπλα από το πέτρινο παρατηρητήριο των μεγάλων αρπακτικών, ενώ στα 10 χλμ. συναντάμε τον δρομίσκο που οδηγεί στην ταΐστρα.
– Τα Αστερούσια φημίζονται για τα αρπακτικά τους, λέει ο Μάρκος. Με την διαρκή φροντίδα και προστασία όχι μόνον διασώθηκε ο γύπας αλλά ανέκαμψε και ο πληθυσμός του.
Αρχίζει κατήφορος συνεχής. Προβάλλει η ανατολική κοψιά της κορυφής, σκέτος βράχος, με πολλές διανοιγμένες διαδρομές αναρρίχησης. Ανάμεσα στους κατακόρυφους βράχους έχουν αναπτυχθεί αρκετά σκληροτράχηλα κυπαρίσσια. Μια άλλη όμως θέα, απέραντη και ποικιλόμορφη, μας εκπλήσσει. Είναι η δυτική ακτογραμμή, ένα ανάπτυγμα από κόλπους και ακρωτήρια σπάνιας ωραιότητας. Ο Μάρκος δεν έχει ανάγκη από τον ανοιχτό μας χάρτη. Ονοματίζει με μεγάλη ευχέρεια κάθε λεπτομέρεια μέχρι το ακρωτήριο «Λίθινο», που μόλις αχνοφαίνεται στο νοτιότερο άκρο της ακτής.
Ο κατήφορος συνεχίζει με αλλεπάλληλες στροφές. Εμφανίζονται τα πρώτα μεγάλα πουρνάρια, καθώς και πεύκα με γερτούς κορμούς, που δεν μπόρεσαν να ψηλώσουν εξαιτίας του βοριά που κατηφορίζει ορμητικός απ’ τις κορφές.
– Να ένας «Φιλάδελφος», λέει με χαρά ο Μάρκος. Είναι σπάνιο αρπακτικό, το μόνο που μαζί με τον «Χρυσαετό» μπορεί να σηκώσει ακόμη και ερίφια.
Προβάλλει χαμηλά η Μονή μέσα σε πευκώνα από Τραχεία Πεύκη και με μια πανέμορφη παραλία, μοναδική παρένθεση ανάμεσα στους βράχους της αφιλόξενης ακτής. Ωραίες οι εγκαταστάσεις της Μονής με το καθολικό, το αρχονταρίκι και τα κελιά για μοναχούς και φιλοξενούμενους επισκέπτες. Περιδιαβαίνουμε τον εκτεταμένο αύλειο χώρο με τα περιποιημένα δέντρα και λουλούδια, τη γιγάντια πολύκλαδη χαρουπιά. Σε πλακόστρωτη πλατειούλα πάνω από τη θάλασσα βρίσκεται ο ναός της Παναγίας, χτισμένος το 1895 με θαυμάσια μαρμάρινη είσοδο.
Εισχωρούμε στο σπηλαιώδες παρεκκήσι Πέτρου και Παύλου, που έχει δημιουργηθεί στα έγκατα ενός πελώριου βράχου. Νιώθουμε αμέσως τη διαφορά της θερμοκρασίας. Ο χώρος είναι πολύ κατανυκτικός, φωτίζεται μόνον από μερικά κεριά.
Δεκάδες Άγιοι μοναχοί, από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια κατοίκησαν στις σπηλιές των Αστερουσίων, όπως μας αποκαλύπτουν τα διάφορα ευρήματα των σπηλαίων που περιβάλλουν τη Μονή αλλά και η ιστορική τοιχογραφία του 12ου αιώνα που σώζεται στο καθολικό. Από επιστολή του Ιωσήφ Φιλάγρη, στο τέλος του 14ου αιώνα, έχουμε πληροφορίες για τον λόγιο Διδάσκαλο της περιοχής και αδελφό της Μονής Κουδουμά Δημήτριο Καππαδόκη. Από τότε χάνονται τα ίχνη της ιστορικής πορείας της μονής. Η αιτία της εγκατάλειψής της θα πρέπει να αναζητηθεί είτε στις πειρατικές επιδρομές είτε στην τουρκική κατάκτηση της Κρήτης.
Η επανίδρυση της Μονής οφείλεται σε δυο μεγάλες μορφές της Εκκλησίας, τους Όσιους Παρθένιο και Ευμένιο, που μετά από πολλά χρόνια μοναστικού βίου και περιπετειών στα σπήλαια των Αστερουσίων, κατέληξαν σ’ αυτήν εδώ την περιοχή, όπου τελειώνει το φαράγγι «Καταρράκτης». Με μεγάλο προσωπικό αγώνα ξεκίνησαν την οικοδόμηση της Μονής και το έτος 1895 ετέλεσαν τα εγκαίνια του καθολικού. Σήμερα, η Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Κουδουμά λειτουργεί ως Ανδρική Κοινοβιακή Μονή, υπαγόμενη στην Ιερά Μητρόπολη Γορτύνης και Αρκαδίας. Εξαιρετικά φιλόξενοι ο ηγούμενος και οι μοναχοί μας προσφέρουν ένα θαυμάσιο γεύμα και μια εξαιρετική, ογκώδη έκδοση της μονής.
ΣΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗ
Ένα εξαίρετο μονοπάτι ξεκινάει από τη μονή με κατεύθυνση δυτική. Πικροδάφνες, χαρουπιές, αιωνόβια πεύκα και ήπιος ανήφορος. Η βραχώδης πλαγιά είναι κατάσπαρτη από μικρές και μεγάλες σπηλιές. Στο άνοιγμα των περισσοτέρων σώζονται ακόμη τοιχαλάκια από ξερολιθιά. Εδώ είχαν βρει τον πρώτο καιρό καταφύγιο οι Πατέρες της μονής, οι μάστορες και χτιστάδες αλλά και οι πρώτοι μοναχοί. Καθώς περνάμε από μπροστά παρατηρούμε τις εικονίτσες στο εσωτερικό των σπηλαίων, καθώς και μικρές πινακίδες με τα ονόματα των μοναχών: Αββάς Παμβώ, Όσιος Κασσιανός ο Ρωμαίος, Αββάς Σικόης, Οσία Μαρία η Αιγυπτία…
Ήλιος και ζέστη. Ευτυχώς, το ωραίο φαρδύ μονοπάτι ανηφορίζει ανάμεσα σε πεύκα. Επιπλέον μας συντροφεύει ένας δροσερός γαρμπής, που φυσάει από τα βάθη του Λιβυκού. Σ’ ένα τέταρτο φτάνουμε σε υψωματάκι. Ξύλινες πινακίδες μας κατευθύνουν προς Αγ. Αντώνιο (1.750 μέτρα) και Αγ. Ιωάννη (2.850 μέτρα). Χάνεται πίσω μας η μονή οριστικά. Αρχίζει ωραιότατο μονοπάτι ανάμεσα σε νεαρά πεύκα και θυμάρι που ευωδιάζει. Γρήγορα προστίθενται και αιωνόβια πεύκα.
Φτάνουμε σε αυχένα με ωραία θέα στην δυτική ακτογραμμή. Οι νέες πινακίδες αναφέρουν: Αγ. Αντώνιος 725 και Αγ. Ιωάννης 1825 μέτρα. Κατηφορίζουμε. Κατσίκια βόσκουν ελεύθερα. Προβάλλει ένας ορμίσκος με διάφανα νερά και μια νέα τριπλή ξύλινη πινακίδα. Παρεκκλίνουμε αριστερά για Αγ. Αντώνιο, στα 350 μέτρα. Διασχίζουμε απόκρημνη πλαγιά κατάσπαρτη από βραχοσπηλιές. Κάποιες θυμίζουν αετοφωλιές. Είναι ορατά τα ίχνη κατοίκησης από ασκητές. Από την κορυφή ενός βράχου κρέμεται σχοινί για τολμηρούς αναρριχητές. Πέντε λεπτά αργότερα φτάνουμε στην είσοδο του πελώριου σπηλαίου που η φύση έχει σμιλέψει στο γιγάντιο συγκρότημα των συμπαγών ασβεστόλιθων, μερικά μέτρα πάνω από τη θάλασσα.
Στο βάθος της κοιλότητας βρίσκεται το εξωκκλήσι του Αγ. Αντωνίου. Πιο πίσω συνεχίζεται η σπηλιά σκοτεινή και μυστηριώδης. Την φωτίζουμε με κεριά. Αποκαλύπτονται κομμένοι σταλακτίτες και σταλαγμίτες, μεγάλες στέρνες γεμάτες με νερό που σταλάζει από τους βράχους. Εδώ ασκήτεψαν για ένα διάστημα οι Πατέρες της Μονής Κουδουμά.
Απολαμβάνουμε για μερικά λεπτά τη δροσιά του σπηλαίου και τη θέα του Λιβυκού. Αγριοπερίστερα και χελιδόνια πετούν πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Ξαναβγαίνουμε στη ζέστη και τον ήλιο. Δύο ώρες μετά την αναχώρησή μας φτάνουμε στην ακτή «Ελιγιά» μπροστά στον οικισμό του Αγ. Ιωάννη. Είν’ ένας θαυμάσιος κόλπος με βότσαλα και άμμο, στην έξοδο μιας ρεματιάς με ανθισμένες πικροδάφνες. Το νερό είναι διαυγέστατο και με θερμοκρασία δροσερή, ιδανική μετά τον άφθονο ιδρώτα στο μονοπάτι.
Διασχίζουμε τον οικισμό, και μερικές εκατοντάδες μέτρα δυτικότερα ανακαλύπτουμε στην βάση ενός πελώριου βραχώδους συγκροτήματος την Μονή του Αγ. Ιωάννη, που χρονολογείται από το 1360 και υπήρξε από τις σημαντικότερες μονές των Αστερουσίων. Στην απόκρημνη πλαγιά διακρίνονται αρκετά κελλιά – ερημητήρια των παλιών μοναχών. Στα ανοίγματά τους είναι χτισμένες ξερολιθιές. Γέρικες χαρουπιές και ελιόδεντρα συμπληρώνουν αυτό τον τόσο ιδιαίτερο τόπο που αγναντεύει το Λιβυκό.
Έξω από το σπηλαιώδες καθολικό ο βράχος είναι κατάγραφος από τοιχογραφίες. Ανοίγουμε την πόρτα και εισχωρούμε στο εσωτερικό. Ένα κύμα ψυχρού αέρα μας χτυπάει στη στιγμή, η εξωτερική θερμοκρασία πέφτει κατακόρυφα. Ο χώρος είναι κατάγραφος από τοιχογραφίες.
Σ’ αυτό το κατανυκτικό εκκλησάκι του Αη – Γιάννη ολοκληρώνεται η πρώτη μας περιήγηση στα παράλια των Αστερουσίων. Ο πατέρας του Μάρκου, ο κυρ – Μιχάλης, μας μεταφέρει με το αυτοκίνητο στη Θαλόρη. Μετά τη ζέστη της ημέρας στις παραλίες αρχίζει η δροσιά του υψομέτρου και η μαγεία του δειλινού.
ΚΟΦΙΝΑΣ
Η ΚΟΡΥΦΗ ΤΩΝ ΑΣΤΕΡΟΥΣΙΩΝ
Παρατηρούμε από την πρώτη μέρα την δυτική όψη της κορυφής. Σχήμα παράξενο, σαν ανεστραμμένο κοφίνι. Ένας κώνος προκλητικά απότομος, που αρχικά αποθαρρύνει κάθε σκέψη ανάβασης. Ακόμα πιο δύσκολη δείχνει η πρόσβαση από τα νότια και ανατολικά, εκεί όπου αφθονούν οι αναρριχητικές διαδρομές. Να όμως που ο βράχινος γίγαντας έχει κι αυτός την «αχίλλειο πτέρνα», το αδύνατο σημείο του. Είναι το βόρειο, αθέατο σχεδόν από το παρατηρητήριό μας στον εξώστη της Θαλόρης.
– Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, λέει ο Μάρκος. Κι αυτά τα δύσκολα σημεία που υπήρχαν, φρόντισαν να τα υποστηρίξουν με κάγκελα ή να λαξεύσουν στον βράχο σκαλοπάτια. Κάτι απαραίτητο, βέβαιο, αφού στις 14 Σεπτέμβρη που γιορτάζει το εκκλησάκι του Τιμίου Σταυρού, ανεβαίνει πλήθος προσκυνητών.
Ξαναπαίρνουμε τη γνωστή μας διαδρομή προς τη Μονή. Στις πλαγιές ο Μαθιός από τα Καπετανιανά, αρμέγει τα γιδοπρόβατά του. Τον καλημερίζουμε.
– Για πού το βάλατε πρωί-πρωί;
– Για τον Κόφινα.
– Καλό δρόμο, κι αν γυρίσετε από δω και με προλάβετε, ελάτε να σας γεμίσω ένα μπουκάλι με φρέσκο γάλα.
Σε 7 περίπου χιλιόμετρα ανηφορίζουμε δεξιά και μετά από μερικά λεπτά τερματίζουμε σε πλάτωμα στα ριζά της βραχώδους κορυφής. Βρισκόμαστε κιόλας σε υψόμετρο 1100 μέτρων. Είμαστε πολύ κοντά στα 1230 μέτρα της κορυφής, που εδώ στη βόρεια πλευρά έχει χάσει το μεγαλύτερο μέρος από τον δύστροπο χαρακτήρα της.
Αρχίζουμε λοιπόν την ανάβαση πάνω στο πέτρινο μονοπάτι και στα λαξεμένα σκαλοπάτια του βράχου του Κόφινα. Ξύλινα καγκελάκια παρέχουν πρόσθετη προστασία. Σ’ ένα σημείο έχουν προστεθεί σκαλοπάτια σιδερένια. Με μικροστάσεις για φωτογραφίσεις και χαλαρό ρυθμό χρειαζόμαστε λιγότερα από 20΄ως το πετρόχτιστο εκκλησάκι. 25 μέτρα στα Α βρίσκεται το ψηλότερο σημείο της κορυφής με μικρό ξύλινο σταυρό. Η θέα βέβαια είναι εκπληκτική. Και θα ήταν ακόμη ωραιότερη, αν η ατμόσφαιρα ήταν διαυγής. Αυτό, ωστόσο, δεν μας εμποδίζει να ατενίζουμε την εκπληκτική κάτοψη της Μονής Κουδουμά με τον γαλαζοπράσινο κολπίσκο, καθώς και την συναρπαστική ακτογραμμή με τους αλλεπάλληλους κόλπους και ακρωτήρια προς τα δυτικά. Στα Ν απλώνεται αχανές το Λιβυκό, ενώ στα Β, εξαιτίας της θολής ατμόσφαιρας, περισσότερο υποψιαζόμαστε παρά διακρίνουμε τα νερά του Κρητικού.
– Στην κορυφή του Κόφινα μπορώ να μείνω για ώρες, μας είχε πει ο Μάρκος, κάτι βέβαια, που το είχα θεωρήσει υπερβολή. Πολύ γρήγορα αρχίζω να τον δικαιολογώ. Ο τόπος εδώ πάνω αποδεικνύεται πραγματική αποκάλυψη. Σε αντίθεση με τις – ως επι το πλείστον – αφιλόξενες και στενάχωρες κορυφές βουνών, τούτη εδώ είναι ένα απίστευτα όμορφο, μακρόστενο πλάτωμα, που καλύπτεται σ’ όλη του σχεδόν την επιφάνεια από επίπεδες, γκρίζες γρανιτόπετρες. Μπορεί κανείς να κινηθεί εδώ πάνω, άνετα και με ασφάλεια, προς οποιαδήποτε κατεύθυνση και να έχει διαφορετικές θέες από την συνολική περιοχή. Εκμεταλλευόμαστε αυτή τη δυνατότητα και βαδίζουμε 150-200 περίπου μέτρα, που μας φέρνουν στο δυτικότερο άκρο της κορυφής. Από εδώ αποκαλύπτονται προς τα Δ-ΝΔ τα Άνω και Κάτω Καπετανιανά, ενώ χαμηλά ο οικισμός και οι κολπίσκοι του Αη – Γιάννη.
Ο ναός της κορυφής του Κόφινα είναι κτισμένος στην ίδια θέση, όπου προϋπήρχαν ιερά κτίσματα όλων των εποχών. Οι ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν εδώ το 1960 και το 1990 έφεραν στο φως πολλά και ποικίλα ευρήματα, όπως πήλινα ειδώλια ζώων. Το Ιερό βρισκόταν σε χρήση μέχρι τις αρχές του 7ου π.Χ. αιώνα, οπότε εγκαταλείφθηκε για να δραστηριοποιηθεί εκ νέου στους ύστερους ελληνιστικούς χρόνους.
Στο εξωκκλήσι του Τιμίου Σταυρού πραγματοποιείται στις 14 Σεπτεμβρίου το ονομαστό πανηγύρι του Κόφινα με πλήθος πιστών. Γίνεται προσκύνημα των εικόνων, λιτανεία, ανάγνωση των Ευαγγελίων και ευλόγηση των άρτων. Εντυπωσιακή είναι η τελετή της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού, στην οποία παρατηρείται η αυθεντικότερη επιβίωση δεντρολατρείας στον χριστιανικό κόσμο. Πρόκειται για ένα ιερό δέντρο, που μόνον τρία άτομά του επιζούν στις βόρειες πλαγιές του Κόφινα. Ο καρπός του έχει όψη μήλου αλλά διαστάσεις ρεβυθιού και ωριμάζει στα μέσα του Σεπτέμβρη, οπότε κόβεται και μεταφέρεται στο εκκλησάκι για να μοιραστεί στο τέλος της Λειτουργίας, ως αντίδωρο στους πιστούς.
Για μερικά λεπτά αποθαυμάζουμε το συνολικό τοπίο και την υπέρτατη γαλήνη της κορυφής των Αστερουσίων. Για την κατάβαση χρειαζόμαστε μόλις 10 λεπτά. Είναι τελικά τόσο προσιτή και σύντομη. Μόνο όταν επιστρέφουμε στα Καπετανιανά και τον αντικρύζουμε από την συγκεκριμένη οπτική γωνία, ξανακερδίζει ο Κόφινας τον απότομο και δύστροπο χαρακτήρα του.
ΣΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ ΤΟΥ ΑΗ – ΓΙΑΝΝΙΟΥ
Δύο φορές ως τώρα, νωρίς το πρωί, έχουμε δει ανθρώπους ν’ ανηφορίζουν στα Καπετανιανά από τα νότια, από την κατεύθυνση του πελάγους.
– Είναι το κλασσικό μονοπάτι, που πριν γίνει ο χωματόδρομος, συνέδεε τα Καπετανιανά με τον οικισμό του Αη – Γιάννη, μου εξηγεί ο Μάρκος.
– Και τώρα; Δεν υπάρχει πια μονοπάτι ;
– Υπάρχει αλλά σε κάποια σημεία είναι δύσβατο.
– Ξεπερνάει τις δυνατότητές μας ;
– Δεν το νομίζω, μου φαίνεστε αρκετά έμπειροι.
Ξεκινάμε στις 7 το πρωί παίρνοντας κάτω από την Θαλόρη ένα φαρδύ περιφραγμένο μονοπάτι. Είναι ένας αυχένας με γραίγο δυνατό.
– Όση άπνοια και να ‘χει, εδώ πάνω πάντα φυσάει, σχολιάζει ο Μάρκος.
Σε 3΄εγκαταλείπουμε το φιλικό μονοπάτι και παίρνουμε κατεύθυνση ΝΑ. Στο σημείο εξόδου η σήμανση είναι ασαφής, αργότερα όμως γίνεται πυκνή, με κόκκινα σημάδια πάνω στις πέτρες. Στενεύει το μονοπάτι, γίνεται γιδόστρατα. Ταυτόχρονα αποκτάει έντονες κλίσεις και χαλίκια που το κάνουν ολισθηρό. Οι αγκαθωτοί θάμνοι και το θυμάρι είναι η μοναδική βλάστηση του τόπου. Σταδιακά το έδαφος γίνεται ακόμη πιο σαθρό, μετατρέπεται σε «σάρα». Ο Μάρκος το ονομάζει «χαλασά» ή «τσαχαλιά». Φτάνουμε στην σκεπασμένη με λυγαριές κοίτη του φαραγγιού, κάτω από τις κεραίες στη στροφή του δρόμου. Σ’ ένα λεπτό περνάμε από την βραχώδη πύλη του φαραγγιού, μια εικόνα εντυπωσιακή, που από την πρώτη μέρα έχει κινήσει την προσοχή μας. Αποκαλύπτονται πελώριοι κατακόρυφοι βράχοι, πανέμορφα πεύκα φυτρωμένα στους γκρεμούς, το πέλαγος και ο οικισμός του Αη – Γιάννη.
– Αυτό είναι το σημείο που μ’ αρέσει περισσότερο, λέει ο Μάρκος. Είναι όμως και το πιο επικίνδυνο. Χρειάζεται λίγη προσοχή.
Δεν έχει άδικο. Αν οι προηγούμενες σάρες ήταν απλά δύσβατες, τούτο το σημείο του φαραγγιού είναι εχθρικό και επικίνδυνο. Πρόκειται στην ουσία για μερικά διαδοχικά περάσματα στην απόκρημνη πλαγιά, με έδαφος σαθρό, απ’ όπου απουσιάζουν ή είναι υποτυπώδη τα στηρίγματα. Για ένα επτάλεπτο ακολουθούμε όσο πιο πιστά μπορούμε τις οδηγίες και τα βήματα του Μάρκου, γνωρίζοντας πολύ καλά, ότι σ’ αυτό τον τόπο τα λάθη απαγορεύονται. Περνάμε ανακουφισμένοι στην αντικρινή πλαγιά. Ύστερα ξεκινάμε ένα κατηφορικό, κακοτράχαλο μονοπάτι. Κάποια στιγμή εμφανίζεται στα δυτικά ένας γκρεμός με κατακόρυφο βράχο, λείο από τη δράση του νερού.
– Την περίοδο του χειμώνα σχηματίζεται εδώ ένας εντυπωσιακός καταρράκτης, που ξεπερνάει σε ύψος τα 50 μέτρα, λέει ο Μάρκος.
Αν και πρωί ακόμη κάνει ζέστη, ο αέρας έχει πέσει εντελώς. Κατηφορίζοντας συνεχώς καταλήγουμε στον χωματόδρομο πάνω από τον οικισμό, 200 περίπου μέτρα ανατολικά του σπηλαιώδους ναΐσκου του Αη – Γιάννη. Ο χρόνος καθαρής πορείας δεν έχει ξεπεράσει τις δυο ώρες συνολικά.
– Σε ποιον θα σύστηνες αυτό το μονοπάτι; ρωτάω τον Μάρκο.
– Μά, μόνον σ’ αυτούς που ξέρουν να περπατάνε.
ΠΑΡΑΠΛΕΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΚΤΟΓΡΑΜΜΗ
– Μας λείπουν εικόνες της ακτής από την θάλασσα, λέει η Άννα στον Μάρκο.
– Θα μιλήσουμε στον φίλο μου τον Νίκο με το ταχύπλοο. Αρκεί να κρατήσει ο καιρός.
Που φαίνεται, ότι εξακολουθεί να είναι σύμμαχός μας, αφού τέσσερις μέρες τώρα διατηρεί ησυχασμένα τα νερά του Λιβυκού. Κατεβαίνουμε πρωί στο λιμανάκι του Αη – Γιάννη. Εδώ βρίσκεται το γραφικότατο ταβερνείο του Κωστή, ένα πανέμορφο μπαλκόνι πάνω από το κύμα. Πίνουμε καφεδάκι κάτω από τα αρμυρίκια, περιμένοντας τον Νίκο. Που δεν αργεί να φανεί με το όμορφο σκαρί των 5.50 περίπου μέτρων.
Αποφασίζουμε να κινηθούμε αρχικά ανατολικά, προς την κατεύθυνση της Μονής Κουδουμά. Καβαντζάρουμε το ακρωτήριο «Πόντα» και μέσα σ’ ελάχιστα λεπτά περνάμε κάτω από την απόκρημνη ακτή με το σπηλαιώδες εξωκκλήσι του Αγ. Αντωνίου και τα άλλα ασκηταριά, την «Χώρα» και το «Αβατόσπηλο». Βρισκόμαστε ήδη μπροστά στον κολπίσκο και τις εγκαταστάσεις της Μονής. Είναι εντυπωσιακό σε πόσο λίγο χρόνο έχουμε καλύψει, δια της θαλασσίας οδού, την γνωστή μας δίωρης διάρκειας στεριανή διαδρομή.
Πλησιάζουμε στον κάβο Άσπρο Μουρί. Αμέσως μετά παίρνουμε κατεύθυνση για τις «Τρεις εκκλησιές» ήδη όμως έχει σηκώσει ένα βοριαδάκι, που μας βρίσκει στο πλάϊ της πλώρης και μας βρέχει. Περνάμε από ανοιχτά μικρές και μεγάλες θαλασσοσπηλιές, με κατακόρυφους γκρεμούς, εντυπωσιακά πετρώματα και απρόσιτες ακτές.
– Καπετάνιε, διακρίνω ενδιαφέροντα πράγματα στην ακτογραμμή, λέω στον Νίκο Χριστοφοράκη. Με τέτοια ταχύτητα όμως κι από τόση απόσταση, δεν μπορούμε να φωτογραφίσουμε κι ούτε να δούμε λεπτομέρειες.
– Μην ανησυχείτε. Ας φτάσουμε πρώτα ως τα όρια που θα κινηθούμε και στην επιστροφή θα έχουμε όλο τον χρόνο να ασχοληθούμε με την ακτή. Δεν θα μας ξεφύγει τίποτε αξιόλογο.
Φεύγει από πάνω μας το άγχος και απολαμβάνουμε τη διαδρομή μας ως τις Τρεις Εκκλησιές. Ψηλά, πάνω από τον οικισμό, φαίνεται καθαρά το χείλος του περίφημου φαραγγιού του Αμπά. Διακρίνεται ακόμη ο διάσημος καταρράκτης με το αποτύπωμα, πάνω στον πανύψηλο λείο βράχο, της πορείας του νερού. Δυστυχώς τούτη την εποχή είναι στεγνός. Μας αποζημιώνει όμως το μεγαλόπρεπο βράχινο τείχος, που με ύψος πολλών εκατοντάδων μέτρων ορθώνεται προστατευτικά πάνω από τον οικισμό.
Επιστρέφουμε. Είναι μια εμπειρία διαδρομής τελείως διαφορετική. Παραπλέουμε τώρα αργά την ακτογραμμή που μας αποκαλύπτει πάμπολλες αθέατες λεπτομέρειες. Και πρώτα μερικά κατσίκια – αναρριχητές, που ισορροπούν με αξιοθαύμαστη ψυχραιμία σε ιλιγγιώδεις γκρεμούς, με ύψος δεκάδων μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας. Σ’ αυτά τα ζώα η έννοια της υψοφοβίας είναι, άγνωστη.
Ο Νίκος ήδη οδηγεί το σκάφος στα έγκατα της πρώτης θαλασσοσπηλιάς. Έχει πανύψηλη οροφή, πολλά αγριοπερίστερα και δροσιά εκπληκτική. Στη συνέχεια θαυμάζουμε μερικούς κατακόρυφους συμπαγείς βράχους, που ορθώνονται πανύψηλοι πάνω από το νερό.
Εισχωρούμε σε άλλη μία σπηλιά με πολύ χαμηλότερο ύψος οροφής αλλά πολύ μεγαλύτερο εύρος και βάθος. Στην τρίτη σπηλιά εισχωρούμε μ’ ένα στενό άνοιγμα, μας υποδέχεται όμως ένα εντυπωσιακό εσωτερικό.
– Εδώ δικαιούμαστε μια στάση, λέει ο Νίκος. Είναι η ωραιότερη πισίνα για κολύμπι.
Η Νίκη δεν το σκέφτεται καθόλου. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα ξεφωνίζει από ικανοποίηση στην επαφή με το κρυστάλλινο νερό, που μέσα στο ημίφως αποκτά χρωματισμούς εξωτικούς. Ο Νίκος, ωστόσο, δεν χάνει την ώρα του. Το κάθισμα στο μπροστινό τμήμα του σκάφους αποδεικνύεται ένα ευρύχωρο ντουλάπι που χωράει ένα σωρό καλούδια. Μέσα στον πάγο υπάρχουν πιταράκια τριών ειδών από τη μητέρα του Νίκου, ντομάτες, εξαίρετο τυρί και ελιές, ζυμωτό ψωμί και, το κυριότερο, ένα μπουκάλι με πρώτης ποιότητας παγωμένη τσικουδιά. Μένω κατάπληκτος από την τόση οργάνωση, την τόση φροντίδα απέναντι σε ανθρώπους που γνώρισε μόλις σήμερα το πρωί.
– Μά, μου τηλεφώνησε χθες το απόγευμα ο Μάρκος, λέει ο Νίκος. Το μήνυμά του ήταν σαφές. Άλλωστε, μαζί με σας, περνάω όμορφα κι εγώ.
Κοιταζόμαστε με τον Κυριάκο, τη Νίκη και την Άννα. Δεν χρειάζεται τίποτα να πούμε. Όλοι μας, στα πολλαπλά ταξίδια μας στην Κρήτη, έχουμε άφθονες εμπειρίες από τη φιλοξενία και το μεράκι των Κρητικών. Ή τουλάχιστον από τη συντριπτική πλειοψηφία αυτών. Οι ελάχιστες εξαιρέσεις απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Πλησιάζοντας αργά προς την Μονή Κουδουμά παρατηρούμε με ευχέρεια την τοπογραφία του ευρύτατου κόλπου, που με το ημικυκλικό σχήμα και τις κατακόρυφες πλαγιές θυμίζει καλδέρα Σαντορίνης. Στην ακτή δημιουργούνται σποραδικές λιλιπούτειες παραλίες, βοτσαλωτές, με απίστευτα διάφανα νερά, προσιτές μόνον από τη θάλασσα. Φτάνουμε στον Αη – Γιάννη, παίρνουμε μαζί μας τον Μάρκο και όλοι μαζί συνεχίζουμε δυτικά, σε ακτογραμμή πάντα συναρπαστική και πολυποίκιλη. Εδώ είναι ο κάβος και ο όρμος «Σαλαμιάς» με το ομώνυμο φαράγγι, ο κολπίσκος «Βρουλίδια» και στη συνέχεια το «Κατάρτι», ένα μονόπετρο κατακόρυφο. Ακολουθεί ένας κόλπος άγριος και βραχώδης, με πετρώματα σκουρόχρωμα, ηφαιστειογενή, που φέρνουν στη θύμιση Νίσυρο ή Σαντορίνη. Ανάμεσα σ’ αυτές τις κατακόρυφες λάβες έχει καταφέρει να σχηματιστεί μια μικροσκοπική βοτσαλωτή παραλία με εκπληκτικής διαφάνειας νερά.
Καταλήγουμε στην παραλία της Τρυπητής, μεγάλη βοτσαλωτή ακτή κατάσπαρτη με πλήθος τροχόσπιτων. Η ευκολία πρόσβασης δημιουργεί πάντα συνθήκες συνωστισμού. Είναι απομεσήμερο και ζέστη. Το νερό της θάλασσας είναι ιδιαίτερα δροσερό, σε ορισμένα μάλιστα σημεία είναι από τα ρεύματα παγωμένο. Στο ταβερνάκι της Τρυπητής βρίσκουμε ένα δροσερό τραπεζάκι κάτω από τη σκιά μεγάλων αρμυρικιών. Μια δυο παγωμένες ρακές και βάζουμε πλώρη για Αη – Γιάννη. Στο ταβερνείο του Κωστή μαζευόμαστε μια μεγάλη παρέα, πεινασμένη και ζωηρή. Πηγαινοέρχονται οι κανάτες με το υπέροχο κρασί στο χρώμα του κεχριμπαριού. Το συνοδεύουν τα ποικίλα μεζεδάκια που ετοιμάζει ο Κωστής.
Προχωρημένο απόγευμα ανηφορίζουμε στη Θαλόρη. Λίγη ξεκούραση είναι απαραίτητη. Μερικές ώρες αργότερα αρχίζουν οι ρομαντικότερες βραδινές στιγμές από την αρχή της παραμονής μας. Ένα ολόγιωμο φεγγάρι αναδύεται αρχοντικά από τα βάθη του Λιβυκού. Δεν υπάρχει κανένας επισκέπτης που να μην έχει καταλάβει μια αναπαυτική πολυθρόνα απέναντι σ’ αυτό το υπερθέαμα.
ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΣΥΝΕΧΩΝ ΠΕΡΙΗΓΗΣΕΩΝ
Πιστεύαμε, πως μετά τα μονοπάτια και τις ακτογραμμές θα είχαμε τον χρόνο να ξαποστάσουμε λιγάκι. Ο Μάρκος όμως είχε άλλα στο μυαλό του. Στην προσπάθειά του να μας δείξει όσο το δυνατόν περισσότερα και σημαντικότερα από τον τόπο του, εκπόνησε και έβαλε σε εφαρμογή ένα τριήμερο πρόγραμμα περιηγήσεων, από το πρώτο φως της μέρας ως το τελευταίο. Μετά από ατελείωτα πολυποίκιλα χιλιόμετρα και μερικές εκατοντάδες ωραιότατες φωτογραφίες συγκεντρώθηκε υλικό που θα μπορούσε να γεμίσει ένα βιβλίο, υλικό που στο μέλλον δεν θα μείνει αναξιοποίητο. Προς το παρόν ας περιοριστούμε σε μια επιγραμματική αναφορά των συναρπαστικών περιηγήσεων που μας χάρισε ο Μάρκος και προσφέρει επίσης και στους επισκέπτες του, Έλληνες και ξένους.
Δυτικά Αστερούσια
Στεριανή διαδρομή προς Τρυπητή
Έξω από το χωριό κατηφορίζουμε αριστερά προς Τρυπητή. Χωματόδρομος κακοτράχαλος. Σε μια ποτίστρα πάνω από 15 γύπες έχουν κατεβεί για να πιουν νερό. Φαράγγια θεαματικά, βραχότοποι, συνεχείς εναλλαγές. Στα 12 περίπου χλμ. μετά βίας χωράει το αυτοκίνητο σε μια απίθανη στενωπό με βράχους κατακόρυφους. Λίγο αργότερα αρχαιολογικός χώρος Τρυπητής και σπηλαιώδες εξωκκλήσι της Παναγίας σε γιγάντιο Μινωικό τάφο με κωνοειδή οροφή από συμπαγή ασβεστόλιθο, λαξευμένη με απίστευτη συμμετρία. Θαυμάσια παραλία, ρακή στο ταβερνάκι του Μαθιού και ο διάσημος χαρακτηριστικός βράχος της Τρυπητής.
Στη συνέχεια περιοχή «Λούτρα» με αλιευτικό καταφύγιο, ακρωτήριο «Λέντας», αρχαιολογικός χώρος, υπέροχες αμμουδιές. Στον μικροσκοπικό οικισμό του Κρότου, στάση στο καφενείο «Ραχάτι» του Πανάγου Λαμπράκη. Ειν’ ένας πραγματικός καλλιτέχνης της πέτρινης ψηφίδας με έργα εκπληκτικά που κοσμούν τον εσωτερικό και εξωτερικό χώρο. Μας κερνάει μια θαυμάσια ρακή, από τις ωραιότερες που έχουμε πιεί ποτέ.
Ανατολικά Αστερούσια
Διαδρομή προς Αγ. Νικήτα
Κατευθυνόμαστε αρχικά προς Μονή Κουδουμά. Πολύ γρήγορα κατηφορίζουμε προς τον κάμπο. Γυμνό τοπίο, φαράγγι Αγ. Κύριλλου, εκκλησάκι Αγ. Πάντων με παλιό νερόμυλο και πλατάνια. Θεαματική κοιλάδα «Βιτσιλοκάθισμα», από τις «βιτσίλες», όπως ονομάζουν εδώ τους Χρυσαετούς. Χωριουδάκι Αγ. Νικολάου εγκαταλειμμένο, μικρός οικισμός του Πλατανιά με έναν μόνον (!) κάτοικο.
Το τοπίο εξελίσσεται σεληνιακό, με γκρίζους βράχους. Στους Παρανύμφους όμως αλλάζει, με δέντρα και πανέμορφα αμπελάκια. Λίγο πιο κάτω το περιβόητο φαράγγι του Αμπά με τις ιλιγγιώδεις ορθοπλαγιές και τον διάσημο – αλλά στεγνό τώρα – καταρράκτη. Χαμηλά οι Τρεις Εκκλησιές. Ωραίοι οικισμοί Εθιά και Αχεντριάς. Κοιλάδα με τα ωραιότερα ίσως αμπελάκια. Μεγάλη διαδρομή προς Αγ. Νικήτα. Αλλεπάλληλα φαράγγια, τοπία εκπληκτικά. Εκατοντάδες κυψέλες. Και η μέγιστη έκπληξη. Ένα εκπληκτικό σε έκταση και ομορφιά φοινικόδασος, μνημείο της φύσης εκπληκτικό! Στο μοναστήρι του Αγ. Νικήτα θαυμάσια παραλία και χαλάρωση σε περιβάλλον μαγευτικό.
Ειρηνική εισβολή στο Λασίθι
Οροπέδια Ομαλού, Λάπαθου, Καθαρού
Είναι μια περιήγηση απαράμιλλης ομορφιάς με ατελείωτα χιλιόμετρα αλλά και εικόνες μοναδικές. «Εισβάλλουμε» στον Νομό Λασιθίου. Βιάνος, Σύμη και ανηφορίζουμε προς το οροπέδιο Ομαλού. Πευκοδάση, αιωνόβια πουρνάρια, οροπέδιο στα 1300 μέτρα, τελείως επίπεδο, με άφθονο χορτάρι, λιμνούλες, εκατοντάδες πρόβατα και λουλούδια, τόπος ονειρικός. Αμέσως πιο πάνω η οροσειρά της Δείκτης με κορυφές πάνω από τα 2000 μέτρα.
Οροπέδιο Λάπαθου στη συνέχεια, πανέμορφο κι αυτό αλλά πιο τραχύ. Κατήφορος με θέες εκπληκτικές προς Ιεράπετρα, Λιβυκό, Κουφονήσι και εξωτικό Γαϊδουρονήσι. Χριστός, Μάλες και Σελάκανο, φαράγγια, πεύκα και κυπαρίσσια, τόποι πανέμορφοι.
Ανηφορίζουμε προς οροπέδιο Καθαρού.
Καφεδάκι στου Ζέρβα, μνήμες από τον χιονισμένο Γενάρη του 2006. Συνάντηση με τον κτηνοτρόφο και τυροκόμο Γιώργη Τσουκαλάκη. Φτιάνει το περίφημο «τυρί της τρύπας», που ωριμάζει σε φυσική, δροσερή σπηλιά. Αργά τη νύχτα στο μπαλκόνι της Θαλόρης προσπαθούμε να συνέλθουμε από τον καταιγισμό εικόνων και παραστάσεων.
ΟΡΘΗ ΠΕΤΡΑ
ΣΤΟ ΚΤΗΜΑ ΤΟΥ ΣΤΕΛΙΟΥ ΖΑΧΑΡΙΟΥΔΑΚΗ
Ένα απόγευμα βρίσκουμε το χρόνο να πεταχτούμε μερικά χιλιόμετρα ως τον Κάμπο της Μεσσαράς, για να γνωρίσουμε τον δημιουργό της «ΟΡΘΗΣ ΠΕΤΡΑΣ», του κρασιού που από την πρώτη μέρα τόσο μας άρεσε στου Μάρκου. Βρίσκουμε τον Στέλιο Ζαχαριουδάκη να περιποιείται τον αμπελώνα του στο λόφο της «Ορθής Πέτρας», σε υψόμ. 500 μέτρων, κοντά στην Αρχαία Γόρτυνα.
Ό,τι κι αν πούμε γι’ αυτό τον αμπελώνα, λίγο θα είναι. Απλά, είναι η νίκη ενός ανθρώπου απέναντι στο τραχύτατο επικλινές έδαφος και στις μύριες δυσκολίες και περιπέτειές του, ώσπου να δημιουργήσει αυτό το εκπληκτικό κτήμα με τη μοναδική θέα σ’ όλο τον ορίζοντα κι αυτό το εκπληκτικό κρασί στις υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις του. Μακάρι να γνωρίσουν αυτό το υπέροχο προϊόν της κρητικής γης όσο το δυνατόν περισσότεροι οινόφιλοι.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-«Οι Όσιοι Παρθένιος και Ευμένιος και η Ιερά Μονή Κουδουμά», εκδ. ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΚΟΥΔΟΥΜΑ, ΜΟΙΡΕΣ 2003
-CRETE, KAPETANIANA – KOFINAS, Οδηγός Αναρρίχησης, Philippe Bugada
-Στέργιου Σπανάκη, «Πόλεις και Χωριά της Κρήτης στο πέρασμα των αιώνων», ΤΟΜΟΣ Α’, εκδ. Γ. ΔΕΤΟΡΑΚΗΣ Α.Ε.Β.Ε. Ηράκλειο 1993.