Ο Χιώτης λόγιος Γ. Θεοτοκάς έγραφε: “Μπορεί κανείς να πλανιέται ώρα πολλή στον Κάμπο, ανάμεσα στους τοίχους, χωρίς να βλέπει τίποτα από το δάσος, αναπνέοντας μονάχα την ατμόσφαιρά του. Κάποτε ανοίγει μια βαριά πόρτα. Το δάσος επιτέλους απο-φασίζει να φανερωθεί πλούσιο, ζωντανό, σπαρταριστό από δροσιά και τρυφερά μουρ-μουρητά και φλοιφλίσματα. Ένας πλακό-στρωτος σκιερός δρομάκος διασχίζει την χλόη. Ένα μαγγανοπήγαδο τρίζει αργά και ρυθμικά. Το νερό στάζει στις πλάκες μονό-τονα. Μες την πυκνή πρασινάδα ένα παλαιικό σπίτι κρύβει ζηλιάρικα τη μόνωσή του, τις κιτρινισμένες βιβλιοθήκες του και τα μελαγχολικά πορτραίτα των κοριτσιών του 19ου αιώνα. Ο Κάμπος είναι ο ιδανικός τόπος της ιδιωτικής ζωής, της κλειστής, της εσωτερικής ζωής των περιφραγμέ-νων πολυτίμων πραγμάτων. Ο τόπος ό- που θα ήθελε κανείς σε ορισμένες στιγ-μές, να σταθμεύσει για πάντα….”
Σήμερα οι κιτρινισμένες βιβλιοθήκες και τα μελαγχολικά πορτραίτα έχουν σχεδόν εκλείψει, αλλά η τελευταία κυρίως φράση για εμάς που βιώσαμε τον τόπο αυτό εμπεριέχει όλο το νόημα της νοσταλγικής μνήμης.

)