Μετά από πολύχρονη άναρχη οικοδόμηση και επέκταση η πόλη του Ηρακλείου εθεωρείτο -όχι άδικα- παράδειγμα προς αποφυγήν. Τα τελευταία, ωστόσο, χρόνια κάτι αρχίζει να αλλάζει. Και πρώτα στο Νέο Αρχαιολογικό Μουσείο, που στις 27 αίθουσές του περιλαμβάνει αντιπροσωπευτικά δείγματα κρητικής προϊστορίας και ιστορίας 5.500 χρόνων.
Απέναντι από την εμβληματική Πλατεία των Λεόντων η περίφημη Λότζια, η Λέσχη των Ευγενών Βενετών, έχει πλέον αποκατασταθεί. Πολύ σημαντική είναι η πεζοδρόμηση της 25ης Αυγούστου 1898, της επιφανέστερης λεωφόρου του Ηρακλείου.
Εκκλησιά Αγίου Μάρκου του 1239, γραφική Σκεπαστή Αγορά, ναός Αγίου Τίτου και αποκατεστημένος ναός Αγίου Πέτρου, Βενετσιάνικο Φρούριο και Νεώρια, είναι μερικά μόνον από τα υπόλοιπα αξιοθέατα, που μπορεί ο επισκέπτης να θαυμάσει στην αναγεννημένη πόλη του Ηρακλείου.
Ήταν το 1969 όταν πάτησα για πρώτη φορά το πόδι μου στο λιμάνι του Ηρακλείου. Είχα ταξιδέψει όλη νύχτα, με ένα από κείνα τα σαπιοκάραβα της πρώτης ΑΝΕΚ που έκανε δώδεκα ώρες να φτάσει στον προορισμό του. Ήμασταν μια ομάδα φοιτητών πoυ πηγαίναμε με έξοδα του Πανεπιστημίου, να κάνουμε την “εξάσκησή” μας, στο μεγάλο κι “ανυπόταχτο” νησί.
Πρώτη μας εμπειρία: Η ολονύχτια αγρύπνια από το φουρτουνιασμένο πέλαγο. Η δεύτερη: Μια ακατάσχετη φοβία: Πότε θα περάσουμε τη Φαλκονέρα, καθώς ήτανε φρέσκο το ναυάγιο του “Ηράκλειον”, με τόσες χαμένες ψυχές, κοντά στα βράχια της αδηφάγου βραχονησίδας, στη μέση του Μυρτώου πελάγου. Τρίτη εμπειρία: Tο αδιάκοπο τρίξιμο των αρμών του καραβιού που σε συνδυασμό με το τραμπάλισμα δεν μας άφησε να ησυχάσουμε ούτε λεπτό. Σαν αποβιβαστήκαμε το πρωί, ήρθε καπάκι, να επιστεγάσει την αγρύπνια του ταξιδιού, εκείνη η φοβερή κι ανεκδιήγητη ασχήμια, μιας πολιτείας, που αναζητούσες τρόπους να την εγκαταλείψεις το ταχύτερο.
Τι πόλη, Θέ μου, ήταν αυτή; Βρομερή και τρισάθλια, στενή κι ασφυχτικά πολυάνθρωπη, γεμάτη άναρχα, λερωμένα κτήρια, δίχως πάρκα, λιμάνι της προκοπής και με ανθρώπους, που ακόμη καλά – καλά δεν μπορούσαν να αποβάλουν από το πρόσωπό τους τη μαυρίλα από την καπνιά, τις σφαγές και τις λοιδορίες των Τούρκων κατακτητών. Μην ξεχνάμε πως η πόλη απελευθερώθηκε το 1898, αλλά στην Ελλάδα ενσωματώθηκε το 1922. Τότε που έφυγαν οι τελευταίοι τουρκοκρητικοί, με το νόμο των ανταλλαξίμων, της συμφωνίας της Λωζάνης. Ως τότε οι Κρητικοί ζούσαν κάτω από την μπότα του κάθε Σελήμ και Αχμέτ πασά. Είναι αξιοσημείωτα όσα τραγικά και απάνθρωπα περιγράφονται, δίκην μυθιστορίας, στο “Βίο του Καπετάν Μιχάλη” από τον Νίκο Καζαντζάκη και υποτίθεται ότι ανάγονται στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα. Συναφώς οφείλω να υπομνήσω και όλα όσα τραγικά περιγράφονται ότι έλαβαν χώρα στην εξαθλιωμένη Κρήτη, την ίδια περίοδο, από την έξοχη γραφίδα του Παντελή Πρεβελάκη, στο βιβλίο του “Παντέρμη Κρήτη”.
Δεν πέρασαν τριάντα χρόνια από τότε που υποτίθεται πως απελευθερώθηκε η Κρήτη και οι άνθρωποι δεν πρόλαβαν να χαρούν μια σταγόνα ελεύθερης ζωής και νέα επιδρομή, αυτή τη φορά των Γερμανών εισβολέων, τους επανέφερε στην συνηθισμένη “τάξη”. Και από τις λεηλασίες και τους βίαιους εξανδραποδισμούς των Τούρκων οι Κρητικοί πέρασαν στα ίδια και χειρότερα από τους “πολιτισμένους” κατακτητές… Έτσι ήρθε το 1945, έφυγε κι ο τελευταίος Γερμανός κατακτητής, σφάζοντας, καίγοντας και λεηλατώντας, για ν’ αρχίσει η πρώτη μεγάλη ελευθερία του κρητικού λαού.
Όταν λοιπόν εγώ πατούσα πρώτη φορά το πόδι μου στην Κρήτη, οι Κρητικοί είχαν δεν είχαν εικοσιτέσσερα (24) χρόνια ελεύθερης ζωής. Χώρια που δεν άντεχαν τη “σκλαβιά” των συνταγματαρχών, εδώ και δυόμιση χρόνια, από το 1967.
Γι’ αυτό και όσους είδα την πρώτη εκείνη φορά, στην Κρήτη, είχαν το μάτι τους γυαλισμένο κι επιθετικό και οι βλεφαρίδες τους έπαιζαν οργισμένες όταν άκουγαν για “επανάσταση”, “συνταγματάρχες” και “Μεγάλη Ελλάδα”…
Ευτυχώς έφυγα από το Ηράκλειο γρήγορα και κατευθύνθηκα σε κείνον τον ευλογημένο τόπο που τον λένε Μεσσαρά. Στους κόλπους της η αχανής και τροφοδότρα της Ευρώπης πεδιάδα της Μεσσαράς κλείνει τη μινωϊκή Φαιστό, την πολύ σπουδαία αρχαία Γόρτυνα, τα αρχαία Μάταλα (οικιστικές, προϊστορικές σπηλιές) και τις ωραιότερες γραφικές πλαγιές και όψεις του αδάμαστου Ψηλορείτη. Σημειώνω, πρόσθετα, και τις παρθενικότερες παραλίες του Λιβυκού.
Αλλά το θέμα μας δεν είναι η Μεσσαρά ούτε οι ομορφιές του μεγαλείου της κρητικής φύσης.
Ξαναγύρισα στο Ηράκλειο το 1984, μετά το ‘94, κι έκτοτε επισκέπτομαι την Κρήτη ανελλιπώς, σχεδόν κάθε χρόνο. Πιστεύω πως είναι ο ωραιότερος «πλανήτης». Η πίστη μου βασίζεται πάνω στην εμπειρία της γνώσης, των συνθηκών διαβίωσης και του μοναδικού φυσικού διαφράγματος που περιέχει τον μεγαλύτερο πλούτο των ανθρώπινων υλικών: Περιβάλλοντος, κλίματος, εδαφικής μορφολογίας, οικισμών, αρχαίων πολιτειών και συνάξεων (μοναδικό συγκέντρωμα τόσων αρχαίων πόλεων και πολιτισμών) κι ένα ακαταμάχητο υπέδαφος καρποφορίας των γνησιότερων αγαθών της Γης…
Το Ηράκλειο όλα αυτά τα χρόνια άλλαζε ραγδαία, δίχως να το καταλαβαίνω… Αποβιβαζόμουνα στην πόλη κι έφευγα δρομαίος για τα όλο και πιο ακαταγώνιστα και διαρκώς ανανεούμενα μυστικά της κρητικής ενδοχώρας, που έρχονταν και ξαναέρχονταν στην επιφάνεια της γνωστικής μου εμπειρίας.
Λυπάμαι που θα το πω, μα είναι αλήθεια. Μόλις εφέτος κατάφερα να δω την πόλη αυτή, με τα μάτια της ψυχής, της ιστορίας, της νόησης και των αισθητών αντικρισμάτων.
Οι διπλές φετινές εκλογές με ανάγκασαν να παραμείνω στην πόλη δύο εικοσιτετράωρα, πέρα από τις επιλογές και πεποιθήσεις μου, έτσι ώστε να αναγκαστώ να ψάξω τις δομές και τον πολιτισμό της, αλλά και τις αλλαγές που είχαν επισυμβεί και δεν είχα την ικανότητα και την πρόνοια να εντοπίσω, τόσον καιρό. Γιατί το Ηράκλειο έχει αλλάξει πολύ και, το κυριότερο, έχει δεθεί με το άρμα μιας άκρως πολιτισμένης και βιοτής πολιτείας, που οι ξένοι περιηγητές και τουρίστες του υψηλού επιπέδου και βαλαντίου, την έχουν τοποθετημένη στο διαρκές στόχαστρο των επιλογών τους.
Αλλά τι είναι αυτό που έκαμε η ίδια η πόλη και οι άρχοντές της, ώστε να τη μεταβάλουν τόσο γρήγορα, τόσο απτά και τόσο πετυχημένα;
Ας κάνουμε μια αναγκαία αναδρομή.
Οι Μινωίτες της Κνωσού ίδρυσαν, στη θέση που σήμερα βρίσκεται η σύγχρονη πόλη, έναν παραθαλάσσιο οικισμό κι ένα μικρό λιμάνι που το ονόμασαν Ηράκλειο, επειδή προφανώς εκεί πρέπει να υπήρχε κάποιο Ιερό του Ηρακλή. Όλα τα αγαθά και τα εμπορεύματα που φορτώνονταν και ξεφορτώνονταν, ήταν περαστικά για την Κνωσό.
Με την καταστροφή της Κνωσού, ωστόσο, το Ηράκλειο συνέχισε να είναι ένα μικρό, αμελητέο, φτωχοχώρι. Η περιοχή σιωπά μες στους αργοκίνητους αιώνες της συνέχειας και ξανακούγεται εκεί κοντά στο τέλος της πρώτης βυζαντινής κυριαρχίας. Στον 9ο μ.Χ αιώνα. Στο μεταξύ οι Βυζαντινοί ξέγραψαν το αρχαίο της όνομα και της έδωσαν το καινούργιο, βαφτίζοντας την περιοχή με το όνομα Κάστρο.
Δεν πέρασαν πολλά χρόνια και νέοι επιδρομείς, οι Αραβες Σαρακηνοί, καταλαμβάνουν την περιοχή και το λιμάνι και τη βαφτίζουν Rabdh el Khandak, δηλαδή το Κάστρο με το χαντάκι. Σιγά – σιγά το Κάστρο με το χαντάκι γίνεται το διάσημο επίκεντρο της πειρατίας σε όλη τη Μεσόγειο.
Έτσι έμεινε ως το 961 μ.Χ., όταν ο Νικηφόρος Φωκάς απελευθερώνει την Κρήτη και της δίνει το όνομα Χάνδακας, όπως επιθυμούσαν και οι ντόπιοι.
Αυτά μέχρι τότε που ήρθε ο Βενετσιάνικος στόλος, έφερε την ενετική κυριαρχία κι επικράτηση και μαζί το καινούργιο όνομα του λιμανιού, το Candia, ένα όνομα που σιγά – σιγά επικράτησε για όλη την Κρήτη. Στη διάρκεια της ενετικής δεσποτείας κτίζονται πολλά δημόσια οικοδομήματα, ναοί, πλατείες, κρήνες και Ακαδημίες.
Οι Τούρκοι όμως παραφυλάνε. Αρχίζουν τον ψευτοπόλεμο στους Ενετούς και πλευροκοπούνε το νησί. Το 1645 καταλαμβάνουν τα Χανιά κι έπειτα από 24 χρόνια πολιορκίας μπαίνουν θριαμβευτές στην Κάντια. Την πόλη μετονομάζουν σε Μεγάλο Κάστρο, ονομασία που διατηρήθηκε μέχρι την απελευθέρωσή της.
Η αρχιτεκτονική των Τούρκων αλλοιώνει το χαρακτήρα τής μέχρι τότε όμορφης πόλης. Στενά σοκάκια, μικρά σπιτάκια, κολλητά το ένα με το άλλο, γκρέμισμα εκκλησιών ή μετατροπή τους σε τζαμιά. Το καταστροφικό έργο των Τούρκων έρχεται να συμπληρώσει ένας τρομακτικός σεισμός, το 1856 που ισοπεδώνει την πόλη. Από τα χιλιάδες κτήρια που υπήρχαν, έμεινα αλώβητα μόνο τα 19. (Αξίζει να το θυμόμαστε αυτό, σε σύγκριση με τους σεισμούς στην πόλη μας, τον Βόλο. Και το χεράκι που έβαλαν οι αυτόχθονες αρχιτέκτονες και μηχανικοί).
Το μεγάλο πατατράκ όμως και η ισοπέδωση της πόλης γίνεται μόλις το 1898, στις 25 Αυγούστου, οπότε και λαμβάνουν χώρα οι φοβερές λεηλασίες, σφαγές, βιασμοί και η ανεξέλεγκτη δήωση προσώπων και πραγμάτων, αδιακρίτως.
Αυτό το “αδιακρίτως” των σφαγών ήταν που τους έφαγε τους Τούρκους. Ανάμεσα στους σφαγμένους βρέθηκαν και 17 Άγγλοι στρατιώτες της ναυτικής μοίρας που ναυλοχούσε στην πόλη. Ύστερα από 15 μέρες αναμονής οι Άγγλοι επεμβαίνουν – για πρώτη φορά – και γράφουν το τέλος της τουρκικής κατοχής στο μαρτυρικό νησί. Ένα μήνα αργότερα την Κρήτη έχει εγκαταλείψει κι ο τελευταίος Τούρκος στρατιώτης.
Με την απόκτηση της Αυτονομίας τους οι Κρητικοί, επαναφέρουν το αρχικό – και αρχαίο – όνομα της πόλης, που πλέον ξανακούγεται ως Ηράκλειο.
Το τι έγινε από κει και πέρα στο Ηράκλειο αποτελεί το βασικό μοτίβο των εξελίξεων που άγγιξαν όλες τις ελληνικές πόλεις. Ισοπέδωση των παλιών κτηρίων, στρίμωγμα οικιστικό, λαϊκή και τσιμεντένια αρχιτεκτονική, δίχως φαντασία και τόλμη, δίχως ρυθμό, πνιγμός των αστικών περιοχών από τον σφιχτοδεμένο οικιστικό ιστό, έλλειψη πρασίνου, πλατειών, λεωφόρων και δημόσιων χώρων ανάπαυσης, ψυχαγωγίας και περισυλλογής. Ένα οικιστικό μπάχαλο που κατερήμωσε τη χώρα και όλες τις πόλεις, που όμοιό του δεν είχε γνωρίσει, παρόλες τις καταστροφές που προξένησαν οι ξένοι κατακτητές και η ανεξέλεγκτη εξουσία. Το Ηράκλειο ξαφνικά πήρε την όψη μιας πανάθλιας πόλης, όψη που διατήρησε μέχρι την περασμένη δεκαετία.
Τι έγινε λοιπόν ξαφνικά και στην πόλη αυτή, στο μέτρο του εφικτού και των δυνατών παρεμβάσεων που επιχειρήθηκαν από τους ενεργείς και εμπνευσμένους πολιτικούς, τεχνοκράτες και σχεδιαστές της αναγέννησης;
Θα το δούμε αυτό με τον περίπατο που θα κάνουμε μια μέρα του φετινού Μάη, καθώς οργώσαμε τον κεντρικό πυρήνα (ιστορικό κέντρο) της πόλης και όχι τις συνοικίες και τις γειτονιές, που ωστόσο δεν αλλάζουν με τίποτε…
Όπως –κακά τα ψέματα– δεν μπορεί ν’ αλλάξει και η Αθήνα. Ό,τι και να γίνει.
Είναι χαράματα – μόλις έχω παραδώσει τον εκλογικό μου σάκο και βρίσκομαι σε υπερένταση. Δε νυστάζω κι ούτε νιώθω κουρασμένος. Βγαίνω από το νεοκλασικό δικαστικό μέγαρο, επί της οδού Δικαιοσύνης και τραβάω δυτικά μέχρι να συναντήσω την πλατεία των Λιονταριών. Θέλω να περπατήσω στην πόλη, αλλά πριν απ’ αυτό δεν ξεχνώ μια παλιά μου συνήθεια. Να πάω στο Κιρ-Κορ, το περίφημο μπουγατσάδικο της πλατείας των Λιονταριών, να φάω μια μπουγάτσα με μυζήθρα. Σπάνια γεύση, που το μαγαζί την έχει διατηρήσει εδώ και δεκαετίες.
Η συνήθεια αυτή έρχεται από παλιά (από τον 16ο αιώνα), καθώς οι περισσότεροι ταξιδιώτες, φτάνοντας στο Ηράκλειο αξημέρωτα, τραβούν για την κρήνη των Λεόντων, ώσπου να χαράξει. Η πλατεία των Λιονταριών είναι εκείνη που ξενυχτάει και στην οποία βρίσκουν καταφύγιο όλοι οι περιηγητές, οι αργόσχολοι και οι λουφαδόροι.
Άλλωστε όλοι οι οδηγοί προτείνουν την πλατεία των Λιονταριών ως την απαρχή κάθε περιήγησης. Η κρήνη των Λεόντων, η περίφημη κρήνη που έφτιαξε το 1627 ο Φραγκίσκος Μοροζίνι, αποτελείται από τέσσερα μαρμάρινα λιοντάρια, με ανάγλυφα δελφίνια, Τρίτωνες και διάφορες Νύμφες, γύρω από αυτά. Στην κορυφή της κρήνης υπήρχε υπερφυσικό άγαλμα του Ποσειδώνα, το οποίο κατέστρεψαν οι Τούρκοι.
Απέναντι και διαγώνια από την κρήνη και την μικρή πλατεία βρίσκεται η επίσης περίφημη και καταπληκτική Λότζια, η Λέσχη των ευγενών Βενετών. Η Λότζια ήταν όρθια, αλλά σε άθλια κατάσταση μέχρι που η δημοτική αρχή αποφάσισε, με σεβασμό, να την αποκαταστήσει. Έτσι σήμερα εκεί, στη γωνία της πλατείας, στέκεται ένα μεγαλεπήβολο κτήριο εποχής (1626) που τραβάει την προσοχή του βλέμματος και τον θαυμασμό.
Στην απέναντι άκρη της Λότζιας, στα όρια της πλατείας, καθώς κοιτάζω τα λιοντάρια, υπάρχει ένα θαυμάσιο ναϊκό κατασκεύασμα, η εκπληκτική Εκκλησία του Αγίου Μάρκου, έργο του 1239, των αρχών, δηλαδή, της Ενετοκρατίας.
Και καθώς γνωρίζω ότι εκεί γίνονται καλλιτεχνικές εκθέσεις και εκδηλώσεις, παρατάω την μπουγάτσα και πετιέμαι ως εκεί. Η αίθουσα κοσμείται από μια εντυπωσιακή παρουσία έργων, αντιγράφων και φωτογραφικών αναπαραστάσεων και λεπτομερειών της ζωής και των πονημάτων του Μεγάλου Κρητικού Δομήνικου Θεοτοκόπουλου.
Η μυσταγωγία και η ιδεοληπτική κατάνυξη από την ευρυχωρία, τη μυστικοπάθεια και το όλο σκηνικό του Ναού, υποβάλλει τον επισκέπτη, για να παραμείνει ώρες ατέλειωτες, ώρες θαυμασμού, καλλιτεχνικής αποτίμησης και περισυλλογής.
Βγαίνω στον βουερό αέρα του Ηρακλειώτικου χαχανητού. Από νότια η πλατεία οδηγεί σε μιαν άλλη υποτιθέμενη μικρή διασταύρωση – πλατειούλα, την επονομαζόμενη πλατεία Νικηφόρου Φωκά, από την οποία ξεκινάει ο υπέροχος εμπορικός δρόμος με την ονομασία οδός 1866. Σκεπαστή αγορά με πεζόδρομο, πλακοστρωμένο, πολύχρωμα μαγαζιά με τοπικά προϊόντα και περίτεχνα οικοδομήματα από δω κι από κει.
Από τις μινιατούρες της Κνωσού, τον Πρίγκιπα των Κρίνων και τους εντόπιους μαχαιράδες μέχρι τη γραβιέρα των Ανωγείων και το λάδι της Μεσσαράς η απόσταση δεν είναι μεγάλη. Γι’ αυτό και διανύεται εύκολα, γρήγορα κι ευχάριστα.
Τελειώνοντας τον πεζόδρομο έρχεται φάτσα να προβάλει ο Σεμπίλ χανές του παλιού τούρκικου καφενείου και η θρυλική κρήνη Μπέμπο, θαυμάσιο κρηνικό αρχιτεκτόνημα της Ενετοκρατίας, του 1588. Εδώ είμαστε στην πλατεία Βιντσέτζου Κορνάρου ή πλατεία της Βαλιδέ Τζαμί, όπως τη λένε ακόμη και σήμερα οι Ηρακλειώτες.
Κάνω αναστροφή. Περνάω έξω από τα Γρουσουζάδικα, τους πλαϊνούς πεζόδρομους της 1866 κι αρχίζω τον κατήφορο μέσω της παλιάς λεωφόρου 25ης Αυγούστου 1898
Εδώ θα κάνω μια μελαγχολική στάση. Μελαγχολική για την πόλη μου τον Βόλο. Η παλιά και σημαντικότερη λεωφόρος του Ηρακλείου, της 25ης Αυγούστου 1898, ήταν η οδός των μεγάλων καταστημάτων, των κεντρικών πρακτορείων και των νευραλγικότερων επιχειρηματικών γραφείων. Ε! αυτή η λεωφόρος, πάρθηκε η ηρωική απόφαση, η οποία κι εκτελέστηκε σχεδόν ανώδυνα, να μετατραπεί στον καταλυτικότερο πεζόδρομο της νέας πόλης.
Το αποτέλεσμα είναι απίστευτα αισθητικότερο και όχι μόνο. Δημιούργησε νέες θέσεις εργασίας και αναψυχής και εμπέδωσε στους ντόπιους και στους ξένους το δόγμα της παραδοσιακής φόρμας που καλυτέρευσε τη ζωή και το μόχθο χιλιάδων ανθρώπων. Διαμαρτυρήθηκαν, για κάμποσο, οι οδηγοί και οι κάτοχοι των διαμερισμάτων και των γραφείων, για την έλλειψη επικοινωνίας ή οδηγικού τραμπουκισμού στη μέση της πόλης, αλλά γρήγορα αποκαταστάθηκε το πνεύμα και η ζωή στους ρυθμούς της νωχέλειας, της ομορφιάς και της ελκυστικής παράδοσης.
Ο περίπατος που συνεχίζεται από αυτόν το μαγικό πεζόδρομο ανεβάζει στροφές και δεν θέλεις να τελειώσει. Έτσι όμως αποκαταστάθηκαν και καλλωπίστηκαν και όλα τα αρχοντικά, όσα είχαν απομείνει, αλώβητα, από τους βενετσάνους, τους τούρκους και τους αφανιστές νεοτεχνοκράτες Ελληνες της μεταμοντέρνας τσιμεντοφιλοσοφίας.
Λίγο παρακάτω από τη Λότζια και τον Αγιο Μάρκο, σε μια βαθουλωτή κι έξοχη πλατειούλα εμφανίζεται το, κατά τη γνώμη μου, ωραιότερο μνημειακό έργο του Ηρακλείου, ο Ναός του Αγίου Τίτου.
Ο Άγιος Τίτος που υπήρξε μαθητής του Απόστολου Παύλου, ήταν ο πρώτος επίσκοπος Κρήτης και προστάτης του νησιού. Βέβαια η αρχική του θέση δεν ήταν εδώ, αλλά στην αρχαία Γόρτυνα, όπου υπήρχε μεγαλοπρεπής βυζαντινός ναός, ρωμαϊκού τύπου και ρυθμού. Η εκκλησία εκείνη καταστράφηκε από τους Αραβες το 824 μ.Χ. και στη συνέχεια, περί τα μέσα του 10ου αιώνα μεταφέρθηκε εδώ στο Χάνδακα, δηλαδή το Ηράκλειο.
Η αντιπαράθεση όμως, τόσο κοντά, του Αγίου Μάρκου, ενός ρωμαιοκαθολικού αγίου, με τον Άγιο Τίτο, αμιγώς ορθόδοξο, δημιούργησε ρήξεις και τέτοια φονικά μεταξύ Κρητικών και Βενετσιάνων που τύφλα να ‘χουν οι αλλόθρησκοι.
Όμως οι Ενετοί έδειξαν σεβασμό σε αυτόν τον Κρητικό άγιο και δεν τον πείραξαν. Έτσι σώθηκε ο αρχικός ναός, ο οποίος όμως αργότερα – επί Τουρκοκρατίας – έγινε τζαμί. Έτσι όμως σώθηκε και πάλι το αρχικό και περίτεχνο κατασκεύασμα. Το 1923, τελικά, ο Ναός του Αγίου Τίτου αποκαταστάθηκε στην αρχική του μορφή, με μικρές και λεπτομερείς παρεμβάσεις και σήμερα αποτελεί τον καλύτερο πρεσβευτή και το ωραιότερο ναϊκό κόσμημα της πόλης του Ηρακλείου.
Κατηφορίζοντας την 25ης Αυγούστου, η οποία πέρασε στην ιστορία ως η πιο ένδοξη και κοσμική οδός του Χάνδακα, με την επωνυμία Ρούγα Μαΐστρα (Ruga Maistra) περνάμε έξω από το Δημαρχιακό Μέγαρο που στεγάζεται στο παλιό κι αναστηλωμένο κτήριο των Βενετικών Στρατώνων, παρακαλώ, στο βόρειο τοίχο του οποίου είναι εντοιχισμένο ένα γλυπτό, απομεινάρι παλιάς κρήνης των Ενετών.
Ο κατήφορος μας φέρνει στη συμβολή με την παραλιακή λεωφόρο Σοφοκλή Βενιζέλου, στη μέση της οποίας μια μικρή κυκλική πλατειούλα ένα χαριτωμένο τριπλό χάλκινο άγαλμα δελφινιών στέκεται, για να θυμίζει τη σφαγή των Άγγλων στρατιωτών, από αφορμή της οποίας απελευθερώθηκε η Κρήτη. Να λέγονται αυτά…
Διασχίζουμε τη λεωφόρο και την πλατειούλα, μέσα σε βαβούρα και αμαξιθηρία. Δεξιά μας απλώνεται το Ενετικό λιμάνι, ένα σύγχρονο αραξοβόλι των τουριστικών σκαφών, και ολομπροστά μας, με βόρειο προσανατολισμό, έρχεται να αποκαλυφτεί ο περίφημος Κούλες, απέναντι ακριβώς από τα εντυπωσιακά και πανέμορφα – έτσι όπως έγιναν – Ενετικά Νεώρια.
Τα Νεώρια που απλώνονταν κατά μήκος της σημερινής παραλιακής, ήταν 19 συνολικά, αλλά τα γκρέμισε η νεοελληνική αδηφαγία για να ανοικοδομήσει την πόλη (!) Σώθηκαν από αυτή την καταστροφή περί τα πέντε, που φωτίζονται έξοχα κάθε βράδι και κοσμούν τον υπέροχο παραλιακό ιστό της σύγχρονης πόλης.
Τελευταίος μένει ο περίπατος – διάσχιση του Ηρακλειώτικου “κορδονιού”, του λιμενοβραχίονα που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο μέρος των ξένων και ντόπιων περιπατητών. Ο Κούλες (το βενετσιάνικο φρούριο Rocca al Mare) δεσπόζει σε αυτό το πανέμορφο οδοιπορικό της ενετικής προκυμαίας. Μπροστά, κατάφατσα, το σημερινό υπέροχο μνημείο των Ενετών που στεγάζει καλλιτεχνικές κι επετειακές εκδηλώσεις. Kι από κει και κάτω ο περίπατος χιλιάδων ανθρώπων, (νέων, μεσόκοπων, ποδηλατών, κοριτσιών, φίλων, συντρόφων, γειτόνων, γιάπηδων, αθλούμενων, ανάπηρων και διψασμένων εραστών της θαλασσινής βόλτας και περισυλλογής), προστατευμένος από το ψηλό τειχίο, για ενάμιση περίπου χιλιόμετρο πορεία, σε μια αστέρευτη κι αέναη κίνηση προς το άχρονο και το αγαθό.
Επιστρέφουμε για να κάνουμε δύο παρακάμψεις. Μία προς τα δεξιά της παραλιακής, για να ανακαλύψουμε, σε ελάχιστα μέτρα, τον μόλις νεοαποκαταστημένο Ναό του Αγίου Πέτρου, ένα εκπληκτικό αποτέλεσμα ναϊκής αποκατάστασης και το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο της Πόλης, που στεγάζεται σε ένα θαυμάσιο νεοκλασικό που δώρισε ο Ανδρέας Καλοκαιρινός και το οποίο αποτελεί το θησαυροφυλάκιο των πολύτιμων κειμηλίων και αντικειμένων του ιστορικού αγώνα των Κρητικών για την ανεξαρτησία τους και όχι μόνο, βέβαια.
Η άλλη παράκαμψη θα γίνει από την πλατεία των Λιονταριών, στην οποία θα επιστρέψουμε, με κατεύθυνση ανατολική, μέσω της εμπορικής οδού Δαιδάλου, η οποία θα μας βγάλει στην πλατεία Ελευθερίας. Εκεί στην απέναντι γωνία, βρίσκεται το σπουδαιότερο και καλύτερο Μουσείο στην Ελλάδα, μετά από αυτό της Ακρόπολης: Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου.
Σε ένα κτήριο επιεικώς αδιάφορο που χτίστηκε επάνω στα ερείπια ενετικού οικοδομήματος, θα δείτε – και τι δεν θα δείτε – από όλη την ιστορία της Κρήτης, τα πρωτομινωϊκά χρόνια κι έπειτα. Oλες τις πόλεις κι όλα τα ευρήματα και τα κειμήλια από τα παλάτια της Κρήτης που πέρασαν κι έμειναν ερείπια στιβαρά κι ασυναγώνιστα: Τα παλάτια της Κνωσού, της Φαιστού και της Ζάκρου, την πόλη της Ελεύθερνας, την αρχαία Λατώ, τη Δρήρο και την Πραισό, τα μινωϊκά νεκροταφεία στο Φουρνί και στους Αρμένους, τα Ιερά κορυφής, του Γιούχτα και του Βρύσινα, τις Μουρνιές, τον παράλιο Κομμό, την αρχαία Τύλισο και τα Μάλια. Και τέλος τον καλλιτεχνικά αξεπέραστο Πρίγκιπα των Κρίνων.
Δεν έχει τελειωμό αυτή η απέραντη ιστορία της διαχρονικής Κρήτης, εδώ μέσα στο οικουμενικό Μουσείο του Ηρακλείου…