– Χίλια άτομα σε μια αίθουσα σπηλαίου! Μήπως είναι υπερβολή; ρωτάω την Άννα.
– Δεν ξέρω, έτσι μου είπαν. Μα και λιγότερους να χωράει, θα είναι οπωσδήποτε μια αίθουσα τεράστια. Αυτό βέβαια που αξίζει περισσότερο, είναι ότι εκεί μέσα τελείται λειτουργία. Φαντάσου το θέαμα με τα εκατοντάδες αναμμένα κεριά, και τους πιστούς να παρακολουθούν τη λειτουργία σε μια σπηλιά.
Δεν χρειαζόμουν ν’ ακούσω περισσότερα. Η φαντασία μου είχε ήδη εξαφθεί στον υπέρτατο βαθμό. Στις 28 Αυγούστου έπρεπε να βρεθούμε στο σπήλαιο του Αϊ-Γιάννη, στη νήσο Ηρακλειά.
– Χίλια άτομα σε μια αίθουσα σπηλαίου! Μήπως είναι υπερβολή; ρωτάω την Άννα.
– Δεν ξέρω, έτσι μου είπαν. Μα και λιγότερους να χωράει, θα είναι οπωσδήποτε μια αίθουσα τεράστια. Αυτό βέβαια που αξίζει περισσότερο, είναι ότι εκεί μέσα τελείται λειτουργία. Φαντάσου το θέαμα με τα εκατοντάδες αναμμένα κεριά, και τους πιστούς να παρακολουθούν τη λειτουργία σε μια σπηλιά.
Δεν χρειαζόμουν ν’ ακούσω περισσότερα. Η φαντασία μου είχε ήδη εξαφθεί στον υπέρτατο βαθμό. Στις 28 Αυγούστου έπρεπε να βρεθούμε στο σπήλαιο του Αϊ-Γιάννη, στη νήσο Ηρακλειά.
Πίνουμε τον πρωινό καφέ μας στο «Μπαλκόνι του Μαΐστρου». Έτσι ονόμασα αυτό το εκπληκτικό ταρατσάκι του δωματίου μας, στο υψηλότερο σημείο του δυτικού λόφου του οικισμού του Αϊ-Γιώργη. Ξεκίνησε από χθες βράδυ ν’ αλλάζει ο καιρός. Ακούγαμε τη νύχτα στα κλειστά παντζούρια το μαΐστρο. Και σήμερα τα χαράματα οι δροσερές πνοές του μας ανάγκασαν να ρίξουμε κάτι από πάνω μας. 27 Αυγούστου, ημέρα Κυριακή. Παραμονή της λειτουργίας στο σπήλαιο του Αϊ-Γιάννη του Προδρόμου, εδώ στην Ηρακλειά.
Δεν έχουμε συμπληρώσει ούτε ένα 24ωρο ακόμη στο μικρό Κυκλαδονήσι – το δυτικότερο του τόξου των λεγόμενων «Μικρών Κυκλάδων» – και αισθανόμαστε ήδη μια απέραντη γαλήνη, άγνωστη στα μεγάλα διάσημα κυκλαδίτικα νησιά. Μόνον ένα αγροτικό πέρασε τόση ώρα κάτω απ’ το μπαλκόνι του δωματίου μας και συνέχισε σε χωματόδρομο με κατεύθυνση δυτική. Η ίδια περίπου ηρεμία επικρατούσε και στο λιμάνι του Αγ. Γεωργίου χθες το απομεσήμερο. Δυο-τρεις δεκάδες αποβιβαστήκαμε όλοι κι όλοι και περίπου άλλοι τόσοι τερμάτισαν τις διακοπές τους. Καταστάσεις σχεδόν οικογενειακές. Ο Αύγουστος βέβαια έφτασε στο τέλος του, δεν φαντάζομαι όμως, ότι και δυο βδομάδες νωρίτερα θα δυσανασχετούσαμε από κάποιον υπερβολικό συνωστισμό. Τα μεγέθη άλλωστε του νησιού είναι απαγορευτικά στην εισβολή του μαζικού τουρισμού, αφού το σύνολο των ενοικιαζόμενων δωματίων φτάνει δεν φτάνει τα 100.
Από την πρώτη κιόλας προσέγγιση στο λιμάνι αισθανόμαστε μια ευχάριστη οικειότητα. Εκτός από τον βοριά ο μακρόστενος κολπίσκος είναι προφυλαγμένος απ’ όλους τους καιρούς. Την ώρα της άφιξής μας τα νερά είναι ήρεμα και διάφανα, σαν φυσική πισίνα που καταλήγει σε μια μικρή, ωραιότατη αμμουδιά. Αρκετοί Έλληνες και ξένοι χαίρονται τη ζέστη του ήλιου ή την ευχαρίστηση της δροσιάς κάτω από πελώρια αρμυρίκια, που ρίχνουν τη σκιά τους κατά μήκος της ακτής. Το ίδιο προνόμιο μπορεί ν’ απολαύσει ο κάθε επισκέπτης, από την πρώτη στιγμή που φτάνει στο νησί. Απλά αφήνει τις αποσκευές του πάνω στην άμμο, απαλλάσσεται από τα παραπανίσια ρούχα και βουτάει. Ύστερα, δροσερός και αλαφρωμένος από την ταλαιπωρία του ταξιδιού, μπορεί να ασχοληθεί με την διαδικασία της διαμονής. Είναι μία ιδιαίτερη, δωρεάν παροχή στον επισκέπτη της Ηρακλειάς, μια πολυτέλεια που θεωρείται σπάνια σε άλλα νησιά.
Η φιλικότητα που αποπνέει το λιμάνι συνεχίζεται και στο εσωτερικό του οικισμού. Ο Αγ. Γεώργιος αγκαλιάζει την παραλία χτισμένος αμφιθεατρικά σε δυο λόφους αντικριστούς, ενδιάμεσα παρεμβάλλεται ένας χείμαρρος, που με τις βροχές του χειμώνα κατεβάζει το νερό του στην ακτή. Η κοίτη του χειμάρρου είναι σχεδόν ασαφής μέσα στην αφθονία από συκιές, αμυγδαλιές, αχλαδιές και αμέτρητες φραγκοσυκιές. Τα σπίτια που είναι χτισμένα πάνω στη ρεματιά έχουν στις αυλές τους ροδιές, λεμονιές, υπέροχες μπουκαμβίλιες και ανθισμένα γιασεμιά, που σπάταλα σκορπίζουν στον αέρα το άρωμά τους. Εδώ είναι και η εκκλησία του πολιούχου Αγ. Γεωργίου, κτίσμα του 1834, που ανακατασκευάστηκε το 1998 επειδή η οροφή του έσταζε νερό. Μια ολάνθιστη μπουκαμβίλια πίσω από την εκκλησία, μοιάζει με φυσική μωβ ομπρέλλα απαράμιλλης ομορφιάς. Αυτό το μωβ χρώμα που είναι κυρίαρχο παντού, εναλλάσσεται εκπληκτικά με το λευκό στους τοίχους και το βαθύ μπλε στα παράθυρα και τις πόρτες των περισσότερων σπιτιών. Καλοσυνάτοι άνθρωποι, καθισμένοι στις σκιερές αυλές, απολαμβάνουν την ησυχία τους και το δροσερό αεράκι που διατρέχει τη ρεματιά. Μας χαιρετάει πρόσχαρα ένα ηλικιωμένο ζευγάρι.
– Δεν τα μαζεύετε τα φραγκόσυκα; τους ρωτάω.
– Πόσα να φάει κανείς; Είναι ατελείωτα. Ύστερα, αυτά είναι καλά, όταν είναι λίγο αγουρωπά. Όταν παραωριμάσουν γίνονται σαν φάβα.
Βαδίζουμε μερικές εκατοντάδες μέτρα πλάι στην κοίτη του χειμάρρου. Περνάμε μπροστά από τη όμορφη εκκλησία του Ταξιάρχη, χτισμένη στα τέλη του 19ου αιώνα από τον παπά-Μανώλη Σίμο. Ιδιαίτερης καλλιτεχνικής αξίας είναι το τέμπλο του ναού. Μετά την εκκλησία στρίβουμε αριστερά. Σχολείο, ένα θαυμάσιο αλώνι, μονοπάτι και μετά από μερικά λεπτά βγαίνουμε στον κεντρικό δρόμο που οδηγεί στην παραλία του Λιβαδιού και στα υψηλότερα σημεία του οικισμού. Η θέα στο χωριό και στον πελαγίσιο ορίζοντα είναι ανεμπόδιστη και πολύ πλεονεκτική. Δικαιολογείται έτσι απόλυτα η έντονη ανοικοδόμηση με ωραίες κατοικίες και μικρά συγκροτήματα ενοικιαζόμενων δωματίων σε μεγάλο τμήμα της επιφάνειας του λόφου. Ούτε η μικρή Ηρακλειά είναι σε θέση ν’ αποφύγει την πρόκληση της ανάπτυξης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον τόπο, θετικό ή αρνητικό.
Επιστρέφοντας κάνουμε στάση στο δροσερό μπαλκόνι της ταβέρνας «Μαϊστράλι», για ένα καφεδάκι με θέα τη θάλασσα και τη Νάξο. Συνεχίζουμε την περιδιάβασή μας στις ήπιες ανηφόρες του αντικρινού λόφου του οικισμού. Στενός δρόμος, ανάμεσα σε μικρομάγαζα και σπίτια. Ρωτάμε για τον Φάνη Γαβαλά, τον επονομαζόμενο «Αγράντη», τον κορυφαίο μελισσοκόμο του νησιού. Τον βρίσκουμε στο σπίτι του, με τη γυναίκα του Φανή. Μας καλωσορίζουν εγκάρδια και μας προσφέρουν καφεδάκι.
– Γιατί μπάρμπα-Φάνη είσαι τόσο γνωστός; τον ρωτάω κάποια στιγμή.
– Ξέρω και γω; Ίσως γιατί από πάππου προς πάππου βγάζω μέλι. Έκλεισα κιόλας 42 χρόνια αγάπης για τις μέλισσες και ευτυχώς θα συνεχίσει ο γιος μου ο Δημήτρης.
Αρχίζει ο μπάρμπα-Φάνης να μιλάει με πάθος για την τόσο ιδιαίτερη κοινωνία των μελισσών, για το ύψος της παραγωγής μελιού, που σε μια καλή χρονιά μπορεί κάθε κυψέλη να φτάσει ή και να ξεπεράσει τα 15 κιλά. Τέλος, μιλάει με περηφάνεια για την μοναδική ποιότητα του μελιού της Ηρακλειάς.
– Αποκλειστικά και μόνον θυμαρίσιο είναι το μέλι μας, καταλήγει ο μπάρμπα-Φάνης. Μόνον μια φορά στα 42 χρόνια θυμάμαι μείγμα και από άλλο ανθόμελο.
– Και το παρατσούκλι «Αγράντης» που σε ξέρει όλος ο κόσμος, πώς προέκυψε;
– Είναι κληρονομιά από τον Φάνη, τον παππού μου. Σημαίνει, για να μην τα πολυλογούμε, άνθρωπο «χύμα στο κύμα», «αγραντολόητο» όπως λέμε εμείς, που μοιάζει δηλαδή με πανί έρμαιο στον αέρα όταν του φύγουν τα «γράντια», τα δεσίματα που το κρατάνε στέρεο στο κατάρτι.
Μετά τις συζητήσεις για το μέλι και την αποσαφήνιση της έννοιας «Αγράντης», φέρνει η κυρά-Φανή τις ρακές με ντόπια ντοματάκια σαν κι αυτά της Σαντορίνης και εξαιρετικό σκληρό τυρί, ντόπιο κι αυτό. Ωραίες στιγμές με υπέροχους ανθρώπους, που λίγη ώρα πριν μας ήταν άγνωστοι. Πριν τους αποχαιρετήσουμε, παίρνουμε μαζί μας μερικά κιλά απ’ αυτό το εξαίσιο θυμαρίσιο μέλι του Αγράντη, που για αρκετό καιρό στη Θεσσαλονίκη μας φέρνει στο νου την Ηρακλειά.
Οι πικάντικοι μεζέδες κι οι ρακές μας άνοιξαν την όρεξη. Από τον κεντρικό δρόμο έρχονται γαργαλιστικές οσμές ψητού ψαριού. Αμέσως εντοπίζουμε τον υπαίθριο χώρο της ταβέρνας «Περιγιάλι». Γραφικότατο μαγαζί, με χρώμα πολύ ιδιαίτερο, είναι κιόλας σχεδόν γεμάτο από Έλληνες και ξένους. Μόλις και μετά βίας προλαβαίνουμε τις τελευταίες φέτες τόννου, που μας καλοψήνει στα κάρβουνα με περίσσια τέχνη η Αγαθή.
– Είσαστε τυχεροί που τον προλάβατε τον τόννο. Τον έβγαλε το πρωί ο Μήτσος κι έγινε ανάρπαστος.
Η νύχτα στον Αγ. Γεώργιο έχει πέσει από ώρα. Η κίνηση, ωστόσο, εξακολουθεί να είναι ζωηρή. Δύσκολα απαρνιέται κανείς τα θέλγητρα και τη γοητεία μιας τέτοιας όμορφης βραδιάς. Άλλωστε, ο Αύγουστος πλησιάζει προς το τέλος του και μαζί μ’ αυτόν το γλυκύτατο καλοκαιράκι και η μαγεία των διακοπών. Πριν μελαγχολήσουμε, παίρνουμε το δρόμο πάνω από το λιμάνι για το «Σύρμα». Πολλαπλών υποστάσεων μαγαζί, συνδυάζει ταυτόχρονα τις λειτουργίες καφέ, μπαρ, εστιατορίου και ταβέρνας. Όλα σε ένα! Ανάλογη ποικιλομορφία έχει κι η μουσική. Ροκ, ρέγκε, ρεμπέτικη, λαϊκή κι ελαφρολαϊκή. Οι μόνοι που μένουν παραπονεμένοι είναι οι λάτρεις της κλασσικής και δημώδους μουσικής. Όση τουλάχιστον ώρα μείναμε δεν ακούσαμε ούτε κλαρίνα ούτε Μπαχ. Πάσης φύσεως, ηλικίας, σοβαρότητας και στυλ είναι και το κοινό του μαγαζιού. Τα χαρακτηριστικά που τους συνδέουν είναι η έφεση προς το αλκοόλ, η εξωστρέφεια και το κέφι. Όλοι «αγράντηδες», όλοι «χύμα στο κύμα», ακόμα και οι πιο σοβαροί. Κάποιες αλλοδαπές υπάρξεις λικνίζονται με μάτια μισόκλειστα σε αυτοσχέδιες πίστες, αποκλειστικά για τον εαυτό τους. Πολύ ιδιαίτερο μαγαζί, απόλυτα αγχολυτικό και αυθεντικό!
Σε πολύ προχωρημένη ώρα μετά τα μεσάνυχτα παίρνουμε με αργά βήματα τον ανήφορο για το δωμάτιό μας στην κορυφή του λόφου. Στον μύχο του λιμανιού επικρατούσε νηνεμία, στο ταρατσάκι μας όμως έχει αρχίσει ν’ αλλάζει ο καιρός, μας στέλνει ο μαΐστρος τις πρώτες του ριπές. Φοράμε κάτι ζεστό και απλωνόμαστε στις πολυθρόνες, κάτω από τον ξάστερο ουρανό. Ως τη στιγμή που φτάνει στα βλέφαρά μας αβίαστα ο ύπνος…
ΠΑΡΑΛΙΑ «ΛΙΒΑΔΙ» ΚΑΙ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΤΗΣ «ΠΑΝΑΓΙΑΣ».
Για όσους δεν διαθέτουν μεταφορικό μέσο ή αγαπούν το βάδισμα η παραλία Λιβάδι δεν είναι μακρυά. Είν’ ένας υγιεινός πρωινός περίπατος, που επιφυλάσσει την ανταμοιβή μιας αμμουδιάς εκπληκτικής με διαυγέστατα νερά. Το άνοιγμα του κόλπου δεν ξεπερνάει τα 300 μέτρα, ενώ για 60-80 μέτρα απ’ την ακτή τα νερά είναι ρηχά, βαθαίνοντας στη συνέχεια προοδευτικά. Στην αμμουδερή παραλία φυτρώνουν αρμυρίκια και γύρω από τους κορμούς τους υπάρχουν πετρόχτιστα πεζουλάκια, καθίσματα πολύ πρακτικά στη σκιά, που φρόντισε να εγκαταστήσει για την εξυπηρέτηση των παραθεριστών της η Κοινότητα Ηρακλειάς.
Πάνω από το Λιβάδι ορθώνεται ένας λόφος κακοτράχαλος, γνωστός ως «Κάστρο» με ακρόπολη ενδεχομένως πρωτοκυκλαδική. Η πρόσβαση στην κορυφή του δεν είναι δύσκολη, την ανακαλύπτουμε στο τέρμα του δρόμου που ανηφορίζει απ’ το Λιβάδι. Εκεί στο ίσιωμα, εντοπίζουμε αριστερά του δρόμου ένα μαρμάρινο εικονοστάσι, απ’ όπου ξεκινάει ένα μονοπάτι με κατεύθυνση προς το Κάστρο. Το ακολουθούμε παράλληλα μ’ έναν φράχτη από ξερολιθιά και σ’ ένα 8λεπτο περίπου φτάνουμε στην παμπάλαια πολιτεία.
Είναι πολλά και σημαντικά τα υπολείμματα του παρελθόντος αυτού του τόπου: μεγάλα ωραιότατα πέτρινα αλώνια, στέρνες κυκλικές, κατοικίες ερειπωμένες με πολύ καλή τοιχοποιία, που σ’ ένα βαθμό οφείλεται στα μεγάλα λαξευτά αγκωνάρια από γκρίζο γρανίτη, που αφαιρέθηκαν προφανώς από την περιμετρική οχύρωση. Σε κάποια οικήματα, πολυτελέστερα από άλλα, σώζονται εσωτερικές αψίδες ωραίας αρχιτεκτονικής. Κάποιες άλλες οικίες είναι φτωχότερης κατασκευής, αφού οι τοίχοι τους αποτελούνται από αργολιθοδομή. Διασώζονται κάποια τμήματα ταβανιών, που αποτελούνται από πλεχτές «φίδες», κλαδιά από κεδροκυπάρισσα μεγάλης αντοχής. Η περιδιάβαση στο εσωτερικό του οικισμού δεν είναι εύκολη. Το έδαφος είναι τραχύ και γίνεται ακόμη πιο δύσβατο από τις πέτρες των πεσμένων τοίχων που είναι κατάσπαρτες παντού. Μοναδική βλάστηση ανάμεσά τους είναι οι φίδες, οι σχοίνοι και τα’ αγκάθια.
Η θέση της ακρόπολης είναι στρατηγική και η θέα της στο πέλαγος κορυφαία. Περιμετρικά του λόφου σώζονται υπολείμματα χαμηλής οχύρωσης. Τα απότομα πρανή, ιδιαίτερα από την πλευρά της θάλασσας, πρέπει να καθιστούσαν ιδιαίτερα επίπονη οποιαδήποτε απόπειρα εκπόρθησης του Κάστρου. Οι γκρίζες πέτρες φλέγονται στον ήλιο. Εγκαταλείπουμε την σιωπηλή, ερειπωμένη πολιτεία και συνεχίζουμε τα τρία περίπου ανηφορικά χιλιόμετρα, ως τον οικισμό της Παναγίας, το παλιό «Πάνω Χωριό».
Ο ημιορεινός οικισμός είναι χτισμένος στους ΒΑ πρόποδες του Πάπα, που με υψόμετρο 419 μέτρα, είναι το ορεινό συγκρότημα που δεσπόζει στο νησί. Στο ανατολικό σχεδόν άκρο της κορυφογραμμής διακρίνεται η μικροσκοπική λευκή σιλουέττα του εξωκκλησιού του Προφητηλία.
Ένας κεντρικός, θαυμάσια πλακοστρωμένος δρόμος διασχίζει το χωριό από τα ΝΔ προς τα ΒΑ. Τα σπίτια είναι όμορφα χτισμένα, κυρίως πέτρινα με παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Τα περισσότερα είναι ασβεστοχρισμένα αλλά και κάποια υποκίτρινα. Σ’ ένα από τα πρώτα σπίτια διακρίνεται η χρονολογία 1890 στο υπέρθυρο. Πολλών τα πρέκια είναι από σκληρότατο ξύλο κυπαρισσιού, ενώ κάποια είναι ακατοίκητα και με αρκετές φθορές από το πέρασμα του χρόνου. Πολλά είναι και τα πέτρινα αλώνια, μέσα και έξω απ’ το χωριό, καθώς και οι στέρνες βρόχινου νερού.
Τα δέντρα είναι κυρίως συκιές, χαρουπιές και πολλές φραγκοσυκιές, που μοιάζουν αδιάφορες στις συνθήκες της πολύμηνης ξηρασίας που επικρατεί στην Ηρακλειά. Δεν λείπουν και κάποια ελαιόδεντρα με μικροσκοπικούς καρπούς. Να και δυο υπεραιωνόβια πεύκα που ρίχνουν από κάτω τους παχειά σκιά. Δίπλα τους μια αυλή με λιλιπούτειο αμπελάκι. Πιο κάτω ένα σπίτι του 1922. Στο διάβα μας συναντάμε ακόμη μια λευκή μπουκαμβίλια και πολλές μωβ και κόκκινες, ντοματιές μέσα σε γλάστρες και μικρά περιβολάκια με κατακόκκινες ντοματούλες της ποικιλίας της Σαντορίνης. Το μεγαλοπρεπέστερο οικοδόμημα, που μοιάζει γιγαντιαίο για τα μεγέθη του νησιού, είναι ο ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου. Χτιζόταν από το 1919 ως το 1930 πλάι στην ομώνυμη μικρότερη εκκλησία, που μεταγενέστερα αφιερώθηκε στον Άγιο Νεκτάριο. Στο δάπεδο αυτής της εκκλησούλας είναι χαραγμένος δικέφαλος αετός με χρονολογία 1889.
Στην ΒΑ έξοδο του χωριού βρίσκεται το Ιατρείο της Ηρακλειάς, λίγο πιο κάτω το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής και απέναντι το εξωκκλήσι του Αγίου Μάμμα και ο λόφος με τον έναν από τους τρεις παλιούς ανεμόμυλους του νησιού. Κοντά στο Ιατρείο ανακαλύπτουμε το παλαιότερο, πιθανότατα , σπίτι του χωριού. Εδώ μας φωνάζουν αμέσως μέσα για να μας κεράσουν καφεδάκι ο Στέφανος και η Άννα, άνθρωποι πρόσχαροι και πολύ ευγενικοί. Από την Μάνη ο Στέφανος, από την Ηρακλειά η Άννα. Το σπίτι χτίστηκε από τον παππού του παππού της κάποτε τον 18ο αιώνα. Το πάχος των τοίχων ξεπερνάει τα 60 εκατοστά ενώ το ταβάνι στηρίζεται σ’ έναν χοντρό κορμό παμπάλαιας αγριελιάς. Το ταβάνι διατηρείται αυτούσιο και χρήζει ιδιαίτερης σπουδής. Τα βασικά του υποστηρίγματα είναι 9 παράλληλα χοντρά κλαδιά φίδας, του γνωστού μας και άφθονου στο νησί κεδροκυπάρισσου. Πάνω απ’ αυτά είναι τοποθετημένα πολύ περισσότερα και λεπτότερα κλαδιά φίδας, που με τη σειρά τους καλύπτονται από ένα πυκνό πλέγμα από ρείκια. Η παρουσία, ωστόσο, των ντόπιων υλικών στο ταβάνι δεν σταματάει εδώ.
– Αθέατο πάνω από τα ρείκια υπάρχει ένα μονωτικό στρώμα από φύκια, μας λέει ο Στέφανος. Αυτά είναι καλυμμένα από ένα ειδικό χώμα κιτρινωπό, πάχους 20 περίπου εκατοστών. Είναι η εξωτερική επιφάνεια της σκεπής που είναι εκτεθειμένη σ’ όλους τους καιρούς. Κάθε χρόνο χρειάζεται συντήρηση. Αρχικά ξεχορταριάζουμε το χώμα και, πριν από τις βροχές, σχηματίζουμε από το ίδιο χώμα μικρούς σωρούς σε διάφορα σημεία της σκεπής. Το νερό της βροχής παρασέρνει το χώμα απ’ τους σωρούς και κλείνει τις μικρορρωγμές που έχουν δημιουργηθεί στη διάρκεια του χρόνου από την ξηρασία και τη ζέστη.
Είναι εκπληκτική η αξιοποίηση και χρήση τόσων ποικίλων ντόπιων υλικών σε αλλεπάλληλα στρώματα για τη δημιουργία της σκεπής. Είναι προϊόν μακρόχρονης εμπειρίας, προσαρμοσμένης απόλυτα στις κλιματολογικές συνθήκες και στις ιδιαιτερότητες του τόπου, που εξασφαλίζει ταυτόχρονα στεγανότητα και μόνωση.
Η ωφέλιμη επιφάνεια του παμπάλαιου σπιτικού δεν υπερβαίνει τα 30 τετραγωνικά συνολικά. Εδώ στεγάζονται η κουζίνα, το καθιστικό και το υπνοδωμάτιο μαζί. Είναι αξιοθαύμαστος αλλά και συγκινητικός ο τρόπος που οι νοικοκυραίοι του σπιτιού έχουν εκμεταλλευτεί και αξιοποιήσει ακόμη και την παραμικρότερη δυνατότητα του χώρου στο πάτωμα, στους τοίχους, στο ταβάνι, στα ντουλαπάκια και στους πάγκους. Τόσα πολλά ετερόκλιτα αντικείμενα αλλά όλα βαλμένα με λειτουργικότητα και τάξη. Μια οικονομία του χώρου και μια λιτότητα, που μας παραπέμπουν σε άλλες εποχές, τότε που οι ανάγκες των ανθρώπων αποτύπωναν ρεαλιστικά τις συνήθειες και τον τρόπο της ζωής τους.
– Μην μας βλέπετε όμως έτσι, έχουμε και αποθήκη και μάλιστα μεγαλύτερη απ’ το σπίτι, λέει ο Στέφανος γελώντας και μας οδηγεί παραδίπλα στην αποθήκη.
Είναι πράγματι μερικά μέτρα μεγαλύτερη απ’ το σπίτι. Πρώτα απ’ όλα για να χωράει τις κυψέλες και μετά όλη αυτή την απίστευτη ποικιλία αντικειμένων που είναι διάσπαρτα παντού: παραδοσιακά εργαλεία, είδη της καθημερινής ζωής, παλιά καντάρια, αδράχτι, στάμνες, δοχεία με αποθέματα βενζίνης, σύγχρονα ξυλουργικά και σιδηρουργικά εργαλεία, κυψέλες έτοιμες και ημιτελείς. Ένας χώρος, όπου ο Στέφανος έχει συγκεντρωμένα όλα τα απαραίτητα για τα μελίσσια και τις διάφορες κατασκευές και επισκευές. Βλέπω μια πινακίδα αφημένη σ’ ένα σημείο του δαπέδου: «Πωλείται θυμαρίσιο μέλι».
– Γιατί την έχεις έτσι ριγμένη στην αποθήκη και όχι στερεωμένη σε εμφανές σημείο του δρόμου; ρωτάω τον φίλο μας.
– Για ποιο λόγο; μου απαντάει. Δεν μου χρειάστηκε ποτέ. Έτσι κι αλλιώς το μέλι πουλιέται μόλις βγει, καμιά διαφήμιση δεν είναι απαραίτητη.
Τρώμε απ’ το εξαίσιο θυμαρίσιο μέλι. Πριν τους αποχαιρετήσουμε, ο Στέφανος Καλαποθαράκος και η Άννα μας δίνουν ένα μεγάλο βάζο.
– Για να ’χετε γλυκιές αναμνήσεις από τον τόπο μας.
Παρατηρούμε τα πολλά αλώνια, μέσα και έξω απ’ το χωριό. Σ’ αυτά άλλοτε λίχνιζαν σιτάρι, κριθάρι, φάβα, φακές, ρεβύθια και κουκιά, καθώς και βίκο που χρησιμοποιείτο ως ζωοτροφή. Κάθε οικογένεια και το δικό της αλωνάκι, όλα σχεδόν προσανατολισμένα στο βοριά, αφού το καλοκαίρι φυσούν κατά κανόνα βόρειοι άνεμοι.
Εκτός από τα ποικίλα γεννήματα υπήρχε κάποτε και σημαντική κτηνοτροφία στο νησί. Σήμερα δεν έχουν απομείνει περισσότερα από 2000 γιδοπρόβατα. Κάποια κατσίκια, που για διάφορους λόγους ξεστράτισαν απ’ τα κοπάδια τους, έχουν εξελιχθεί με τον καιρό σε αγριοκάτσικα.
Μερικές δεκάδες μέτρα πιο κάτω δεσπόζει ένα μεγάλο συγκρότημα από στάβλους. Εδώ απεικονίζεται ρεαλιστικά όλη η αγροτική αρχιτεκτονική παράδοση του τόπου: τοίχοι στέρεοι, μεγάλου πάχους, ταβάνια από φίδες, που αντέχουν αναλλοίωτες στο χρόνο. Εδώ φυτρώνουν και μερικά ελιόδεντρα με χοντρές στρόγγυλες ελιές, τόσο διαφορετικές από τις ταπεινές ελίτσες που έχουμε συνηθίσει να συναντάμε στο νησί. Πάνω από τους στάβλους διακρίνουμε μικρά δεμάτια σουσαμιού, που ξεραίνονται στον ήλιο με όρθια τα κλαδιά. Οι πέτρες φλέγονται κάτω από τις καυτές ακτίνες, ψάχνουμε να βρούμε μια συκιά. Καθώς περνάμε δίπλα από έναν παραδοσιακό ξυλόφουρνο, συναντάμε τον μπάρμπα-Νικήτα. Είναι καθισμένος στη δροσιά του εσωτερικού, που οι τοίχοι του είναι μαυρισμένοι από την πολύχρονη καπνιά. Εδώ φροντίζει το σουσάμι του, παίρνει τα κλαδάκια ένα-ένα και αφαιρεί υπομονετικά από πάνω τους τα φύλλα, για να μην σαπίσουν, όταν θα δεθεί σε δεμάτι το σουσάμι.
– Ευτυχώς που δεν χρειάζεται και ποτίσματα, είναι ανθεκτικό, μας λέει ο μπάρμπα-Νικήτας.
Παρατηρούμε μέσα στις θήκες τους τους μικροσκοπικούς σπόρους του σουσαμιού. Όταν στεγνώσουν, τινάζονται και μαζεύονται, αμέτρητοι κόκκοι σαν χοντρή άμμος. Από ένα στρέμμα γης σπάνια συγκεντρώνονται παραπάνω από 10 κιλά.
– Και πόσο πουλιέται το κιλό; ρωτάω τον μπάρμπα-Νικήτα.
– Μετά βίας 10 ευρώ.
Αποχαιρετάμε τον μπάρμπα-Νικήτα και στο τελείωμα του χωριού παρατηρούμε την πιο γέρικη φίδα, που έχουμε ως τώρα συναντήσει στο νησί. Ο κορμός της είναι χοντρός αλλά έχει πάψει να είναι όρθιος, όχι από γεράματα αλλά εξαιτίας του βοριά, στον οποίο υποτάχθηκε από τα πρώτα ακόμα χρόνια της ζωής της.
ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΑΪ-ΓΙΑΝΝΗ
Στις 6 τα χαράματα η νύχτα δεν έχει παραμερίσει τους τελευταίους της δισταγμούς. Εξακολουθεί ν’ αντιστέκεται στον ερχομό της μέρας που, έτσι κι αλλιώς, στα τέλη Αυγούστου έχει μικρύνει αισθητά. Τούτη την ώρα, που ελάχιστοι ακόμη άνθρωποι έχουν ξυπνήσει στο νησί, στο ταρατσάκι μας αχνίζει ένας δυνατός καφές. Είναι απαραίτητος για να μας διώξει τη νύστα, να μας προετοιμάσει για την πορεία προς το σπήλαιο του Αγίου Ιωάννη.
Στον οικισμό της Παναγίας φτάνουμε νωρίς, μοιάζει έρημο ακόμη το χωριό. Δεν είναι όμως. Όταν στις 7 και 10′ χτυπάει η καμπάνα της εκκλησίας της Παναγίας, τουλάχιστον 10 πιστοί προσκυνητές, ανάμεσά τους και νεαροί, ξεκινούν με την εικόνα του Αγίου Ιωάννη από το κέντρο του χωριού. Ξημερώνει 28 Αυγούστου, παραμονή της γιορτής του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, μέρα σημαντική για το νησάκι της Ηρακλειάς.
Διασχίζουμε το χωριό με κατεύθυνση δυτική, αρχικά σε κακοτράχαλο μονοπάτι και στη συνέχεια σε καλντερίμι. Λίγο αργότερα αρχίζει η ανάβαση σε μια απότομη, πετρώδη λοφοπλαγιά. Οι νεαροί της πομπής, με ανάλαφρα τα πόδια, σκαρφαλώνουν σαν κατσίκια. Σε λιγότερο από ένα τέταρτο φτάνουμε ασθμαίνοντας στον αυχένα, σε υψόμετρο 200 περίπου μέτρων. Απέναντί μας ορθώνεται η αυστηρή κορυφή του Πάπα, ενώ πολύ κοντά μας στα ΝΔ προβάλλει από το πέλαγος το περίγραμμα της Ίου. Αν και νωρίς ακόμη, η ανάβαση και η άπνοια μας γεμίζουν με ιδρώτα. Στον αυχένα όμως μας βρίσκει ο μαΐστρος του πελάγους. Στεγνώνουν οι ιδρώτες και αρχίζει ο κατήφορος, όλα τώρα μοιάζουν ευκολότερα. Το μονοπάτι, ωστόσο, δεν είναι ιδιαίτερα φιλικό. Είναι κατάσπαρτο από πέτρες και σε πολλά σημεία γίνεται απότομο και αρκετά ολισθηρό.
Για ένα 25λεπτο κατηφορίζουμε συνεχώς, με την ταχύτητα και άνεση που δίνει ο κατήφορος. Ήδη όμως μπορούμε να προβλέψουμε, πόσο διαφορετική θα είναι η απογευματινή επιστροφή.
Διαγράφεται χαμηλά ο βραχώδης όρμος της Βουλκαριάς. Στις πνοές του μαΐστρου αλλεπάλληλα κύματα ξεσπούν με ορμή στους βράχους της ακτής. Πινακίδες σηματοδοτούν την πορεία μας προς το σπήλαιο.
– Άντε και φτάσαμε, λέει ο επικεφαλής της συντροφιάς.
Κι ενώ αναρωτιόμαστε πού να βρίσκεται το σπήλαιο, ξαφνικά διαγράφει μια καμπή το μονοπάτι και αποκαλύπτεται μπροστά μας μια μικρή χαράδρα που κατεβαίνει από τον Πάπα. Φίδες και σχοίνοι, αγκαθωτοί θάμνοι και τραχείς ασβεστολιθικοί όγκοι καλύπτουν τα απότομα πρανή. Σ’ ένα υποτυπώδες ξέφωτο αυτού του αγριότοπου αντικρίζουμε ένα μεγάλο άνοιγμα σπηλιάς και πιστεύουμε προς στιγμήν, ότι αυτό είναι το σπήλαιο του Αϊ-Γιάννη.
– Όχι, μας λένε, αυτό είναι το σπήλαιο του Κύκλωπα Πολύφημου, που τύφλωσε ο Οδυσσέας. Και τα δυο μικρονήσια, ο Μικρός κι ο Μεγάλος Αβέλας στην άκρη της Ηρακλειάς, δεν είναι παρά οι δυο μεγάλοι βράχοι που πέταξε ο Κύκλωπας, στην προσπάθειά του να βυθίσει το πλοίο του Οδυσσέα. Το σπήλαιο του Αϊ-Γιάννη είναι τ’ αντικρινό.
Με την πρώτη ματιά το μόνο που αντιλαμβανόμαστε, είναι ένα στενό άνοιγμα στη βάση ενός ασβεστολιθικού όγκου που μοιάζει με σχισμή. Γύρω της οι πέτρες είναι ασβεστωμένες και μπροστά, σαν φύλακας της εισόδου, ορθώνεται μια αιωνόβια φίδα, φυτρωμένη μέσα στο βράχο. Από ένα κλαδί της κρέμεται μια μικρή και βαρειάς κατασκευής μπρούτζινη καμπάνα με χρονολογία 1978. Ένας προσκυνητής χτυπάει την καμπανούλα, αναγγέλλει την άφιξή μας. Ο ήχος ακούγεται παράξενα σ’ αυτή την ερημιά, σαν να προέρχεται από αόρατο εξωκκλήσι. Και είναι στ’ αλήθεια αθέατο το εξωκκλήσι του Αϊ-Γιάννη, κρυμμένο μέσα στα βάθη του σπηλαίου. Για να το ανακαλύψουμε, έρπουμε για 6 περίπου μέτρα στην χαμηλή και στενή δίοδο της σπηλιάς, πάνω σε παλιές κουβέρτες και χαλιά. Μέσα σ’ αυτή τη σκοτεινή σήραγγα, που μοιάζει να συμπιέζει το σώμα από παντού, κάθε κλειστοφοβικό άτομο θα αισθανόταν μεγάλο πανικό.
Επιτέλους, η διείσδυση στο σκοτάδι φτάνει στο τέλος της. Ψηλαφώντας με προφυλάξεις τα τοιχώματα του σπηλαίου ορθώνουμε το κορμί μας. Για κάποια δευτερόλεπτα δεν διακρίνουμε τίποτε παρά μόνον τις ασαφείς σιλουέττες μερικών προσκυνητών, που πηγαινοέρχονται και ανάβουν, το ένα μετά το άλλο τα κεριά, άλλοτε στα μανουάλια και άλλοτε κολλώντας τα στα τοιχώματα του σπηλαίου. Κάθε κεράκι που ανάβει, αποκαλύπτει και μια κρυφή πτυχή του μυστηριώδους κόσμου της σπηλιάς, έναν σταλακτίτη, ένα παραπέτασμα στα τοιχώματα, ένα στενό πέρασμα στο δύσβατο δάπεδο, ένα κοίλωμα, μια σκοτεινή σχισμή. Κάθε λεπτό η αίθουσα μεγαλώνει, αποκαλύπτει τις πελώριες διαστάσεις της. Προσπαθούμε να προσδιορίσουμε το μήκος, το πλάτος και το ύψος στο χλωμό φως των δεκάδων διάσπαρτων κεριών. Πιστεύουμε, πώς το μήκος πρέπει να πλησιάζει τα 50, το πλάτος περίπου τα 20, ενώ το μέγιστο ύψος πρέπει να κυμαίνεται από 8-10 μέτρα. Δεν μοιάζει λοιπόν και τόσο υπερβολική η εκτίμηση, που μας είχε εντυπωσιάσει για την χωρητικότητα του σπηλαίου. Και δεν απέχουν τελικά πολύ οι υπολογισμοί μας από τους αντίστοιχους του σπηλαιολόγου-φωτογράφου Γιώργου Αβαγιανού, που εξερεύνησε το σπήλαιο και προσδιόρισε το μήκος στα 40, το πλάτος στα 20 και το ύψος στα 10 μέτρα. Ο ίδιος ερευνητής, περιγράφοντας και την αμέσως επόμενη αίθουσα, της δίνει διαστάσεις εξίσου εντυπωσιακές: 30 μέτρα μήκος, 20-25 πλάτος και 5-10 μέτρα ύψος. Δεν έχουμε βέβαια εμείς την δυνατότητα να εξερευνήσουμε τις πολλές και πολυδαίδαλες πρόσθετες αίθουσες του σπηλαίου και ούτε είναι ο ρόλος μας αυτός. Σε τούτη ωστόσο την πρώτη οπτική – και με αμυδρό φως – επαφή, διαπιστώνουμε τις μεγάλες αλλοιώσεις του λιθωματικού διακόσμου, τόσο από το άναμμα των κεριών, όσο και από την πολύχρονη λεηλασία των χιλιάδων επισκεπτών.
Ξαναβγαίνουμε στο φως του ήλιου, σκληρό και εκτυφλωτικό στο Αυγουστιάτικο πρωινό. Καινούργιοι προσκυνητές καταφθάνουν συνεχώς, άλλοι ζωηροί σαν να μη βάδισαν καθόλου κι άλλοι λαχανιασμένοι και ιδρωμένοι. Η πρώτη κίνηση όλων είναι να φέρουν στο ύψος του στόματός τους το μπουκάλι με το νερό και αμέσως μετά να ψάξουν να βρουν κάποια σκιά. Οι σκιές όμως από τις χαμηλές φίδες και τους σχοίνους είναι δυσεύρετες και αδύνατες, το έδαφος από κάτω τους ανώμαλο και βραχώδες. Σχεδόν όλοι συνωστίζονται αναγκαστικά στη σπηλιά του Κύκλωπα, στο δικό μας καταφύγιο.
Μια και μοναδική αίθουσα διαθέτει η σπηλιά με βάθος και πλάτος που ξεπερνούν τα 20 μέτρα. Δυστυχώς το δάπεδο είναι κατάσπαρτο από κοπριές γιδοπροβάτων κι έτσι δεν είναι απόλυτα εκμεταλλεύσιμη από τους προσκυνητές η χωρητικότητα της σπηλιάς. Ο λιθωματικός της διάκοσμος είναι σχεδόν ανύπαρκτος, αποτελείται κυρίως από μερικούς παραπετασματοειδείς σταλακτίτες κοντά στην είσοδο. Εκεί δημιουργείται και μια μεγάλη κολώνα. Η οροφή της αίθουσας είναι κεκλιμένη και λεία, απουσιάζουν οι σταλακτίτες. Το χρώμα των ασβεστολιθικών όγκων που περιβάλλουν τη σπηλιά είναι καφεκόκκινο, σε αντίθεση με τα λευκόγκριζα πετρώματα της σπηλιάς του Αϊ-Γιάννη.
Ο χρόνος αναμονής ως τον εσπερινό κυλάει βασανιστικά αργά σε συνθήκες άπνοιας, ζέστης και απραξίας. Είναι μόλις 10 το πρωί και μεσολαβούν άλλες 6 ολόκληρες ώρες.
– Μήπως ήταν λάθος να έρθουμε απ’ τα χαράματα σ’ αυτό τον αγριότοπο; λέω στην Άννα.
Με κοιτάζει αυστηρά.
– Μην ξεχνάς, ότι αυτό ακριβώς είχαμε υποσχεθεί στους εαυτούς μας, να συμμετάσχουμε στη συνοδεία της εικόνας. Κι εξ’ άλλου την πρωινή τούτη ώρα γλυτώσαμε και τη ζέστη της πορείας ως εδώ.
Ωστόσο, αυτό το κέρδος απεδείχθη προσωρινό. Συνηθισμένοι τόσα χρόνια σε συνθήκες δραστηριοποίησης, ψάχνουμε να βρούμε τρόπους αξιοποίησης του χρόνου μας.
– Και γιατί δεν κάνουμε μια περιήγηση στον τόπο; Ελάτε να σας δείξω τα πατρογονικά μου χώματα, λέει ο μπάρμπα-Νίκος ο Κανάκης.
Είναι πολύ αργά για ν’ αρνηθούμε και μάλιστα σ’ έναν άνθρωπο μεγαλύτερης ηλικίας, που είναι πρόθυμος ν’ αφήσει τη βολή του. Εγκαταλείπουμε λοιπόν απραξία και σκιά και ξαναβγαίνουμε στον ήλιο. Ξεκινάμε για την αντικρινή ανηφορική ράχη με γενική κατεύθυνση δυτική. Υποτυπώδες το μονοπάτι, σηματοδοτημένο με μικρούς, διαδοχικούς λιθοσωρούς. Λίγο αργότερα διακρίνουμε ίχνη από παλιό μεταλλείο σμύριδας, από τα πολλά που υπήρχαν κάποτε στο νησί. Σκύβω και μαζεύω ένα τρίγωνο κατάμαυρο κομμάτι, υπερβολικά βαρύ για τις διαστάσεις του. Σ’ ένα 20λεπτο με χαλαρούς ρυθμούς λοξεύουμε ΝΔ και φτάνουμε σε αυχένα, ορθάνοιχτο στις δροσερές πνοές του μαΐστρου. Αντικρίζουμε τα νησάκια Μικρό και Μεγάλο Αβέλα – τις δυο πέτρες του Κύκλωπα, κατά την παράδοση – και, λίγο πιο πίσω, την ογκώδη στεριά της Ίου.
Αρχίζει ο κατήφορος με πορεία νότια, σε γιδόστρατα δίχως σήμανση. Στο πέρασμα των βημάτων μας ευωδιάζουν τούφες-τούφες τα θυμάρια. Μερικά είναι ακόμα ανθισμένα. Φράχτες ξερολιθιάς πολλών εκατοντάδων ή και χιλιάδων μέτρων οριοθετούν τεράστιες ιδιόκτητες εκτάσεις γης. Πού και πού διακρίνεται κάποια ερειπωμένη αγροτική κατοικία.
– Κάποτε αυτός ο άγονος τόπος είχε ζωή, λέει με πίκρα ο μπάρμπα-Νίκος. Είχε πολλή κτηνοτροφία και καλλιεργούνταν σιτάρι, φασόλια, σουσάμι και άνυδρα καρπούζια. Μέναμε πολλές μέρες εδώ πάνω και πηγαινοερχόμασταν με τα πόδια στο χωριό. Ταλαιπωρούμασταν αλλά δεν μας ένοιαζε, ζούσαμε με στερήσεις αλλά οι απαιτήσεις μας ήταν λιγοστές. Παντού εδώ γύρω υπήρχαν άνθρωποι, ο τόπος ήταν ζωντανός. Βλέπεις σήμερα κανέναν σ’ αυτή την ερημιά;
Περνάμε μπροστά από χαλάσματα με ξερολιθιά. Μια στέρνα, ένα αλώνι, αχρησιμοποίητα για χρόνια. Βρισκόμαστε στο νοτιοδυτικότερο σημείο του νησιού. Στο τέρμα της ακτογραμμής ορθώνονται οι κοφτοί βράχοι του Μέριχα. Βαδίζουμε μερικά μέτρα ως το χείλος του γκρεμού. Ένα χιλιόμετρο στ’ ανατολικά εμφανίζεται χαμηλά η αμμουδίτσα του Καρβουνόλακκου, μοναδική ήμερη παρένθεση στην αφιλόξενη ακτή. Στο βάθος, πίσω από την Ίο, ξεχωρίζει η Σαντορίνη, ενώ η Ανάφη είναι χαμένη μέσα στην αχλύ. Η ακατοίκητη όμως Άνυδρος διακρίνεται καθαρά. Από τ’ ανατολικά εμφανίζεται ένα καϊκάκι. Πλέει με ενάντιο τον καιρό, μεταφέροντας πιστούς. Πολλές φορές η πλώρη τους σκεπάζεται από το κύμα.
Περνάμε μπροστά απ’ τα λημέρια του μπάρμπα-Νίκου. Η πετρόχτιστη στέρνα και το αλώνι διατηρούνται σε πολύ καλή κατάσταση. Μπροστά μας ορθώνεται ένας λοφίσκος με ξερολιθιές. Σ’ ένα 5λεπτο βρισκόμαστε στην κορφή του. Εδώ ο μαΐστρος μας χτυπάει καταπρόσωπο. Στο καυτό μεσημέρι μοιάζει με μια δροσερή επέλαση δροσιάς. Καθόμαστε στους βράχους και αγναντεύουμε χαμηλά τον πανέμορφο αμμουδερό όρμο της Αλιμιάς. Στ’ ανοιχτά τα δυο γνωστά μας ακατοίκητα μικρονήσια, «οι αδελφοί Αβέλα». Το θέαμα είναι γοητευτικό. Να και πεντέξι αγριοκάτσικα. Μόλις αντιλαμβάνονται την παρουσία μας εξαφανίζονται στον γκρεμό. Θα μπορούσαμε να παραμείνουμε εδώ ως το ηλιοβασίλεμμα, μα και πάλι αμφιβάλλω αν θα χορταίναμε το θέαμα.
– Εμένα συγχωρέστε με, λέει ο μπάρμπα-Νίκος. Θα μείνω για λίγο ακόμη στα πάτρια εδάφη, να πάρω έναν υπνάκο.
Κατευθύνεται σε μια μεγάλη φίδα, στρογγυλή σαν ομπρέλλα, που ρίχνει στο χώμα μια υπέροχη σκιά. Βολεύεται από κάτω στη στιγμή, με τη σιγουριά και την εμπειρία του ανθρώπου, που το έχει επαναλάβει στη ζωή του πολλές φορές. Τον μακαρίζουμε έτσι όπως είναι ξαπλωμένος και ήρεμος στο χώμα. Τα μάτια του έχουν κιόλας κλείσει, τις τελευταίες μας κουβέντες μπορεί και να μην τις άκουσε.
Στο μονοπάτι και πάλι, με ήπιο ανήφορο και ζέστη. Σ’ ένα 40λεπτο φτάνουμε πάνω από τη χαραδρούλα του Αϊ-Γιάννη. Μα, τι θέαμα είναι αυτό! Νομίζουμε ξαφνικά, πώς βρισκόμαστε σε κάποιο άλλο τόπο. Κάθε σχοίνος, κάθε φίδα, κάθε θαμνάκι που ρίχνει μια σκιά έχει από κάτω του κάποιον άνθρωπο, καθιστό ή ξαπλωμένο, ανάλογα με το έδαφος. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένοι, ντόπιοι, επισκέπτες, ανάμεσά τους και πολλοί αλλοδαποί. Πόσοι μπορεί να είναι; 200; 300; Περισσότεροι; Αδύνατον να τους υπολογίσει κανείς. Ο αριθμός μεταβάλλεται συνεχώς, κάθε λίγο καταφθάνουν και καινούργιοι. Όλοι ψάχνουν για μια σκιά. Μαζί τους και μείς. Στη σπηλιά του Κύκλωπα δεν μπορεί να σταθεί ούτε όρθιος κανείς. Πού είναι η γαλήνη του πρωινού; Η ηρεμία των 10 ατόμων; Η πολυτέλεια να καθόμαστε όπου θέλαμε; Τούτη η εξέλιξη δεν είχε περάσει απ’ το μυαλό μας.
Τελικά βρίσκουμε μια φίδα σ’ ένα δύσβατο σημείο που όλοι το αποφεύγουν. Δεν είναι πολύ σκιερό αλλά το βρίσκει ο μαΐστρος που ανεβαίνει από τη θάλασσα. Βολευόμαστε όπως-όπως, επιστρατεύουμε όλα τα αποθέματα υπομονής και στωικότητας και αρχίζουμε να παρακολουθούμε το πολύβουο πλήθος και τις νέες αφίξεις που περνούν από μπροστά μας. Στις 2 και τέταρτο ακριβώς εμφανίζεται ο ιερέας, ακολουθούμενος από μια ντουζίνα πιστών. Είναι άθλος για τούτο τον άνθρωπο να είναι εκτεθειμένος τούτη την ώρα με τα ολόμαυρα ράσα του στον ήλιο.
Η άφιξη του ιερέα σηματοδοτεί ανακατατάξεις στο τοπίο της χαράδρας. Ένας-ένας οι πιστοί εγκαταλείπουν τις σκιές τους και κατευθύνονται στην είσοδο της σπηλιάς. Εκεί επικρατεί συνωστισμός. Η στενή σήραγγα χωράει μόνον έναν και δεν έχουν όλοι την ευλυγισία, την ταχύτητα και το λεπτό σώμα των νεαρών. Περιμένουμε λοιπόν στη σειρά μας καρτερικά. Κάποτε ξαναβρισκόμαστε στα έγκατα του σπηλαίου. Το μισοσκόταδο, η γαλήνη και ο μυστικισμός του πρωινού έχουν χαθεί. Η πελώρια αίθουσα προβάλλει κατάφωτη, ζεστή και υγρή από τις ανάσες και τις φλογίτσες εκατοντάδων ανθρώπων και κεριών. Μικρά και μεγάλα κεριά είναι στερεωμένα σε κάθε μικρή έξαρση του δαπέδου ή των τοίχων, ακόμη και σε σημεία δυσπρόσιτα, αρκετά μέτρα από το έδαφος. Αναρίθμητοι άνθρωποι κινούνται ανάμεσά τους σαν σκιές. Τρεμοπαίζουν στο πέρασμά τους οι φλόγες των κεριών. Όλοι προσπαθούν να καταλάβουν μια θέση με καλή οπτική επαφή στο ιερό του Αϊ-Γιάννη, στον ιερέα και στους ψάλτες. Δεν είναι, ωστόσο, τόσο εύκολο. Το δάπεδο του σπηλαίου είναι ανώμαλο με πέτρες μεγάλες, αιχμηρές ή ολισθηρές. Υπάρχουν αθέατες, επικίνδυνες σχισμές, με ανύπαρκτο φωτισμό. Ήδη κάποιοι έχουν στραβοπατήσει κι έχουν πέσει, χωρίς, ευτυχώς, σοβαρούς τραυματισμούς.
Στις 3 και 25′ αρχίζει ο ιερέας τη λειτουργία. Καταλαγιάζει ο θόρυβος του κόσμου, μια καθολική κατάνυξη διαπερνά αυτό το παράξενο, πρωτόγνωρο εκκλησίασμα στα βάθη του σπηλαίου. Είναι στιγμές μοναδικές, που δεν μοιάζουν και δεν συγκρίνονται με καμιά προηγούμενη εμπειρία, σε οποιοδήποτε ιερό χώρο της ορθόδοξης εκκλησίας. Ωστόσο, καθώς τα λεπτά κυλούν, η ατμόσφαιρα του σπηλαίου επιβαρύνεται περισσότερο, τα μάτια τσούζουν και δακρύζουν. Είναι μια εξέλιξη αναπόφευκτη μετά από τις αναπνοές τόσων ανθρώπων και τους καπνούς τόσων κεριών, σ’ έναν χώρο κλειστό με μηδαμινό εξαερισμό.
Λίγα λεπτά πριν από το τέλος του εσπερινού σπεύδουμε στη σήραγγα μαζί με μερικούς, σαν κι εμάς, προνοητικούς. Στην έξοδο του σπηλαίου το σοκ από τη διαφορά της θερμοκρασίας και του φωτός είναι ισχυρό, σημαντικότερο όμως είναι το καθαρό οξυγόνο που γεμίζει τα πνευμόνια μας.
Ένας-ένας βγαίνουν από το σπήλαιο οι πιστοί, ανοίγουν τις αγκαλιές τους όλοι αδελφωμένοι, ανταλλάσσουν ευχές, πολλές νοικοκυρές ανοίγουν τα σακούλια τους και κερνούν τον κόσμο πίτες και γλυκίσματα, κάποια μοιράζει σε πλαστικά ποτηράκια δροσερό νερό που γίνεται ανάρπαστο. Εμφανίζεται ο παπα-Δαμιανός. Μαζί με τις ευχές του μοιράζει και ρακόμελο Αμοργιανό σ’ όσους αντέχουν.
– Μ’ αυτή τη ζέστη, πάτερ, πάει το ρακόμελο; του λέω.
– Είναι καλό, θα πάρουμε δύναμη ν’ ανεβούμε στο σελάδι.
Εννοούσε βέβαια τον αυχένα, που στην επιστροφή μοιάζει τόσο μακρινός. Είν’ ένας ανήφορος ατελείωτος, αληθινή δοκιμασία μετά τη συνολική ταλαιπωρία της ημέρας. Τα τελευταία αποθέματα νερού έχουν από ώρα εξαντληθεί και η εφίδρωση από την τρομερή ζέστη είναι ακατάσχετη. Φτάνουμε επιτέλους στον οικισμό της Παναγίας. Μοιάζει με όαση μετά από διάσχιση ερήμου. Ο πρώτος άνθρωπος που συναντάμε είναι μια γλυκειά κυριούλα, καθισμένη στη σκιά έξω από το σπίτι της. Μας βλέπει να παραπατάμε, αναψοκοκκινισμένοι και φορτωμένοι με τα σακίδια και τον φωτογραφικό εξοπλισμό.
– Έρχεστε από τον Αϊ-Γιάννη; μας ρωτάει.
Κουνάμε καταφατικά και οι δυο τα κεφάλια μας.
– Τη χάρη του να ’χετε. Ελάτε να σας δώσω λίγο κρύο νερό.
Το πρώτο ποτήρι κατεβαίνει μονορούφι, το δεύτερο αργά-αργά, απολαυστικά. Την γεμίζουμε μ’ ευχαριστίες και συνεχίζουμε για τους φίλους μας, τον Στέφανο και την Άννα. Στο σκιερό τους μπαλκόνι μας υποδέχονται με καφεδάκι, κρύα φραγκόσυκα και άφθονο βουνίσιο νερό απ’ την αυλή της Παναγίας. Ένα δροσερό αεράκι συμπληρώνει την ευτυχία μας, πέρα μακρυά αγναντεύουμε τη θάλασσα.
Δεν είναι εύκολο σε μερικές μέρες να εξερευνήσει κανείς απ’ άκρη σ΄άκρη το νησί. Δεν θα παραλείπαμε όμως μια επίσκεψη στον μισοερειπωμένο οικισμό του Αγίου Αθανασίου. Με το αυτοκίνητο της Κοινότητας στρίβουμε μετά το Λιβάδι δεξιά σε δύσβατο χωματόδρομο. Λίγο αργότερα διακρίνονται, σαν προέκταση του σκληρού εδάφους, τα πρώτα λιθόκτιστα σπίτια του χωριού. Κατοικείται μόνον ένα. Όλα τα υπόλοιπα στέκουν σιωπηλά, άλλα κλειστά κι άλλα ερειπωμένα. Μπαίνουμε στο εσωτερικό κάποιου νησιού. Τοίχοι χοντροί, με καμάρες στις πόρτες, παλιά έπιπλα και σκεύη, στη γωνία το παλιό μεγάλο τζάκι. Να και ένα κομμάτι εφημερίδας 25 ετών. Απόλυτη σιωπή. Ολόγυρα χωραφάκια με πεζούλες, αλώνια, ξερολιθιές. Άγρια γη, ακαλλιέργητη από χρόνια. Απ’ το υψόμετρο των 200 περίπου μέτρων καταπληκτική θέα σε Νάξο, Αμοργό και όλα τα μικρά διπλανά νησιά. Ωραίος τόπος αλλά έρημος. Ίσως κάποια στιγμή ξαναγυρίσει η ζωή.
Επιστρέφουμε από αγροτικό χωματόδρομο, κατ’ ευθείαν προς τον Άγιο Γεώργιο. Είναι μια μακρόστενη πεδιάδα, η σημαντικότερη επίπεδη έκταση της Ηρακλειάς με καλλιέργειες σιτηρών και τον μεγαλύτερο αριθμό ελαιόδεντρων που διαθέτει το νησί.
ΜΙΑ ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΝΟΤΙΕΣ ΑΚΤΕΣ
– Αύριο δεν έχω πολύ χρόνο μα θα σας πάω μια βόλτα, λέει αποβραδίς ο καπετάν-Δημήτρης Ρούσσος. Φροντίστε μόνο στις 8 ακριβώς να είστε στο λιμάνι.
Είμαστε στην προκυμαία από τις επτά, σχεδόν μόνοι. Καμιά δραστηριότητα δεν ταράζει την ηρεμία του λιμανιού, λίγο μετά τις επτάμιση, ωστόσο, αρχίζουν να καταφθάνουν αυτοκίνητα και άνθρωποι με αποσκευές από διάφορα σημεία του οικισμού. Συγκεντρώνονται στην προκυμαία και περιμένουν. Όχι για πολύ. Λίγα λεπτά πριν τις 8 το στόμιο του μικρού λιμανιού της Ηρακλειάς εξαφανίζεται από την παρουσία ενός πλωτού όγκου. Είναι το Ferry boat της BLUE STAR FERRIES, που το μέγεθός του, συγκριτικά με το λιμάνι, μοιάζει πελώριο. Πολύς κόσμος φεύγει. Πολύς λιγότερος έρχεται. Ο Αύγουστος φτάνει στο τέλος του, οι διακοπές τελειώνουν.
Στις 8 ακριβώς πηδάμε στο καΐκι του Μήτσου Ρούσσου, ένα 15μετρο ψαράδικο σκαρί, φτιαγμένο στην Κοιλάδα Αργολίδας. Βγαίνουμε από το λιμάνι με πορεία προς το νότο. Περνάμε αρχικά από τον υπέροχο κόλπο Λιβάδι και το ερημονήσι Βενέτικο. Πάνω από το Λιβάδι ξεχωρίζει χαρακτηριστικά ο λόφος με τα ερειπωμένα σπίτια και το κάστρο. Μετά την γλυκύτατη αμμουδιά του Λιβαδιού αρχίζει μια βραχώδης, αφιλόξενη ακτογραμμή με μικροσκοπικούς κολπίσκους, έδαφος πετρώδες και φτωχή βλάστηση. Μακρυές ξερολιθιές καταλήγουν απ’ τα ψηλώματα ως τη θάλασσα. Μοιάζουν με οχυρωματικά έργα που οριοθετούν τις ιδιοκτησίες της γης.
Περνάμε από τον ορμίσκο «Αγριομέλισσα» και μετά από τον όρμο «Τουρκοπήγαδο». Εδώ έρχονται και κολυμπούν με σκάφη ή κατεβαίνουν με μονοπάτι από τον οικισμό της Παναγίας. Καβαντζάρουμε τον «Κάβο του Γιωργάκη», με βράχους ασπροκόκκινους. Πίσω του είναι ο όρμος «Βάλλα» και αμέσως μετά αρχίζουν οι εντυπωσιακοί βράχοι του «Μέριχα». Είν’ ένας κατακόρυφος τοίχος από συμπαγή κοκκινωπά πετρώματα, ύψους τουλάχιστον 150 μέτρων πάνω από τη θάλασσα. Μια κοψιά εδάφους τρομερή, προσιτή μόνον σε γύπες και περιστέρια. Το εκπληκτικό είναι, ότι η κατακόρυφη αυτή πέτρινη επιφάνεια είναι κατάσπαρτη από εκατοντάδες φυτά σκληροτράχηλης κάππαρης, που μοιάζουν με αναρριχητές γαντζωμένους σε ορθοπλαγιά. Καταλαγιάζει σταδιακά η αγριότητα του Μέριχα, καταλήγει σε μικροσκοπικές βοτσαλωτές παραλίες, με άνοιγμα μερικών μόλις μέτρων.
– Κοντά σε μια απ’ αυτές αναβλύζει γλυκό νερό, λέει ο καπετάνιος.
Τα τοπία και τα τοπωνύμια διαδέχονται το ένα το άλλο. πρώτα του «Μαρουσού ο Κάβος» με θεαματικούς, βραχώδεις σχηματισμούς, μετά η «Φωκοσπηλιά», όπου βρίσκουν πολλές φώκιες καταφύγιο. Στη συνέχεια ο «Κόκκινος Θόλος», ο «Μαύρος Θόλος», ο γνωστός μας «Καρβουνόλακκος» και η πανέμορφη «Αλιμιά». Από τα δυτικά αγριεύει ο μαΐστρος, χάνεται η γαλήνη της πλεύσης και η ήρεμη παρατήρηση. Είναι καλύτερα να επιστρέψουμε από την ίδια διαδρομή. Θα γνωρίσουμε ίσως άλλη φορά την ΒΔ ακτογραμμή.
– Καπετάνιε, είσαι άνθρωπος λιγομίλητος, λέω κάποια στιγμή στον Μήτσο Ρούσσο.
– Ναι, δεν μου αρέσει να λέω πολλά.
Γεννημένος στην Αμοργό, πήρε γυναίκα από την Ηρακλειά, την κυρα-Αγαθή που κρατάει την ταβέρνα «Περιγιάλι». Παλεύει με τη θάλασσα από το 1961, από παιδί.
– Και τούτο το καΐκι, από πότε τόχεις; τον ρωτάω.
– Από το 1984. Εκτός από ψάρεμα γνώρισε πολλά. Μεταφορές εμπορευμάτων από τη Νάξο, μεταφορές ανθρώπων σε διπλανά νησιά. Σε περιπτώσεις ανάγκης έκανε και το ασθενοφόρο.
– Και το ψάρεμα, πώς πάει;
– Κάθε χρόνο και χειρότερα. Δεν φτάνουν οι ανεμότρατες, είναι και οι φώκιες. Μα και τα δελφίνια πολλλαπλασιάστηκαν πολύ, από τότε που λιγόστεψαν οι εχθροί τους, οι ξιφιοί. Δυστυχώς για τον ψαρά, δεν προβλέπει η πολιτεία τις αποζημιώσεις του αγρότη, λέει ο καπετάνιος και μ’ αυτά τα λόγια σταματάει την κουβέντα κι αφοσιώνεται στο τιμόνι.
Στον Άγιο Γεώργιο οι νεοφερμένοι τουρίστες απολαμβάνουν τη θάλασσα και την ωραία αμμουδιά. Είναι οι τελευταίες ξένοιαστες εικόνες στο λιμάνι της Ηρακλειάς. Σε λίγο καιρό θ’ απομείνουν οι ψαράδες με τις βάρκες και η προσμονή των ντόπιων για το επόμενο καλοκαίρι.