Η Σύμη είναι πολυδιάστατο νησί, μπορεί να γοητέψει κάθε επισκέπτη. Ο λάτρης της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής θα εντυπωσιαστεί από τα νεοκλασσικά και αρχοντικά, με τους απαλούς χρωματικούς τόνους και τις κόκκινες στέγες. Που είναι σκαρφαλωμένα αμφιθεατρικά στις απότομες πλαγιές του “Γιαλού” και του “Χωριού”.
Ο κοσμοπολίτης θα απολαύσει ξεχωριστά εστιατόρια, καφέ και μπαρ μέχρι αργά.
Ο μέσος επισκέπτης θα προτιμήσει γραφικά ταβερνάκια, αυθεντικά καφενεία και ουζερί.
Ο φωτογράφος θα ενθουσιαστεί με τις εκπληκτικές οπτικές γωνίες του νησιού.
Τέλος, ο ιδεολόγος περιηγητής, φυσιολάτρης και πεζοπόρος θα περιπλανηθεί στα πανέμορφα γυμνά ή δασωμένα μονοπάτια, θ’ ανακαλύψει παραλίες μοναδικές, ξωκκλήσια και παμπάλαια μοναστήρια, ερειπωμένα καστράκια και βυζαντινά πέτρινα πατητήρια. Θα γνωρίσει όλο αυτό το ελάχιστα γνωστό πρόσωπο της Σύμης, το τόσο συναρπαστικό και ξεχωριστό.
ΑΠΕΡΑΝΤΗ ΓΟΗΤΕΙΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ 2000
Απ΄ το κατάστρωμα του πλοίου αγναντεύουμε το περίγραμμα του νησιού. Η αρχική εικόνα μοιάζει απογοητευτική. Διαδοχικοί βράχινοι όγκοι και απόκρημνες πλαγιές. Μια στεριά αφιλόξενη, στερημένη από βλάστηση, γυμνή.
-Τι δουλειά έχουμε σ΄αυτόν τον αγριότοπο ; ρωτάω τον Κυριάκο. Χάθηκαν τόσα και τόσα φιλικά και ήμερα νησιά ;
Χαμογελάει ο φίλος μου.
– Η πρώτη εικόνα είναι απατηλή, ένα τέλειο καμουφλάζ. Οι μυημένοι, ωστόσο, ξέρουν πολύ καλά τι κρύβεται πίσω απ’ τους γκρίζους βράχους των ακτών.
Καλοκαιράκι του 2000. Μετά από μερικές μέρες στην Χάλκη, πλησιάζουμε την Σύμη. Μαζί μας είναι ο Κυριάκος και η Νίκη, οι καλοί μας φίλοι απ’ τον Βόλο. Το καράβι καβαντζάρει έναν τελευταίο κάβο και ξαφνικά η Σύμη. Η εικόνα είναι μαγική. Δεν έχουμε απέναντί μας, απλά, έναν γραφικό παραθαλάσσιο οικισμό. Αντικρίζουμε μια ολάκαιρη ναυτική πολιτεία, απλωμένη, τόσο στον χώρο του λιμανιού όσο και στις κακοτράχαλες πλαγιές, που σφιχταγκαλιάζουν το λιμάνι από παντού. Εκεί αποτυπώνεται η ιδιαιτερότητα της Σύμης, Μια ιδιαιτερότητα, που εκτός από την συναρπαστική αμφιθεατρικότητα οφείλεται κυρίως, στα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά των νεοκλασικών του οικισμού. Διώροφα, κατά κανόνα, τα σπίτια με κόκκινες δίρριχτες στέγες και αετώματα ισορροπούν με αξιοθαύμαστη πλαστικότητα στις απόκρημνες πλαγιές. Με απαλές γήινες αποχρώσεις οι τοίχοι έχουν σε πορτοπαράθυρα και αετώματα ζωηρούς χρωματικούς τόνους, που αναδεικνύουν όλη την αισθητική των ιδιοκτητών τους. Ίσως πουθενά αλλού στην Ελλάδα δεν έχουμε συναντήσει τόσο αξιοθαύμαστη αρχιτεκτονική ομοιογένεια και χρωματική αρμονία.
Στην προκυμαία μάς υποδέχονται, οι οικοδεσπότες μας, ο Γιώργος Καλοδούκας και η Άννα. Που μας τακτοποιούν σ΄ένα από τα ωραιότερα καταλύματά τους, ένα αρχοντικό στα ψηλώματα του οικισμού. Με ανηφόρα και βέβαια δεκάδες σκαλοπάτια. Αλλά και με μια θέα μοναδική στο λιμάνι και στην ανεπανάληπτη ζωγραφιά των Συμιακών σπιτιών. Στις δύο μόλις μέρες που έχουμε στη διάθεσή μας, προσπαθούμε να γνωρίσουμε τα πιο αντιπροσωπευτικά σημεία της Σύμης. Το εγχείρημα αποδεικνύεται δυσκολότερο απ΄ όσο αναμενόταν. Μια από τις συναρπαστικότερες εμπειρίες είναι η ημερήσια κρουαζιέρα στην εξωτικής ομορφιάς ακτή του Αγίου Αιμιλιανού. Αρχικά κολυμπάμε σε γαλήνια νερά. Το απομεσήμερο συγκεντρωνόμαστε όλοι στο μοναστηράκι, που μόλις εξέχει από την επιφάνεια του νερού. Εκεί ανάβουμε φωτιά και ψήνουμε φρέσκα ψάρια και ποικίλα κρεατικά. Κρασάκι και στιγμές χαλάρωσης στη σκιά των αρμυρικιών. Επιστρέφουμε με το τελευταίο φως του δειλινού. Υποσχόμαστε, κάποτε να επιστρέψουμε με το μακρύ μονοπάτι, που συνδέει τον Άγιο Αιμιλιανό με τον Γιαλό. Η δεξιά πλευρά της προκυμαίας, καθώς μπαίνουμε στο λιμάνι, ονομάζεται Μουράγιο. Ήταν η αφετηρία απ΄όπου άλλοτε ξεκινούσαν, για τα μακρινά κι επικίνδυνα ταξίδια τους, τα σφουγγαράδικα της Σύμης. Ο εντυπωσιακός πέτρινος πύργος του Ρολογιού, δωρεά το 1881 της οικογένειας Πετρίδη.
Κοντά είναι στημένη και η προτομή του αείμνηστου, συμιακής καταγωγής πολιτικού Γιώργου Γεννηματά.
Στα βόρεια της προκυμαίας συναντάμε το «Χαράνι», με τον παραδοσιακό ταρσανά. Σκαλοπάτια μάς οδηγούν στην μεγαλόπρεπη εκκλησία του Ευαγγελισμού, με το πυργοειδές καμπαναριό. Ο παραλιακός δρόμος μετά από δύομισι χιλιόμετρα, τερματίζει στον γραφικό οικισμό του Νημποριού. Ενοικιαζόμενα διαμερίσματα, ταβερνάκι, σπίτια πλάι στο κύμα, αυλές με λουλούδια και λεμονιές. Όσοι αποζητούν γαλήνιες στιγμές, αλλά όχι μακρυά από τον κοσμοπολίτικο Γιαλό, επιλέγουν ως τόπο διαμονής τους τον Νημποριό.
Επιστρέφουμε στο Ρολόι και κατευθυνόμαστε στον μυχό του Γιαλού. Εδώ επιβάλλεται με την αρχιτεκτονική του το τριώροφο Αρχοντικό Καψοπούλου. Σ΄αυτό το ιστορικό κτίριο στις 8 Μαΐου 1945, υπογράφηκε η παράδοση των Δωδεκανήσων στους συμμάχους. Λίγο πιο κάτω, στην θέση Τζι (1) μας περιμένει μια εικαστική έκπληξη. Σ΄έναν συμπαγή ασβεστολιθικό βράχο, απεικονίζεται σκαλισμένο ένα αντίγραφο της «τριημολίας», του πλοίου που είναι χαραγμένο σ΄έναν αντίστοιχο βράχο στην Ακρόπολη της Λίνδου. Η επιγραφή με τους στίχους του Δωδεκανήσιου Φώτη Βαρέλη αναφέρεται στην παράδοση των Δωδεκανήσων. Κάτω από το ανάγλυφο πλοίο υπάρχει και το «Περιστέρι της Ειρήνης», έργο του Κώστα Βαλσάμη. Δίπλα βρίσκεται η πιο στενή και απότομη σκάλα του Γιαλού. Είναι η «Σκάλα του Λιρένιου». Οφείλει την ονομασία της στις…πολλές λίρες που είχε ο ιδιοκτήτης του σπιτιού.
Συνεχίζοντας προς το κέντρο του λιμανιού, περνάμε από το Καντιρίμι, το πέτρινο γεφυράκι με το χαμηλό ύψος, τις καμάρες και την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική. Από εδώ αρχίζει η κεντρική πλατεία, του Κάμπου. Στο εσωτερικό της, σ΄ένα επιβλητικό αρχοντικό, στεγάζεται το Ναυτικό Μουσείο της Σύμης. Μια περιδιάβαση στα λαβυρινθώδη σοκάκια μάς φέρνει σε επαφή με τον εμπορικό κόσμο, τις ταβέρνες, τα διάφορα μαγαζιά. Πιο μέσα συναντάμε τον καθεδρικό ναό του Αγίου Ιωάννη, χτισμένος αρχικά το 1838 σε ρυθμό βασιλικής. Περίτεχνη είναι η βοτσαλωτή αυλή και εντυπωσιακό το καμπαναριό με εντοιχισμένα αρχιτεκτονικά μέλη παλαιότερων εποχών.
Περιδιαβαίνουμε χαλαρά στην προκυμαία, χαζεύουμε την κίνηση και τις εικόνες που εναλλάσσονται διαρκώς. Να ένας ψαράς, αφοσιωμένος στην ταχτοποίηση των διχτυών του, ενώ ένας άλλος μόλις έχει βγάλει απ΄το καΐκι μερικές κάσες με ολόφρεσκα ψάρια. Σ΄ένα λεπτό μαζεύονται γύρω του οι πελάτες. Τα κατακόκκινα μπαρμπούνια δεν μένουν για πολύ. Να και ο ξυλόφουρνος, με τα ευωδιαστά ψωμιά και τις νόστιμες «τούρτες», τις παραδοσιακές συμιακές τυρόπιτες.
Τις πρωινές ώρες πρωταγωνιστές είναι τα καφέ της προκυμαίας. Ντόπιοι και ξένοι χαλαρώνουν μ’ ένα καφεδάκι, οι ξένοι στον ήλιο, οι ντόπιοι στη σκιά. Όσο πλησιάζει το μεσημέρι, ζωηρεύουν τα εστιατόρια, οι ταβέρνες, τα ουζερί. Ψάρια ελκυστικά στις προθήκες, πιάτα ελληνικής κουζίνας και βέβαια, το διάσημο συμιακό γαριδάκι, μια αληθινή λιχουδιά. Ακόμη πιο απολαυστικές είναι οι ψημένες στα κάρβουνα φέτες μαγιάτικου, που το βράδυ μας προσφέρει ο οικοδεσπότης μας, σε μια ταβέρνα της Καλής Στράτας. Του πιο αρχοντικού δρόμου όχι μόνον της Σύμης αλλά ίσως και της Ελλάδας. Που ξεκινάει από την Πλατεία της Σκάλας, στον Γιαλό, για να καταλήξει μετά από 378 (!) φαρδειά, πέτρινα σκαλοπάτια στο κέντρο του Χωριού.
Θαυμάζουμε τα νεοκλασικά αρχοντικά του 19ου αιώνα, τα κομψά τους μπαλκονάκια με τα σφυρήλατα κάγκελα, τα σιδερένια ή μαρμάρινα φουρούσια, τις χειροποίητες πόρτες. Είναι μια εμπνευσμένη αρχιτεκτονική, που διατηρεί την γοητεία του χρόνου και αποπνέει την αύρα μιας άλλης εποχής.
Εισχωρούμε και στα άδυτα του λαβυρινθώδους Χωριού. Στενορρύμια, σκάλες και ανηφόρια, παραδοσιακά καφενεία, το παλιό Δημοτικό φαρμακείο, η Σπετσαρία, οι εκκλησίες του 17ου – 19ου αιώνα και ανάμεσά τους η Μεγάλη Παναγία του Κάστρου. Εκεί, στην κορυφή του λόφου, ήταν και η αρχαία ακρόπολη της Σύμης. Πάνω στα ερείπια των πελασγικών τειχών κτίστηκε αργότερα το Κάστρο, η τελευταία επισκευή του οποίου έγινε από τους Ιωαννίτες Ιππότες το 1407.
Εγκαταλείπουμε τη Σύμη γοητευμένοι με την υπόσχεση της επιστροφής. Που, δυστυχώς άργησε να έρθει.
15 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ
– Είστε βέβαιοι ότι θα’ρθείτε, ή θα το αναβάλετε και πάλι; ρωτάει στο τηλέφωνο ο Γιώργος Καλοδούκας.
– Απολύτως βέβαιοι, Γιώργο. Άλλωστε, είμαστε ήδη στη γειτονιά σου.
Μετά τα πληθωρικά μεγέθη της Ρόδου, τα αχανή ξενοδοχειακά συγκροτήματα και τις μεγάλες αποστάσεις αποζητούμε την ανθρώπινη κλίμακα, τους χαλαρούς ρυθμούς και την ηρεμία της Σύμης.
Ο Γιώργος Καλοδούκας μάς υποδέχεται με ανοιχτή αγκαλιά.
-Πριν πάρουμε τις ανηφοριές, προτείνω ένα καφεδάκι στο λιμάνι.
Στην Σύμη λοιπόν και πάλι, σ΄αυτό το ποικιλόχρωμο, παραμυθένιο σκηνικό.
Πίνουμε το ελληνικό μας καφεδάκι, δίπλα στην “Τεμπελόσκαλα“, όπου κάποτε άραζαν οι αργόσχολοι στη σκιά.
–Τούτη τη φορά δεν θ΄ανηφορίζετε πολύ. Θα μένετε στην “Πηνελόπη“, στο τέλος μιας ανηφόρας με καμιά σαρανταριά σκαλιά.
– Το όνομα του σπιτιού μου φέρνει στον νου την Πηνελόπη του Οδυσσέα, λέω στον Γιώργο.
– Κι εμένα την Πενέλοπε Κρουζ, συμπληρώνει η Άννα.
Έχει τα πάντα η “Πηνελόπη” του Καλοδούκα. Μεγάλο ψυγείο, πλήρως εξοπλισμένη κουζίνα, εσωτερική σκάλα με σοφίτα, λειτουργική επίπλωση κι ένα μπαλκονάκι με θέα εκπληκτική.
Έρχεται η στιγμή να ξεκινήσει η εξερεύνηση της Σύμης. Πρώτος προορισμός μας το Πέδι.
ΠΕΔΙ, ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ, ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΝΑ
Στην προκυμαία, κάτω από την “Πηνελόπη”, είναι η αφετηρία των μικρολεωφορείων της Σύμης. Ανάμεσα στα ολοκαίνουργια 20θέσια ξεχωρίζει κι ένα σε χρώμα κίτρινο σαν σχολικό, με σουλούπι που φέρνει στο νου άλλες εποχές. Οδηγός του ο Λάκης, σ΄όλους δημοφιλής βάζει λαϊκά τραγουδάκια και οδηγεί με μπόλικα γκάζια στους στενόδρομους του δίαυλου και του Χωριού.
Καθώς κατηφορίζουμε για το Πέδι, πρασινίζει η πεδιάδα από περιβόλια, ελαιώνες, οπωροφόρα και πολλά άλλα δέντρα. Σ΄ ένα τέταρτο το λεωφορείο φτάνει στο Πέδι. Βρίσκεται στον μυχό του πιο στενόμακρου όρμου της Σύμης, που εκτός από τους γραίγους, είναι προφυλαγμένος απ΄όλους τους καιρούς. Ξεκινάμε να βαδίζουμε κατά μήκος της παραλίας με κατεύθυνση ανατολική. Χαμηλά σπίτια είναι χτισμένα ελάχιστα μέτρα απ΄το νερό. Σχεδόν όλα έχουν μπροστά τους μικροσκοπικό ιδιωτικό μολάκι με αραγμένη μια βαρκούλα. Ειν΄ένα σχεδόν πρωτόγνωρο σκηνικό. Σε μερικά λεπτά φτάνουμε στο εκκλησάκι του Αγίου Θωμά, χτισμένο στο ίδιο σχεδόν επίπεδο με την θάλασσα και σε απόσταση 4-5 μόλις μέτρων απ΄το νερό. Σε επαφή με τον βόρειο τοίχο σχηματίζεται μια τετράγωνη πισινούλα, το Λευκαντιό, όπου κάποτε εξαιτίας του γλυκού νερού που ανάβλυζε απ΄τους βράχους, έπλεναν τα ρούχα τους οι γυναίκες του χωριού. Σήμερα, από την είσοδο της πισινούλας μπαινοβγαίνουν μικρόψαρα.
Περνάμε από μια συρματόπορτα και ξεκινάμε προς το μοναστηράκι του Αγίου Νικολάου. Ανηφορικό τσιμεντάκι και μετά, ευκολοδιάβατο μονοπάτι. Ο τόπος ευωδιάζει από ρίγανη, φασκόμηλο και θυμάρι. Η ρίγανη, ιδιαίτερα, φυτρώνει σε κάθε μας βήμα. Πουθενά αλλού δεν έχουμε συναντήσει έναν τόσο πληθωρικό ριγανότοπο.
30‘ μετά την αναχώρησή μας φτάνουμε στην παραλία του Αγίου Νικολάου. Είναι μια ονειρεμένη αμμουδιά, με διαυγέστατα νερά. Ο τόπος είναι τελείως έρημος τούτη την εποχή. Ωστόσο ο τσιμεντένιος μόλος, το μπαράκι και οι ξαπλώστρες υποδηλώνουν εύγλωττα ποιά θα είναι η εικόνα το καλοκαίρι. Λιτό το μοναστηράκι του Αη- Νικόλα στο Α άκρο της αμμουδιάς. Είναι χτισμένο με χοντρούς τοίχους και ασβεστοχρισμένο μέσα κι έξω.
15.10′ Επιστρέφουμε στο Πέδι. Στο Β άκρο της παραλίας περνάμε μπροστά από ένα μικρό καρνάγιο. Εδώ, ο παραδοσιακός ναυπηγός Αποστόλης Χάσκας καταγίνεται μ΄ένα ψαράδικο σκαρί 13,5 μέτρων, από πεύκο και ιρόκο, που έχει παραγγείλει ένας Συμιακός ψαράς.
15:20′ Αποφασίζουμε να συνεχίσουμε προς το νησάκι της Αγίας Μαρίνας και μετά να επιστρέψουμε με κυκλική διαδρομή στον Γιαλό. Περνάμε τα τελευταία σπίτια του λιμανιού και συναντάμε κακοτράχαλο μονοπάτι ανάμεσα από μικρά μαντριά. Διασχίζουμε μια τραχειά σεληνιακή πλαγιά όπου, για πρώτη φορά, ρίγανη και θυμάρι απουσιάζουν εντελώς. Κάποια στιγμή αγναντεύουμε απέναντί μας τον ειρηνικό ορμίσκο του Αη- Νικόλα.
16:00′ Φτάνουμε σε αυχένα. Προβάλλει στα ΒΑ, σαν συνέχεια της στεριάς, η νησιδούλα της Αγίας Μαρίνας και μπροστά της ένας ορμίσμος με τυρκουάζ νερά. Κατηφορίζουμε ένα κακοτράχαλο μονοπάτι, σκέτη πέτρα. Ξαναρχίζουν να μας συνοδεύουν οι συνδυασμένες ευωδιές από φασκόμηλο, ρίγανη και θυμάρι.
16:10′. Σε 50′ φτάνουμε μπροστά στον όρμο της Αγιά – Μαρίνας. Τσιμεντένια προκυμαία, πανέμορφη αμμουδιά, πετρόχτιστο καλοκαιρινό Beach bar. Καθόμαστε και θαυμάζουμε την γοητεία του τοπίου.
16:40′. Οι μαγικές στιγμές τελειώνουν, ξεκινάμε την ανηφόρα με κατεύθυνση Δ.
17:00. Φτάνουμε σε αυχένα, σε υψόμετρο 90 μέτρων. Μας υποδέχεται σφοδρός γαρμπής, που δυσκολεύει τα βήματά μας. Η μαγεία της Αγίας Μαρίνας χάνεται οριστικά. Στα Δ αποκαλύπτεται η μπούκα του αγριεμένου όρμου της Σύμης. Χαμηλότερα προς τα Β, απλώνεται ένα ομαλό οροπέδιο, με μερικά πρόβατα κι ένα πέτρινο καλυβάκι. Είναι η μοναδική ειρηνική παρένθεση στις πετρόσπαρτες πλαγιές. Βαδίζουμε με δυσκολία σε ανηφορικό κακοτράχαλο μονοπάτι. Η πεζοπορική ευχαρίστηση σ΄αυτή την πορεία είναι μηδαμινή.
17:50′. Βρισκόμαστε σε υψόμετρο 180 μέτρων. Χαμηλά αποκαλύπτεται για πρώτη φορά το πανόραμα της Σύμης. Γοργοκίνητα πρόβατα τρέχουν φοβισμένα. Κάθε θάμνος σχεδόν είναι ρίγανη ! Φτάνουμε σ΄ένα σημείο με ταυτόχρονη θέα, προς το Πέδι και το Χωριό. Έχουμε ολοκληρώσει τον κύκλο της χερσονήσου γύρω από την κορυφή Νουλιά.
Μερικά λεπτά μετά συναντάμε οχυρωματικό περίβολο με ογκώδη αργολιθοδομή. Μια κακοτράχαλη κατεβασιά μάς οδηγεί σε 7 λεπτά στο περίφημο “Ποντικόκαστρο”. Κατά την αρχαιολόγο Μαρία Μιχαλάκη – Κόλλια (2), είναι το μεγάλο κυκλικό οικοδόμημα που δεσπόζει στην ανωφέρεια της βραχώδους ράχης του λόφου της Νουλιάς, στα Α του λόφου της αρχαίας ακρόπολης και του μεσαιωνικού κάστρου. Από ορισμένους το μνημείο αποδίδεται στο τρόπαιο που αναφέρει ο Θουκυδίδης ότι έστησαν οι Λακεδαιμόνιοι μετά την νίκη τους στην ναυμαχία με τους Αθηναίους έξω από την νησίδα Σεσκλί, στα Ν της Σύμης, το 411 π.Χ. Το οικοδόμημα έχει διάμετρο 19,50 μ. και είναι κατασκευασμένο με μεγάλες πελεκημένες πλίνθους από ντόπια “αμυγδαλόπετρα“, που εφαρμόζουν μεταξύ τους με λαξευμένους οδόντες. Σώζεται σε ύψος δύο δόμων και, σε ορισμένα σημεία τριών, ανάλογα με την κλίση του εδάφους. Το ύψος κυμαίνεται από 1.20-1.70 μ. Για πρώτη φορά περιγράφεται από τον Ludwig Ross το 1845. (3) Θαυμάζουμε για λίγο το μνημείο και την θέα της Σύμης και, με σφοδρό πάντα αέρα, συνεχίζουμε την κατάβαση. Ήδη αρχίζει η σειρά των 20 περίπου ανεμόμυλων που κάποτε άλεθαν το σιτάρι. Πολλοί είναι ερειπωμένοι, άλλοι αναστηλωμένοι και κάποιοι κατοικούνται.
18:30′. Τρεις ώρες μετά την αναχώρησή μας από το Πέδι συναντάμε τα πρώτα σπίτια του Χωριού.
Βράδυ με τσιπουράκι στο λιμάνι. Είναι το ωραιότερο τελείωμα της πρώτης, πολύ συναρπαστικής μέρας μας στη Σύμη.
ΣΕ ΚΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ
Ξεκινάμε την μέρα μας στον καφενέ του “Πάχου“. Μικρό το μαγαζί, κυρίως για ντόπιους, βρίσκεται στο κέντρο του λιμανιού. Ο Γιάννης το ανοίγει απ΄τις πεντέμισι το πρωί. Πίνουμε καλοφτιαγμένο καφεδάκι ελληνικό. Απέναντί μας δυο πελώριες άγκυρες, αλλά και το “Μιχαλάκι“, ο μπρούτζινος ανδριάντας του μικρού ψαρά, έργο του Συμιακού γλύπτη Κώστα Βαλσάμη.
Στην σημερινή περιήγησή μας ξεναγό έχουμε την Σταματία Ζουρούδη, υπάλληλο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και άριστη γνώστρια των αρχαιολογικών χώρων, και των τοπίων του νησιού.
Από το Χωριό ανηφορίζουμε Ν, στον οδικό άξονα για Πανορμίτη. Σε απόσταση 9,5 χλμ, από το λιμάνι στρίβουμε σε στενό παράδρομο αριστερά. Μπροστά μας απλώνεται ένα τραχύ ασβεστολιθικό οροπέδιο με ανάγλυφο πολυποίκιλο.
Ένα χιλιόμετρο μετά τον κεντρικό δρόμο συναντάμε το θολοσκέπαστο ξωκκλήσι του Αγίου Ιωάννη της Τσαγκριάς. Χτισμένο με χοντρούς τοίχους γύρω στον 12ο αιώνα, θεωρείται από τα παλαιότερα του νησιού. Σώζονται τοιχογραφίες στην οροφή, ενώ οι αυστηρές μορφές των αγίων στους τοίχους είναι δυσδιάκριτες.
Μετά το εκκλησάκι, παρατηρούμε κάποια ερείπια. Είναι το Κάστρο της Τσαγκριάς. Καθώς πλησιάζουμε, αποκαλύπτεται η επιμελημένη τοιχοποιία από λαξευτούς γρανιτόλιθους μεγάλων διαστάσεων κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα.
Μετά το κάστρο αφήνουμε – προσωρινά- μια διακλάδωση δεξιά προς κάποια μοναστηράκια και συνεχίζουμε ευθεία. Πολύ γρήγορα συναντάμε μια πινακιδούλα, που δείχνει το μονοπάτι προς την Μονή του Σωτήρη Μικρού. Το τοπίο, μετά τις γυμνές ασβεστολιθικές πλαγιές είναι κατάφυτο από δάση κυπαρισσιών.
–Θα προτιμήσουμε την επόμενη αφετηρία του μονοπατιού, λέει η Σταματία.
Συναντάμε την δεύτερη πινακιδούλα μόλις 500 μ.
10:30. Αφήνουμε το αυτοκίνητο και ξεκινάμε από υψόμετρο 440 μ. Σκιερό και ευχάριστο μονοπάτι με αρώματα φασκόμηλου. Σε 20 σχεδόν λεπτά ξανοίγει το δάσος, κυπαρισσίων απλώνεται μπροστά μας ένα πανέμορφο λεκανοπέδιο. Κάποτε η έκταση καλλιεργείτο. Διατηρούνται ακόμη παμπάλαιες ξερολιθιές, αλλά και τμήματα πελασγικών τειχών.
Περνάμε από την συρμάτινη πόρτα της εκτεταμένης περίφραξης και μετά από λίγο συναντάμε δεύτερη πόρτα, που ξεκλειδώνει η Σταματία.
-Αν δεν είσαι εσύ, πώς μπαίνει κανείς ; την ρωτάω.
-Έ, μπορεί να βρει ένα μικρό άνοιγμα λίγο αριστερότερα.
25′ μετά την αναχώρησή μας και βρισκόμαστε μπροστά στο μοναστηράκι του Σωτήρη Μικρού. Στον αύλειο χώρο μάς υποδέχεται ένα κυπαρίσσι ηλικίας πολλών αιώνων, με περίμετρο κορμού 3,5 μέτρων. Εξίσου εντυπωσιακά είναι τα αρχιτεκτονικά μέλη από αρχαίο ιερό στον περίβολο και στο καθολικό της μονής.
Ξεκλειδώνει η Σταματία και εισχωρούμε στο εσωτερικό. Η επιγραφή της ιστόρησης αναφέρει την χρονολογία ΑΩΒ (1802). Κατάγραφος είναι ο ναός. Ιδιαίτερα κινούν την προσοχή μας οι σκηνές από την τιμωρία αμαρτωλών, ανάμεσά τους και ο “κλέφτης κλαδιών”, ο “καταλαλών” (κουτσομπόλης), ο πόρνος και η πόρνη, ο βλάσφημος και ο επίορκος, ο φιλάργυρος, ο μέθυσος και άλλοι. Όλους αυτούς τους καταπίνει ο Άδης, που έχει την μορφή παμφάγου τέρατος. Στο δάπεδο, συνδυασμοί από κομματάκια μπεζ πέτρας και μαύρων βοτσάλων, δημιουργούν ωραιότατα μοτίβα. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ένας δικέφαλος αετός. Λεπτής ξυλογλυπτικής τέχνης είναι και το τέμπλο. Η σκεπή του ναού, είναι καλυμμένη από χοντρές, συμιακές πλάκες λαξευτές.
– Στις 6 Αυγούστου, γιορτάζεται εδώ η Μεταμόρφωση του Σωτήρος, με μεγάλο πανηγύρι, λέει η Σταματία. Προσφέρεται τηγανιτό ψάρι με ρετσινούλα, ενώ την νύχτα της παραμονής νηστήσιμα σκορδομακάρονα.
50 μέτρα πιο πάνω δεσπόζει το πανέμορφο ξωκκλήσι της Παναγίας Βουναριώτισσας. θαυμάζουμε για λίγο τα μνημεία της Ορθοδοξίας και το συνολικό τοπίο και μετά παίρνουμε το μονοπάτι της επιστροφής.
Για λίγο συνεχίζουμε τον δρόμο που, 500 μέτρα μετά, τερματίζει στο μοναστηράκι της Παναγιάς Χαμών. Η μονή πήρε το όνομά της από την κορυφή “Χαμές“, στα 500 μ. Η θέα της Σύμης, χαμηλά είναι εκπληκτική.
-Εδώ θα σας αποχαιρετήσω, λέει η φίλη μας.
-Δεν θα γυρίσουμε μαζί;
– Όχι, εγώ θα το κόψω με τα πόδια. Σε μισή ώρα θα είμαι κάτω.
Την παρακολουθούμε καθώς κατηφορίζει σαν αγριοκάτσικο, με ανάλαφρες δρασκελιές. Από την παιδική της ηλικία, είναι απόλυτα εξοικειωμένη με τα βουνά.
Επιστρέφουμε με το αυτοκίνητο. Συναντάμε αριστερά την διακλάδωση προς Μονή Αρχαγγέλου Μιχαήλ Κοκκιμίδη. Με δύσκολο χωματόδρομο φτάνουμε σε μερικά λεπτά στο υψίπεδο των 575 μ. της μονής. Τα γιγάντια πουρνάρια και κυπαρίσσια μάς παραπέμπουν πιθανότατα στην εποχή ίδρυσης της μονής που ανάγεται στο 1697. Ο ναΐσκος είναι θολοσκέπαστος και κατάγραφος με ωραίες τοιχογραφίες. Ανάμεσα στους Αγίους ξεχωρίζουμε τον Άγιο Μάμα καβάλα σε λιοντάρι (!), ενώ άλλοι 11 ιππεύουν άλογα. Η είσοδος στον ναό είναι πολύ στενή και ελάχιστα φιλική για ευτραφείς.
Κατηφορίζοντας από τον Κοκκιμίδη συναντάμε αριστερά το συγκρότημα με τα τρία ξωκκλήσια, της Αγίας Βαρβάρας, τον Αη Νικόλα και του Αγίου Σάββα. Οι εγκαταστάσεις είναι περιποιημένες, ενώ σε μια βρύση με νερό υπάρχει η χρονολογία 1887.
Στο κεντρικό οδικό δικτυο και πάλι. Ενάμισι χλμ. μετά στρίβουμε δεξιά προς Αγ. Προκόπιο και Αγ. Νικήτα, 50 μέτρα πριν από μεγάλο πέτρινο οικοδόμημα βρίσκουμε το μονοπάτι προς Μονή Σταυρού Πολέμου. Είναι ανηφορικό και σκιερό με καλή βατότητα και σήμανση πυκνή. Σε 20′ συναντάμε σε υψ. 540 μ. τη Μονή, ανακαινισμένη το 1878. Υπέροχο το κυπαρισσόδασος και εκπληκτική η θέα σ’ όλο τον ορίζοντα.
ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΠΑΤΗΤΗΡΙΑ
Το καλοκαίρι του 2000 είχαμε εισχωρήσει στα άδυτα του δάσους με τον Γιώργο Καλοδούκα. Τότε για πρώτη φορά αντικρύσαμε έκπληκτοι τα βυζαντινά, πέτρινα Πατητήρια της Σύμης. Σήμερα,πολύτιμη πηγή έχουμε την μονογραφία του Συμιακού συγγραφέα – ερευνητή Σαράντη Κρητικού “Τα Πέτρινα Πατητήρια της Σύμης”. Η δίχρονη συστηματική έρευνά του στα βουνά της Σύμης, έφερε στο φως, πάνω από 130 πατητήρια ! Τα περισσότερα και σημαντικότερα, βρίσκονται στην περιοχή Κουρκουνιώτη – Μονής Σωτήρη Μεγάλου. Εκεί ο Σαράντης κατάφερε να αναστηλώσει 11, σε σύνολο 47, όπως αναφέρει στον πρόλογο του βιβλίου.
Συνοδευόμενοι από τον Αρχαιοφύλακα Μιχάλη Βόλα φτάνουμε στο μοναστήρι του Σωτήρη Μεγάλου, στον κεντρικό δρόμο για Πανορμίτη. Κατηφορίζουμε αρχικά το τσιμεντένιο δρομάκι πλάι σε αιωνόβιες βαλανιδιές. Αμέσως μετά, βρίσκουμε δεξιά το καλοσχηματισμένο μονοπάτι μέσα σε δάσος κυπαρισσιών. Σε λίγο εμφανίζονται αραιά τα πρώτα πατητήρια, που αργότερα πυκνώνουν.
Τον τρόπο κατασκευής περιγράφει παραστατικά ο Σαράντης Κρητικός: “Η κατασκευή είναι κυκλική και, χρησιμοποιώντας για δάπεδο τις ριζωμένες επίπεδες πέτρες που υπάρχουν στην περιοχή, άρχιζαν το κτίσιμο με μια σειρά από μεγάλες όρθιες πλάκες, που τις τοποθετούσαν κυκλικά, τη μια πλάι στην άλλη. Αυτές καθόριζαν και την εσωτερική διάμετρο του πατητηριού, από 1.70 – 2.20 μέτρα. Όταν τελείωνε το στήσιμο των όρθιων πλακών, άρχιζαν να κτίζουν εξωτερικά λιθοδομή για να στηρίξουν τις όρθιες πλάκες αλλά και να δώσουν ύψος στην κατασκευή. Το πάχος της εξωτερικής λιθοδομής κυμαίνεται στα 60 εκατοστά, ενώ το ύψος όλου του πατητηριού, εσωτερικά, σπάνια υπερβαίνει τα 1,80 μέτρα.
Για να υπάρχει καλύτερη εφαρμογή των όρθιων πλακών μεταξύ τους, τις λάξευαν όπου ήταν δυνατόν. Επειδή όμως πάντα έμενε κάποιο κενό (ο αρμός) στη μεταξύ τους ένωση, το γέμιζαν με κονίαμα. (Στη Σύμη το βυζαντινό κουρασάνι το λέμε “Αστρακιά”). Κονίαμα ακόμα έβαζαν και στο σημείο όπου οι όρθιες πλάκες ακουμπούσαν στο “δάπεδο”. Μ΄αυτό τον τρόπο, εσωτερικά η κατασκευή γινόταν στεγανή μέχρι το ύψος των όρθιων πλακών. Στο σημείο που το δάπεδο είχε τη μεγαλύτερη κλίση αφηνόταν ένα μικρό άνοιγμα (η εκροή) για να βρίσκει διέξοδο ο μούστος”.
Δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί με ακρίβεια ο χρόνος της αρχικής κατασκευής των πατητηριών. Μια από τις πρώτες γραπτές μαρτυρίες είναι το 1420 του Cristoforo Buondelmonti που αναφέρει: “Γίνεται δε αυτόθι και οίνος “άριστος εν ταις πέτραις”. Τα πολλά και ποικίλα όστρακα, ωστόσο, που βρέθηκαν κατά τη διάρκεια των εργασιών της αναστήλωσης συνηγορούν στην προγενέστερη ύπαρξη των πατητηριών. Που, σταδιακά, άρχισαν να εγκαταλείπονται, όταν οι επιδρομές των πειρατών έγιναν συχνές.
Αγναντεύουμε απέναντί μας την τοποθεσία “Αμπέλι“, όπου καλλιεργούνται κάποια αμπελάκια. Λίγο πιο πάνω είναι η περιοχή “Μερκούρια“, με υπολείμματα κάστρου στην κορυφή του λόφου. Σήμερα δεν λειτουργούν, βέβαια, πέτρινα πατητήρια. Ούτε η παραγωγή του λευκού, φίνου Συμιακού κρασιού φτάνει τους 10-15 τόνους, όπως στο παρελθόν. Υπάρχουν, ωστόσο, και τώρα κάποιοι που οραματίζονται ν’ αναβιώσουν την οινική παράδοση του τόπου. Ένας απ΄ αυτούς είναι και ο Πέτρος Καλοδούκας, γιος του φίλου μας Γιώργου Καλοδούκα.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΝΟΡΜΙΤΗ ΣΤΗΝ ΜΑΡΑΘΟΥΝΤΑ
Κατευθυνόμαστε στο νοτιότερο άκρο της Σύμης. Εκεί όπου δεσπόζει η θρυλική μονή Ταξιάρχου Μιχαήλ του Πανορμίτη. Ο δρόμος εξελίσσεται με ελικοειδείς στροφές και ξαφνικά προβάλλει χαμηλά ο περίκλειστος όρμος του Πανόρμου, απ’ τον οποίο πήρε την ονομασία της η Μονή. Γύρω από τον όρμο οι πλαγιές είναι βαθυπράσινες από πεύκα και κυπαρίσσια.
Αστράφτουν στον ήλιο οι εγκαταστάσεις της Μονής. Πανύψηλο ανάμεσά τους ορθώνεται το περίφημο καμπαναριό, με ύψος 20 περίπου μέτρων. Ανεγέρθηκε μεταξύ των ετών 1905 και 1911 με ντόπια πέτρα, σε σύνθετο ρυθμό Αναγέννησης και Μπαρόκ. Η εκπληκτική του διακόσμηση οφείλεται σε τόξα, αετώματα, ρόδακες, ακροκέραμα, μαίανδρους, αετούς. Φέρει πέντε συνολικά καμπάνες. Οι τρεις παλαιότερες προέρχονται από την Ρωσία. Η μεγαλύτερη ζυγίζει 1.200 κιλά !
Δεν είναι ακριβώς προσδιορισμένος ο χρόνος ίδρυσης της Μονής. Η πρώτη γραπτή μαρτυρία αναφέρεται σ΄ένα χειρόγραφο του έτους 1460. Δεν αποκλείεται ωστόσο, η ίδρυση να ανάγεται στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Το Καθολικό, σύμφωνα με ανάγλυφη επιγραφή, ανακαινίσθηκε εκ θεμελίων το 1783. Οι εξωτερικές του διαστάσεις είναι 8,20 Χ 18,35 μ. και ανήκει στον τύπο της λεγόμενης Σταυροφορικής Βασιλικής. Αξιοσημείωτη είναι η παρουσία έξι παλαιοχριστιανικών μονόλιθων κιόνων, οι οποίοι είναι εντοιχισμένοι στις δυο μακριές πλευρές του Καθολικού. Κατάγραφος είναι ο ναός από θαυμάσιες τοιχογραφίες, φιλοτεχνημένες το 1792 από τους Συμιακούς ιερομόναχους Νεόφυτο και Κυριακό. Κορυφαίο κειμήλιο είναι η θαυματουργή υπερμεγέθης Εικόνα του Ταξιάρχου Μιχαήλ του Πανορμίτη. Με διαστάσεις 2,20 Χ 1,30 μ. είναι εντοιχισμένη στην νότια πλευρά του Καθολικού. Είναι έργο του αγιογράφου Στελιανού Γενίτη από τον Χάνδακα της Κρήτης, στις αρχές του 17ου αιώνα. Η επαργύρωσή της πραγματοποιήθηκε το έτος 1724 από τον διάσημο αργυροχρυσοχόο Ιωάννη Πελοποννήσιο. Εκπληκτικό είναι και το ξυλόγλυπτο τέμπλο. Φιλοτεχνήθηκε το 1788 από τον ξακουστό Κώο ξυλογλύπτη μάστρο-Δράκο Ταλιαδούρο.
Το Εκκλησιαστικό Μουσείο έχει εκατοντάδες αξιόλογα εκθέματα. Ανάμεσά τους ένα εκπληκτικό ρωσικό Επιτάφιο του 1852 κι ένα παμπάλαιο Χειρόγραφο του 1642 από την Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το Λαογραφικό Μουσείο, με το εξαιρετικό του κελάρι. Εντυπωσιακή και η Τράπεζα, που ανοικοδομήθηκε το 1787, με διαστάσεις 30 Χ 8 μέτρα! Καύχημα της Μονής αποτελεί η Βιβλιοθήκη, με τουλάχιστον 8.000 τόμους, οι παλαιότεροι των οποίων ανάγονται στον 17ο αιώνα.
Πολύ σημαντική υπηρεσία παρέχουν οι ξενώνες, που, ανακαινισμένοι το 2003, διατίθενται με συμβολικό τίμημα σε προσκυνητές της Μονής και επισκέπτες του νησιού. Δεν θα’ πρεπε, τέλος, να παραλείψουμε τον παραδοσιακό ξυλόφουρνο, με το εκπληκτικό ψωμί, και την “τούρτα”, την τόσο ιδιαίτερη τυρόπιτα της Σύμης.
Επιστρέφοντας από τον Πάνορμο, πολύ γρήγορα στρίβουμε δεξιά για Μαραθούντα.
– Το 2000 τον θυμόμαστε χωμάτινο τον δρόμο, λέμε στον Καλοδούκα.
-Ναι, η ασφαλτόστρωση ολοκληρώθηκε το 2003. Η αρχική, ωστόσο, διάνοιξη ξεκίνησε το 1975 από την ΜΟΜΑ. Ως τότε, για να φτάσει κάποιος στον Πανορμίτη είχε δύο επιλογές: ή έπαιρνε το παλιό καλντερίμι από το Χωριό και διέσχιζε από Β προ Ν το νησί ή έφτανε με καΐκι απ΄τον Γιαλό, με πολύωρο ταξίδι, που δεν ήταν πάντοτε ασφαλές. Ας δούμε όμως πώς τα πάει με τις δουλειές του ο γιος μου ο Πέτρος.
Στην στροφή για Μαραθούντα, ο Πέτρος ανοίγει τρύπες στο αφράτο χώμα μ΄ένα βενζινοκίνητο τρυπάνι, για να φυτέψει το νέο του αμπελάκι. Την ζέστη του μεσημεριάτικου ήλιου μετριάζει ένας δροσερός πουνέντες, που φυσάει από τον όρμο Λαπίδια, διασχίζει την στενή γλώσσα στεριάς, όπου το αμπελάκι του Πέτρου, και σβήνει στον διπλανό όρμο της Μαραθούντας. Είν΄ένα πανέμορφο σημείο, που στα Δ-ΝΔ αγναντεύει την Τήλο, ενώ διαμετρικά αντίθετα, στα Α-ΒΑ, τις ακτές της Μικρασίας και την χιονόλευκη οροσειρά του Ταύρου.
– Σ΄αυτό το υπέροχο μικροκλίμα θα στηθεί το επισκέψιμο οινοποιείο της οικογένειας Καλοδούκα, λέει ο Πέτρος και αφήνει το τρυπάνι. Για σήμερα αρκετά.
Κατευθυνόμαστε στον μυχό του όρμου της Μαραθούντας. Ένα χλμ μετά φτάνουμε στο κτήμα. Ανθισμένες ροδιές, γρασίδι, οπωροφόρα δέντρα και λουλούδια. Εργαστήρι με όλα τα εργαλεία αλλά και πρόβατα, αγελάδες, κότες και κατσικούλες. Μέσα σ΄αυτό το πανέμορφο περιβάλλον είναι αραδιασμένα τα εξοχικά σπιτάκια του Καλοδούκα. Είναι άνετα και λειτουργικά, πλήρως εξοπλισμένα για να καλύπτουν όλες τις ανάγκες διαμονής των επισκεπτών. Το κορυφαίο όμως προνόμιό τους είναι τα ελκυστικά, γαλαζοπράσινα νερά της Μαραθούντας, δέκα μέτρα από τα μπαλκόνια των σπιτιών. Παρόμοια αμεσότητα με τέτοια θεϊκά νερά είναι πολύ δύσκολο να πεθυμήσει κανείς.
Απομεσήμερο, πεινάμε.
–Τούτη την εποχή δεν έχει ανοίξει ακόμη το ταβερνάκι, λέει ο Γιώργος. Θα πορευτούμε, λοιπόν, με ό,τι βρούμε.
Στην σκιά μιας μεγάλης αμυγδαλιάς απολαμβάνουμε την γραβιέρα του Πέτρου, που ωριμάζει 6 μήνες κι έχει μια γεύση εκπληκτική. Έχουμε ακόμη το εξαιρετικό ψωμάκι της Μονής. Μα υπάρχει και θαυμάσια ρετσίνα, απ΄τα σταφύλια του Πέτρου με ρετσίνι από τα πεύκα του νησιού. Τσουγκρίσματα, συντροφικές κουβεντούλες και δροσερό αεράκι στη σκιά.
ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟ
Εξακολουθεί να μας μαγνητίζει το δυτικότερο άκρο του νησιού. Εκεί, νοτισμένο από την αλμύρα του θάλασσας, εξέχει ελάχιστα πάνω απ΄το νερό, το μοναστηράκι του Αγίου Αιμιλιανού.
– Το ιδανικό θα ήταν να πηγαίνατε με τα πόδια και να επιστρέφατε με το καραβάκι, λέει ο Γιώργος Καλοδούκας. Στα τέλη Απριλίου, όμως, δεν έχουν δρομολογηθεί ακόμη τα καραβάκια. Θα σας πάω, όμως, με το αυτοκίνητο ως τους Αγίους Αναργύρους, στην αρχή του μονοπατιού.
Περνάμε από την Μονή Μιχαήλ Ρουκουνιώτη, από τα παλαιότερα μοναστήρια της Σύμης και δεύτερο μεγαλύτερο μετά τον Πανορμίτη. Εδώ μάς αφήνει εκστατικούς ένα μνημείο της φύσης μοναδικό. Είναι το πιο εντυπωσιακό, πολύπλοκο αλλά και ωραιότερο κυπαρίσσι που έχουμε δει ποτέ. Η ομπρέλα του είναι απόλυτα κυκλική και σπάνιας ομορφιάς. Ο γιγάντιος κορμός του δικαιολογεί την εκτίμηση των ντόπιων για ηλικία άνω των 1.000 ετών.
Στην ακμή του το μοναστήρι έφτασε να αριθμεί 80 μοναχούς. Σύμφωνα με χειρόγραφο του Αγίου Όρους ο παλαιότερος ναός του έχει κτιστεί τον 5ο αιώνα από τον Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Θεοδόσιο Β’ τον Μικρό. (4) Σε λίγα λεπτά φτάνουμε στους Αγίους Αναργύρους.
10:20΄ Από υψόμετρο 200 μέτρων ξεκινάμε το μονοπάτι με κατεύθυνση ΝΔ. Είναι πετρώδες και σχετικά ανηφορικό. Αρχίζει αραιό δάσος με κυπαρίσσια.
10:40΄ Φτάνουμε σε επίπεδο πλάτωμα σε υψόμετρο 300 μέτρων, με μερικά καλυβάκια χτισμένα με ξερολιθιά. Εδώ διαπράττουμε ένα σφάλμα: Παίρνουμε εμφανή γιδόστρατα στο κέντρο του πλατώματος, χωρίς να συμβουλευτούμε νωρίτερα τον χάρτη. Σε μια έξαρση σιγουριάς, είμαστε απόλυτα βέβαιοι ότι αυτό είναι το μονοπάτι. Ένα μονοπάτι χωμάτινο και επίπεδο, που πολύ γρήγορα εισχωρεί σε πυκνό δάσος κυπαρισσιών. Ωστόσο, η σήμανση σταδιακά γίνεται ανεπαίσθητη, με κάποιες διακλαδώσεις. Καταλαβαίνουμε πια ότι έχουμε ξεστρατίσει, κάτι που μας επιβεβαιώνει, έστω και ετεροχρονισμένα, ο χάρτης. Παρ΄όλα αυτά, συνεχίζουμε μερικά λεπτά. Σ΄ένα άνοιγμα του δάσους, αποκαλύπτεται μια απόκρημνη, τελείως δυσπρόσιτη πλαγιά, που στο βάθος, καταλήγει στον δίδυμο όρμο Σκουμίσα. Στο βόρειό του άκρο, σαν λευκή κουκίδα, ξεχωρίζει ο Άγιος Αιμιλιανός.
–Επιστρέφουμε; ρωτάει η Άννα.
–Όχι ακόμα. Απέναντι διακρίνω ίχνος μονοπατιού.
Με Ν κατεύθυνση ανεβοκατεβαίνουμε μια ήπια ρεματιά και σε λίγο συναντάμε το μονοπάτι. Για ένα 10λεπτο πάμε κανονικά. Μετά η σήμανση γίνεται ασαφής. Κάποια στιγμή χάνουμε επαφή. Συμβουλευόμαστε και πάλι τον χάρτη και εξακριβώνουμε ότι κινούμαστε σ΄ένα παράλληλο, προς τα βόρεια, μονοπάτι, με ασθενέστερο ίχνος από το κανονικό. Πρέπει ν΄αναζητήσουμε προς τα νότια, το κύριο μονοπάτι. Το ανακαλύπτει η Άννα. Όχι ακριβώς το μονοπάτι, αλλά κάτι καλύτερο: το μοναστηράκι του Αη – Γιάννη του Θεολόγου. Που εξέχει ολόλευκο πάνω από τις βαθυπράσινες κορυφές των κυπαρισσιών. Χαράσσουμε μια νοητή ευθεία προς τα Ν και, σ΄ένα 8λεπτο, βρισκόμαστε μπροστά στο εκκλησάκι σε υψόμετρο 280 μέτρων.
Η ώρα είναι 11:50′. Με τις παλινδρομήσεις κι αναζητήσεις έχουμε χρειαστεί μιάμιση ώρα μέχρι εδώ. Κάνουμε μια στάση χορταστική στη σκιά και στη δροσιά. Ο χώρος είναι περιποιημένος, με γέρικο κυπαρίσσι και δεξαμενή νερού. Μικροσκοπικό το εκκλησάκι, θολοσκέπαστο, με ογκώδη τοιχοποιία. Στους ασβεστωμένους τοίχους διασώζονται δύο μόνον παλαιές τοιχογραφίες. Πριν ξαναβγούμε στο μονοπάτι, προσπαθούμε να εντοπίσουμε έναν μονόλιθο, Δ του Αη- Γιάννη. Μας τον είχε αναφέρει το πρωί ο Γιάννης, στο καφενείο “Πάχος”. Ένα 5λεπτο μετά εντοπίζουμε μέσα στα κυπαρίσσια τον γρανιτένιο όγκο. Είναι ορθογώνιου σχήματος, με μήκος 110, πλάτος 80 και ύψος περίπου 60 εκ. Χαρακτηριστικές είναι οι δύο βαθειές αύλακες, που είναι λαξευμένες στο κέντρο της άνω και της κάθετης πλευράς. (5) Υπολογίζουμε το σημείο όπου βρίσκεται ο μονόλιθος. Είναι 40 περίπου μέτρα Δ του καμπαναριού.
12:20′ Ξεκινάμε το επίπεδο, χωμάτινο μονοπάτι. Στ’ αριστερά εμφανίζονται επιμελημένες ξερολιθιές. Σ΄ένα τέταρτο συναντάμε εντυπωσιακό κυπαρίσσι, σε υψόμετρο 185μ. Αγναντεύουμε μακρυά χαμηλά τον Άγιο Αιμιλιανό.
12:55′ Βρισκόμαστε πάνω από τον πρώτο δίδυμο κόλπο. Καθώς βγαίνουμε απ΄το δάσος το μονοπάτι γίνεται κατηφορικό και σαθρό.
13:05′ Σε 45‘ καλύπτουμε την υψομετρική διαφορά των 280 μέτρων από τον Αη – Γιάννη ως το επίπεδο της θάλασσας. Βοτσαλωτή ακτή, παραθαλάσσιες καλυβούλες, ένα μικρό ψαροκάικο και μερικές βάρκες τραβηγμένες στη στεριά.
13:15′ Αναχωρούμε για Άγιο Αιμιλιανό με ελαφρά ανηφορικό μονοπάτι, στα δεξιά μιας ρεματιάς. Απέναντι κάποια εξοχικά σπίτια, καλλιέργειες και ελιές. Να και δυο κτηνοτροφικές καλυβούλες με χοντρή, επιμελημένη ξερολιθιά. Πολύ γρήγορα φτάνουμε μπροστά στο μοναστηράκι του Αγίου Φιλήμονα, με αγιογραφίες Συμιακού αγιογράφου το 1767. Ακολουθούμε το τσιμεντένιο μονοπάτι, παράλληλα με την ξερολιθιά του περιβολιού. Καθώς εγκαταλείπουμε την περίφραξη, αντικρύζουμε απέναντί μας την απίστευτης ομορφιάς εικόνα του Αγίου Αιμιλιανού. Την ίδια στιγμή μάς βρίσκουν οι σφοδρές πνοές του μαΐστρου. Χωρίς τον μεσημεριάτικο ήλιο θα κρυώναμε.
13:50′ Σε μιάμιση ώρα από τον Αη Γιάννη βρισκόμαστε μπροστά στον ποθητό μας προορισμό. Ένα στενό τσιμεντάκι μήκους 30 μόλις μέτρων, χωρίζει το νησάκι απ’ τη στεριά. Τα κύματα, ωστόσο, σκάζουν πάνω του αφρισμένα. Αδύνατον να φτάσει απέναντι κανείς, “αβρόχοις ποσί”. Παραμονεύω για λίγο τα κύματα και, μόλις νιώθω πως ημερεύουν, ξεχύνομαι στο μολάκι. Ως τα μισά φτάνω στεγνός μετά, όλη η αριστερή πλευρά μου νοτίζεται με αλμύρα. Την ίδια τύχη έχει λίγο αργότερα και η Άννα.
Στην ηλιόλουστη αυλίτσα του μοναστηριού επικρατεί νηνεμία, μένει ο καιρός. Απλώνουμε τα βρεγμένα μας ρούχα στο πεζουλάκι. Ξεφεύγει η μνήμη απ΄το παρόν, συναντάει 15 χρόνια πριν την μεγάλη παρέα Ελλήνων και ξένων, τις βουτιές στα γαλήνια νερά, τα ψάρια κα τα κρέατα στη θράκα…
Νιώθουμε να πεινάμε. Ξεγελάμε την πείνα μας με μια “τούρτα” Συμιακιά. Κάποια στιγμή ανοίγω για λίγο την βαρειά σιδερένια πόρτα της αυλής.
– Κλείσε την πόρτα, μπάζει, μου φωνάζει η Άννα.
15:00 Ηρωική έξοδος από τον Άγιο Αιμιλιανό. Οι “απώλειες” μετατίθενται στην δεξιά πλευρά του κορμιού. Παίρνουμε το παραθαλάσσιο μονοπάτι. Το μοναστηράκι πίσω μας ξεμακραίνει. Η Άννα πού και πού σταματάει, γυρίζει το κεφάλι και φωτογραφίζει. Σαν ν΄αποχαιρετάει κάτι ζωντανό και πολύ αγαπητό.
16:25΄Σε 1 ώρα και 25′ ξεκουραζόμαστε πάνω στις ζεστές πέτρες του Αη- Γιάννη.
16:35′ Ξεκινάμε το άγνωστο κομμάτι του ωραίου μονοπατιού. Σε 20 μόλις λεπτά φτάνουμε στο γνωστό σημείο με τις ερειπωμένες ξερολιθιές. Ήταν τόσο γρήγορο και απλό ! Παρατηρώντας με προσοχή διαπιστώνουμε ότι τα κόκκινα σημάδια είναι τελείως ξεθωριασμένα και οι κούκοι μικροί και ελάχιστα εμφανείς. Τους ενισχύουμε λοιπόν. Ύστερα καταγράφω με την πυξίδα την αφετηρία της πρωινής πορείας (Ν-ΝΔ 210ο) και της τωρινής (Ν 170ο). Η απόκλιση είναι μεγάλη, 40 ολόκληρες μοίρες.
–Τέλος πάντων, σημασία δεν έχει να μην χάνεις ποτέ το μονοπάτι, λέω στην Άννα, αλλά όταν το χάνεις να μπορείς να το ξαναβρίσκεις.
17:00 Αρχίζει η κακοτράχαλη κατηφόρα. Άγιοι Ανάργυροι, Μιχαήλ Ρουκουνιώτης, πανώριο κυπαρίσσι και μετά άχαρη, ασφάλτινη ανηφόρα.
18:00 Βρίσκουμε το παλιό, κατηφορικό μονοπάτι προς το Χωριό, στο ύψος της Παναγίας Μυρτιδιώτισσας. Φαρδύ αρχικά και καλοστρωμένο με πλάκα. Στη συνέχεια χωμάτινο με κομμάτια ωραίου καλντεριμιού. Θέα μονίμως εκπληκτική.
18:25′ Συναντάμε τα πρώτα σπίτια του Χωριού. Πολλά είναι παλιά και ερειπωμένα. Στενοσόκακα, λαβύρινθος σωστός αλλά και σήμανση πυκνή. Μπαίνουμε στην αρχοντιά της Καλής Στράτας. Η τελευταία κατηφοριά.
19:00 Σε 3 ώρες και 5′ (χωρίς στάσεις) φτάνουμε από την απόλυτη ηρεμία του Αγίου Αιμιλιανού στον κοσμοπολίτικο Γιαλό. Στη συνέχεια κρασάκι, μεζέδες και Συμιακό γαριδάκι με σύμπασα την τόσο αγαπητή μας οικογένεια Καλοδούκα. Τι παραπάνω σε μια μέρα να πεθυμήσει κανείς!
ΣΤΟΝ ΑΒΥΣΣΑΛΕΟ
ΑΓΙΟ ΓΕΩΡΓΙΟ ΤΟΝ ΔΥΣΑΛΩΝΑ
Ανάμεσα στους πεντέξι Αηγιώργηδες της Σύμης υπάρχει κι ένας, που μόνον από τη θάλασσα είναι προσιτός. Για να φτάσει κανείς απ΄τη στεριά πρέπει να ‘ναι ή αναρριχητής ή αετός. Είναι ο Αη – Γιώργης ο Δυσάλωνας, στον μυχό του ομώνυμου όρμου της ανατολικής ακτογραμμής. Έτσι, λοιπόν, η τέλεση του πανηγυριού στη γιορτή του, εξαρτάται απ΄τον καιρό. Όταν με τον γραίγο, τον λεβάντε και τον σορόκο περισσεύουν τα μποφόρ, είναι μεγάλο τόλμημα να πιάσει κανείς στην παραλία του Αη – Γιώργη.
Φέτος, λοιπόν, στις 23 Απριλίου, ήταν ζόρικος καιρός. Έτσι η γιορτή αναβλήθηκε για το Σάββατο, δύο μέρες μετά. Το πρωινό του Σαββάτου ξημερώνει με συννεφιά κι ούτε έχει πέσει απόλυτα ο καιρός. Αυτό, ωστόσο, δεν εμποδίζει τους Συμιακούς να σπεύσουν στο Πέδι για το θαλάσσιο ταξιδάκι ως τον Αη Γιώργη. Στις 8:25 η λάντζα είναι κιόλας βαρυφορτωμένη. Διασχίζουμε τον όρμο με ήρεμα νερά, καθώς καβαντζάρουμε όμως τον κάβο του Φιλόνικου και στρέφουμε νότια, μας χτυπάει από το πλάι ένα σοροκάκι, κοντά στα 4 μποφόρ. Κάποιοι βρέχονται αλλά δεν νοιάζονται, η θάλασσα είναι στην φύση των Συμιακών.
Η ακτογραμμή ως το ακρωτήριο Σπαθιές είναι αφιλόξενη και βραχώδης, μας προϊδεάζει για την μορφολογία του προορισμού μας. Ωστόσο, καθώς εισχωρούμε στον όρμο του Δυσάλωνα, το θέαμα μάς αιφνιδιάζει. Ολόκληρο το στεριανό ημικύκλιο του όρμου είναι φραγμένο από ένα πελώριο, βράχινο τείχος από συμπαγή γκριζοκόκκινο ασβεστόλιθο. Είναι ένα γιγάντιο αναρριχητικό πεδίο με αγριότητα αλλά και μεγαλοπρέπεια μοναδική, μια τρομερή πέτρινη κοψιά, που από ύψος 200 μέτρων, καταλήγει κάθετα στην ακτή.
25‘ διαρκεί το ταξίδι μας ως τον τσιμεντένιο μόλο του Αη – Γιώργη. Η λειτουργία είναι ήδη σε εξέλιξη. Καθόμαστε στο τσιμεντένιο πεζουλάκι του αύλειου χώρου, πάνω σε κουρελούδες. Αδύνατον να χωρέσουν στο εσωτερικό οι πιστοί, που ξεπερνάνε τους 200. Μεγάλος είναι κι ο αριθμός των παιδιών, που έχουν ξαμοληθεί στην βοτσαλωτή ακτή και την απαλλάσουν από τα πάμπολλα καλάμια και ό, τι άλλο έχουν ξεβράσει οι καιροί.
Κατά τις 10:30 τελειώνει η λειτουργία. Ο ιερέας, ακολουθούμενος από τους πιστούς, βγάζει την εικόνα του Αγίου στην παραλία. Μετά έρχεται η σειρά των διοργανωτών, με κυρίαρχη την συμμετοχή των γυναικών. Αρχικά προσφέρεται ελληνικός καφές με γάλα, συνοδευόμενος από άρτο με γλυκάνισο και άγλυκα κουλουράκια. Να και τα “ακούμια“, οι λουκουμάδες, καθώς και μια συσκευασία με 4 διαφορετικά γλυκά. Το λουκούλειο κέρασμα ολοκληρώνεται με την “τούρτα”, και χυμό πορτοκαλιού.
Μετά τις 11 αρχίζει να ψιχαλίζει. Πηδάμε στη λάντζα και, με ανεβασμένο πια καιρό, σαλπάρουμε για το Πέδι. Τη στιγμή που πιάνουμε στον τσιμεντένιο μόλο, εμφανίζεται το χαρακτηριστικό κίτρινο λεωφορείο του φίλου μας, του Λάκη του Αγγελή. Ο απόλυτος συγχρονισμός.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Πασχίσαμε 5 ολόκληρες μέρες να γνωρίσουμε, όχι μόνον επιφανειακά αλλά και στις λεπτομέρειες τη Σύμη. Στάθηκε αδύνατο. Όχι γιατί είναι ένα τεράστιο σε μέγεθος νησί, αλλά γιατί κάθε σημείο του, λόφος, ξωκκλήσι, μονοπάτι ή παραλία, παρουσιάζει μεγάλο, σπάνιο σε ιδιαιτερότητα ενδιαφέρον. Μα υπάρχει και κάτι ακόμα. Σύμη, δεν είναι μόνον αξιοθέατα, τοπία και πανέμορφοι οικισμοί. Είναι κι οι Συμιακοί. Όλοι αυτοί οι εξαίρετοι άνθρωποι με τους οποίους προλάβαμε νάρθουμε σε επαφή αλλά και τόσοι άλλοι ακόμα, που αξίζει να γνωρίσουμε. Ας ελπίσουμε μόνον, ότι δεν θ΄ αργήσει τόσο πολύ η επόμενη φορά.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
(1) Η λέξη προέρχεται από την λέξη “τζύγι”, που στην συμιακή διάλεκτο σημαίνει ζύγι. Σ΄αυτή την θέση υπήρχε κάποτε μια μεγάλη σιδερένια ζυγαριά για το ζύγισμα των ξύλων.
(2) “Αγονη Γραμμή”
(3) Πολύ περισσότερα στοιχεία αναφέρονται στο βιβλίο “¨ΑΓΟΝΗ ΓΡΑΜΜΗ”
(4) Κρητικός Σαράντης, “Σύμη, ιδιόμορφη και ξεχωριστή”.
(5) Κατά τον αρχαιοφύλακα Μιχάλη Βόλα, αλλά και κατά τον ερευνητή – συγγραφέα Σαράντη Κρητικό, πρόκειται για εξάρτημα (αντίβαρο) αρχαίου πιεστηρίου λαδιού.
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
-Γ.Β. Πετρόπουλου, “ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΝΟΡΜΙΤΗ”, εκδ. Ι. Μονής Πανορμίτου, Γ΄εκδ., Σύμη 2011
– Κ.Β. Ζαχαρίου, “ΣΥΜΑΪΚΑ ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ”, Αθήνα 2014
– “ΣΥΜΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ”, EFG DESIGN ΕΚΔΟΣΕΙΣ, 2009
– Φ.Χλόη Αττική, ” ΣΥΜΙΑΚΟ ΓΕΥΣΤΙΚΟ ΚΑΛΑΝΤΑΡΙ”, EFG DESIGN ΕΚΔΟΣΕΙΣ, 2009
– Κ. Σαράντης, “ΣΥΜΗ, ΙΔΙΟΜΟΡΦΗ ΚΑΙ ΞΕΧΩΡΙΣΤΗ”, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΥΜΟΣ, 2011
– Κ. Σαράντης, “ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΠΑΤΗΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΗΣ”, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΥΜΟΣ, 2008
– Κ. Σαράντης, “ΑΡΧΑΙΟΙ ΧΡΗΣΤΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΙΘΟΙ ΣΤΗ ΣΥΜΗ”, ΕΚΔ. ΥΜΟΣ, 2011