Και τι δεν έχει η ραχοκοκκαλιά του Αθέρα. Στ’ ανατολικά τον Εφανό με 1.040μ., την υψηλότερη κορυφή. Στα δυτικά την κορυφογραμμή της Μέλισσας, με τέσσερις χαμηλότερες κορυφές. Σε μια κακοτράχαλη ράχη δεσπόζει το Καψαλινό Κάστρο από τα χρόνια του Μεσαίωνα.
Σ’ αυτά τα εκτεθειμένα υψίπεδα φυσάει πού και πού ένας δαιμονισμένος αέρας, ενώ δεν είναι σπάνια τα αγριοκάτσικα και οι εξωπραγματικοί βραχώδεις σχηματισμοί. Κάτω από την κορυφή του Τσολιά, μια απόκρημνη πλαγιά έχει την χαρακτηριστική ονομασία Κακό Καταβασίδι. Δύσκολο έδαφος, μεγάλες αποστάσεις και ζόρικοι καιροί που μεταβάλλονται συνεχώς. Η κορυφογραμμή του Αθέρα, η μακρόστενη στέγη της Ικαρίας, απαιτεί μπόλικη τόλμη και εμπειρία.
“Φύσις κρύπτεσθαι φιλεί” λέει ο Ηράκλειτος. Η κορυφογραμμή της Ικαρίας είναι καλά κρυμμένη από τα αγοραία βλέμματα. Κι είναι κρυμμένη γιατί, ενώ μοιάζει με μια μακριά, ισόπεδη ράχη, δεν είναι παρά μια διαρκής ταλάντωση από κρυφές εσοχές, σκαλώματα κι αλλεπάλληλες τομές που οι Iκαριώτες τις λένε χωστοκέλια. Που “φιλούν” να είναι κρυμμένα, ακόμα κι από τον ουρανό…
Ο Αθέρας, αυτή η επιμήκης ραχοκοκκαλιά της Ικαρίας, υπήρξε όνειρο πολλών ετών. Ονειρο – και όραμα ταυτόχρονα -, αλλά και σχέδιο επεξεργασίας. αποκάλυψης, διάσχισης και φυσιολατρικής απόλαυσης, ο Αθέρας υπήρξε ένα καλά οργανωμένο κι εμφιαλωμένο όνειρο που φυλάσσονταν επί δεκαετίες στα πιθάρια της “βράσης”, για να ωριμάσει και να εκπωματιστεί στον καιρό του.
Η διάσχιση της κορυφογραμμής του Αθέρα ήταν ένας αιθέριος κι αισθαντικός περίπατος που εκτινάχτηκε ξαφνικά από το πιθάρι της νοσταλγίας, για να πάρει σάρκα και οστά ξετυλίγοντας το κουβάρι μιας απρόσμενης περιπέτειας σε μια κορυφογραμμή – που δίκαια θεωρείται κορυφαία στο χώρο του Αιγαίου. Γι αυτό και ονειρεμένη…
O Ίκαρος υπήρξε το σύμβολο της ελευθερίας των αιθέρων. Μα κι Αθέρας της Ικαρίας θεωρείται – και είναι – το σύμβολο και η δυναμική των νησιώτικων αιθέρων. Η Ικαρία, τόπος και νησί της ελευθερίας, αλλά τάφος του Ίκαρου, δυστυχώς καθιερώθηκε ως τόπος εξορίας από τα ρωμαϊκά ακόμη χρόνια, κατά τα οποία οι ρωμαίοι αυτοκράτορες εκτόπιζαν εκεί τους αντιπάλους τους, καθώς και όλους τους ανεπιθύμητους του καθεστώτος.
Όμως τόπος εξορίας επιλέχθηκε και από τους βυζαντινούς, ιδιαίτερα από τις δυναστείες των Αγγέλων και των Κομνηνών, τις πλέον σατραπικές οικογένειες του Βυζαντίου.
Κληρονόμοι της ιδέας των εξοστρακισμών υπήρξαν και οι νεότεροι Έλληνες, που συνέχισαν το θεάρεστο έργο του εκτοπισμού, στην Ικαρία, των ελεύθερων ιδεών.
“Όταν σκέφτομαι την Ικαρία”, γράφει ο Μίκης Θεοδωράκης “ένα κύμα από φως και ομορφιά με πλημμυρίζει…”
“…Στα τέλη του ’48… δρόμοι δεν υπήρχαν, έπρεπε να έχεις γερά πόδια και καλά πλεμόνια για να πας από τη μια μεριά στην άλλη. Από τον Αγιο Κήρυκο στον Εύδηλο, περνούσαμε από Καραβόσταμο, και στην κορυφή ξαπλώναμε, με τα απέραντα πελάγη στα πόδια μας… Ποτέ δεν ξανάδα ένα τέτοιο γαλάζιο, ποτέ δεν ξανάνοιωσα τέτοια φρεσκάδα. Ο πελαγίσιος άνεμος με μεθούσε και μ’ έκανε ευτυχισμένο…”
“…Eκεί άκουσα για πρώτη φορά τον Καπετάν Ανδρέα Ζέππο, τον πρώτο λαϊκό που άκουσα στη ζωή μου και μεμιάς άλλαξαν όλα μέσα μου. Τα πρώτα μουσικά αποθέματα στοιβάζονταν μέσα μου κι έφεραν τις κοσμογονικές μεταλλάξεις… ”
“…Ξαναήρθα στην Ικαρία”, συνεχίζει ο Μίκης Θεοδωράκης, “να διευθύνω μια ορχήστρα. Θέ μου! Είδα μια Ικαρία εκατό φορές ωραιότερη. Τι ομορφιά είναι τούτη;”
“Ναι! Η Ικαρία είναι ένα νησί θεϊκό που το κατοικούν οι αγαπημένοι των Θεών…” καταλήγει ο κορυφαίος Έλληνας συνθέτης, εξόριστος στο νησί του Ίκαρου, το 1947, σε σημείωμα – αφιέρωμα για την εμπειρία του από την Ικαρία, που γράφτηκε με ημερομηνία 10.5.2003.
Όταν ξεκινούσα να πάω στην Ικαρία δε φανταζόμουνα πως το νησί διαθέτει τέτοια ποικιλία και ομορφιά.. Γνώριζα βέβαια τη διάσημη χαράδρα του Χάλαρη, την παραλία του Να, καθώς και τον περίφημο αρχαίο Ναό της Ταυροπόλου Αρτέμιδος.
Τον Αθέρα όμως τον πρωτοείδα, πριν λίγα χρόνια, όταν έφτασα στην κορυφή του Κέρκη της Σάμου και με εξέπληξε η μακριά ράχη του, έτσι όπως θολή και επιμήκης, μου παρουσιάστηκε από το βουνό της Σάμου.
Η εκπληκτική κορυφογραμμή της Ικαρίας χωρίζεται σε δύο μέρη. Το ανατολικό που συνιστά την κύρια ράχη του Αθέρα, με τρεις κορυφές, τον Εφανό (1040 μέτρα), τον Τσολιά (1021 μ.) και την Πούντα (942 μέτρα). Και το δυτικό, που σχηματίζει την κορυφογραμμή της Μέλισσας κι αποτελείται από ένα σύνολο τεσσάρων μικρότερων κορυφών. Μεταξύ τους οι δύο κορυφογραμμές ενώνονται με χαμηλό διάσελο, από όπου περνάει και ο βασικός οδικός άξονας Εύδηλου – Μαγγανίτη.
Η διάσχιση όλης της Ικαριώτικης κορυφογραμμής, εκτός του ότι είναι από τις πιο ριψοκίνδυνες ορεινές διαβάσεις, απαιτεί συνολικό χρονικό διάγραμμα τριών ημερών και δύο, το λιγότερο, διανυκτερεύσεις.
Εδώ θα επιχειρήσω να πραγματοποιήσω το διάσχισμα της ανατολικής κορυφογραμμής του Αθέρα.
Είναι μια ζεστή μέρα του Ιούλη. Τίποτα δεν προδικάζει τις δραματικές αλλαγές των φαινομένων που μπορεί να στιγματίσουν μια πεζοπορική ολοήμερη διαδρομή. Πρωϊ – πρωϊ έχω πάρει την ανηφόρα και ψάχνω το χωριό Μαυράτο που δεσπόζει σαν αετοφωλιά, ψηλά πάνω από τον Αγιο Κήρυκο. Το χωριό μοιάζει έρημο. Στο τελευταίο σπίτι βρίσκω μια κυρούλα που αγναντεύει το πέλαγος των Φούρνων.
Μού δείχνει ανόρεχτα μια πινακίδα που σηματοδοτεί τη διαδρομή για τη διάσχιση του Αθέρα. Ενας τσιμεντόδρομος περνάει από ένα εκκλησάκι και μια παιδική Χαρά. Σύντομα ο τσιμεντόδρομος τερματίζει στο κοιμητήριο του χωριού, ενώ από δεξιά του ξεχωρίζει η πρώτη κόκκινη πινελιά και το χτιστό καλντερίμι που τραβάει για τα ψηλώματα. Μια ταπεινή πινακιδούλα μάς λέει ότι από εδώ αρχίζει το μονοπάτι για το Καψαλινό Κάστρο και τίποτα άλλο.
Ενθουσιάζομαι από το βαρύ σκηνικό και ψάχνω το μπλοκάκι μου για να κρατήσω σημειώσεις. Σύντομα το αχρηστεύω όπως και τις σημειώσεις. Οι σημειώσεις ας βγουν από το θύλακα της ψυχής και των αισθήσεων, όταν και όπου θα διασταυρωθούν με τα οπτικά θαύματα…
Και τα θαύματα της αιθέριας διάσχισης του Αθέρα αρχίζουν ευθύς αμέσως, όταν θα βγω από την επικράτεια των πρίνων, της φτέρης και των αβραγιών. Μα τί είναι αυτές οι πέτρινες σειρές των σχιστόλιθων που τέμνουν την πλαγιά, και μέσα από το δάσος ακόμα;
Το μονοπάτι τραβερσάρει το κατάφυτο πρανές του βουνού, ως ένας ζωντανός οργανισμός που ανηφορίζει ήπια και ομαλά προς την κορυφογραμμή. Ψηλές πλαγιαστές σχιστόπλακες, με τέχνη καρφωμένες στη γη – όχι αρμωμένες – διασχίζουν ένα πανέμορφο λιβάδι από χαριτωμένες καστανόξανθες φτέρες.
Γρήγορα η ευχάριστη πορεία με φέρνει στην κορυφογραμμή. Πρώτα όμως έχω διασταυρωθεί με το γραφικό μονοπάτι που έρχεται από τον Ξυλοσύρτη, που ενώνεται μ’ αυτό που βαδίζω και παίρνουν πια το δρόμο για τα χωριά της άλλης πλευράς του νησιού.
Ένα εκρηχτικό θέαμα έρχεται να συμπληρώσει την πορεία μου: Το Ικάριο πέλαγο που ποντίζεται μες σε νησιά, νησόπουλα και βραχονησίδες. Νότια και ανατολικά έρχονται, σα μια γουρούνα με τα μικρά της, τα νησόπουλα των Φούρνων. Η Θύμαινα μπροστά απ΄ όλα, πίσω οι Φούρνοι, οι Αρκιοί νοτιότερα και η Πάτμος.
Φτάνοντας στην κορυφογραμμή ένα απότομο τείχος, που έχει την όψη κακότεχνου, αλλά ορμητικού ψηλού πύργου, έρχεται να με αποκόψει από τη θέα προς τη βόρεια πλευρά του νησιού. Είναι ένα φυσικό φρούριο, το θρυλικό Καψαλινό Κάστρο, γεμάτο πυργίσκους, επάλξεις και γοτθικά αετώματα, όλα από βραχώδεις εγκοπές, οξείες γωνίες και τρομακτικές απολήξεις. Μοιάζει με ανάκτορο που αιωρείται στο νήμα της κορυφογραμμής, αλλά ο φυσικός αυτός σκελετόβραχος ουσιαστικά απομονώνει την κορυφή του λόφου. Βρίσκομαι πλέον σε υψόμετρο 833 μέτρων.
Η θέση του είναι πράγματι νευραλγική, αφού ολόγυρά του αγναντεύει τον “κόσμο” ολόκληρο. Την κορυφογραμμή του Αθέρα, η οποία ουσιαστικά αρχίζει από εδώ, τη βόρεια πλαγιά του νησιού και τη Σάμο, αλλά και τις ορθοπλαγιές που κατηφορίζουν εντυπωσιακά προς τα νότια, αφήνοντας εκπληκτικά παράθυρα στα βόρεια Δωδεκάνησα (Πάτμο και Αρκιούς).
Η αγωνία όμως να φτάσω στην κορυφογραμμή έχει ωστόσο και μια μεταφορική σημασία. Είναι η αγωνία και η λαχτάρα, ο πόθος, ο όλβος και ο φόβος μαζί, της ένωσης με το αιώνιο Χάος που σωματοποιείται σε κάθε μορφή του βουνού ως ακαταμάχητη επιθυμία και τάση προσομοίωσης με το θείο που κατέχει και “διαμένει” σε ανώτερες σφαίρες . Με άλλα λόγια είναι η ανάβαση μέσω μιας εσωτερικής κλίμακας με την οποία ζητούμε να προσεγγίσουμε το ι δ α ν ι κ ό, μιας κλίμακας η οποία θα μας ανεβάσει (και μέσω της κορυφής) στο ισόθεο μ υ σ τ ι κ ό.
Με τέτοιους “υπερατλαντικούς” στοχασμούς θα συνεχίσω την πορεία μου, για την αναζήτηση αυτού του ισόθεου μυστικού. Θα πάρω δηλαδή τη συνέχεια του ανηφορικού και δύσβατου “δρόμου” για να με φέρει πιο κοντά σε αυτόν τον απώτερο και ιδεαλιστικό στόχο.
Δυτικά από τη γυμνή ράχη φεύγει ένα πανέμορφο φαρδύ μονοπάτι που τραβερσάρει τον αυχένα και ανηφορίζει μαλακά προς το απέναντι διάσελο. Εκεί, μόλις φτάνω, διακρίνω μια στρεβλή πινακίδα, η οποία δείχνει άλλα αντ’ άλλων. Τη συγυρίζω, καταπώς πρέπει, και παρατηρώ πως από εδώ ένα μονοπάτι κατευθύνεται βόρεια για το Καραβόσταμο, αφού περάσει από την αρχόμενη χαράδρα του Νερουλά, ένα άλλο τραβάει δυτικά για την Αρέθουσα κι ένα τρίτο δείχνει το Μαυράτο, δηλαδή την κατεύθυνση από την οποία έχω έρθει. Στρίβω νότια διασχίζοντας ένα έξοχο πρινόδασος κι ύστερα ανηφορίζω για τη διπλή κορυφή του Εφανού.
Από το σημείο αυτό αρχίζει να φυσάει ένας δαιμονισμένος αέρας (αρχίζουν και “σκούζουν βοριάδες αγρίμια”). Συνάμα εμφανίζονται σύννεφα που τρέχουν με απίστευτη ταχύτητα. Σε ελάχιστο χρόνο πέφτω σε μια φοβερή νεφοπλημμύρα. ενώ ένας πανίσχυρος ανεμοσούρτης με κλονίζει, καθώς με αναγκάζει να χάσω κάθε επαφή με το βουνό και την ορατότητά του. Η ανεμοθύελλα έχει τέτοια ένταση και ορμή που με παρασύρει προς τον γκρεμό. Mε δυσκολία συγκρατιέμαι, για να μην τσακιστώ.
Το έδαφος είναι μαλακό και πτυχώνεται σε κυματοειδείς λωρίδες, οι οποίες είναι διάσπαρτες από παράξενα σχήματα βράχων, κοφτούς δηλαδή και τραπεζοειδείς σχιστόλιθους και γρανίτες. Ο κίνδυνος που εμφανίζεται τώρα είναι η πιθανότητα να σκοντάψω σε αυτούς τους κυρτούς ή ξαπλωμένους σχιστόλιθους και να σκιστώ.
Καθώς πλησιάζω την κορυφή του Εφανού ένα καινούργιο στοιχείο έρχεται να προστεθεί στα άλλα που με μαστιγώνουν ήδη: Ο άγριος ψεκασμός αλμυρών σταγόνων που ο άνεμος τις φέρνει από τη θάλασσα.
Μέσα σε όλη αυτή την αντάρα αποκαλύπτεται ολοστρόγγυλος ο μαστός της κορυφής που μοιάζει σα να θηλάζει το μικρό στενό μονοπάτι, καθώς το τραβάει προς αυτήν. Πατώντας στην κορυφή πιάνομαι από το κολωνάκι, ενώ την ίδια στιγμή ο αέρας δυναμώνει λες και μετακινεί μπάλες σιδήρου, αλλά και φορτία γκρίζων σύννεφων.
Τα σύννεφα τρέχουνε σαν τρελά πουλιά μόλις ένα μέτρο πάνω από το κεφάλι μου. Έχω ξεπεράσει τα χίλια μέτρα υψόμετρο από τη θάλασσα κι ο βαρύς αεριωθούμενος ουρανός έχει χαμηλώσει και κουρελιάζει τις ολοφυρόμενες μάζες των σύννεφων. Κάνει δε τις μάζες αυτές να συγχρονίζονται σε ένα άγριο παιχνίδι με το φως, με τεθλασμένες φωτοσκιάσεις, σχηματίζοντας συνάμα μπροστά και πίσω μου, έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο χάρτη ουράνιας γεωγραφίας.
Αυτό ακριβώς το “τοπίο” της διαδοχικής και μεταβαλλόμενης διεργασίας των φυσικών δυνάμεων είναι ένα γεγονός μέσα στο οποίο ενυπάρχει τόσο η παρουσία και η ενδελεχής δράση των φυσικών δυνάμεων (αέρας, υδρατμοί, κινητήρια ορμή), όσο και η ανεπαίσθητη εμφάνιση και “δράση” των θεϊκών υπάρξεων και δαιμόνων (ορειάδες, σάτυροι, νύμφες).
Βρίσκομαι, με άλλα λόγια, μπροστά σε μια θεία “αποκάλυψη”, με τη μορφή φυσικών, αλλά και κρυμμένων θεϊκών δυνάμεων που σωματοποιούνται ενεργά γύρω από την ύπαρξή μου.
Τα ξέφτια των κουρελιασμένων σύννεφων κι ο αιωρούμενος μανδύας της ουράνιας σκόνης τρυπάνε μεριές μεριές κι αποκαλύπτουν την απέναντι κορυφή του Τσολιά πάνω από μια κρημνώδη πλαγιά που φέρει το όνομα Κακό Καταβασίδι. Έτσι όμως δημιουργεί μια μεγαλειώδη εικόνα εξωκοσμικού τοπίου, διαθλάσεων, αλλά και περιστροφικών κινημάτων.
Αφού πια το ουράνιο σκοτάδι δεν με αφήνει να ιδώ πώς θα συνεχίσω τη διαδρομή μου, σκύβω το κεφάλι και, με όσες δυνάμεις και πίστη μού απομένουν, γυρίζω πίσω.
Έτσι αυτή η πρώτη απόπειρα κορύφωσης και διάσχισης της κορυφογραμμής του Αθέρα, στέφθηκε μεν από αποτυχία, αλλά με όπλισε και με στοιχεία της φύσης, οργανικά και αναντικατάστατα, εφάμιλλα της γνώσης και της αριστοτελικής περιπέτειας.
Την άλλη μέρα ο καιρός του ανατολικού Αιγαίου έχει άρδην αλλάξει. Το φως και η αύρα της αληθινής στόφας του νησιού θα διασκορπίσει την αχλύ της αμφισημίας και του ζόφου. Όμως σήμερα παίρνω την απόφαση να συνεχίσω τη διάσχιση της κορυφογραμμής, όχι από εκεί που την εγκατέλειψα χτες, αλλά από το …τέρμα της. Δηλαδή από την κατάληξή της. Έτσι παίρνω το δρόμο από τον Εύδηλο για το Μαγγανάρι και διασχίζοντας εγκάρσια τον κορμό του νησιού φτάνω στο χωριό Κοσοίκια.
Από το όμορφο αυτό χωριό της βόρειας ενδοχώρας παίρνω ένα δύσβατο παλιό καλντερίμι στην αρχή που σχεδόν έχει αχρηστευθεί, ιδιαίτερα ανηφορικό, που με φέρνει, κάτω από το Κάστρο του Κοσκινά. Εκεί συναντώ αγροτικό χωματόδρομο που τον ακολουθώ, μιας και έχει χαθεί η παλιά σύνδεση του χωριού με το Κάστρο. Διασχίζοντας ένα πετρώδες και γυμνό τοπίο φτάνω ύστερα από μισή ώρα στη βάση του λόφου, από όπου αρχίζει η ανάβαση για την κορυφή του Κάστρου και την κορυφή του αυτοτελούς βουνού με την ονομασία “Κεφάλας”. Από εκεί που τερματίζει ο δρόμος αρχίζει ανηφορικό παλιό μονοπάτι που σε δέκα λεπτά με φέρνει στην κορυφή του λόφου, στον οποίο δεσπόζει το βυζαντινό ξωκκλήσι του Αγίου Γεωργίου του Δαργανά.
Η θέα από εδώ είναι εντυπωσιακή προς όλες τις κατευθύνσεις, αλλά κυρίως προς την οροσειρά και την κορυφογραμμή του Αθέρα.
Λίγα λεπτά παραμονή σε αυτό το καταπληκτικό ξωκκλήσι, με τις ξεθωριασμένες τοιχογραφίες και το ανυπέρβλητο γεωφυσικό ανάγλυφο, είναι αρκετά.
Στη συνέχεια κόβω αζυμούθιο, χαράζω συντεταγμένες και αναλαμβάνω το επίπονο έργο της ανοδικής πορείας προς την κορυφογραμμή.
Κατεβαίνοντας άλλοτε τα χτιστά σκαλοπάτια κι άλλοτε το μονοπάτι, γυρίζω από τον ίδιο δρόμο αλλά στη διασταύρωση αλλάζω πορεία και συνεχίζω νότια, με παράλληλη κατεύθυνση προς την οδική αρτηρία του αυχένα του Αϊ-Δημήτρη (υψόμετρο 560 μέτρα) που σηματοδοτεί και το χαμηλότερο πέρασμα των δύο βουνοσειρών, του Αθέρα και της Μέλισσας.
Πριν να βγω στο δρόμο αυτό συνεχίζω παράλληλα με αυτόν και αφήνοντας το ξωκκλήσι του Αγίου Δημητρίου δεξιά μου ανηφορίζω προς τις απολήξεις της Μικρής Πούντας, που αποτελεί την άκρη της μακριάς ασβεστολιθικής ραχοκοκκαλιάς του Αθέρα.
Το σκαρφάλωμα στην κρημνώδη άκρη της Πούντας διαρκεί μια ώρα περίπου, αλλά όταν φτάσω στη ράχη της μού αποκαλύπτονται εντυπωσιακές οι κατόψεις των νότιων γκρεμών και του θαλασσινού ορίζοντα.
Η πορεία μου στρέφεται πια ανατολικά, ενώ καβατζάρω τον ορεινό όγκο της Πούντας που έχει όμως διαρκή ανήφορο και αλλεπάλληλα περάσματα μεσ’ από πετρώδη στενώματα, που οι ντόπιοι ονομάζουν ποριές.
Από αριστερά μου το βλέμμα βυθίζεται σε χαράδρες και δασωμένα τοπία, αλλά και σε μικρά αλλεπάλληλα χωριουδάκια που διακρίνονται σφηνωμένα ανάμεσα σε κατάφυτες πλαγιές, ενώ στα δεξιά μου οι απότομες βραχώδεις τομές απολήγουν με εντυπωσιακό τρόπο στον πανέμορφο ιριδίζοντα πόντο.
Συνεχίζω την πορεία μου για μία ώρα ακόμη μέχρι να προσεγγίσω το ξωκκλήσι του Αϊ-Στάθη, όπως το λένε και το γράφουν οι Αρεθουσιώτες.
Βαδίζω πάντα στην κορυφογραμμή, αλλά πότε ξεπέφτω στα δεξιά και πότε στ’ αριστερά του βουνίσιου κορμού. Κι αυτό βέβαια είναι ό,τι ωραιότερο έχει να προσφέρει η μεγαλειώδης εικόνα ενός νησιού σαν την Ικαρία.
Φτάνοντας στον Αϊ-Στάθη ομαλοποιείται η πορεία μου, ενώ σε λίγο θα καβατζάρω την πλαγιά και θα κορυφωθώ στο σχιστολιθικό σαμάρι. Βρίσκομαι πια στην κορυφή της Μεγάλης Πούντας, που έχει υψόμετρο 942 μέτρα κι από τη θέση αυτή πλανάρει το βλέμμα προς την απέραντη κορυφογραμμή που συνεχίζει ως το σκάλωμα του Τσολιά (Προφήτη Ηλία) που έχει υψόμετρο 1021 μέτρα και τον Εφανό, στον οποίο είχα αποκλειστεί τη χτεσινή μέρα.
Η κορυφογραμμή είναι σα να διεισδύει στον ουρανό και τη θάλασσα που τα σκίζει τέμνοντάς τα σε βόρεια και νότια εκδοχή. Είναι μια μεγαλειώδης και κατακλυσμιαία αυτή η εικόνα που αντικρίζω από την κορυφή της Πούντας. Τρούλους από γρανιτένια ημιθόλια θυμίζει η κυματοειδής γραμμή του Αθέρα που σπαράσσεται σε μια αέναη πολυκορφία. Η ψυχή αναδομείται πάραυτα και η έκσταση έρχεται πάνοπλη να καθίσει επάνω στο κορμί της ευδαιμονίας.
Το καινούργιο στοιχείο που αλλάζει την αντικειμενική μορφή του πετρώματος είναι η πληθώρα των σχιστολιθικών πλακών που διαχέονται σε όλο το κορυφαίο πλάτωμα της Πούντας. Αυτές οι αλλεπάλληλες πλάκες που μοιάζουν με νεκρά απολιθώματα φαίνεται σα να είναι προϊόντα μιας μακράς ιζηματογενούς διαδικασίας. Διακόπτονται, ωστόσο, από αραιές συστάδες πρίνων που στολίζουν σα θύσανοι τμήματα των πλαγιών.
Μια επιφανειακή πολυπλάκα χαρακτηρίζει τούτη την απέραντη έκταση, μια πλάκα θραυσμένων ιζημάτων από εύθρυπτους σχιστόλιθους, διασκορπισμένους, λες, πάνω στο ρήγμα ενός κεράτινου ή γνεύσιου λιθοστρώματος.
Μένω κάμποση ώρα στην απολαυστική κορυφή της Πούντας, από όπου διαγράφω, με το βλέμμα, το πέρασμα στην “αθανασία” της τελικής κορυφογραμμής. Πριν πάρω την κατηφόρα για έναν ακόμη αυχένα θα σκιαχτώ από τον “αέρα” των ρασκών που πετιούνται σαν τα διαόλια, πίσω από τα γρανιτένια λημέρια τους και βουτάνε στον γκρεμό. Η ύπαρξη αυτών των ημιάγριων ζώων, πάντως, μόνο ζημιά προκαλεί στην ανώτερη βαθμίδα του νησιού, με την υπερβόσκηση και την καταστροφή της σπάνιας χλωρίδας του.
Κατηφορίζω τα γυμνά παλιά χωράφια από τειχία ξερολιθιάς, για ν’ ανηφορίσω έπειτα από τις πιο επικίνδυνες ποριές. Από εδώ αρχίζει και λίγο πιο πέρα τελειώνει η πιο “ορειβατική” μου διαδρομή. Η διέλευση του κορυφώματος του Προφήτη Ηλία, που πραγματοποιείται από ένα χαρακτηριστικό ζωνάρι, απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή και για την ασφάλειά της πρέπει να χρησιμοποιηθούν μαζί και τα χέρια. Η κορυφή του Τσολιά (Προφήτη Ηλία) σηματοδοτείται από έναν κώνο επίπεδων λίθων κι αμέσως ύστερα κατηφορίζω για να διολισθήσω στο επικίνδυνο και κλιμακωτό πέρασμα που οι ντόπιοι ονομάζουν Κακό Καταβασίδι.
Τα βράχια, κακοτράχαλα κι εντυπωσιακά απότομα, δίνουν την εντύπωση μιας κλίμακας του Ιακώβ κι έχουν μαύρη απόχρωση και περίεργη μορφολογία. Το ιλιγγιώδες μονοπάτι που περνάει από εδώ μόνο συμβατό δεν είναι.
Τελικά περνάω από ένα χαρακτηριστικό βράχινο ύψωμα που θα με οδηγήσει στην ομαλή δυτική πλαγιά του Εφανού, για να ολοκληρωθεί εδώ η διάσχιση του βασικού κορμού της κορυφογραμμής, με το κέρδος της περιπέτειας που στιγμάτισε την πρώτη μέρα της ανάβασης – διαδρομής μου.
Από την κορυφή του Εφανού θα πάρω, επιστρέφοντας στην Πούντα, το μονοπάτι για το πανέμορφο χωριό της Αρέθουσας, στην οποία θα καταλήξω ύστερα από δύο ώρες. Θα περάσω από βουερές χαράδρες και ανήλιαγες σπηλιές, από νεροσυρμές και ανάβρες, από δάση καστανιάς, κουμαριάς και βελανιδιάς, από εξώστες του ήλιου κι από ατελεύτητα κονάκια δασόβιων πνοών και μελισμάτων Θα φτάσω στον Περανταρέ κι από κει παίρνοντας το δρομάκι που στριφογυρίζει κλιμακωτά την ανηφόρα, θα κατηφορίσω ως τη μεγάλη ρεματιά που καλωσορίζει την Αρέθουσα.
Η Αρέθουσα, που θεωρείται το αρχαιότερο ορεινό χωριό της Ικαρίας, είναι ένα καταπληκτικό δασοχώρι, με υπέροχα αρχοντόσπιτα, πνιγμένο στη βλάστηση και την απεριόριστη θέα και μοιράζεται στη μεσοράχη της καριώτικης πλαγιάς του Αθέρα, τον θρου του Ικαρου και το λυγμό του πόντου.
Η όλη αυτή διαδρομή, με όλες τις στάσεις και τα απολαυστικά διαβήματα της ψυχής, απαίτησε συνολικό χρόνο επτά ωρών που δεν είναι βέβαια καθαρός ορειβατικός χρόνος, αλλά ένας χρόνος “αισθητικός και ανθρώπινος”, δίχως τους περιορισμούς και τις νόρμες των ορειβατών, που κινούνται με την “ταχύτητα του ανέμου”, αν πρέπει να το πώ έτσι….
Άλλωστε, κατά την ταπεινή μου άποψη, πρέπει να έχει κανένας ταλέντο για να “περπατά” και μια εσωτερική δυναμική που να τον “οδηγεί” κι όχι στόχους και σωματική δυναμική που τον φέρνει το ταχύτερο στην εκτέλεση του ορειβατικού του καθήκοντος. Γι αυτό και όσο περισσότερο χρόνο διαθέτουμε, τόσο περισσότερα θα δούμε και θα γνωρίσουμε, σε τούτο τον πανέμορφο “κόσμο του ειδέναι και της ηδονής”…
Υποσημείωση : Κοντολογίς, οι πέντε δυνατότερες εντυπώσεις από τη διάσχιση της κορυφογραμμής του Αθέρα είναι κατά σειρά αξιολόγησης πρώτα οι φοβεροί λούροι, οι όρθιες κοφτές σχιστόπλακες και οι γρανίτες της κορυφογραμμής, έπειτα η εκπληκτική θέα στα πελάγη κι από τις δύο μεριές του νησιού, τρίτο ο εκκωφαντικός άνεμος που κατοικοεδρεύει εδώ πάνω, τόσο δυνατός που μεταφέρει ακόμη και δαχτυλίδια της θάλασσας, τέταρτο τα περίφημα ρασκά, που ζουν ελεύθερα μέσα στις σπηλιές και τις σχισμές των σχιστόλιθων και πέμπτο η πανέμορφη, καμαρωτή τομή της κορυφογραμμής, που όμοιά της δεν υπάρχει άλλη στο νησιώτικο χώρο της Ελλάδας.