Συναντάμε την αρχαία πόλη μερικά χιλιόμετρα ΝΔ της Παραμυθιάς. Μεγαλόπρεπο το ορεινό τοπίο του Κορύλα, με βραχώδεις απότομες πλαγιές. Εδώ, σ’ ένα υψίπεδο 105 στρεμμάτων, είναι καλά οχυρωμένος ο οικισμός της Αρχαίας Ελέας.
Μνημειακή πύλη στην κυκλώπεια τοιχοποιία μάς οδηγεί στο ελαφρά κατηφορικό, εσωτερικό. Σ’ αυτόν τον χώρο η αρχαιολογική σκαπάνη έχει αποκαλύψει τμήματα της πολιτικής και εμπορικής Αγοράς, δημόσια κτίρια και ναό.
Στρατηγική είναι η θέση της Ακρόπολης και εντυπωσιακή η θέα προς την ευρύτατη πεδιάδα. Εξίσου εντυπωσιακός στις πλαγιές του Κορύλα είναι ο βαθμιδωτός καταρράκτης της Γαλατσίδας.
Η Αρχαία Ελέα μας υπενθυμίζει με τον πιο πειστικό τρόπο, ότι εκτός από τους παγκοσμίως διάσημους, υπάρχουν και άλλοι, ελάχιστα γνωστοί, αλλά πολύ εντυπωσιακοί αρχαιολογικοί χώροι στην Ελλάδα.

Απόμακρη από τις κεντρικές οδικές αρτηρίες. Αθέατη από τα βλέμματα του μαζικού τουρισμού. Οχυρωμένη με πολυγωνικό σύστημα τειχοποιίας θαυμαστό. Είναι η Αρχαία Ελέα, η Θεσπρωτική πόλη που από τον 4ο π.χ. αιώνα είναι χτισμένη στις πλαγιές του Κορύλα. Και από το στρατηγικό υψίπεδό της, στα 500 περίπου μέτρα, εποπτεύει ανεμπόδιστα τα πάντα: την ευρύτατη κοιλάδα της Παραμυθιάς κι όλα τα αντικρυνά και τα γύρω βουνά.
Με τον Δημήτρη Λώλο, υπεύθυνο τουρισμού του Δήμου Σουλίου, διασχίζουμε την Βέλλιανη (νυν Χρυσαυγή) και παίρνουμε τις ανηφοριές και τις στροφές. Για τα 2,5 χλμ. ως την Ελέα χρειαζόμαστε μόλις λίγο παραπάνω από 5 λεπτά. Δεν ήταν όμως τόσο απλά τα πράγματα το φθινόπωρο του 1985. Ήταν τότε που η Η’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων Κέρκυρας-Θεσπρωτίας, ξεκίνησε τις πρώτες ανασκαφικές έρευνες στον αρχαιολογικό χώρο της Ελέας. Έννα χώρο, που ήταν γνωστός σε όλους, και ιδιαίτερα στους ντόπιους, ως «Κάστρο της Βέλλιανης». Ας παρακολουθήσουμε την εξαιρετική όσο και γλαφυρή περιγραφή του χώρου αλλά και των συνθηκών της εποχής από τους Αρχαιολόγους Γεώργιο Ρήγηνο και Κασσιανή Λάζαρη.
Το φθινόπωρο του 1985, λοιπόν, το σύνολο της έκτασης των 105 στρεμμάτων του κάστρου καλυπτόταν από ιδιαίτερα πυκνή ποώδη βλάστηση και ψηλά πουρνάρια και χρησιμοποιούνταν σχεδόν αποκλειστικά ως βοσκότοπος των κτηνοτρόφων της περιοχής. Μόνο τα επιβλητικά σωζόμενα πολυγωνικά τείχη και η μνημειακή ΒΑ πύλη του οικισμού πρόβαλλαν ως αδιάψευστα τεκμήρια της πάλαι ποτέ ακμής και της σημασίας του χώρου στην ιστορία της αρχαίας Θεσπρωτίας και γενικότερα της Ηπείρου. Ο αείμνηστος, βέβαια, μελετητής της ηπειρωτικής αρχαιολογίας, καθηγητής Σωτήρης Δάκαρης – και πριν απ’ αυτόν και άλλοι- είχαν επισημάνει το χώρο. Ωστόσο, η μη ανταπόκριση της ελληνικής Πολιτείας καθιστούσε αδύνατη οποιαδήποτε παρέμβαση.
Την λύση έδωσε ο νέος –τότε- Πρόεδρος της Κοινότητας Βέλλιανης και μετέπειτα Δήμαρχος Παραμυθιάς, αείμνηστος Βασίλης Λώλος. Χάρη στο ενδιαφέρον και στο ασίγαστο πάθος του συγκεντρώθηκε ένα αρχικό ποσόν 600.000 δραχμών, τα μισά από την Κοινότητα και τα υπόλοιπα από τον Εκπολιτιστικό Σύλλογο Βελλιανιτών. Δέκα τρεις συνολικά εργάτες –και κυρίως εργάτριες- ανέβαιναν καθημερινά ασθμαίνοντας τα κρύα πρωινά του φθινοπώρου του 1985, το ανηφορικό δύσβατο μονοπάτι ως το κάστρο, με ημερομίσθιο 1.300 δραχμών.
Τα Σαββατοκύριακα, που η εργασία ήταν εθελοντική και χωρίς αμοιβή, οι απασχολούμενοι αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο: κάτοικοι του χωριού, μαθητές του Δημοτικού Σχολείου, δάσκαλοι και παπάδες έκοβαν πουρνάρια, κλάδευαν δέντρα και ξερίζωναν ασφάκες, αποκαλύπτοντας στα έκπληκτα μάτια όλων μας άγνωστους αναλημματικούς τοίχους, σχεδόν πλήρεις κατόψεις αρχαίων κτιρίων και εντυπωσιακά τμήματα οχυρώσεων.
Στη συνέχεια διανοίχθηκε και ασφαλτοστρώθηκε δρόμος ως τον αρχαιολογικό χώρο και άρχισαν οι πρώτες ανασκαφικές έρευνες που αποκάλυψαν τμήματα της πολιτικής και εμπορικής Αγοράς, δημόσια κτίρια και ναό. Ακολούθησαν μακρόχρονες προσπάθειες εξασφάλισης χρηματοδοτήσεων από διάφορες εθνικές και ευρωπαϊκές πηγές, μέχρι την έγκριση της οριστικής μελέτης ανάδειξης του χώρου, το καλοκαίρι του 2003
Ο Φύλακας της Αρχαίας Ελέας Χρήστος Μπίκας μας υποδέχεται θερμά, μας προμηθεύει πληροφοριακό υλικό και μας οδηγεί στην αναστηλωμένη ΒΑ πύλη. Με διαστάσεις 2Χ4,20μ. η πύλη είναι μνημειακής κατασκευής με ογκώδεις λιθόπλινθους, ενώ το άνοιγμά της γεφυρώνεται με τέσσερις καλυπτήριες δοκούς, μήκους 3 περίπου μέτρων η καθεμιά. Τα τείχη ακολουθούν το πολυγωνικό σύστημα τειχοποιίας, με υλικό τον ασβεστόλιθο που αφθονεί στην περιοχή.
Επιμελέστερη είναι η τοιχοποιία στην ανατολική πλευρά και ιδιαίτερα το τμήμα γύρω από την πύλη. Στο σημείο αυτό είναι εντυπωσιακή η κατάσταση διατήρησης των τειχών, τα οποία σώζονται σε ύψος 7 μέτρων, ενώ το πάχος τους φτάνει τα 4 μέτρα ! Στο υπόλοιπο τμήμα της βόρειας, καθώς και στην δυτική και νότια πλευρά, όπου βρίσκονται οι πλέον δύσβατες πλαγιές, η οχύρωση έχει πάχος 2,50 μ. και περιορίζεται στα πιο ευπρόσβλητα σημεία.
Η μνημειακή πύλη μάς εισάγει στο εσωτερικό του οχυρωμένου οικισμού της αρχαίας Ελέας. Στα μάτια μας αποκαλύπτεται ένας ευρύτατος χώρος 105 στρεμμάτων. Έχει διαμορφωθεί πάνω σε φυσικό πλάτωμα ελαφρά κατηφορικό, ως αποτέλεσμα της συστηματικής λατόμευσης του φυσικού ασβεστόλιθου αλλά και της καλλιέργειας του χώρου από τους κατοίκους της κοντινής Βέλλιανης.
Ο οικισμός – όπως προκύπτει τόσο από τις αρχαίες πηγές όσο και από τα αρχαιολογικά δεδομένα – ιδρύθηκε λίγο πριν από τα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα. Πιστεύεται πως η Ελέα διετέλεσε έδρα του Κοινού των Θεσπρωτών, από την ίδρυσή της μέχρι το 335-325 περίπου π.Χ., οπότε η έδρα του Κοινού μεταφέρθηκε στην Γιτάνη. Η γραφή του ονόματος της πόλης ως “Ελέα“, αντί του “Ελαία” στις παλιές εκδόσεις του Θουκυδίδη, υποστηρίχθηκε από τον Franke και σχετίζεται ετυμολογικά με τα έλη που υπήρχαν στην περιοχή του Αχέροντα – Κωκυτού.
Η παλαιότερη κοπή νομίσματος από τους Ελεάτες τοποθετείται γύρω στο 360-342 π.Χ. και φέρει στον οπισθότυπο την επιγραφή “ΕΛΕΑΙ” ή “ΕΛΕΑΤΑΝ“, τρίαινα και την “κυνέη” (κάλυμμα κεφαλής) του Άδη, ενώ στον εμπροσθότυπο παράσταση του Πήγασου. Ο οικισμός φαίνεται ότι ακμάζει κατά την ύστερη κλασσική και ελληνιστική περίοδο, οπότε οργανώνεται πολεοδομικά κατά τα πρότυπα των πόλεων της νότιας Ελλάδας. Η κατοίκηση την περίοδο αυτή επεκτείνεται και έξω από τα τείχη, κυρίως προς την νότια πλευρά του οικισμού. Στις αρχές του 2ου αι. π.Χ. η Ελέα βεβαιώνεται ως πολιτικό κέντρο του φύλου των Ελεατών Θεσπρωτών. Η Ελέα καταστράφηκε το 167 π.Χ. από τους Ρωμαίους, μαζί με τις υπόλοιπες μεγάλες πόλεις της Θεσπρωτίας. Μετά την καταστροφή του οικισμού είναι ελάχιστες οι ενδείξεις για κατοίκηση του οικισμού. Στα νεότερα χρόνια η επίπεδη έκταση χρησιμοποιήθηκε συστηματικά για καλλιέργειες, ενώ κατά τις τελευταίες δεκαετίες για σταυλισμό και βοσκή ζώων.
Σ΄αυτό το μονοπάτι που ακολουθούσαν οι Βελλιανίτες έχει χαραχθεί η διαδρομή που ακολουθούμε στον αρχαιολογικό χώρο της Ελέας. Είναι μια έντονα κατηφορική πορεία, που έχει εξομαλυνθεί – όπου κρίθηκε αναγκαίο – με εκβραχισμούς και λίθινα σκαλοπάτια. Περνάμε αρχικά δίπλα από υψηλό άνδηρο (ανάχωμα), όπου βρίσκεται χτισμένος μικρός ορθογώνιος ναός με διαστάσεις 16,50 Χ 6.00 μ. Παραμένει άγνωστη η ταυτότητα της λατρεμένης θεότητας. Μία διαμορφωμένη εξέδρα θέασης, λίγα μέτρα ΝΔ του ναού, μας προσφέρει πανοραμική άποψη του κεντρικού τμήματος του οικισμού.
Το πολεοδομικό σύστημα της Ελέας βασιζόταν στην κεντρική οδική αρτηρία που διέσχιζε τον οικισμό με κατεύθυνση ΒΑ-ΝΔ και συνέδεε την Α με την Ν πύλη. Το πλάτος της κυμαινόταν από 2.50 έως 4 περίπου μέτρα. Υπήρχαν, βέβαια, και μικρότεροι δρόμοι, κάθετοι ή παράλληλοι προς την κύρια αρτηρία. Σ΄αυτούς τους δρόμους κατέληγαν οι είσοδοι των σπιτιών του οικισμού, που ήταν κατά κανόνα ισόγεια. Στο εσωτερικό τους περιλάμβαναν τρία ως έξι ανισομεγέθη δωμάτια, που επικοινωνούσαν μεταξύ τους με ανοίγματα, πλάτους 1.10 μ. περίπου. Τα δάπεδά τους αποτελούνταν από πατημένο πηλόχωμα και χαλίκι. Σε ελάχιστες περιπτώσεις ήταν πλακοστρωμένα. Μικροί σκεπασμένοι λίθινοι αγωγοί και επιμήκεις αποχετευτικοί διάδρομοι στις εξωτερικές πλευρές των κτιρίων διοχέτευαν τα νερά από τις στέγες, τις αυλές και τους λουτρώνες στους δρόμους.
To κατηφορικό μονοπάτι που συμπίπτει με την αρχαία οδική αρτηρία, μάς οδηγεί στο κεντρικό τμήμα του οικισμού. Στ΄αριστερά μας εκτείνεται η περιοχή της Αγοράς, ενώ δεξιά ένα επίμηκες κτιριακό συγκρότημα που διατηρείται σε επίπεδο θεμελίωσης. Στα πιο αξιόλογα κινητά ευρήματα από τον χώρο συγκαταλέγονται μια πήλινη μήτρα με παράσταση του γνωστού ομηρικού μύθου της κλοπής των βοδιών του Απόλλωνα από τον Ερμή, καθώς κι ένα χάλκινο νόμισμα της Ελέας της περιόδου 340-325 π.Χ. Το νόμισμα απεικονίζει κεφαλή Περσεφόνης με στεφάνι από στάχυα στον εμπροσθότυπο και τρικέφαλο Κέρβερο στον οπισθότυπο.
Ακολουθώντας τη βόρεια διακλάδωση της οδικής αρτηρίας περνάμε μπροστά από ιδιωτική κατοικία με τρία δωμάτια. Σ’ ένα από αυτά είναι ορατά στο δάπεδο τα πακτωμένα πιθάρια, όπου φυλάσσονταν τα αγροτικά προϊόντα του σπιτιού. Στη δυτική παρειά του δρόμου προβάλλει μεγάλο οικοδόμημα, πιθανότατα διώροφο, με ισχυρούς πολυγωνικούς τοίχους και δωμάτια με πλακόστρωτο δάπεδο. Λίγες δεκάδες μέτρα δυτικότερα συναντάμε μεγάλο δημόσιο κτίριο με εξωτερικές διαστάσεις 30 Χ 30 μ. Στην ΒΑ πλευρά του εντοπίστηκαν αποθηκευτικά πιθάρια κα δυο κεραμικοί κλίβανοι για το ψήσιμο των πήλινων αγγείων. Τα κινητά ευρήματα και η μεγάλη ποσότητα κεραμικής από την ανασκαφική έρευνα, πιστοποιούν μία εκτεταμένη χρήση του κτιρίου από τους ύστερους κλασσικούς χρόνους έως το 167 π.Χ.
Με ευθεία πορεία οδηγούμαστε νοτιότερα σε ορθογώνιο κτίριο επιμελημένης κατασκευής με εξωτερικές διαστάσεις 19 Χ 14,50 μ. Επρόκειτο πιθανόν για την δημόσια αποθήκη της αρχαίας πόλης. Στο βορειότερο δωμάτιο της ανατολικής πλευράς βρέθηκαν έξι αποθηκευτικοί πίθοι, ενώ τα ευρήματα από την ανασκαφή του κτιρίου το χρονολογούν στους ελληνιστικούς χρόνους (3ος – 2ος αι. π.Χ.)
Μια μεταλλική εξέδρα θέασης στο ΝΔ επίπεδο πλάτωμα της πλαγιάς μάς δίνει την δυνατότητα να κατοπτεύσουμε μεγάλη διώροφη κατοικία συνολικού εμβαδού 135 τ.μ. Το οικοδόμημα χρονολογείται στους πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους. Εντυπωσιακή είναι από την εξέδρα και η θέα προς την Αγορά, που αποτελεί και τον τελευταίο σταθμό της περιήγησής μας.
Η περιοχή της Αγοράς, ο υπαίθριος δηλαδή χώρος που αποτελούσε το πολιτικό, διοικητικό και θρησκευτικό κέντρο της πόλης, καταλαμβάνει έκταση 3.000 τ.μ. Η αρχιτεκτονική οργάνωσή της με τα στωικά οικοδομήματα στην ανατολική, δυτική και βόρεια πλευρά της, αποτελεί ένδειξη για την καίρια θέση της Ελέας, τόσο ως έδρας του φύλου των Ελεατών, όσο και ως πρώτης πρωτεύουσας του Κοινού των Θεσπρωτών.
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα κάτοψη παρουσιάζει το στωικό οικοδόμημα, διαστάσεων 31 Χ 13 μ., που αποτελεί το δυτικό όριο της Αγοράς. Στην ανατολική πρόσοψη του κτιρίου, δύο πλευρικοί τοίχοι, που απολήγουν σε επιβλητικές παραστάδες, πλαισιώνουν λίθινη κιονοστοιχία. Αποτελείται από έντεκα αράβδωτους δωρικούς κίονες από κροκαλοπαγή λίθο με λίθινα κιονόκρανα. Είναι οι τελευταίες εντυπωσιακές εικόνες πριν εγκαταλείψουμε τον – μέχρι πρότινος – άγνωστο αλλά τόσο σημαντικό χώρο της Αρχαίας Ελέας.
Καθώς ολοκληρώνουμε την περιήγησή μας ξαναρχίζει η βροχή. Είναι μια βροχούλα σιγανή, θωπευτική, που καθόλου δεν ενοχλεί.
– Πριν εγκαταλείψουμε την περιοχή, προτείνω μια βολτούλα ως την θέση Γαλατσίδα, λέει ο Δημήτρης Λώλος.
–Τι είναι εκεί ;
-Ο καταρράκτης του Κορύλα.
Πάνω από το φυλάκιο παίρνουμε έναν καλό χωματόδρομο με κατεύθυνση προς Παραμυθιά. 600 περίπου μέτρα μετά φτάνουμε στη θέση Μπούλμου, όπου υπάρχει χώρος στάθμευσης και κιόσκι θέας. Αφήνουμε το αυτοκίνητο και παίρνουμε μια κακοτράχαλη κατηφοριά με τα πόδια. Σ’ ένα 5λεπτο (και σε συνολική απόσταση 950 μέτρων από τον αρχαιολογικό χώρο) η μικρή πορεία μας τελειώνει. Ένας θεαματικός, βαθμιδωτός καταρράκτης, ύψους 12 περίπου μέτρων, ξεχύνεται αφρισμένος και βουερός από μια απότομη ρεματιά. Ψηλότερα αρχίζει όλο το ανάπτυγμα του Κορύλα, με τις κατάφυτες, απόκρημνες πλαγιές. Μέσα στην χειμωνιάτικη αντάρα το βουνό δείχνει δυσπρόσιτο και επίφοβο.
-Με τον ερχομό της άνοιξης η όψη του αλλάζει, λέει ο Δημήτρης. Τότε είναι αληθινή ευτυχία να βαδίζουμε στο βουνό. Εύχομαι να ‘μαστε γεροί, να το απολαύσουμε μαζί. Και στη συνέχεια να πραγματοποιήσουμε την διάσχιση ως τα ιστορικά Σουλιώτικα χωριά.