Η ακρόπολη της Πλατιάνας βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Νομού Ηλείας, στις ανατολικές απολήξεις του όρους Λαπίθα, στα σύνορα της αρχαίας Τριφυλίας με την Αρκαδία. Η θέση του οικισμού σε τόσο υψηλό και δυσπρόσιτο μέρος είναι σπάνια για ελληνική πόλη.
Οι ακροπόλεις στην Ελλάδα είναι ένα από τα συγκλονιστικότερα θεάματα και επιτεύγματα των αρχαίων Ελλήνων. Είναι διασκορπισμένες στα πιο επιβλητικά σημεία του ελλαδικού χώρου και είναι μεγάλης, για να μην πω τεράστιας, πολιτισμικής αξίας. Η ακρόπολη που μας ενδιαφέρει εδώ είναι αρχιτεκτονικά, πολεοδομικά κι οργανωτικά σ’ ένα επίπεδο που μας βάζει σε σκέψεις για το ποιοι άνθρωποι, γίγαντες ή Κύκλωπες σήκωσαν στην πλάτη τους αυτούς τους ογκόλιθους.
Από τις ακροπόλεις, λοιπόν, που χτίστηκαν σ’ αυτή τη μικρή χώρα, τούτη δω που θα βαδίσουμε ξεπερνάει τη φαντασία, την επιστήμη και την τεχνική, τόσο για την επιλογή του τόπου, όσο και για την υπόστασή της. Η θέση, η διάταξη, η οργάνωση και η κατανομή των χώρων που συστήνουν το πολεοδομικό της σχέδιο αποτελούν ένα προκεχωρημένο επίτευγμα και άριστο σημείο αναφοράς σε σχέση με όλες τις άλλες ακροπόλεις της Ελλάδας. Θέλω να πιστεύω πως η ακρόπολη της Πλατιάνας – όπως έχει επικρατήσει να λέγεται σήμερα – είναι μια από τις πιο εντυπωσιακές οικιστικές μονάδες που κρατάει από τα κλασικά κι ελληνιστικά χρόνια.
Το σημερινό της όνομα «Πλατιάνα» έχει να κάνει με το χωριό που βρίσκεται ακριβώς κάτω από την αρχαία πόλη, και φυσικά δεν έχει καμία σχέση με την αρχαία ονομασία της. Η πόλη αναγνωρίστηκε ύστερα από πολύ κόπο ως το αρχαίο Α ί π υ, όπως διακρίβωσαν ειδικοί ερευνητές και αρχαιολόγοι. Τη μεγαλύτερη ανάπτυξή της την είχε κατά την περίοδο των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων.
Η αρχαία αυτή πόλη βρίσκεται σε ένα εξαιρετικά δυναμικό αεροχώρο πάνω από το σημερινό χωριό της Πλατιάνας, στη βάση του όρους Λαπίθα, νοτιότερα από την γνωστή αρχαία Μίνθη του Νομού Ηλείας. Είναι χτισμένη σε υψόμετρο 617 μέτρων, σε ένα τραπεζοειδές ορεινό ανάπτυγμα που καλύπτει την αρχαία ακρόπολη, το αρχαίο θέατρο, ναούς, βωμούς, πύργους και πύλες, σε μια ευθεία επιφάνεια μήκους ενός περίπου χιλιομέτρου. Πρόκειται για μια οχυρωμένη πόλη σε δυσπρόσιτο και πετρώδη λόφο, η θέση της οποίας προκαλεί παγκοσμίως την έκπληξη, πώς επιλέχθηκε αυτό το δυσπρόσιτο σημείο, πράγμα σπάνιο για ελληνική πόλη. Η απάντησή μπορεί να έγκειται στο γεγονός πως η θέση αυτή έλεγχε τον δρόμο από τη Μεγαλόπολη και την υπόλοιπη Αρκαδία προς την περιοχή της Πισάτιδας και της Τριφυλίας.
Με τη βοήθεια του Χαράλαμπου Παπανδρινόπουλου, γνώστη της περιοχής και μέλους του ΕΟΣ Πύργου, αποφασίζουμε λοιπόν να ανακαλύψουμε την ακρόπολη της Πλατιάνας. Πρωί-πρωί βγαίνουμε από την πόλη του Πύργου και κινούμαστε στον κύριο οδικό άξονα Πύργου – Κυπαρισσίας. Πρώτος προορισμός μας το χωριό της Σκυλλουντίας και ο υπέροχος περίπτερος δωρικός ναός της Αθηνάς. Ο ναός της Αθηνάς Μακίστου, όπως λέγεται, ανάγεται στον 5ο αιώνα π.Χ. κι έχει 6×13 κίονες δωρικού ρυθμού. Το εξαιρετικά ιδιαίτερο και πρωτότυπο του ναού αυτού ήταν ότι στις επιφάνειες των πωρόλιθων ήταν κολλημένα πλήθος κοχύλια γι’ αυτό και στην αρχαιότητα ονομαζόταν κογχυλιάτης ναός.
Από τη Σκυλλουντία κατευθυνόμαστε μέσα από απέραντες κοιλάδες και στροφές του επαρχιακού δικτύου της ορεινής Ηλείας στο χωριό Τρυπητή, λίγο έξω από το οποίο βρίσκεται η ερειπωμένη Μονή της Ίσοβας. Η φράγκικη μονή της Παναγίας Ίσοβας ανήκει στο τάγμα των Κιστερκιανών μοναχών και είναι ένα από τα σημαντικότερα γοτθικά εκκλησιαστικά μνημεία της Ελλάδας. Χτίστηκε από δυτικούς μοναχούς κατά τον 13ο αιώνα και, ακόμα κι αν και έχει υποστεί φθορές και καταστροφές, διατηρείται σε εξαιρετική κατάσταση. Ο ναός είναι κτισμένος με αργολιθοδομή, ενώ το δυτικό και βόρειο τείχος του σώζεται σε μεγάλο ύψος. Οι διαστάσεις του ναού φτάνουν τα 41×15 μέτρα, έχει δύρριχτη ξύλινη στέγη, ενώ το Ιερό του απολήγει σε πεντάπλευρη αψίδα.
Από τη μονή της Ίσοβας παίρνουμε έναν δρόμο που σε 6 χιλιόμετρα μας βγάζει στον άξονα Κρέστενων – Ανδρίτσαινας. Λίγο πριν να φτάσουμε στα Μπαρακίτικα, στρίβουμε δεξιά ώσπου να πέσουμε στο χωριό της Πλατιάνας. Στην είσοδο του χωριού, σταματάμε ν’ αγναντέψαμε το ορεινό τόξο του βουνού με το όνομα «Λαπίθα», στη ράχη του οποίου διακρίνουμε μια οχυρωματική έπαλξη πνιγμένη μέσα σε άγρια μεσογειακή βλάστηση.
Ξεκινάμε ν’ ανεβαίνουμε την κακοτράχαλη ανηφόρα, και μετά από 4 δραματικά χιλιόμετρα σταθμεύουμε και το παίρνουμε με τα πόδια. Σε λίγο φτάνουμε στο Αίπυ.
Η πρώτη δυνατή εντύπωση έρχεται με το που πατάμε το πόδι μας στο επίπεδο της κορυφογραμμής. Εκεί και το αρχαίο θέατρο, χτισμένο στην ανατολική απόληξη του όρους Λαπίθα, το οποίο χρονολογείται στον 4ο αι. π.Χ., και παρουσιάζει την τριμερή χαρακτηριστική διάρθρωση των ελληνιστικών θεάτρων: κοίλο, ορχήστρα και σκηνικό οικοδόμημα. Σήμερα διατηρείται μόνο τμήμα της σκηνής και του κοίλου, ενώ σε καλή κατάσταση σώζεται ο αρχαίος αναλημματικός τοίχος του και στην αρχική θέση του ένας θρόνος από τις προεδρίες. Αποτελεί το δεύτερο σωζόμενο μνημείο στον Νομό Ηλείας, μετά από το θέατρο της αρχαίας Ήλιδας.
Από την αρχαία πόλη διασώζονται τμήματα του αρχαίου τείχους της ακρόπολης και τα ερείπια της αγοράς. Στον ίσκιο ενός δέντρου αναπαύονται τέσσερις άνθρωποι. Τρία κορίτσια, υπάλληλοι της Αρχαιολογικής, κι ένας άντρας που μας δίνει πρόθυμα πολλές απαντήσεις για το εκπληκτικό αυτό αρχαίο πόλισμα. Ο Φώτης Λαμπρόπουλος προσφέρεται να γίνει πλοηγός ιχνηλασίας. Σηκώνεται και μας καθοδηγεί εκεί που δύσκολα μπορεί να φτάσει ένας κοινός θνητός. Διαδρομεύει μαζί μας μιαν απόσταση χιλίων περίπου μέτρων, όση και η περιτείχιση της πόλης, εξηγώντας μας σε κάθε φάση την αρχαία της λειτουργικότητα. Αφού περάσουμε πολλούς τάφους, πύργους, βωμούς, αλλά κι ένα μεγάλο πηγάδι δεξαμενής νερού, θα φτάσουμε στην απώτατη πύλη του αρχαίου οικισμού, απ’ όπου η ματιά μας θα γκρεμιστεί στο κενό.
Η Πλατιάνα (Αίπυ) είναι κτισμένη σε υψόμετρο 341 μέτρων και σε απόσταση 37 χιλιομέτρων από τον Πύργο.







