Μετά την Δρακόλιμνη της Τύμφης στα 1.990μ. και του Σμόλικα στα 2.230μ., η μέγιστη πρόκληση είναι η Γκιστόβα στα 2.360μ. Πώς φτάνει όμως κανείς εκεί; Η ιδανική αφετηρία είναι ο οικισμός του Γράμμου, η παλιά Γράμμουστα, που μετά από αρκετά χρόνια εγκατάλειψης ξαναζεί. Εδώ, σε υψόμετρο 1.380μ., λειτουργεί όλο το χρόνο ένα θαυμάσιο κατάλυμα- καταφύγιο, που παρέχει ό,τι καλύτερο επιθυμεί ο επισκέπτης του βουνού. Μπορεί να προσφέρει, επίσης και πολύτιμες πληροφορίες ή –ακόμη- και την προσωπική συμμετοχή των ιδιοκτητών στο εγχείρημα της ανάβασης στην Γκιστόβα
Ένα εγχείρημα, που δεν μας χαρίζει μόνον την εμπειρία της ανάβασης και της απρόσμενης εμφάνισης της λίμνης, αλλά μας αποκαλύπτει, επιπλέον, την σπάνια εικόνα των πρωταρχικών πηγών και ρυακιών του νεογέννητου Αλιάκμονα, στα υψίπεδα του Γράμμου. Πριν κατηφορίσει στον κάμπο και εξελιχθεί στο μεγαλύτερο ποτάμι της Ελλάδας.

Το περσινό καλοκαίρι είχε μια ιδιαιτερότητα: ανάμεσα στις θαλασσινές μας εμπειρίες και αναμνήσεις, ξεχωριστή θέση είχαν και τα βουνά, και μάλιστα δύο από τα ψηλότερα της Ελλάδας: ο Σμόλικας και η Τύμφη. Ωστόσο, κι εκεί ακόμα δεν έλειψε το υγρό στοιχείο . Ήταν οι θρυλικές Δρακόλιμνες του Σμόλικα και της Τύμφης, στα 2.230 και 1.990 – αντίστοιχα – μέτρα. Μετά την συναρπαστική εμπειρία της ανάβασης στις δύο τούτες λίμνες επόμενος στόχος, ήταν η επίσκεψη στην ψηλότερη ορεινή λίμνη της Ελλάδας: Στην Γκιστόβα του Γράμμου, στα 2.360 μέτρα.
Υπήρχε όμως ένα πρόσθετο κίνητρο για ένα ταξίδι στην ακριτική τούτη περιοχή: η γνωριμία με τον ορεινό ξενώνα-καταφύγιο “ΓΡΑΜΜΟΣ“, στο ομώνυμο χωριό, στους πρόποδες του βουνού. Θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον να ξαναβρεθούμε στις εσχατιές της Ελλάδας με δυνατότητα διανυκτέρευσης, σε απόσταση αναπνοής απ’ τα σύνορα με την Αλβανία.
–Συμφωνούμε λοιπόν όλοι, τον φετινό Αύγουστο, μετά τις θαλασσινές βουτιές, ν’ ανηφορίσουμε στην Γκιστόβα; ρωτάει την οικογενειακή ολομέλεια η Άννα.
Όπως αναμενόταν δεν τρελάθηκε από τη χαρά της η Αθηνά. Ελάχιστα παιδιά θα ήταν ενθουσιασμένα με την προοπτική να εγκαταλείψουν τα θέλγητρα της θάλασσας και να ιδρωκοπήσουν με τις ώρες κάτω απ’ τον ήλιο, για ν’ ανέβουν στα βουνά. (Στην εξέλιξη, ωστόσο, του εγχειρήματος επέδειξε απρόσμενη ορειβατική συμπεριφορά η Αθηνά.
10 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ
Αν, τον χειμώνα του 2004, με διαβεβαίωνε κάποιος, ότι θα ‘ρχόταν μια εποχή, που θα περνούσαμε τη νύχτα μας -και μάλιστα με προδιαγραφές υψηλού επιπέδου- στον Γράμμο, θα είχα κάθε λόγο να εκφράσω σκεπτικισμό. Ήταν τέτοια η εγκατάλειψη του ακριτικού οικισμού, έμοιαζαν τόσο αθεράπευτες οι φθορές της παλιάς τότε μεγαλόπρεπης εκκλησίας, ώστε έμοιαζε πολύ απόμακρη, αν όχι αδύνατη η ανάκαμψη του τόπου.
Έγραφα λοιπόν τότε: (τεύχος 43 Ιαν-Φεβρ. 2005) “Στο κέντρο του χωριού σταματάμε μπροστά στα συγκλονιστικά ερείπια του ναού της Παναγίας…. Η θλιβερή αυτή εικόνα, ωστόσο, δεν μας εμποδίζει ν’ αντιληφθούμε την εξαίρετη τοιχοποιία της πάλαι ποτέ μεγαλόπρεπης βασιλικής του 17ου αιώνα, από πελεκητούς γκρίζους και λευκόγκριζους λίθους, γωνιόλιθους και αψίδες”
Σήμερα, 10 χρόνια μετά, δεν έχουν ολοκληρωθεί οι εργασίες αποκατάστασης και -πολύ περισσότερο- στέγασης του ναού. Είναι όμως πολύ ενθαρρυντική και παρήγορη η νέα όψη του οικισμού. Μια όψη ευχάριστη, ελκυστική κι όχι απωθητική, που αποπνέει αναζωογόνηση και όχι εγκατάλειψη. Αυτή η μεταστροφή οφείλεται στην άριστη ανάπλαση παλιών σπιτιών αλλά και στην κατασκευή νέων, με απόλυτο σεβασμό στην τοπική αρχιτεκτονική. Οφείλεται όμως κυρίως στην δημιουργία του ορεινού ξενώνα -καταφυγίου “ΓΡΑΜΜΟΣ”.
Εδώ μας υποδέχεται με μεγάλη εγκαρδιότητα η Καστοριανή οικογένεια του Δημήτρη Σπύρου, με την γυναίκα του την Χάϊδω και τους δύο γιούς του, τον Αλέξη και τον Γιώργο. Ήταν παλιά και επιτυχημένη η παρουσία της οικογένειας στον χώρο της γούνας, με επαφές και ταξίδια σ’ όλο τον κόσμο. Κάποια χρονική στιγμή, ωστόσο, και με πρωτοπόρο τον φανατικό φυσιολάτρη Γιώργο, άρχισε να αποσύρεται σταδιακά από το άγχος της επιχειρηματικής δραστηριότητας η οικογένεια Σπύρου. Η παλιά και μεγάλη αγάπη τους στον Γράμμο τους οδήγησε στον εγκαταλειμμένο -σχεδόν- και με ελάχιστη εποχική κατοίκηση οικισμό του Γράμμου, στους πρόποδες του αγέρωχου βουνού.
Τα υπόλοιπα θυμίζουν μια όμορφη περιπέτεια ή μάλλον ένα παραμύθι με ευτυχισμένο τέλος. Έτσι, το 2005 μπήκε ο θεμέλιος λίθος και ακολούθησε προσωπική εργασία όλων των μελών της οικογένειας, που από τεχνίτες και έμποροι της γούνας εξελίχθηκαν σε άριστους μάστορες του ξύλου και της πέτρας. Έξι χρόνια μετά, το 2011, ο αλπικός ξενώνας-καταφύγιο “ΓΡΑΜΜΟΣ”, άνοιξε την είσοδό του και άναψε τα τζάκια του, για να ζεστάνει τα σώματα και να θερμάνει τις καρδιές ορειβατών, φυσιολατρών, Ελλήνων και ξένων επισκεπτών.
Μένουμε έκπληκτοι παρατηρώντας την κατασκευαστική αρτιότητα των ξύλινων και πέτρινων μερών του οικοδομήματος, όλα από ντόπια πέτρα και κορμούς πευκόδεντρων του Γράμμου. Θαυμάζουμε ακόμη το φινίρισμα και της παραμικρής λεπτομέρειας, την λειτουργικότητα και ομορφιά της χειροποίητης επίπλωσης, το εκπληκτικό σαλόνι με το μεγάλο τζάκι και την περιμετρική τζαμαρία, που χαρίζει ανεμπόδιστη θέα στην φύση του βουνού. Τρώμε με όρεξη τα νόστιμα μαγειρευτά φαγητά και αργά το βράδυ, έχοντας απολαύσει αυθεντικό σαλέπι και τσάι του Γράμμου, αποσυρόμαστε στον άνω όροφο. Εδώ μας περιμένει ένα από τα τέσσερα μικρά αλλά τόσο συμπαθητικά και πρακτικά δωματιάκια με τις κουκέτες των τριών ή τεσσάρων ατόμων (δεκαέξι συνολικά). Ο ύπνος είναι αβίαστος σε μια ησυχία μοναδική. Έξω, στο υψόμετρο των 1.380 μέτρων, η θερμοκρασία της νύχτας στα μέσα του Αυγούστου, πλησιάζει μονοψήφιους αριθμούς.
ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΓΚΙΣΤΟΒΑ
Νωρίς το πρωί, το μόνο που διαταράσσει τη σιγαλιά του τόπου, είναι μουγκανητά αγελάδων και αλυχτίσματα σκυλιών. Είναι το μεγάλο κοπάδι του Περικλή, που από τα λιβάδια οδηγείται στο μαντρί. Το σκηνικό θυμίζει FAR WEST με το ποδοβολητό, τον θόρυβο και τη σκόνη των εντυπωσιακών καφετί αγγελάδων και μοσχαριών.
Σ’ αυτή την διαδικασία συγκέντρωσης ζώων όλοι βοηθούν. Πρώτη και καλύτερη η κυρα-Ευδοκία, στην όγδοη δεκαετία της, μια εμβληματική φυσιογνωμία του χωριού. Κοντούλα λεπτή και ευκίνητη σαν κατσίκι πηγαινοέρχεται ασταμάτητα ανάμεσα στα ζώα, με παραγγέλματα και φωνές που θυμίζουν λοχαγό.
-Έτσι και βγεις μαζί της στο βουνό, παρά τα χρονάκια της, δεν την παραβγαίνεις, λέει δίπλα μου ο κυρ-Τάκης, καθώς με καλημερίζει.
Ξημερώνει μια όμορφη μέρα στο Γράμμο, ψυχρή και διαυγής. Στην κρυστάλλινη πρωινή ατμόσφαιρα διαγράφονται με μεγάλη ευκρίνεια οι εδαφικές λεπτομέρεις της γύρω περιοχής, τα λιβαδοτόπια, τα μονοπάτια, οι δύσβατοι χωματόδρομοι που ανηφορίζουν στο βουνό. Πολύ ρεαλιστικά ασπρίζει στην μακρόστενη κοιλάδα η στενή κοίτη του Αλιάκμονα, που σε τίποτε δεν θυμίζει, σ’ αυτό το πρώιμο στάδιο, τον μεγάλο ποταμό.
Ξυπνούν ένας-ένας οι άνθρωποι του ξενώνα κι οι επισκέπτες, ευωδιάζουν το βουνίσιο τσάι και οι καφέδες. Κάποιοι προτιμούν θερμαντικό σαλέπι στην ψύχρα του πρωινού. Ο ήλιος δεν αργεί να προβάλει από τις ράχες του βουνού. Η θερμοκρασία ανεβαίνει, αρχίζουμε ν’ αποζητάμε τη σκιά. Είναι πια ώρα ν’ ανηφορίσουμε για την αλπική Γκιστόβα, μια δεκαετία μετά την ανάβαση και την περιγραφή στο ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ (τεύχος 43, ΙΑΝ-ΦΕΒ. 2005) από τον ταξιδιωτικό μας συνεργάτη και φίλο Κυριάκο Παπαγεωργίου. Εκείνος τότε, στην αναζήτηση της λίμνης, είχε διαγράψει μια μεγάλη διαδρομή, ενώ εμείς έχουμε την πολυτέλεια που δεν διέθετε ο Κυριάκος: είναι ο Αλέξης, ένας από τους γιούς της οικογένειας Σπύρου, άριστος γνώστης του Γράμμου αλλά και της συντομότερης πρόσβασης προς τη λίμνη.
Αναχωρούμε, λοιπόν, από τον ξενώνα ανηφορίζοντας τραχύ χωματόδρομο με κατεύθυνση ΝΔ. Απέναντί μας ορθώνεται, σαν αδιαπέραστος φραγμός του ορίζοντα, το εντυπωσιακό ανάγλυφο των κορυφών του Γράμμου: Περήφανο (2.444μ.), Κιάφα( 2.395μ.) και Φαρμάκη (2.142μ.) Ακριβώς πίσω τους, αθέατη στις ΝΔ υπώρειες του βουνού, φωλιάζει το παλιό Ντεντσικό, η διάσημη σήμερα Αετομηλίτσα, που με υψόμετρο 1.450 μέτρων είναι ένας από τους ορεινότερους ελληνικούς κοικισμούς.
1.1 χλμ. μετά τον ξενώνα, περνάμε πάνω από ένα ρυάκι του Αλιάκμονα, που δεν φτάνει σε πλάτος ούτε τα 50 εκατοστά. Το τοπίο γύρω είναι γυμνό, καλυμμένο από χαμηλή βλάστηση, πέτρες και χορτάρι. Ένα χορτάρι πυκνό και ακόμη πράσινο μετά τις πολλές βροχές του φετινού καλοκαιριού.
7 χλμ. μετά την αναχώρησή μας -με δύσβατο πάντα δρόμο, μόνο για 4Χ4- περνάμε δίπλα από υπολείμματα ξύλινης καλύβας. 200 ακόμη μέτρα παραπάνω σταματάμε σε μικρό πλάτωμα του δρόμου. Βρισκόμαστε ήδη στην αφετηρία μας για τη λίμνη, σε υψόμετρο 2.000 μέτρων. Λίγο πιο πέρα ένας “κούκος” (μικρός λιθοσωρός) σηματοδοτεί την αρχή της διαδρομής. Δεν υπάρχει (ενώ κατά τη γνώμη μας θα ‘πρεπε) κάποιο άλλο σημάδι ή ορατό διανοιγμένο μονοπάτι, εκτός από ένα πολύ στενό αυλάκι, που ανηφορίζει στην ράχη του βουνού, με κατεύθυνση Δ. Για να μην παρεκκλίνουμε της πορείας μας ο ασφαλέστερος τρόπος είναι να κρατήσουμε οπτική επαφή με την μύτη μιας κορυφής, που ορθώνεται απότομα απέναντί μας στα Δ, πίσω από την οποία κρύβεται η Γκιστόβα.
Η ΑΝΑΒΑΣΗ ΣΤΗ ΛΙΜΝΗ
10:40 Ξεκινάμε από τα 2.000 μέτρα το στενό χωμάτινο αυλάκι ανάμεσα σε αγριολούλουδα και χόρτα. Είναι ήπια -αρχικά- η ανηφόρα. Πολύτιμους συμμάχους έχουμε ένα δροσερό αεράκι και σύννεφα σκούρα, που όλο και πυκνώνουν. Στα Ν απέναντί μας, ψηλότερα απ’ όλες τις άλλες, εξέχει η αμβλυγώνια κορυφή του Περήφανου. Ρυάκια και μικρορρέματα, οι απαρχές του Αλιάκμονα, τρέχουν από παντού.
10:55 Φτάνουμε στα 2.100 μέτρα και χωρίς μονοπάτι, συνεχίζουμε πάνω στη χλόη, με οπτική επαφή προς την σουβλερή κορυφή. Αριστερά μας στα ΝΔ, προβάλλει η κορυφή του Γράμμου, που με τα 2.520 μέτρα της είναι η τέταρτη ψηλότερη στην Ελλάδα, μετά τον Όλυμπο, τον Σμόλικα και τον Βόρα (Καϊμακτσαλάν). Να κι ένα κοπάδι προβάτων με τσομπάνο. Οι σκύλοι μάς γαυγίζουν ήσυχα και ανόρεχτα, έτσι για να δικαιολογήσουν τον ρόλο τους στο κοπάδι. Στα Α-ΝΑ, πολύ χαμηλά και μακριά, παρατηρούμε ένα μικρό, γαλάζιο κομμάτι της λίμνης της Καστοριάς, ανάμεσα στο Σινιάτσικο και στο Βίτσι.
11:20 Συναντάμε μικρό πλάτωμα, στα 2.200 μέτρα. Είναι η αρχή μιας έντονης ανηφόρας. Σποραδικοί κούκοι σηματοδοτούν τη διαδρομή, κατευθείαν στην κορυφή. Την έντονη κλίση δυσχεραίνουν ακόμη περισσότερο δύο πρώην σύμμαχοί μας, το αεράκι κι η συννεφιά. Το αεράκι εξελίσσεται σε πολύ δυνατό και ψυχρό βοριά, ενώ η αρχική ευχάριστη συννεφιά αποκτάει έναν βαρύ μολυβένιο όγκο, που στέλνει πάνω μας τις πρώτες σταγόνες της βροχής.
11:35 Ξεσπάει μπόρα δυνατή που μας μουσκεύει στη στιγμή και μας απαλλάσσει μια και καλή από την περαιτέρω αγωνία για τη βροχή, σύμφωνα και με την ρήση “ο βρεγμένος δεν τη φοβάται τη βροχή” Χειρότερος, ωστόσο, εχθρός αποδεικνύεται ο αέρας, που είναι τελείως αντίθετος και όχι μόνον φρενάρει τα βήματά μας, αλλά με την έντασή του μεταβάλλει σε παγωμένες βελόνες τις σταγόνες της βροχής. Η Άννα προσπαθεί να προφυλάξει, με κάθε τρόπο τον φωτογραφικό της εξοπλισμό. Η ανάμνηση της ολικής καταστροφής της φωτογραφικής της μηχανής, στην καταιγίδα της κορυφής του Πάππα, στη Θύμαινα των Φούρνων, εξακολουθεί δύο χρόνια μετά, να είναι οδυνηρή.
–Πόση ώρα ακόμα Αλέξη, ως την Γκιστόβα;
–Μ’ αυτές τις συνθήκες, τουλάχιστον 15 λεπτά
–Τι αποφασίζουμε; ρωτάει η Άννα
–Να το σκεφτούμε μισό λεπτό, της απαντάω.
Τη στιγμή εκείνη η Αθηνά, που μέχρι τότε ήταν σιωπηλή, ακούγεται να λέει πεισματικά:
–Καλά, φτάσαμε ως εδώ πάνω για να τα παρατήσουμε; Εγώ προτείνω να συνεχίσουμε για τη λίμνη.
Κανένας δεν περίμενε αυτή την αντίδρασή της. Ούτε βέβαια, μετά απ’ αυτή την γενναία στάση του παιδιού, τόλμησε να διανοηθεί κανείς να τα παρατήσει. Έτσι με τον αέρα και τη βροχή να μας μαστιγώνουν ανελέητα, συνεχίζουμε την κάθετη ανηφόρα. Όμως εγώ, με την Αθηνά να βαδίζει αδιαμαρτύρητα δίπλα μου, είμαι ανεπηρέαστος πια από τις κακουχίες του Γράμμου.
11:50, 1 ώρα και 10 λεπτά μετά την αναχώρησή μας φτάνουμε στο ύψος της σουβλερής κορυφής, στα 2.400 περίπου μέτρα. Λίγο χαμηλότερα εμφανίζεται για πρώτη φορά η Γκιστόβα, σκοτεινή σαν τον ουρανό, έναν ουρανό ανταριασμένο, με σύννεφα σταχτιά, που τρέχουν πάνω απ’ τα κεφάλια μας σαν τρελά αλλά ευτυχώς με σποραδικές μόνο σταγόνες βροχής.
Η Γκιστόβα, ωστόσο, δεν είναι η ειδυλλιακή λιμνούλα, το αστραφτερό σμαράγδι που είχαμε φανταστεί. Το φωτογραφικό της ενδιαφέρον είναι μηδαμινό. Βρεγμένοι ως το κόκκαλο, λοιπόν, δεν παρατείνουμε την παραμονή μας και αρχίζουμε την επιστροφή. Ένα πεντάλεπτο μετά αραιώνουν τα σύννεφα και φωτίζεται ο τόπος. Δεν αργεί να ξεμυτίσει ένας ήλιος λαμπρός και ευχάριστα ζεστός. Όταν όμως, μια ώρα αργότερα, ανοίγουμε τις πόρτες του κλειστού αυτοκινήτου, το εσωτερικό του ελάχιστα διαφέρει από θερμοκήπιο.
–Πριν πάρουμε το δρόμο της επιστροφής, προτείνω να συνεχίσουμε για λίγο ακόμη ως τα “Λιβάδια“, λέει ο Αλέξης.
Αν και πεινάμε, αποφασίζουμε να εμπιστευτούμε την πρότασή του. Ο δρόμος γίνεται κακοτράχαλος με νεροφαγώματα και πέτρες. Πού και πού κόβεται από κοίτες ρυακιών με αδύνατη ροή. Πιο πάνω, ωστόσο, μια φαρδύτερη κοίτη εμφανίζεται μπροστά μας, με πολύ μεγαλύτερη ποσότητα νερού.
–Αυτό είναι το κεντρικό ρεύμα του Αλιάκμονα, λέει ο Αλέξης.
Σταματάμε το αυτοκίνητο μπροστά στην κοίτη του νεογέννητου ποταμού. Νερό κρυστάλλινο, διαυγές και αμόλυντο κελαρύζει ανάμεσα στις πλάκες και τις κροκάλες, δημιουργεί μικρές λιμνούλες και λιλιπούτειους καταρράκτες. Σκεφτόμαστε, πως είναι αδύνατον να υπάρχει αγνότερο νερό απ’ αυτό, ένα νερό που αναβλύζει απευθείας από τις πηγές και τα έγκατα του μεγάλου βουνού. Έτσι καθάριο θα ΄πρεπε να είναι μέχρι τις εκβολές, στον Θερμαϊκό κόλπο, όπου τερματίζει το ποτάμι. Δυστυχώς, στην μακρά πορεία των 325 χιλιομέτρων, εκτός από την ειδυλλιακή φύση της Βόρειας Ελλάδας, παρεμβάλλονται και αναρίθμητες ρυπογόνες δραστηριότητες των ανθρώπων.
Περνάμε με προσοχή πάνω από τις μεγάλες κροκάλες και το λιγοστό νερό του νεαρού-ακόμα-ποταμού. Μερικούς μήνες μετά θα είναι προβληματική -αν όχι αδύνατη- η διάσχιση της βουερής, ατίθασης ροής.
2,2 χλμ. μετά την αφετηρία προς στην Γκιστόβα (και 7,2 συνολικά από τον ξενώνα) ο δρόμος τερματίζει. Έχουμε φτάσει στα “Λιβάδια”, ένα υψίπεδο απαράμιλλης ωραιότητας στους ΒΑ πρόποδες της 2.520, της θρυλικής κορυφής του Γράμμου. Μικρορρέματα και ρυάκια, σαν λεπτές ασημί κλωστές, αυλακώνουν τις χαραδρώσεις και ρεματιές, που ξεκινούν από το πέταλο των πανύψηλων κορυφών και συγκλίνουν στην μεγάλη λεκάνη απορροής του ποταμού. Η μόνη βλάστηση είναι το χορτάρι που, παχύ και πράσινο ακόμη, καλύπτει τις ήπιες πλαγιές. Ρίχνουμε μια ματιά προς την 2.520, που δείχνει τόσο κοντινή και φιλική.
-Από αυτό το σημείο και με εύκολη σχετικά, ελεύθερη ανάβαση προς τα Ν, μπορούμε να συναντήσουμε το μονοπάτι της κορυφογραμμής που φτάνει από την Αετομηλίτσα, λέει ο Αλέξης. Ύστερα δεν είναι δύσκολο να συνεχίσουμε ως την κορυφή.
Μεσημέρι πια επιστρέφουμε στο χωριό. Εδώ το έδαφος είναι ξερό, ελάχιστες σταγόνες έχουν φτάσει απ’ τα βουνά. Από τις ψησταριές του Γιώργου αναδίδονται τσίκνες από ντόπια κρεατικά , πολύ γαργαλιστικές. Καθόμαστε στο σκιερό ξύλινο μπαλκόνι, αγναντεύοντας την μαγική φύση του βουνού. Στο υψόμετρο του Γράμμου, ακόμα και στο καταμεσήμερο , η δροσιά είναι μοναδική. Κάποια στιγμή, ωστόσο, παίρνει να ψυχραίνει, και μάλιστα αισθητά, ο καιρός. Αναζητώντας την αιτία αυτής της μεταβολής αντικρίζουμε πολλά μαύρα σύννεφα να μετακινούνται και να συσσωρεύονται απειλητικά. Μέσα σ’ ελάχιστα λεπτά, το φωτεινό, βαθυγάλανο χρώμα χάνεται οριστικά απ’ τον ουρανό. Σκοτεινιάζει ο τόπος, σηκώνεται αεράκι, αρχίζουν τ’ αστραπόβρουντα με εντυπωσιακές λάμψεις και κρότους που δονούν τα τζάμια του σαλονιού. Η καταιγίδα ξεσπάει με χαλάζι και καταρρακτώδη βροχή. Ασφαλείς πίσω από την πανοραμική τζαμαρία αγναντεύουμε το ξέσπασμα της φύσης, τις απρόσμενες μεταπτώσεις του καιρού και φυσικά, μακαρίζουμε την τύχη μας, που λίγες ώρες νωρίτερα, δεν μας βρήκε ένας τόσο βίαιος καιρός στα υψίπεδα της Γκιστόβας.
Ένα 20λεπτο σχεδόν διαρκεί το μένος, η παραζάλη του καιρού. Αρκεί για ν’ αρχίσουν να τρέχουν μικροί χείμαρροι στους δρόμους, να θολώσουν τα κρυστάλλινα νερά των ρεμάτων και ρυακιών. Ύστερα, όσο πάνε λιγοστεύουν οι σταγόνες, τα σύννεφα αραιώνουν, βρίσκει δίοδο ανάμεσά τους ο ήλιος. Ένας ήλιος απογευματινός, υπέροχα ζεστός. Εκείνη τη στιγμή μια λυγερόκορμη κοπέλα ανηφορίζει αλαφροπάτητη στον ξενώνα.
-Να σας συστήσω την Άννα Μεντή, την καλύτερη αμαζόνα του Γράμμου, λέει ο κυρ. Τάκης.
Από την Σαγιάδα της Θεσπρωτίας η Άννα, έχει συνδέσει τις μνήμες των παιδικών της χρόνων με τα κοπάδια της οικογένειας. Που, μόλις αρχίσει να καλοκαιριάζει, τα συγκεντρώνει στα λιβάδια της Θεσπρωτίας και τα οδηγεί στα χλοερά λιβαδοτόπια των υψίπεδων του Γράμμου. Είναι μια συνολική πορεία 15 ημερών, που περιλαμβάνει στάση ενός μήνα στο Κεφαλόβρυσο Καλπακίου. Οι περισσότεροι από τους 18 περίπου κτηνοτρόφους του Γράμμου είναι Θεσπρωτοί. Το ζωικό κεφάλαιο περιλαμβάνει γύρω στα 1.500 πρόβατα, λιγότερα κατσίκια και σχεδόν 4.000 αγελάδια.
Έρχεται στην συντροφιά μας άλλος ένας νέος Θεσπρωτός κτηνοτρόφος, ο Αντρέας Καρβούνης. Έχει την ίδια αγάπη και αυτός για τα ζώα και τη φύση του βουνού. Η οικογένειά του, μάλιστα, έχει χτίσει ένα θαυμάσιο σπίτι δίπλα στον ξενώνα με το ωραιότερο – ίσως- και πιο περιποιημένο περιβόλι στον Γράμμο.
Είναι, στ ‘αλήθεια, πολύ αισιόδοξο να συναντάμε νέους ανθρώπους, όπως η Άννα και ο Αντρέας, να επιλέγουν ως κύρια απασχόληση αλλά και ως τρόπο ζωής την τόσο απαιτητική, πολύμηνη και πολύμοχθη φροντίδα των ζώων. Και είναι εξίσου ευχάριστο και παρήγορο, να ξαναβλέπουμε μετά από 10 χρόνια τον Γράμμο, την έρημη και εγκαταλειμμένη Γράμμουστα, πάλι να ξαναζεί.
Ευχαριστούμε την οικογένεια Σπύρου και προσωπικά τον Αλέξη για την ανάβαση στην Γκιστόβα.
Χρήσιμες πληροφορίες
Τηλ: 24678 90111
Κιν: 6942432227
Ιστεοσελίδα
www.grammos.com
Απόσταση από Νεστόριο 35χλμ
Απόσταση απο Καστοριά 60χλμ
Προτεινόμενος χάρτης: Γράμος – Σμόλικας Βόιο Βασιλίτσα. 1: 50.000, Ανάβαση (Οκτ. 2010)