Ένα από τα λιγότερα περπατημένα βουνά της Ελλάδας η Οξιά, υψώνεται πανέμορφη ανάμεσα στους διάσημους ορεινούς όγκους της Ρούμελης. Όπως το λέει και το όνομά της εδώ αναπτύσσονται πυκνά δάση από τεράστιες οξιές που ξεπερνούν σε ύψος τα 40 μέτρα. Αλλά και στα αλπικά της λιβάδια, διασχίζοντας την κορυφογραμμή θα βρεθούμε στο σύνορο τεσσάρων νομών της Στερεάς Ελλάδας, σημείο μοναδικό.
Το λέω από την αρχή. Δεν γνώριζα τίποτε από όσα φοβερά και τρομερά είχαν συμβεί σε τούτον εδώ τον τόπο.
Η δικιά μου επιθυμία και ο σκοπός ήταν ξεκάθαρα ορειβατικοί. Νοέμβρη μήνα είχαμε αποφασίσει με φίλους από Αθήνα να συναντηθούμε στη Λαμία – αυτοί από κει κι εγώ από το Βόλο – και να επιχειρήσουμε διάσχιση της Γραμμένης Οξιάς, που βρίσκεται στα σύνορα των νομών Φθιώτιδας και Ευρυτανίας.
Πού να φανταστούμε ότι, στην καρδιά του ελατόδασου, από όπου ξεκινoύσαμε την πορεία μας, σημείο απομονωμένο και διόλου κομβικό, θα βρίσκαμε αυτό το αναπάντεχο, πρωτότυπο και εντυπωσιακό στην εμφάνισή του πολεμικό μνημείο.
Η απόφασή μας λοιπόν ήταν να αρχίσουμε την πεζοπορία μας από ένα χαρακτηριστικό σημείο του δρόμου Κρίκελου – Δομνίστας, λίγο μετά τον αυχένα του Αγίου Νικολάου στην ανατολική Ευρυτανία προς την κορυφογραμμή της Οξιάς, μια διάσχιση λίγο – πολύ ομαλή που καταλήγει στο καταφύγιο του ΕΟΣ Λαμίας που βρίσκεται πάνω από τα χωριά Γαρδίκι και Γραμμένη Οξιά.
Στο δρόμο όμως αυτό πέσαμε επάνω στους Γαλάτες (ή Κέλτες όπως τους θέλουν κάποιοι ιστορικοί) και χάσαμε τον μπούσουλα και τον προορισμό μας…
Το 279 π.Χ. οι Γαλάτες ή Κέλτες, μίγμα βαρβαρικών φυλών (1) που κατοικούσαν στην κεντροδυτική Ευρώπη, με επικεφαλής το στρατηγό Βρέννο, ξεκίνησαν από τη βάρβαρη χώρα τους, για να λεηλατήσουν το θησαυρό του Μαντείου των Δελφών. Αυτή είναι τουλάχιστον η ιστορικά επίσημη αιτιολογία της καθόδου των γαλατικών φυλών στην ελληνική χερσόνησο, το έτος εκείνο. Λέγεται [Παυσανίας] πως ο άγριος και φιλοπόλεμος εκείνος στρατός ξεπερνούσε τις 200.000 άντρες. Καταλαβαίνετε τι θύελλα και σαρωτική καταιγίδα έπληξε τις μικρές ανεξάρτητες πόλεις της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, καθώς τα στίφη των Γαλατών κατηφόριζαν προελαύνοντας προς την κεντρική Ελλάδα. Περιττό να πούμε ότι η στρατιά του Βρέννου αφάνιζε ό,τι συναντούσε στο δρόμο της.
Στο στενό των Θερμοπυλών, που τότε ακόμα δεν ήταν στενό και δεν είχαν γίνει οι νεότερες προσχώσεις της λεκάνης του Μαλιακού, φρενάρησαν, γιατί οι ενωμένοι Έλληνες των σημαντικότερων τότε πόλεων, της Βοιωτίας, της Αιτωλίας, της Λοκρίδας, της Φωκίδας και εν μέρει των πολύ αδύνατων πια Αθηναίων, ήταν συγκεντρωμένοι εκεί απέναντί τους, καθώς διέβλεψαν τον κίνδυνο και συνασπίστηκαν για να αναχαιτίσουν την προέλασή τους και να τους φράξουν το δρόμο.
Έτσι κι εμείς, οι όψιμοι σαρωτές του ελληνικού χώρου, συναντηθήκαμε έξω από τις Θερμοπύλες, αφήσαμε το ένα αυτοκίνητο εκεί και με το άλλο κατευθυνθήκαμε προς το Καρπενήσι. Ανεβήκαμε στις στροφές του Τυμφρηστού και όταν φτάσαμε στον αυχένα του Αγίου Νικολάου (υψόμετρο 1.220 μέτρα) βρεθήκαμε μπροστά στο τετράσταυρο των δρόμων που οδηγούν η καθεμιά σε διαφορετικό προορισμό.
Αφήνοντας τους δρόμους που οδηγούν, ο ένας στο Καρπενήσι κι ο άλλος στα Φουρνά και προερχόμενοι από Λαμία στρίψαμε για το Κρίκελο, κεφαλοχώρι που βρίσκεται σε απόσταση 18 χιλιομέτρων από εκεί.
Όμως την ίδια κίνηση επινόησε και σχεδίασε ο Βρέννος των Γαλατοκελτών, το χειμώνα του 279 π.Χ. όταν είδε κι απόειδε πως δεν μπορεί να περάσουν οι δυσκίνητες στρατιές του προς τα νότια, δίπλα από τα στενά των Θερμοπυλών κι έτσι σοφίστηκε το ακόλουθο τέχνασμα:
Εξόπλισε βαριά ένα τμήμα 40.000 αντρών και κάτω από την ηγεσία των άγριων πολέμαρχων Κόμβουτιν και Ορεστόριου τους έστειλε να παρακάμψουν τα βουνά, μέσα από τα δύσβατα μονοπάτια της Φθιώτιδας και της Ευρυτανίας, για να καταλήξουν πρώτα στην πρωτεύουσα της Αιτωλίας για παρενόχληση και αντιπερισπασμό κι έπειτα στους Δελφούς για την αφαίρεση του θησαυρού. Όμως αλίμονό του!
Το κάθε άλλο παρά λιγόστρατο (!) κι ευέλικτο άγημα των Γαλατών σκαρφάλωσε στις πλαγιές του Τυμφρηστού σκορπώντας το όλεθρο και αφού διέπραξε φοβερά ανοσιουργήματα έφτασε ύστερα από μερικές μέρες στον αυχένα του Αϊ-Νικόλα (άγνωστο πώς αποκαλούνταν τότε η περιοχή), μια περιοχή όμως που ανήκε στα όρια της επικράτειας των Αιτωλών (η Ευρυτανία ανήκε τότε στην Αιτωλία, η οποία μαζί με τους Λοκρούς της Φθιωτιδοφωκίδας (τους Οπούντιους Λοκρούς) αποτελούσαν τον ισχυρότερο πόλο των ανεξάρτητων ελληνικών πόλεων.
Εμείς πια μετά τον αυχένα του Αϊ-Νικόλα στραφήκαμε προς το Κρίκελο, αλλά ύστερα από δύο περίπου χιλιόμετρα αφήσαμε την ασφάλτινη λεωφόρο και χωθήκαμε μέσα στο δάσος, από χωματόδρομο που ανηφόριζε για το βουνό που φέρει την ονομασία “Κοκκάλια”. Αφήσαμε το όχημά μας σε ένα πλάτωμα του δρόμου, το ασφαλίσαμε, οπλιστήκαμε με τα απαραίτητα – σακίδια, ραβδιά, νερό, λίγο τσίπουρο και σταφίδες – κι αρχίσαμε την πεζοπορία μας.
Από πίσω μας – με διαφορά μερικών αιώνων, πρωθύστερα, δηλαδή – ακολουθούσε το πολυάριθμο στράτευμα του Βρέννου.
Για κακή του τύχη όμως, λίγο παραπάνω, εκεί που τέλειωνε το πυκνό ελατόδασο, τους περίμεναν 7.000 χιλιάδες Έλληνες (συγκεντρωμένοι Βοιωτοί, κυρίως Αιτωλοί, Φωκείς, Mεγάριοι και Λοκροί, οπλισμένοι με τσουγκράνια και γεωργικά εργαλεία) που πληροφορημένοι για τη διάσπαση των γραμμών του ορεινού μετώπου, τους έστησαν καρτέρι στα ριζά του βουνού, το οποίο, ύστερα από τη μάχη που ακολούθησε, πήρε την ονομασία Κοκκάλια.
Το τι έγινε εδώ, τη χρονιά εκείνη, δε λέγεται. Έφαγαν τέτοιο πετσόκομα οι Γαλάτες που άφησαν, στην κυριολεξία, τα κόκαλά τους στο πεδίο της μάχης. Γι αυτό και ολόκληρη η τοποθεσία που εμείς, οι νεότεροι περιηγητές, σήμερα διασχίζαμε, ονομάστηκε “Κοκκάλια”, από το αναρίθμητο πλήθος των οστών που βρέθηκαν εκεί ύστερα από λίγο καιρό… (2)
Αφού ανηφορίσαμε για περίπου χίλια πεντακόσια μέτρα, ένας δρόμος έφευγε ευθεία καταπάνω στο βουνό κι ένας άλλος έστριβε αριστερά. Υπήρχε στη διασταύρωση μία πινακίδα που έγραφε “προς Μνημείο Κοκκάλια”. Ακολουθήσαμε τον δεύτερο αυτό δρόμο, που ύστερα από χίλια μέτρα περίπου ανηφορίζοντας έφτανε σε ένα πλάτωμα κορυφής, όπου υπήρχε περιποιημένο και περίφρακτο μνημειακό ταφείο, με έναν οξυκόρυφο οβελίσκο. Η έκπληξή μας ήταν πολύ μεγάλη…
Όχι τόσο από την αξεπέραστη και εντυπωσιακή θέα των κορυφών του Τυμφρηστού (με το Βελούχι ακριβώς απέναντί μας), όσο από την εμφάνιση μιας τεράστιας λάκας, στη μέση της οποίας υψώνονταν ο πελώριος μαρμάρινος οβελίσκος.
Πρέπει να ήταν χειμώνας του 278 προς 279 π.Χ. όπως αφηγείται ο Παυσανίας, όταν ο ταλαιπωρημένος στρατός του Κόμβουτιν και του Ορεστόριου έφτασε σε κείνη την ανώνυμη κορυφή της Οξιάς (υψόμετρο 1.431 μέτρα) για να πάρει ύστερα το δρόμο για τη Φωκίδα, επάνω στα χνάρια της σημερινής διαδρομής που ακολουθεί η πορεία της διάσχισης του βουνού και να βγει στους Δελφούς, μέσα από τις πολύ κακοτράχαλες οροσειρές, πρώτα των Βαρδουσίων και ύστερα της Γκιώνας.
Απάνω σε αυτή την κόψη του βουνού το πολυάριθμο στράτευμα των δύο Γαλατών δέχτηκε την απρόσμενη και καταλυτική όπως αποδείχτηκε, επίθεση των ενωμένων Ελληνικών φυλών. Εξουθενωμένοι οι Γαλάτες από την πολυήμερη πορεία στα βουνά και τους κάμπους της Ελλάδας δεν προέβαλαν και σοβαρή αντίσταση, με αποτέλεσμα τα ανταρτοκινούμενα και ευέλικτα τμήματα των Ελλήνων να τους αποκόψουν και να τους εξαφανίσουν από προσώπου γης. Στο πεδίο της φονικότατης αυτής μάχης έπεσαν χιλιάδες Γαλάτες που κατεσφάγησαν κι απόμειναν στο έδαφος ατελείωτοι σωροί από κόκαλα και ανθρώπινα οστά.
Όσοι από τους 40.000 επέζησαν, κινήθηκαν γρήγορα προς τα δάση, κρύφτηκαν και τις επόμενες μέρες ανασυντάχτηκαν και κατηφόρισαν πελαγωμένοι προς την κοιλάδα του Εύηνου που φράζεται από την κυματιστή κορυφογραμμή των Βαρδουσίων (3).
Αφού πιάσαμε την κορυφογραμμή παρακάμπτοντας ένα βουστάσιο και μια ποτίστρα ακολουθήσαμε μια πορεία σχηματισμένη από γυμνά έμπεδα, αλλά και τα κατάκορφα του βουνού. Σε μισή ώρα αγγίξαμε την ανώνυμη κορυφή 1665 και σε ακόμη ένα τέταρτο πατήσαμε στην κορυφή των Κοκκαλιών (υψόμετρο 1.716 μέτρα).
Εδώ κάναμε στάση και υποκλιθήκαμε στο Διόνυσο. Λίγες ελιές και παξιμάδια συνόδεψαν δυο τρεις γουλιές τσίπουρο, στη μνήμη τόσων αδικοχαμένων ψυχών που σφαγιάστηκαν εδώ πάνω στα αλπικά και καθόλου αφιλόξενα λιβάδια της Ρούμελης.
Ύστερα συνεχίσαμε την πολύ ήπια διαδρομή μας κατά μήκος της βουνοσειράς προς τη Σαράνταινα της Γραμμένης Οξιάς.
Οι διασωθέντες από τη μάχη των Κοκκαλιών Γαλάτες προσέξτε τι έφτιαξαν στο κατόπι τους. Ακολούθησαν μια διαδρομή που ωστόσο δεν την κατονομάζει ο Παυσανίας, αλλά πρέπει να ήταν η ακόλουθη, αφού τα ιστορικά στοιχεία των αφηγήσεών του και το γεωγραφικό status της περιοχής (όπως το κατέχουμε σήμερα) μονάχα έτσι μπορούν να διασταυρωθούν και να επαληθέψουν:
Έφτασαν κοντά στις πηγές του Εύηνου ποταμού, τον οποίο ακολούθησαν για λίγο, μέχρι να στρίψει προς τα δυτικά η ροή του. Απότομα εκείνοι άλλαξαν πορεία βαδίζοντας προς τη μεγάλη λάκα που σχηματίζεται στο βαθυπέδιο των σημερινών χωριών Αρτοτίνα, Ψηλό Χωριό, Τρίστενο, Πενταγιοί, και καταλήγοντας στην Καλλίπολη (σημερινό Κάλλιο) της τεχνητής λίμνης του Μόρνου (4).
Η Καλλίπολη ήταν η πρωτεύουσα των Αιτωλών, πλούσια και ευημερούσα πόλη, προηγμένη τόσο από την άποψη των διοικητικών και πολιτικών πραγμάτων, όσο και από την άποψη της παιδείας και των γραμμάτων.
Οι δύο στρατηγοί του Βρέννου, μόλις την είδαν, αποφάσισαν, αφού δεν βρήκαν τους υπερασπιστές της πόλης εκεί, να τη λεηλατήσουν. Στο σημείο αυτό καλό είναι να ακούσουμε τον Παυσανία να αφηγείται (Χ 22,3): Η λεηλασία του Κάλλιου από τον Κόμβουτιν και τον Ορεστόριο ήταν η πιο ανόσια από όσα έχουμε ακούσει και δεν έχει το προηγούμενό της στην ανθρώπινη ιστορία. Σκότωσαν ολόκληρο τον άμαχο αντρικό πληθυσμό, σφαγιάστηκαν όλοι ανεξαιρέτως οι ηλικιωμένοι άντρες και τα μωρά ακόμη, στους μαστούς των μανάδων τους. Και μάλιστα, αφού σκότωσαν τα πιο τροφαντά από τα νεογνά, ήπιαν το αίμα τους και έφαγαν τη σάρκα τους (Christian Habicht, Ο Περιηγητής Παυσανίας. Ο Άνθρωπος και το έργο του, Εκδόσεις Καρδαμίτσα, μετάφραση Φλωρεντία Πίκουλα, σελ. 84-85). Το 1977 Έλληνες, Αμερικάνοι και Γάλλοι ερευνητές, συνεχίζει ο Habicht, άρχισαν να ανασκάπτουν διαφορετικά τμήματα της Καλλίπολης. Ένα από τα αποτελέσματα των ανασκαφών ήταν η διαπίστωση ότι ήταν ακόμη ανοχύρωτη, όταν τη μνημόνευε ο Θουκυδίδης. Το τείχος και όλα τα σημαντικά κτήρια οικοδομήθηκαν κατά τα μέσα του 4ου αιώνα. Εβδομήντα περίπου χρόνια αργότερα η Καλλίπολη καταστράφηκε. Ήταν μια καταστροφή που θα μπορούσε να συγκριθεί με αυτή της Πομπηϊας και του Ηρακλείου (Herculaneum) ή της Σαντορίνης, με τη διαφορά ότι δεν προκλήθηκε από φυσικά αίτια.
Ύστερα από αυτά τα “ωραία” έργα των Γαλατών πώς να προχωρήσεις την πεζοπορική αφήγηση, για να φτάσεις στο τέρμα της ορειβατικής σου διαδρομής;
Η ολέθρια και ισοπεδωτική κάθοδος και διαδρομή των Γαλατών του 3ου π.Χ. αιώνα στην Ελλάδα, που λίγο είναι γνωστή στις ευρύτερες μάζες των νεοελλήνων, δημιουργεί κόμπο στο λαιμό και φράξιμο στη μνήμη.
Ωστόσο πρέπει να τελειώσουμε και το οδοιπορικό μας.
Ατενίζοντας τις καταπληκτικές ορεινές δαντέλες των Βαρδουσίων, από την επιμήκη ράχη των Κοκκαλιών, “μετακινούμαστε”, όσο είναι δυνατό, από την οχληρή ταυτότητα των ιστορικών δεδομένων στην ωμή πραγματικότητα και στη ρεαλιστική απεικόνιση της βουνίσιας κατατομής.
Το Πάνω και το Κάτω Ψηλό, το Γιδοβούνι, η Πλάκα κι η Αλογόραχη και πιο κάτω οι Σούφλες κι η Κωστάριτσα σαν αργόσυρτη κορδιλιέρα από ύφαλα πετρονήσια οριοθετούν και υπογράφουν με τη μαγική οντότητα των κορυφών τους την αξεπέραστη ομορφιά της βαρδουσιώτικης οροσειράς. Αλλά εκείνη η κορυφή που φαίνεται πιο κοντά μας είναι η Χωμήριανη (υψόμετρο 2228 μ.)
Συνεχίζουμε τη διάσχισή μας πάντα στη ψηλή και γυμνή ράχη του ιστού της Οξιάς. Σκόρπιες ευωδιές νομάδισες από τη μαλακή χλόη μας ακολουθούν. Σε μία ώρα πιάνουμε την άλλη κορυφή των Κοκκαλιών, το Καράβι (1.712 μέτρα).
Όπως και στην αρχή, βαδίζουμε επάνω στο κεντρικό νεύρο της βουνοσειράς και πάντα κατά μήκος της νομαρχιακής οριογραμμής Φθιώτιδας και Ευρυτανίας. Υπάρχει σαφής χάραξη και η πορεία μας δεν αναχαιτίζεται από κανένα ιδιαίτερο εμπόδιο ή άλλο πρόβλημα.
Από εδώ αρχίζουμε και κατηφορίζουμε μέχρι να περάσουμε ένα ρέμα, στο οποίο καταλήγει και αγροτικός δρόμος. Κάπου εκεί πρέπει να υπάρχει και πηγή. Την παρακάμπτουμε κι αρχίζουμε την ανάβαση. Περνάμε από μια ατελή κορύφωση κι ύστερα τραβερσάρουμε σε πλαγιά μέχρι να συναντήσουμε καλοστρωμένο δρόμο, τον οποίο θα ακολουθήσουμε προσπερνώντας από αριστερά την κορυφή Αλογοβούνι (υψόμετρο 1.725 μέτρα).
Λίγο μετά το Αλογοβούνι πέφτουμε πάλι σε χωματόδρομο, τον οποίο ακολουθούμε ως το ρέμα της Παλιόλακας. (Σημειώνω πως όλη αυτή η πεζοπορική διαδρομή αποτυπώνεται με τη μέγιστη δυνατή ακρίβεια στον θαυμάσιο ορειβατικό χάρτη της ΑΝΑΒΑΣΗΣ, Ευρυτανικά Βουνά 1:50.000).
Στην Παλιόλακα, πάνω από την οποία διαγράφεται μια πανέμορφη κυρτή αλπική κορυφούλα της τάξης των 1.665 μέτρων, διατηρείται και ωραίο μονοπάτι που αφήνει το δρόμο στην αρχή και αφού διασταυρωθεί αργότερα με αυτόν, καθώς ελίσσεται ανεβαίνοντας, ύστερα οδηγεί, με κάποια ήπια ανηφόρα, στην κύρια κορυφή της Οξιάς, τη Σαράνταινα (υψόμετρο 1923 μέτρα).
Στην Σαράνταινα φτάνουμε ύστερα από πέντε περίπου ώρες πορεία. Η κορυφή είναι πολύ γλυκιά και επίπεδη. Από το κολωνάκι της διακρίνουμε το σύμπαν της Ρούμελης και όλης σχεδόν της κεντρικής Ελλάδας.
Ο Νοέμβρης είναι μοναδικός μήνας για αναβάσεις σε βουνά, γιατί προσφέρει ήπιες και γλυκές κλιματικές συνθήκες, αλλά και διότι το φως της μέρας και του δειλινού είναι το πιο γλυκό επενδυτικό στοιχείο της ορεινής διαστρωμάτωσης. Οι πορφυρές αποχρώσεις, που τυλίγουν τις μεγάλες οροσειρές και τα εξάρματα των κορυφών, δεν συγκρίνονται με όλα τα χρώματα μαζί που μπορεί να συνασπιστούν όλες τις άλλες εποχές, για να αντιμετωπίσουν τη μεγαλοπρέπεια και τη μαγική φόρτιση των εικονικών αποχρώσεων του Νοέμβρη. Από το βάθος του ορίζοντα φέγγουν με μια νοσταλγική χροιά πλήθος ανθόφυλλα της φωτιάς που όλο και δυναμώνει.
Από εδώ μπορούμε να φανταστούμε και να σχεδιάσουμε την πιθανή πορεία και κίνηση των γαλατικών στρατευμάτων διαμέσου των σκληροτράχηλων περασμάτων του ορεινού ανάγλυφου και της διαφυγής τους, ύστερα από τη μάχη στα Κοκκάλια, μέχρι τις παρυφές του Μόρνου.
Η ιστορία, από δω πάνω, μοιάζει πολύ πιο αληθινή. Έχεις την αίσθηση πως με δυο βήματα, δυο δρασκελιές, μπορείς να φτάσεις εύκολα οπουδήποτε, αλλά δεν είναι έτσι. Η δυσκολία των χαραδρώσεων και της βαθιάς κόλπωσης που δημιουργούν οι ρεματικές πτυχώσεις κι οι απότομοι ώμοι της ορεινής τραχύτητας των ρουμελιώτικων βουνών, απαιτούν και γνώση του αναγλύφου και εμπειρία διασχιστικών ικανοτήτων. Αυτό έπαθαν οι Γαλάτες που αγνόησαν το τραχύ και δύσβατο της ελληνικής ορεογραφίας, πιστεύοντας πως οι Δελφοί είναι εδώ παρακάτω και μπορούμε να τους καταλάβουμε στο πι και φι.
Τα διδάγματα από το πάθημα των Περσών δεν τους έγιναν μαθήματα.
Ύστερα από λιγόλεπτη στάση για φωτογράφιση και το σχετικό και αναγκαίο ρεμβασμό στην κορυφή της Σαράνταινας, συνεχίζουμε τη διάσχιση της κορυφογραμμής προς το ορειβατικό Καταφύγιο της Γραμμένης Οξιάς. Μπήκαμε σε πανέμορφο δάσος οξιάς και τραβερσάροντας τη νότια πλαγιά της Σαράνταινας ξαναβγαίνουμε σε γλυκό και υπαλπικό πρανές που γρήγορα μας φέρνει στη θέση του Καταφυγίου. Τι κρίμα τούτο το πρώτο κτίσμα που αντικρίζουμε, ύστερα από το μνημείο στα Κοκκάλια, να έχει αυτή την άθλια τσίγκινη στέγη… (5)
Eδώ μας περίμενε το ένα από τα δυο αυτοκίνητα για να μας μεταφέρει στο Γαρδίκι όπου θα ξεκουραστούμε με ένα τσίπουρο στο μαγαζί του κυρ-Δημήτρη που διαθέτει και ωραίο ξενώνα δίπλα από την πλατεία.
Η διάσχιση της Γραμμένης Οξιάς, αλλά και ενός άγνωστου κομματιού των χρόνων της ελληνιστικής εποχής αγκύρωσε για τα καλά μέσα μας, ενώ μας εξόπλισε με σοβαρή εμπειρία, πολύπτυχες αισθητικές απολαύσεις, αλλά και ερωτηματικά για τη μαμή της Ιστορίας…
Λεπτομέρεια:
Την πρώτη διάσχιση την πραγματοποιήσαμε το Νοέμβρη του 2007 και τη δεύτερη το Νοέμβρη του 2023.
Σημειώσεις
(1) : O Πλούταρχος τους περιγράφει ως ψηλούς, πάλλευκους και ξανθούς.
(2) : Τα κόκαλα και τα ανθρώπινα οστά από τη μάχη του 279 π.Χ. θρυλείται πως υπήρχαν μέχρι τις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Τα ινία από τους γεωργούς που καλλιεργούσαν σίκαλη στην περιοχή, σκάβοντας έβγαζαν στην επιφάνεια της γης, μέχρι πρόσφατα, όχι μόνο υπολείμματα οστών, αλλά και εξαρτήματα και τεμάχια από όπλα της εποχής.
(3) : Για το δρομολόγιο των Γαλατών και τον αντιπερισπασμό που επιχείρησε ο Βρέννος, με τον Κόμβουτιν και τον Ορεστόριο, προς την Αιτωλία και τους Δελφούς, υπάρχει μεγάλη σύγχυση και διχογνωμία ανάμεσα στους ερευνητές και τους ιστορικούς.
Δε γνωρίζουμε με ακρίβεια τι προηγήθηκε: H πανωλεθρία κι η καταστροφή του γαλατικού εκστρατευτικού σώματος στα Κοκκάλια ή η κατασύληση του Ιερού των Δελφών κι ο αφανισμός του Καλλίου;
Πιο πιθανή πάντως φαίνεται η εκδοχή πρώτα να ρήμαξαν το Κάλλιο και στην επιστροφή τους οι Γαλάτες να δέχτηκαν την επίθεση των Ελλήνων, στα Κοκκάλια, πράγμα που επεξηγεί και μαρτυράει το άσβεστο μίσος των γυναικών που βιάστηκαν από τους Γαλάτες και που τους ακολούθησαν για να εκδικηθούν, πολεμώντας τους με τον τρόπο που προανέφερα, αλλά και από το είδος του μακελειού που έλαβε χώρα.
(4) : Mεγάλη σύγχυση επίσης επικρατεί στις τάξεις των ιστορικών για το ποιο είναι σήμερα το αρχαίο Κάλλιο (Καλλίπολη).
Η μία εκδοχή λέει πως είναι το βυθισμένο πια Κάλλιο που καταπόθηκε από τα νερά του ταμιευτήρα του Μόρνου. Εκεί ξένοι αρχαιολόγοι που θεωρούσαν πως ήταν η πρωτεύουσα των Αιτωλών, πρόλαβαν και έκαμαν μερικές ανασκαφές που είχαν σωστικό χαρακτήρα. Αλλά όπως συμβαίνει στη νεότερη Ελλάδα, οι τεχνοκράτες, “στο όνομα της προόδου, ολοκλήρωσαν το έργο των βαρβάρων των αρχαίων χρόνων”.
Υποστηρίζεται όμως και η εκδοχή το αρχαίο Κάλλιο να είναι το σημερινό χωριό της Ευρυτανίας Κλαυσί ή Κλαψί ή Κλαύσειον, που πήρε μάλιστα αυτή την ονομασία ύστερα από τον οδυρμό των Αιτωλών εξ αιτίας της καθολικής σφαγής του άμαχου πληθυσμού του.
Το Κλαύσιο βρίσκεται στην κοιλάδα του Καρπενησιώτη, ανάμεσα Καρπενήσι και Μεγάλο Χωριό κι είναι αλήθεια ότι με τα οδικά δεδομένα της εποχής και κάτω από την ειδική μορφολογία του εδάφους η λογικότερη προσέγγισή του από τα στρατεύματα επέλασης μπορούσε να γίνει μόνο από το σημείο που βρίσκεται το σημερινό μνημείο των Κοκκαλιών και μέσα από το Μέγα Ρέμα που κατρακυλάει προς το Κλαυσί.
(5) : Η διάσχιση της Οξιάς συνιστά μια διαδρομή σε πολύπτυχο μήκος απόστασης 17 χιλιομέτρων. Στη διαδρομή αυτή συνυπάρχουν κυρίως αλπικά λιβάδια, μερικά τμήματα δάσους οξιάς και πυκνά δάση έλατου
Βιβλιογραφία
1.- Παυσανίας, Δέκατο Βιβλίο, Φωκικά. Αφιέρωμα στη μάχη με τους Γαλάτες σε 14 ολόκληρες σελίδες. (Η μοναδική αρχαία πηγή).
2.- Κristian Habicht, Ο Περιηγητής Παυσανίας, εκδόσεις Καρδαμίτσα, 2010.
3.- Πλούταρχος
4.- Παπαρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Εθνους.
5.- G. Nachtergael, Les Galates en Grece et les Soteria de Delphes, Bruxelles, 1977
6.- Μ. Segre, Historia, τόμος 1, Μιλάνο, 1927.