Παρατηρώ στο χάρτη τη μακρόστενη, λυγερή κορμοστασιά της Εύβοιας, ξαπλωμένη νωχελικά ανάμεσα στον Ευβοϊκό και στο Αιγαίο. Οι ακτές της είναι προνομιούχες, δέχονται θωπεύματα από δύο θάλασσες, με τόσο διαφορετικό χαρακτήρα μεταξύ τους. Περίκλειστος και εσωστρεφής ο Ευβοϊκός, συνήθως γαλήνιος και ατάραχος, με σπάνια ξεσπάσματα. Γεμάτο ορμή και ζωντάνια στο Αιγαίο, απρόβλεπτο και ατίθασο, πάντα έτοιμο να χάσει την ηρεμία του με τις πρώτες πνοές του λεβάντε και του γραίγου.
Μετά από τόσες επισκέψεις μου στην Εύβοια, με κρύο, με ζέστη, με χιόνια ή με βροχές αισθάνομαι οικεία στο έδαφός της. Ωστόσο, είναι τόσο τεράστια και πολύπλοκη, που νιώθω σαν να την ξέρω ελάχιστα, διατηρεί πάντα τη γοητεία της άγνωστης. Όπως απόλυτα άγνωστη ήταν μέχρι τώρα και η Χερσόνησος της Λιχάδας, η δυτικότερη απόληξη του βόρειου τμήματος της Εύβοιας. Μη με ρωτήσετε γιατί. Όπως τόσες εκατοντάδες τόποι στην Ελλάδα έτσι και η Λιχάδα έχει την ατυχία – ή ίσως και την τύχη – να βρίσκεται μερικά χιλιόμετρα έξω από κεντρικό οδικό άξονα.
-Αυτός ο τόπος δεν είναι πέρασμα, γι’ αυτό δεν είναι ευρύτερα γνωστός, μου λέει ο Κυριάκος. Είναι όμως αγαπημένος προορισμός για όσους επιζητούν γαλήνιες διακοπές πλάϊ σε βουνό και θάλασσα, σε παραλίες αχανείς αλλά και σε μικρές, απόκρυφες ακτές, με άμμο ή με βότσαλα, με ευκολία ή με δυσχέρεια πρόσβασης. Είναι τόπος για αληθινούς περιηγητές, που τους γοητεύει η αναζήτηση. Με δύο λόγια είναι τόπος για το περιοδικό και τους αναγνώστες του.
Δεν χρειαζόμουν περισσότερες συστάσεις. Άλλωστε, εδώ και χρόνια, έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στα κριτήρια του φίλου μου.
ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΣ ΛΙΧΑΔΑΣ
Παρατηρώ στο χάρτη τη μακρόστενη, λυγερή κορμοστασιά της Εύβοιας, ξαπλωμένη νωχελικά ανάμεσα στον Ευβοϊκό και στο Αιγαίο. Οι ακτές της είναι προνομιούχες, δέχονται θωπεύματα από δύο θάλασσες, με τόσο διαφορετικό χαρακτήρα μεταξύ τους. Περίκλειστος και εσωστρεφής ο Ευβοϊκός, συνήθως γαλήνιος και ατάραχος, με σπάνια ξεσπάσματα. Γεμάτο ορμή και ζωντάνια στο Αιγαίο, απρόβλεπτο και ατίθασο, πάντα έτοιμο να χάσει την ηρεμία του με τις πρώτες πνοές του λεβάντε και του γραίγου.
Μετά από τόσες επισκέψεις μου στην Εύβοια, με κρύο, με ζέστη, με χιόνια ή με βροχές αισθάνομαι οικεία στο έδαφός της. Ωστόσο, είναι τόσο τεράστια και πολύπλοκη, που νιώθω σαν να την ξέρω ελάχιστα, διατηρεί πάντα τη γοητεία της άγνωστης. Όπως απόλυτα άγνωστη ήταν μέχρι τώρα και η Χερσόνησος της Λιχάδας, η δυτικότερη απόληξη του βόρειου τμήματος της Εύβοιας. Μη με ρωτήσετε γιατί. Όπως τόσες εκατοντάδες τόποι στην Ελλάδα έτσι και η Λιχάδα έχει την ατυχία – ή ίσως και την τύχη – να βρίσκεται μερικά χιλιόμετρα έξω από κεντρικό οδικό άξονα.
-Αυτός ο τόπος δεν είναι πέρασμα, γι’ αυτό δεν είναι ευρύτερα γνωστός, μου λέει ο Κυριάκος. Είναι όμως αγαπημένος προορισμός για όσους επιζητούν γαλήνιες διακοπές πλάϊ σε βουνό και θάλασσα, σε παραλίες αχανείς αλλά και σε μικρές, απόκρυφες ακτές, με άμμο ή με βότσαλα, με ευκολία ή με δυσχέρεια πρόσβασης. Είναι τόπος για αληθινούς περιηγητές, που τους γοητεύει η αναζήτηση. Με δύο λόγια είναι τόπος για το περιοδικό και τους αναγνώστες του.
Δεν χρειαζόμουν περισσότερες συστάσεις. Άλλωστε, εδώ και χρόνια, έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στα κριτήρια του φίλου μου.
Η ΠΡΩΤΗ ΓΝΩΡΙΜΙΑ
Αρχές του Απρίλη εγκαταλείπουμε με τον Κυριάκο την Εθνική οδό Θεσσαλονίκης-Αθηνών και, στο ύψος της Πελασγίας, στρίβουμε δεξιά και αμέσως αριστερά. 14 χιλιόμετρα μετά, στο συμπαθητικό λιμανάκι της Γλύφας, προλαβαίνουμε το F/B τη στιγμή που ετοιμάζεται να αποπλεύσει για Αγιόκαμπο. Λίγα τα αυτοκίνητα ακόμη, η τουριστική περίοδος αργεί στην Εύβοια. Η θάλασσα είναι – όπως συνήθως – γαλήνια και το ταξίδι σύντομο. Σ’ ένα 25λεπτο βγαίνουμε στην τόσο οικεία προβλήτα του Αγιόκαμπου. 8,5 χλμ. μετά, λίγο πριν μπούμε στα Λουτρά της Αιδηψού, η γνώριμη διαδρομή φτάνει στο τέλος της. Μια πινακίδα μας δείχνει στα δεξιά την κατεύθυνση προς Άγιο Νικόλαο, Γιάλτρα, Αγ. Γεώργιο και Λιχάδα. Κινούμαστε ήδη στον παραθαλάσσιο δρόμο του κόλπου της Αιδηψού, περιοχή επίπεδη με θάλασσα ρηχή, κατοικίες, ψαροταβέρνες και αρκετά συγκροτήματα με ενοικιαζόμενα δωμάτια.
Η παραθαλάσσια περιοδεία μας συνεχίζεται κατά μήκος της ακτής του Αγ. Νικολάου. Είναι μια εκτεταμένη παραλία που ξεπερνάει τα 2 χιλιόμετρα, αμμουδερή, με ρηχά πεντακάθαρα νερά και εύκολη πρόσβαση για όλη την οικογένεια. Η τουριστική της υποδομή είναι αξιόλογη, με κάποια μπαρ και ταβερνάκια και αρκετές μονάδες με ενοικιαζόμενα διαμερίσματα. Χτισμένα τα περισσότερα μέσα σε κήπους με δέντρα και λουλούδια, προσφέρονται ιδιαίτερα για γαλήνιες διακοπές. Ο τόπος είναι κατάφυτος με ελαιώνες που φτάνουν ως τη θάλασσα, ενώ το έδαφος είναι καλυμμένο με άφθονα αγριολούλουδα της Άνοιξης. Η κίνηση βέβαια στο δρόμο είναι ελάχιστη και τα καταλύματα κλειστά, είναι όμως βέβαιο πως οι μέρες του Πάσχα, θα σηματοδοτήσουν την έναρξη της θερινής τους λειτουργίας.
Κατευθυνόμαστε ήδη προς τον μυχό του όρμου των Γιάλτρων, μια θάλασσα προφυλαγμένη από τους περισσότερους ανέμους και ελαφρά εκτεθειμένη μόνον στις πνοές του λεβάντε και σορόκου. Το τοπίο για λίγο μεταβάλλεται, ελαιώνες και πεύκα αποσύρονται στο εσωτερικό. Κατά μήκος της ακροθαλασσιάς κυριαρχεί θαμνώδης βλάστηση, με πολλά λουλούδια αλλά και μικρούς υγροτόπους με βούρλα. Η σύσταση της ακτής επίσης μεταβάλλεται. Η άμμος σπανίζει όλο και περισσότερο. Τα νερά βέβαια εξακολουθούν να είναι πολύ ρηχά, καλύπτονται όμως τώρα από επίπεδες πλάκες και κροκάλες, που καθιστούν προβληματική κάθε απόπειρα εισόδου για κολύμπι. Ελαιώνες και πάλι με μερικά αιωνόβια ελαιόδεντρα, βαρκούλες και μικρά ιστιοπλοϊκά σκάφη αναψυχής αραγμένα αρόδο στα ακίνητα νερά, εκκλησάκια Μεταμόρφωσης του Σωτήρος και Αγίας Παρασκευής, παράκαμψη του δρόμου προς το εσωτερικό, που οδηγεί σε μονάδες ιχθυοκαλλιεργειών.
-Από αυτό το σημείο αρχίζει ο κορμός της Χερσονήσου της Λιχάδας, μου λέει ο Κυριάκος. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο θα τερματίσουμε την περιμετρική μας περιήγηση, ώστε να έχουμε πλήρη άποψη της συνολικής ακτογραμμής.
Εγκαταλείπουμε το επίπεδο της θάλασσας και ανηφορίζουμε ελαφρά. Σε κάθε στροφή του δρόμου ο κόλπος προβάλλει χαμηλά όλο και πιο πανοραμικός. Σε κάποιες μικροπλαγιές εμφανίζονται τα πρώτα αμπελάκια, από τα πολλά που υπήρχαν κάποτε σ’ όλη την περιοχή.
13 περίπου χιλιόμετρα μετά την αρχική μας παράκαμψη από το κεντρικό οδικό δίκτυο μπαίνουμε στα πρώτα σπίτια του οικισμού των Γιάλτρων.
-Πριν φτάσουμε στο κέντρο του οικισμού, ας κατηφορίσουμε για λίγο στο φυσικό λιμανάκι των Γιάλτρων, προτείνει ο Κυριάκος.
Με στενό δρόμο ανάμεσα σε πλούσια βλάστηση καταλήγουμε μετά από ενάμιση χιλιόμετρο στη θάλασσα. Είναι μια γλυκύτατη αμμουδερή αγκαλιά με ψαροκάικα, βαρκούλες και σκάφη αναψυχής, ένα πραγματικό δώρο της φύσης προς τους παραθεριστές και όσους ασχολούνται με την θάλασσα, επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά.
Λιμενοβραχίονες και κάθε άλλη τεχνητή κατασκευή προστασίας απουσιάζουν. Ο κολπίσκος αποτελεί από μόνος του ένα άριστο καταφύγιο, με άνοιγμα που δεν ξεπερνάει τα 300 μέτρα. Ο προσανατολισμός και η θέση του στον όρμο των Γιάλτρων κάνουν τα νερά του ήρεμα και ασφαλή, εκτεθειμένα μόνον στους βόρειους ανέμους, που βέβαια, η μικρή απόσταση από την αντικρινή στεριά, δεν τους επιτρέπει να γίνουν επικίνδυνοι.
Ένας ψαράς ρίχνει το διχτάκι του στ’ ανοιχτά. Ο ρυθμικός θόρυβος από την αργή κίνηση της πετρελαιομηχανής του είναι ο μοναδικός αυτή τη στιγμή στην περιοχή. Δεν μας ενοχλεί είναι απόλυτα ταιριαστός με το παραθαλάσσιο τοπίο. Αρκετά σκάφη είναι έξω τραβηγμένα για συντήρηση. Κάποιες εξοχικές κατοικίες μερικά τροχόσπιτα, ένα ουζερί είναι έρημα. Αφήνουμε το αυτοκίνητο και βαδίζουμε με τα πόδια στη μαλακή αμμουδιά ως την άκρη του κολπίσκου. Εδώ σχηματίζεται μια μικρή προεξοχή, ένα υποτυπώδες ακρωτήριο. Μερικά μέτρα από την ακροθαλασσιά ορθώνεται ένας μύλος. Είναι ο Μύλος της αείμνηστης ηθοποιού Έλσας Βεργή, που χρησιμοποιήθηκε από την ίδια ως κατοικία και τώρα από συγγενείς της. Από αυτό το σημείο η θέα είναι εκπληκτική προς τα Λουτρά της Αιδηψού.
Ο ήλιος παίρνει να χαμηλώνει. Η γλυκεία ώρα του δειλινού γίνεται ακόμη γλυκύτερη σ’ αυτό τον γαλήνιο τόπο. Έχουμε χάσει κάθε διάθεση για συνέχιση της περιήγησης. Καθόμαστε λοιπόν και ρεμβάζουμε, αφήνουμε απλά την ώρα να κυλάει. Ύστερα παίρνουμε αργά το δρόμο του γυρισμού. Ο ήλιος που χάνεται πίσω απ’ τη Χερσόνησο κι ένας ψαράς με τη βαρκούλα του είναι οι τελευταίες εικόνες της ημέρας.
Το πέσιμο της νύχτας μας βρίσκει στον εκπληκτικό ξενώνα «ΒΑΤΕΡΗ», στα ψηλώματα του δρόμου προς Χαλκίδα, τρία χιλιόμετρα πάνω από τη Λίμνη. Εδώ μας περιμένει ο καλός μας φίλος Γιάννης Μπλουκίδης με τα τόσα φιλόξενα μέλη της οικογένειάς του. Είναι μεγάλη χαρά να βρισκόμαστε μετά από δύο χρόνια μ’ αυτούς τους θαυμάσιους ανθρώπους. Στο ωραιότατο καθιστικό το τζάκι καίει δυνατά. Εμείς ωστόσο αψηφούμε τη νυχτερινή δροσιά και παίρνουμε θέσεις στο υπέροχο μπαλκόνι, αυτόν τον μεγαλειώδη εξώστη που δεσπόζει πάνω από τον Βόρειο Ευβοϊκό και τις αντικρινές ακτές της Στερεάς. Με τα μοναδικής ποιότητας προϊόντα από το αγρόκτημα του Γιάννη – τσίπουρο, κρασί, λάδι, ελιές κι ένα σωρό άλλα καλούδια – οι ώρες κυλάνε γαλήνια και ευχάριστα, ενώ οι ψυχρές ανάσες του βοριά αντισταθμίζονται από τη θερμή παρουσία των φίλων μας.
Η ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Δροσούλα, μαγευτική φύση ολόγυρα, πουλιά, εξαίσιο πρωινό στη ΒΑΤΕΡΗ και ξεκινάμε. Η ατμόσφαιρα όμως έχει χάσει τη χθεσινή της διαύγεια, μια ελαφριά καταχνιά καλύπτει τον ορίζοντα.
Χωρίς στάσεις φτάνουμε στα Γιάλτρα. Στην υποτυπώδη πλατειούλα του χωριού η κίνηση είναι αρκετή. Σάββατο πρωί, οι ηλικιωμένοι λιάζονται μ’ ένα καφεδάκι στα καφενεία. Νοικοκυρές αλλά και κάποιοι περαστικοί κάνουν μια στάση στον υπαίθριο πάγκο του ψαρά, που πάνω του φιλοξενεί τα προϊόντα της ντόπιας θάλασσας, μπακαλιάρους, καραβίδες, καλαμάρια και σουπιές. Παίρνουμε τον στενό δρόμο προς την κεντρική εκκλησία του Αγ. Νικολάου. Στον αύλειο χώρο του ναού σεμνό Μνημείο Πεσόντων. Πίσω από το Ιερό, από υψόμετρο 150 μέτρων, ωραία θέα προς την Αιδηψό και τμήμα των παραλίων της Β. Εύβοιας. Στο ΝΑ άκρο του χωριού βρίσκεται ο μικρότερος ναός του Προφήτη Ηλία, κτίσμα του 1898. Γύρω του αρκετά σπίτια των αρχών και των μέσων του 20ου αιώνα, καθώς και ένα μισοερειπωμένο και ακατοίκητο με λιθανάγλυφο και χρονολογία 1898. Εντύπωση μου κάνει στη βάση της εξωτερικής σκάλας ενός σπιτιού ένα παλιό λίθινο εργαλείο. Είναι μια τεράστια γρανιτόπετρα με σχήμα κυλινδρικό, ασήκωτο βάρος και λάξευση περίτεχνη. Η ιδιοκτήτρια του σπιτιού μου λέει πως χρησιμοποιείτο απ’ τους παλιούς για σύνθλιψη ελαιόκαρπου.
Μικρή στάση για καφεδάκι ελληνικό. Ξυλόσομπα στο εσωτερικό, στρόγγυλα σιδερένια τραπεζάκια, μικρές ψάθινες καρέκλες. Λιτότητα. Υπάρχουν μόνον τα απαραίτητα. Το καφενεδάκι της κυρά Αγγελικής είναι παλιό, ξεπερνάει τον μισό αιώνα. Δίπλα μας κάθονται δύο ηλικιωμένοι. Έρχεται η κουβέντα στο κρασί των Γιάλτρων.
-Παλιά ήταν φημισμένο για το κρασί του το χωριό, ποσότητα και ποιότητα. Έρχονταν και το εμπορεύονταν από πολλούς τόπους, λέει ο ένας. Στο λιμάνι των Γιάλτρων έχω προλάβει καράβια που φορτώναν κρασί για Ανδριανούπολη. Σήμερα διατηρείται η παράδοση, ο Συνεταιρισμός μάλιστα εξακολουθεί να λειτουργεί. Οι ποσότητες όμως έχουν περιορισθεί δραματικά, το παλιό κρασί έχασε τη φήμη του.
Από το αντικρινό ταβερνάκι αγοράζουμε λίγο λευκό και κόκκινο. Είναι συμπαθητικά, με τίποτε ωστόσο δεν δικαιολογούν την αίγλη του παρελθόντος.
Ίσως φταίει η παρτίδα ή η χρονιά.
Κατηφορίζουμε προς τα Λουτρά των Γιάλτρων. Στη διαδρομή των 3 περίπου χιλιομέτρων εμφανίζονται διαρκώς λιλιπούτεια αμπελάκια σε πλαγιές ή μέσα σε ελαιώνες. Κάποιων η επιφάνεια μετά βίας ξεπερνάει τα 50 τετραγωνικά. Είναι φανερό πως το προϊόν τους καλύπτει μόνον τις ανάγκες της οικογένειας.
Τα Λουτρά των Γιάλτρων είναι παραθεριστικός οικισμός, γνωστός για τα θερμά ιαματικά λουτρά. Λιμανάκι, ψαροταβέρνες, προκυμαία. Άνθρωποι λιγοστοί. Καταλύματα, καφενεία και ταβέρνες κλειστά.
Σε λίγο καιρό θα ζωντανέψουν.
Ο δρόμος συνεχίζει να παρακολουθεί πιστά την ακτογραμμή, κύρια χαρακτηριστικά της οποίας είναι για δύο περίπου χιλιόμετρα η απουσία κόλπων και αμμουδερών παραλιών. Μετά η διαδρομή εγκαταλείπει την ακτή και λοξεύει ελαφρά προς το εσωτερικό. Ήδη στα βόρεια το τοπίο αλλάζει, αποβάλλει σταδιακά τον ήπιο χαρακτήρα των συνεχόμενων ελαιώνων και της θάλασσας, γίνεται αυστηρό. Αυτή η μεταβολή οφείλεται στον συμπαγή ορεινό όγκο, που με γενική κατεύθυνση από τα ανατολικά προς τα δυτικά, διασχίζει το κεντρικό τμήμα της χερσονήσου.
Υψηλότερή κορυφή είναι η απότομη «Ξεροσουβάλα» με υψόμετρο 738 μέτρων. Οι πλαγιές είναι κατάφυτες με πεύκα, αρκετές εκτάσεις όμως καλύπτονται με χαμηλή βλάστηση και νεαρά πευκάκια, εικόνα που παραπέμπει σε καταστροφή του δάσους από παλαιότερες πυρκαγιές. Στη διάρκεια της διαδρομής μας πολλοί κάθετοι αγροτικοί δρόμοι διασχίζουν τους ελαιώνες με κατεύθυνση τη θάλασσα.
-Όλα σχεδόν καταλήγουν σε απόκρυφες ακτές, μικρές ή μεγαλύτερες, με άμμο ή βοτσαλάκι και εκπληκτικής ποιότητας νερά, μου λέει ο Κυριάκος. Το κολύμπι σ’ αυτές τις ακτές είναι αληθινή απόλαυση και, ακόμα και στην καρδιά της θερινής παριόδου, σπάνια είναι συνωστισμένες.
Ξεκινάμε να παίρνουμε έναν-έναν τους χωματόδρομους, που πλησιάζουν συνολικά τους δέκα. Οι περισσότεροι είναι βατοί και από συμβατικά αυτοκίνητα και η μέση απόστασή τους από την άσφαλτο ως τη θάλασσα δεν ξεπερνά τα 200-300 μέτρα. Κάποιοι καταλήγουν δίπλα σε μικρές εξοχικές κατοικίες ή τροχόσπιτα.
Η ποιότητα των ακτών είναι στ’ αλήθεια εκπληκτική και η πρόσβαση ευχερέστατη. Κάποιες μάλιστα παραλίες παρέχουν και φυσική σκιά, με πεύκα που φτάνουν ως τη θάλασσα.
-Αυτή είναι η αθέατη πλευρά της ακτογραμμής της χερσονήσου, λέει ο Κυριάκος. Ευτυχώς λίγοι μπαίνουν στον κόπο μιας τέτοιας αναζήτησης. Οι περισσότεροι επιλέγουν τις άμεσα ορατές και αχανείς παραλίες, που θα συναντήσουμε πιο κάτω.
Δύο περίπου χιλιόμετρα μετά σε παραλία πευκόφυτη υψηλού φυσικού κάλλους, αρχίζουν οι εγκαταστάσεις του μεγάλου ξενοδοχειακού συγκροτήματος CLUB MED., που είναι την περίοδο αυτή κλειστό. Διασχίζοντας πευκοδάσος φτάνουμε σ’ ένα 5λεπτο στον οικισμό του Αγ. Γεωργίου. Είναι ένας παραθεριστικός οικισμός που έχει αναπτυχθεί σε μεγάλο τμήμα της ακτογραμμής του ομώνυμου όρμου. Η κίνηση εδώ είναι ζωηρή, ο οικισμός διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά του τουριστικά αξιοποιημένου προορισμού με μονάδες καταλυμάτων, καφέ, μπαρ, ταβέρνες και ουζερί, πολλά καταστήματα και ευρύχωρη προκυμαία. Στην κίνηση βέβαια αυτή συμβάλλει και το γεγονός, ότι στο λιμάνι του Αγ. Γεωργίου προσεγγίζουν τα F/B από και προς την κοντινή αντικρινή ακτή του Αγ. Κωνσταντίνου.
Από τον Αγ. Γεώργιο υπάρχουν δύο οδικές επιλογές. Η πρώτη διασχίζει τον οικισμό και συνεχίζει παραθαλάσσια. Μετά από 5,5 χλμ. καταλήγει στον «Κάβο», το ακρωτήριο «Λιθάδα», που ήταν γνωστό στους αρχαίους με την ονομασία «Κήναιον». Η δεύτερη διαδρομή διασχίζει πευκοδάσος προς το εσωτερικό και, μετά από 4 χιλιόμετρα, μας οδηγεί στην Κοινότητα Λιχάδας.
Το ακρωτήριο, που είναι το βορειοδυτικότερο σημείο της Εύβοιας, είναι μια αμμουδερή γλώσσα στεριάς που καταλήγει σε μυτερό άκρο, απέναντι ακριβώς από τα Λιχαδονήσια. Η αμμώδης ακτογραμμή και τα ήρεμα νερά γύρω από τη μύτη του ακρωτηρίου δημιουργούν αρχικά την αίσθηση, ότι οι συνθήκες για κολύμπι είναι ιδανικές. Μια ματιά όμως στην πινακίδα που έχει τοποθετήσει η Κοινότητα Λιχάδας μας αποκαλύπτει ότι «Απαγορεύεται το κολύμπι λόγω επικίνδυνων θαλασσίων ρευμάτων».
-Λέει αλήθεια η πινακίδα η μήπως είναι υπερβολή; Ρωτάμε δυο ερασιτέχνες ψαράδες, που με τα καλάμια τους μπηγμένα στη σειρά στην αμμουδιά, περιμένουν υπομονετικά τη συγκίνηση που θα τους χαρίσει κάποιο μεγάλο ψάρι στην πετονιά τους.
-Και βέβαια λέει αλήθεια, δηλώνουν σοβαρά. Πολλοί άνθρωποι κινδύνεψαν εδώ, μερικοί μάλιστα παρασύρθηκαν και πνίγηκαν. Δείχνει αθώα η θάλασσα, μα δεν είναι. Γύρω από τη μύτη δημιουργούνται ρεύματα ύπουλα, που σε τραβάνε στ’ ανοιχτά πριν το καταλάβεις.
Παρατηρώντας την επιφάνεια της θάλασσας προσπαθούμε να εντοπίσουμε την επικινδυνότητά της. Μοιάζει φιλική κρατάει καλά κρυμμένα τα μυστικά της.
Κάποιες ωστόσο ανεπαίσθητες περιδιήσεις στ’ ανοιχτά ίσως δηλώνουν την ύπαρξη των θαλάσσιων ρευμάτων, που είναι αθέατα στα μάτια μας.
ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΝΑΦΟΡΑ
ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ
Στο «ΑΡΧΕΙΟΝ ΕΥΒΟΪΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ» (τόμος ΛΑ΄ / 1994-95) η Αρχαιολόγος Έφη Σαπουνά-Σακελλαράκη κάνει μια εκτεταμένη περιγραφή της ανασκαφής στο Καστρί Λιχάδας το 1994. αντλώντας στοιχεία απ’ αυτή τη δημοσίευση διαπιστώνουμε, ότι η αναφορά του ονόματος Κήναιον ήταν γνωστή από τους αρχαίους συγγραφείς και τις επιγραφές. Ένα μάλιστα τμήμα του ακρωτηρίου καταβυθίστηκε από τον μεγάλο σεισμό του 427/26 π.Χ. , που αναφέρεται και από τον Θουκυδίδη. Από αυτήν την καταβύθιση προέκυψαν τα γνωστά Λιχαδονήσια, ακριβώς απέναντι από τη μύτη του ακρωτηρίου. Άλλη βέβαια είναι η εξήγηση της δημιουργίας των νησιών από τον μύθο. Όταν λοιπόν ο Ηρακλής βρισκόταν στο Κήναιον, η Δ…… του έστειλε με τον σύντροφό του Λίχα έναν χιτώνα, που ήταν βουτηγμένος στο αίμα του Νέστου, γιατί πίστευε, ότι μ’ αυτό το φίλτρο θα ξανακέρδιζε την αγάπη του. Το αίμα όμως του χιτώνα άρχισε να καίει τον Ηρακλή. Τότε ο ήρωας, πιστεύοντας ότι ο Λίχας είχε δημιουργήσει τον θανάσιμο χιτώνα, τον εκσφενδόνισε από ψηλά στην θάλασσα και τα μέλη του σώματός του μεταμορφώθηκαν στα νησάκια, που φέρουν το όνομά του. Οι ανασκαφές του Παπαδάνη στην περιοχή έφεραν στο φως αρκετά μάρμαρα και διάφορα άλλα ευρήματα, που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη ενός ιερού του Κηναίου Διός. Το ιερό αυτό αναφέρεται από τον μύθο, από αρκετούς αρχαίους συγγραφείς (Σοφοκλής, Αισχύλος, Σκύλαξ, Στεφ. Βυζάντιος) αλλά και σε συνθήκη μεταξύ Ερετριέων και Ιστιαίων του 400 π.Χ. : «Αναγράψαι δε τας συνθήκας εν στήλη, Ερετρίας μεν Αμαρύνθοι, Ιστιαίας δε επί Κηναίω εν τοι ιεροί». Δεν είναι βέβαια η προέλευση της ονομασίας Κήναιον. Κατά τον Ησύχιο «κήνεον» σημαίνει κάθαρση. Κατά τον σχολιαστή του Σοφοκλή προέρχεται από τον Κηναίο, τον γιο του Ελέφορου ή του Ευφορίωνος. Κατ’ άλλη εκδοχή κήναιος σημαίνει βραχώδης. (όχι βέβαια στην σημερινή, αμμώδη μορφή του ακρωτηρίου).
Παρατηρούμε απέναντί μας την Στρογγυλή και τα Λιχαδονήσια, κατάφυτα και τυλιγμένα στην καταχνιά. Είναι βέβαιο, πως μια μετάβασή μας εκεί θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον.
Από το ακρωτήριο συνεχίζουμε με βόρεια κατεύθυνση την ασφάλτινη διαδρομή κατά μήκος της ακτογραμμής. Είναι μια παραλία εκπληκτική σε ευθεία σχεδόν γραμμή με χοντρή άμμο και έξοχα νερά που βαθαίνουν προοδευτικά και, σε αντίθεση με τα νερά του ακρωτηρίου, είναι απόλυτα φιλικά και αξιόπιστα. Με μήκος 2,5 χιλιομέτρων, πολλούς σκιερούς ευκαλύπτους μερικά μέτρα από τη θάλασσα και διάσπαρτες εξοχικές κατοικίες, η αχανής αυτή ακτή της Λιχάδας μπορεί να θεωρηθεί τόπος ιδανικός για αναρίθμητους κολυμβητές αλλά και για ερασιτέχνες ψαράδες, που έχουν δεκάδες καλάμια καρφωμένα στην αμμουδιά.
Η ΥΠΟΛΟΙΠΗ ΒΟΡΕΙΑ ΑΚΤΟΓΡΑΜΜΗ
Μετά τα 2,5 ασφάλτινα χιλιόμετρα η παραθαλάσσια διαδρομή συνεχίζεται με χωματόδρομο. (Δεξιά η άσφαλτος ανηφορίζει ελαφρά μέσα από ελαιώνα και μετά από 5 χλμ. οδηγεί στην Κοινότητα Λιχάδας).
Ο χωματόδρομος είναι βατός αλλά με πολλές ενοχλητικές λακκούβες. Κατά σύμπτωση αλλάζει και η διαμόρφωση της ακτής. Παύει να είναι αμμώδης και φιλική, αποκτάει βότσαλα και κροκάλες. Τέσσερα χιλιόμετρα μετά φτάνουμε στο ακρωτήριο Βασιλίνα με τον ομώνυμο φάρο. Το οικοδόμημα είναι πετρόχτιστο με εξαιρετική τοιχοποιία. Γύρω το έδαφος είναι επίπεδο, με άφθονα λουλούδια. Στα δυτικά του φάρου σχηματίζεται ένας κολπίσκος με ήπια παραλία, σαν μια μικρή ευχάριστη παρένθεση ανάμεσα στη συνολική αφιλόξενη ακτογραμμή. Μοναδική ζωντανή παρουσία σ’ αυτή την ερημιά είναι ένας νεκρός ερασιτέχνης ψαράς. Καθισμένος στην καρέκλα με τα καλάμια καρφωμένα μπροστά του αγναντεύει τη θάλασσα απολαμβάνοντας την αναμονή και τη μοναξιά του.
Αμέσως μετά το φάρο, στ’ ανατολικά, η ακτή ξαναγίνεται βραχώδης και αφιλόξενη και η επιφάνεια της θάλασσας ταράζεται απ’ τον γραίγο. Η διαδρομή αποκτά συναρπαστικότητα και ένταση. Ο στενός χωματόδρομος ελίσσεται διαρκώς ανάμεσα στις άγριες ακτές και τις βόρειες πλαγιές του Προφητηλία, που, απότομος και πευκοσκέπαστος, καταλήγουν ως τη θάλασσα. Σε κάποια σημεία η αμεσότητα του δρόμου με την ακτή είναι εκπληκτική, τον χωρίζουν μόλις 3-4 μέτρα από το κύμα. Κι ενώ δεν υπάρχει καμία ένδειξη, ότι θα αποβάλλει η ακτογραμμή τον άγριο χαρακτήρα της, δυο περίπου χιλιόμετρα μετά το φάρο αποκαλύπτεται ξαφνικά ένας υπέροχος κολπίσκος που μας γεμίζει γαλήνη. Λοξεύει ο χωματόδρομος και μετά από μερικά μέτρα καταλήγει στην ακτή. Ένα μεγάλο πεύκο ρίχνει τη σκιά του πλάι στη θάλασσα. Είναι το ιδανικό σημείο ρεμβασμού και χαλάρωσης.
Βρισκόμαστε στο ανατολικό τμήμα του κόλπου «Αγαπητού», ακριβώς απέναντι από την παραλία της Πελασγίας.
Τα νερά είναι ανοιχτογάλαζα, πεντακάθαρα και βαθαίνουν προοδευτικά, ενώ η χοντρή άμμος δημιουργεί πρόσβαση ευχερέστατη. Ο τόπος είναι ειδυλλιακότατος, επίπεδος, με μικρούς ελαιώνες, μια εξοχική κατοικία και μερικά τροχόσπιτα. Ένας βατός χωματόδρομος οδηγεί μετά από 500 μέτρα στο τέλος του κόλπου. Εδώ είναι και το τελευταίο σημείο της γαλήνιας θάλασσας και της ήπιας ακτογραμμής. Αμέσως μετά ξαναρχίζουν οι πέτρες, η ακτή γίνεται αφιλόξενη. Αλλάζει ακόμα κι ο καιρός, μ’ έναν δυνατό και ψυχρό γραιγολεβάντε που δεν τον υποψιαζόμασταν από το εσωτερικό του κόλπου.
Μηδενίζουμε την ένδειξη στο οδόμετρο και συνεχίζουμε. Στα 600 μέτρα μια διακλάδωση του δρόμου οδηγεί ανηφορικά προς το εσωτερικό της χερσονήσου.
Εμείς εξακολουθούμε την παραθαλάσσια διαδρομή, που τώρα είναι χαραγμένη σε αρκετό ύψος πάνω απ’ την ακτή. Απόκρημνα πρανή, πυκνό πευκοδάσος που κρύβει τη θέα, απλά υποψιαζόμαστε την ύπαρξη της θάλασσας. Μόνον με βάρκα μπορεί κανείς να έχει άποψη για την διαμόρφωση της ακτογραμμής.
Στα 2,4 χλμ. μια διακλάδωση αριστερά καταλήγει σ’ έναν ευρύ κόλπο με τις εγκαταστάσεις του ιχθυοτροφείου «Ευβοϊκός». Στα 3,3 χλμ. νέα διακλάδωση καταλήγει στις ίδιες εγκαταστάσεις. Ήδη η ποιότητα του οδοστρώματος έχει γίνει ασυγκρίτως καλύτερη.
Στα 7,0 χλμ. μια καινούργια εικόνα αποκαλύπτεται στα μάτια μας. Είναι η εκπληκτική θέα του κόλπου της Γιάλτρας με το φυσικό λιμανάκι του Μύλου και πιο πίσω την Αιδηψό. Η περιήγησή μας περιμετρικά της Χερσονήσου της Λιχάδας πλησιάζει προς το τέλος της. Μια νέα διακλάδωση ανηφορίζει αριστερά προς τις ιχθυοκαλλιέργειες του «Νηρέα» στον κόλπο «Μαραθιά». Ήδη ο δρόμος είναι άσφαλτος. Κατηφορίζουμε δεξιά και μετά από μερικές εκατοντάδες μέτρα συναντάμε το κεντρικό οδικό δίκτυο στο εκκλησάκι της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, μερικά χιλιόμετρα πριν από τα Γιάλτρα. Ολοκληρώνουμε έτσι μια συναρπαστική διαδρομή, που με σημείο αφετηρίας και επιστροφής τα Λουτρά της Αιδηψού, καλύπτει συνολικό μήκος 60 περίπου χιλιομέτρων.
Δύο λεπτά μετά τα Λουτρά της Αιδηψού σταματάμε. Στην άκρη του δρόμου και στο χείλος ενός γκρεμού 40 μέτρων πάνω από τη θάλασσα βρίσκεται το «ΑΓΕΡΙ», ένα Καφέ-Εστιατόριο, που στο σημείο αυτό του Β. Ευβοϊκού είναι ίσως το κορυφαίο μπαλκόνι. Καφεδάκι στα υπαίθρια τραπεζάκια, ρεμβασμός στην απεραντοσύνη του Ευβοϊκού και στα βουνά της Στερεάς. Προς τη μεριά της δύσης ο ορεινός όγκος της Χερσονήσου της Λιχάδας, τυλιγμένος στην καταχνιά. Ένας ήλιος κίτρινος, θαμπός, χαμηλώνει πίσω απ’ τα βουνά κι ύστερα χάνεται.
ΣΤΗΝ ΟΡΕΙΝΗ ΕΝΔΟΧΩΡΑ ΤΗΣ ΛΙΧΑΔΑΣ.
Η περιήγηση σήμερα είναι αφιερωμένη στο εσωτερικό της χερσονήσου. Η άπνοια που εξακολουθεί να επικρατεί, δημιουργεί συνθήκες ελάχιστα ευνοϊκές για φωτογράφιση μακρινών πλάνων. Ξαναπαίρνουμε ωστόσο την τόσο απολαυστική παράκτια διαδρομή προς τα Γιάλτρα και τον Αγ. Γεώργιο θαυμάζοντας τα χρώματα και την ακινησία της θάλασσας. Στην Κοινότητα της Λιχάδας σταματάμε για ένα καφεδάκι. Μικρός και συμπαθητικότατος οικισμός, χτισμένος αμφιθεατρικά στους ΝΔ πρόποδες του Προφητηλία, με δέντρα, λουλούδια και αρκετά πέτρινα σπίτια. Οι διάσπαρτες μεγάλες μουριές υποδηλώνουν την ύπαρξη σηροτροφίας, που άνθιζε μέχρι τη δεκαετία του ’50.
Από την εκκλησία της Παναγίας ανηφορίζουμε προς το βουνό. Πρώτα κατευθυνόμαστε αριστερά προς τον Αγ. Αθανάσιο. Στα 400 μέτρα προβάλλει το εκκλησάκι, σε ειδυλλιακότατη τοποθεσία κάτω από αιωνόβια πλατάνια. Αμέσως μετά ένας βατός χωματόδρομος ανηφορίζει δεξιά, διασχίζει πευκόφυτες πλαγιές, που ανάμεσά τους σχηματίζουν ξέφωτα με αμπελάκια.
900 μέτρα μετά την εκκλησία της Παναγίας σταματάμε σ’ ένα μικρό πλάτωμα με γιγάντια πουρνάρια. 40 μόλις μέτρα από το δρόμο, στην άκρη της πλαγιάς, ορθώνεται ένα κτίσμα ερειπωμένο. Είναι ό,τι έχει απομείνει από τον Ενετικό Πύργο της Λιχάδας, ένα τμήμα τοίχου στη Δ-ΒΔ πλευρά του λόγου με μήκος 7 και ύψος που πλησιάζει τα 6 μέτρα. Είναι κατασκευασμένος με ισχυρή αργολιθοδομή που ξεπερνάει σε πάχος το ένα μέτρο και αποτελείται από μεγάλους λίθους και ενδιάμεσα κεραμίδια με συνδετικό κονίαμα. Από την ΒΑ πλευρά του πύργου σώζεται μόνον η βάση, που δεν ξεπερνάει σε ύψος το ένα μέτρο. Όλες οι υπόλοιπες πλευρές έχουν καταρρεύσει και κείτονται σε λιθοσωρούς.
Από το υψόμετρο των 300 μέτρων η θέα είναι πανοραμική, κάτω χαμηλά προς Αγ. Γεώργιο και Λιχάδα, Ευβοϊκό και Λιχαδονήσια, Μαλιακό και Στερεά και ψηλά προς τα Βόρεια στην απότομη και πυκνοδασωμένη κορυφή του Προφητηλία. Σύμφωνα με τον Θ. Ι. Σκούρα, η στρατηγική θέση του πύργου του επέτρεπε να έχει οπτική ανταπόκριση με άλλον στη Βοιωτική ακτή αλλά και με τα Καστριά της Λίμνης και τον Πύργο στις Ροβιές.
Συνεχίζουμε τον βατό χωματόδρομο, που μετά από 2 χλμ. διακλαδίζεται δεξιά προς τα ερείπια του Παλαιοχωρίου και τα εξωκκλήσια του Αγ. Ιωάννη και της Παναγίας. Εμείς ανηφορίζουμε αριστερά, πάντα ανάμεσα από πυκνό και υγιέστατο πευκοδάσος.
5,7 χλμ. μετά την αναχώρησή μας από τη Λιχάδα ο δρόμος τερματίζει στην κορυφή του Προφητηλία. Μικρό το εξωκκλήσι, ασβεστοχρισμένο και με χρονολογία στο υπέρθυρο 1899. Πριν μερικά χρόνια αγνάντευε ολομόναχο τα πάντα ολόγυρά του. Σήμερα είναι πνιγμένο μέσα σε δάσος κεραιών. Ανάμεσα ωστόσο από τα άχαρα σιδερένια μεγαθήρια και παρά την καταχνιά η θέα είναι επιβλητική προς κάθε σημείο του ορίζοντα. Θάλασσες, στεριές, μικρονήσια και ακρωτήρια, κωμοπόλεις και χωριά, πεδιάδες και χιονισμένες κορυφές, όλο το πανόραμα της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας είναι γύρω μας. Θα μπορούσαμε να μείνουμε εδώ πάνω με τις ώρες και απλά να αγναντεύουμε. Αυτές οι κεραίες όμως πάνω απ’ τα κεφάλια μας δεν είναι και το υγιέστερο περιβάλλον. Κατηφορίζουμε. 500 μέτρα πιο κάτω, σε μια αριστερή στροφή, μου ζητάει ο Κυριάκος να σταματήσω.
-Έλα μαζί μου να δεις μια άλλη εικόνα, μου λέει και προπορεύεται.
Ανάμεσα από πεύκα και κουμαριές βαδίζουμε 30 έως 40 μέτρα. Μέσα στο κακοτράχαλο έδαφος βρίσκουμε ένα υποτυπώδες πλάτωμα, που μόλις μας χωράει. Και τότε, στα έκπληκτα μάτια μου, αποκαλύπτεται κάτω χαμηλά η μεγαλειώδης εικόνα του Διαύλου των Ωρεών. Είναι μια λωρίδα θάλασσας, τεράστια σε μήκος, που σχηματίζεται ανάμεσα στις ΒΔ ακτές της Εύβοιας και τις αντικρινές στεριές του Τραγοβουνιού, της Γλύφας, της Πελασγίας και του Αχλαδιού. Αυτή η γαλάζια απεραντοσύνη, που παίρνει τη χρωματική σκυτάλη από το βαθυπράσινο των πεύκων, καταλαμβάνει όλο το οπτικό πεδίο από ανατολή προς δύση με ένα ανάπτυγμα, που πλησιάζει σχεδόν τις 180 μοίρες. Σπάνια έχει κανείς την τύχη ν’ αντικρίσει από υψόμετρο 600 μέτρων παρόμοιο υπερθέαμα. Η ατμόσφαιρα ωστόσο μας προδίδει. Η διαύγειά της δεν είναι αντάξια του μεγαλείου της φύσης.
-Ίσως κάποια άλλη φορά, μουρμουρίζει απογοητευμένος ο Κυριάκος.
Συνεχίζουμε την κάθοδο με το αυτοκίνητο και σε απόσταση 1,7 χλμ. από τον Προφητηλία στρίβουμε απότομα αριστερά (με βαθύ νεροφάγωμα) σε δασικό δρόμο, δίπλα από ένα καταπράσινο λιβαδάκι. Πάντα βατός ο δασικός δρόμος αποκτάει πορεία ανατολική με μόνιμη σχεδόν κορυφαία θέα προς τον Δίαυλο Ωρεών.
Το φυσικό περιβάλλον είναι υπέροχο με πεύκα, κουμαριές, πουρνάρια, σχοίνους αλλά και άφθονες αγριοφυστικιές των οποίων οι τρυφερότατες κορφούλες, κατάλληλα παρασκευασμένες με ξύδι, αποτελούν τα περίφημα «τσιτσίραβλα», αυτόν τον πασίγνωστο μεζέ, που τόσο πολύ εκτιμάται στην περιοχή του Πηλίου και του Βόλου, ως συνοδευτικός του τσίπουρου. Με μια σακκούλα στο χέρι μαζεύουμε συνεχώς. Μέσα σε λίγα λεπτά τα δάχτυλά μας μοσχοβολούν από την πιπεράτη μυρωδιά των τρυφερών βλαστών.
Στα 3,8 χλμ. από τον Προφητηλία αποκαλύπτεται ένα τοπίο ειρηνικό και πανέμορφο. Είναι ένα ευρύτατο οροπέδιο που σχηματίζεται κάτω από τις απότομες και πυκνοδασωμένες δυτικές απολήξεις της κορυφής Ξεροσουβάλα.
Το σχήμα του οροπεδίου είναι περίπου κυκλικό με διάμετρο που ξεπερνάει τα 200 μέτρα. Στην ανατολική του άκρη υπάρχουν οι εγκαταστάσεις μιας στάνης, ενώ το ωραιότερο στολίδι του είναι μια τεράστια και ολάνθιστη αγριοαχλαδιά.
Από το τρίστρατο που δημιουργείται στο οροπέδιο επιλέγουμε την ΒΔ κατεύθυνση προς τ’ αριστερά. Ο δρόμος είναι επίπεδος και υπέροχος, το μαλακό του όμως χώμα πρέπει να λασπώνει πολύ κατά την βροχερή περίοδο. Όπως σ’ όλο τον ορεινό όγκο, έτσι κι εδώ οι κορμοί των περισσότερων πεύκων είναι χαραγμένοι και οι σακκούλες που κρέμονται είναι γεμάτες με ρετσίνι.
Κατηφορίζουμε συνεχώς. Συναντάμε ποτίστρα με δροσερό νερό πηγής και ωραία ρεματιά με πλατάνια, κάποια απ’ τα οποία αιωνόβια. Πιο κάτω αποκαλύπτεται νέο πανέμορφο οροπέδιο, αυτή τη φορά κάτω από τις απότομες δασωμένες πλαγιές του Προφητηλία.
4,4 χλμ. μετά το τρίστρατο συναντάμε διακλάδωση. Στρίβουμε αριστερά και μετά από 500 μέτρα βρισκόμαστε στο γνωστό μας χωμάτινο δίκτυο της ΒΔ ακτογραμμής, πάνω από τον εξαίσιο κόλπο του Αγαπητού και απέναντι από τον Φάρο της Βασιλίνας.
-Μας έχουν απομείνει άλλες δύο εγκάρσιες δασικές διαδρομές, που διασχίζουν τη χερσόνησο από Δ προς Α και καταλήγουν στα Γιάλτρα, μου λέει ο Κυριάκος. Ας τις απολαύσουμε όμως την επόμενη φορά.
Αλίμονο, κανείς μας δεν φανταζόταν τη στιγμή εκείνη, ποιες εικόνες θ’ αντικρύζαμε την επόμενη φορά.
ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ
Γοητευμένη η Άννα από τις περιγραφές των τοπίων της Χερσονήσου της Λιχάδας προτείνει να γιορτάσουμε τις μέρες του Πάσχα στην ευρύτερη περιοχή. Ο φίλος μας Γιάννης Μπλουκίδης από τη Βατερή καταφέρνει να μας εξασφαλίσει την τελευταία στιγμή δωμάτιο στο Ξενοδοχείο «ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΔΗ», που έχει η αδελφή του Άννα με τον σύζυγό της Αλέκο στις Ροβιές.
Το κατάλυμα έχει μεγάλη παράδοση στην περιοχή, αφού λειτουργεί ανελλιπώς από το 1974! Η ποιότητά του είναι εξαίρετη και είναι άμεσα ορατή τόσο στα δωμάτια, στις παρεχόμενες υπηρεσίες και τη φιλοξενία, όσο και στον εκπληκτικό αύλειο χώρο με τα πλατάνια, τους φράχτες από μπαμπού, το γρασίδι, τα λουλούδια. Παιδική χαρά, ασφαλώς χώρος στάθμευσης και άμεση πρόσβαση στη θάλασσα συμβάλλουν ακόμη περισσότερο στη συνολική ευχαρίστηση των επισκεπτών, που απεικονίζεται άλλωστε στα ενθουσιώδη τους σχόλια στο βιβλίο εντυπώσεων, ήδη από τον Ιανουάριο του 1974. από ένα τέτοιο υπέροχο ορμητήριο λοιπόν ξεκινάμε τις συμπληρωματικές μας περιηγήσεις στη Χερσόνησο Λιχάδας. Κάποιες ωστόσο πληροφορίες κάνουν λόγο για πυρκαγιά στην περιοχή Αγ. Γεωργίου….
Μεγάλο Σάββατο, μέρα χαρμόσυνη. Μετά το θρήνο του Επιταφίου όλοι προσμένουν την Ανάσταση. Η κίνηση στους δρόμους ζωηρή, τα καταλύματα είναι όλα ανοιχτά. Σε είκοσι μόλις μέρες έχει μεταμορφωθεί η περιοχή. Παραλία Αγ. Νικολάου, Γιάλτρα και Λουτρά, αμπελάκια και ελαιώνες, στεριά και θάλασσα με την ίδια πάντα ομορφιά. Πλησιάζουμε κοντά στο CLUB ΜΕD. Καμιά ένδειξη καταστροφής ακόμα.
-Θάταν καμιά μικρή φωτιά κοντά στο σκουπιδότοπο, λέω στην Άννα.
Λίγο μετά τις εγκαταστάσεις του CLUB τα μάτια μας στρέφουν στο βουνό. Δίπλα και πάνω από το σκουπιδότοπο υπάρχουν κι άλλα χρώματα στο δάσος εκτός από το πράσινο. Είναι το καφετί και μαύρο απ’ τα καμένα πεύκα, που ανηφορίζουν προς τα βόρεια και χάνονται σε μια χαράδρωση του εδάφους, πίσω από λόφους καταπράσινους. Αισθάνομαι ανακουφισμένος, δεν προχώρησε η φωτιά. Περνάμε τους λόφους και, καθώς πλησιάζουμε στον Αγ. Γεώργιο, το οπτικό πεδίο ανοίγει διάπλατα μπροστά μας. Το θέαμα είναι απίστευτο. Εκτός από μερικές νησίδες πράσινου, όλες οι νότιες πλαγιές του ορεινού όγκου, μέχρι την κορυφή του Προφητηλία, είναι κατάμαυρες. Προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου, ότι δεν είναι αληθινό αυτό που βλέπουνε τα μάτια μου. Πριν λίγες μόλις μέρες με τον Κυριάκο χαιρόμασταν την συμπαγή καταπράσινη επιφάνεια, γεμάτη ζωή και ομορφιά. Τώρα, η εγκληματική ανευθυνότητα του ανθρώπου εξαφάνισε μέσα σε λίγες ώρες, ό,τι η φύση μετά από τόσα χρόνια δημιούργησε.
Λιχάδα, Ενετικός Πύργος, εδώ άντεξε το δάσος. Ανηφορίζουμε την άλλοτε υπέροχη διαδρομή προς τον Προφητηλία. Εικόνες συμφοράς. Μόνον το εκκλησάκι και οι κεραίες έχουν παραμείνει αλώβητες από την πύρινη λαίλαπα. Επιστρέφουμε. Κοιτάζω γύρω μου και δεν μπορώ ν’ αρθρώσω λέξη.
-Εκείνο το υπερθέαμα που μου’ λεγες, που είναι; τολμάει να πει η Άννα.
Σταματάω στη στροφή και ξεκινάμε. Τα πόδια μας βυθίζονται στις στάχτες. Τα πεύκα γύρω ολόμαυρα, οι κουμαριές καφετιές, τα αγριολούλουδα εξαφανισμένα. Υπάρχει ωστόσο ακόμα κάποια ένδειξη ζωής. Είναι οι μελωδικές φωνούλες των πουλιών. Απορώ πως εξακολουθούν να παραμένουν σ’ αυτή τη νεκρή φύση ολόγυρά τους. Καθώς φτάνουμε στο κακοτράχαλο μπαλκονάκι και κοιτάζω προς τα κάτω, είναι η πρώτη φορά που νιώθω να συνέρχομαι. Όλη η βόρεια πλευρά του Προφητηλία και του ορεινού όγκου της Λιχάδας, αυτές οι πυκνοδασωμένες απότομες πλαγιές που καταλήγουν ως τη θάλασσα, παραμένουν ακριβώς όπως τις θυμάμαι, δεν τις έχει αγγίξει η φωτιά. Αμέσως μετά την πράσινη γραμμή, προβάλλει σ’ όλο το πλάτος του ορίζοντα η μακρόστενη λωρίδα του Διαύλου των Ωρεών, γαλαζωπή και διαυγής, χωρίς ομίχλες. Είναι η μοναδική εικόνα, που, έστω για λίγο, αποσπά από τη σκέψη μας τη ζοφερή πραγματικότητα.
Κατευθυνόμαστε στα υψώματα πάων από το Παλιοχώρι. Έχει κι εδώ χτυπήσει η φωτιά, ως τη βραχώδη κορυφή της Ξεροσουβάλας, με μικρότερη όμως ένταση. Διατηρούνται διάσπαρτες κάποιες πράσινες νησίδες. Σταματάμε για λίγο σ’ ένα μικρό οροπέδιο καλυμμένο με χορτάρι. Ξαφνικά μια λεπτή στήλη καπνού μοιάζει να υψώνεται πίσω από τους θάμνους. Πλησιάζουμε. Δεν είναι στάχτες που τις σηκώνει ο αέρας.
ΡΩΜΑΪΚΑ ΛΟΥΤΡΑ ΚΑΙ ΝΕΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΗΣ ΕΝΔΟΧΩΡΑΣ.
Πίστευα, ότι από τη Χερσόνησο της Λιχάδας είχαμε δει τα περισσότερα και ότι κυρίως απέμενε η γνωριμία με τα Λιχαδονήσια. Ο τόπος, ωστόσο, δεν είχε πει την τελευταία του λέξη.
Μέσα του Μάη επιστρέφουμε. Κατηφορίζουμε αρχικά, για μια ακόμη φορά, στο φυσικό λιμανάκι των Γιάλτρων. Μια πινακιδούλα πλάι στη θάλασσα δείχνει την κατεύθυνση προς «ΜΠΑΝΙΑ», την ντόπια ονομασία των Λουτρών. Είναι μια διαδρομή 3,5 χλμ. καλής βατότητας στο Α παράκτιο τμήμα της χερσονήσου, που περνάει ανάμεσα από εξοχικές κατοικίες, ελαιώνες και αναρίθμητα αμπελάκια. Καταλήγει στα «Λουτρά των Γιάλτρων». Στο κέντρο της παραλίας, κάτω ακριβώς από την ταβέρνα της Αγγελικής, εκβάλλει στη θάλασσα με πλούσια ροή θερμό ιαματικό νερό. Προέρχεται από φυσική πηγή σε πηγάδι, μερικά μέτρα πάνω από το δρόμο. 30μ. μετά την ταβέρνα εκβάλλει στη θάλασσα μια μικρότερη ποσότητα θερμού νερού, που περνάει ενδιάμεσα από τις εγκαταστάσεις των λουτρών πάνω από το δρόμο.
Οι ντόπιοι κάτοικοι, Ευστάθιος Γ. Παπαγεωργίου και Αγγελική Ξαγγώνη – Κορτέση μας ξεναγούν στο χώρο, ο οποίος, εκτός από τις 7 καμπίνες με τις μπανιέρες που λειτουργούν τη θερινή περίοδο (ΧΡΥΣΟΣΤ. ΧΑΧΑΝΗΣ 22260-32164), παρουσιάζει και αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Εδώ, ακριβώς πάνω από τις καμπίνες, βρίσκονταν οι εγκαταστάσεις των Ρωμαϊκών Λουτρών, με υπολείμματα τείχισης από αργολιθοδομή και συνδετικό κονίαμα. Επίσης, μερικά μέτρα πιο πάνω, βρίσκεται και η δεύτερη φυσική πηγή, εξαφανισμένη σχεδόν μέσα στα σχίνα.
Συνεχίζουμε προς τη Λιχάδα, η οποία διατήρησε το καθεστώς της Κοινότητας για λόγους ιστορικούς, αφού, σύμφωνα με τον Αγγ. Στέφο («ΙΣΤΙΑΙΑ τομ. Α) «η Λιχάς κατά την Επανάστασιν του 1821 απετέλει το επίκεντρον πανελληνίου ενδιαφέροντος, επειδή ήτο έδρα στρατοπέδου της Ανωτάτης Διοικήσεως Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος υπό το όνομα «ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ» από το 1821 έως το 1823».
Στο κτίριο της Κοινότητας με την ωραία θέα μας υποδέχεται η Πρόεδρος Αθανασία Στάμου, η οποία θέτει στη διάθεσή μας μια πληθώρα σημαντικών στοιχείων για την περιοχή. Χωρίς χρονοτριβή αρχίζουμε την συμπληρωματική περιήγησή μας με ξεναγό τον κοινοτικό υπάλληλο Στάθη Αρβανίτη. Ξεκινάμε μια, άγνωστη ως τώρα, διαδρομή με αφετηρία τον ναό του Αγ. Αθανασίου της Λιχάδας.
Κινούμαστε με Β κατεύθυνση. Αρχικά ο δρόμος είναι βατός, στα 2,4 χλμ. όμως ανηφορίζει απότομα και – για 100 περίπου μέτρα – γίνεται τόσο κακοτράχαλος, που δυστυχώς είναι αδιάβατος από συμβατικά αυτοκίνητα. (Η μόνη θεραπεία είναι σ’ αυτό το σημείο η τσιμεντόστρωση). Αμέσως μετά συνεχίζει και πάλι ομαλά. Βρισκόμαστε ήδη κάτω από τις απότομες Δ και ΒΔ πλαγιές του Προφητηλία, τις οποίες έχει σεβαστεί η φωτιά, εκτός από μερικές διάσπαρτες συστάδες, που ξεχωρίζουν σαν καφετιές πινελιές ανάμεσα στο συνολικό βαθυπράσινο των πεύκων.
Στα 2,9 χλμ., και περίπου 100 μέτρα δεξιά από το δρόμο – βρισκόμαστε μπροστά σε ένα ανέλπιστο δώρο της φύσης. Είναι μια πηγούλα με λιγοστό αλλά πολύ κρύο και εύγευστο νερό. Πάνω στο δρόμο επισημαίνουμε ακόμη ένα μοναχικό, υπεραιωνόβιο πουρνάρι. 200 περίπου μέτρα παραπάνω δημιουργείται στ’ αριστερά του δρόμου ένα χαρακτηριστικό ξέφωτο με χαμηλή βλάστηση. Από την άκρη του η θέα είναι εντυπωσιακή σ’ όλο το μήκος του Διαύλου των Ωρεών και σ’ όλο το συμπαγές δασικό σύμπλεγμα προς τα Α που έχει μείνει ανέγγιχτο από τη φωτιά.
Στα 3,9 χλμ. ένα μικρό άνοιγμα ανάμεσα στα πεύκα μας αποκαλύπτει κάτω χαμηλά προς τα Β, το γραφικότατο ακρωτήρι του Κόλπου του Αγαπητού, ένα τριγωνάκι αμμουδερής στεριάς που εισχωρεί στη θάλασσα.
Στα 4,2 χλμ. συναντάμε το δρόμο που ανηφορίζει προς τον Προφητηλία και, 200 μ. πιο κάτω, στρίβουμε απότομα αριστερά προς το ήδη γνωστό μας οροπέδιο με τη Στάνη και την ντόπια ονομασία «Πυκαναριά». Η έρημη, την προηγούμενη φορά, στάνη είναι τώρα συνωστισμένη από δεκάδες γουρούνια στα οποία, μετά τη διασταύρωσή τους με άγρια, κυριαρχούν ήδη τα χαρακτηριστικά του αγριογούρουνου.
Αρχικά τρομάζουν και απομακρύνονται, πολύ γρήγορα όμως έρχονται κοντά μας και κυρίως τα μικρά.
Τα αφήνουμε στην ησυχία τους και κατευθυνόμαστε Α, στην δεύτερη άγνωστη διαδρομή μας, προς «Φρυάκι». Στα 1,7 χλμ. αφήνουμε για λίγο τις καταπράσινες πλαγιές και στρίβουμε ανηφορικά προς τα Ν (δεξιά). Μετά από 2,6 χλμ. κακοτράχαλου δρόμου καταλήγουμε στο κεντρικό δασικό δίκτυο πάνω από το Παλιοχώρι και στις εικόνες καταστροφής. Επιστρέφουμε και πάλι με κατεύθυνση προς Φρυάκι. Είναι ένα ευρύτατο οροπέδιο σε απόσταση 3,2 χλμ. από το οροπέδιο της Πυκαναριάς. Είναι γνωστό και με την ονομασία «Πέντε Πηγάδια» από τα υπάρχοντα ισάριθμα πηγάδια.
Παίρνουμε την δεξιά διακλάδωση του δρόμου, πάντα με κατεύθυνση Α. Μετά από 500 περίπου μέτρα αυτό που αντικρύζουν τα μάτια μας, μας επιβάλλει να σταματήσουμε. Μια απίστευτη «αεροπορική» θέα προβάλλει χαμηλά. Είναι ο κόλπος των Γιάλτρων και η ευρύτερη περιοχή σε μια κάτοψη μοναδική, που όμοιά της δεν έχουμε συναντήσει έως τώρα.
Για μισό περίπου χιλιόμετρο απολαμβάνουμε την εμπειρία της θεαματικότερης διαδρομής της Χερσονήσου της Λιχάδας και – γιατί όχι; – μιας από τις συναρπαστικότερες σε όλη την Ελλάδα.
Αμέσως μετά μας περιμένει άλλο υπερθέαμα. Από το ύψος της κεραίας της κνητής τηλεφωνίας αποκαλύπτεται το φυσικό λιμανάκι των Γιάλτρων, το ανώτερο τμήμα του οικισμού και στο βάθος η Αιδηψός. Βρισκόμαστε σε υψόμετρο 300 περίπου μέτρων. Ολόγυρα οι πλαγιές είναι καλυμμένες με νεαρά πεύκα και κουμαριές, που αναπτύχθηκαν στη θέση του πευκοδάσους των 15.000 στρεμμάτων, που κάηκε από τη φοβερή φωτιά του 1990. Περνάμε μπροστά από το εκκλησάκι του Αγ. Ταξιάρχη, έτους 1922, και κατηφορίζουμε στον οικισμό των Γιάλτρων, σε απόσταση 6,2 χλμ. συνολικά από το οροπέδιο της Πυκαναριάς.
Κατευθυνόμαστε προς την Αιδηψό και, 200μ. μετά το παραθαλάσσιο εκκλησάκι του Αγ. Φανουρίου, συναντάμε πινακιδούλα που μας κατευθύνει Β προς Μυλοκοπή και ιχθυοκαλλιέργειες «ΝΙΚΟΦΑΡΜ». Βρισκόμαστε ήδη στο στενότερο σημείο της Χερσονήσου, από όπου αρχίζει η τρίτη άγνωστή μας διαδρομή. Αρχίζει ένας βατός δρόμος, που διασχίζει πευκοδάσος. Κάποια στιγμή έχουμε τη δυσάρεστη εμπειρία να κινούμαστε για αρκετές εκατοντάδες μέτρα ανάμεσα σε απαράδεκτο σκουπιδότοπο, δίπλα και – μερικές φορές – πάνω στο δρόμο. Αποδεικνύεται έτσι για άλλη μια φορά η περιφρόνηση ημών των Νεοελλήνων προς το φυσικό περιβάλλον και η αντίστοιχη θλιβερή πρωτιά που κατέχουμε στην Ευρώπη. Ευτυχώς, το μνημείο που αντικρύζουμε 4 χλμ. μετά, μας αποζημιώνει. Είναι το Βυζαντινό εξωκκλήσι της Θεοτόκου, ένα από τα πιο λιλιπούτεια εκκλησάκια που έχουμε ως τώρα συναντήσει. Το σχήμα του είναι κυκλικό, με εσωτερική διάμετρο που μόλις φτάνει τα 2,5 μέτρα. Η τοιχοποιία του αποτελείται από επιμελημένη αργολιθοδομή με ενδιάμεσα κεραμιδάκια και συνδετικό κονίαμα, ηλιθόλια και αψίδες, πάνω στις οποίες στηρίζεται ένας τρούλος στρογγυλός. Παρά τη μεγάλη φθορά από το πέρασμα τόσων αιώνων, διατηρούνται ακόμη κάποια υπολείμματα τοιχογραφιών. Αντί όμως να έχουν γίνει κάποιες – στοιχειώδεις έστω – εργασίες αποκατάστασης, φρόντισαν οι σύγχρονοι να ορθώσουν, σε άμεση επαφή μ’ αυτό το ιστορικό μνημείο, ένα ασβεστοχρισμένο και αδιάφορο εκκλησάκι της Θεοτόκου, το οποίο – στα μάτια μας τουλάχιστον – αποτελεί αρχιτεκτονική δυσαρμονία. Ίσως θα μπορούσαν να το κτίσουν μερικά μέτρα μακρύτερα.
ΝΗΣΟΣ ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ ΚΑΙ ΛΙΧΑΔΟΝΗΣΙΑ
Τόσες φορές έχουμε δει τα Λιχαδονήσια απέναντί μας, άλλοτε σε απόσταση αναπνοής από τη μύτη του ακρωτηρίου και άλλοτε πανοραμικά από το ύψος της κορυφής του Προφήτηλια. Τώρα έρχεται η στιγμή να τα γνωρίσουμε.
Ο Γιάννης Λυμπέρης είναι ίσως ο αρμοδιότερος άνθρωπος να μας ξεναγήσει σ’ αυτά. Γεννημένος στο μεγαλύτερο Λιχαδονήσι, τη Μονολιά, την εποχή που ζούσαν εκεί τρεις οικογένειες, πέρασε τα πρώτα του παιδικά χρόνια σ’ αυτό το μικρόκοσμο με τις τόσες ιδιαιτερότητες.
Πρώτος προορισμός μας το πιο απόμακρο νησάκι, η Στογγυλή. Το μικρό ταχύπλοο του Γιάννη χρειάζεται λιγότερα από 5 λεπτά για να καλύψει την απόσταση, που μόλις ξεπερνάει τα 2 χλμ. από το ακρωτήρι. Καθώς πλησιάζουμε, το νησάκι αποκαλύπτει τις λεπτομέρειές του, ένας στρογγυλωπός και χαριτωμένος καταπράσινος όγκος, που το ύψος του πλησιάζει τα 40 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Στην κορυφή ξεχωρίζει ανάμεσα στα ελαιόδεντρα ο φάρος. Αμέσως μετά αρχίζουν οι εκπλήξεις. Και πρώτα απ’ όλα η σύσταση της ακτογραμμής. Πετρώδης, αφιλόξενη αλλά το κυριότερο, κατάμαυρη. Όλα τα πετρώματα αποτελούνται από λάβα. Έχουμε ξαφνικά την αίσθηση, ότι βρισκόμαστε στη Νίσυρο, στη Θήρα ή σε κάποιες ακτές της Χερσονήσου των Μεθάνων. Σε κάποιο μάλιστα σημείο της Α ακτής τα πετρώματα γίνονται πολύ θεαματικά, αποκτούν ένα χρώμα σκούρο ερυθρωπό, με πολλές ενδιάμεσες αποχρώσεις.
Μετά το γεωλογικό έργο της φύσης η δεύτερη σημαντική έκπληξη προέρχεται από τις δράσεις των ανθρώπων. Λίγο πιο πάνω από την ΒΑ ακτή ξεχωρίζει, ανάμεσα σε ελαιόδεντρα και σχοίνους, μια στιβαρή λιθόκτιστη τείχιση. Είναι ο παμπάλαιος οχυρωματικός περίβολος της ερειπωμένης πια Μονής του Αγ. Γρηγορίου. Η μονή βρίσκεται ακριβώς πίσω από το σύγχρονο σχετικά εκκλησάκι του Αγ. Νικολάου, κτίσμα του 1934. από το ερειπωμένο καθολικό σώζεται η περίτεχνη κόγχη του Ιερού και τμήματα τοίχων σε ύψος 1,5 μ. περίπου. Η εξαίρετη τοιχοποιία αποτελείται από σκουρόχρωμα πέτρα, με κεραμιδάκια και συνδετικό κονίαμα, τύπο κοινό όλων των παλαιών θρησκευτικών μνημείων της ευρύτερης περιοχής. Ο οχυρωματικός περίβολος αποτελείται από ισχυρότατη αργολιθοδομή με λαξευτή πρόσοψη και πάχος που φτάνει το 1,5 μ. Ολόγυρα ο τόπος είναι πολύ δύσβατος από τους πυκνούς σχοίνους και τις πέτρες που είναι διάσπαρτες και κρυμμένες μέσα στα χόρτα.
Από το εκκλησάκι του Αη-Νικόλα ανηφορίζει ελαφρά με κατεύθυνση ΝΔ ένα μονοπάτι προς το φάρο, αρχικά χρυσοκρυμμένο ανάμεσα στους σχοίνους αλλά αργότερα ευδιάκριτο. Σε λιγότερο από ένα 5λεπτο βρισκόμαστε μπροστά στο μεγαλόπρεπο οικοδόμημα. Εδώ μας περιμένει η τρίτη έκπληξη, που προέρχεται από την ποιότητα της τοιχοποιίας του. Αποτελείται εξ ολοκλήρου από μεγάλα πελεκημένα αγκωνάρια που έχουν το χρώμα του πωρόλιθου. Οι διαστάσεις τους είναι τέτοιες, που, τηρουμένων των αναλογιών, φέρνουν στο νου κυκλώπεια τείχη. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε γιατί χρησιμοποιήθηκαν ογκόλιθοι τέτοιου βάρους και μεγέθους. Και είναι επίσης απορίας άξιον, με ποιο τρόπο μεταφέρθηκαν και ξεφορτώθηκαν στην αφιλόξενη ακτή και στη συνέχεια στην κορυφή. Είναι ερωτήματα αναπάντητα. Ακούμε για λίγο το συνεχές βουητό που προέρχεται από την αντικρινή Εθνική οδό, τον μοναδικό ήχο που φτάνει στο νησί. Ύστερα βάζουμε πλώρη για τα μυθικά Λιχαδονήσια. Μερικές επικίνδυνες ξέρες εξέχουν στ’ ανοιχτά. Το 1943 προσέκρουσε πάνω τους και βυθίστηκε ένα πλοίο. Αν και τα νερά είναι θολωμένα, με λίγη προσοχή διακρίνουμε τον σκούρο όγκο στον πυθμένα.
Τα νησάκια είναι 6, υπάρχουν όμως και μερικές βραχονησίδες. Στην επιφάνειά τους φυτρώνουν σχοίνα και αγριελιές, και το ύψος τους μόλις εξέχει 2-3 μέτρα πάνω από τη θάλασσα. Σε κάποια απ’ αυτά σχηματίζονται ανάμεσα στη θαμνώδη βλάστηση μικρές εκτάσεις άμμου. Πολλοί γλάροι είναι αραδιασμένοι στις σκούρες πέτρες των ακτών και κράζουν ασταμάτητα. Κάποιοι μάλιστα είναι ιδιαίτερα επιθετικοί γιατί στις φωλιές τους υπάρχουν νεογέννητα. Γύρω από τα νησάκια τα νερά είναι πρασινωπά και διάφανα, δημιουργώντας διαύλους γραφικούς. Έτσι όπως πλέουμε αργά στα στενά περάσματα, έχουμε την αίσθηση, ότι βρισκόμαστε σε περιβάλλον εξωτικών νησιών του Ινδικού, σε μια Πολυνησία υπό σμίκρυνση.
Το μεγαλύτερο Λιχαδονήσι είναι η Μονοληά, με μήκος ακτογραμμής 10 χλμ. και επιφάνεια 3,5 περίπου τετρ. χιλιομέτρων. Η απόστασή του από το ακρωτήρι δεν ξεπερνάει τα 700 μέτρα, ενώ το υψηλότερο σημείο του κυμαίνεται γύρω στα 10μ. Οι ξέρες που υπάρχουν γύρω του είναι σηματοδοτημένες από τον Γιάννη με 6 μεγάλες σημαδούρες. Ρεμβάζουμε για λίγο με σβηστή τη μηχανή, αφήνουμε να μας παρασέρνει το περίφημο ρεύμα του δίαυλου, που αποδεικνύεται πέρα για πέρα αληθινό.
-Ο τόπος αυτός είναι για πολλά χρόνια δημοφιλής βιότοπος της φώκιας, λέει ο Γιάννης. Τα τελευταία χρόνια ζει μόνιμα εδώ ένα ζευγάρι, που έχει μάλιστα αποκτήσει και μικρά.
-Ας ετοιμάσω λοιπόν τον τηλεφακό μου, λέει γελώντας η Άννα.
-Δεν αποκλείεται να είσαι τυχερή, της απαντάει ο Γιάννης σοβαρά.
Ετοιμαζόμαστε να ξεκινήσουμε για την ΒΑ ακτή, στο σημείο αποβίβασης. Ακούγεται ξαφνικά ένα φύσημα, ένας ήχος που μοιάζει με δυνατή εκπνοή. Γυρίζουμε όλοι προς τα εκεί και σε απόσταση 50 μέτρων αντικρύζουμε την φώκια. Πριν προλάβει η Άννα να αντιδράσει, βυθίζεται με μια μεγαλόπρεπη βουτιά.
-Θα ξαναβγεί, λέει με βεβαιότητα ο Γιάννης.
Για τα επόμενα 5 λεπτά καμία κίνηση, κανένας ήχος. Ξαφνικά εμφανίζεται ένα σκούρο σημαδάκι, τουλάχιστον 200 μέτρα στ’ ανοιχτά. Κατευθυνόμαστε κοντά της. Για τα επόμενα 20 λεπτά παρακολουθούμε από απόσταση μερικών δεκάδων μέτρων τις χαριτωμένες της κινήσεις. Ύστερα εξαφανίζεται οριστικά. Ήταν η μοναδική ως τώρα συνάντησή μας με το υπέροχο θηλαστικό στο φυσικό του περιβάλλον.
Αποβιβαζόμαστε στη μικρή ξύλινη εξέδρα, που έχει κατασκευάσει ο Γιάννης. Μ’ ένα καλοσχηματισμένο μονοπάτι κατευθυνόμαστε προς το υπαίθριο μπαράκι με τις ομπρέλες και ξαπλώστρες, που έχει από το 1994 δημιουργήσει στο νησί. Προηγουμένως όμως ανηφορίζουμε ακριβώς πάνω απ’ την εξέδρα μερικές δεκάδες μέτρα. Εδώ, κάτω από γέρικα ελαιόδεντρα, διακρίνουμε ένα χαμηλό θολωτό κτίσμα με ωραία τοιχοποιία, που τα τοιχώματά του εξαφανίζονται στο έδαφος. Γύρω από το κτίσμα αρχίζει μια τείχιση ορθογώνια με μεγάλες διαστάσεις, πλάτος 14 και μήκος 25 περίπου μέτρα. Το πάχος φτάνει τους 60 πόντους, ενώ το ύψος πάνω από το έδαφος δεν ξεπερνάει το 1 μέτρο. Η λίθινη κατασκευή είναι πολύ επιμελημένη. Ολόγυρα το έδαφος είναι κατάσπαρτο από αναρίθμητα όστρακα, διαφόρων διαστάσεων και πάχους.
Σε 2 λεπτά φτάνουμε στις εγκαταστάσεις του Γιάννη, όπου βρίσκεται η μοναδική αμμουδερή παραλία του νησιού. Είναι ένας λιλιπούτειος κολπίσκος εξωτικής ομορφιάς, που το άνοιγμά του δεν ξεπερνάει τα 70 μέτρα. Η ύπαρξή του οφείλεται σε μια σπάνια εύνοια της τύχης, αφού αποτελείται από κατάξανθη αμμουδιά, περίκλειστη από λάβες, μαύρες και αφιλόξενες. Αυτός ο συνδυασμός είναι, για μας τουλάχιστον, μοναδικός στις Ελληνικές ακτογραμμές. Τα νερά είναι ανοιχτοπράσινα και διάφανα. Είναι αδύνατον ν’ αντισταθώ στη σαγήνη αυτής της καλλονής. Στα μέσα του Μάη το νερό είναι δροσερό, σ’ ελάχιστα λεπτά όμως δεν θα μπορούσε να ήταν ωραιότερο. Εξ άλλου η πρόσβαση είναι απόλυτα φιλική, ο σκληρός αμμουδερός πυθμένας βαθαίνει προοδευτικά και φτάνει στο μπόι ενός ανθρώπου μετά από 70-80 μέτρα.
-Το καλοκαίρι βέβαια δεν σου εγγυώμαι αυτή η μοναξιά, μου λέει ο Γιάννης. ο τόπος είναι ιδιαίτερα δημοφιλής. Στο μπαράκι προσφέρουμε τα πάντα, ακόμη και πρόχειρο φαγητό, σουβλάκι, λουκάνικο, χταποδάκια και μικρόψαρα, ψημένα βέβαια στη θράκα.
Μ’ ένα μονοπάτι φτάνουμε σ’ ένα λεπτό στο Ν-ΝΔ τμήμα του νησιού. Εδώ παίρνουμε μια αμυδρή εικόνα από την μικροκοινωνία του πρόσφατου παρελθόντος, όταν τρεις οικογένειες κατοικούσαν ακόμα στο νησί, του Λυμπέρη, του Βασίλα και παλιότερα του Στεργίου. Τρία – τέσσερα σπιτάκια όλα ερειπωμένα, το θαυμάσιο διώροφο πετρόχτιστο αλλά ακατοίκητο της οικογένειας του Γιάννη, υπολείμματα ξυλόφουρνου και της ταβερνούλας που είχε ο παππούς του Γιάννη ως το 1964. Εδώ είχαν γευματίσει πολλές διασημότητες της εποχής, που έφταναν με σκάφη από τα κοσμοπολίτικα Καμμένα Βούρλα. Ανάμεσά τους και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Σήμερα είναι όλα ερειπωμένα. Το μόνο κτίσμα που απολαμβάνει ακόμη την ανθρώπινη στοργή, είναι το εκκλησάκι του Αγ. Γεωργίου Λιχαδονησίων, ανακαινισμένο από το Γιάννη. Βρίσκεται σε ωραία θέση, κάτω από την προστατευτική σκιά μεγάλου πεύκου, του ενός από τα τρία συνολικά που υπάρχουν στο νησί.
Περιπλανιόμαστε για λίγο ανάμεσα στα ερείπια, στα παλιά αυτοσχέδια λιμανάκια με χωρητικότητα μιας βάρκας. Με δυσκολία κρύβει τη συγκίνησή του ο Γιάννης από τις μνήμες των πρώτων παιδικών του χρόνων στο νησί. Τον καλοτυχίζω, που εξακολουθεί να είναι σε άμεση επαφή με το παρελθόν του. Στη ζωή των περισσότερων ανθρώπων, αυτό το παρελθόν είναι ίσως το ωραιότερο.