Κάτω από τον πλάτανο η βρύση τρέχει μέρα-νύχτα χωρίς σταματημό. Δίπλα της ένα μικρό, χαριτωμένο συντριβάνι. Το υδάτινο ανάστημά του μόλις ξεπερνάει το ένα μέτρο. Νερό από παντού. Ποιος νοιάζεται; Η Γουμένισσα διατηρεί ακόμη την πολυτέλεια να ξοδεύει ασυλλόγιστα τον υδάτινο πλούτο, που αποταμιεύει γι’ αυτήν το Πάικο στις αστείρευτες πηγές του. Βρισκόμαστε στην πλατειούλα με την ιστορική ονομασία 23η Οκτωβρίου 1912. Είναι η μέρα απελευθέρωσης της πόλης απ’ τους Τούρκους.
Κάτω από τον πλάτανο η βρύση τρέχει μέρα-νύχτα χωρίς σταματημό. Δίπλα της ένα μικρό, χαριτωμένο συντριβάνι. Το υδάτινο ανάστημά του μόλις ξεπερνάει το ένα μέτρο. Νερό από παντού. Ποιος νοιάζεται; Η Γουμένισσα διατηρεί ακόμη την πολυτέλεια να ξοδεύει ασυλλόγιστα τον υδάτινο πλούτο, που αποταμιεύει γι’ αυτήν το Πάικο στις αστείρευτες πηγές του. Βρισκόμαστε στην πλατειούλα με την ιστορική ονομασία 23η Οκτωβρίου 1912. Είναι η μέρα απελευθέρωσης της πόλης απ’ τους Τούρκους.
Αρχές Νοέμβρη, ώρα πρωινή. Ο έμπορος ψαριών Γιώργος Ουζούνης δεν κάνει τον κόπο να διαλαλήσει την πραμάτεια του. Είναι ελκυστική, μπροστά στα μάτια καθενός περαστικού. Το φορτηγάκι του, που έχει διαμορφωθεί σε κινητό ιχθυοπωλείο, είναι φορτωμένο με μεγάλη ποικιλία για όλα τα βαλάντια. Γαύρος, μαρίδα, νταούκια, κουτσομούρα και κολιοί, φέτες ξιφία και σολωμού, όλα φρέσκα και σε καλές τιμές. Η θάλασσα του Αιγαίου στον κάμπο, στα πόδια της Γουμένισσας. Σπρώχνεται ο κόσμος γύρω απ’ τ’ αυτοκίνητο. Ζυγίζει ο Γιώργος, εισπράττει τα λεφτά. Ο συνεργάτης του καθαρίζει ασταμάτητα όσα ψάρια χρειάζονται καθάρισμα. Σηκώνει ο Πέτρος τη φωτογραφική του μηχανή, τραβάει δυο-τρία στιγμιότυπα απ’ τη ζωή της πόλης. Ψάχνω να βρω το παλιό καφενεδάκι. Εδώ ήταν την τελευταία φορά που ήρθα στη Γουμένισσα, πάνε τρία τόσα χρόνια από τότε. Στη θέση του, στη γωνία της πλατείας, βλέπω μόνον την καφετερία «Παραδοσιακό». Μπαίνω μέσα. Άνετο και ωραίο μαγαζί με τα τουβλάκια και τα ξύλα του. Γύρω από ένα τραπεζάκι συζητάνε τρεις ηλικιωμένοι.
– Εδώ δεν ήταν κάποτε ένα παλιό καφενείο; Τους ρωτάω.
– Και βέβαια, μου απαντάνε, το θυμόμαστε εμείς από παιδιά.
– Ήταν του παππού μου κι αργότερα του πατέρα μου, ακούω να λέει η κυρία. Είναι η Φανή, εγγονή του πρώτου καφετζή. Τα τελευταία δυο χρόνια το ανακαίνισε, του’ δωσε τη σημερινή του όψη.
Σηκώνουμε τους γιακάδες κι αψηφούμε την ψύχρα του πρωϊνού. Πίνουμε τον καφέ μας στα υπαίθρια τραπεζάκια της πλατείας, μπροστά στη ζωντανή και φωνακλάδικη πελατεία του κινητού ψαράδικου. Δεν χάνονται τούτες οι στιγμές. Είναι γραφικές και όμορφες, στη μεγάλη πόλη έχουν χαθεί από χρόνια. Θυμίζουν παλιά Ελληνική ταινία και μνήμες παιδικές, τότε που όλη η γειτονιά συγκεντρωνόταν γύρω από τα προϊόντα που πουλούσαν γυρολόγοι. Εδώ, στη μικρή Γουμένισσα, γνωρίζονται όλοι μεταξύ τους. Όση ώρα περιμένουν στη σειρά να καθαριστούν τα ψάρια και να μπουν στις χαρτοσακούλες, βρίσκουν την ευκαιρία και συζητάνε, διατηρούν ανάμεσά τους την ανθρώπινη επαφή.
Φωνάζουμε τη Φανή για να πληρώσουμε. Με τόση φασαρία ολόγυρά του, ακούει ο Γιώργος και επεμβαίνει.
– Φανή, τα καφεδάκια είναι δικά μου…
ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΓΟΥΜΕΝΙΣΣΑΣ
Είχα πάντα τη βεβαιότητα, ότι το κυριότερο γνώρισμα της Γουμένισσας ήταν τα κρασιά της. Και τα παραδοσιακά καζάνια με τα τσίπουρα. Δεν έπαψα να το πιστεύω ούτε στιγμή. Ωστόσο, η μικρή αυτή πόλη του Κιλκίς συνδυάζει και κάποια άλλα στοιχεία, πολύ διαφορετικά από το κρασί αλλά εξίσου συναρπαστικά και ενδιαφέροντα. Είναι η ιδιαιτερότητα της αρχιτεκτονικής της, η μακρόχρονη παράδοση στους λαϊκούς οργανοπαίκτες και το φυσικό κάλλος της γύρω περιοχής.
Με την πρώτη βέβαια μακρινή ματιά η Γουμένισσα μας δίνει την όψη μιας κωμόπολης αδιάφορης, όπως τόσες άλλες στην Ελλάδα. Χτισμένη με ήπια αμφιθεατρικότητα στους πρόποδες του Πάικου, μοιάζει νωχελικά απλωμένη στα όρια του κάμπου της, δεν προδίδει την οικιστική της δυναμική.
Μερικές εκατοντάδες μέτρα από την είσοδο το πρόσωπο της πόλης εξακολουθεί να είναι αδιάφορο.
Φτάνουμε στην πλατειούλα των Μακεδονομάχων. Με αναγκαστική πορεία κατευθυνόμαστε δεξιά στην οδό του Υποσμηναγού Γκινέρη Γρηγόριου. Είν’ ένας δρόμος ίσιος και στενός, φαινομενικά όμοιος με τους άλλους. Μόνον φαινομενικά όμως και μόνον στα μάτια ενός βιαστικού περαστικού που τον περνάει με αυτοκίνητο. Μόλις κάποιος αρχίζει να διασχίζει το δρόμο με τα πόδια, ανακαλύπτει στα πρώτα κιόλας σπίτια, αποτυπωμένη ρεαλιστικά, την αρχιτεκτονική ταυτότητα της πόλης, το οικιστικό της παρελθόν. Ένα παρελθόν χρωματισμένο με πινελιές στις αποχρώσεις της ώχρας, του απαλού κεραμιδί και κόκκινου. Αυτοί οι χρωματικοί τόνοι δεν οφείλονται σε κάποιο επίχρισμα που κάλυψε τους τοίχους. Είναι το αυθεντικό χρώμα των τούβλων και των πλίνθων, που χρησιμοποιήθηκαν ως πρώτες ύλες για την κατασκευή της τοιχοποιΐας. Μια τοιχοποιΐας πολύμορφης, γοητευτικής, που ξεκινάει στα χαμηλά επίπεδα με μεγάλους λίθους, βαριά και στέρεη, για να συχενίσει ελαφρύτερη πιο πάνω με συμπαγή τουβλάκια ή πλιθιές από άχυρο και λάσπη.
Οι παλιοί μαστόροι, ωστόσο, που έχτιζαν το σπίτι, δεν επαναπαύονταν στην αντοχή της πρώτης ύλης, του τούβλου ή της πλιθιάς. Ενίσχυαν ακόμη περισσότερο τα δομικά τους υλικά με την παράλληλη χρησιμοποίηση μιας άλλης πρώτης ύλης, φυσικής. Ήταν το ξύλο, που αφθονούσε στον δασικό περίγυρο του τόπου. Μ’ αυτό δημιούργησαν τις περίφημες ξυλοδεσιές οριζόντιες, διαγώνιες και κάθετες. Έτσι όπως παρεμβάλλονταν ανάμεσα σε τούβλα και πλιθιές, διαιρούσαν τις μεγάλες επιφάνειες των τοίχων σε πολλά μικρά τμήματα, με πολύ μεγαλύτερη συνεκτικότητα και αντοχή. Πετύχαιναν μ’ αυτό τον τρόπο μια άριστη τοιχοποιία αλλά και μια έξοχη αισθητική, με διαδοχικά γεωμετρικά σχήματα που εξαφανίζουν τη μονοτονία και προσδίδουν στις μεγάλες επιφάνειες πλαστικότητα και χάρη.
Αρχικά ο οικοδομικός ιστός της πόλης αποτελείτο από κατασκευές στην πλειονότητά τους ξύλινες, αφού η ανέγερση σπιτιών με τέτοιου είδους τοιχοποιία ήταν πολύ πιο δαπανηρή. Οι πρώτες εκείνες κατοικίες της Γουμένισσας έχουν οριστικά εξαφανιστεί, αφού τα ευτελή τους υλικά δεν μπόρεσαν ν’ αντέξουν στη φθορά του χρόνου. Στο Λεύκωμα για τη Γουμένισσα του Θανάση Βαφειάδη και της Άννας Τζάκου διαβάζουμε, ότι «από τα μέσα του 19ου αιώνα πρέπει να εμφανίστηκαν οικοδομές με λίθινους τοίχους στα χαμηλά επίπεδα και πλινθοδομή στους ορόφους. Σύμφωνα με τον οικοδομικό κανονισμό του 1848 οι κατασκευές αυτές ονομάζονταν «Kargir» και ο χρόνος ζωής τους υπολογιζόταν σε 200 χρόνια, σχεδόν διπλάσιος απ’ αυτόν ενός ξύλινου σπιτιού».
Λοξεύουμε σε μια πάροδο της Γρηγορίου Γκίγκερη και φωτογραφίζουμε ένα σπίτι με παραδοσιακά χαρακτηριστικά Τη στιγμή εκείνη μια κυρία βγαίνει στο αντικρινό μπαλκόνι και άθελά της ενσωματώνεται στο πλάνο. Της εξήγουμε τι κάνουμε και την ρωτάμε αν έχει αντίρρηση αν εμφανιστεί μες τη φωτογραφία το πρόσωπό της. Μας απαντάει ευγενικά, ότι δεν έχει πρόβλημα.
– Άντε μαμά, θα γίνεις και διάσημη, φωνάζει δίπλα μας η κόρη της γελώντας.
Είναι αληθινή ευχαρίστηση να περιδιαβαίνουμε αργά και αβίαστα αυτόν τον – κατά τα άλλα – συνηθισμένο δρόμο της επαρχιακής κωμόπολης. Με ερασιτεχνική ερευνητική ματιά – και όχι απαραίτητα με την ματιά κάποιου ειδικού – μπορεί να μας αποκαλύψει εντυπωσιακές μικρές παραλλαγές στην βασική αρχιτεκτονική φιλοσοφία των παλιών σπιτιών, λιθοδομή ελαφρύτερη ή βαρύτερη, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο ύψος, πλινθοδομή στη συνέχεια ή τούβλα, τμήματα τοίχων πιο πάνω σοβαντισμένα με παλιά χρώματα ή με φθαρμένο και εμφανή τσατμά, παράθυρα ορθογώνια στη σειρά με σιδεριές, ξύλινα φουρούσια με καμπύλες ή γωνίες, στέγες με κεραμιδάκια βυζαντινού τύπου και γείσα που προεξέχουν. Και παντού ξυλοδεσιές, περίτεχνες και περίπλοκες, απαραίτητο συστατικό στοιχείο σε κάθε τοιχοποιία.
Ο δρόμος καταλήγει στην ήδη γνωστή μας πλατειούλα της 23ης Οκτωβρίου. Εκεί διασπάται σε διάφορους δρόμους. Ένας στα δεξιά βγαίνει έξω από την πόλη προς την Κάρπη. Άλλος στην ευθεία ανηφορίζει προς το Πάικο. Ο αριστερός, τέλος, δρόμος κατευθύνεται μέσα από εμπορικά καταστήματα στην πλατεία Θάνου Ζελέγκου, στο κέντρο της Γουμένισσας. Θα περιμέναμε την κεντρική αυτή πλατεία λίγο γραφικότερη, με πιο παραδοσιακή πλακόστρωση και χωρίς τις πλαστικές καρέκλες των γύρω καφενείων και ταβερνών. Ούτως ή άλλως αυτή η πλατεία αποτελεί σημείο αναφοράς για κάθε επισκέπτη της πόλης. Μια δεκάδα από ψηλά πλατάνια καλύπτει την επιφάνειά της το καλοκαίρι με προστατευτική σκιά, ενώ δεν απουσιάζουν ολόγυρα κάποια οικήματα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Ένα από αυτά, μεγάλο τριώροφο στα Β-ΒΔ, χτίστηκε στα 1899 από την οικογένεια Παζαρέντζιου. Ήταν τότε η πλουσιότερη της περιοχής και εμπορευόταν μετάξι, μια δραστηριότητα, που στα 3 εργοστάσια απασχολούσε 430 άτομα.
Στο καφενεδάκι «Πάικο», στο ισόγειο του σπιτιού, ζεσταίνονται 7 συμπαθείς συνταξιούχοι γύρω από τη σόμπα. Ο κυρ Μιχάλης Τόσκας, γεννημένος το 1921, θυμάται καλά τον ιδιοκτήτη του σπιτιού Δημήτρη Παζαρέντζιο, δαιμόνιο έμπορο κρασιού και μεταξιού, που δραστηριοποιείτο στη Γαλλία. Αργότερα το οίκημα χρησιμοποιήθηκε ως Φρουραρχείο από τους Γερμανούς, στέγασε την Κοινότητα και το Νοσοκομείο της Γουμένισσας, ενώ η τελευταία του χρήση ήταν Φροντιστήριο. Τα τελευταία χρόνια παραμένει ακατοίκητο.
Ανατολικά της πλατείας μας εντυπωσιάζει ένα οίκημα με τις ογκώδεις διαστάσεις και τη φρουριακή του κατασκευή από σίδερο και τούβλο. Ανήκει στην οικογένεια Ίντου, χτίστηκε μεταξύ 1885 και 1890 και δεν μοιάζει με κανένα από τα μακεδονίτικα σπίτια της εποχής του. Στεκόμαστε στο αντικρινό πεζοδρόμιο και παρατηρούμε τις λεπτομέρειες της βαριάς του κατασκευής. Κάποια στιγμή ανοίγει η πόρτα του διπλανού ζαχαροπλαστείου και εμφανίζεται μια κυρία.
– Σας παρακολουθώ τόση μέσα στην ψύχρα να περιεργάζεστε το κτίριο και σκέφτηκα να σας προσφέρω ένα γλυκάκι. Αν θέλετε, γράψτε κάτι ωραίο για τον τόπο μας.
– Δεν χρειάζεται να γράψουμε τίποτε ιδιαίτερο, μιλούν τα γεγονότα, της απαντάω.
Το γλυκάκι «φεγετίν» της ευγενικής Μαρίας Πίψου είναι υπέροχο, με γέμιση λευκής σοκολάτας και φρεσκότατο. Ήταν η πιο επιθυμητή γεύση μετά τους καφέδες της ημέρας.
– Το γλυκό όμως συνοδεύεται με νερό, ακούω πίσω μου μια γυναικεία φωνή.
Άλλη μια πόρτα έχει ανοίξει. Είναι από το διπλανό κρεοπωλείο. Τα χαρακτηριστικά της κυρίας είναι γνωστά και άμεσα συνδεδεμένα με τις αναμνήσεις μου απ’ την πόλη. 10 χρόνια πριν, στο τότε άρθρο μας για το Πάικο, είχαμε γνωρίσει αρκετό κόσμο στη Γουμένισσα. Λίγη σκέψη, κάποιοι συνειρμοί και η εικόνα του ζεύγους Γιώργου και Άννας Τσιμερίκα εμφανίζεται ολοκάθαρα στη μνήμη. Ταυτόχρονα επανέρχεται και η γεύση των θαυμάσιων λουκάνικων του Γιώργου, που είχαμε ψήσει στο βουνό. Το κρεοπωλείο τη μεσημεριάτικη τούτη ώρα έχει μετατραπεί παροδικά σε ιδιωτικό τσιπουράδικο. Σ’ όλη την πόλη την περίοδο τούτη βράζουν τσίπουρα, δεν μπορούμε ν’ αρνηθούμε ένα ποτηράκι, ούτε εδώ ούτε, λίγο αργότερα, στο «Τζάκι», το παραδοσιακό ταβερνάκι του Χρήστου Τζιάνα. Οι τοίχοι είναι χτισμένοι με αυθεντικά δομικά υλικά παλιών σπιτιών και μαζί με την ανάλογη διακόσμηση δημιουργούν σκηνικό μιας άλλης εποχής. Δίπλα στο αναμμένο τζάκι η αλμυρή γαλατόπιτα της μητέρας του Χρήστου, της κυρά-Κατίνας, είναι μια εξαίρετη εμπειρία.
Το τσίπουρο και η ζέστη από το τζάκι μας φέρνουν μια γλυκειά υπνηλία. Για να την ξεπεράσουμε, καταφεύγουμε στον ψυχρό αέρα του βουνού, ανηφορίζουμε στο Πάικο. Συννεφιασμένο το βουνό μα πάντα υπέροχο. Στα φυλλώματα της βαλανιδιάς και καστανιάς τα φθινόπωρο είναι ζωντανό, στα κλαδιά της οξιάς έχει έρθει ο χειμώνας, τα φύλλα κείτονται στη γη. Αρχίζει μια σιγανή βροχή. Πάει περίφημα με τη φθινοπωρινή όψη του βουνού. Στα εκτεθειμένα υψίπεδα των Μεγάλων Λιβαδιών αλλάζει ο καιρός. Η ψύχρα γίνεται διαπεραστική, η βροχή μεταμορφώνεται σε χιόνι. Διασχίζουμε το δάσος με πορεία αργή, απολαυστική. Δεν συναντάμε κανένα φως αυτοκινήτου απέναντί μας. Ποιος νάρθει τέτοια ώρα σ’ αυτή την ερημιά.
Ο καλός μας φίλος, ο Νίκος Πετεινής, μας περιμένει στον «Ορφέα», το μικρό του ξενοδοχείο στο Πολύκαστρο. 200 μόλις μέτρα από το κέντρο της πόλης, μοιάζει σαν νάναι μοναχικό στο ύπαιθρο, έχει μπροστά του τον ανοιχτό ορίζοντα και την ηρεμία του κάμπου. Πολύ κοντά του υπάρχει ακόμη μία γραφικότητα: οι γραμμές του τραίνου. Αραιά και που ακούγεται ένα σφύριγμα, για λίγα δευτερόλεπτα ο γνώριμος θόρυβος στις ράγες. Ύστερα το τραίνο χάνεται προς τη Θεσσαλονίκη ή τα Σκόπια.
Η φιλοξενία του Νίκου είναι εξαιρετική. Δοκιμάζουμε μερικά από τα υπέροχα κρασιά του, που δημιουργεί στο σύγχρονο οινοποιείο του στις πλαγιές της Αξιούπολης. Ο Γιώργος Τσιμπλιαράκης από την πλευρά του, υπεύθυνος λειτουργίας του ξενώνα, είναι η προσωποποίηση της εξυπηρετικότητας και ευγένειας, προλαβαίνει κάθε επιθυμία μας. Είναι όμως και εξαίρετος μάγειρας. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο γεμίζει τα τραπεζάκια με ποικίλες λιχουδιές. Η νύχτα κυλάει γλυκά και αβίαστα ανάμεσα σε φίλους, με κρασί και κουβεντούλα. Κανένα ταξίδι δεν μας περιμένει απόψε. Μόνον μερικά βήματα ως το δωμάτιό μας με τα θαυμάσια κρεβάτια και την κομψότατη επίπλωση. Το παλιό κτίριο του τέλους της δεκαετίας του ’40 έχει μετατραπεί με το μεράκι του Νίκου σ’ ένα φιλόξενο κατάλυμα, πολύτιμο για την τουριστική υποδομή της περιοχής.
Ξυπνάμε στις 6, αδικαιολόγητα νωρίς. Καμιά δουλειά δεν μπορεί να γίνει αυτή την ώρα. Έξω από το μπαλκόνι μας, στο ίδιο σχεδόν επίπεδο, αρχίζει το γρασίδι. Είναι λευκό από την πάχνη. Η πρωινή δροσιά είναι αισθητή. Το τραίνο από τα Σκόπια περνάει σφυρίζοντας και συνεχίζει για Θεσσαλονίκη. 20 λεπτά πριν τις 8 ένας κατακόκκινος δίσκος υψώνεται ανεμπόδιστα από το επίπεδο του κάμπου, διαλύει οριστικά και τις τελευταίες σκιές της νύχτας. Ο Γιώργος έχει ήδη ετοιμάσει τον πρώτο μας καφέ.
Το Σαββατιάτικό παζάρι της Γουμένισσας είναι σε εξέλιξη από ώρα. Υπάρχουν όλα τα εμπορεύματα που συναντάει κανείς σε οποιαδήποτε λαϊκή της πόλης.
Το μεγαλύτερο όμως ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα τοπικά προϊόντα: κάστανα από τη Γρίβα, την Καστανερή και τον Πεντάλοφο, πατάτες κίτρινες από τα Μεγάλα Λιβάδια και τον Αρχάγγελο, ολόφρεσκα ζαρζαβατικά και φρούτα, άγρια χόρτα του βουνού, ψάρια από τη λίμνη του Αλιάκμονα με κυριότερα τους γουλιανούς, τα γριβάδια και τσιρόνια. Καλή ποιότητα, μεγάλη ποικιλία, καλές τιμές. Πλήθος κόσμου ανεβοκατεβαίνει με γεμάτες σακούλες την κεντρική οδό Ελ. Βενιζέλου και γύρω στην πλατεία Θάνου Ζελέγκου. Ανάμεσά τους κι εμείς. Παρατηρούμε, φωτογραφίζουμε, σημειώνουμε. Πολλοί μας κοιτούν με περιέργεια, άλλοι γελούν και παίρνουν πόζες. Κάποιοι, πιο τολμηροί, μας ρωτούν ποιο κανάλι εκπροσωπούμε.
Όταν ακούνε περιοδικό, απογοητεύονται. Δεν θα τους δουν οι δικοί τους στο γυαλί. Ολόγυρα τα καφενεία και τα τυροπιτάδικα είναι γεμάτα. Το ίδιο και τα πατσατζίδικα. Με την πρωινή ψύχρα αγαπιέται ο πατσάς.
Μετά από ώρα, χορτασμένοι από τον συνωστισμό και τον θόρυβο του πλήθους, εγκαταλείπουμε το παζάρι, κατευθυνόμαστε σε πιο ήσυχα σημεία της πόλης. Μερικές δεκάδες μέτρα πάνω απ’ την πλατεία βρισκόμαστε μπροστά στο αρχοντικό της οικογένειας Τσιμερίκα, ένα από τα 107 παλιά διατηρητέα σπίτια που απομένουν στη Γουμένισσα. Ψηλά στους φθαρμένους τοίχους διατηρείται ακόμη το αυθεντικό χρώμα λουλακί, αλλού αχνό κι αλλού πιο έντονο. Σε άλλα σημεία, κάτω από τον χοντρό σοβά, διακρίνονται τμήματα από πλιθιές και ξυλοδεσιές. Μια ετοιμόρροπη ξύλινη σκάλα οδηγεί στον όροφο, που τον στηρίζουν – όπως και τα μπαλκόνια – χοντρές κολώνες καστανιάς. Η σκεπή λείπει από χρόνια και είναι αξιοθαύμαστο πως η τοιχοποιία διατηρείται ακόμη. Σε σχήμα Π το αρχοντικό έχει πολύ μεγάλες διαστάσεις, η πρόσοψή του φτάνει τα 30 μέτρα.
– Είναι χτισμένο από τον προπάππο μου, 140 χρόνια πριν, μας λέει ο Χρήστος Τσιμερίκας. Στο κελάρι του σώζονται τα πατητήρια, που καθένα τους είχε χωρητικότητα 45.000 οκάδων.
Παρατηρούμε το θαυμάσιο αυτό σπίτι με το πλήθος των αρχιτεκτονικών λεπτομερειών που αντιπροσώπευαν τον αρχικό κτήτορα και την εποχή του. Κάθε ένα από τα διατηρητέα της Γουμένισσας έχει τις δικές του ιδιαιτερότητες, τη δική του ιστορία και ταυτότητα. Η μοίρα όμως όλων είναι κοινή. Με το πέρασμα του χρόνου, χωρίς φροντίδα και συντήρηση, οι αρχιτεκτονικές ιδιαιτερότητες ξεθωριάζουν, χάνονται η μια μετά την άλλη. Κάποια στιγμή τα σπίτια μεταβάλλονται σε ερείπια, παύουν να υπάρχουν. Είναι παγκοίνως γνωστό, ότι «στην Ελλάδα, ο ασφαλέστερος τρόπος για να γκρεμίσει ένα σπίτι, είναι να κηρυχθεί διατηρητέο». Με την αδυναμία των τοπικών φορέων, την αδιαφορία της πολιτείας και την παντελή έλλειψη κινήτρων, ελάχιστοι ιδιοκτήτες διατηρητέων σπιτιών είναι πρόθυμοι να εκταμιεύσουν τα μεγάλα – συνήθως – ποσά που απαιτούνται για τη διάσωσή τους. Διαιωνίζεται λοιπόν η διαμάχη μεταξύ πολιτείας και ιδιωτών, που βλέπουν τις περιουσίες τους να παραμένουν αναξιοποίητες.
Η Γουμένισσα είναι μια από τις ελάχιστες μικρές πόλεις με τόσο σημαντική αρχιτεκτονική παράδοση, που έχουν απομείνει στην Ελλάδα. Δυστυχώς αποτελεί κι αυτή «είδος προς εξαφάνιση». Αν ακολουθούσε το παράδειγμα της Ξάνθης – με τις γνωστές βέβαια μακρόχρονες περιπέτειες – θα είχε την τύχη να μεταβληθεί σε μια μικρή πόλη –πρότυπο, με μεγάλο τουριστικό ενδιαφέρον όλο το χρόνο για Έλληνες και ξένους. Φανταστείτε μερικές δεκάδες από τα αξιολογότερα αρχοντικά να είχαν αναπλασθεί και διατηρήσει την αρχική τους μορφή, να είχαν μεταμορφωθεί σε κοιτίδες πολιτισμού ή χώρους ήπιας αξιοποίησης, όπως παραδοσιακούς ξενώνες, γραφικότατα καφέ, εστιατόρια με τοπική κουζίνα, χώρους γευσιγνωσίας και πώλησης ντόπιων κρασιών και προϊόντων, αίθουσες συναυλιών και εκδηλώσεων με παραδοσιακή μουσική, εντευκτήρια για ηλικιωμένους και για νέους, λαογραφικά μουσεία με έπιπλα και σκεύη που θα απεικόνιζαν τον παλιό τρόπο ζωής, αίθουσες βιβλιοθηκών, εκθέσεων, συνεδρίων και διαλέξεων, εργαστήρια σπουδών διαφόρων παραδοσιακών τεχνών και τόσες πολλές άλλες χρήσεις που θα μπορούσε να σκεφθεί κανείς. Μήπως είναι καιρός – πριν είναι πολύ – αργά να ξεκινήσει μια σταυροφορία από ιδιώτες, συλλόγους, φορείς και τοπικούς άρχοντες για να πεισθεί η πολιτεία να μεριμνήσει για την πόλη; Είναι τόσο δύσκολο να συσταθεί ένας «Σύλλογος Ιδιοκτητών Διατηρητέων Σπιτιών», που με δυναμισμό και ενότητα θα ασχολείτο με το συμφέρον των μελών και κατ’ επέκτασιν της πόλης; Ας μη μας διαφεύγει, ότι για την εφαρμογή μιας ιδέας, την επίτευξη ενός αποτελέσματος, απαιτείται πάντα μια αρχή.
Η περιπλάνησή μας στις γειτονιές και συνοικίες της Γουμένισσας συνεχίζεται. Ανάμεσα στις σύγχρονες οικοδομές προβάλλουν πού και πού σπίτια παλιά, με χαρακτήρα, του 19ου ή των αρχών και μέσων του 20ου αιώνα, με τούβλα, πλιθιές και ξυλοδεσιές ή νεοκλασικά με ποικίλους τύπους και χρώματα στους τοίχους. Στην οδό καπετάν Ταβουλάρη παρατηρούμε όλα σχεδόν τα αντιπροσωπευτικά δείγματα της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Τα σύγχρονα σπίτια είναι, ως επί το πλείστον, χαμηλά δεν επηρεάζουν την εικόνα του παρελθόντος. Συναντάμε κι ένα μεγάλο, παμπάλαιο ετοιμόρροπο, που η μόνη του μοίρα είναι η κατάρρευση.
Φτάνουμε στην εκκλησία της Παναγίας, εξαίρετο πέτρινο κτίσμα, με λιθανάγλυφο χρονολογία 1802 στην κόγχη του Ιερού. Σύμφωνα με την παράδοση εδώ τοποθετείται ο αρχικός πυρήνας της πόλης.
Αν ανατρέξουμε στην ιστορία της Γουμένισσας, θα δούμε ότι η περιοχή της κατά τα χρόνια των Παλαιολόγων παραχωρείται με αυτοκρατορικό χρυσόβουλο στη Μονή Ιβήρων του Αγ. Όρους, με κύριο πυρήνα τη Μονή της Παναγίας. Στον ηγούμενο της μονής οφείλεται πιθανότατα η ονομασία της πόλης. Δεν είναι ακριβώς γνωστός ο χρόνος δημιουργίας του οικισμού, μπορούμε όμως να υποθέσουμε, ότι συμπίπτει με την πρώτη περίοδο της τουρκικής κατάκτησης. Η πρώτη πάντως επίσημη καταγραφή του εμφανίζεται σε φιρμάνι του 1696.
Από τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας η περιοχή της Γουμένισσας είχε χαρακτηρισθεί αυτοδιοικούμενη.
Έτσι ο οικισμός σύντομα εξελίχθηκε σε οικονομικό, πολιτιστικό και θρησκευτικό κέντρο. Παρά τα προνόμιά της η πόλη συμμετείχε ενεργά στην Επανάσταση του ’21 καθώς και στον Μακεδονικό αγώνα. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή εγκαθίστανται πρόσφυγες από την Ανατολική Ρωμυλία, την Δυτ. Μικρά Ασία και τον Πόντο. Η Γουμένισσα οργανώνεται σε τέσσερις διαφορετικούς συνοικισμούς με σαφή εθνολογική προέλευση ο καθένας. Έχουμε έτσι τον συνοικισμό των ντόπιων, τον συνοικισμό των λεγόμενων «γύφτικων», των Ποντίων και των προσφύγων της Ανατ. Ρωμυλίας, καθένας με τα δικά του αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά.
Στις αρχές του 20ου αιώνα η Γουμένισσα αριθμούσε 2.500 κατοίκους, απασχολούμενους με την αμπελουργία, σηροτροφία και κτηνοτροφία. Κι ενώ η παραγωγή του μεταξιού σταμάτησε στη δεκαετία του ’60, το κρασί ξεπέρασε την 40χρονη κρίση από τη φυλλοξήρα και συνεχίζει να συμμετέχει δυναμικά στην οικονομία της πόλης. Οι αμπελώνες της απλώνονται στις ανατολικές πλαγιές του όρους Πάικου, σε υψόμετρο 250 περίπου μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας. Η επίδραση του Αιγαίου είναι εδώ περισσότερο αισθητή από τη Νάουσα. Έτσι η μεγαλύτερη ζέστη σε συνδυασμό με την χαμηλότερη περιεκτικότητα του εδάφους σε ασβέστιο καθιστούν το κρασί της Γουμένισσας μαλακότερο από της Νάουσας. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 (μετά την ασθένεια της φυλλοξήρας) φυτεύονται στην περιοχή νέοι αμπελώνες, κυρίως με τις ερυθρές ποικιλίες «ξινόμαυρο» και «νεγκόσκα» (από το σλαβικό όνομα της Νάουσας «νεγκούς»). Η συνοινοποίηση των δυο αυτών ποικιλιών δίνει τον γνωστό ξηρό οίνο «ΓΟΥΜΕΝΙΣΣΑ», αναγνωρισμένο νομοθετικά ως Ονομασίας Προέλευσης Ανωτέρας Ποιότητος «ΓΟΥΜΕΝΙΣΣΑ» από το 1979.
Είναι πολλοί οι οινοποιοί της Γουμένισσας, μεγάλοι ή μικροί, ο Μπουτάρης, ο Αϊδαρίνης, ο Ευτυχίδης, ο Τάτσης, ο Χατζηβαρύτης και τόσοι άλλοι, περισσότερο ή λιγότερο γνωστοί. Κατά καιρούς έχουμε επισκεφθεί μερικών τις εγκαταστάσεις, έχουμε δοκιμάσει τα κρασιά τους. Σημερινός μας προορισμός είναι το κτήμα του Τίτου Ευτυχίδη. Από την πλατειούλα της 23ης Οκτωβρίου κατευθυνόμαστε για Κάρπη. Σ’ ελάχιστα λεπτά φτάνουμε στην κοίτη του ποταμού Σείριου, που πηγάζει από το Πάικο και με πεντακάθαρη ροή καταλήγει στον Αξιό. Σ’ αυτό το ονειρεμένο περιβάλλον, ανάμεσα στις βαλανιδιές και τα πλατάνια, ξεκινησε το 1976 να φυτεύει τα πρώτα του κτήματα ο Τίτος. Τα 25 τότε στρέμματα σήμερα φτάνουν τα 120, που εκτείνονται σ’ όλες τις γύρω ειδυλλιακές λοφοπλαγιές.
Μας υποδέχεται ο Τίτος με το ίδιο πληθωρικό χαμόγελο που είχαμε γνωρίσει το 1994. Η φιλοξενία τότε της Αγγελικής και του Τίτου ήταν μια αξέχαστη εμπειρία για την πολυμελή μας συντροφιά. Μια πληθώρα παμπάλαιων και συλλεκτικών αντικειμένων του 18ου και 19ου αιώνα περνούν από τα μάτια μας, ενώ στην κάβα του υπογείου, ηρεμούν και παλαιώνουν από το 1991 οι πολύτιμες φιάλες, Ξινόμαυρο και Νεγκόσκα, Cabernet Sauvignon, Λημνιό και Viogner, Merlot και Syrah οινοποιούνται και αποδίδουν 30.000 περίπου φιάλες εξαίρετων κρασιών, κάθε ένα με τη δική του προσωπικότητα, άρωμα και γεύση. Κάθε φίλος του κρασιού μπορεί να επισκεφθεί και να γνωρίσει το Κτήμα και τα προϊόντα του Τίτου Ευτυχίδη.
(Τηλ. επικοινωνίας: 6946-506120 και 2310-273620,273606).
Μεσημεράκι με υπέροχη διάθεση. Που προοιωνίζεται να γίνει ακόμη ωραιότερη, εν όψει της συνάντησής μας μ’ ένα άλλο παραδοσιακό στοιχείο του τόπου, τα «Χάλκινα Γουμένισσας», οι λαϊκοί οργανοπαίκτες, φημισμένοι όχι μόνον σ’ όλη την Ελλάδα αλλά και σε πάμπολλα σημεία του κόσμου. Είναι μια κοινωνία ανθρώπων αγαπητή απ’ όλους, συγκεντρωμένη σε χαμηλά σπιτάκια στην συνοικία Αγ. Γεωργίου. Η ενασχόλησή τους με τη μουσική είναι πατροπαράδοτη, πάει από γενιά σε γενιά. Τα περισσότερα μέλη των πολυμελών οικογενειών ασχολούνται από την παιδική ηλικία με τη μουσική. Για την ιστορία αναφέρουμε κάποιες μόνον απ’ αυτές, όπως του Γευγελή, του Ασαρτζή, του Δίγκα, του Θανάση Σέρκου, πασίγνωστου για το κλαρίνο του. Ο Χρήστος Τζιάνας μεσολαβεί για να έρθει μια τέτοια κομπανία στο μαγαζί του. Είναι του Θανάση Ζώρα, γνωστή από το 1980 με την ονομασία «οι Κόκκινοι». Σε πλήρη σύνθεση είναι καμιά εικοσαριά, σήμερα όμως έχουν έρθει 6.
Μαύρο παντελόνι, λευκό πουκάμισο, ύφος σοβαρό και πειθαρχημένο, λόγια μετρημένα. Το βλέμμα στραμμένο στον Θανάση Ζώρα, την πρώτη κορνέτα, τον αρχηγό. Στα 43 του ο Θανάσης παίζει κορνέτα από τα 12. Στα 37 χρόνια της καριέρας του έχει παίξει χιλιάδες φορές σε γάμους, βαφτίσια, γιορτές και πανηγύρια ή συνοδεύοντας χορευτικά συγκροτήματα σ’ όλη την Ελλάδα και στις περισσότερες χώρες των Βαλκανίων και της Ευρώπης.
– Γράψε, ότι δάσκαλό μου είχα τον Παπαστεργίου Αθανάσιο, μου λέει.
Σε ποια χώρα ήταν οι ωραιότερες αναμνήσεις σου; τον ρωτάω.
Σκέφτεται για λίγο: Στη Σουηδία, την Τουρκία και την Κύπρο.
– Μήπως θυμάσαι, Θανάση, σε ποια εκδήλωση έπαιζες τις περισσότερες ώρες συνεχώς;
– Όχι ώρες αλλά μέρες. Πριν 15 χρόνια στα «Ραγκουτσάρια» της Καστοριάς παίζαμε με μικρά διαλλείματα για τρία μερόνυχτα.
Το νεαρότερο μέλος της κομπανίας είναι ο γιος του Θανάση, ο Δημήτρης, 18 ετών. Ήδη όμως ο εγγονός του έχει αρχίσει να παίζει από τα 10.
Παίρνουν όλοι τις θέσεις τους, προθερμαίνονται για μερικά δευτερόλεπτα και με το νεύμα του Θανάση ξεκινάνε. Τρεις κορνέτες, κλαρίνο και τρομπόνι. Το νταούλι κρατάει το ρυθμό. Ξεχύνονται ήχοι παραδοσιακοί, υπέροχοι, αυτοί που σε κάθε εκδήλωση ξεσηκώνουν τον κόσμο στο χορό. Η εκτέλεση είναι άψογη, δεν ακούγεται φάλτσα νότα από κανέναν. Ο ήχος πεντακάθαρος, πέρα για πέρα αυθεντικός. Στην κομπανία έχουν θέση μόνον οι άριστοι. Παίζουν ασταμάτητα, περνούν από σκοπό σε σκοπό αυτόματα σχεδόν. Η ώρα κυλάει, οι λαϊκοί οργανοπαίκτες της Γουμένισσας μας έχουν δώσει με το παραπάνω το δείγμα της αξίας τους. Πριν μαζέψουν τα όργανά τους, ρωτάει ξαφνικά ο Πέτρος τον Θανάση.
– Μπορείς, αυτοσχεδιάζοντας, να παίζεις τζαζ;
– Ναι, μπορώ, του απαντάει σοβαρά.
Αρχίζει να παίζει με εμπνεύσεις της στιγμής, μετά από λίγο τον ακολουθούν και οι υπόλοιποι, συντονίζονται μαζί του. Είναι μια επίδειξη δεξιοτεχνίας και ελευθερίας έκφρασης, που δεν ήταν δυνατόν να φανταστούμε. Ακόμα και οι κινήσεις, οι εκφράσεις των προσώπων, έχουν πρόσκαιρα αλλάξει. Έχουμε προς στιγμήν την αίσθηση, ότι παίζει μπροστά μας όχι η Κομπανία των «Κόκκινων της Γουμένισσας» αλλά κάποιο αυθεντικό συγκρότημα «Μαύρων» της Νέας Ορλεάνης.
Το ίδιο βράδυ γνωρίζουμε τη φιλοξενία του «ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ». Σε απόσταση 80 μέτρων από την κεντρική πλατεία, το ξενοδοχείο λειτουργεί 20 χρόνια στη θέση του πατρικού νεοκλασικού του 1926.
Μετά την πρόσφατη επέκταση και ανακαίνισή του δυσκολευόμαστε να το αναγνωρίσουμε. Είναι πλέον μια σύγχρονη μονάδα με πανέμορφή αίθουσα καθιστικού και πρωινού που αποπνέει φινέτσα και αρχοντιά. Η κομψότατη επίπλωση κάθε δωματίου είναι διαφορετική, όλα όμως διαθέτουν κλιματισμό, τηλεόραση, χρηματοκιβώτιο τιμαλφών, μπανιέρα με υδρομασάζ και ανεξάρτητο μπαλκόνι. Οι πελάτες μπορούν να γυμναστούν σε μια αίθουσα γυμναστηρίου με πλήρη όργανα, ενώ στο υπόγειο υπάρχει κελάρι με κρασιά των οινοποιών της περιοχής. Η συνολική αίσθηση που αποκομίζουμε είναι μια οικογενειακή φιλοξενία από τον Τάκη Μουζούρη και την Πόπη, ένα υπέροχο παραδοσιακό πρωινό και, όπως στην περίπτωση του «ΟΡΦΕΑ» στο Πολύκαστρο, εξαιρετικά φιλικές τιμές.
ΣΤΟΝ ΚΑΜΠΟ ΚΑΙ ΣΤΑ ΥΨΙΠΕΔΑ
Η ανατολή του ήλιου μας βρίσκει στις καλλιεργημένες εκτάσεις του κάμπου της Γουμένισσας. Ποτέ στα τόσα χρόνια δεν λοξοδρόμησα ως εδώ. Θεωρούσα το καμπίσιο τοπίο φτωχό σε εικόνες και ταπεινό, με μαγνήτιζαν πάντα οι εκρηκτικές εναλλαγές και η γοητεία του Πάικου. Οι πρώτες ακτίνες φωτίζουν με απαλές ροζ αποχρώσεις την Καστανερή και τα ψηλώματα. Λίγα λεπτά αργότερα φτάνουν και σε μας, μετριάζουν την ψύχρα και την υγρασία του πρωινού. Ζωηρεύουν σιγά-σιγά τα χρώματα της γης, αναδεικνύονται οι ποικίλοι τόνοι του μπεζ και του καφέ, που δεν ξεχώριζαν στο ημίφως.
Αρχίζει η περιπλάνησή μας στους αγροτικούς δρόμους, σωστός λαβύρινθος. Κινούμαστε με πολύ αργή ταχύτητα, περνάνε διαδοχικά όλες οι λεπτομέρειες του κάμπου, ασήμαντες ίσως στην καθημερινή ματιά των γεωργών αλλά με τόση αρμονία και ομορφιά στα μάτια τα δικά μας. Κάποια χωράφια είναι χέρσα, πρασινίζουν από χόρτα και ζοχιούς. Άλλα είναι οργωμένα με βαθιά άρωση και μεγάλες ανωμαλίες. Σε κάποια έχει ήδη περάσει η σβάρνα και είναι πιο ομαλά, ενώ σε όσα είναι φρεζαρισμένα, η επιφάνεια του εδάφους είναι λεία, βελούδινη. Τα αμπέλια έχουν σχεδόν χάσει όλα τους τα φυλλώματα. Κάποια είναι ατρύγητα, από τα κλήματα κρέμονται τσαμπιά με μαύρα σταφύλια που έχουν χάσει τα υγρά τους, έγιναν σταφίδες. Κόβουμε μερικές, είναι ολόγλυκες. Ανάμεσα στα σιτάρια, τα βαμβάκια και τ’ αμπέλια, προβάλλουν πού και πού μικροί ελαιώνες με νεαρά ελιόδεντρα. Κάποιες ήπιες χαραδρώσεις είναι διακοσμημένες απ’ τη φύση με χαμηλές βαλανιδιές. Τα καφεκίτρινα φύλλα τους είναι σε τέλεια αρμονία με τα χρώματα της γης.
Δεν έχει μόνον το βουνό εναλλαγές, έχει και ο κάμπος. Αλλού μεγάλες επίπεδες επιφάνειες, πιο κάτω λοφοπλαγιές με ήπιες καμπυλώσεις, σχήματα γεωμετρικά, τετράγωνα, ορθογώνια και κυκλικά, ένα χωράφι πρασινίζει ανεπαίσθητα από τα νεογέννητα φυτά του σιταριού, κάποιο άλλο ασπρίζει από μικρές, λευκές τούφες βαμβακιού. Στα σύρματα σπουργίτια και μαυροπούλια κατά δεκάδες. Πού και πού μοναχικά γεράκια. Όπου υπάρχουν δέντρα ξεπετάγονται κοτσύφια. Προχωράει η μέρα, ζωντανεύει ο κάμπος. Να και τα πρώτα τρακτέρ. Νωρίς – νωρίς αρχίζουν τη δουλειά, αυτή η αδιάκοπη, άμεση επαφή με τη γη, όλο το χρόνο, με όλους τους καιρούς.
Διασχίζουμε την άσφαλτο, περνάμε στα ανατολικά της Γουμένισσας, κοντά στον οικισμό της Στάθης. Εδώ αραιώνουν τα σιτηρά, κυριαρχούν οι αμπελώνες. Ο συννεφιασμένος ουρανός παίρνει να ξανοίγει, οι γαλάζιες κηλίδες πληθαίνουν, ένα απαλό φως διαχέεται παντού. Το πολύπλοκο λοφώδες ανάγλυφο με τους μικρούς και μεγάλους αμπελώνες δημιουργεί εικόνες ασύλληπτης ομορφιάς.
Πέντε ώρες κρατάει η περιπλάνησή μας στον κάμπο της Γουμένισσας, άλλοτε με το αυτοκίνητο και άλλοτε με τα πόδια. Το απομεσήμερο μας βρίσκει στα υψίπεδα του Πάικου. Το βουνό μας υποδέχεται με ωραίο καιρό, απόλυτα ανοιξιάτικο. Οι νιφάδες χιονιού, που την τελευταία φορά στροβιλίζονταν στα Μεγάλα Λιβάδια, μοιάζουν μακρινές. Όπως μακρινή είναι και η ανάμνηση του ορεινού χωριού που, 10 χρόνια πριν, το είχαμε γνωρίσει έρημο, χωρίς ζωή. Η εικόνα του οικισμού αλλάζει συνεχώς. Ασφαλτοστρώσεις, αναπλάσεις, οικοδομική δραστηριότητα άγνωστη μέχρι τώρα, νέα σπίτια, νέοι άνθρωποι, με μόνιμη κατοικία ή εξοχική. Άλλοι επιστρέφουν στις ρίζες τους, στις εστίες των προγόνων τους, άλλοι ανακαλύπτουν στα Μεγάλα Λιβάδια ένα ορεινό ησυχαστήριο απαράμιλλης ομορφιάς.
Τελευταίο απόκτημα του τόπου είναι το «ΚΑΣΑ ΝΤΙ ΛΕΜΝΟΥ», ένα Καφέ-μπαρ που τα Χριστούγεννα θα γιορτάσει τα πρώτα του γενέθλια. Χτισμένο με κορμούς πεύκων και με πέτρα είναι σε τέλεια αρμονία με τη φύση του βουνού. Ο εσωτερικός χώρος είναι ηλιόλουστος, με περιμετρικά παράθυρα και θέα ανεμπόδιστη στο ευρύτατο υψίπεδο. Εδώ κυριαρχούν το τζάκι, η ωραία επίπλωση, η ευωδιά του ξύλου και η φιλικότατη εξυπηρέτηση από τους αδελφούς Μάκη και Στέργιο Μούζα.
– Όταν πριν 10 χρόνια διάβαζα το αφιέρωμά σου για το Πάικο, δεν μπορούσα να φανταστώ, ότι θα επέστρεφα μια μέρα στη γη των προγόνων μου και μάλιστα ως επιχειρηματίας με τον αδελφό μου, λέει ο Μάκης.
Ο διπλός espresso είναι απολαυστικός. Ποιος να το περίμενε ποτέ στα Μεγάλα Λιβάδια! Εξίσου απολαυστικό είναι το τσίπουρο και η ποικιλία που το συνοδεύει. Όσο για τις χειροποίητες πίτες, τη φασουλάδα και τις σούπες, αυτά τα αφήνουμε για μια άλλη φορά.
Πρέπει να προλάβουμε το τελευταίο φως.
Χαλίκι άγριο, ακόμα, στο δρόμο για Αρχάγγελο, πολύ προτιμότερο βέβαια από τις φοβερές λάσπες του παρελθόντος. Είναι θέμα χρόνου να ολοκληρωθεί η ασφαλτόστρωση, που θα συνδέσει το βουνό με τη λεκάνη της Αριδαίας και τον μεθοριακό σταθμό της Ειδομένης. Κοντά στο Σκρα μας σταματούν οι συνοριοφύλακες για αναγνώριση στοιχείων, είμαστε πια κοντά στα σύνορα.
– Για βόλτα στην περιοχή; μας ρωτάνε.
– Όχι, φωτογραφίζουμε για το ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ.
– Είμαι συνδρομητής σας από χρόνια, λέει ο ένας και μας σφίγγει θερμά το χέρι.
Στο ποτάμι του «Κοτζά ντερέ» κάνουμε μια στάση στην ομώνυμη μονάδα εστίασης και ύπνου. Είναι αγνώριστη από την τελευταία φορά. Ο Γιάννης Λαζάρου και η γυναίκα του Βικτωρία έχουν κάνει θαύματα. Μας υποδέχονται στη μεγάλη αίθουσα εστίασης. Με τους χρωματικούς τόνους μπεζ-σωμόν, την πελεκητή πέτρα στις κολώνες και στους τοίχους, τα ξύλινα δοκάρια στο ταβάνι και την θαυμάσια επίπλωση, η αίθουσα δεν θυμίζει χώρο εστιατορίου αλλά κομψότατο σαλόνι. Είναι αδύνατον ν’ αρνηθούμε πλάι στο αναμμένο τζάκι το αγριογούρουνο στιφάδο και τη φιάλη της ευωδιαστής «Δανάης» του Νίκου Πετεινή.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
– Δώστε μου τη χαρά να σας ξεναγήσω στη μαγευτική περιοχή του Κοτζά Ντερέ, λέει το επόμενο πρωί ο Νίκος Πετεινής.
– Μα, είμασταν μόλις χθες το βράδυ εκεί.
– Εγώ όμως θα σας δείξω τόπους που δεν είδατε.
Δεν έχει άδικο ο φίλος μας. Μετά από έναν καφέ στη μεγαλόπρεπη αίθουσα γευσιγνωσίας του οινοποιείου του ξεκινάμε μια περιήγηση στους δασικούς δρόμους πάνω από τον οικισμό «Πηγή», της Αξιούπολης. Είναι αδύνατον να περιγραφεί σε μερικές γραμμές το φυσικό κάλλος της περιοχής, η συναρπαστική, γεμάτη εκπλήξεις ροή του Κοτζά Ντερέ, οι πολύχρωμες δασωμένες πλαγιές του Πάικου.
Αποκορύφωμα της περιήγησής μας είναι η τεχνητή λίμνη του Κοτζά Ντερέ, αθέατη και πανέμορφη μέσα στα βουνά, ένα έργο μεγάλης αισθητικής αλλά και αρδευτικής αξίας για τον τόπο. Είναι βέβαιο, πως κάποια στιγμή θα επανέλθουμε.