Στην Φολέγανδρο συναντήσαμε συγκεντρωμένα όλα τα χαρακτηριστικά ενός τυπικού κυκλαδίτικου νησιού: πετρόσπαρτες ράχες, κοιλάδες και πλαγιές, παραλίες και όρμους με διάφανα νερά, πανέμορφες πεζοπορικές διαδρομές, ξωκκλήσια και σπίτια παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Νιώσαμε ιδιαίτερη οικειότητα με τους ανθρώπους και μαγαζάτορες της Χώρας και των άλλων οικισμών και απολαύσαμε την μοναδική θέα από τον λόφο με την εμβληματική Μονή της Παναγίας, που δεσπόζει πάνω από την πρωτεύουσα του νησιού. Και ακόμη, περάσαμε αξέχαστες στιγμές συζητώντας και τσουγκρίζοντας τα ποτήρια μας με την ντόπια ρακή, που μας πρόσφερε ο Μάρκος Βενιός, ένας εξαίρετος άνθρωπος και ζωγράφος της Φολεγάνδρου και των Κυκλάδων.
Δ. Πεζοπορία με μονοπάτι προς την παραλία Φυρά, προς την παραλία Αγκάλη, στον Άγ. Νικόλαο, στο Λιβαδάκι, στον Φάρο της Ασπροπούντας, στον Άγιο Γεώργιο, στην παραλία Σερεφιώτικο. Περίπλους του νησιού με σκάφος. Κολύμπι στον όρμο Αμπέλι, στην παραλία Άγιος Νικόλαος, στην παραλία Κάτεργου.
Για να προσανατολιστούμε στη Φολέγανδρο δεν ακολουθήσαμε πυξίδα. Απλά εμπιστευτήκαμε το ένστικτο. Που, τούτο το καλοκαίρι μας ωθούσε στο Αιγαίο, σε κυκλαδονήσι ήρεμο και μικρό. Με πέτρα, παλιά μονοπάτια και ζωντανή ανάσα μελτεμιού. Πήραμε λοιπόν να περιδιαβαίνουμε το χάρτη του Αιγαίου. Εκεί, στα νότια των Κυκλάδων, το βλέμμα συνάντησε τη Φολέγανδρο, ανάμεσα στις διάσημες Μήλο και Σαντορίνη. Σαν να ‘χε κάποιο μυστικό μαγνήτη το μικρονήσι, τράβηξε την προσοχή μας, εξήψε την επιθυμία της άμεσης γνωριμίας μαζί του.
ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΝΗΣΙ
Από λεπτό σε λεπτό το περίγραμμα της Φολεγάνδρου στον ορίζοντα ξεθολώνει. Με τους 35 κόμβους που κινείται το SUPER JET, πλησιάζει με μεγάλη ταχύτητα το νησί. Αρχίζουν κιόλας να διακρίνονται λεπτομέρειες: βραχώδης ακτογραμμή, λόφοι γυμνοί όχι ιδιαίτερα υψηλοί, ράχες χαρακωμένες με μακρυές ξερολιθιές. Κάπως έτσι ήταν η εικόνα που είχαμε φανταστεί.
Πλησιάζουμε το ανατολικό άκρο του νησιού. Ανάμεσα από ακατοίκητα νησάκια και ξέρες εισδύουμε στον φυσικό όρμο, όπου βρίσκονται το λιμάνι και ο οικισμός του Καραβοστάση. Καλά προφυλαγμένο το λιμάνι, είναι εκτεθειμένο μόνον στις πνοές του σορόκου και του λεβάντε.
Το σκάφος δένει εύκολα στον μόλο, με δύο βήματα βγαίνουμε στο νησί. Η προσέγγιση όμως δεν ήταν πάντα τόσο απλή. Ως το 1984 που κατασκευάστηκε ο μόλος, οι επιβάτες μεταφέρονταν με τη λάντζα. Είναι πολύ χαρακτηριστική μια φωτογραφία του 1965, με την κατάφορτη από επιβάτες βάρκα που πλησίαζε το καράβι. Το στεριανό φόντο του Καραβοστάση ήταν λιτό πίσω από τη βάρκα με λιγοστά αραιοχτισμένα σπίτια.
Σήμερα ο Καραβοστάσης έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός σύγχρονου παραθαλάσσιου οικισμού, με αρκετά ευρύχωρη προκυμαία, σπίτια χτισμένα αμφιθεατρικά, ξενοδοχεία και ενοικιαζόμενα δωμάτια, καφέ, ταβέρνες και διάφορα μαγαζιά. Ειν’ ένας τόπος ευχάριστος, με κίνηση ζωηρή, αλλά ποτέ ενοχλητική. Ωραιότατα μικρά λεωφορεία, 14-15 θέσεων περίπου, αναμένουν το ένα δίπλα στο άλλο τους επισκέπτες, με αναμμένες τις μηχανές και τις εγκαταστάσεις κλιματισμού. Ευγενέστατοι άνθρωποι παραλαμβάνουν εμάς και τις αποσκευές μας με προορισμό το ξενοδοχείο “Ασπάλαθρας“, πολύ κοντά στη Χώρα του νησιού.
Ο ΚΑΥΣΩΝΑΣ ΔΕΝ ΜΕΝΕΙ ΕΔΩ
Ξεκινάει το λεωφορειάκι την ήπια ανηφοριά ως τη Χώρα. Στενός ο ασφαλτόδρομος διασχίζει μικροφάραγγα, περνάει ανάμεσα από ομαλές ράχες λόφων κατάξερες και πετρώδεις. Ψάχνουμε με το βλέμμα για ένα, υποτυπώδες έστω, ίχνος πράσινου. Αδύνατον. Μόνον καφεκίτρινα αγκάθια μπορούν ν’ αντέχουν σε τούτο τον πετρότοπο
Πού και πού ξεχωρίζει ένα πέτρινο καλυβάκι, ταπεινή προέκταση του πετρόσπαρτου εδάφους ή κάποιος φράχτης ξερολιθιάς. Αναρωτιόμαστε ποιες πολύτιμες ιδιοκτησίες και ποια χλοερά βοσκοτόπια οριοθετεί σε τούτο τον “κρανίου τόπο” της Φολεγάνδρου.
Ξαφνικά, ανάμεσα στα μαραμένα από τον ήλιο και μουντά χρώματα της γης, προβάλλει μια ζωηρή, ολόλευκη πινελιά. Είναι το ξωκκλησάκι των Αγίων Πάντων, ομορφοχτισμένο σε μια ήπια πλαγιά, μισό στα έγκατα του βράχου και μισό στο εκτυφλωτικό φως του μεσημεριού.
Λίγο πιο πάνω το ανηφοράκι τελειώνει. Την ίδια στιγμή η μεταβολή του τοπίου είναι καθολική. Μια ευρύτατη κοιλάδα απλώνεται μπροστά μας, επίπεδη σχεδόν. Είναι χρωματισμένη με τόνους ώχρας, από τις καλλιέργειες χωραφιών και με διαβαθμίσεις πράσινου από μια μεγάλη ποικιλία δέντρων και θάμνων. Στη μια πλευρά της κοιλάδας, στα Ν-ΝΔ, υψώνεται ένας στρογγυλεμένος λόφος, κατάξερος και πετρώδης. Είναι ο λόφος του Αγίου Ελευθερίου, που με υψόμετρο 416 μέτρων είναι ο ψηλότερος του νησιού. Στην αντιπέρα άκρη της κοιλάδας, στα Β-ΒΑ, πυργώνει το παράστημά του ο λόφος του Παλιόκαστρου, χαμηλότερος από τον πρώτο αλλά οξύς και τραχύς, επιθετικός και προκλητικός. Στα ριζά του απλώνεται νωχελικά η Χώρα της Φολεγάνδρου. Και, ακόμη πιο πάνω, στο τέρμα ενός ελικοειδούς, ασβεστοχρισμένου δρομίσκου, αιχμαλωτίζει το βλέμμα η περίφημη εκκλησία της Παναγιάς, το καύχημα όλου του νησιού.
Το λεωφορείο μας σταματάει στους πρόποδες του Αγίου Ελευθερίου, πέντε λεπτά με τα πόδια από τη Χώρα. Εδώ, σε υψόμετρο 250 μέτρων, είναι χτισμένο το ξενοδοχείο “Ασπάλαθρας“. Εγκλιματισμένοι τόση ώρα στη ψύχρα του κλιματιστικού, προετοιμαζόμαστε ψυχολογικά ν’ αντιμετωπίσουμε το θερμοκρασιακό σοκ, που εγκυμονεί ο εχθρικός ήλιος του Ιουλίου. Δεν συμβαίνει τίποτε τέτοιο. Στη θέση της αναμενόμενης αποπνικτικής ζέστης, μας υποδέχεται ένα δροσερότατο μελτεμάκι, που φτάνει ζωηρό από τ’ ανοιχτά του Αιγαίου, στα βόρεια του νησιού. Εδώ ο καύσωνας είναι παρείσακτος και τις σπάνιες φορές που επιχειρεί να εμφανιστεί, εκδιώκεται αμέσως από το ατίθασο μελτεμάκι.
Ακόμη πιο ευχάριστη δροσιά επικρατεί στο εσωτερικό του δωματίου μας, που καθώς είναι διαμπερές, επιτρέπει στο μελτέμι να κινείται με πλήρη ελευθερία. Το κλιματιστικό έχει διακοσμητικό χαρακτήρα, ακόμα και στις θερμότερες ώρες της ημέρας.
ΜΙΑ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Η υπερυψωμένη θέση του ξενοδοχείου μάς εξασφαλίζει μια πανοραμική θέα στη Χώρα. Που, μια δρασκελιά απέναντί μας, μας προσκαλεί να περιπλανηθούμε στον λαβύρινθο των στενών της. Νωρίτερα, ωστόσο, θεωρούμε απαραίτητη μια σύντομη αναδρομή στο παρελθόν. Ένα παρελθόν όμως, που ελάχιστα στοιχεία του είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, αφού “καμιά ανασκαφή ή έστω επιφανειακή αρχαιολογική έρευνα δεν έχει πραγματοποιηθεί” (1). Παρ’ όλα αυτά η προϊστορική κατοίκηση του νησιού μπορεί να πιστοποιηθεί από διάσπαρτες λεπίδες οψιανού, καθώς και από πρωτοκυκλαδικά όστρακα, που έχουν παρατηρηθεί στον λόφο της Παναγίας και κοντά στον Καραβοστάση. Επίσης, στην μικρή βραχώδη χερσόνησο του Κάστελλου, στο βορειότερο άκρο του νησιού, έχουν εντοπισθεί λείψανα ενός μικρού, προϊστορικού οικισμού, με τοίχους από ακατέργαστες πέτρες κι έναν τοίχο στιβαρότερο από τους άλλους, κτισμένο με κροκάλες, που θα μπορούσε να θεωρηθεί αμυντικό τείχος του οικισμού. Η κεραμεική που βρέθηκε δίνει μια πρώτη χρονολόγηση γύρω στα μέσα της 3ης π.Χ. χιλιετίας, δηλαδή στην Πρωτοκυκλαδική ΙΙ Περίοδο (2).
Πού οφείλει όμως το όνομά του το νησί; Ξένοι περιηγητές και Έλληνες λόγιοι ανάγουν την ονομασία στον Φολέγανδρο, γιο του βασιλιά Μίνωα της Κρήτης. Ο Στράβων στα “Γεωγραφικά” του, τον 1ο αι. μ.Χ. αποκαλεί τη Φολέγανδρο “σιδηρείη” (“σιδερένιο νησί”), για το τραχύ έδαφός της, επαναλαμβάνοντας στίχο του ποιητή Άρατου. Ο Αντίπατρος επίσης ονομάζει την Φολέγανδρο “αυχμηρή“, κατάξερη δηλαδή. Κρήτες, Κάρες και Δωριείς κατοίκησαν διαδοχικά το νησί. Για το οποίο η πρώτη γραπτή αναφορά υπάρχει σε επιγραφή του 425 π.Χ. που βρέθηκε στην Ακρόπολη των Αθηνών. Μια δεύτερη αναφορά υπάρχει σε επιγραφή του 4ου-3ου αι. π.Χ. στους Δελφούς.
Ως προς τη θέση της αρχαίας Ακρόπολης ήταν στον απότομο λόφο του Παλιόκαστρου που δεσπόζει της Χώρας, λίγο ψηλότερα από τον εμβληματικό ναό της Παναγίας. Εκεί συναντάμε, ανάμεσα σε θάμνους φλόμων, θυμάρια και αγκάθια, υπολείμματα αρχαίας τείχισης και τοιχοποιίας σπιτιών, θραύσματα αγγείων από τα κλασσικά ως τα βυζαντινά και νεώτερα χρόνια, μια ερειπωμένη δεξαμενή με υδραυλικό κουρασάνι εξαιρετικής κατασκευής. Στους πρόποδες επίσης του Παλιόκαστρου, καθώς ανηφορίζουμε για την εκκλησία της Παναγίας, διατηρείται μέσα στο νεκροταφείο του Αγίου Ιωάννη, σε πολύ καλή κατάσταση, ένα τμήμα τείχους του 4ου αι. π.Χ. Εμφανέστατο είναι επίσης, στο μαυσωλείο της οικογένειας Δρέλια, το πάνω μέρος ενός εικονιστικού αγάλματος των ρωμαϊκών χρόνων.
Περισσότερα μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη υπάρχουν στον χώρο της εκκλησίας της Παναγίας.
Συνεχίζοντας την σύντομη ιστορική μας αναδρομή αναφέρουμε ότι κατά την διάρκεια της ενετικής κατοχής στα νησιά του Αιγαίου (13ος – 16ος αι.) η Φολέγανδρος υπαγόταν στο Δουκάτο της Νάξου. Την περίοδο αυτή ονομάζεται “Πολύκανδρος“, ονομασία που θα διατηρήσει ως τα μέσα του 19ου αιώνα.
Στα χρόνια του Μεσαίωνα το νησί πλήττεται από συνεχείς πειρατικές επιδρομές. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Christoforo Buondelmonti (3) περιγράφει τη Φολέγανδρο στις αρχές του 15ου αιώνα, έρημη και ακαλλιέργητη λόγω των πειρατικών επιδρομών. Το 1617 το νησί περνάει στην πλήρη κατοχή των Τούρκων, ενώ το 1828 απελευθερώνεται και εντάσσεται στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος.
ΠΑΡΑΠΛΕΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΝΟΤΙΑ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΗ ΑΚΤΟΓΡΑΜΜΗ
– Πριν ξεκινήσετε τις χερσαίες σας περιηγήσεις, ο πατέρας μου σας προσκαλεί να γνωρίσετε μαζί του την Ν-ΝΔ ακτογραμμή του νησιού, λέει από το πρακτορείο ταξιδιών “ΔΙΑΠΛΟΥΣ” η Μαργαρίτα Βενιού. Δυστυχώς το μελτέμι δεν επιτρέπει την γνωριμία με τις βόρειες παραλίες.
Δεχόμαστε την πρόσκληση με ενθουσιασμό.
Από την πλατειούλα της Πούντας, στην είσοδο της Χώρας, παίρνουμε το λεωφορείο της γραμμής για το λιμάνι του Καραβοστάση (τιμή εισιτηρίου 1,60€). Γεμίζει το λεωφορείο από ξένους τουρίστες -κυρίως- που λαχταρούν να γνωρίσουν αλλά και να κολυμπήσουν στις ωραιότερες παραλίες του νησιού.
Ο καπετάνιος Γιάννης Βενιός μας καλωσορίζει με το πλήρωμα στο “ΣΤΕΛΛΑ EXPRESS II“, ένα θαυμάσιο ξύλινο σκαρί με μήκος 15,50 μέτρα. Ύστερα μας παραχωρεί μια προνομιακή θέση δίπλα του, στη γέφυρα του σκάφους. Εκεί, εκτός από την ανεμπόδιστη θέα μπορούμε να έχουμε και άμεση πληροφόρηση για όλα τα χαρακτηριστικά της διαδρομής.
Αποπλέουμε στις 11 ακριβώς με πορεία Ν-ΝΑ. Πριν απομακρυνθούμε από το λιμάνι προβάλλει για λίγο στην πλαγιά του Παλιόκαστρου ένα μικρό τμήμα της ολόλευκης εκκλησίας της Παναγίας. Περνάμε μπροστά από το ερημονήσι του Αγίου Ιωάννη με το ομώνυμο ξωκκλήσι. Απέναντι η όμορφη αμμουδερή παραλία Λιβάδι, με μια εκτεταμένη συστάδα αρμυρικιών. Ακολουθούν βραχώδεις ακτές, ελάχιστα φιλικές. Αμέσως μετά καβαντζάρουμε τον σουβλερό κάβο Βιτσέντζο ή Γαδάρα. Να και η μικρή θαλασσοσπηλιά του Γεωργίτση.
11:15′. Περνάμε ανάμεσα από την πανέμορφη παραλία του Κάτεργου και την μακρόστενη ερημονησίδα “Μακρύ Κάτεργο“. Υπέροχα, διάφανα νερά, αρκετός ήδη κόσμος απολαμβάνει τη δροσιά τους. Ρίχνω μια ματιά στον καπετάνιο.
– Αναρωτιέσαι γιατί δεν σταματάμε για μια βουτιά, έτσι δεν είναι; Μην ανησυχείς. Κρατάμε το Κάτεργο για την επιστροφή, σαν την τελευταία ευχάριστη ανάμνηση της όλης διαδρομής.
Μετά το Κάτεργο σχηματίζεται το στενό πέρασμα “Διαπόρι“. Ακολουθεί μια τελείως βραχώδης ακτογραμμή, με ασβεστολιθικούς βράχους, ύψους πολλών δεκάδων μέτρων. Περνάμε ήδη έξω από τις σπηλιές του Κόκκινου. Είναι εντυπωσιακό πόσο αλίμενο και αφιλόξενο είναι αυτό το παράκτιο τμήμα του νησιού.
Οι τοποθεσίες διαδέχονται η μία την άλλη: αρχικά η “Αλατσαριά“, με τις κοιλότητες των βράχων, που μέσα τους δημιουργούνται μικρές, φυσικές αλυκές. Αμέσως μετά οι “Σκάλες“, με υπολείμματα από πεζούλες που κάποτε καλλιεργούνταν. Στον ΒΔ ορίζοντα προβάλλει η Μήλος και λίγο βορειότερα η ογκώδης και ακατοίκητη Πολύαιγος. Σειρά έχει η περιοχή “Λάκκος” με τις ξέρες του Αη-Νικόλα, από το ομώνυμο εκκλησάκι στο οροπέδιο του Πετούση. Ακολουθεί μια περιοχή τραχιά, με άγριους γκρεμούς.
– Αυτά είναι τα “Κακόβολα“, μου εξηγεί ο καπετάνιος, τόπος που δύσκολα περπατιέται. Κι αυτή η ακτή με τους κάθετους βράχους λέγεται “Δοκάρια“.
11:40′. Καβαντζάρουμε τον κάβο του “Μέγα“. Στην κορυφή του βόρειου στεριανού ορίζοντα προβάλλουν τα λευκά περιγράμματα μερικών σπιτιών της Άνω Μεριάς, του πιο απομονωμένου και ορεινού οικισμού του νησιού.
Η ακτογραμμή επιτέλους ημερεύει, μπαίνουμε στα γαλήνια νερά του μεγάλου όρμου “Βαθύ“. Στον μυχό του είναι αμφιθεατρικά χτισμένος ο μικρός οικισμός της “Αγκάλης“. Εδώ βρίσκεται η δημοφιλέστερη και πιο φιλική παραλία του νησιού, με εύκολη πρόσβαση και εξαιρετικής καθαρότητας νερά. Η Αγκάλη συνδέεται επιπλέον με τακτικά αστικά δρομολόγια με τη Χώρα.
Αμέσως μετά την Αγκάλη περνάμε ανοιχτά από την μικροσκοπική παραλία του Γαλύφου με ενοικιαζόμενα δωμάτια χωρίς ρεύμα ηλεκτρικό, ιδανικά για ερημίτες και ρομαντικούς. Λίγο μεγαλύτερη είναι η παραλία του Αγίου Νικολάου, με πολλά αρμυρίκια, δυο ταβέρνες και το εκκλησάκι του Άη-Νικόλα. Πολύ γρήγορα φτάνουμε στον κάβο της Ασπρόπουντας με τον ομώνυμο επιβλητικό φάρο χτισμένο στην άκρη ενός κατακόρυφου γκρεμού. Με μεγάλη μας έκπληξη αντικρύζουμε στ’ ανατολικά του νησιού, το γνώριμο περίγραμμα της Παναγίας στη Χώρα.
– Όπου κι αν βρεθούμε η Παναγιά μας συντροφεύει, λέει ο Καπετάνιος.
Μετά τον φάρο περνάμε ανοιχτά από όρμους εκπληκτικούς με πρώτο το “Λιβαδάκι“. Αρκετοί επιβάτες, βγάζουν επιφωνήματα θαυμασμού για τα υπέροχα νερά. Κοιτάζω τον καπετάνιο.
– Σε λίγο θ’ αποζημιωθούνε για την υπομονή τους, μου λέει χαμογελώντας.
Σπηλιά Κυρά-Ξένης, μικρά διαδοχικά κολπάκια και στις 12:05′, μια ώρα μετά την αναχώρησή μας, φτάνουμε μπροστά στο στόμιο του όρμου “Αμπέλι“. Ο καπετάνιος ελαττώνει τις στροφές της μηχανής και το σκάφος σταματάει. Βρισκόμαστε πολύ κοντά στο ΒΔ άκρο του νησιού. Δεν θα συνεχίσουμε, γιατί μετά τον κάβο “Κυπαρίσσι” παραμονεύει το μελτέμι. Που κάνει ήδη αισθητή την παρουσία του στ’ ανοιχτά.
Το σκάφος ακινητοποιείται με μια άγκυρα στον πυθμένα και μ’ ένα σχοινί επιδέξια δεμένο σε μια πέτρα της ακτής. Αμέσως μετά ανακοινώνεται σε τρεις γλώσσες στάση για κολύμπι 20 λεπτών. Η ανακοίνωση γίνεται δεκτή με αλαλαγμούς χαράς και με βουτιές από κάθε σημείο του σκάφους. Επικρατεί πραγματικό πανδαιμόνιο, που είναι όμως πολύ συναρπαστικό.
– Αυτές οι στιγμές είναι για μένα οι πιο ωραίες του ταξιδιού, λέει ο καπετάνιος Γιάννης Βενιός. Να βλέπω τους ξένους να εκτιμούν και ν’ απολαμβάνουν τις ομορφιές μας.
Υπέροχη παραλία το Αμπέλι, η πιο απόμακρη του νησιού, με μεικτό βυθό και διάφανα νερά. Έξω είναι βραχώδης η ακτή. Πολλά από τα πετρώματα είναι πράσινα. 3 λεπτά πριν από τις δωδεκάμισι ακούγεται η κόρνα του σκάφους, που ενημερώνει για την εκπνοή του 20λεπτου. Κάποιοι παραπονιούνται μέσα στο νερό. Είναι Έλληνες, κυρίως. Οι ξένοι αποδέχονται αδιαμαρτύρητα την ακρίβεια.
12:30′. Εγκαταλείπουμε το Αμπέλι αλλά σ’ ένα 10λεπτο σταματάμε στο Λιβαδάκι. Εδώ η ομορφιά του τοπίου είναι εκπληκτική, ένας μοναδικός συνδυασμός γαλήνιας παραλίας με βότσαλο και άμμο, κυκλωμένης από θεαματικούς βραχώδεις γκρεμούς άγριας ομορφιάς. Τα νερά είναι πρασινογάλαζα, απίστευτης διαφάνειας. Αρκετά αρμυρίκια ρίχνουν τη σκιά τους στο στόμιο του φαραγγιού που καταλήγει στην ακτή, ενώ διακρίνεται και το ίχνος του μονοπατιού, που φτάνει ως εδώ από το τέρμα της Άνω Μεριάς. Ψηλά στα βόρεια, στην κορυφή ενός λόφου, ξεχωρίζει η ολόλευκη, ειδυλλιακή σιλουέτα των Αγίων Αναργύρων.
Μπροστά στο στόμιο του όρμου εξέχει από τη θάλασσα μια ξέρα, το “Νησάκι στο Λιβαδάκι“. Πάνω από την επιφάνεια του νερού το πέτρωμα είναι μαύρο, ενώ γίνεται λευκό στην κορυφή. Ένα άλλο χαρακτηριστικό του τόπου είναι το ανεπαίσθητο μονοπάτι, που διασχίζοντας με προστατευτικό τοιχαλάκι τον γκρεμό στ’ ανατολικά, συνεχίζει προς τον φάρο. Η πορεία του μοιάζει να ‘ναι πολύ συναρπαστική.
– Αυτό το μονοπάτι χρησιμοποιείτο για τη μεταφορά εφοδίων, όταν ακόμα ζούσαν φαροφύλακες στο φάρο, μου λέει ο καπετάνιος.
Μετά την καθιερωμένη στάση για κολύμπι, φτάνει η εξίσου επιθυμητή ώρα του φαγητού με τα σπιτικά καλούδια της γυναίκας του καπετάνιου: τυροπιτάκια και σπανακοτυροπιτάκια, κεφτεδάκια από φάβα, ντομάτα, τζατζίκι και ελιές. Γεύμα νόστιμο, προσεγμένο και ελαφρύ. Αργότερα φρούτο και ρακή.
Εν πλω και πάλι για στάση, μιας περίπου ώρας, στον όρμο του Αγ. Νικολάου.
15:00′. Ξεκινάμε για το “Κάτεργο”, την τελευταία στάση της εκδρομής. Χορταστική στάση μιας ώρας ανακοινώνει ο καπετάνιος. Ο τόπος είναι τόσο ελκυστικός που κι ως το βράδυ αν διαρκούσε η στάση, δεν θα ‘χε αντίρρηση κανείς. Πολλοί τολμηροί σκαρφαλώνουν στην βραχώδη, μακρόστενη νησιδούλα “Μακρύ Κάτεργο” και βουτάνε από ψηλά. Στην καταχνιά του Α-ΝΑ ορίζοντα αχνοφαίνεται η Σαντορίνη και στ’ ανοιχτά της, ακόμη πιο αμυδρά, τα ερημόνησα “Χριστιανά“.
Πώς περνάνε τόσο γρήγορα οι ευχάριστες στιγμές! Είναι κιόλας 16:30′!
Το Κάτεργο πίσω μας ξεμακραίνει. Βάζουμε πλώρη για τη σπηλιά του Γεωργίτση, έχοντας όρτσα τον γραίγο, που στη ζέστη του απομεσήμερου είναι υπέροχα δροσερός. Ρηχή και στενή η σπηλιά μόνον βάρκες μπορούν να διεισδύσουν. Τα τοιχώματά της είναι ασβεστόλιθος συμπαγής. Μετά τον κάβο του Βιτσέντζου φρεσκάρει περισσότερο ο γραίγος. Ο Καραβοστάσης όμως δεν είναι μακρυά. Σε λίγα λεπτά μας υποδέχεται η γαλήνη του λιμανιού. Είναι 5 το απόγευμα. Η εξάωρη εκδρομή μας φτάνει στο τέλος της.
Η ΧΩΡΑ ΤΗΣ ΦΟΛΕΓΑΝΔΡΟΥ
Από μακρυά δεν επιδεικνύει τα κάλλη της η Χώρα. Δεν μοιάζει με τις Χώρες άλλων νησιών, που σκαρφαλώνουν γεμάτες έπαρση σε απότομες πλαγιές όπως για παράδειγμα η Σέριφος και η Πάτμος, η Αστυπάλαια η Ίος, και τόσες άλλες. Εδώ στη Φολέγανδρο ατενίζοντάς την από τα νότια, η Χώρα μοιάζει σαν οικιστική προέκταση του μεγάλου οροπεδίου. Μια ματιά, ωστόσο από τους αντικρινούς λόφους της Άνω Μεριάς αποκαλύπτει ένα πρόσωπο τελείως διαφορετικό: μια καμπυλόγραμμη διάταξη σπιτιών, που ισορροπούν παράτολμα στο χείλος του κατακόρυφου γκρεμού, σε ύψος 200 μέτρων πάνω από την βραχώδη ακτή.
Για τον επισκέπτη που φτάνει στην Χώρα απ’ το λιμάνι, η κύρια πρόσβαση είναι από την ΝΑ είσοδο, στην πλατεία της Πούντας. Μικρή και γραφική πλατειούλα η Πούντα, προσφέρει βόρεια ανεμπόδιστη θέα στο πέλαγος, ενώ ανατολικά και δυτικά ατενίζει τους λόφους του Αγ. Ελευθερίου και του Παλιόκαστρου. Είναι αφετηρία και τέρμα των αστικών λεωφορείων αλλά και αρχή του τσιμεντοστρωμένου δρομίσκου που ανηφορίζει στην Παναγία.
Η περιδιάβασή μας στη Χώρα είναι ανάλαφρη και ξεκούραστη σε επίπεδα δρομάκια και στενά. Εδώ δεν υπάρχουν ανηφοριές και σκαλοπάτια. Παντού το δάπεδο είναι άριστα πλακοστρωμένο με ντόπιες σχιστόπλακες σε τόνους γκριζοπράσινους. Σπάνια έχουμε συναντήσει τόσο επιμελημένη κατασκευή. Το δρομάκι μετά την Πούντα περνάει δίπλα από το παραπόρτι του Κάστρου, που θα γνωρίσουμε αργότερα. Απέναντι βρίσκεται ο τρουλλαίος ναϊσκος του Σταυρού.
Αμέσως μετά βρισκόμαστε στην πλατεία Ντούναβη, την δεύτερη κατά σειρά της Χώρας, με τον μητροπολιτικό ναό του Αγ. Νικολάου. Στο κέντρο της δεσπόζει ένα μεγάλων διαστάσεων πλατάνι με πυκνά, σκιερά κλαδιά. Απ’ την μεριά της θάλασσας φτάνουν οι δροσερές πνοές του μελτεμιού. Ολόγυρα καφενεία και ταβερνάκια, όμορφος τόπος για να ξαποστάσει κανείς. Εδώ, στο καφενείο «Κι άραξε», συναντάμε «αραγμένο» τον Γιώργο Λιζάρδο, μεγάλο εξερευνητή-ιστιοπλόο και κορυφαίο φωτογράφο.
Σε συνέχεια του Ντούναβη είναι η πλατεία Κονταρίνη, υπερυψωμένη στο κέντρο, ώστε να δημιουργείται ένα ευρύχωρο πλακοστρωμένο βάθρο, γεμάτο με τραπέζια από τις παρακείμενες ταβερνούλες. Η σκιά στην πλατεία δημιουργείται από μερικά περιμετρικά μεγάλα δέντρα: φυρικιά, πιπεριά, ελιές, αμυγδαλιά, μουριά και κουτσουπιά. Το γεύμα ή το δείπνο στην πλατεία Κονταρίνη είναι από τις ωραίες στιγμές που μπορεί κάποιος να ζήσει στην Χώρα. Εξίσου γραφικές είναι οι νυχτερινές ώρες χαλάρωσης και κοινωνικών συναναστροφών στο όμορφο πεζούλι της εκκλησίας του Αγίου Αντωνίου από ντόπιους, Έλληνες και ξένους επισκέπτες κάθε ηλικίας.
Τελευταία στη περιδιάβασή μας δίπλα στην πλατεία Κονταρίνη συναντάμε την πλατεία της Πιάτσας. Εδώ κυριαρχεί, με την παμπάλαια παρουσία του ο ναός της Θεοσκέπαστης, που εξαιτίας εργασιών αποκατάστασης δεν είναι επισκέψιμος
Ταβερνεία και ουζερί, μπαράκια και καφέ, μαγαζιά με μεγάλη ποικιλία δώρων και προϊόντων διαδέχονται το ένα το άλλο, δημιουργούν μια ευχάριστη εικόνα αέναης κινητικότητας και ζωντάνιας από τις πρώτες πρωινές ως τις τελευταίες νυχτερινές ώρες.
Διάφορες μυρωδιές, ιδιαίτερα ελκυστικές, γεμίζουν την ατμόσφαιρα έξω από τα εστιατόρια, τα ψητοπωλεία και ουζερί. Τηγανιτά ψαράκια και χταποδάκια στα κάρβουνα, κρέατα σούβλας και γύρος αλλά και χαρακτηριστικά μαγειρευτά φαγητά προσκαλούν και προκαλούν για μια στάση γευστική. Τις μεσημεριανές αλλά κυρίως τις βραδινές δροσερές ώρες, τα τραπεζάκια είναι δυσεύρετα, γεμίζουν ασφυκτικά όλα τα μαγαζιά.
Το κεντρικό δρομάκι με τα κάθετα στενορρύμια μας οδηγεί μετά από λίγο στην νότια έξοδο της Χώρας, στον περιφερειακό δρόμο, όπου, μετά από τόσες ώρες ξαναβλέπουμε αυτοκίνητα. Εδώ δεσπόζει το περίφημο CHORA RESORT ένα συγκρότημα 5*, που με τα λουλούδια, τις πισίνες την ανοιχτωσιά και την εξαίρετη αρχιτεκτονική αποτελεί αληθινό κόσμημα για την Χώρα και το νησί.
ΣΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ ΤΑ ΣΤΕΝΑ
Διεισδύουμε στο Κάστρο, είτε από το στενό, σκεπασμένο «Παραπόρτι», απέναντι από το εκκλησάκι του Σταυρού είτε από την «Λότζια», κοντά στην εκκλησία του Ταξιάρχη. Πριν αρχίσουμε όμως την μικρή μας περιπλάνηση αξίζει να υπενθυμίσουμε, ότι σύμφωνα με την Αρχιτέκτονα-Μηχανικό της Β’ Ε.Β.Α. του ΥΠ.ΠΟ. Λίνα Δεμαθά(4) «ο χώρος κάστρο στο χώρο και στον ιστορικό χρόνο των Κυκλάδων, παραπέμπει κατά κανόνα σε μια μορφή οικιστικής οργανώσεως παρά σε οχυρωματικές κατασκευές. Πρόκειται για αμυντικούς οικισμούς η ίδρυση των οποίων τοποθετείται στους χρόνους της λατινοκρατίας και οι οποίοι εξακολουθούν να ζουν μέχρι σήμερα. Ο οχυρωματικός χαρακτήρας ενός κάστρου αυτού του τύπου συνίσταται κυρίως στην αμυντική περιτείχισή του, αποτέλεσμα της συνεχούς δομήσεως των σπιτιών σε ένα κλειστό σχήμα. Οι ίδιοι οι εξωτερικοί τοίχοι των σπιτιών αυτών σχηματίζουν ένα περιμετρικό συνεχές τείχος με ανοίγματα ολιγάριθμα και μικρά».
Εισδύουμε στο κάστρο από την υπαίθρια είσοδό του, την Λότζια. Αφήνουμε στην ευθεία ένα μακρύ «βόλτο» (5) σκεπασμένο με φίδες και κατευθυνόμαστε αριστερά. Αμέσως περνάμε κάτω από μια μικρότερη στοά, που σαν ενδιάμεσο μπαλκόνι συνδέει δύο αντικριστά καστρόσπιτα, εξασφαλίζοντας σε περίπτωση κινδύνου οδό διαφυγής.
Παρελαύνουν από μπροστά μας όμορφα σπίτια, κατάλευκα, με πορτοπαράθυρα πράσινα και μπλε. Πολλά λουλούδια προσθέτουν χρώμα και ομορφιά. Στο δυτικότερο άκρο αυτού του δρόμου, στο χείλος του χαοτικού κατακόρυφου γκρεμού, ορθώνεται σαν φρουριακός προμαχώνας ο τρίκογχος ναός του Χριστού ή Παντάνασσας. Η θέα στο πέλαγος από το σημείο αυτό είναι μοναδική.
Να κι ένα μοσοερειπωμένο σπίτι με παμπάλαια τοιχοποιϊα, ανάγλυφους ρόδακες και σταυρό. Σε μαρμάρινη πλάκα, εντοιχισμένη στην εκκλησούλα της Αγίας Σοφίας αναγράφεται η ονομασία της πλατείας: «ΛΙΛΗ ΜΠΕΧΡΑΚΗ». Ένα διπλανό παλιό σπίτι διασώζει την αρχική του ξύλινη πόρτα και λιθανάγλυφους ρόδακες, ενώ άλλα λιθανάγλυφα κοντά στο έδαφος, θυμίζουν ψαροκόκκαλο.
Διεισδύουμε στο μακρύ βόλτο που είχαμε συναντήσει στην αρχή. Μας βγάζει σ’ ένα απίθανο στενάκι με πλάτος μικρότερο του ενός μέτρου. Στρίβουμε δεξιά και βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα σπίτι με χρονολογία 1751. Όμορφα σπίτια, κολλητά το ένα στο άλλο, δημιουργούν μια κλειστή κοινωνία, που είναι αδύνατον να υποψιαστεί κανείς όταν βρίσκεται στις ανοιχτόχωρες πλατείες της Χώρας.
Ο δρομίσκος καταλήγει στο μικρό ξενοδοχείο «CASTRO”. Η περιπλάνησή μας πλησιάζει στο τέλος της. Κατηφορίζοντας δεξιά διασχίζουμε το στενό Παραπόρτι και βγαίνουμε στην Χώρα. Το οδοιπορικό μας ωστόσο, στο χώρο του Κάστρου μας επεφύλασσε μερικές εκπλήξεις ακόμη, απρόσμενες και συναρπαστικές.
ΣΤΑ ΑΔΥΤΑ ΤΟΥ ΒΕΝΙΟΥ
ΧΡΥΣΑΦΙ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ
–Δίπλα από το ξενοδοχείο «ΚΑΣΤΡΟ» υπάρχει ένα φαρδύ, καμαρωτό σοκάκι. Ανεβείτε την σκάλα και θα βρεθείτε μπροστά στο σπιτικό μου. Ελάτε να πιούμε ένα καφεδάκι, λέει καληνυχτίζοντας μας ο Μάρκος Βενιός.
Νωρίτερα έχουμε τη χαρά να τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας με τους δύο πρωτοξαδέλφους, τον φωτογράφο Γιώργο Λιζάρδο και τον ζωγράφο της Φολεγάνδρου, Μάρκο Βενιό.
Πρωινές ώρες διαβαίνουμε και πάλι το στενό, σκιερό Παραπόρτι, εισδύουμε μέσα στα στενά όρια της μεσαιωνικής πολιτείας του Κάστρου. Δύο λεπτά μετά ανεβαίνουμε τα λιγοστά πέτρινα σκαλοπάτια ως την βεράντα του Βενιού. Τον βρίσκουμε καθισμένο στην σκιά, ν’ απολαμβάνει τις πνοές του μελτεμιού. Πατώντας στο κεφαλόσκαλο η αλλαγή του μικροκλίματος είναι εντυπωσιακή και η δροσιά που επικρατεί μοναδική.
–Πού ήταν κρυμμένο τόσο μελτέμι;
–Πίσω από τους καστρότοιχους και τους όγκους των σπιτιών. Εδώ πάνω όμως σ’ εμένα, έχει βίζα διαρκείας, να μπαινοβγαίνει όποτε θέλει. Καλωσορίσατε, φίλοι μου, στο φτωχικό μου.
Αδύνατον να φανταστούμε τόπο ωραιότερο και πιο προνομιακό από το ταρατσάκι του Βενιού που αγναντεύει στα Ν.ΝΔ τον λόφο του Αγίου Ελευθερίου, στον ορίζοντα της τραμουντάνας και του μαϊστρου το ανήσυχο – συνήθως- Αιγαίο και ανατολικότερα ακόμη τον ιερό λόφο της Παναγίας με την πυραμίδα του Παλιόκαστρου και το χαοτικό γκρεμό.
–Πώς μπορείς και την αντέχεις τόση ομορφιά; ρωτάω τον Μάρκο.
–Δεν την αντέχω, παρόλα τα χρόνια που την χαζεύω. Γι αυτό κι εγώ ξεσπάω στα πινέλα και στις μπογιές μου. Μήπως και καταφέρω να κρατήσω ένα κομμάτι της δικό μου. Μα, εσύ τι λες, φυλακίζεται ποτέ, μπαίνει σε πλαίσιο της φύσης η ομορφιά;
Μ’ αυτά τα λόγια ο Βενιός σπρώχνει μαλακά μια βαριά πόρτα σε χρώμα λουλακί και μας εισάγει στο εργαστήρι του, στα άδυτα του δικού του χώρου, όπου σκέφτεται, οραματίζεται εμπνέεται, σκιτσάρει, χρωματίζει, απλώνει με θρησκευτική ευλάβεια στους ουρανούς των έργων του, τα λεπτεπίλεπτα, διάφανα σχεδόν φύλλα χρυσού. Νιώθει για ώρες, μέρες ή και βδομάδες τις ωδίνες του «καλλιτεχνικού» του τοκετού, ενθουσιάζεται, απογοητεύεται, εγκρίνει ή απορρίπτει, ως τη στιγμή που θα τα βρει τελικά με τον εαυτό του και θα υπογράψει στο κάτω δεξί τμήμα του έργου, μ’ αυτό τον ιδιότυπο τρόπο και με το κόκκινο μελάνι: «Μ. Βενιός»
Περιμένουμε να συναντήσουμε μια γλυκιά ακαταστασία, τόσο αναμενόμενη και οικεία στους καλλιτέχνες. Η ευταξία όμως του φίλου μας αφήνει έκπληκτους.
Φολέγανδρος και Αιγαίο. Παντού γύρω μας οι δύο μεγάλες, διαχρονικές αγάπες του Βενιού. Που τους είναι αφοσιωμένος για μισό αιώνα τώρα, από τα πρώτα μαθητικά του χρόνια. Μα πάντα ανικανοποίητος, πάντα αυστηρός και αγχωτικός με τον εαυτό του. Όπως πρέπει να’ ναι κάθε αυθεντικός δημιουργός. Αφήνουμε για λίγο το εργαστήρι, περνάμε στο σαλονάκι, με τα θαυμάσια χειροποίητα έπιπλα-αντίκες. Παρατηρούμε τη λεπτοδουλειά, τη λιτή γραμμή, το φινίρισμα των επίπλων.
–Από τι ξύλο είναι φτιαγμένα; ρωτάω το Μάρκο
–Από τσακίσματα, μου απαντάει, τσακίσματα καραβιών, ¨…από ταξίδια που δεν τέλειωσαν ποτέ».
Η κρεβατοκάμαρα του Μάρκου είναι το πιο μικροσκοπικό δωμάτιο του σπιτιού. Καθώς είναι διαμπερές, έχει μόνιμο κάτοικο το μελτέμι. Ο καύσωνας είναι τελείως άγνωστος εδώ. Σιδερένιο το κρεβάτι, από τα τέλη του 19ου αιώνα, ήταν το νυφικό των γονιών του. Σ’ αυτό άλλωστε γεννήθηκε και ο ίδιος. Προσπαθώ να φανταστώ –χωρίς όμως επιτυχία- πως είναι να εξακολουθεί να κοιμάται κάποιος στο κρεβάτι που φέρει ανεξίτηλη την αύρα των γονιών του, σ’ αυτό όπου κι ο ίδιος πρωταντίκρυσε το φως.
Τους τοίχους κοσμούν –ανάμεσα στα άλλα- ένα χαρακτικό του φίλου του Φασιανού και δύο έξοχοι, μεγάλοι χάρτες των Κυκλαδίτικων νησιών.
–Θέλω πάντα να ταξιδεύω, έστω και νοερά, στα Αιγαιοπελαγίτικα νησιά.
Δίπλα στην κουζίνα, που είναι γεμάτη με αντικείμενα και σκεύη άλλων εποχών, βρίσκεται το τελευταίο δωμάτιο του σπιτιού. Εδώ, ανάμεσα σε αντικείμενα συναισθηματικής –κυρίως- αξίας για τον Μάρκο, βρίσκεται και το πρώτο έργο που φιλοτέχνησε για την Χώρα και το λόφο της Παναγίας, στα πρώτα μαθητικά του χρόνια. Ο ουρανός, βέβαια του έργου είναι βαμμένος γαλάζιος, ο Βενιός δεν είχε αναπτύξει σ’ εκείνη την ηλικία, την ιδιάζουσα τεχνική που τον έκανε αργότερα διάσημο, της δημιουργίας δηλαδή του φόντου του ουρανού, με επίστρωση φύλλων χρυσού ή ασημιού.
–Απολαύστε για λίγο το μελτεμάκι στη βεράντα, δεν θ’ αργήσω, λέει ο φίλος μας και εξαφανίζεται στην κουζίνα. Πρώτα καταφθάνει μια υπέροχη κρητική ρακή. Την συνοδεύουν προϊόντα Φολεγάνδρου: ντοματάκια, κάπαρη, ελίτσες και άνυδρα αγγουράκια. Ακολουθεί το «σουρωτό», το γευστικότατο ντόπιο τυρί. Επιστέγασμα αυτών των γοητευτικών μεζέδων είναι φραγκόσυκα παγωμένα και μια πιατέλα γεμάτη με μαύρα σύκα.
–Πήγα και τα μάζεψα στις 7 το πρωί για σας, λέει ο φίλος μας. Τόσα χρόνια που σας διαβάζω, αισθάνομαι σαν να είστε άνθρωποι δικοί μου.
Η ώρα, ωστόσο, περνάει ανελέητα η πορεία του ήλιου ψηλώνει στον ουρανό, η σκιά του σπιτιού δίνει τη θέση της στο εκτυφλωτικό φως. Το μελτέμι κάνει ότι μπορεί για να μας δροσίσει, χωρίς όμως μεγάλη επιτυχία.
–Τούτη είναι μια δύσκολη ώρα για τη βεράντα, παρατηρεί ο Μάρκος. Και δυστυχώς, οι δύο φοίνικες είναι πολύ μικροί ακόμη, έχουν αδύνατη σκιά.
–Εύχομαι να ξαναβρεθούμε και μετά από πολλά χρόνια σε τούτη τη βεράντα λέω στον φίλο μας, όταν οι φοίνικές σου θα μπορούν απόλυτα να μας προστατέψουν με τη σκιά τους.
ΣΤΑ ΨΗΛΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Τις πρώτες πρωινές αλλά και τις προχωρημένες απογευματινές ώρες, τότε που πέφτει η ζέστη, ένα καραβάνι ανθρώπων ξεκινάει ν’ ανηφορίζει από την πλατεία της Πούντας για την εκκλησία της Παναγίας. Περνώντας αρχικά ανάμεσα από όμορφα καταλύματα, με πολλά λουλούδια και δέντρα, ο ασφαλτόδρομος μεταμορφώνεται γρήγορα σε στενό τσιμεντένιο δρομάκι, που σκαρφαλώνει με συνεχείς μαιανδρισμούς στην απότομη πλαγιά (6). Μεσολαβεί το κοιμητήριο του Αγίου Ιωάννη με το αρχαίο τείχος και το κεφάλι του ρωμαϊκού αγάλματος. Στη συνέχεια γίνεται πετρώδες και άγονο το τοπίο, με αλλεπάλληλες ξερολιθιές που συγκρατούν πεζούλες με χωραφάκια. Μοναδική βλάστηση είναι οι θάμνοι φλόμων και αγκαθιών.
Με χαλαρό βάδισμα καλύπτουμε σε λιγότερα από 15 λεπτά την υψομετρική διαφορά των 90 μέτρων από την Πούντα (225μ.) ως την Παναγία (325μ.). Εδώ λοιπόν «κάτω από την κορυφή του αρχαίου ¨Παλιόκαστρου» δεσπόζει η χριστιανική ακρόπολη του ναού» (7)
Ο πολύτρουλλος ναός, με τις εναλλαγές των φωτοσκιάσεων στους πολύπλοκους τρούλλους του, μας χαρίζει μια συνολική εικόνα πραγματικά εντυπωσιακή. Δεξιά της κυρίας εισόδου δεσπόζει μια ογκωδέστατη κυλινδρική βάση από γκρίζο γρανίτη, στο πάνω μέρος της οποίας σώζονται ίχνη των ποδιών χάλκινου ανδριάντα. Μεγάλο τμήμα της κυλινδρικής επιφάνειας φέρει εγχάρακτη μακροσκελή επιγραφή ρωμαϊκών χρόνων. Εντυπωσιακό είναι επίσης και το καμπαναριό, που στο κάτω μέρος του έχει ενσωματωμένο ακέφαλο και χωρίς άκρα κορμό αγάλματος.
Στον αύλειο χώρο κείτονται διάσπαρτα τμήματα αράβδοτων κιόνων καθώς κι ένας μαρμάρινος κιονίσκος με ωραιότατες ραβδώσεις. Η κυρίως είσοδος του ναού φέρει μαρμάρινο υπέρθυρο και παραστάδες με ποικίλες ανάγλυφες παραστάσεις. Σε εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα αναφέρεται η κτητορική επιγραφή και η χρονολογία ΑΧΠΖ (1687), που είναι μάλλον μεταγενέστερη της αρχικής οικοδόμησης του ναού.
Από το εσωτερικό του μονόχωρου και χωρίς κλίτη ναού παραδόξως απουσιάζουν τελείως οι τοιχογραφίες. Εντυπωσιακό είναι το μαρμάρινο τέμπλο, φτιαγμένο από λευκό και γκρίζο μάρμαρο από λιθοξόους τηνιακούς. Στο κέντρο του πλακόστρωτου δαπέδου υπάρχει ταφικό μνημείο όπως υποδηλώνουν οι ανάγλυφες απεικονίσεις οικοσήμων, νεκροκεφαλής και δικέφαλου αετού.
Είχαμε την δυνατότητα να επισκεφθούμε σε διάφορες χρονικές στιγμές την Παναγία από νωρίς τα χαράματα ως το τελευταίο φως του δειλινού. Ανεβήκαμε το ανηφορικό μονοπάτι ως την κορυφή του Παλιόκαστρου ανάμεσα στα υπολείμματα της αρχαίας τοιχοποιϊας, κινηθήκαμε στα ΝΑ της κορυφογραμμής ως τη ¨Βίγλα», αγναντέψαμε την μοναδική θεά από κάθε σημείο του ορίζοντα. Δυστυχώς δεν είχαμε το χρόνο ή τις οδηγίες κάποιου καλά ενημερωμένου ντόπιου για να επισημάνουμε την επικίνδυνη πρόσβαση που από τους αρχαίους χρόνους οδηγούσε στην θρυλική Χρυσοσπηλιά.
ΣΤΗΝ ΑΝΕΜΟΕΣΣΑ
ΠΑΝΩ ΜΕΡΙΑ
Παρατηρώντας το χάρτη της Φολεγάνδρου σκεφτόμαστε αρχικά ότι η Πάνω Μεριά είναι απλά ο απόμακρος οικισμός στα ΒΔ ηπειρωτικά του νησιού. Διαβάζοντας όμως τις πρώτες φράσεις από τα γραφόμενα του αρχιτέκτονα Σταύρου Σταυρίδη (8) δεν βλέπουμε την ώρα να γνωρίσουμε τον τόπο: «Είναι μέρες που στην Πάνω Μεριά, μέσα στο καταχείμωνο, φυσάει τόσο πολύ που δεν ξεμυτάει κανείς. Τα παιδιά δεν πάνε σχολείο μη τυχόν και τα πάρει ο αέρας… Είναι πάλι μέρες καλοκαιριάτικες που ο βοριάς, ήμερος, δροσίζει την πυρωμένη γη, τα πυρωμένα σπίτια και τα τσουρουφλισμένα πρόσωπα… Μοιάζει τούτο το χωριό να ξετυλίγει τη ζωή του στον άνεμο. Ποτέ οι κάτοικοί του δεν ησυχάζουν, τη γαλήνη διαδέχεται η βοή, τους «φρέσκους βοριάδες οι πανισιάριδες» οι υγροί δηλαδή νοτιάδες».
Βουϊζει απ’ το πρωί το μελτέμι, στη πισίνα του ξενοδοχείου μας. Ξεσηκώνει καθίσματα και τραπέζια. Στα πελάγη μόνον τα μεγάλα σκάφη επιτρέπεται να βγουν. Εκεί που απαγκιάζει, ωστόσο, ο ήλιος είναι καυτερός. Αποφασίζουμε μεσημεριάτικα, μέσα στο λιοπύρι, να ξεκινήσουμε για την Πάνω Μεριά με το λεωφορείο των 13:30 από την Πούντα. Είναι ίσως η πιο ακατάλληλη ώρα για να βρεθούμε στην ηλιοκαμένη, την ανεμόδαρτη ράχη της Πάνω Μεριάς. Η μήπως είναι η ρεαλιστικότερη χρονική στιγμή για να γνωρίσουμε τον τόπο; Αυτό έμελλε ν’ αποδειχθεί.
Αφήνουμε δεξιά μας τη Σίκινο με τον μικρότερο δορυφόρο της, την Καρδιώτισσα, χαζεύουμε χαμηλά του γκρεμούς της Χώρας με τις αφρισμένες ακτές και κατευθυνόμαστε στα ηπειρωτικά. Βογγάει το λεωφορείο στην απότομη ανηφόρα, το ξερό τοπίο κι η αντηλιά θυμίζουν Μεξικό. Μια πινακίδα μας θυμίζει πως βρισκόμαστε ήδη στην επικράτεια της Πάνω Μεριάς, το πιστοποιεί η εμφάνιση των πρώτων σπιτιών, αραιοχτισμένων, μοναχικών στην απόλυτη ερημιά.
Ο ανήφορος τελειώνει, με θεόστενο δρόμο εισχωρεί το λεωφορείο στο πιο πυκνοκατοικημένο σημείο του οικισμού, με δύο μικρομάγαζα κι άλλα τόσα ταβερνάκια. Συνεχίζει το λεωφορείο να διασχίζει το αραιοχτισμένο μακρυνάρι της Πάνω Μεριάς. Κάνει στάσεις σε δύο στρατηγικά σημεία και κάποτε φτάνει στην «έξω μεριά» της Πάνω Μεριάς. Εκεί, στο ύψος της εκκλησίας του Ταξιάρχη, τερματίζει το ταξίδι του, σ’ ένα πλάτωμα του δρόμου. Είναι το τελευταίο κατοικημένο σημείο του οικισμού, με μερικά σπίτια κι ένα ταβερνείο «το ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ ΤΟΥ ΜΗΤΣΑΚΗ». Το μαγαζάκι είναι τελείως έκθετο στις ασύδοτες επιθέσεις του πουνέντε, του μαϊστρου και του γαρμπή. Τα μεγάλα του τζάμια, αν και ασφαλισμένα γερά απέναντι στους ανέμους, πηγαινοέρχονται με βίαια τριξίματα μέσα στους αρμούς τους.
–Μη φοβάστε, αντέχουν και πιο δυνατό αέρα, μας καθησυχάζει ο νεαρός Δημήτρης. Ξαποσταίνουμε για λίγο, αγναντεύουμε τη θολούρα του πελάγου και μέσα στο απομεσήμερο, ξεκινάμε να γνωρίσουμε την Πάνω Μεριά. Καθώς βγαίνουμε στα υψώματα μας αρπάζει το μελτέμι, η ζέστη μαλακώνει. Θυμόμαστε και πάλι τα γραφόμενα του Σταύρου Σταυρίδη : «Η Πάνω Μεριά φτιάχτηκε λες για να ζει με τούτο τον άνεμο. Όχι με το φόβο του μόνο αλλά και με την επινοητικότητα, που τη δύναμη του αέρα μπορεί να την κάνει χρήσιμη, μερικές φορές ευχάριστη, άλλοτε και παιχνίδι. Κάθε σπίτι έχει γυρισμένη την πλάτη του στον βοριά, προσπαθώντας με το σχήμα του να ορίσει μια αυλή προφυλαγμένη. Μικρά παραθυράκια προς το βοριά κατασκοπεύουν τις διαθέσεις του, προφυλάσσοντας παράλληλα απ’ το κρύο. Από την άλλη πλευρά, πιο μεγάλα τα παράθυρα, κοιτούν όσο τους επιτρέπει η θέση του οικοπέδου το δρόμο, εκεί όπου γίνονται όλα, απ’ όπου περνούν αναγκαστικά όλοι, πηγαίνοντας στις δουλειές τους αλλά και στις «βεγγέρες»
Παρατηρώντας στην περιήγησή μας τη δομή και διάταξη των σπιτιών, διαπιστώνουμε σε κάθε βήμα την ακρίβεια των λεγομένων του Σταυρίδη. Εντύπωση όμως μας προκαλεί και η παρουσία των αλωνιών, που στην Πάνω Μεριά είναι πολλά. Αναφέρει σχετικά ο Σταυρίδης: «Το αλώνι σε κάθε σπιτικό είναι, αντίθετα, πάνω στο Βοριά. Το λίχνισμα χρειάζεται τα καλοκαιρινά μελτέμια. Συχνά μάλιστα, ένα μάτσο στάχυα, δεμένα μ’ ένα μικρό σχοινάκι σ’ ένα ξύλο, φτιάχνουν ένα πρόχειρο ανεμοδείκτη, το «παγκερόλι».
Το «Σπιτάκι της Λεμονιάς»
Στην Πάνω Μεριά παρατηρούμε και κάτι άλλο ακόμα, που ουδέποτε ως τώρα έχουμε συναντήσει. Είναι το περίφημο «Δεντρόσπιτο» ή «Σπιτάκι Λεμονιάς». Γράφει γι αυτό ο Σταυρίδης: «Ίσως η πιο ιδιότυπη προφύλαξη από τον αέρα να είναι τα πανωμερίτικα «δεντρόσπιτα», κυκλικά κτίσματα που περιβάλλουν ένα πολύτιμο δέντρο, συνήθως μια λεμονιά. Είναι φτιαγμένα από πέτρα και υψώνονται σιγά-σιγά καθώς το δέντρο μεγαλώνει, με μια μικρή μόνον πορτούλα για να μπαίνει κανείς και να μαζεύει τα λεμόνια. Παρατηρώντας όλα αυτά τα «λεμονόσπιτα» διαπιστώνουμε μια θαυμαστή ομοιομορφία, σαν να κατασκευάστηκαν από τον ίδιο τεχνίτη. Το τοιχαλάκι τους αποτελείται από τις σταχτιές ή σταχτοπράσινες σχιστολιθικές πέτρες του τόπου, που σχίζονται και κόβονται εύκολα με σφυρί. Η τοιχοποιία είναι φτιαγμένη με μεγάλη επιμέλεια και με άψογο κυκλικό σχήμα. Η παρουσία όλων αυτών των μικρόσπιτων λεμονιάς δίπλα στα ανθρώπινα σπιτάκια της Πάνω Μεριάς είναι μια εικόνα εκπληκτική και πρωτόγνωρη, σχεδόν συγκινητική. Γιατί εκφράζει με τον πιο παραστατικό τρόπο όχι μόνον την επινοητικότητα και κατασκευαστική δεινότητα των Πανωμεριτών για να δαμάσουν τις συνθήκες του περιβάλλοντος όπου διαμένουν αλλά επιπλέον μια αυξημένη ευαισθησία για την προστασία του πολύτιμου και αδύναμου απέναντι στους δύσκολους καιρούς δέντρου λεμονιάς.
Στον κεντρικό δρόμο της Πάνω Μεριάς κινεί ξαφνικά την προσοχή μας ένα κατασκεύασμα τελείως διαφορετικό. Είναι το πιο ανθρωπόμορφο ίσως σκιάχτρο που έχουμε δει ποτέ. Είναι τόσο ρεαλιστικά φτιαγμένο και ντυμένο, που από μακρυά δίνει την εντύπωση ζωντανού ανθρώπου με τα χέρια ανοιχτά.
–Για ποιο λόγο τοποθετήθηκε αυτό το σκιάχτρο; ρωτάμε κάποιον.
–Για να διώχνει από τ’ αμπελοφάσουλα τα κοράκια. Άλλοτε που οι καλλιέργειες ήταν πολλές δεν το πολυσκεφτόμασταν, ας τρώγαν και τα πουλιά. Σήμερα όμως τα λιγοστά γεννήματα χρειάζονται προστασία.
ΣΤΟ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΟΙΚΟΜΟΥΣΕΙΟ ΦΟΛΕΓΑΝΔΡΟΥ
ΜΙΑ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΜΟΝΑΔΙΚΗ
Στα πρώτα σπίτια της Πάνω Μεριάς, κάτω από τον λόφο με το ξωκκλήσι του Θεολόγου, ο Μάρκος Βενιός μας κατευθύνει στο Λαογραφικό Οικομουσείο Φολεγάνδρου.
Είναι ένας χώρος στεγασμένος αλλά και υπαίθριος, που δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε, ότι αποτελεί την πιο παραστατική, ολοκληρωμένη και συναρπαστική απεικόνιση της καθημερινής αγροτικής ζωής. Μιας ζωής που κάθε οικογένεια ζει στην δική της εδαφική επικράτεια και στο δικό της οικιστικό σύνολο, την περίφημη «Θεμωνιά» (από το αρχαίο «θημών», που σημαίνει σωρός).
Η θέση του συγκροτήματος στην ήπια λοφοπλαγιά είναι υπέροχη και η θέα μοναδική. Με ξεναγό μας τον Μάρκο Βενιό, από τους πρωτοπόρους στην σύλληψη της δημιουργίας του Μουσείου, περιδιαβαίνουμε τον χώρο. Πώς προέκυψε όμως η ιδέα του Μουσείου;. Ο φίλος μας κάνει ένα νοερό άλμα στο παρελθόν.
–Στο μακρινό 1983, όταν ακόμη υπηρετούσα ως συντηρητής έργων τέχνης στην Αρχαιολογική Υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού, συνάντησα στην Φολέγανδρο τις Αρχαιολόγους Τζέλη Χαριτωνίδου, Μαρία Θεοχάρη και Λιάνα Παρλαμά. Στους περιπάτους μας σε εγκαταλειμμένες θεμωνιές, ξωκκλήσια και στάβλους περπατούσαμε πάνω σε όστρακα, βλέποντας τα οικόσιτα ζώα να τρώνε μέσα σε πήλινα μουσειακά πιάτα ή κούπες. Τότε έπεσε η ιδέα να ιδρυθεί ένας Πολιτιστικός Σύλλογος και ένα Λαογραφικό Μουσείο για τη διάσωση αυτής της κληρονομιάς. «Εσύ ως Φολεγανδριώτης οφείλεις να συμμετάσχεις, μου είπαν οι αρχαιολόγοι. Εμείς, που ερωτευτήκαμε την Φολέγανδρο, θα βοηθήσουμε όσο είναι δυνατόν». Έτσι, τον Φλεβάρη του 1984 ιδρύθηκε ο Πολιτιστικός Σύλλογος Φολεγάνδρου και τέσσερα χρόνια αργότερα, γιορτάζαμε τα εγκαίνια του Μουσείου.
Στο θαυμάσιο έντυπο του Μουσείου η Αρχαιολόγος Αγγελική Βαβυλοπούλου Χαριτωνίδου αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Όταν το καλοκαίρι του 1983 μια συντροφιά αρχαιολόγων, η Μαρία Θεοχάρη, η Λιάνα Παρλαμά και η υπογράφουσα, πρωτοταξιδέψαμε στην Φολέγανδρο και ανεβήκαμε στον αγροτικό οικισμό της Πάνω Μεριάς, οι εντυπώσεις μας ήταν αναπάντεχες. Μέσα σε ένα αδιάκοπο αναφύσημα, ο έντονος χαρακτήρας της άνυδρης τραχιάς γης, οι ξερολιθικές κατασκευές, οι πρωτόγονες οικιστικές εστίες, η παρουσία μιας απόμακρης, μέσα από αιώνες λιτής, σκληρής ζωής, μας απομάκρυναν από κάθε σύγχρονη πραγματικότητα του χρόνου και του πολιτισμού μας. Όλος ο οικισμός ήταν ένα παραδοσιακό υπαίθριο, οικολογικό λαογραφικό μουσείο…»
Τότε σκεφθήκαμε πως πρέπει να επιζήσει και να διατηρηθεί ένα από τα πιο ιδιόμορφα αυτά αγροτόσπιτα με όλο το πλέγμα των βοηθητικών του κτισμάτων και εξαρτημάτων, που περιβαλλόμενο από τοίχο ξερολιθιάς αποτελούσε μια οικιστική ενότητα, μια «Θεμωνιά» όπως την ονομάζουν οι ντόπιοι, από το αρχαίο ρήμα που σημαίνει συγκεντρώνω.
Ιδρύσαμε στην Αθήνα έναν Πολιτιστικό Σύλλογο με την επωνυμία ¨Η ΦΟΛΕΓΑΝΔΡΟΣ¨ και με την υποστήριξη της Διεύθυνσης Λαϊκής Τέχνης του Υπουργείου Πολιτισμού, αγοράσαμε μια ερειπωμένη θεμωνιά που συγκέντρωνε όλα τα στοιχεία του πρωτόγονου, του αυτοσχέδιου αλλά και της τέλειας λειτουργικότητας. Ο Πρόεδρος του Συλλόγου Μάρκος Βενιός, Φολεγανδριώτης, ζωγράφος και συντηρητής έργων τέχνης και ο Αντιπρόεδρος Χρ. Θλιβέρης, αρχιτέκτων, αφού προσέλαβαν ντόπιους μαστόρους και εργάτες με πρωτομάστορα τον Λουκά Μαρινάκη, ανέλαβαν την συντήρηση και αποκατάσταση της Θεμωνιάς, ακολουθώντας την αρχική της μορφή και αυθεντικά στοιχεία, δουλεύοντας με τις παραδοσιακές ύλες και τεχνικές.
Περιδιαβαίνοντας τον υπαίθριο χώρο περνάμε δίπλα από το πανέμορφο αλωνάκι, το καλοχτισμένο “Σπιτάκι λεμονιάς”, τις στέρνες του βρόχινου νερού, την πρωτόγονη πλύστρα των ρούχων, καθώς και το πρωτόγονο επίσης πατητήρι λαξευμένο σε συμπαγή βράχο, για το πάτημα των σταφυλιών από το παρακείμενο αμπελάκι. Σ’ ένα μικροσκοπικό μπαχτσεδάκι φυτρώνουν λιλιπούτεια ντοματάκια, δυόσμος και ρίγανη με ευωδιά εκπληκτική.
Εντυπωσιακό κατάλοιπο είναι το υπαίθριο λιοτριβιό. Πάνω σ’ ένα υπερυψωμένο κτιστό κυκλικό βάθρο βρίσκεται ο βαρύς πέτρινος «Κύλινδρας» που συνθλίβει τις ελιές, καθώς περιστρέφεται από τρεις άνδρες. Μετά ο πολτός μαζεύεται σε ειδικούς σάκους πλεγμένους στο χέρι από τις γυναίκες και μεταφέρεται στο στεγασμένο λιοτριβιό. Εκεί σώζεται το πιο πρωτόγονο σύστημα τριβής της ελιάς, το «αντί». Είναι ένας ξύλινος μοχλός, στηριγμένος σε βαθούλωμα του τοίχου, που πιέζει τον σάκο με τον πολτό κι έτσι το λάδι κυλάει σε ειδικό πήλινο δοχείο, το ¨μάρκο¨.
Ο ξυλόφουρνος της θεμωνιάς έκαιγε με αγκάθια, σχίνα και θυμάρι, αφού δεντρόξυλα δεν υπάρχουν πια στο νησί. Ειδική μνεία αξίζει να γίνει για τα δώματα των κτισμάτων της θεμωνιάς. Για την αποκατάστασή τους ακολουθήθηκε η πατροπαράδοτη τεχνική που από αιώνες εφαρμόζεται στις Κυκλάδες. Η οροφή καλύπτεται από μεγάλες σχιστόπλακες. Τις συγκρατούν παράλληλοι κορμοί από άγριο κυπαρίσσι, της γνωστής «φείδας» αιώνιας αντοχής. Εκείνους τους αιώνες φύονταν τέτοια δέντρα στη γη της Φολεγάνδρου , από το 19ο αιώνα όμως δεν ξαναφύτρωσαν πια. Πάνω στις πλάκες στρώνεται μια λάσπη από ασβέστη και χώμα, γίνεται η λεγόμενη «ρόδωση». Ακολουθεί ένα παχύ στρώμα από ξερά φύκια και τελικά όλο το δώμα καλύπτεται με αν λιπαρό καθαρό χώμα που γίνεται αδιάβροχο όταν ξεραθεί.
Δύο επισκέψεις αφιερώνουμε στο Μουσείο: μια με το ζωηρό πρωινό φως και μια άλλη με το απαλό φως του δειλινού. Και τις δύο φορές μας συναρπάζει η μαγεία του τόπου, τα εκπληκτικά κτίσματα ντόπιας πέτρας και ο πλούτος των σπάνιων και παραδοσιακών αντικειμένων και εργαλείων, που εκτίθενται σε άριστη κατάσταση διατήρησης. Στην Ελλάδα, πιθανότατα, δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο, τόσο πρωτοποριακό και τόσο συναρπαστικό (περιμένουμε τις απόψεις και τις γνώσεις σας στο arktos@elliniko-panorama.gr)
ΜΙΚΡΗ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ
ΣΤΑ Ν-ΝΑ ΤΟΥ ΝΗΣΙΟΥ
Το ιδιωτικό αυτοκίνητο δεν είναι τελείως απαραίτητο στην Φολέγανδρο. Οι αποστάσεις είναι μικρές και τα δρομολόγια της αστικής συγκοινωνίας αρκετά εξυπηρετικά. Κάποια μέρα, ωστόσο, για να κερδίσουμε χρόνο χρειαστήκαμε αυτοκίνητο. Ευγενικά μας παραχώρησε ένα η διεύθυνση του ξενοδοχείου.
Φτάνοντας στον Καραβοστάση παίρνουμε τον παραθαλάσσιο δρόμο προς τις παραλίες Λατινάκι, Βιτσέντζου και Πουντάκι. Δέντρα, λουλούδια και σημαντική αξιοποίηση με τουριστικά συγκροτήματα πολλά και καλά. Έχουμε την τύχη να μας κρατάει συνέχεια δροσερούς, ένας ολοζώντανος γραίγος –τραμουντάνα-, που γεμίζει την επιφάνεια της θάλασσας με αφρισμένα κύματα και της χαρίζει μια άγρια ομορφιά. Πολύ γρήγορα φτάνουμε στον ευρύ όρμο Λιβάδι, με φιλικά νερά, βότσαλο, άμμο και μεγάλη συστάδα αρμυρικιών. Λίγο πιο πάνω βρίσκονται και οι εγκαταστάσεις του μοναδικού CAMPING της Φολεγάνδρου.
Ακολουθούμε τον ασφαλτόδρομο με κατεύθυνση ΝΔ. Για ενάμιση χιλιόμετρο διασχίζουμε μια ευχάριστη, μακρόστενη πεδιάδα με καλλιέργειες σιτηρών, θερμοκήπια, μικρά αμπελάκια, πολλές χαμηλές συκιές και φραγκοσυκιές. Ένα ανηφορικός τσιμεντόδρομος καταλήγει στο Λιβάδι, μικροσκοπικό οικισμό με ελάχιστα μικρόσπιτα και θεμωνιές, σε υψόμετρο 70 μέτρων. Κατάξερος τόπος, θυμίζει Μεξικό. Οι ξερολιθιές αυλακώνουν και τις πλαγιές του αντικρινού λόφου ¨Βιγλίτσα¨. Πριν από το ανηφοράκι για το Λιβάδι ένα μονοπάτι κατευθύνεται ΝΑ προς το γνωστό μας ¨Κάτεργο¨, ενώ άλλο ένα με προσανατολισμό ΒΔ οδηγεί στον οικισμό του Πετούση.
Δεν είμαστε προετοιμασμένοι για πεζοπορία, έτσι επιστρέφουμε στην Χώρα, που απέχει μόλις 6 χιλιόμετρα από το Λιβάδι. Πριν από τη Χώρα ανηφορίζουμε νότια προς τον Πετούση. Άγονα εδάφη, αγκάθια και πέτρα, πού και πού μικρές χαραδρώσεις με λιοτόπια άνυδρα, σκληροτράχηλα κι ανθεκτικά σαν αρμυρίκια. Δυόμισι περίπου χιλιόμετρα μετά φτάνουμε στον Πετούση, σε υψόμετρο 245 μέτρων. Μικρός οικισμός με λίγα σπίτια και θεμωνιές. Κι έδώ άγονα τα εδάφη, με ξερολίθινους φράχτες αλλά και μικρό ελαιώνα. Στον λοφίσκο πάνω από τον οικισμό αγναντεύουμε τη θάλασσα, το αντικρινό ξωκκλήσι του Προφήτη Ηλία σε κορυφή λόφου και ακόμη την Παναγία της Χώρας. Η ίδια η Χώρα, ωστόσο παραμένει κρυμμένη. Έχει μια γοητευτική λιτότητα ο τόπος, θα μπορούσε –υπό προϋποθέσεις- να φιλοξενήσει ένα μικρό οικοτουριστικό σύνολο απολύτως παραδοσιακό.
Ένας καλός χωματόδρομος ξεκινάει με κατεύθυνση ΒΔ. Διασχίζει μια μακρόστενη κοιλάδα που σχηματίζεται ανάμεσα στους ισοϋψείς σχεδόν λόφους Χούκλα Κούρα και Πετάλι. Καλλιέργειες σιτηρών με φράχτες ξερολιθιάς, δημιουργούν σχήματα γεωμετρικά.
Ενδιάμεσα υπάρχουν αρκετά ελιόδεντρα, σχοίνα, θάμνοι αλιφασκιάς κι ένα καλοπεριφραγμένο αμπελάκι. Υπάρχουν και αρκετά κατσίκια που προσπαθούν να προφυλαχτούν από τον μεσημεριανό ήλιο στην στενάχωρη σκιά μιας ξερολιθιάς.
Ενάμισι χιλιόμετρο μετά τον Πετούση ο δρόμος τερματίζει μπροστά στο ξωκκλήσι του Αγίου Νικολάου, μονόχωρο, μικροσκοπικό και θολοσκέπαστο. Δίπλα του υπάρχουν μικρόσπιτα με παραδοσιακό τζάκι και χαρακτηριστικό ταβάνι από παμπάλαιες φείδες. Τα ελιόδεντρα στην περιοχή έχουν από χρόνια τα κλαδιά τους υποταγμένα στο Βοριά. Πάνω απ’ το ξωκκλήσι ο δρομίσκος καταλήγει σε μικρό μαντρί. Πίσω απ’ το μαντρί, ορθάνοιχτο στο μαϊστρο, ανακαλύπτουμε ένα ωραιότατο αλωνάκι με πλάκες πρασινωπές. Πολύ ιδιαίτερος τόπος με γοητεία βουκολική, κουδουνάκια και βελάσματα κατσικιών που βόσκουν στην αντικρινή πλαγιά.
ΣΤΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΤΗΣ ΦΟΛΕΓΑΝΔΡΟΥ
ΠΑΝΩ ΜΕΡΙΑ –ΠΑΡΑΛΙΑ ΑΜΠΕΛΙ
Η μελέτη του πεζοπορικού χάρτη της Φολεγάνδρου αποκαλύπτει ένα δαιδαλώδες δίκτυο μονοπατιών, που με την πυκνότητα ιστού αράχνης, διατρέχουν κάθε σημείο του νησιού.
–Για να τα προλάβουμε όλα δεν θα ‘πρεπε να ασχοληθούμε με τίποτε άλλο
-Δεν πειράζει, όσα προλάβουμε μου απαντάει. Ας ξεκινήσουμε όμως .
Επιλέγουμε ως πρώτο προορισμό την παραλία του Αμπελιού, στα ΒΔ του νησιού. Για αφετηρία έχουμε το ταβερνείο του Μητσάκη, στα τελειώματα της Πάνω Μεριάς. Ασφαλτόδρομος ελαφρά κατηφορικός, στα 400 μέτρα συναντάμε το μονοπάτι για την παραλία «Λιβαδάκι» και 600 μέτρα μετά (1χλμ. Από την αφετηρία μας) την πινακίδα για το Αμπέλι σε υψόμετρο 250 μέτρων.
Στην αρχή της διαδρομής το μονοπάτι είναι φαρδύ, πλακόστρωτο ή λιθόστρωτο. Ένας δρομίσκος στα δεξιά καταλήγει σ’ ένα μικρό κατάλυμα , τον «ΝΟΤΟ», που αγναντεύει ολομόναχο το πέλαγος. 10 λεπτά μετά συναντάμε το απίστευτα γραφικό εκκλησάκι του Αγίου Παντελεήμονα. Η δροσιά του μελτεμιού και η θέα είναι μοναδική. Αρχίζει μετά το ξωκκλήσι καλός χωματόδρομος. Σε κάποιες ξερολιθιές παρεμβάλλονται κατά διαστήματα κάθετες πλάκες, που φέρνουν στο νου την περίφημη αρχιτεκτονική των ¨στημάτων¨ στους φράχτες της Άνδρου. Χαμηλότερα στ’ αριστερά παρατηρούμε μια θαυμάσια ρεματιά, κατάφυτη με λιοτόπια που αποκαλύπτονται συνεχώς στα πιο απόκρυφα σημεία του νησιού.
Στις πεζούλες με τις ξερολιθιές εμφανίζονται πού και πού μερικά πηγάδια, που είναι αμφίβολο αν έχουν σταγόνα νερού. Ένα μεγάλο αρμυρίκι με παχιά σκιά, οριοθετεί το τέλος του χωματόδρομου και την αρχή του μονοπατιού. Είναι κατηφορικό και αρκετά κακοτράχαλο, άλλοτε με λιθόστρωτο και άλλοτε με σκαλοπάτια, φυσικά ή τεχνητά. Ένα 10 λεπτο μετά, το μονοπάτι τερματίζει στην κοίτη ρεματιάς, 100 μόλις μέτρα απ’ το Αμπέλι. ‘Ένα παλιό πηγάδι υπάρχει στην ρεματιά, που είναι βυθισμένη στην παχιά σκιά πυκνών αρμυρικιών. Εδώ φτάνει και καλός χωματόδρομος από το ύψος του ξωκκλησιού της Ζωοδόχου Πηγής. Είναι μια εναλλακτική οδική πρόσβαση για όσους δεν επιλέγουν τον αργό, παραδοσιακό τρόπο με τα πόδια.
Λησμονώντας –αδικαιολόγητα- το αθέατο μονοπάτι, που επισημαίνει ο χάρτης μέσα από την κοίτη της ρεματιάς, παίρνουμε για την επιστροφή και πάλι την ίδια διαδρομή. Στα πρώτα ήδη λεπτά, συναντάμε έναν ηλικιωμένο Πανωμερίτη με 5 μουλάρια. Καθώς ατενίζει τους τουρίστες χαμηλά, φωνάζει ξανά και ξανά: «Μούλο, Μούλο, Ανωμερία». Ύστερα ξεκινάει να κατηφορίζει.
–Παίρνεις κόσμο με τα μουλάρια; τον ρωτάω.
–Αμέ, μου απαντάει.
–Και τι ζητάς;
–Εξαρτάται.
-Από τι εξαρτάται;
–Ε, από πολλά, λέει ο παμπόνηρος αγωγιάτης και αποφεύγει ν’ απαντήσει.
Το εκκλησάκι του Αγίου Παντελεήμονα είναι από τα γραφικότερα του νησιού. Θαυμάσια τοιχοποιία με ογκώδεις γρανιτόπετρες που εξέχουν απ’ το σοβά, αυλή άριστα πλακοστρωμένη και υπέροχα πεζούλια στην σκιά ευκαλύπτων. Το εκκλησάκι φέρει χρονολογία 1838, ενώ η περίφραξη 1875. Ξαποσταίνουμε στο δροσερό μελτέμι και στη σκιά, αγναντεύουμε την γαλάζια απεραντοσύνη του Αιγαίου. Είναι η ανταμοιβή μας από τη φύση της Φολεγάνδρου.
ΠΑΝΩ ΜΕΡΙΑ –ΑΓ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΛΥΓΑΡΙΑ-ΣΕΡΦΙΩΤΙΚΟ
Η Πάνω Μεριά μας τραβάει σαν μαγνήτης. Είναι άλλωστε ο τόπος, απ’ όπου ξεκινάνε πάμπολλα μονοπάτια. Ένα απ’ αυτά κατευθύνεται στις παραλίες του Αγίου Γεωργίου και της Λυγαριάς, στο βορειότερο άκρο του νησιού. Ξεκινάμε μπροστά από την ταβερνούλα «ΣΥΝΑΤΗΣΗ» δίπλα στο εκκλησάκι του Αγίου Ανδρέα, από υψόμετρο 220 μέτρων. Ανηφορίζουμε για λίγο έναν τσιμεντόδρομο που στην συνέχεια διασχίζει κατηφορικά το βόρειο τμήμα του χωριού. ‘Ένα σχεδόν 5λεπτο μετά αρχίζει καλντερίμι και χωματόδρομος. Εμφανίζεται τενεκεδένιο πινακιδάκι με τον αριθμό ¨2¨.
Αρχίζουν να ξετυλίγονται γύρω μας όλα τα γνώριμα χαρακτηριστικά του ανθρωπογενούς και φυσικού περιβάλλοντος της Φολεγάνδρου: αλωνάκια, στέρνες και πατητήρια, σπιτάκια λεμονιάς με μπόλικα λεμονάκια, χαμηλές συκιές, ξερολιθιές και αθέατα λιοτόπια σε ρεματιές. Να και καμιά τριανταριά μελίσσια προφυλαγμένα απ’ το μελτέμι.
Λοξεύουμε στην κορυφή ενός λοφίσκου με το ξωκκλήσι του Αγ. Σώστη και θέα μαγευτική. Μια μεγάλη θεμωνιά είναι προστατευμένη στο νότιο αντιπρανές ενώ στέρνα και αλωνάκι είναι εκτεθειμένα στο βοριά. Βαδίζουμε καλντερίμι, πολύ κατηφορικό. Τούτη η στράτα πρέπει κάποτε να ήταν πολύ σημαντική. Γύρω μας σποραδικά αμπελάκια, καλλιέργειες σιτηρών, λιοτόπια, αμέτρητες πεζούλες με πάμπολλα χιλιόμετρα καλής ξερολιθιάς. Να ένας γαϊδουράκος και οι δύο πρώτες αγελάδες που συναντάμε στο νησί.
Σε κάποια σημείο διχάζεται το μονοπάτι. Στον χάρτη δείχνει να συνεχίζεται δεξιά με δύσβατη πορεία προς την παραλία ¨Σερφιώτικο¨. Συνεχίζουμε στην ευθεία, ακολουθώντας την πινακιδούλα με τον αριθμό ¨2¨. Συναντάμε μοναχικό σκιερό αρμυρίκι πάνω στο δρόμο. Μετά το καλντερίμι, το τελευταίο τμήμα της διαδρομής είναι χωματόδρομος πολύ κατηφορικός, που μας βγάζει στην παραλία του Αη-Γιώργη.
Με αρκετές μικροστάσεις και χαλαρό ρυθμό χρειαζόμαστε 1 ώρα για να καλύψουμε την απόσταση των 2,3 χλμ. και την υψομετρική διαφορά των 230 μέτρων από την αρχή της διαδρομής. Στις 10:30 το πρωί είμαστε ολομόναχοι στην όμορφη ακτή. Που την ομορφαίνουν ακόμη περισσότερο το ξωκκλήσι του Αη-Γιώργη, 8 νεώσοικοι για τις βάρκες και τα γέρικα αρμυρίκια με την παχιά σκιά. Η παραλία είναι πετρώδης, με ολοκάθαρα νερά. Ο χωματόδρομος συνεχίζεται στον διπλανό ορμίσκο της Λυγαριάς, που 8 λεπτά μετά, προβάλλει στενός και πολύ θεαματικός. Αρμυρίκια κι εδώ αλλά ούτε ίχνος λυγαριάς. Προφανώς η ονομασία θα έχει απομείνει από το παρελθόν, όταν θα υπήρχαν στον τόπο λυγαριές. Εν τω μεταξύ διάφορα τροχοφόρα κατηφορίζουν συνεχώς, περνάνε από την Λυγαριά και συνεχίζουνε για Αη-Γιώργη. Όταν επιστρέφουμε επικρατεί ένας απρόσμενος συνωστισμός. Συνηθισμένοι στην ησυχία, ξεκινάμε την επιστροφή για να ξαναβρούμε τις ερημιές των μονοπατιών.
Μεσημεράκι, ζέστη και ανήφορος δυνατός. Φτάνουμε στην διακλάδωση προς Σερφιώτικο.
–Δεν είναι μακρυά, λέει η Άννα.
–Ο χάρτης όμως δείχνει ίχνος δύσβατο και απότομο.
–Θα ‘ναι ωραία με τόση ζέστη να βουτήξουμε σε δροσερά νερά.
–Μακάρι να πάμε, λέει κι η Αθηνά.
Η πλειοψηφία υπερτερεί. Προπορεύεται για λίγο η Άννα. Όταν την συναντάμε έχει γεμάτα τα χέρια της με σύκα και σταφύλια. Ρόγες μικροσκοπικές, λιλιπούτεια συκαλάκια, ολόγλυκα, από συκιές νάνους, που δεν μπορούν ν’ αναπτύξουν μπόι, εξαιτίας του βοριά. Αφήνουμε αριστερά μας ένα κατηφορικό αδιέξοδο μονοπάτι και συνεχίζουμε με κατεύθυνση Α-ΝΑ. Σε μια στροφή αντικρύζουμε ψηλά την γραμμή των σπιτιών της Πάνω Μεριάς. Οι αμέτρητες πεζούλες, οι αλλεπάλληλες χαραδρώσεις και οι πτυχώσεις δημιουργούν ένα ανάγλυφο πολύ εντυπωσιακό. Το μονοπάτι, ωστόσο, αλλάζει γίνεται κατηφορικό, πετρόσπαρτο και στενό. Το χειρότερο είναι, ότι εξαιτίας της αχρησίας είναι σε πολλά σημεία καλυμμένο από πυκνούς θάμνους και αγκάθια. Με κοντό παντελονάκι έχει κάθε λόγο να παραπονιέται η Αθηνά.
Στις 1 το μεσημέρι φτάνουμε επιτέλους στην βοτσαλωτή ακτή του Σερφιώτικου. Με αρκετές ενδιάμεσες καθυστερήσεις έχουμε χρειαστεί από τον όρμο του Αη-Γιώργη 1 ώρα και 15΄. Πρώτη κίνηση είναι ν’ απαλλαγούμε από τα ιδρωμένα μας ρούχα και να βουτήξουμε στα βαθιά, δροσερά νερά. Τραμουντάνα ο καιρός, δημιουργεί αρκετό κυματισμό. Σ’ αυτήν την ερημιά, βέβαια, είμαστε ολομόναχοι. Κι ούτε υπάρχει πιθανότητα να μοιραστεί κάποιος άλλος μαζί μας την πολύτιμη σκιά των αρμυρικιών.
Για άλλη μια φορά αναλαμβάνει η Άννα την τροφοδοσία της οικογένειας με σταφύλια και συκαλάκια. Η Αθηνά πάλι προσπαθεί να παραπλανήσει την πείνα της τρώγοντας πεταλίδες από τους βράχους, ένα αρχέγονο ένστικτο αυτοσυντήρησης, που έχει αναπτύξει ήδη από ηλικία 4 ετών.
14:40 Παίρνουμε την δύσκολη απόφαση να αποχωριστούμε τη δροσιά του νερού, της σκιάς και του μελτεμιού. Ψηλά στα νότια μας γνέφουν με την εκθαμβωτική λευκότητά τους, κάποια ακριανά σπιτάκια της Πάνω Μεριάς
–Μην ανησυχείς, κοντά είναι, λέω στην Αθηνά
–Ναι, αλλά και πολύ ανηφορικά.
Από τα δύο παράλληλα μονοπάτια επιλέγουμε το δυτικό. Κακή επιλογή. Είναι κάθετο σχεδόν πετρώδες και αδιάκοπα ανηφορικό. Η μορφολογία του εδάφους είναι τέτοια, που δεν επιτρέπει την δημιουργία μαιανδρισμών. Οι αντιξοότητες δεν σταματούν εδώ. Το μελτέμι έχει κοπάσει εντελώς, η ζέστη ανάμεσα στις ρεματιές είναι φοβερή. Ο κυριότερος, ωστόσο, αντίπαλος είναι άλλος: η δίψα! Από τα δύο πρωινά δροσερά λίτρα νερού, δεν έχουν απομείνει παραπάνω από 200ml. Ποιόν να πρωτοξεδιψάσουν! Αποφασίζουμε να τα χειριστούμε με το ¨δελτίο¨, από το οποίο δηλώνει την παραίτησή της η Άννα.
–Εγώ δεν ιδρώνω σαν εσάς!
Με συνεχείς μικροστάσεις φτάνουμε κάποτε στο πρώτο σπίτι του χωριού. Είναι σαν να μας άνοιξε την πόρτα του ο Παράδεισος. Εδώ το μελτέμι είναι εκπληκτικό. Καθόμαστε στο πεζουλάκι, απρόθυμοι να σηκωθούμε. Ήδη βρισκόμαστε πολύ κοντά στον τερματισμό της διαδρομής. Στις 15:20΄, 40 λεπτά μετά την αναχώρησή μας απ’ το Σερφιώτικο, έχουμε διανύσει τα 1200 συνολικά μέτρα της απόστασης από τον όρμο ως την ταβερνούλα «ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ».
Το πρώτο που ζητάμε στην ταβέρνα είναι ένα μπουκάλι παγωμένο νερό. Τι απερίγραπτη ευτυχία! Μόνον ισχυρή στέρηση παράγει τόση ευτυχία! Μια διπλανή παρέα αλλοδαπών προσπαθεί με παγωμένες μπύρες να καταπολεμήσει τη ζέστη. Οι γυναίκες του μαγαζιού μάς παρατηρούν αναψοκοκκινισμένους, ν’ αδειάζουμε το ένα ποτήρι μετά το άλλο.
–Πού είχατε πάει απ’ το πρωί;
-Αη-Γιώργη, Λυγαριά και στη συνέχεια Σερφιώτικο.
–Σοβαρά μιλάτε; Τούτη την ώρα στα μονοπάτια του Σερφιώτικου; Και μαζί σας το παιδί;
–Δεν τελειώσαμε ακόμα, λέει η Άννα. Μια στάση κάνουμε τώρα, να ξαποστάσουμε λίγο και να πάρουμε νερό.
–Και πού σκοπεύετε να συνεχίσετε;
–Μέχρι το Λιβαδάκι, απαντάει η Άννα.
–Και παραδίπλα ως το Φάρο, συμπληρώνω εγώ.
Σταυροκοπιούνται οι γυναίκες.
–Μάλλον δεν είσαστε καλά. Τουλάχιστον σκεφτείτε το παιδί.
Η Αθηνά εν τω μεταξύ, παρακολουθώντας αυτή τη στιχομυθία, μας κοιτάζει με τρόμο.
–Μη φοβάσαι, την καθησυχάζει η Άννα, κατήφορος είναι.
ΛΙΒΑΔΑΚΙ ΚΑΙ ΦΑΡΟΣ ΑΣΠΡΟΠΟΥΝΤΑΣ
16:40. Αναχωρούμε προς την έξοδο της Πάνω Μεριάς. Πορεία μίζερη, σε άσφαλτο καυτή. Ευτυχώς ξαναβγαίνει το μελτεμάκι.
16:50. Ξεκινάμε το μονοπάτι για Λιβαδάκι από υψόμετρο 230 μέτρων. Αρχίζει στενός χωματόδρομος, ήπιος αρχικά και στην συνέχεια με κλίση εχθρική. Όλα τα μηχανάκια σταματάνε εδώ. Ξερολιθιές , πεζούλες, πλούσια λιοτόπια στις ρεματιές. Στα ΒΑ ατενίζουμε την γοητευτική σιλουέτα του Αγ. Παντελεήμονα και το μονοπάτι προς το Αμπέλι. Περνάμε από συγκρότημα πετρόχτιστων θεμωνιών. Μέσα στο ξεροτόπι εντοπίζουμε ανθισμένο θυμάρι. Τρίβω τα δάχτυλά μου, παίρνω μαζί μου λίγο απ’ το άρωμά του. Λόφος με τσιμεντένιο ανηφοράκι. Στην κορυφή του το ξωκκλήσι των Αγίων Αναργύρων, χτισμένο το 1965-67. Από υψόμετρο 220 μέτρων η θέα στο πέλαγος και στα γύρω νησιά είναι μοναδική. Χαμηλά στο νοτιά, εμφανίζονται στην ευθεία το Λιβαδάκι και ο Φάρος. Πετρόσπαρτη κι ανεμοδαρμένη η λοφοκορφή των Αγ. Αναργύρων. Τόπος για ρεμβασμό. Η έκπληξη, ωστόσο, είναι κρυμμένη 50 μέτρα νοτιότερα, στο αθέατο αντιπρανές. Είναι μια θεμωνιά με υπέροχη θέα στο πέλαγο και στο Φάρο, φραγκόσυκα, πέτρινο σπίτι και αλωνάκι. Το ωραιότερο, ωστόσο, κτίσμα της θεμωνιάς, το πιο επιθυμητό και πολύτιμο για μας, είναι το εκπληκτικό πηγάδι νερού. Με το δικαίωμα των περιηγητών που μοχθούν και ιδρώνουν για το νησί, δανειζόμαστε μερικούς κουβάδες που διώχνουν από πάνω μας τον ιδρώτα, τη ζέστη και το αλάτι της ημέρας.
Ανανεωμένοι και δροσεροί συνεχίζουμε σε κατηφορικό, πετρώδες, πολλές φορές φαρδύ και ευκολοδιάβατο μονοπάτι. Θαυμάζουμε το υπερθέαμα του Φάρου, με τους απόκρημνους κάβους, το βραχώδες ερημονήσι, τα βαθιά σμαραγδένια νερά.
18:40. Σ’ ένα δίωρο από την Πάνω Μεριά -με όλες τις ενδιάμεσες στάσεις και με χαλαρό ρυθμό – αφήνουμε τα βήματά μας να βυθίζονται στην μαλακή αμμουδιά και στο βοτσαλάκι της ονειρεμένης ακτής. Αρμυρίκια στο Λιβαδάκι, νερά γαλήνια και διάφανα, απίστευτα ελκυστικά. Μαμά και κόρη βουτάνε στη στιγμή, το απολαμβάνουν στον ύψιστο βαθμό. Εγώ αναβάλλω για λίγο τη ευτυχία. Έχω πρώτα να εκπληρώσω ένα μικρό, άτυπο χρέος. Προς τον φίλο μου τον Κυριάκο αφενός. Που νωρίτερα στο τηλέφωνο με είχε παρακινήσει να φτάσω ως το Φάρο. Και αφ’ ετέρου βέβαια, προς τον εαυτό μου. Δεν θα του συγχωρούσα την παράλειψη. Στις 18:53’, λοιπόν ξεκινάω το χτιστό, απότομο μονοπάτι, λαξευμένο στο γκρεμό απάνω από το νερό. Βλέπω χαμηλά Άννα και Αθηνά. Κουνάνε τα χέρια, με χαιρετάνε ευτυχισμένες. Καθώς τρέχει ο ιδρώτας, τις ζηλεύω για λίγο. Ύστερα τις φωτογραφίζω και συνεχίζω.
Ανηφορικό, κακοτράχαλο μερικές φορές αλλά εμφανές το μονοπάτι. Κάποιες στιγμές διακλαδίζεται ανατολικά. Κατηφορίζω νοτιότερα, ανάμεσα σε πεζούλες. Στις 19:15 είμαι μερικές δεκάδες μέτρα απέναντι απ’ το Φάρο. Θαυμάζω το παράστημά του, μοναχικό και αγέρωχο στην άκρη του γκρεμού. Το απόγευμα ωστόσο, προχωράει, πρέπει να επιστρέψω.
19:30. Φτάνω στο Λιβαδάκι, κάθιδρος, κουρασμένος λίγο αλλά πολύ ικανοποιημένος. Πέφτω ασυγκράτητος στο θεϊκό νερό. Το αφήνω να επιδρά πάνω μου κατευναστικά, εξαγνιστικά….
20:10΄Αρχίζει η επιστροφή. Το Λιβαδάκι είναι ήδη βυθισμένο στη σκιά. Στα ψηλώματα προλαβαίνουμε τον ήλιο να χαμηλώνει πάνω από το βορειότερο άκρο της Μήλου.
21:10 Με το πρώτο σκοτάδι της νύχτας φτάνουμε στην άσφαλτο. Είναι τόσο ευχάριστο να βαδίζουμε στη δροσιά και να πίνουμε στου Μητσάκη μια ρακή.
ΦΥΡΑ ΚΑΙ ΑΓΚΑΛΗ
ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΙ ΠΑΝΩ ΜΕΡΙΑ
Άπνοια. Απ’ τα χαράματα ακόμα η ζέστη είναι αισθητή. Τελικά ο ρόλος του μελτεμιού είναι στις Κυκλάδες πολύ καταλυτικός. Οι πρωινές ώρες μάς βρίσκουν στην περιοχή των τριών παλιών ανεμόμυλων, ανάμεσα στην Πάνω Μεριά και στη Χώρα. Κάτω από το δρόμο, στην τοποθεσία «Παπαρεμίας» συναντάμε, στο ημιτελές ακόμα σπίτι του, τον Γιώργο Λιζάρδο. Η ηρεμία είναι απόλυτη και η θέα μοναδική.
–Κι άλλες τόσες μέρες να είχατε, πάλι δεν θα προλαβαίνατε τα μονοπάτια της Φολεγάνδρου, αποφαίνεται ο Γιώργος. Σήμερα μπορείτε να κατηφορίσετε από δω στα Φυρά και στην διπλανή Αγκάλη. Εκεί κολυμπάτε, γευματίζετε και παίρνετε το λεωφορείο για την Χώρα. Αν πάλι το λέει η καρδιά σας, συνεχίζετε τη στράτα για τον Αγ. Νικόλαο και μετά για την Πάνω Μεριά.
Το πλάνο του φίλου μας μοιάζει πολύ ενδιαφέρον. Στις 12:10 το αποχαιρετάμε και παίρνουμε το μονοπάτι προς το νοτιά. Απέναντί μας δεσπόζει η θεαματική κορυφή του Ορθόνικα, με υψόμετρο 304 μέτρα. Ο τόπος είναι κατάφυτος με μάραθο, γι αυτό και η περιοχή λέγεται «Μαραθιές». Μια ρεματιά στ’ αριστερά μας είναι κατάφυτη με ελιές. Στην αντικρινή πλαγιά κατηφορίζει κι άλλο, παράλληλο μονοπάτι, που περνάει από τα ξωκκλήσια της Αγίας Τριάδας και του Σταυρού. Στρίβουμε ελαφρά προς τα δυτικά. Η ρεματιά εξελίσσεται σε βαθιά, απότομη χαράδρα καταπράσινη από σχοίνους και λιοτόπια. Σ’ ένα πεντάλεπτο φτάνουμε στο «Φρούδι». Είναι ο εντυπωσιακός βράχος που ισορροπεί στο φρύδι του γκρεμού, με κορυφαία θέα στην Αγκάλη και στα Φηρά. Κάνουμε μια απολαυστική στάση κι έχουμε την τύχη να εντοπίσουμε ανθισμένο «Τυροβόλι», αυτό το πανέμορφο αμάραντο λουλουδάκι του νησιού και μάλιστα στις αρχές του Αυγούστου, με τόση ξηρασία. Κατηφορίζει από το Φρούδι πετρώδες το μονοπάτι και μετά εισχωρεί αρκετά δύσβατο και ασαφές ανάμεσα σε πυκνούς σχοίνους και αγκάθια.
12:45. Φτάνουμε στην παραλία των Φυρών, με σχιστολιθικούς βράχους κι έναν μοναδικό νεώσοικο, το γνωστό «σύρμα» για τις βάρκες. Η ακτή δεν μας ελκύει για κολύμπι, έτσι συνεχίζουμε για την Αγκάλη. Το μονοπάτι ανηφορίζει απότομα πάνω απ’ την ακτή, μια ακροθαλασσιά απόκρημνη, κατάσπαρτη από μεγάλους βράχους λάβας. Η άγρια ομορφιά, που παραπέμπει στο βίαιο γεωλογικό παρελθόν της περιοχής, δεν κρατάει για πολύ. Μερικά λεπτά μετά φτάνουμε στην γλυκύτατη «Αγκάλη», την ειδυλλιακότερη ίσως και πιο δημοφιλή παραλία του νησιού. Είναι δικαιολογημένος ο συνωστισμός που επικρατεί, δεν μας ενοχλεί. Ξαναμμένοι όπως είμαστε, βουτάμε στην δροσερή υδάτινη αγκαλιά.
Ώρες μεσημεριού. Τελείως ακατάλληλες για έκθεση στον ήλιο, αλλά ιδανικές για ένα ελαφρύ γεύμα στη σκιά, στο φιλικό ταβερνάκι της αμμουδιάς. Με τα προσεγμένα πιάτα και τις πολύ καλές τιμές. Χαλάρωση γλυκιά, συνοδευόμενη από μια υφέρπουσα υπνηλία. Πού και πού εμφανίζονται και οι ¨σειρήνες¨ : το λεωφορείο της γραμμής. Ταλαντευόμαστε για λίγο ανάμεσα στις δύο επιλογές, την εύκολη και την δύσκολη. Ύστερα αποφασίζουμε να κάνουμε την υπέρβαση. Καφεδάκι λοιπόν στην «Πασιθέα», κάτοψη μοναδική στην παραλία της Αγκάλης και στις 17:00 συνεχίζουμε ανηφορικά προς τον Άγ. Νικόλαο. Εκκλησάκι Αγίας Μαρίνας, μικρός όρμος Γαλύφου με ενοικιαζόμενα δίχως ρεύμα, ανεβοκατεβάσματα συνεχή και κουραστικά και στις 17:15 φτάνουμε στα ψηλώματα του Αγ. Νικολάου. Ακτή εκπληκτική, αρμυρίκια και αμμουδιά, νερά τελείως διάφανα στο χρώμα του σμαραγδιού.
Από το ταβερνάκι, ψηλά πάνω απ’ την ακτή, αγναντεύουμε τα πάντα. Ένα δεύτερο καφεδάκι, ανεφοδιασμός σε κρύο νερό και μετά από μεγάλη στάση παίρνουμε τις ανηφοριές στις 19:00. Ένα δεκάλεπτο μετά φτάνουμε σε διακλάδωση. Λοξεύουμε για 100 μέτρα αριστερά και βρισκόμαστε στο «Μάρμαρο», έναν μικρό εγκαταλειμμένο οικισμό. Είναι το τέλειο σκηνικό του αυθεντικού αγροτικού οικισμού, ένα εκπληκτικό σύνολο από θεμωνιές με θαυμάσια μαύρη γρανιτόπετρα, μεγάλο χτιστό πηγάδι, μεγάλο ωραιότατο αλώνι, ένα εντυπωσιακό πήλινο κιούπι σε άριστη κατάσταση. Πελώριες φραγκοσυκιές, θέα κορυφαία στη θάλασσα και στα αντικρινά βουνά, στις χαραδρώσεις λιοτόπια και πιο πάνω το ξωκκλήσι του Σταυρού.
Μένουμε εκστατικοί από την ωραιότητα του τόπου, σε υψόμετρο μόλις 80 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας. Πολύ κρίμα που εγκαταλείφθηκε το μικροχώρι. Ποιος όμως, στην σημερινή εποχή θα παρέμενε σ’ έναν τόπο που εξυπηρετείται μόνον με μονοπάτια;
Επιστρέφουμε στην διακλάδωση και συνεχίζουμε ανατολικά. Πανέμορφο μονοπάτι, ομαλό και ευκολοδιάβατο, με κορυφαία θέα παντού, αληθινή ευτυχία να βαδίζουμε σ’ αυτή τη διαδρομή. Μακρυά στ’ ανατολικά, μάς γνέφει στο φως του δειλινού η τόσο οικεία σιλουέττα της Παναγίας.
19:45. Φτάνουμε σε διακλάδωση, στα ψηλώματα του Γαλύφου και της Αγκάλης. Μπροστά μας θεμωνιά και μονοπάτι, που πολύ γρήγορα καταλήγει στην άσφαλτο. Το απορρίπτουμε και ανηφορίζουμε βόρεια προς το Λαογραφικό Μουσείο, στην Πάνω Μεριά.
Δειλινό, χρώματα κοκκινωπά, δροσίζει το αεράκι. Το μονοπάτι μας διασχίζει μια απίθανη στενωπό, ανάμεσα σε φυσικό βραχώδη τοίχο και ωραία ξερολιθιά. Ο τόπος είναι καλυμμένος με κατάξερο θυμάρι και το έδαφος λιθόστρωτο με ενδιάμεσα σκαλοπάτια από μαρμαρόπετρες γκρίζες, λευκές και κοκκινωπές. Μακρύς ο ανήφορος και συνεχής αλλά ξεκούραστος και ευχάριστος.
20:20. 1 ώρα και 20 λεπτά μετά την αναχώρησή μας από τον Αγ. Νικόλαο (με αρκετές μικροστάσεις και παρακάμψεις) φτάνουμε στο Λαογραφικό Μουσείο.
Τη στιγμή εκείνη χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι ο Μάρκος Βενιός, που έρχεται να μας παραλάβει με το αυτοκίνητό του για την Χώρα. Εκεί, στο εστιατόριο «ΠΙΑΤΣΑ» της Πλατείας Κονταρίνη, μας περιμένουν ήδη ο Γιώργος Λιζάρδος και ο ιδιοκτήτης της «ΠΙΑΤΣΑΣ», ο Γιάννης Σιδερής. Πασίγνωστος είναι ο Γιάννης για τη ποιότητα του θυμαρίσιου του μελιού αλλά και για τους «Κηφήνες του Αιγαίου», ένα από τα πιο ιδιαίτερα καταλύματα της Φολεγάνδρου, αμέσως έξω από την Χώρα προς την Πάνω Μεριά.
Στην έξοχη βεράντα της Πιάτσας με την δροσούλα και την διαρκή κίνηση της πλατείας Κονταρίνη απολαμβάνουμε ως αργά την μαγειρική της κυρίας Κούλας: και πρώτα τα περίφημα ντόπια ζυμαρικά, τα «ματσάτα» με κατσικάκι, ρεβύθια φούρνου, κολοκυθοκεφτέδες και μαϊντανοσαλάτα και βέβαια βλήτα, ντοματάκια και άνυδρα αγγουράκια από τον κήπο του Γιάννη. Στη Φολέγανδρο, σε όποια από τις πολλές ταβέρνες γευματίσει κανείς, είναι βέβαιο πως θα βρει πάντα κάτι να του αρέσει.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
–Πού θα δούμε απόψε την πανσέληνο; ρωτάμε τον Μάρκο Βενιό
–Πού αλλού; Στην επιφάνεια της θάλασσας, εκεί που θ’ αναδυθεί.
Με το τελευταίο φως παίρνουμε τις κατηφοριές για τον Καραβοστάση. Κατευθυνόμαστε αμέσως στην άκρη του μώλου. Καιρός ήταν. Προλαβαίνουμε στην γέννησή του το φεγγάρι, τη στιγμή που αναδύεται, άχρωμο ακόμα, ανάμεσα σε δύο συστάδες ερημονησιών: τους ¨Δύο αδελφούς¨ στα δεξιά και τα ¨Νησιά¨ στ’ αριστερά.
Κάθε λεπτό που περνάει, η νεογέννητη Σελήνη περνάει απ’ όλα τα στάδια της ενηλικίωσης, σαν ύπαρξη ζωντανή. Αρχικά από την βρεφική και νηπιακή ηλικία με ασχημάτιστη ακόμα, άτονη μορφή. Στην συνέχεια από τα παιδικά και εφηβικά χρόνια, ντροπαλή, με χρώμα ροδαλό και πορτοκαλί. Αργότερα σταθεροποιείται σε μια ηλικία ωριμότητας, ισορροπώντας ανάμεσα στο λιωμένο ασήμι και χρυσάφι.
–Όπως οι ουρανοί στα έργα σου, λέω στον Βενιό.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
- Ε Μπεχράκη Α. Βαβυλοπούλου-Χαριτωνίδου, αρχαιολόγων «Το ανέγγιχτο νησί», αφιέρωμα «Φολέγανδρος», Επτά ΗΜΕΡΕΣ της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ
- Όλγα Χατζηαναστασίου, Αρχαιολόγου «Καστέλλος: μια προιστορική θέση», ΦΟΛΕΓΑΝΔΡΟΣ όπ.π
- Φλωρεντίνος κληρικός, από τους πρώτους ελληνολάτρες περιηγητές που ταξίδεψαν στο Αιγαίο από το 1406 ως το 1422
- «Το Κάστρο της Φολεγάνδρου», Επτά ΗΜΕΡΕΣ όπ.π
- Σκεπασμένο σοκάκι, με την οροφή του συνήθως υποστηριζόμενη από χοντρά ξύλα φείδας.
- Δυστυχώς το καλόστρωτο δρομάκι, που βέβαια είναι προορισμένο για πεζούς, εκμεταλλεύονται και όχι λίγοι αναβάτες μηχανών, που μάλιστα έχουν το θράσος να παρκάρουν τα μηχανάκια τους στον αύλειο χώρο της εκκλησίας της Παναγίας. Μήπως θα ‘πρεπε ο Δήμος Φολεγάνδρου, με μπάρες, σκαλάκια ή άλλα μέσα να προστατέψει την ιερότητα του χώρου;
- Γ. Μαστορόπουλος, «Οι εκκλησίες της Φολεγάνδρου, Επτά ΗΜΕΡΕΣ οπ.π
- «Η Πάνω Μεριά», Επτά ΗΜΕΡΕΣ, όπ.π
- «Το Λαογραφικό Μουσείο», Επτά ΗΜΕΡΕΣ, όπ.π
- Προφανώς από αβλεψία, το κατάλυμα «ΝΟΤΟΣ» τοποθετείται στον χάρτη στα αριστερά της διαδρομής.