Αρχικά μάς εντυπωσιάζει η στρατηγική του θέση στην κορυφή του λόφου της Χελωνάτας, του μοναδικού στην περιοχή. Χτισμένο μεταξύ 1220-1223 από τον Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουϊνο, εποπτεύει από υψόμετρο 250 περίπου μέτρων την θαλάσσια οδό Κυλλήνης-Ζακύνθου αλλά και μεγάλο τμήμα του κάμπου της Ηλείας.
Στη συνέχεια κερδίζει το θαυμασμό μας η ισχυρότατη τοιχοποιία, που μετά από άριστη ανάπλαση, διατηρεί το αρχικό ύψος με όλα τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η περιδιάβαση στο εσωτερικό του Κάστρου, στην ταράτσα με την εκπληκτική θέα αλλά και στο Μουσείο Σταυροφόρων, το πρώτο του είδους του που λειτουργεί στην Ελλάδα.

” Τα παλιά χρόνια ήταν βασιλιάς στην Παλαιόπολη ο Ανήλιαστος. Ήταν τόσο καλός και δίκαιος άρχοντας μα τον βάραινε μια κατάρα, αυτή που έδειχνε τ’ όνομα του. Έπρεπε να ζει πάντα στα σκοτάδια γιατί αν τον έβλεπε το φως του ήλιου θα μαρμάρωνε.
Ο Ανήλιαστος αγαπούσε τη βασιλοπούλα που ζούσε στο Χλεμούτσι. Ήταν όμορφη βασιλοπούλα, μα είχε κι αυτή την ίδια κατάρα με τον αγαπημένο της. Θα πέθαινε αν την έβλεπε η ήλιος.
Έτσι, για να μπορούν να συναντιούνται, ο βασιλιάς έβαλε κι έσκαψαν διαδρόμους υπόγειους, που θα ένωναν το παλάτι του με το Χλεμούτσι και κάθε βράδυ, μόλις βασίλευε ο ήλιος, έμπαινε σ΄έναν απ’ αυτούς κι έτρεχε να συναντήσει την καλή του και πριν λαλήσει ο πετεινός ξαναγυρνούσε στην πόλη του.
Μια φορά όμως αποκοιμήθηκε και τον ξύπνησε το λάλημα του πετεινού. Έτρεξε ο βασιλιάς να κρυφτεί στον υπόγειο διάδρομο μα μια ακτίνα του ήλιου τον είδε κι έτσι μαρμάρωσε και χάθηκε. Κι είναι το μαρμαρωμένο του σώμα σ’ εκείνο το λαγούμι από τότε, μα το φυλούν καλά οι νεράιδες και το προσέχουν, για να μη μπορέσει ποτέ να το βρει και να το πάρει άνθρωπος”.
Ήμουν πολύ μικρή όταν άκουσα αυτή την ιστορία. Πήγαινα στην πέμπτη τάξη του δημοτικού και με το σχολείο είχαμε επισκεφτεί το Χλεμούτσι, το φρούριο που βρίσκεται στο χωριό Κάστρο του νομού Ηλείας. Ζούσαμε σε μια κοντινή κωμόπολη, τα Λεχαινά, και καθημερινά το βλέπαμε απ’ το σχολείο, τα σπίτια μας και απ’ τους χώρους των παιχνιδιών μας, αλλά δεν ξέραμε τι ήταν ακριβώς και γιατί ήταν εκεί. Ήταν απλώς εκεί, αναπόσπαστο μέρος του τοπίου, όπως το βλέπαμε.
Τις απορίες έλυσε ο δάσκαλός μας, αυτός που μας πήγε για πρώτη φορά μέχρι εκεί και μας είπε κάποια πράγματα για την ιστορία του. Θυμάμαι πόσο είχαμε εντυπωσιαστεί απ’ τα τείχη του που στα μάτια μας φάνταζαν ακόμα ψηλότερα και στερεότερα απ΄όσο ήταν στην πραγματικότητα.
Προσωπικά είχα εντυπωσιαστεί περισσότερο απ’ τους μύθους που σχετίζονταν μ’ αυτό κι είχαν να κάνουν με νεράιδες και μάγισσες, ξωτικά κι ανθρώπους με τραγική μοίρα. Το Χλεμούτσι ήταν το σπίτι τους…
Κάποια στιγμή η οικογένεια μου έφυγε από τα Λεχαινά. Το Κάστρο βγήκε απ’ το οπτικό μου πεδίο και σχεδόν ξεχάστηκε, τόσο το ίδιο όσο και οι κάτοικοι που η φαντασία μου είχε εγκαταστήσει στις αίθουσες και στις αυλές του.
Αρκετά χρόνια αργότερα, όταν ξαναβρέθηκαν στην περιοχή, δε μπόρεσα ν’ αντισταθώ στον πειρασμό να το επισκευθώ για μια ακόμα φορά. Δεν το κρύβω ότι ένιωσα κάποια συγκίνηση όταν πέρασα την κεντρική πύλη του με τις καμάρες και βρέθηκα στο εξωτερικό του περίβολο. Η ατμόσφαιρα ήταν περίεργα φορτισμένη, κάτι που ίσως να συμβαίνει σ’ όλα τα κάστρα. Υπήρχε κάτι από την αύρα, αν μου επιτρέπεται αυτή η έκφραση, των κατοίκων του, των ανθρώπων που έζησαν και πέθαναν σ’ αυτό, που κινήθηκαν, αγωνίστηκαν, πολέμησαν πάνω στις επάλξεις του ή γύρω απ’ τα τείχη του, τόσο για να το προστατέψουν από επιδρομείς όσο και για να το κάνουν δικό τους. Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ένα μεγάλο μέρος απ΄την ιστορία της περιοχής σχετίζεται με το Χλεμούτσι.
Ανεβήκαμε, με το σύντροφό μου στην περιήγηση, στο ψηλότερο σημείο των τειχών και περπατήσαμε στο στενό διάδρομο που υπάρχει απ΄τη μια άκρη ως την άλλη. Περάσαμε απ’ τον τετράγωνο πύργο της νοτιοανατολικής πλευράς ως το ημικυκλικό της δυτικής. Η θέα από ΄κει πάνω είναι εκπληκτική. Το κάστρο είναι χτισμένο στο δυτικότερο μέρος της Πελοποννήσου και στο ψηλότερο σημείο του λόφου Χελωνάτα. Είναι χτισμένο ψηλά, για να βλέπει και να το βλέπουν. Έχει θέα στον κάμπο της Ηλείας. Δυτικά ελέγχει τη θάλασσα και το κανάλι της Ζακύνθου και μπορεί να δει μέχρι την Κεφαλονιά. Ανατολικά βλέπει τον Ερύμανθο και βόρεια, αν ο καιρός το επιτρέπει, τα Ακαρνανικά όρη. Και βέβαια, όλες οι γύρω πόλεις και τα χωριά, κοντινά αλλά και πιο απομακρυσμένα μπορούν να το δουν. Αυτό οφείλεται στη θέση του που είχε επιλέγει πολύ προσεκτικά απ’ τους θεμελιωτές του.
Η κατασκευή του άρχισε το 1233 απ’ το Φράγκο πρίγκιπα του Μοριά, Γοδεφρείδο Β’ Βιλλεαρδουίνο. Ήδη απ’ το 1204 το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου είχε κατακτηθεί απ’ τους Φράγκους ιππότες κι είχε δημιουργηθεί εκεί το “πριγκιπάτο της Αχαΐας”. Αν και είχαν περάσει αρκετά χρόνια απ’ την κατάκτηση, ο ηγεμόνας του τόπου φαίνεται δεν ένιωθε ασφαλής και ήθελε να χτίσει ένα δυνατό κάστρο κοντά στις δυο κυριότερες πόλεις του κράτους τού, την Ανδραβίδα και την Γλαρέντζα (Κυλλήνη).
Η Ανδραβίδα ήταν πρωτεύουσα του πριγκηπάτου κι έδρα του ηγεμόνα. Τότε ήταν πλούσια πόλη και λέγεται ότι στολιζόταν από λαμπρά κτίρια, σήμερα όμως μένουν ελάχιστα ερείπια για να θυμίζουν αυτήν την μακρινή εποχή, ένα απ’ τα οποία είναι ο ναός της Αγίας Σοφίας. Αν και σημαντικότατη ήταν εντελώς ατείχιστη.
Η Γλαρέντζα ήταν το κυριότερο λιμάνι της περιοχής, αυτό που ένωνε το πριγκιπάτο με τη Δύση. Εμπορικό κέντρο που συγκέντρωνε πολλά πλούτη κινδύνευε από κάθε είδους επιδρομείς και μάλλον τα τείχη της δεν κρίνονταν ικανά να την προστατεύσουν.
Το καταλληλότερο μέρος για να χτιστεί το κάστρο ήταν το ψηλότερο σημείο της περιοχής, η κορυφή του λόφου Χελωνάτα. Έπρεπε όμως να βρεθούν και οι πόροι για να προχωρήσει το έργο. Σύμφωνα με το “Χρονικόν του Μωρέως” τόσο ο πρίγκιπας όσο και οι στρατιωτικοί σύμβουλοί του θεωρούσαν την ανέγερση του κάστρου στην περιοχή σημαντικότατη για την ασφάλεια όλου του κράτους. Ζήτησαν λοιπόν από τους Λατίνους επισκόπους της περιοχής να συμβάλλουν οικονομικά στο έργο. Αυτοί, αν και είχαν τη δυνατότητα να το κάνουν, γιατί κατείχαν το 1/3 απ’ τα φέουδα του Μοριά, αρνήθηκαν κι έδειξαν προκλητική αδιαφορία για την τύχη του τόπου.
Η αντίδραση του πρίγκιπα ήταν άμεση. Χωρίς άλλη σκέψη δήμευσε τα έσοδα της Λατινικής Εκκλησίας της περιοχής και διέταξε ν’ αρχίσουν αμέσως τις εργασίες. Όπως ήταν φυσικό οι επίσκοποι δυσαρεστήθηκαν και θέλησαν να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους. Η υπόθεση έφτασε μέχρι τον Πάπα Ονώριο Γ’, ο οποίος τελικά αφόρισε τον πρίγκιπα. Η πράξη αυτή, αν και εντυπωσιακή για την εποχή, δεν έφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Τα έσοδα της Λατινικής Εκκλησίας συνέχισαν να διατίθενται για το χτίσιμο του κάστρου μέχρι που αυτό τελείωσε το 1233. Τότε μόνο ο πρίγκιπας επέτρεψε στην Εκκλησία να διαχειρίζεται ξανά τα χρήματά της και συμφιλιώθηκε με τον Πάπα.
Είχε πετύχει προηγουμένως δύο στόχους: Να φτιάξει ένα ισχυρό οχυρό για την ασφάλεια του κράτους του αλλά και να δώσει ένα καλό μάθημα στους αλαζονικούς Επισκόπους.
Μερικά χρόνια αργότερα, όταν τη διακυβέρνηση ανέλαβε ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουίνος, λειτούργησε στο Χλεμούτσι και νομισματοκοπείο στο οποίο κόβονταν τα τορνέζια νομίσματα. Το δικαίωμα κοπής νομισμάτων απέκτησε ο πρίγκιπας απ’ το Γάλλο βασιλιά Λουδοβίκο Θ’ τον Άγιο, όταν βρέθηκαν για λίγο συμμαχητές στην Κύπρο. Προϋπόθεση ήταν ότι τα νομίσματα που κόβονταν εκεί θα ήταν ίδια με αυτά που κόβονταν στη γαλλική πόλη Τοurs, κάτι που ίσχυσε αρχικά και για λίγο μόνο καιρό. Σε δεύτερη φάση ο Γουλιέλμος έκοψε άλλο τύπο νομισμάτων με σταυρό μέσα σε κύκλο και σε φράση G. Princeps de Achaie (δηλαδή Γουλιέλμος, πρίγκιπας της Αχαΐας) στη μια πλευρά και στην άλλη πλευρά είχε πύργο με τ’ όνομα De Clarentia.
Τα τορνέζια ήταν ασημένια κι έδωσαν ένα ακόμα όνομα στο κάστρο, που τώρα λεγόταν Castel Tornese Chateau Tournois.
Η λειτουργία του νομισματοκοπείου κράτησε σχεδόν έναν αιώνα.
Την εποχή του πρίγκιπα Γουλιέλμου, το Χλεμούτσι χρησιμοποιείται για πρώτη φορά και ως φυλακή επίσημων προσώπων. Αρχικά φυλακίστηκαν τρεις βυζαντινοί στρατηγοί, ο Φιλής, που πέθανε εκεί, ο Μακρινός και ο Καβαλλαρίτσης, οι οποίοι αιχμαλωτίστηκαν σε μάχη του πρίγκιπα εναντίον του Δεσποτάτου του Μυστρά.
Αργότερα, το 1294 κρατήθηκε σ’ αυτό, από την Ισαβέλλα Βιλλεαρδουίνη και τον άντρα της, Φλωράν του Αινώ, ως όμηρος ο Θωμάς Άγγελος Δούκας, γιος του δεσπότη της Ηπείρου. Η ομηρία του ήταν μια εγγύηση καλής πίστης του Ηπειρώτη άρχοντα για να έχει τη βοήθεια του Φλωράν σε εκστρατεία του ενάντια στο Βυζαντινό αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο.
Το 1315 φυλακίστηκε και πέθανε εκεί η δευτερότοκη κόρη του Γουλιέλμου, η Μαργαρίτα Βιλλεαρδουίνη, όταν ήρθε σε ρήξη με τους Φράγκους βαρόνους του Μοριά για τον γάμο της κόρης της με τον ινφάντη Φερδινάνδο της Μαγιόρκας.
Την ίδια χρονιά το κάστρο πέφτει στα χέρια των Καταλανών του Φερδινάνδου, που γίνεται κύριος του Μοριά για ένα χρόνο. Είναι η εποχή που αρχίζουν να αναφέρονται μάχες κάτω απ΄τα τείχη του.
Από το 1316 μέχρι το 1427 αλλάζει συνεχώς χέρια κι αφέντες καθώς περνούν απ’ αυτό Καταλανοί και Ναβαρέζοι ώσπου να το καταλάβει ο Φλωρεντινής καταγωγής Κάρολος Τόκο. Ο τελευταίος το έδωσε ως προίκα στην ανηψιά του Θεοδώρα, όταν αυτή παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, ο οποίος εγκατέστησε σ’ αυτό την αυλή του και την έδρα του Δεσποτάτου του Μυστρά μέχρι το 1432, όποτε και το παραχώρησε στον αδερφό του Θωμά.
Το 1460 το κατέλαβαν οι Τούρκοι κι από τότε μέχρι το 1821 εναλλάσσονταν στην κατοχή του Τούρκοι κι Ενετοί μέχρι που τελικά καταλήφθηκε από τους Έλληνες. το 1825 το πολιόρκησε ο Ιμπραήμ και με το πυροβολικό του προκάλεσε μεγάλες ζημιές. Τελικά το άλωσε, αλλά το κράτησε μόνο για λίγο. Όταν έφυγε από την Πελοπόννησο πέρασε οριστικά στα χέρια των Ελλήνων.
Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, το Χλεμούτσι κατασκευάστηκε μέσα σε τρία χρόνια. Στην κατασκευή του οπωσδήποτε εργάστηκαν ντόπιοι τεχνίτες κι εργάτες, τα σχέδια όμως τα είχαν κάνει οι Φράγκοι που είχαν και την επίβλεψη. Ο Ι. Σφηκόπουλος στο βιβλίο του “Τα Μεσαιωνικά Κάστρα του Μοριά” αναφέρει ότι “έχει διάχυτη στην κατασκευή του γοτθική και βυζαντινή τεχνοτροπία κι αποτελεί ένα από τα πρότυπα φραγκοβυζαντινά καστρά“.
Το σχήμα του είναι πολυγωνικό κι αποτελείται από δύο μέρη, το εξωτερικό και το εσωτερικό, το οποίο είναι το κυρίως κάστρο. Η συνολική του έκταση φτάνει τα 18 περίπου στρέμματα.
Το εξωτερικό τμήμα έχει τη μεγαλύτερη έκταση. Είναι χτισμένο στα δυτικά του κυρίως κάστρου και περιβάλλεται από διπλό τείχος. η περίμετρός του είναι περίπου ένα χιλιόμετρο. Στα ανατολικά συναντιέται κι ενώνεται με τα τείχη του εσωτερικού κάστρου. Για να μπει κανείς στην αυλή του πρέπει να περάσει από τη μεγάλη πύλη στη βόρεια πλευρά. Είναι ψηλή, σκεπασμένη με καμάρες κι ανοιγμένη σε όλο το πάχος του τείχους και οδηγεί στην κεντρική αυλή. Αριστερά της εισόδου υπάρχουν τα ερείπια ενός μεγαλοπρεπούς κτιρίου. Εκτός από αυτό διακρίνονται ακόμη εννέα κτίρια που όλα ακουμπούν στο τείχος και πιστεύεται ότι χρησίμευαν για κατοικία του στρατιωτικού προσωπικού αλλά και ως αποθήκες. Έχει βρεθεί επίσης και μια υδατοδεξαμενή. Στο κέντρο της αυλής, ανάμεσα στο εσωτερικό τείχος και την κύρια πύλη υπάρχουν τα ερείπια ενός τετράγωνου τζαμιού.
Στα σημεία που ο εξωτερικός περίβολος συναντά το εσωτερικό κάστρο υπάρχουν δυο μικρότερες πύλες, μια στην ανατολική και μια στη δυτική πλευρά. Το εσωτερικό φρούριο αποτελεί το κυριότερο μέρος όλου του οικοδομήματος και είναι χτισμένο στο υψηλότερο σημείο του λόφου. Έχει σχήμα ασύμμετρου εξαγώνου. Η είσοδος του είναι στη βορειοανατολική πλευρά, όπου υπάρχει διπλή καμαροσκεπής πύλη, η οποία οδηγεί στην εσωτερική αυλή. Γύρω γύρω είναι χτισμένες μεγάλες στοές που ακουμπούν στο τείχος. Όλες εκτός από μια ήταν διώροφες. Τα πατώματα μεταξύ των ορόφων ήταν ξύλινα και πλέον δεν υπάρχουν, ενώ οι στέγες των αιθουσών του πάνω ορόφου είναι οξύκορφες. Εκτός από τα μικρά παράθυρα που είναι ανοιγμένα προς την εξωτερική πλευρά υπάρχουν και μεγάλα ομοιόμορφα ανοίγματα που βλέπουν προς την εσωτερική αυλή. Έξω από τις αίθουσες βρίσκονται πέτρινες σκάλες που παλιά οδηγούσαν στον πάνω όροφο.
Το Χλεμούτσι είναι χτισμένο με τρόπο λιτό κι απέριττο αλλά νοικοκυρεμένο. Στις αίθουσές του ήταν η κύρια κατοικία του πρίγκιπα ή του εκάστοτε κυρίου του κάστρου και της οικογένειάς του. Υπήρχαν χώροι υποδοχής και συμβουλίων, κοιτώνες των φρουρών και βοηθητικοί χώροι. Όλες οι αίθουσες στο εσωτερικό τους είχαν τζάκι χτισμένο στο πάχος του τοίχου. Δε θα μπορούσε να λείπει ένα παρεκκλήσι, το οποίο εδώ ήταν αφιερωμένο στην Αγία Σοφία, αλλά και ένα δεσμωτήριο. Στη νοτιοανατολική πλευρά της αυλής βρίσκονται υπόγειες δεξαμενές στις οποίες μαζευόταν το βρόχινο νερό. Σε κάποια σημεία υπάρχουν ακόμα ίχνη των σωλήνων, κατασκευασμένων από κεραμίδι που οδηγούσαν το νερό από τις ταράτσες ως τις δεξαμενές. Εντύπωση επίσης προκαλούν οι τρεις κυκλικοί πύργοι, απ’ τους οποίους ο ένας βρίσκεται δίπλα στη σκάλα που οδηγεί στην ταράτσα του κάστρου, είναι ψηλότερος και χρησίμευε ως παρατηρητήριο.
Αν και το Χλεμούτσι είχε παίξει ένα σημαντικό ρόλο στην ιστορία της περιοχής, κυρίως την εποχή της φραγκοκρατίας, αλλά και αργότερα, κατά την τουρκοκρατία, για πολλά χρόνια αφέθηκε έρμαιο της αδιαφορίας. Βέβαια κατά καιρούς το επισκέφτηκαν και ασχολήθηκαν μαζί του Έλληνες και ξένοι περιηγητές και αρχαιολόγοι, άλλοι λιγότερο κι άλλοι περισσότερο γνωστοί όπως οι Καλονάρος, Σωτηρίου, ο οποίος μάλιστα έκανε έρευνες κι ανακάλυψε το νομισματοκοπείο που λειτουργούσε εκεί και στο οποίο αναφερθήκαμε προηγουμένως, ο Κώστας Ουράνης, ο Νίκος Καζαντζάκης και πολλοί ακόμα. Χρειάστηκε όμως να περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να ενδιαφερθεί γι’ αυτό η αρμόδια αρχαιολογική υπηρεσία και ν’ αρχίσει εργασίες για τη συντήρησή του.
Ήδη έχει αποκατασταθεί ένα μεγάλο μέρος του κάστρου κι όταν ολοκληρωθούν οι εργασίες θα έχει πια την αρχική του μορφή, αυτή που είχε όταν χτίστηκε πριν από οχτακόσια περίπου χρόνια. Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι τα τελευταία χρόνια, κάθε καλοκαίρι, παρουσιάζονται στις αυλές του θεατρικές παραστάσεις και συναυλίες, στα πλαίσιατων φεστιβάλ που διοργανώνουν τοπικοί φορείς. Έτσι λοιπόν το Χλεμούτσι, εκτός από αναπόσπαστο κομμάτι του τοπίου και χώρος ιστορίας, γίνεται και χώρος τέχνης και πολιτισμού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ι. Σφηκόπουλος, “Τα Μεσαιωνικά Κάστρα του Μοριά”, Αθήνα 1987, Έκδοση Δεύτερη.
- Α. Μπούτσικας, “Η Φραγκοκρατία στην Ηλεία”, Τόμος Α’, Αθήνα 1985
- Α. Μπούτσικας, “Φράγκικα Μνημεία στην Ηλεία”, Αθήνα 1990
- Ε. Καρποδίνη-Δημητριάδη, “Κάστρα της Πελοποννήσου”, Αdams Editions, Αθήνα 1993.
- Περιοδικό Corpus, τεύχος 11, Δεκέμβριος 1999
- Ανδρέας Καρκαβίτσας, “Παλιές Αγάπες” – Διήγημα “Η Μάνα”, Εκδόσεις Πέλλα.