Η λεπτή σκόνη στροβιλιζόταν σαν σύννεφο λευκό πάνω από τον κακοτράχαλο χωματό-δρομο. Στο ζεστό καλοκαιριάτικο μεσημέρι κάθε απόπειρα ν’ ανοίξω τα παράθυρα του αυτοκινήτου αποδεικνύετο μάταιη. Ακόμα κι έτσι όμως η σκόνη εύρισκε τον τρόπο να εισχωρεί στο εσωτερικό. Ήταν τέλη της δεκαετίας του ’70. Κατηφόριζα με πολλούς άλλους ομοιοπαθείς προς το Πόρτο Κατσίκι και αναρωτιόμουν αν άξιζε τον κόπο όλο αυτό το… αλεύρωμα. Λίγα λεπτά αργότερα πήρα την απάντηση. Μερικές δεκάδες μέτρα κάτω από τα πόδια μου αποκαλύπτετο ο θεαματικότερος κολπίσκος, τα φωτεινότερα τυρκουάζ νερά και η συναρπαστικότερη γεωμορφολογικά ακτή που είχα αντικρίσει μέχρι τότε.
Στο διάβα του χρόνου ξεχάστηκαν πολλές λεπτομέρειες της Λευκάδας. Το Πόρτο Κατσίκι ωστόσο διατήρησε την πρωτοκαθεδρία στις αναμνήσεις μου, πίνακας ζωγραφισμένος από τη Φύση με το ανεξίτηλο τυρκουάζ χρώμα του Ιονίου.

Η λεπτή σκόνη στροβιλιζόταν σαν σύννεφο λευκό πάνω από τον κακοτράχαλο χωματόδρομο. Στο ζεστό καλοκαιριάτικο μεσημέρι κάθε απόπειρα ν’ ανοίξω τα παράθυρα του αυτοκινήτου αποδεικνύετο μάταιη. Ακόμα κι έτσι όμως η σκόνη εύρισκε τον τρόπο να εντοπίζει τις αδιόρατες χαραμάδες και να εισχωρεί στο εσωτερικό. Η υποτιθέμενη στεγανότητα του Ιαπωνικού αυτοκινήτου είχε εκτεθεί ανεπανόρθωτα από τους λεπτότατους κόκκους σκόνης του Λευκαδίτικου χωματόδρομου.
Ήταν τέλη της δεκαετίας του ’70. κατηφόριζα με πολλούς άλλους ομοιοπαθείς προς το Πόρτο Κατσίκι και αναρωτιόμουν αν άξιζε τον κόπο όλο αυτό το… αλεύρωμα. Λίγα λεπτά αργότερα πήρα την απάντηση. Μερικές δεκάδες μέτρα κάτω από τα πόδια μου αποκαλύπτετο ο θεαματικότερος κολπίσκος, τα φωτεινότερα τυρκουάζ νερά και η συναρπαστικότερη γεωμορφολογικά ακτή που είχα αντικρίσει μέχρι τότε.
Στο διάβα του χρόνου ξεχάστηκαν πολλές λεπτομέρειες της Λευκάδας. Το Πόρτο Κατσίκι ωστόσο διατήρησε την πρωτοκαθεδρία στις αναμνήσεις μου, πίνακας ζωγραφισμένος από τη Φύση με το ανεξίτηλο τυρκουάζ χρώμα του Ιονίου.
Όταν λοιπόν ο Άρης Κατσιγιάννης – συνδρομητής από τα πρώτα τεύχη του περιοδικού – μας προσκάλεσε στο νησί, η πρώτη εικόνα που σχηματίστηκε στη μνήμη μου ήταν ο θρυλικός όρμος, που κάποτε με είχε τόσο σαγηνέψει. Πολύ σύντομα θα διαπίστωνα, ότι η γοητεία της Λευκάδας δεν οφείλετο μόνον στο Πόρτο Κατσίκι και στις άλλες περιώνυμες παραλίες αλλά και στην αθέατη ενδοχώρα, που παρέμενε στη σκιά των διασημοτήτων του νησιού.
Φρύνι. Ο βενετσιάνικος ελαιώνας και η παραλία του Αη-Γιάννη.
Αν δεν είναι κανείς προϊδεασμένος, δύσκολα συνειδητοποιεί, ότι, από τη μια στιγμή στην άλλη, περνάει από την ηπειρωτική Ελλάδα σε νησί. Αυτή η «γεωγραφική μεταβολή» διαρκεί κάποια δευτερόλεπτα, όσα απαιτούνται για να διασχίσουμε τα 60 περίπου μέτρα της πλωτής γέφυρας πάνω από τον θαλάσσιο δίαυλο, που χωρίζει την ακτή της Αιτωλοακαρνανίας απ’ την Λευκάδα. Είναι η συντομότερη και πιο ανέξοδη μετάβαση σε Ελληνικό νησί, ανεπηρέαστη και από τις δυσάρεστες καιρικές συνθήκες σ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, ένα αληθινό προνόμιο τόσο για τους Λευκαδίτες όσο και για τους πολυάριθμους επισκέπτες του νησιού.
Θα απαιτείτο ένα ιδιαίτερο άρθρο για να περιγράψουμε τις πρώτες γοητευτικές εικόνες που αποκαλύπτονται στα μάτια μας, τη γλυκύτατη ηρεμία της λιμνοθάλασσας, την επιβλητικότητα του Ενετικού Κάστρου της Αγίας Μαύρας, τις χαριτωμένες και λεπτεπίλεπτες σιλουέτες των ερωδιών και αμέσως μετά την γραφικότητα της Χώρας της Λευκάδας. Προς το παρών λοιπόν περιοριζόμαστε σε μια φευγαλέα περιπλάνηση και συνεχίζουμε για δυο χιλιόμετρα δυτικά της Χώρας, στον οικισμό Φρύνι. Ένα δαιδαλώδες δίκτυο στενών δρομίσκων μας οδηγεί στο εσωτερικό. Ο θαλασσινός ορίζοντας σταδιακά εξαφανίζεται. Το γαλάζιο χρώμα των ακτών κρύβεται πίσω από πυκνά φυλλώματα με διαφορετικές αποχρώσεις πράσινου. Είναι οι πορτοκαλιές και λεμονιές κυρίως όμως τα αναρίθμητα ελαιόδεντρα, που επιβάλλονται στον επίπεδο τόπο με τις διαστάσεις και τον όγκο τους. Βρισκόμαστε στον περίφημο «Βενετσιάνικο ελαιώνα». Παρατηρώ τα γέρικα ελαιόδεντρα, αυτούς τους «Μαθουσάλες» της Λευκαδίτικης γης, που πολλών η ηλικία ξεπερνάει τους έξι αιώνες. Είν’ ένα αληθινό θαύμα της φύσης, παράδειγμα μοναδικό της πιο ακραίας, της πιο πεισματάρικης αντοχής στις κακουχίες του χρόνου. Από τη μια οι βασανισμένοι τους κορμοί, γεμάτοι κουφάλες και σχισμές, βαθειές ρυτίδες, σαν μέτωπο εκατοχρονίτη γέρου. Κι από την άλλη τα θαλερά καταπράσινα κλαδιά, που ορθώνονται από πάνω τους σαν κώμη ατίθαση νέου ανθρώπου. Φορτωμένα κάθε χρόνο με άνθη και καρπούς, αψηφούν και περιγελούν το χρόνο σαν να κατέχουν το θλιβερό της αιώνιας νεότητας. Πόσες και πόσες γενιές ανθρώπων, Βενετσιάνοι, Τούρκοι, Έλληνες και τόσοι άλλοι, είδαν το φως σ’ αυτό τον τόπο, μεγάλωσαν και έφυγαν ενώ τα δέντρα τούτα παραμένουν … Είναι τα μνημεία της φύσης που συνδέουν το παρελθόν με το παρόν, που θυμίζουν αμυδρά μια εποχή που πέρασε για πάντα.
Σήμερα τα χαρακτηριστικά του κάμπου στο Φρύνι μεταβλήθηκαν. Στη θέση των σκονισμένων ή λασπωμένων χωματόδρομων και των παλιών αγροτικών κατοικιών και εγκαταστάσεων, έχει αναπτυχθεί ένα ασφάλτινο οδικό δίκτυο, καθώς και ένας σημαντικός αριθμός σύγχρονων καταλυμάτων για την εξυπηρέτηση των χιλιάδων επισκεπτών. Σ’ ένα τέτοιο καταπράσινο περιβάλλον 4 στρεμμάτων λειτουργεί από το 1990 το συγκρότημα των 20 επιπλωμένων διαμερισμάτων «ΑΛΕΞΑΡΙΑ», των αδελφών Αλέξανδρου και Αριστομένη Κατσιγιάννη.
Η μονάδα συγκεντρώνει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που προδιαθέτουν για ήρεμες και ποιοτικές διακοπές. Μια μεγάλη πισίνα με υδρομασάζ δεσπόζει στο κέντρο του υπαίθριου χώρου, που είναι καλυμμένος με γρασίδι και φυτεμένος με λουλούδια, πορτοκαλιές λεμονιές και υπεραιωνόβια ελαιόδεντρα. Ο χώρος στάθμευσης είναι κάτω από τα δέντρα, ενώ υπάρχει παιδική χαρά και ειδικός χώρος απασχόλησης παιδιών. Τα μονόχωρα και δίχωρα διαμερίσματα είναι κατανεμημένα σε δύο κτιριακά συγκροτήματα και είναι άνετα, επιπλωμένα με γούστο και διαθέτουν κλιματισμό, τηλεόραση και κουζίνα εξοπλισμένη με όλα τα απαραίτητα σκεύη. Τα ισόγεια έχουν άμεση γειτνίαση με το γρασίδι και τα δέντρα, ενώ τα διαμερίσματα στον όροφο έχουν, ανάλογα με τον προσανατολισμό τους, θέα στον ελαιώνα, στο Φρύνι ή στο πευκοδάσος στα δυτικά του οικισμού. Επιλέγουμε ένα ισόγειο διαμέρισμα για να έχουμε την αίσθηση της αμεσότητας με το θαυμάσιο φυσικό περιβάλλον ολόγυρά μας.
Ένας δροσερός μαΐστρος σείει ελαφρά τις κορυφές των δέντρων.
-Είναι ένας ευχάριστος σύντροφος που σπάνια μας εγκαταλείπει το καλοκαίρι, λέει ο Άρης. Εδώ βέβαια στο εσωτερικό η έντασή του μετριάζεται, στην παραλία του Αη-Γιάννη όμως πρέπει αυτή τη στιγμή να φυσάει δυνατά.
Στο ΒΔ άκρο του νησιού και σε απόσταση 700 μόλις μέτρων από το κατάλυμα διαγράφεται η μεγάλη καμπύλη της παραλίας του Αη-Γιάννη. Είναι ένας κόλπος με υπέροχη αμμουδιά και πεντακάθαρα νερά που, ανάλογα με το βάθος τους, παίρνουν διάφορες αποχρώσεις του γαλάζιου. Ο κόλπος είναι απόλυτα εκτεθειμένος στο μαΐστρο, που την ώρα αυτή ξεπερνάει τα 5 μποφόρ και δημιουργεί αφρισμένα κύματα. Αυτή τη συνεχή φυσική ενέργεια του ανέμου εκμεταλλεύονται κάποιοι τολμηροί και επιδίδονται με μεγάλη επιδεξιότητα στο θεαματικό σπορ του «Kite surfing», έναν συνδυασμό σανίδας και αλεξίπτωτου πλαγιάς. Εξαιτίας της φυσικής της ομορφιάς αλλά και της γειτνίασής της με την Χώρα της Λευκάδας, η παραλία του Αη-Γιάννη είναι πολύ δημοφιλής και τουριστικά αξιοποιημένη με πολλά μπαράκια, εστιατόρια και ενοικιαζόμενα δωμάτια.
Ο βασικός προσανατολισμός αυτού του άρθρου είναι η ανάδειξη της – λιγότερο γνωστής – ενδοχώρας του νησιού. Ωστόσο, δεν μπορούμε ν’ αποφύγουμε τον πειρασμό να περιπλανηθούμε για λίγο και σε μερικούς από τους πιο διάσημους οικισμούς και παραλίες της Λευκάδας. Ώσπου να πέσει λοιπόν ο ήλιος συνεχίζουμε κατά μήκος της ΒΔ ακτογραμμής με κατεύθυνση προς Αγ. Νικήτα. Προηγουμένως περνάμε από το φημισμένο μοναστήρι της Φανερωμένης, που ιδρύθηκε στα μέσα του 17ου αιώνα και εξακολουθεί να θεωρείται από τους Λευκαδίτες ο σημαντικότερος τόπος προσκυνήματος.
Η διαδρομή παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οι διαδοχικές λοφοπλαγιές και οι ήπιες χαραδρώσεις του εδάφους δημιουργούν ένα σύνθετο ανάγλυφο κατάφυτο με ελαιώνες, πεύκα και πάμπολλα κυπαρίσσια που εξέχουν χαρακτηριστικά με τις λεπτεπίλεπτες σιλουέτες τους. Καθώς ανηφορίζουμε η θέα προς την Χώρα της Λευκάδας και τον κάμπο γίνεται όλο και πιο συναρπαστική. Περνάμε από τον οικισμό Τσουκαλάδες και χαμηλώνουμε προς το Ιόνιο. Οι ελαιώνες σταδιακά αντικαθίστανται από πευκοδάση. Μια απέραντη αμμουδιά αποκαλύπτεται στα μάτια μας. Είναι η εκπληκτική ακτή του Αγ. Νικήτα, τα πασίγνωστα «Πευκούλια», τόσο έρημη στα μέσα του Μάρτη αλλά και τόσο ομοβριθής και ζωντανή το καλοκαίρι. Στο τελείωμα της ακτής και στο μυχό του κόλπου, πλάι στο ακρωτήριο του Αγ. Νικήτα, προβάλλει ο ομώνυμος οικισμός, από τα πιο φημισμένα και δημοφιλή παραθεριστικά κέντρα της Λευκάδας.
Στο ενδιάμεσο της παραθαλάσσιας διαδρομής προς τον Αγ. Νικήτα, ένας δρόμος ανηφορίζει απότομα αριστερά, συνδέοντας την ακτή Πευκούλια και τον Αγ. Νικήτα με την ενδοχώρα. Το περασμένο καλοκαίρι είχαμε την εξαιρετική εμπειρία αυτής της διαδρομής, που μετά από 5 σχεδόν χιλιόμετρα αλλεπάλληλων στροφών κατά μήκος μιας πευκόφυτης χαράδρας, μας είχε οδηγήσει στον οικισμό «Ασπρογερακάτα» και στη συνέχεια στην ορεινή ζώνη του νησιού. Για χάρη της πρώτης αυτής ανάμνησης παρεκκλίνουμε και πάλι από τον παραθαλάσσιο δρόμο και ανηφορίζουμε προς τα ορεινά. Πριν καν περάσει ένα λεπτό η πορεία μας ανακόπτεται βίαια και απρόσμενα. Μια τεράστια κατολίσθηση είχε εξαφανίσει το ασφάλτινο οδόστρωμα κάτω από τόνους χώματος και βράχων. Πρόκειται στην ουσία για την αποκόλληση μιας ολόκληρης πλαγιάς, που αποτελείται από σαθρά πετρώματα και χώμα. Είναι βέβαιο, πως για τη διάνοιξη του δρόμου και τη συνολική αποκατάσταση της καταστροφής θα απαιτηθεί αρκετός χρόνος και μεγάλα μηχανήματα. Δυσκολότερο ακόμη θα είναι το έργο της αντιστήριξης της πλαγιάς, ώστε να μην κινδυνεύσει από νέα κατολίσθηση στο μέλλον.
Επιστρέφουμε στο παραδοσιακό ψαροχώρι του Αγ. Νικήτα, με τα πέτρινα σπίτια, τους στενούς δρόμους, τα ουζερί και τα ταβερνάκια δίπλα στην ακτή.
Ο οικισμός είναι σχεδόν έρημος αυτή την εποχή, σφύζει όμως από ζωή το καλοκαίρι. Πριν δύσει ο ήλιος, ανηφορίζουμε μετά τον οικισμό έναν απότομο χωματόδρομο προς τη «Μεγάλη Ράχη».
Το θέαμα από εδώ είναι εκπληκτικό στην παραλία του «Μύλου» κάτω από τα πόδια ας και σ’ όλη την απεραντοσύνη του Ιονίου.
Καθώς πέφτει το σκοτάδι επιστρέφουμε στη Χώρα. Ο μαΐστρος έχει πια ηρεμήσει, τα νερά της λιμνοθάλασσας είναι ακίνητα. Είναι μια ώρα απίστευτα ρομαντική, που μας προσκαλεί για έναν μακρύ και γαλήνιο περίπατο.
ΜΕ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟ ΤΑ ΟΡΕΙΝΑ
Η μέρα ξεκινάει μ’ ένα πορτοκάλι που κόβω από το δέντρο. Δεν είναι πολύ γλυκό, δεν έχει ωριμάσει ακόμη. Είναι ωστόσο μια γεύση δροσερή και αυθεντική, νοτισμένη από την ολονύχτια δροσιά.
Διασχίζουμε το Φρύνι με νότια κατεύθυνση προς τον οικισμό Απόλπαινα. Ο βενετσιάνικος ελαιώνας είναι διακοσμημένος με τον πολύχρωμο τάπητα της φύσης, τα αναρίθμητα αγριολούλουδα της Άνοιξης. Σ’ ένα παρακλάδι του χείμαρρου «Βάρδα» είναι σκυμμένη μια κυρούλα. Είναι η Σταμούλα Θεριανού που πλένει τα «σκουτιά» της στην καθάρια ροή της ρεματιάς. Με ξεναγό μας πάντα τον Άρη ανηφορίζουμε από τον χείμαρρο έναν δύσβατο χωματόδρομο, ακατάλληλο για συμβατικά αυτοκίνητα. Δεξιά μας προβάλλει ο γραφικός οικισμός της Απόλπαινας, χτισμένος αμφιθεατρικά ανάμεσα σε καταπράσινες πλαγιές. Πίσω στο βάθος λαμπυρίζουν τα ήρεμα νερά της λιμνοθάλασσας. Πλατάνια, κυπαρίσσια και ελαιώνες, λοφίσκοι και ρεματιές, τοπίο ποικιλόμορφο με διαρκείς εναλλαγές.
Μετά από λίγο προβάλλει χαμηλά ένα τμήμα του «Φαραγγιού της Μελίσσας», μια εντυπωσιακή χαράδρωση, κατάφυτη κυρίως με κυπαρίσσια και πουρνάρια. Στα δεξιά του χωματόδρομου εντοπίζουμε ένα θαυμάσιο χορταριασμένο μονοπάτι, που κατηφορίζει στο φαράγγι. Είναι ένας εξαιρετικά ευχάριστος περίπατος σε έδαφος καλοστρωμένο με ήπιες κλίσεις, άφθονη βλάστηση και πολλά λουλούδια, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν μεγάλες μωβ ίριδες. Η αντικρινή πλαγιά του φαραγγιού είναι ένα πρανές με έντονη κλίση, κατάφυτο με ελαιώνες. Μας εντυπωσιάζουν οι αναβαθμίδες και οι πεζούλες με την περίτεχνη ξερολιθιά για την συγκράτηση του εδάφους.
Σ’ ένα 8λεπτο το μονοπάτι τερματίζει πάνω απ’ την κοίτη του φαραγγιού. Το νερό κυλάει ορμητικό και, βουερό αλλά αθέατο σχεδόν ανάμεσα σε αδιαπέραστη ζούγκλα από πουρνάρια.
Το δύσβατο και επικλινές έδαφος, καθώς και η άγρια θαμνώδης βλάστηση καθιστούν σχεδόν αδύνατη τη διάσχιση του φαραγγιού σ’ αυτή τη περιοχή. Επιστρέφουμε στο αυτοκίνητο και με κατεύθυνση ΝΑ συνεχίζουμε τον στενό και κακοτράχαλο χωματόδρομο ανάμεσα σε συνεχόμενους ελαιώνες. Σ’ ένα 5λεπτο βγαίνουμε στο κεντρικό οδικό δίκτυο, που συνδέει τη Χώρα με το ορεινό τμήμα του νησιού. Ανηφορίζουμε με στροφές. Πίσω μας η Χώρα εμφανίζεται πανοραμικά μέσα στην αχλύ του πρωινού.
Σε λίγα λεπτά φτάνουμε σ’ ένα ευρύτατο οροπέδιο με μέσο υψόμετρο 400 περίπου μέτρων. Βρισκόμαστε ήδη στην επικράτεια του Δήμου Σφακιωτών, που, σύμφωνα με την παράδοση, οφείλουν την ονομασία τους σε Σφακιανούς που εγκαταστάθηκαν εδώ τον 16ο ή 17ο αιώνα.
Ο πρώτος οικισμός που συναντάμε είναι το Σπανοχώρι, χτισμένο αμφιθεατρικά σε ωραίο λοφίσκο, με γραφικά πέτρινα σπίτια, ελαιόδεντρα, αμυγδαλιές και αμπελάκια. Αμέσως μετά ο επίπεδος δρόμος διασχίζει τα Λαζαράτα, έδρα του Δήμου Σφακιωτών. Στο Δημαρχείο μας καλωσορίζει ο Δήμαρχος Γιώργος Κούρτης, που, αν και Κυριακή, εργάζεται στο γραφείο του. Εκπαιδευτικός και φυσιολάτρης ο Δήμαρχος, τίθεται αμέσως στη διάθεσή μας για μια μικρή περιήγηση στο Δήμο του.
Μια πινακίδα στο κεντρικό δρόμο μας δείχνει την κατεύθυνση προς το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία. Κάποιοι διανύουν με αυτοκίνητο τα 800 μέτρα ως τον ναΐσκο, ενώ άλλοι προτιμούν το καλοσυντηρημένο μονοπάτι, που, μέσα από δάσος πουρναριών, καταλήγει στον Προφήτη Ηλία σ’ ένα 20λεπτο. Χτισμένος με πέτρα σε υψόμετρο 470 μ. ο ναός έπαθε μεγάλες καταστροφές από φωτιά στα μέσα της δεκαετίας του ’90.
Οι εργασίες αποκατάστασης βρίσκονται ήδη σε φάση ολοκλήρωσης. Έξω από τον περίβολο ξεκινάει προς τα Α ένα ανηφορικό μονοπάτι, που σ’ ένα 5λεπτο μας οδηγεί στην κορυφή του λοφίσκου, σε θαυμάσιο σημείο θέας προς την οροσειρά του Σκάρου, την Ακαρυανία και την θάλασσα. Αμέσως μετά τον αυχένα το μονοπάτι κατηφορίζει δύσβατο ανάμεσα από πουρνάρια και σε λίγα λεπτά καταλήγει στον σπηλαιώδη ναΐσκο του Αγ. Στεφάνου. Χτισμένο το 1950 με τούβλα, το ναΐδριο δεν έχει καμιά αρχιτεκτονική αξία, είναι όμως ένα πραγματικό ερημητήριο με κορυφαία θέα σ’ αυτόν τον αγριότοπο.
– Προτείνω μια σύντομη επίσκεψη γνωριμίας στο Φαράγγι της Μέλισσας, λέει ο Δήμαρχος.
Ξεκινάμε από το Δημαρχείο, περνάμε από τον όμορφο οικισμό του Κάβαλλου και συνεχίζουμε σε χωματόδρομο με Β κατεύθυνση. Είναι μια υπέροχη διαδρομή ανάμεσα σε κυπαρίσσια και ελαιώνες.
Σχεδόν 4 χλμ. μετά φτάνουμε στην περιοχή του φαραγγιού. Μας υποδέχεται αρχικά ένα πέτρινο γεφύρι με άνοιγμα 7 μέτρων, πλάτος 2,2, περίτεχνο τόξο και πολύ βαριά κατασκευή. Λίγο πιο κάτω ο Δήμαρχος μας υποδεικνύει ένα μικρότερο γεφυράκι πολύ όμορφο με την αψίδα του σχεδόν εξαφανισμένη πίσω από πυκνούς κισσούς. 300 περίπου μέτρα πιο πέρα συναντάμε ακόμη ένα γεφυράκι με ερειπωμένο νερόμυλο. 3 λεπτά μετά η παρέλαση των νερόμυλων συνεχίζεται. Τη φορά αυτή το κτίσμα διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση με άριστη λιθοδομή και θολωτή σκεπή από λίθο. Στο δάπεδο εξακολουθεί να παραμένει μια μυλόπετρα. Ολόγυρα το περιβάλλον είναι λουλουδιασμένο με μαργαρίτες και ανεμώνες. Λίγο πιο κάτω εμφανίζεται άλλος ένας μύλος και γεφυράκι με πλάτος 2 και άνοιγμα 3,5 μέτρων. Είναι εκπληκτικός ο αριθμός και η ομορφιά όλων αυτών των πετρόχτιστων μνημείων του παρελθόντος.
– Ήταν μια μοναδική περιοχή που έσφυζε από δραστηριότητα, αφού λειτουργούσαν συνολικά 10 νερόμυλοι, διευκρινίζει ο Δήμαρχος.
Φτάνουμε σ’ ένα μικρό πλάτωμα πλάι στο ρέμα, απ’ όπου αρχίζει το μονοπάτι του φαραγγιού. Εδώ βρίσκονται τα ερείπια ενός νερόμυλου, καθώς και ένα πέτρινο γεφύρι που συνδέει τις όχθες του ρέματος. Το φυσικό περιβάλλον είναι πανέμορφο με πλατάνια, κυπαρίσσια, γάβρους, πουρνάρια και άφθονα λουλούδια με κυρίαρχα τις ανεμώνες και τις ίριδες. Βαδίζουμε πλάι στο ρέμα της Απεταστής με τη διάφανη ροή. Σ’ ένα τρίλεπτο περνάμε κάτω από ένα γεφυράκι, που έχει την πρωτοτυπία, ότι δεν είναι τοξωτό αλλά επίπεδο. Η πέτρινη κατασκευή του είναι ισχυρότατη. Με πλάτος 1,30 και μήκος 2,50 μέτρα είναι ένα από τα μικρότερα γεφυράκια. Αμέσως μετά συναντάμε την πλούσια ροή του ρέματος της Μελίσσας.
Παίρνουμε για λίγο το παλιό μονοπάτι, που σε κάποια σημεία διασώζει το καλντερίμι. Μετά την πολύχρονη αχρηστία το μονοπάτι έχει κλείσει και έχει υποστεί φθορές από κατολισθήσεις. Ανοίγουμε δρόμο ανάμεσα στα πουρνάρια, η βλάστηση γύρω μας είναι τόσο πυκνή, που, παρά τον λαμπρό ήλιο της ημέρας, ξαφνικά μας τυλίγει μισοσκόταδο.
– Αυτή είναι η αθέατη Λευκάδα, που δεν περιγράφεται από κανέναν τουριστικό οδηγό, μου λέει ο Δήμαρχος. Φιλοδοξία όμως της Δημοτικής αρχής είναι, μέχρι το 2006, να αποκαταστήσει και διανοίξει το μονοπάτι σε μήκος τουλάχιστον 2 χλμ. μέσα στο Φαράγγι της Μέλισσας. Πιστεύουμε, πως θα είναι μια πολύτιμη περιπατητική πρόταση προς τους φυσιολάτρες επισκέπτες μας.
ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ
ΣΤΟ ΚΑΒΑΛΛΟ
Με πολλά και παλιά πέτρινα σπίτια ο Κάβαλλος είναι χωριό παραδοσιακό από τα γραφικότερα του Δήμου Σφακιωτών.
Για τους ντόπιους όμως αλλά και για τους ενημερωμένους επισκέπτες ο Κάβαλος δεν είναι δημοφιλής μόνον για την αρχιτεκτονική του αλλά κυρίως για τα γαστρονομικά μεσημεριανά δρώμενα των Κυριακών.
-Αξίζει να πεταχτούμε ως εκεί, αν κι έχουμε αργήσει λίγο, προτείνει ο Δήμαρχος.
Αφήνουμε τα αυτοκίνητα στο κέντρο του χωριού και μετά από μερικές δεκάδες μέτρα μας τυλίγει μια γαργαλιστική μυρωδιά ψημένου κρέατος. Σε μισό λεπτό αποκαλύπτεται η πηγή διέγερσης της όσφρησης. Είναι μια υπαίθρια ψησταριά με κάρβουνα, που πάνω τους σιγογυρίζουν δυο μικρές σούβλες με ό,τι έχει απομείνει απ’ αυτά που κάποτε ήταν κοντοσούβλι και σπληνάντερο. Ένας ηλικιωμένος άντρας στέκεται όρθιος πλάι στην ψησταριά.
-Άργησες Δήμαρχε, εσύ και η παρέα σου, λέει, καθώς πλησιάζουμε. Ίσα που προλαβαίνετε να πάρετε μυρωδιά.
Κοντά στα 80 του ο κυρ-Βαγγέλης είναι χασάπης τρίτης γενιάς, μιας παράδοσης που ξεκίνησε από τον παππού του και έχει επεκταθεί στον γιο του Πανταζή και στον εγγονό του. Όταν συνταξιοδοτήθηκε σκέφτηκε να μην ξεκόψει από το επάγγελμα. Έστησε λοιπόν μια υπαίθρια ψησταριά δίπλα στο καφενείο του Στάθη και τα τελευταία πεντέξι χρόνια ψήνει τα πρωινά των Κυριακών κοκορέτσι, κοντοσούβλι και σπληνάντερο. Ό,τι καιρό κι αν κάνει, κρύο, χιονιά ή βροχή, δεν παύει η ψησταριά του κυρ-Βαγγέλη να τσικνίζει την ατμόσφαιρα και να συγκεντρώνει πλήθος μερακλήδων στο καφενείο του Στάθη. Αυτός από την πλευρά του είναι γνήσιος μαγαζάτορας. Φωνακλάς, χωρατατζής και, κατά περίπτωση, αθυρόστομος, πηγαινοέρχεται διαρκώς ανάμεσα στους θαμώνες με πειράγματα και αστεία, που δεν παρεξηγούνται από κανέναν.
Που και που ακούγονται κάποια περίεργα παρατσούκλια.
-Κανένας εδώ έχει το παρατσούκλι του, μου ψιθυρίζει ο Δήμαρχος. Είναι ο μοναδικός ασφαλής τρόπος για να προσδιορίσεις κάποιου την ταυτότητα.
Τα καλούδια του κυρ-Βαγγέλη είναι υπέροχα. Δυστυχώς εξαφανίζονται αστραπιαία και δεν υπάρχει τρόπος να αντικατασταθούν. Συνεχίζουμε λοιπόν το ντόπιο κοκκινέλι ξεροσφύρι. Όρθιος λίγο πιο πέρα ο Στάθης φαίνεται πως μας παραμονεύει. Πριν προλάβει να φτάσει στη μέση το ποτήρι σπεύδει με την νταμιτζάνα και μας το ξεχειλίζει.
Η ώρα περνάει πολύ ευχάριστα, πρέπει όμως να συνεχίσουμε την περιοδεία μας. Διασχίζουμε τον Κάβαλλο και φτάνουμε στο ΒΔ άκρο του χωριού. Εδώ, σε μια θαυμάσια τοποθεσία, βρίσκεται το παλιό Δημοτικό Σχολείο του χωριού, που έπαψε να λειτουργεί στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Ωστόσο, από το Σεπτέμβριο του 2004, το έρημο κτίριο ξαναζεί, αφού στην τεράστια αίθουσά του στεγάζει το Λαογραφικό Μουσείο του χωριού. Ο πλούτος των εκθεμάτων είναι εντυπωσιακός και η διάταξή τους άριστη. Αναμφίβολα είναι ένα από τα ωραιότερα περιφερειακά λαογραφικά μουσεία, που έχουμε ως τώρα αντικρίσει. Οφείλεται κυρίως στην προσωπική συμμετοχή του Ανδρέα Λάζαρη και του Χρήστου Κατωπόδη ή Ζακχαίου, με την αμέριστη συμπαράσταση του Δήμου Σφακιωτών.
Στο Μουσείο περιλαμβάνονται αναπαραστάσεις χώρων παραδοσιακού Λευκαδίτικου σπιτιού, όπως η κουζίνα και ο φούρνος. Εκτίθεται μια πληρέστατη συλλογή εργαλείων 15 περίπου παραδοσιακών επαγγελμάτων, όπως του γεωργού, του τσαγκάρη, του σιδερά, του χαλκωματά, του ξυλουργού, του κτίστη, του κουρέα, του πεταλωτή και τόσων άλλων επαγγελμάτων που έχουν πια χαθεί. Υπάρχει επίσης τμήμα με υφαντά καθώς και μια συλλογή βιβλίων από Λευκαδίτες συγγραφείς.
Οι μνήμες μας επανέρχονται ζωηρές καθώς περνάμε μπροστά από τα «εργαλεία» του μαθητή, κοντυλοφόρο, πλάκα, κοντύλι, πηλίκια, το μπρούντζινο κουδούνι του επιστάτη, τετράδια και παλιές σχολικές φωτογραφίες. Σ’ ένα σημείο τραβάει την προσοχή μου ένα ταπεινό βιβλιαράκι με κιτρινισμένα φύλλα, πολύ παλιό αλλά απροσδιόριστης ηλικίας. Έχει εκδοθεί στην Αθήνα από κάποιους εκπαιδευτικούς με τίτλο: «Το κλειδί της επιτυχίας σας στο Γυμνάσιο». Κάνω να το ξεφυλλίσω αλλά τα φύλλα είναι άκοπα! Προφανώς δεν θεωρήθηκε ιδιαίτερα ελκυστικό το περιεχόμενό του είτε από τους σύγχρονους του είτε από τους μεταγενέστερους.
Σκληρή μοίρα για ένα βιβλίο που έχει καταδικαστεί να γερνάει ανέγγιχτο!
ΑΚΟΜΗ ΠΙΟ ΟΡΕΙΝΑ
ΑΓ. ΗΛΙΑΣ, ΟΡΟΠΕΔΙΟ ΑΓ. ΔΟΝΑΤΟΥ
ΚΑΙ ΒΟΛΤΟΙ
Από τον Κάβαλλο συνεχίζουμε νότια προς την ενδοχώρα του νησιού. Ο δρόμος διασχίζει τα Ασπρογερακάτα με τον υπεραιωνόβιο πλάτανο και το παλιό πηγάδι, που διατηρεί το λαξευτό πέτρινο στόμιο με διάμετρο που ξεπερνάει το ένα μέτρο. Το εσωτερικό του είναι πετρόχτιστο και στο βάθος λαμπυρίζει το νερό. Από τα Ασπρογερακάτα ξεκινάει η υπέροχη αυτή διαδρομή προς τα Πευκούλια και τον Αγ. Νικήτα, που δυστυχώς έχει αποκοπεί από τις πρόσφατες κατολισθήσεις.
Περνάμε από τους Πηγαδησάνους και συνεχίζουμε προς Καρυά, το κεφαλοχώρι της ορεινής Λευκάδας και έδρα του ομώνυμου Δήμου. Πριν από την είσοδό μας στο χωριό ανηφορίζουμε δεξιά προς την «Αεροπορική Βάση» του νησιού. Με αλλεπάλληλες στροφές κερδίζουμε διαρκώς υψόμετρο. Η θέα γίνεται όλο και πιο εντυπωσιακή τόσο προς την κάτοψη της Καρυάς όσο και στον ευρύτατο ορίζοντα.
Ένα από τα χαρακτηριστικότερα μορφολογικά στοιχεία της περιοχής είναι οι πολυάριθμες αναβαθμίδες με τις καλοφτιαγμένες πεζούλες στις πλαγιές. Στις περισσότερες υπάρχουν φτιαγμένα αμπελάκια ακόμη και σε χωραφάκια λιλιπούτεια. Ο Π. Κοντομίχης στο βιβλίο του «τα Γεωργικά της Λευκάδος» αναφέρει, ότι «ο Λευκαδίτης είναι καλός και ακούραστος καλλιεργητής. Μα ποτέ η έκταση γης που του ανήκε, δεν ήταν αρκετή.
Ήταν πάντα κακοτράχαλη και περιορισμένη. Εντούτοις η ανάγκη να επιβιώσει του δίνει τη δύναμη της επιμονής, έτσι που μετέβαλλε τα βραχερά και αφιλόξενα πλάγια σε ομορφοδουλεμένα κτήματα. Οι ορεινές πλαγιές φυτεύτηκαν με αμπέλια και οι πεδινές με ελιές. Για να συγκρατεί το χώμα στα κατηφορικά εδάφη που παρασέρνονταν απ’ τις πολλές βροχές εφάρμοσε το σύστημα των «λιθιών». Ύψωνε δηλαδή με πέτρες που έβγαζε από το ίδιο του το κτήμα μονούς ξερότοιχους, που βάσταγαν τα χώματα και ίσιωναν τον τόπο κλιμακωτά. Έτσι δημιουργούνταν οι άλλοτε πλατείες και άλλοτε στενότερες «σκάλες», που έδιναν στο κτήμα οριζόντιες επιφάνειες. Αυτό το θέαμα παρουσιάζουν οι πλαγιές του νησιού από τη μια άκρη του ως την άλλη. Και ήταν να χαίρεσαι αληθινά την εργατικότητα και την υπομονή των ανθρώπων που πότιζαν, κυριολεκτικά, τη γη με τον ιδρώτα τους και την έκαναν να παράγει σε αφθονία ολόμεστους και εύχυμους καρπούς».
Ανηφορίζουμε συνεχώς. Φτάνουμε σ’ ένα μικρό, γραφικότατο οροπέδιο σε υψόμετρο 800 μέτρων. Κάποιοι άνθρωποι περιποιούνται τα αμπελάκια τους. Λίγο πιο πάνω απλώνεται άλλο ένα, εκτεταμένο οροπέδιο. Εδώ η γραφικότητα εξαφανίζεται. Η γη είναι παντού ανασκαμμένη από εκτεταμένες αμμοληψίες. Ακόμη και σ’ αυτό το σεληνιακό τοπίο όμως, σε υψόμετρο 850 μέτρων, υπάρχουν κάποιες πλαγιές με αναβαθμίδες και αμπελάκια. Είναι πιθανότατα ο ορεινότερος αμπελώνας της Ελλάδας.
Ένας στενός, πρόσφατος ασφαλτόδρομος μας οδηγεί σε 3 λεπτά στην κορυφή του λόφου του Αγίου Ηλία, σε υψόμετρο 1000 περίπου μέτρων. Ο τρούλος του εξωκκλησιού είναι βαμμένος μπλε, στο χρώμα του ουρανού. Το εσωτερικό είναι λιτότατο. Διατηρείται το αυθεντικό πλακόστρωτο δάπεδο αλλά η ακαταστασία και τα σκουπίδια φανερώνουν μια αδικαιολόγητη εγκατάλειψη. Αυτό όμως που παραμένει ανεπηρέαστο από τις πράξεις των ανθρώπων είναι η θέα από το εξωκκλήσι, που είναι πραγματικά αεροπορική προς κάθε σημείο του ορίζοντα. Περνάνε λοιπόν περιμετρικά από τα μάτια μας όλα τα μικρονήσια της Λευκάδας, κατοικημένα και ακατοίκητα, τα Όρη της Ακαρνανίας και των Αγράφων, τα Τζουμέρκα και το Περιστέρι, ο Αμβρακικός, η Πρέβεζα και το αεροδρόμιο του Ακτίου, η απεραντοσύνη του Ιονίου και ενδιάμεσα μια περίπλοκη ακτογραμμή με αλλεπάλληλους κόλπους και όρμους, λόφοι, οροπέδια και κορφές, χαράδρες και φαράγγια, διαδαλώδες δίκτυο δρόμων χωμάτινων και ασφάλτινων, αναρίθμητα χωριά με κίτρινες και κόκκινες σκεπές, ένα θέαμα απίστευτο και απόλυτα χαρακτηριστικό της ποικιλομορφίας του τοπίου της Ελλάδας.
Ωστόσο η περιοχή δεν μας έχει αποκαλύψει ακόμη όλες ιδιαιτερότητές της. Επιστρέφοντας από τον Αγ. Ηλία συνεχίζουμε με νότια κατεύθυνση. Δύο χιλιόμετρα μετά, σε μέσο υψόμετρο 900 περίπου μέτρων, αποκαλύπτεται το φημισμένο οροπέδιο του Αγ. Δονάτου. Χαμηλοί φράκτες με ξερολιθιές διαιρούν την επιφάνειά του σε μικρά ακανόνιστα σχήματα, που σηματοδοτούν τα όρια των ιδιοκτησιών των καλλιεργούμενων εκτάσεων. Εκείνο όμως το στοιχείο που κάνει τον τόπο μοναδικό σ’ όλη την Ελλάδα, είναι τα αναρίθμητα πέτρινα καλυβάκια που είναι κατάσπαρτα παντού. Σύμφωνα με την εξαιρετική περιγραφή στα «Γεωργικά» του Κοντομίχη, πρόκειται για θολωτές πέτρινες κατασκευές, που εσωτερικά έχουν το σχήμα του φούρνου, στον τύπο του ασβεστοκάμινου. Η ονομασία τους είναι «βόλτοι» ή «βόλτα», γιατί κατασκευάζονταν με κλειδωτές πέτρες όπως τα βόλτα, δηλαδή οι καμάρες. Οι τοίχοι τους είναι χοντροί, από 60 εκατοστά έως 1 μέτρο και ξεκινάνε από την επιφάνεια του εδάφους σε σχήμα κυκλικό. Όσο προχωρούν προς τα πάνω γέρνουν προς τα μέσα θολωτά, όπως ο φούρνος, ώσπου στην κορυφή κλειδώνουν γεφυρωτά. Πάνω από το θόλο, που έχει ύψος γύρω στα 2 έως 2,5 μ. σώριαζαν μικρότερες πέτρες και χώμα. Επάνω τοποθετούσαν κεραμίδια χοντρά και γερά που τα στερέωναν με «λάντζα» (άμμο και ασβέστη) για να μην τα σηκώνει ο αέρας. Η κατασκευή γινόταν «διπλολίθι» δηλαδή με τοίχο εσωτερικό και εξωτερικό. Η συνηθισμένη διάσταση ενός βόλτου είναι κατά μέσο όρο 3 Χ 3 μέτρα. Υπάρχουν τρεις τύποι βόλτων: οι μονοθάλαμοι ή απλοί, οι δίδυμοι και οι τρίδυμοι. Οι μονοθάλαμοι ανήκαν στις φτωχότερες οικογένειες.
Στους εσωτερικούς τοίχους υπήρχαν μικροεσοχές και κουφώματα, που έπαιζαν το ρόλο ντουλαπιών. Σε κάθε βόλτο υπήρχαν γεωργικά εργαλεία, κουζινικά και τρόφιμα. Όσοι ξεκαλοκαίριαζαν στο οροπέδιο του Αγ. Δονάτου, συνήθως κοιμόταν έξω από το βόλτο, σε χορτάρινες κρεββάτες, τις λεγόμενες «μπαράκες». Στους δίδυμους και τρίδυμους βόλτους υπήρχε άνεση χώρου για τη στέγαση του καλλιεργητή, των βοδιών και της τροφής τους. Κάποιοι, περισσότερο ευκατάστατοι, έχτιζαν για τη διαμονή τους ξεχωριστό, πυργοειδή βόλτο. Η κατασκευή των λίθινων αυτών καλυβών είναι πολύ ανθεκτική και ανατίθετο σε ειδικούς τεχνίτες. Οι παλαιότεροι βόλτοι πλησιάζουν τα 200 χρόνια και έχουν παραμείνει άθικτοι από τους σεισμούς, ενώ οι πρώτοι πρέπει να εμφανίστηκαν ήδη από τον 17ο αιώνα, στα χρόνια της Ενετοκρατίας. Σήμερα οι βόλτοι που παραμένουν όρθιοι πρέπει να ξεπερνούν τους 150. Όπως αναφέρεται στην Επετηρίδα της «Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών», η παράθεση των χώρων με το κυκλικό και ωοειδές σχήμα θυμίζει κάπως τον τρόπο επεκτάσεως στις προϊστορικές καλύβες. Η όλη διαμόρφωση της περιοχής από τον απλό άνθρωπο έκανε τη φύση να μην είναι πια μια τυχαία σύνθεση από πέτρες και χώμα αλλά τα δύο στοιχεία μπήκαν σε τάξη. Οι μορφές που επιτυγχάνονται μ’ αυτά βγαίνουν από τη φύση τους και από την ανάγκη να εξυπηρετηθεί ο άνθρωπος.
Το οροπέδιο του Αγ. Δονάτου και οι βόλτοι ανήκουν στο κοντινό ορεινό χωριό της Εγκλουβής. Οι κύριες καλλιέργειες ήταν – και εξακολουθούν σε μικρότερη κλίμακα να είναι – τα δημητριακά, τα αμπέλια και κυρίως οι φακές, που για την ποιότητά τους έγιναν ονομαστές και περιζήτητες. Οι καλλιέργειες αυτές δικαιολογούν την ύπαρξη τόσων πολλών αλωνιών, αφού σε κάθε συγκρότημα βόλτων αντιστοιχεί και ένα αλώνι. Σε καμιά περιοχή της Ελλάδας δεν είναι συγκεντρωμένα τόσα αλώνια. Η διάμετρός τους είναι 8-10 μέτρα και σήμερα είναι όλα στρωμένα με τσιμέντο. Εντοπίζουμε όμως και ένα μεγαλύτερο, που η διάμετρός του φτάνει τα 12 μέτρα! Βρίσκεται πλάι στο εκκλησάκι του Αγ. Δονάτου. Παλιά ο ναός ήταν αφιερωμένος στον Αγ. Δομέτιο, όταν όμως το 1980 τον ανακαίνισαν οι ντόπιοι, τον αφιέρωσαν στη μνήμη του Αγ. Δονάτου, Επισκόπου Λευκάδας το 284 μ.Χ. Το εκκλησάκι είναι μικρό, μονόχωρο, με λιτό εσωτερικό, που διατηρεί το αυθεντικό πλακόστρωτο δάπεδο. Η στέγη είναι δίρριχτη κεραμοσκεπή, με τριπλή σειρά κεραμιδιών στις απολήξεις. Μπροστά στο εκκλησάκι εκτείνεται ένας μεγάλος, πλακόστρωτος χώρος με 9 πηγάδια που όλα έχουν νερό, ενώ 3 απ’ αυτά διατηρούν το παλιό τους στόμιο από βαριά πελεκητή πέτρα. Σ’ αυτό τον χώρο γίνεται κάθε χρόνο στις 6 Αυγούστου μεγάλο πανηγύρι με την περίφημη Γιορτή της Φακής, με άφθονο ντόπιο κρασί, φακές και άλλα παραδοσιακά εδέσματα.
Περιδιαβαίνουμε για ώρα πολλή ανάμεσα στις ξερολιθιές και τα αλώνια σ’ αυτό το απερίγραπτα γραφικό τοπίο της ορεινής Λευκάδας. Ύστερα, πάντα με νότια κατεύθυνση, συνεχίζουμε την περιήγησή μας. Ένας αγρότης από την Εγκλουβή με το γαϊδουράκι του καλλιεργεί ένα μικρό χωραφάκι με φακές. Ξερολιθιές, γεωμετρικά σχήματα, γη με χρώμα που ποικίλλει στους τόνους του καφέ. Ανηφορίζουμε συνεχώς. Άγονες πλαγιές, κατάσπαρτες με ασβεστολιθικές πέτρες και θάμνους. Ενδιάμεσα όμως και μικροσκοπικές καλλιεργημένες εκτάσεις ανάμεσα στις πεζούλες. Εγκαταλείπουμε τα όρια του Δήμου Καρυάς, βρισκόμαστε μπροστά στην πινακίδα του Δήμου Απολλωνίων, του μεγαλύτερου σε έκταση Δήμου της Λευκάδας. Μαΐστρος δυνατός. Αυχένας και υψόμετρο 970 μέτρων. Άσφαλτος με καλό οδόστρωμα, που οριοθετείται με φαρδιές κίτρινες λωρίδες, για προστασία από τις ομίχλες που φέρνει ο μαΐστρος από τα βάθη του Ιονίου. Τραχύτατο έδαφος παντού.
8,5 χλμ. μετά τον Αγ. Δονάτο ο δρόμος τερματίζει κάτω ακριβώς από τον πύργο του ΟΤΕ και τις κεραίες των τοπικών ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών. Βρισκόμαστε ήδη στο κέντρο του νησιού, στην κορυφή ¨Μνημάτι», που με υψόμετρο 1157 μ., είναι η δεύτερη σε ύψος της Λευκάδας. Η θέα είναι και από εδώ εκπληκτική. χαμηλά στα νότια απλώνεται ο ευρύτατος κόλπος της Βασιλικής, ενώ πιο πίσω ακόμη διαγράφεται η ραχοκοκκαλιά του ακρωτηρίου «Λευκάτα», του νοτιότερου σημείου του νησιού. Παρά τον ήλιο η ψύχρα είναι αισθητή.
Επιστρέφοντας στο οροπέδιο του Αγ. Δονάτου, και λίγο πριν από την εκκλησία, στρίβουμε απότομα αριστερά σε χωματόδρομο, που, με λίγη καλή θέληση, είναι βατός και από συμβατικά αυτοκίνητα. Πέντε χιλιόμετρα μετά φτάνουμε στα Χορτάτα και στο κεντρικό οδικό δίκτυο της δυτικής ακτογραμμής. Μετά από ξερολιθιές και τα γήινα χρώματα στα ορεινά, ξαναβρίσκουμε απέναντί μας τη γαλάζια απεραντοσύνη του Ιουνίου. Συνεχίζουμε νότια, περνάμε από τον μικρό οικισμό Κομηλιό και καταλήγουμε για μια μικρή στάση στην ταβέρνα «Πανόραμα» στο Αθάνι. Το ταβερνάκι αποτελεί ένα φοβερό μπαλκόνι στο Ιόνιο και δικαιώνει απόλυτα την ονομασία του. Λιτό τσιπουράκι με παραδοσιακούς ντόπιους μεζέδες, καφεδάκι και αμέσως μετά κατηφορίζουμε προς την παραλία του Γιαλού. Διασχίζουμε ελαιώνα με δέντρα μεγάλης ηλικίας, στο έδαφος του οποίου οργιάζει η Άνοιξη. Δρόμος στενός, με έντονες κλίσεις και αμέτρητες στροφές, έδαφος σαθρό, τοποθεσία με την ονομασία «Κρεμάσματα». Δύο πέρδικες μπροστά μας διασχίζουν το οδόστρωμα με βιαστικά βηματάκια και χάνονται στους θάμνους.
Η παραλία Γιαλός εκτείνεται μπροστά τους αχανής, με χοντρή άμμο και βαθειά τυρκουάζ νερά. Δεν κινδυνεύει με συνωστισμό όσο αριθμό επισκεπτών κι αν φιλοξενήσει το καλοκαίρι. Βόρεια στ’ ανοιχτά αναδύεται από το πέλαγος η μικρή βραχονησίδα Σέσουλα.
Ψηλά και πάλι στο Αθάνι και συνεχίζουμε. Ο νότος μας τραβάει σαν μαγνήτης. Αυτό είναι απόλυτα φυσικό, αν σκεφτεί κανείς, ότι σ’ αυτή την επιμήκη ακτογραμμή φωλιάζει το θρυλικό «Πόρτο Κατσίκι», ενώ στο τέρμα δεσπόζει ο φάρος και η άγρια ομορφιά του ακρωτηρίου Λευκάτα. 7 περίπου χλμ. μετά το Αθάνο ο δρόμος διχάζεται. Δεξιά οδηγεί προς το Πόρτο Κατσίκι ενώ αριστερά προς το Ακρωτήρι. Εδώ βρίσκεται το αναψυκτήριο και η ταβέρνα «ΟΑΣΙΣ», ίσως ο κορυφαίος εξώστης της διαδρομής, αφού κάτω χαμηλά εκτείνεται η απέραντη και απίστευτης ομορφιάς παραλία των Εγκρεμνών, μια εκπληκτική λωρίδα αμμουδιάς ανάμεσα στο καταπράσινο των πεύκων και στο τυρκουάζ του Ιονίου.
Κατηφορίζουμε προς το Πόρτο Κατσίκι με ασφαλτοστρωμένο δρόμο πια, που σε τίποτα δεν θυμίζει τα λευκά σύννεφα σκόνης που με είχαν τυλίξει την πρώτη φορά. Φτάνοντας πάνω από τη διάσημη ακτή οι μνήμες επανέρχονται στη στιγμή. Μια λευκή βοτσαλωτή παραλία με βαθειά και διάφανα νερά, στη βάση ενός κατακόρυφου γκρεμού από βράχους θεόρατους, συμπαγείς, λαξευμένους από το γιγάντιο γεωλογικό μαχαίρι της φύσης. Έξω από τον κόλπο, στα ΒΔ, ένας απρόσιτος από τη στεριά ορμίσκος με μια εκπληκτική βραχοσπηλιά. Ένα μοναχικό ζευγάρι πλάι στη θάλασσα απολαμβάνει την υπέρτατη γαλήνη. Τρεις μήνες μετά το Πόρτο Κατσίκι θα είναι διαθέσιμο μόνον για όποιον προλάβει. Μια τελευταία ματιά και ανηφορίζουμε. Ένας χωματόδρομος αρκετά βατός, που κάποτε δεν υπήρχε, κόβει εγκάρσια τη μακριά και απότομη πλαγιά με κατεύθυνση προς το ακρωτήρι. Διασχίζει χαμηλή βλάστηση με πουρνάρια και κουμαριές. Δύο χιλιόμετρα μετά ο χωματόδρομος συναντάει την άσφαλτο.
Εδώ δημιουργείται ένα πλάτωμα, ένα μπαλκόνι. Για μερικές δεκάδες μέτρα ριψοκινδυνεύουμε σ’ ένα ιλιγγιώδες μονοπάτι, που είναι απόλυτα απαγορευτικό για υψοφοβικούς. Στο τέρμα του μας ανταμείβει με μια θέα συγκλονιστική προς την απόκρημνη ακτογραμμή και την βραχονησίδα που μοιάζει να επιπλέει στα νερά του Ιονίου. Ακόμη και τώρα, μετά από τόσες μέρες, φέρνω στο νου μου εκείνες τις στιγμές και απορώ με την αποκοτιά μας.
Αμέσως μετά τον ίλιγγο του γκρεμού διασχίζουμε ένα γλυκύτατο οροπέδιο με καλλιέργειες, πηγάδια, μεγάλο πλάτανο και μερικά ερειπωμένα πέτρινα αγοτόσπιτα.
Ήδη ο φάρος διακρίνεται μακρυά στην κορυφή του ακρωτηρίου, του νοτιότερου σημείου της Λευκάδας. Το οδόστρωμα έχει ήδη γίνει αρκετά δύσβατο για συμβατικά αυτοκίνητα. Φτάνουμε στο φάρο, χτισμένο στη θέση του παλαιότερου που γκρεμίστηκε από το σεισμό του 1948.
Ορθώνεται πανύψηλος, επιβλητικός αλλά κλειστός πια, χωρίς φαροφύλακες. Ο τόπος έχει μια απίστευτη αγριότητα, με βράχους, που από ύψος 60 μέτρων, βυθίζονται κατακόρυφα στη θάλασσα.
Το ακρωτήριο ήταν ήδη γνωστό από την προϊστορική αρχαιότητα, αφού εδώ υπήρχε ιερό του Απόλλωνα με μεγάλη φήμη σ’ όλη την Ελλάδα. Σύμφωνα με το θρύλο από αυτούς τους βράχους έριχναν τους καταδικασμένους σε θάνατο εγκληματίες. Αν επιβίωναν από το αβυσσαλέο πήδημα τους χάριζαν τη ζωή. Το πήδημα όμως από το βράχο συνιστούσαν οι αρχαίοι ιερείς και σε όσους ήθελαν να απαλλαγούν από το αθεράπευτο πάθος του έρωτα. Η παράδοση αναφέρει, ότι από εδώ πήδησε η ποιήτρια Σαπφώ από τη Λέσβο, για να γιατρευτεί από τον έρωτά της για τον ωραίο αλλά αδιάφορο Φάωνα.
Ο ήλιος χαμηλώνει στη γραμμή του ορίζοντα του Ιονίου ελεύθερος από κάθε φυσικό εμπόδιο. Ρίχνει τις τελευταίες του ακτίνες στην Κεφαλλονιά με τον βαρύ όγκο του Αίνου, στην Ιθάκη και στο Αρκούδι με το χαμηλό περίγραμμα. Απομένουμε για ώρα να παρακολουθούμε την πορεία του κιτρινωπή αρχικά, ύστερα πορτοκαλί και στο τέλος κόκκινη. Ψυχραίνει ο καιρός, καθώς πέφτει το σκοτάδι. Είναι ώρα να επιστρέψουμε.
ΣΤΗΝ ΚΑΡΥΑ ΚΑΙ ΣΤΙΣ 4
ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΜΟΝΕΣ
Τα ενδιαφέροντα στην ενδοχώρα της Λευκάδας είναι πολλά και σημαντικά και είναι αδύνατον να καλυφθούν με ένα μόνον άρθρο. Δεν θα μπορούσαμε ωστόσο να παραλείψουμε μια γνωριμία με την Καρυά και τις τέσσερις ιστορικές μονές στην ευρύτερη περιοχή.
Η Καρυά είναι αναμφισβήτητα το κεφαλοχώρι της ορεινής Λευκάδας. Χτισμένη αμφιθεατρικά σε θαυμάσια πλαγιά, με υψόμετρο 500-550 μέτρων, έχει ευρεία θέα και Α προσανατολισμό. Η πλακόστρωτη σκιερή πλατεία με τα διάφορα μαγαζιά, τα στενά δρομάκια και τα αρκετά παραδοσιακά πετρόχτιστα οικήματα που διασώζονται, συνιστούν ένα γραφικό οικιστικό σύνολο, που διατηρεί ζωή και κίνηση ακόμη και την χειμερινή περίοδο. Σ’ αυτό βέβαια συμβάλλει και το γεγονός, ότι είναι έδρα του ομώνυμου Δήμου. Ο Δήμαρχος Βασίλης Κατωπόδης μας υποδέχεται πολύ ευγενικά στο Δημαρχείο και θέτει στη διάθεσή μας κάθε πληροφορία και βοήθεια.
Στις 11 Αυγούστου κάθε χρόνο η Καρυά συγκεντρώνει πλήθος ντόπιων και ξένων επισκεπτών, που παρακολουθούν την αναπαράσταση του Λευκαδίτικου γάμου. Εκτός όμως από το ωραίο φυσικό περιβάλλον και τη γραφικότητά της η Καρυά είναι πασίγνωστη για την ποιότητα των παραδοσιακών της κεντημάτων, που μπορεί να προμηθευτεί κανείς τόσο στο χωριό όσο και σε κεντρικό δρόμο της Χώρας. Μερικά εξαιρετικά δείγματα της κεντητικής τέχνης των γυναικών της Καρυάς μπορεί να θαυμάσει κανείς και στο Λαογραφικό Μουσείο του ομίλου «ΟΡΦΕΥΣ» στη Χώρα της Λευκάδας.
Η περιήγηση όμως στην Καρυά δεν έχει τελειώσει ακόμη. Υπάρχουν κάποιες αθέατες γωνιές που τις αντιπαρέρχονται οι πολλοί. Είναι ο εγκαταλειμμένος συνοικισμός «Ρεκατσινάτα», ακριβώς πάνω από την Καρυά, στα ΝΔ. Οδηγούμαστε εκεί από το κέντρο του χωριού, μετά από ένα περίπου χιλιόμετρο πολύ στενού και ανηφορικού δρόμου με στροφές. Χτισμένος αμφιθεατρικά σε μέσο υψόμετρο 600 μέτρων ο οικισμός, έχει θέα ευρύτατη και άριστο προσανατολισμό.
Από τα πρώτα κιόλας βήματα μας τυλίγει έντονη η αύρα του παρελθόντος. Το οδικό δίκτυο απουσιάζει εντελώς, μόνον στενά μονοπάτια φιλοξενούν τα βήματά μας. Σε κάποια απ’ αυτά διατηρούνται τμήματα παλιών καλντεριμιών, κατασκευασμένων με χοντρούς λίθους χωρίς καμιά ιδιαίτερη τεχνική. Αυτά τα στενορρύμια, από τα οποία απουσιάζει κάθε έννοια ρυμοτομίας, διακλαδίζονται προς κάθε σημείο του οικισμού. Όλα τα σπίτια είναι πετρόχτιστα και στοι σύνολό τους ερειπωμένα με διαφορετικό βαθμό ερείπωσης. Ελάχιστα απ’ αυτά διατηρούν τμήματα των σκεπών τους, που αποτελούνται από κεραμίδια βυζαντινού τύπου, κιτρινωπά. Απουσιάζουν επίσης από τα σπίτια οι χρονολογίες κατασκευής. Μόνον μια καταφέρνουμε να εντοπίσουμε εγχάρακτη σ’ ένα υπέρθυρο, που αναγράφει το έτος 1888. Οι είσοδοι όμως των οικημάτων είναι αψιδωτές, φτιαγμένες με πελεκητή πέτρα και κατά κανόνα διατηρούνται σε πολύ καλή κατάσταση. Στο ΒΑ άκρο του οικισμού βρίσκεται η εκκλησία του Αγ. Αντωνίου, που, όπως συνηθέστατα συμβαίνει σε περιπτώσεις εγκαταλειμμένων οικισμών, διατηρείται σε πολύ καλύτερη κατάσταση από τα υπόλοιπα οικήματα. Προσδιοριστική της ηλικίας του ναού είναι, στην είσοδο του αύλειου χώρου, μια μικρή μπρούντζινη καμπάνα, με ανάγλυφη την χρονολογία 1750.
Βαδίζουμε ώρα πολλή ανάμεσα στα ερείπια, στους γκρεμισμένους τοίχους, στους λιθοσωρούς και τις χορταριασμένες αυλές, σ’ έναν τόπο σιωπηλό, που, μετά το 1965 που εγκαταλείφθηκε εξαιτίας κατολισθήσεων, έχασε οριστικά κάθε ζωή. Μοναδική ζωντανή ύπαρξη στα Ρεκατσινάτα είναι ένα γαϊδουράκι.
Έρχεται η στιγμή να γνωρίσουμε τα ιστορικά μνημεία της Ορθοδοξίας, που διασώζονται στην περιοχή. Και πρώτα απ’ όλα την Μονή του Αγ. Ιωάννη, στο Λιβάδι Καρυάς. Συνοδό και ξεναγό μας – μετά από μεσολάβηση του Δημάρχου – έχουμε τον Ιερέα Πανογιώργο Κτενά. Βγαίνουμε από την Καρυά με κατεύθυνση Α προς το «Λιβάδι», ένα ευρύτατο οροπέδιο πλημμυρισμένο από τις βροχοπτώσεις του χειμώνα, με τα κλήματα μόλις να εξέχουν απ’ το νερό. Εδώ καλλιεργείται σε μεγάλη έκταση το «λαθύρι» ένα όσπριο με περίπου τριγωνικό, πρασινοκίτρινο καρπό. Σε υπερυψωμένο σημείο στις Β παρυφές του Λιβαδιού βρίσκεται ή μονή, σε απόσταση 5 χλμ. απ’ την Καρυά. Περιβάλλεται από ισχυρότατο οχυρωματικό περίβολο με βαρειά πέτρινη κατασκευή, που φτάνει σε πάχος το 1 μέτρο. Στο τμήμα της Ν πλευράς, όπου βρίσκεται η πύλη της μονής, το ύψος ξεπερνάει τα 5 μέτρα, ενώ στις άλλες πλευρές είναι χαμηλότερο. Η πύλη είναι αψιδωτή, με πελεκητή πέτρα και λιθανάγλυφα στο υπέρθυρο. Από πάνω υπήρχε πύργος με υπολείμματα από καταπέλτες και ζεματίστρες, ενώ βέβαια είναι ακόμη εμφανείς, σε πολλά σημεία, οι πολεμίστρες.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Κ. Μαχαίρα το πρώτο μικρό κτίσμα της μονής προήλθε το 1605 από τον ιερομόναχο Ιερεμία Αραβανή. Ένας από τους πρώτους κτήτορες υπήρξε ο Σίμων Μπούας, αρχικά λήσταρχος της περιοχής και αργότερα μοναχός, που ενταφιάσθηκε εντός του Καθολικού το 1622.
Ο Πρωτοπρεσβύτερος Γεράς. Ζαμπέλης στο βιβλίο του για τη μονή, τοποθετεί την ίδρυσή της στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα. Στην μακρά ιστορική του πορεία το μοναστήρι γνώρισε ημέρες ακμής και πρόσφερε με το Σχολείο του μεγάλο πνευματικό έργο, οι παντοειδείς όμως διώξεις οδήγησαν στην παρακμή του το 1965.
Το Καθολικό της μονής έχει εξαιρετικό πλακόστρωτο δάπεδο, ενώ οι τοίχοι είναι κατάγραφοι από αγιογραφίες , που κάποιες είναι πολύ φθαρμένες, ενώ άλλες διατηρούνται σε μέτρια κατάσταση. Το τέμπλο είναι παμπάλαιο, σημαντικής τέχνης αλλά με εμφανέστατη τη φθορά του χρόνου.
Έξω από τον ΒΑ περίβολο της μονής σώζεται ο πετρόχτιστος σκελετός από το εκκλησάκι του Αγ. Νικολάου, κτίσμα του 1727, με πολύ καλή τοιχοποιία αλλά χωρίς ίχνος σκεπής. Επίσης μερικές δεκάδες μέτρα έξω από τον ΝΑ περίβολο της μονής διακρίνονται οι μεγάλοι πέτρινοι χώροι αποθήκευσης κρασιού και λαδιού. Πριν αποχωρήσουμε ο πατήρ Πανογιώργος δεν παραλείπει να μας προσφέρει το παραδοσιακό μοναστηριακό κέρασμα, λουκούμι με δροσερό νερό.
Σε απόσταση 4,7 χλμ. ΝΑ του Αγ. Ιωάννη συναντάμε τη Μονή του Αγ. Γεωργίου των Σκάρων, χτισμένη στους πρόποδες του ομώνυμου βουνού. Το φυσικό περιβάλλον είναι εξαιρετικά δασωμένο με κυπαρίσσια, πουρνάρια, αγριελιές και κουμαριές. Ο οχυρωματικός περίβολος είναι όμοιας αρχιτεκτονικής με του Αγ. Ιωάννη, χαμηλότερου όμως ύψους και μικρότερης περιμέτρου. Όλες οι εγκαταστάσεις είναι ερειπωμένες, υπάρχουν όμως μερικά θολωτά κτίσματα πολύ καλής τοιχοποιίας. Αυτά τα κτίσματα, που θεωρούνται οικοδομικό στοιχείο της Βυζαντινής περιόδου, ωθούν τον Γερ. Ζαμπέλη στο συμπέρασμα, ότι περίοδος ίδρυσης της μονής είναι ο 12ος αιώνας. Εξωτερικά το Καθολικό διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση, στα εσωτερικό όμως υπάρχουν πολλές φθορές τόσο στην ξύλινη οροφή όσο και στους τοίχους, από τους οποίους απουσιάζουν οι τοιχογραφίες ίσως εξαιτίας του επιχρίσματος.
Κάποιες τοιχογραφίες σώζονται μόνον στο Ιερό, όπου γίνονται εργασίες αποκατάστασης. Έξω από το Καθολικό σώζεται μια μυλόπετρα σε άριστη κατάσταση.
Επιστρέφοντας στην άσφαλτο, και με κατεύθυνση ΒΑ, κατηφορίζουμε με διαδοχικές στροφές πρσο την παραθαλάσσια Νικιάνα. Στα 2,8 χλμ. συναντάμε πάνω από το δρόμο το «Ησυχαστήριο των Αγίων Πατέρων Λευκάδος», με τον σπηλαιώδη ναΐσκο, που η χαμηλή του οροφή επιβάλλει στον επισκέπτη να είναι μόνιμα σκυμμέος. Μέσα στο χώρο του ιερού βήματος υπάρχει το μνημείο του δεύτερου, πιθανώς από τους Αγίους Πατέρες από όπου αναβλύζει διαρκώς το άγιασμα. Ελάχιστα είναι γνωστά για την ιστορία των τριών ιδρυτών. Το βέβαιο είναι, ότι το ησυχαστήριο αποτέλεσε μετόχι της Μονής του Αγ. Γεωργίου. Τα τελευταία 200 χρόνια ασκήτεψαν μοναχές. Η τελευταία κοιμήθηκε το 1978 και από τότε κλείνει ο κύκλος του μοναχισμού στο Ησυχαστήριο των Αγίων Πατέρων.
Η περιήγηση στα μνημεία της Ορθοδοξίας συνεχίζεται. Από την Καρυά κατευθυνόμαστε προς την Βανκερή, γραφικό χωριό που χρονολογείται από τον 16ο αιώνα, με λιγοστούς όμως κατοίκους. Πριν από το χωριό υπάρχει κάτω από πλατάνια μια πολύκρουνη πηγή με οχτώ στόμια από τα οποία ρέει άφθονο νερό. Από το σημείο αυτό μια πινακίδα μας δείχνει την κατεύθυνση προς την Μονή των Αγ. Ασωμάτων. Δρόμος ανηφορικός και δύσβατος μας οδηγεί μετά από 1,5 χλμ. μπροστά στη μονή που είναι χτισμένη σε υψόμετρο 550 μέτρων. Το πλάτωμα περιβάλλεται από λόφους κατάφυτους με μεγάλα πουρνάρια, κυπαρίσσια, βελανιδιές και ελαιόδεντρα. Ο οχυρωματικός περίβολος είναι ογκώδης, έχει όμως υποστεί πολλές φθορές και σε ελάχιστα σημεία ξεπερνάει σε ύψος τα 4 μέτρα. Στον αύλειο χώρο υπάρχει μεγάλο πηγάδι, ενώ οι εγκαταστάσεις είναι ερειπωμένες. Το Καθολικό είναι λιτότατο, και διατηρεί το αυθεντικό πλακόστρωτο δάπεδο. Στο χώρο του Ιερού υπάρχουν πολλές και αρκετά καλές τοιχογραφίες αλλά με σημαντικές φθορές. Πολλές φθορές έχει επίσης και το παλιό ξυλόγλυπτο τέμπλο. Όλοι οι τοίχοι του ναού είναι επενδεδυμένοι με ξύλινες επιφάνειες, που καλύπτουν πίσω τους κάθε ενδεχόμενη τοιχογραφία. Επικρατεί μια γενική εικόνα εγκατάλειψης. Στο δάπεδο υπάρχει μαρμάρινη πλάκα μα ανάγλυφη την χρονολογία 1898, ενώ στο υπέρθυρο του ναού διακρίνονται ανάγλυφες μορφές.
Εγκαταλείπουμε τον σιωπηλό χώρο της μονής και συνεχίζουμε την ανηφορική πορεία μας στο βουνό, σε φυσικό περιβάλλον δασωμένο και πολύ όμορφο. 4 χλμ. μετά ο ανήφορος τελειώνει, βρισκόμαστε σ’ ένα στενό οροπέδιο. Εδώ, ανάμεσα στα βουνά και προφυλαγμένος από τους Β και ΒΔ ανέμους, φωλιάζει ο γραφικότατος οικισμός της Εγκλουβής, που είχαμε αντικρίσει χαμηλά από το οροπέδιο του Αγ. Δονάτου. Χτισμένη σε υψόμετρο 700-750 μέτρων η Εγκλουβή είναι ο ορεινότερος οικισμός του νησιού, ένας τόπος πολύ ιδιαίτερος, απόμακρος και αθέατος.
Μια κυρούλα 88 ετών κλαδεύει σκυμμένη το αμπελάκι της. Δίπλα το πενηντάχρονος γιος της. Παρακολουθώντας τους κανείς όπως δουλεύουν, δεν θα μπορούσε να καταλάβει ποιος είναι ο νεότερος. Μέσα από τους δρομίσκους της Εγκλουβής αποκαλύπτονται σπίτια πέτρινα, παραδοσιακά με βαρειά κατασκευή για να αντέχουν το χειμώνα.
Παρά τη μεγάλη φήμη της Εγκλουβής για την περιζήτητη φακή της, το χωριό σταδιακά ερημώνεται. Είναι χαρακτηριστικό, ότι το σχολείο που προπολεμικά ήταν γεμάτο από παιδιά, σήμερα δεν λειτουργεί.
Αν διασχίσουμε το χωριό και συνεχίσουμε τον ανηφορικό δρόμο, θα βρεθούμε σε μερικά λεπτά στο γνωστό μας οροπέδιο του Αγ. Δονάτου. Εμείς όμως κατευθυνόμαστε χαμηλά προς την Καρυά. Υπάρχει ακόμη ένα τελευταίο ιστορικό μνημείο της Ορθοδοξίας που πρέπει να επισκεφθούμε. Είναι η Μονή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, γνωστότερη ως «Κόκκινη Εκκκλησιά».
Από την Καρυά κατευθυνόμαστε ΝΑ προς τα γειτονικά Πλατύστομα. Διασχίζουμε το χωριό και, πάντα με την ίδια κατεύθυνση, κατηφορίζουμε με αλλεπάλληλες στροφές. Βρισκόμαστε ήδη στους κατάφυτους ΝΔ πρόποδες των Σκάρων, πάνω από το περίφημο «Φαράγγι Δημοσάρι». Τρία χλμ. μετά τα Πλατύστομα μια πινακίδα μας δείχνει αριστερά την κατεύθυνση της μονής. Αρχίζει χωματόδρομος με βαθιά νεροφαγώματα, που τον καθιστούν αδιάβατο από συμβατικά αυτοκίνητα. 500 μ. μετά εμφανίζεται μπροστά μας ένα υπέροχο λιβάδι με κυπαρίσσια και ελαιώνα. Στο γλυκύτατο απογευματινό φως ορθώνεται επιβλητικός ο ισχυρότατος οχυρωματικός περίβολος της μονής με τις πολλές του πολεμίστρες, ένα μικρό φρούριο στην αθέατη αυτή γωνιά της Λευκαδίτικης ενδοχώρας. Μπροστά στον περίβολο δεσπόζει μια μεγάλη μυλόπετρα σε άριστη κατάσταση, καθώς και μια πινακίδα του προγράμματος LEADER II για εργασίες αποκατάστασης. Στον αύλειο χώρο υπάρχουν δυο πηγάδια, ενώ, όπως και στις προηγούμενες μονές, οι εγκαταστάσεις είναι ερειπωμένες. Όσοι τοίχοι όμως σώζονται είναι κατασκευασμένοι με καλή τοιχοποιία .
Το Καθολικό εξωτερικά είναι ασβεστοχρισμένο. Στο εσωτερικό διατηρείται το πλακόστρωτο δάπεδο, ένα τέμπλο παλιό σημαντικής τέχνης, καθώς και ελάχιστες τοιχογραφίες στον Β τοίχο σε κακή κατάσταση διατήρησης.
Σύμφωνα με τον Κ. Μαχαιρά η ιστορική πορεία της μονής αρχίζει από το 1478, ο Γ. Ζαμπέλης όμως υποστηρίζει, ότι η ίδρυσή της πρέπει να έγινε δύο αιώνες νωρίτερα. Μετά από σπουδαίο πνευματικό έργο αλλά και πολλές περιπέτειες στη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας της, η Μονή της Κόκκινης Εκκλησιάς άρχισε να παρακμάζει. Δύο νόμοι, του 1925 και του 1931 συρρίκνωσαν την περιουσία της με αποτέλεσμα την οριστική της διάλυση και ερείπωση.
Μετά τη μονή δεν επιστρέφουμε στην άσφαλτο, συνεχίζουμε τον χωματόδρομο προς την κορυφή των Σκάρων. Είναι μια διαδρομή που δεν αναφέρεται στους τουριστικούς οδηγούς ούτε στους χάρτες. Στα πρώτα δυο χιλιόμετρα το οδόστρωμα είναι φοβερά κακοτράχαλο, αργότερα όμως βελτιώνεται. Ο τόπος είναι υπέροχος. Πουρνάρια, κουμαριές, βλάστηση ζούγκλας, μια πέρδικα μοναχικά χαμηλά η τεράστια χοάνη του φαραγγιού Δημοσάρι.
Αργότερα εμφανίζεται το Νυδρί και ο απίστευτος κόλπος του Βλυχού με όλα τα μικρονήσια. 4,5 χλμ. μετά τη μονή στρίβουμε δεξιά. Ήδη ολόγυρά μας κυριαρχεί στο τοπίο το εκπληκτικό αυτοφυές δάσος υπεραιωνόβιων δρυών. Πεντακόσια μέτρα μετά φτάνουμε στην κορυφή «Πιατέλια», σε υψόμετρο 652 μέτρων. Απέναντι στα Β-ΒΑ ορθώνεται στα 664 μ. η υψηλότερη κορυφή του Σκάρου. Στο τελευταίο φως του δειλινού καθόμαστε κατάχαμα στην άκρη του γκρεμού και απλά αγναντεύουμε το μεγαλειώδες θέαμα που απλώνεται στα πόδια μας, όλα αυτά τα μικρά και μεγάλα νησιά που αναδύονται απ’ το πέλαγος, Χελώνα, Σπάρτη, Μαδουρή, Σκορπίδι και Σκορπιό, Θηλειά και Μεγανήσι και στο βάθος, τυλιγμένα στην αχλύ, Κάλαμο και Καστό. Ανάμεσά τους η πολυδαίδαλη Λευκαδίτικη ακτογραμμή και μακρυά η προέκταση των Ακαρνανικών ορέων.
Καθώς πέφτει το σκοτάδι, παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής. Ακολουθώντας πορεία προς το Βορρά συναντάμε μετά από 4 χλμ. την άσφαλτο που κατηφορίζει προς Νικιάνα. Μετά τα βουνά στο επίπεδο της θάλασσας. Καφές χαλαρωτικός μπροστά στο ήρεμο λιμανάκι. Μια μέρα γεμάτη με απίστευτες εναλλαγές εικόνων και παραστάσεων.
ΑΠΟ ΤΑ ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ ΣΤΑ ΔΥΤΙΚΑ
ΦΑΡΑΓΓΙ ΔΗΜΟΣΑΡΙ, ΚΑΛΑΜΙΤΣΙ ΚΑΙ ΔΡΥΜΩΝΑΣ
-Σήμερα θα γνωρίσετε και τον καταρράχτη μας, λέει ο Άρης. Ελπίζω την εποχή αυτή να έχει αρκετό νερό.
Περιπλανιόμαστε για λίγο στη Χώρα, στα γραφικότατα καντούνια, στο ιστορικό βιβλιοπωλείο του Τσιρίμπαση από το 1897 και στη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Λευκάδας. Ύστερα ακολουθούμε την ανατολική ακτογραμμή, τόσο συνωστισμένη το καλοκαίρι μα τόσο ήρεμη αυτή την εποχή. Στο κοσμοπολίτικο Νυδρί εγκαταλείπουμε το παραθαλάσσιο οδικό δίκτυο και στρίβουμε δεξιά. Διασχίζοντας περιβόλια με κατάφορτες λεμονιές φτάνουμε τρία χιλιόμετρα μετά στην αρχή του μονοπατιού, όπου υπάρχει αναψυκτήριο.
Ξεκινάει το μονοπάτι πάνω από τη φαρδειά κοίτη του φαραγγιού, προστατευμένο για ένα 5λεπτο με ξύλινο καγκελάκι. Ολόγυρα άγριες πλαγιές με έντονες κλίσεις και αδιαπέραστη βλάστηση από πουρνάρια, αριές και αγιελιές. Κάτω το νερό κυλάει βουερό και διάφανο. Ανάμεσα στη βραχώδη κοίτη και τις κάθετες πλαγιές σχηματίζονται μικρές γαλάζιες λιμνούλες, ιδανικές για κολύμπι μετά από κάποιους μήνες. Το μονοπάτι χαμηλώνει, φτάνει στην κοίτη. Την διασχίζουμε πηδώντας πάνω από πέτρες. Αμέσως μετά βρισκόμαστε σε φυσική κοιλότητα εδάφους με άγρια μεγαλοπρέπεια και μια πισίνα με σχήμα τριγωνικό, διαστάσεις 8 Χ 12 περίπου μέτρα και βάθος που πρέπει να ξεπερνάει τα 3 μέτρα. Πολλοί παραπετασματοειδείς σταλακτίτες διακοσμούν τις κοίλες επιφάνειες των βράχων πάνω απ’ την πισίνα.
Ανηφορίζουμε μερικά τσιμεντένια σκαλοπάτια. Δίπλα μας το νερό κυλάει στους λείους βράχους με πολύ θόρυβο και μεγάλη ταχύτητα. Για μερικά μέτρα η ανάβαση δυσκολεύει, λείπουν κάποια στηρίγματα, ισορροπούμε στη γλιστερή επιφάνεια των βράχων. Ο θόρυβος ολοένα δυναμώνει. Μερικά μέτρα δύσκολης ανάβασης ακόμη και ξαφνικά αποκαλύπτεται μπροστά μας ο καταρράκτης. Είναι εντυπωσιακός. Με πλούσια ροή, κυλάει από ύψος τουλάχιστον 12 μέτρων και καταλήγει με πάταγο σε μια λιμνούλα ανάμεσα στους βράχους. Ψύχρα και υγρασία, ένα μικροκλίμα ολότελα διαφορετικό, σε απόσταση μόλις 12 λεπτών από το σημείο εκκίνησης. Αν μάλιστα προσεχθεί από τους τοπικούς φορείς λίγο περισσότερο η τελική ανάβαση, τότε θα έχει ασφαλή πρόσβαση ως εδώ όλη η οικογένεια, χωρίς την παραμικρή πιθανότητα ατυχήματος.
Από την ΝΔ πλευρά του φαραγγιού ανηφορίζουμε με συναρπαστική διαδρομή προς Βανκερή., Καρυά, Απσπρογερακάτα και Δρυμώνας, αντικρύζουμε και πάλι τις δυτικές ακτές και την απεραντοσύνη του Ιονίου. Δρυμώνας, Εξάνθεια, Καλαμίτσι, γραφικότατα χωριά, χτισμένα σε πλαγιές, με σπίτια πέτρινα, παραδοσιακά και ανεμπόδιστη θέα στο Ιόνιο. Κάτω από την Εξάνθεια αρχίζει ένα μεγάλο φαράγγι, που περνάει δίπλα από το Καλαμίτσι και καταλήγει στην παραλία «Κάθισμα». Εκεί οδηγεί και ένας απ’ τους στενότερους δρόμους του νησιού, που ξεκινάει από Δρυμώνα, διασχίζει με αμέτρητες φουρκέτες του ελαιώνα και μετά από 4,6 χλμ. καταλήγει στην ακτή. Μικροί συνεχόμενοι κολπίσκοι, αμμουδιά και βοτσαλάκι, βαθιά τυρκουάζ νερά. Ενδιάμεσα πολλοί πελώριοι βράχοι, σαν ριγμένοι από γιγάντιο χέρι από το ύψος του βουνού, προαιώνιοι και ακλόνητοι μαχητές κόντρα στη μανία του πουνέντε.
Ο ήλιος χαμηλώνει παιχνιδίζοντας ανάμεσα στις σκούρες σιλουέτες των αιθέριων κυπαρισσιών, που συναγωνίζονται σε αριθμό και ελαιόδεντρα. Αναρωτιέμαι τελικά ποια είναι περισσότερα.
Μια μεγάλη συντροφιά συγκεντρώνεται το βράδυ στα Λαζαράτα, στην ταβέρνα του Στάθη, «Κληματαριά». Γουρουνόπουλο φούρνου και παϊδάκια, γεύσεις εξαιρετικές. Εξίσου ωραίο είναι και το κόκκινο κρασί.
-Είναι ντόπιο; ρωτάω τον Στάθη.
Διστάζει για λίγο:
-Όχι, απ’ τα Σφακιά.
-Στη Λευκάδα με τα τόσα αμπέλια, κρασί απ’ τα Σφακιά;
-Έ, μην ξεχνάς πως είμαστε στο Δήμο Σφακιωτών, μου απαντάει γελώντας.
Γευστικό επιστέγασμα είναι οι αχνιστοί, μυρωδάτοι λουκουμάδες. Φέρνει ο Στάθης μια τεράστια ποσότητα.
-Ποιος θα τους φάει όλους αυτούς; ρωτάει ο Άρης.
-Όσους περισσέψουν θα τους πάρετε μαζί σας. Ακόμα και κρύοι είναι καλοί για πρωινό.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
-Πολύ καιρό τώρα λαχταρώ να καθίσω σ’ αυτό το Καφέ και ν’ απολαύσω ένα καφεδάκι, λέει ο Άρης. Με την έγνοια της δουλειάς μου’ χουν ξεφύγει οι μικρές αυτές χαρές. Έχουμε μόλις βγει από τα άδυτα της Δημόσιας Βιβλιοθήκης της Λευκάδας. Μετά την μυστηριακή ατμόσφαιρα είμαστε και πάλι στο φως του ζεστού ήλιου της Άνοιξης. Στενό καντούνι, από τα πιο γραφικά της Χώρας, κτίριο παλιό με πελεκητή πέτρα, πιθανότατα του 19ου αιώνα. Στο ισόγειο το «ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ» Καφέ. Καφεδάκι Ελληνικό σε άσπρο φλιτζανάκι. Δροσερές πνοές ανέμου. Στο κέντρο της πόλης, σ’ αυτή την αθέατη γωνιά, γαλήνη και ηρεμία. Που και που περνάει από μπροστά μας κάποιος άνθρωπος. Σχεδόν μας αγγίζει.
Πρέπει να νιώθουν τυχεροί οι Λευκαδίτες. Μαζί μ’ αυτούς κι εμείς. Που, έστω για ελάχιστες στιγμές, ζήσαμε όπως θάπρεπε να ζουν οι σύγχρονοι άνθρωποι στις πόλεις.