Στον επίλογο της θαυμαστής του μονογραφίας για τον «Κηρέα της Εύβοιας» ο συγγραφέας – και ακαταπόνητος ερευνητής του νησιού – Αλέξανδρος Καλέμης διατύπωνε μια πικρία: ότι δεν του έφτασαν οι 352 μεγάλες σελίδες «για να συμπεριλάβει όλα τα κείμενα και τις φωτογραφίες, που είχε ετοιμάσει για την πιο όμορφη περιοχή της Εύβοιας» και ότι «θα χρειαζόταν τουλάχιστον άλλες 100».
Αρχικά το θεώρησα υπερβολή. Τόσες σελίδες για ένα μόνον από τους 25 συνολικά Δήμους της Εύβοιας και να λέει ότι ήταν λίγες!
Σήμερα, ωστόσο, που φέρνω μια-μια στο νού μου τις εικόνες της ποικιλομορφίας του τόπου και την ιστορική του διαδρομή – αρχαία και νεώτερη – μπορώ να καταλάβω τον συγγραφέα – ερευνητή. Η δική μας βέβαια πίκρα είναι μεγαλύτερη, αφού είμαστε υποχρεωμένοι μέσα σε 30 μόλις – μικρού σχήματος σελίδες – να χωρέσουμε όλα όσα μας έχουν συναρπάσει στον Κηρέα. Ας μας συγχωρήσουν λοιπόν οι αγαπητοί αναγνώστες για τις ακούσιες συντομεύσεις ή παραλείψεις μας, που μπορούν να τις συμπληρώσουν με τις προσωπικές τους εμπειρίες. Άλλωστε η επιγραμματική περιγραφή ενός τόπου, με τόσα πληθωρικά χαρακτηριστικά και ιδιαιτερότητες, δεν αποτελεί και το ευκολότερο εγχείρημα.
Στον επίλογο της θαυμαστής του μονογραφίας για τον «Κηρέα της Εύβοιας» ο συγγραφέας – και ακαταπόνητος ερευνητής του νησιού – Αλέξανδρος Καλέμης διατύπωνε μια πικρία: ότι δεν του έφτασαν οι 352 μεγάλες σελίδες «για να συμπεριλάβει όλα τα κείμενα και τις φωτογραφίες, που είχε ετοιμάσει για την πιο όμορφη περιοχή της Εύβοιας» και ότι «θα χρειαζόταν τουλάχιστον άλλες 100».
Αρχικά το θεώρησα υπερβολή. Τόσες σελίδες για ένα μόνον από τους 25 συνολικά Δήμους της Εύβοιας και να λέει ότι ήταν λίγες!
Σήμερα, ωστόσο, που φέρνω μια-μια στο νού μου τις εικόνες της ποικιλομορφίας του τόπου και την ιστορική του διαδρομή – αρχαία και νεώτερη – μπορώ να καταλάβω τον συγγραφέα – ερευνητή. Η δική μας βέβαια πίκρα είναι μεγαλύτερη, αφού είμαστε υποχρεωμένοι μέσα σε 30 μόλις – μικρού σχήματος σελίδες – να χωρέσουμε όλα όσα μας έχουν συναρπάσει στον Κηρέα. Ας μας συγχωρήσουν λοιπόν οι αγαπητοί αναγνώστες για τις ακούσιες συντομεύσεις ή παραλείψεις μας, που μπορούν να τις συμπληρώσουν με τις προσωπικές τους εμπειρίες. Άλλωστε η επιγραμματική περιγραφή ενός τόπου, με τόσα πληθωρικά χαρακτηριστικά και ιδιαιτερότητες, δεν αποτελεί και το ευκολότερο εγχείρημα.
ΜΙΑ ΠΡΩΤΗ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ
Η περιοχή, του Κηρέα αποφεύγει ν’ αποκαλύψει στον περαστικό τα μυστικά της. Οι μόνες εικόνες που χαρίζει πλουσιοπάροχα σε όλους είναι οι δασωμένοι όγκοι των βουνών, μερικές ωραίες πεδιάδες και το περίφημο πλατανόδασος, που αγκαλιάζει ασφυκτικά τις όχθες του Κηρέα. Είναι μια πληθωρικής ομορφιάς και αρκετών χιλιομέτρων παραποτάμια διαδρομή, που διασχίζει από Β προς Ν την επικράτεια του ομώνυμου Δήμου. Θυμάμαι ακόμα ζωηρά την αρχική εντύπωση από τον νεραϊδότοπο αυτό, παρ’ όλες τις δεκαετίες που έχουν περάσει από τότε. ήταν η εποχή, που για πρώτη φορά είχα διασχίσει την Εύβοια κατά τον διαμήκη άξονά της, ένα οδοιπορικό 250 σχεδόν χιλιομέτρων, με αναρίθμητες στροφές, κακοτοπιές και χωματόδρομους, χωρίς χάρτες, χωρίς οργάνωση αλλά με σύμμαχο την νεανική ορμή και την ακατανίκητη θέληση της εξερεύνησης της χώρας. Διαβατικός λοιπόν τότε από την κοιλάδα του Κηρέα, ενδιαφερόμουν μόνον για τις υπέροχες εικόνες, την ευτυχία της όρασης. Αγνοούσα την ονομασία του ποταμού, τον γιγάντιο πλάτανο – αυτό τον Μαθουσάλα της Ελληνικής φύσης – που έκρυβε στις όχθες του, την θρησκευτική και ιστορική σημασία του προσκυνήματος του Αγ. Ιωάννη Ρώσσου. Γνώριζα αόριστα για την ύπαρξη ορυχείων στο Μαντούδι και, μετά απ’ αυτό, τίποτε άλλο. Ήταν οι εποχές της αδηφάγου, της αρπακτικής ματιάς. Οι «λεπτομέρειες» μπορούσαν να περιμένουν. Αυτές όμως οι αθέατες – τότε – λεπτομέρειες είναι που μου δίνουν σήμερα το δικαίωμα να πιστεύω, ότι η περιοχή του Κηρέα είναι ένας τόπος από τους πιο συναρπαστικούς και ενδιαφέροντες στη χώρα.
Τι είναι όμως αυτό, που κάνει τόσο ξεχωριστή την περιοχή; Θα έλεγα αρχικά, ότι είναι η αρμονική και σε ιδανικές αναλογίες συνύπαρξη πολλών και ποικίλων γεωφυσικών χαρακτηριστικών. Μια προσεκτική ματιά στο χάρτη αποκαλύπτει την ύπαρξη δυο κύριων ορεινών όγκων, του Καντηλιού στα ΝΔ και του πολυκόρυφου Πυξαριά στα ΝΑ. Ανάμεσά τους σχηματίζονται λοφοπλαγιές, οροπέδια και λιβάδια, ειδυλλιακές ρεματιές και άγρια φαράγγια, εκτεταμένες πεδιάδες και απόκρημνες πλαγιές. Όλο αυτό το πολύπλοκο ανάγλυφο καταλήγει άλλοτε σε ακτές νωχελικές και αμμουδερές και άλλοτε σε ιλιγγιώδεις βράχινους τοίχους, εχθρικούς και αφιλόξενους. Οι παραλίες αυτές που περικλείουν τον Κηρέα είναι ανοιχτές σ’ όλους τους καιρούς, τόσο στις νότιες και δυτικές πνοές του Ευβοϊκού, όσο και στις ψυχρές, παντοδύναμες ριπές των ανατολικών και βόρειων ανέμων του Αιγαίου.
Άφθονα γοργοκίνητα ρέματα και ρυάκια διασχίζουν προς κάθε κατεύθυνση τον τόπο, ενώ στις δασωμένες βουνοπλαγιές κελαρύζουν καταρρακτάκια και αναβλύζουν πηγές με κρυστάλλινα νερά. Η ποικιλία της χλωρίδας συναρπάζει. Έχουν καταμετρηθεί πάνω από 200 είδη φυτών, μερικά από τα οποία είναι σπάνια, 3 τοπικά ενδημικά και 8 ενδημικά της Εύβοιας. Επίσης σε μερικές πλαγιές του Καντηλιού παρατηρείται ένα οικολογικό φαινόμενο αρκετά ασυνήθιστο στα δάση της Ελλάδας. Είναι η ταυτόχρονη παρουσία και συνύπαρξη τριών κυρίων δασικών κωνοφόρων, της Χαλέπιας πεύκης (Pinus halepensis), της Μαύρης πεύκης (Pinus nigra) και της Κεφαλληνιακής ελάτης (Abies caphalonica), που οφείλεται στην εμφάνιση της Κεφαλληνιακής ελάτης πολύ πιο κάτω από το φυσικό της όριο των 700-800 μέτρων.
Σημαντικότατη είναι και η ποικιλία της πανίδας. Στην εδαφική επικράτεια του Κηρέα γεννιούνται και αναπτύσσονται 24 είδη αμφίβιων και ερπετών, 30 είδη και υποείδη μικρών θηλαστικών, ανάμεσα στα οποία η Αλεπού, ο Λαγός, το Κουνάβι, ο Ασβός, η Νυφίτσα και η Βίδρα. Τα μεγαλύτερα θηλαστικά έχουν πια εξαφανισθεί, το 1855 όμως αναφέρονταν από τον Lindermayer το Ελάφι, το Πλατώνι, το Ζαρκάδι, ο Λύκος, το Τσακάλι, η Αγριόγατα και ο Λύγκας. Πάνω από 90 (!) είδη πουλιών, κάποια απ’ τα οποία αρκετά σπάνια, φωλιάζουν ή πετούν στον εναέριο χώρο του Κηρέα. Δεν θα ήταν υπερβολή, αν χαρακτηρίζαμε τον τόπο έναν συναρπαστικό οικολογικό παράδεισο.
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η εναλλαγή του κλίματος από εποχή σε εποχή αλλά και του μικροκλίματος από περιοχή σε περιοχή. Μεγάλο είναι το ύψος του χιονιού στα ορεινά και η θερμοκρασία πέφτει αρκετούς βαθμούς κάτω απ’ το μηδέν. Πολύ ηπιότεροι, σχεδόν εύκρατοι, είναι οι χειμώνες στα πεδινά. Μέσα σε λίγη μόνον ώρα, από τα ψυχρόβια έλατα των βουνών αντικρίζουμε τα εσπεριδοειδή και τα ελαιόδεντρα των παραθαλάσσιων και των πεδινών. Έχουμε την εντύπωση, πως βρισκόμαστε ξαφνικά σε άλλο τόπο. Μεγάλο είναι και το ύψος της βροχής, μερικές φορές ξεπερνάει στη διάρκεια του έτους τα 1000 χιλιοστά. Την άνοιξη καλύπτονται τα λιβάδια και οι πλαγιές με πολύχρωμα αγριολούλουδα, ενώ το φθινόπωρο το βαθυπράσινο των κωνοφόρων εναλλάσσεται αρμονικά με τη συναρπαστική χρωματική κλίμακα του κίτρινου, του πορτοκαλί και του καφέ των φυλλοβόλων. Στον Κηρέα δεν πλήττει ποτέ κανείς, έχει γύρω του τα πάντα. Ο φυσιολάτρης του βουνού μπορεί σε λίγη ώρα να χαρεί τα θέλγητρα της θάλασσας, από τη δροσιά των υψομέτρων να βρεθεί στη ζέστη των ακτών.
Ο ΠΟΤΑΜΟΣ ΚΑΡΕΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΛΑΤΑΝΙ ΤΟΥ ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ
Ο σημερινός «Δήμος Κηρέως» δεν θα μπορούσε να φέρει όνομα ιστορικότερο και ωραιότερο από το όνομα του ποταμού που διασχίζει το έδαφός του. Διατηρείται έτσι μια ιστορική συνέχει από τα χρόνια της αρχαιότητας, όταν ο ποταμός με το ίδιο αυτό όνομα διέσχιζε την Ευβοϊκή γη για να καταλήξει στο Αιγαίο. Εκεί όπου κάποτε άκμασε η αρχαία Κήρινθος.
Φορτωμένος με μύθους είναι ο ποταμός. Σύμφωνα με τον γνωστότερο, όταν τα πρόβατα έπιναν νερό από τον Κηρέα γίνονταν άσπρα, ενώ όταν ξεδιψούσαν στον γειτονικό Νηλέα (του όμορου «Δήμου Νηλέως»), γίνονταν μαύρα. Από τους αρχαίους συγγραφείς που αναφέρονται στον μύθο ο μεν Στράβων λέει: «Εισί δε νυν Ευβοΐται ποταμοί Κηρεύς και Νηλεύς ων αφ’ ου μεν πίνοντα τα πρόβατα λευκά γίνεται, αφ’ ου δεν μέλανα», ο δε Αριστοτέλης:
«Εν δ’ Ευβοία δύο ποταμούς είναι, ών ου μεν τα πίνοντα πρόβατα λευκά γίνονται, ος ονομάζεται Κέρβης, ο δε Νηλεύς, ος μέλανα ποιεί».
Εδώ βλέπουμε, ότι ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί για τον ποταμό την ονομασία Κέρβης».
Αναζητώντας τις πηγές του ποταμού θα τις εντοπίσουμε σε μια χαράδρα, που απέχει 9-10 χλμ. περίπου από το Προκόπι προς τη Χαλκίδα. Αρχικά είναι μικρά ρυάκια που στη συνέχεια δυναμώνουν και, 4 χλμ. πριν απ’ το Προκόπι, αρχίζουν να παίρνουν τη μορφή του ποταμού. Η στενή αρχικά κοίτη, λίγο πριν απ’ το Προκόπι πλαταίνει σημαντικά και ξεπερνάει τα 100 μέτρα, για να στενέψει και πάλι στη συνέχεια και να φτάσει το κανονικό της πλάτος των 10-15 μέτρων. Ανάλογα με το πλάτος της κοίτης και την ποσότητα του νερού η ροή είναι γοργή ή νωχελική, πάντα όμως υπέροχη αφού περιβάλλεται από πυκνό πλατανόδασος. Για αρκετά χιλιόμετρα από το Προκόπι προς το Μαντούδι έχουμε την ευτυχία να οδηγούμε πλάι στο ποτάμι, που μας χαρίζει διαφορετικές εικόνες κάθε εποχή του χρόνου.
Έρχεται η στιγμή να βρεθούμε μπροστά στο φημισμένο μνημείο της φύσης, τον ιστορικό και γιγάντιο «Πλάτανο Προκοπίου». Τον ανακαλύπτουμε στην ανατολική όχθη του ποταμού, ανάμεσα σε αποθέσεις στείρων υλικών του παλιού ορυχείου λευκολίθου του «Σκαλιστήρη». Όταν πριν κάποια χρόνια τον πρωταντίκρισα, σβήστηκαν απ’ τη μνήμη μου όσα γιγάντια πλατάνια είχα ως τότε συναντήσει σε διάφορους τόπους στην Ελλάδα. Πιο ρεαλιστική είναι η πολυπλοκότητα και τα μεγέθη των κλαδιών του, όταν είναι γυμνά, χωρίς φυλλώματα. Την πρώτη φορά είχαμε αρκεστεί στις πληροφορίες των ντόπιων, ότι για ν’ αγκαλιάσουν τον κορμό του απαιτούνται περίπου 10 άτομα. Στην τελευταία επίσκεψή μας το επιβεβαιώσαμε με μια μετροταινία, που έδειξε περίμετρο 17,5 μέτρων. Το ύψος του είναι 28 μέτρα και ανήκει στο είδος Platanus orientalis της οικογένειας Platanaceae, είναι δηλαδή ο κοινός «Πλάτανος ο ανατολικός», αυτοφυές δέντρο στη χώρα μας. Στον κορμό του έχει ένα εσωτερικό κοίλωμα, μια «κουφάλα» μεγάλου μεγέθους που έχει δημιουργηθεί από παρασιτικούς ξυλοφάγους μύκητες, οι οποίοι τρέφονται με το παλιό ξύλο του κορμού για εκατοντάδες χρόνια. Κάποτε στο ύψος των δυο περίπου μέτρων ο κυρίως κορμός διακλαδίζετο σε τρεις βραχίονες, καθένας από τους οποίους είχε τις διαστάσεις ενός μεγάλου δέντρου. Τον Ιούλιο του 1997 όμως ο ένας από τους τρεις βραχίονες σάπισε και αποκολλήθηκε από το κυρίως δέντρο και από τότε εξακολουθεί να κείτεται στο χώμα.
Η ηλικία του δέντρου πιστεύεται ότι προσεγγίζει τα 2300 χρόνια, είναι δηλαδή ένας ζωντανός οργανισμός που συνεχίζει να επιζεί από τα χρόνια της αρχαιότητας. Ωστόσο, αν και έζησε τόσους αιώνες στην ηρεμία, από την πρόσφατη ζωή του δεν έλειψαν οι περιπέτειες, που ακολούθησαν τις περιπέτειες της νεότερης ιστορίας του τόπου. Έτσι, αφού αρχικά γλίτωσε από το κόψιμο και αργότερα από την εξαφάνιση κάτω από τα μπάζα, διασώθηκε οριστικά χάρη στην ευαισθησία των κατοίκων του Προκοπίου και του τότε Προέδρου της Κοινότητας Προδρόμου Ενωτιάδη. Σήμερα, ωστόσο, απαιτείται η συνολική απομάκρυνση των μπάζων και η αισθητική αναβάθμιση του τοπίου γύρω από το σπάνιο αυτό μνημείο της φύσης.
ΣΤΑ ΑΠΟΜΕΙΝΑΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΚΗΡΙΝΘΟΥ
Καμία πινακίδα σε εμφανές σημείο της ευρύτερης περιοχής δεν προδίδει την ύπαρξη των υπολειμμάτων της αρχαίας Κηρίνθου. Για να την ανακαλύψουμε, κατευθυνόμαστε από το Μαντούδι προς την σύγχρονη Κήρινθο και, στο ύψος της γέφυρας του ποταμού, στρίβουμε δεξιά προς την Κρύα Βρύση και την θάλασσα. Φτάνοντας στην αχανή παραλία και στις εκτεταμένες αμμώδεις εκτάσεις της Κρύας Βρύσης κατευθυνόμαστε ΝΑ (δεξιά). Μερικές εκατοντάδες μέτρα μετά η πορεία μας διακόπτεται από την πλατειά κοίτη ενός ποταμού, που η πλούσια ροή του σμίγει μετά από λίγα μέτρα με την θάλασσα του Αιγαίου. Στην αντικρινή όχθη του ποταμού, πάνω σε ένα απότομο πρανές, δεσπόζουν κατάλοιπα τειχών. Είναι ό,τι απέμεινε από την οχύρωση της αρχαίας Κηρίνθου. Ο ποταμός μπροστά μας δεν είναι άλλος από τον «Βούδωρο», που σχηματίζεται από την ένωση του Κηρέα και Νηλέα. Από την ετυμολογία της αρχαίας ονομασίας του ποταμού προκύπτει η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, ιδιαίτερα των βοοειδών, στην περιοχή. Την ύπαρξη της αρχαίας Κηρίνθου στις εκβολές του Βούδωρου πιστοποιεί ο Στράβων, ο οποίος αναφέρει: «Κήρινθεος πολίνδιον εν τη θαλάττη, εγγύς δε Βούδωρος ποταμός …».
Η παραθαλάσσια θέση της πόλης αποδεικνύεται και από τις αναφορές του Ομήρου, του Απολλώνιου Ρόδιου και του Σκύμνου. Τα υπολείμματα του οικισμού και τα κατάλοιπα των τοιχών φανερώνουν τη θέση της στον λόφο ΝΑ των εκβολών του ποταμού. Το επίνειό της ήταν σε λιμανάκι, που υπήρχε κατά την αρχαιότητα κάτω από το λόφο, ενώ σήμερα είναι καλυμμένο από προσχώσεις.
Εδώ λοιπόν άκμασε ήδη από την Μυκηναϊκή εποχή (1600-1100 π.Χ.) η Κήρινθος, μια από τις 7 σημαντικότερες πόλεις της Εύβοιας. Ο Όμηρος στην Ιλιάδα (Β, 538) μνημονεύει τη συμμετοχή της Κηρίνθου στην εκστρατεία κατά της Τροίας μαζί με τις άλλες πόλεις της Εύβοιας, στα καράβια των οποίων επέβαιναν οι αντρειωμένοι Άβαντες από την αρχηγία του Ελφήνορα. Επίσης σύμφωνα με τον Απολλώνιο τον Ρόδιο, που στα «Αργοναυτικά» του αναφέρεται με λεπτομέρειες στην Αργοναυτική εκστρατεία, η Κήρινθος υπήρξε γενέτειρα του αργοναύτη Κάνθου, που ήταν γιος του Κάνηθου και εγγονός του γενάρχη της Εύβοιας, Άβαντα. Ήταν μια ακμάζουσα ναυτική πόλη με δυνατότητα να ναυπηγεί πλοία, κατάλληλα για ποντοπόρα ταξίδια.
Για να έχουμε ολοκληρωμένη άποψη της τοποθεσίας της πόλης είναι απαραίτητο να περάσουμε στην αντικρινή όχθη του ποταμού. Λίγο μετά το Μαντούδι – και πριν την ασφάλτινη διασταύρωση προς Κρύα Βρύση – βρίσκουμε έναν αγροτικό χωματόδρομο με αρκετές λακούβες, που κατευθύνεται παράλληλα και ανατολικά της κοίτης του ποταμού προς την ακτή. 3 χλμ. μετά την άσφαλτο συναντάμε σ’ ένα δίστρατο μια πινακίδα με την ένδειξη «ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ», χωρίς λοιπά στοιχεία. Παίρνουμε στην τύχη την αριστερή διακλάδωση, κινούμαστε στις παρυφές καλλιεργημένων εκτάσεων και σε λιγότερο από 2 χλμ., βρισκόμαστε πάνω από το ποτάμι, τη φορά αυτή στην ΝΑ του όχθη. Από πάνω μας δεσπόζει ο μακρόστενος λόφος «Καστρί», με επιφάνεια πετρώδη αλλά ομαλή και ελαφρά επικλινή.
Η ακρόπολη καταλάμβανε 60 στρέμματα και ήταν οχυρωμένη με ογκολιθικό τείχος, εκτός από την Β και Α πλαγιά που ήταν απόκρημνες. Πράγματι, η θέα από το ύψος του λόφου προς την θάλασσα κόβει την ανάσα. Ένας συμπαγής βραχώδης τοίχος με ύψος από 30 έως 50 περίπου μέτρα, οθρώνεται κατακόρυφα πάνω απ’ την ακτή, φράγμα αδιαπέραστο για αμέτρητους αιώνες στα κύματα των βοριάδων του Αιγαίου. Η ίδια ιλιγγιώδης ακτογραμμή συνεχίζει ΝΑ για πολλές εκατοντάδες μέτρα και έρχεται σε τέλεια αντίθεση με τον ειρηνικό και αμμουδερό όρμο «Πελέκι», στα ΒΔ της Κρύας Βρύσης. Ακριβώς από κάτω μας προβάλλει από τη θάλασσα σαν πελώρια λεπίδα, ένας από τους θεαματικότερους βράχους που έχουμε δει ποτέ.
Σ’ αυτή την τοποθεσία της απαράμιλλης φυσικής αγριότητας ήρθαν στο φως το 1974 τα ερείπια της Ακροπόλεως της Κηρίνθου από την δοκιμαστική ανασκαφή του Αδάμ Σάμψων. Οι ανασκαφές συνεχίστηκαν το 1983 και αποκαλύφθηκαν ίχνη αρχαίων κτιρίων, κατεστραμμένοι τάφοι, αρχαϊκά και κλασικά κεραμεικά λείψανα, ένα πιθάρι και ένα πώμα ερυθρόμορφης λεκανίδας.
Κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι θα έφερναν στο φως οι ανασκαφές αν συνεχίζονταν στην ευρύτερη περιοχή.
Απόγευμα. Από τον «άσημο» και άγνωστο στους πολλούς λόφο της ακροπόλεως αγναντεύουμε το πέλαγος και τους αντικρινούς όγκους των Σποράδων. Η ερημιά του τοπίου είναι καθολική, η αρχαία Κήρινθος είναι μακρυά από τις τουριστικές διαδρομές. Οι μόνες ανθρώπινες υπάρξεις είναι οι σιλουέτες δυο ψαράδων στη μεγάλη αμμουδιά. Λίγο πριν πέσει η νύχτα ετοιμάζουν τα καλάμια τους.
ΑΠΟ ΤΟ ΠΗΛΙ ΣΤΟ ΣΑΡΑΚΗΝΙΚΟ ΚΑΙ ΣΤΗ ΓΥΡΩ ΠΕΡΙΟΧΗ
11 χλμ. Α-ΒΑ από το Προκόπι βρίσκεται το Πήλι. Είναι χτισμένο μπροστά στον ομώνυμο κλειστό όρμο σε πεδιάδα ανάμεσα σε πευκόφυτες πλαγιές. Αυτό ίσχυε ως το 1997. Τον Ιούλιο εκείνης της χρονιάς το μεγαλύτερο μέρος των δασοσκέπαστων πλαγιών της «Χοντρής Ράχης» και του «Πρίονα» στα Ν και ΝΑ έπαψαν να υπάρχουν μετά τη φοβερή φωτιά. Ο οικοδεσπότης μας Γιάννης Δημάκος μας δείχνει με θλίψη μια φωτογραφία στον τοίχο με θαλερά πευκοδάση στις απότομες πλαγιές που μόνον ιστορική σημασία έχει σήμερα.
Η κατοίκηση της περιοχής του Πηλίου χρονολογείται από την Μυκηναϊκή περίοδο και συνεχίστηκε ως τους Μεσαιωνικούς χρόνους, σύμφωνα με υπολείμματα οικισμών που έχουν εντοπισθεί στις θέσεις «Μεσοκοτρώνι» και «Καστρί». Αυτό που απομένει από το μακρινό παρελθόν είναι το ταπεινό εκκλησάκι του Αγ. Ιωάννη του Θεολόγου, κοντά στη θάλασσα, κτίσμα του 1350. με μήκος 5 και πλάτος 3,5 μ. ο «παλαιολόγειος» ναΐσκος της Υστεροβυζαντινής περιόδου έχει πολύ χοντρή τοιχοποιία και ως μοναδικό παράθυρο μια λεπτή σχισμή πάνω από την πόρτα. Ο Αγ. Ιωάννης είναι ίσως ο μοναδικός ναΐσκος στην Ελλάδα αυτής της περιόδου με εσωτερικό κατάγραφο από τοιχογραφίες, δυστυχώς μαυρισμένες από φωτιά. Η μοναδικότητα επίσης απεικόνισης των σκηνών της κόλασης καθιστούν το εκκλησάκι εξαιρετικά ενδιαφέρον από αρχαιολογική και ιστορική άποψη.
Από την παραλία του Πηλίου ανηφορίζουμε τον ασφαλτόδρομο προς Βλαχιά και Σαρακήνικο. Αμέσως αποκαλύπτεται η πανοραμική κάτοψη του όρμου του Πηλίου με το αλιευτικό καταφύγιο και το λιμάνι, ενώ στα ΒΔ ορθώνεται απότομα το βραχώδες ακρωτήριο «Δάγρι». Αρχίζει μια διαδρομή στο χείλος χαοτικών γκρεμών, που καταλήγουν σχεδόν κατακόρυφα στη θάλασσα. Είναι μια εντυπωσιακή ακτογραμμή με φοβερή αγριότητα. Στο πυκνό πευκοδάσος δεν λείπουν και ίχνη της φωτιάς του 1997.
4 περίπου χλμ. μετά την αναχώρησή μας αποκαλύπτεται το υπερθέαμα του όρμου της Βλαχιάς, με βραχονησίδα, μικρούς ορμίσκους πευκόφυτους ως την ακτή με βελούδινα νερά. Στο εσωτερικό, ανάμεσα σε πυκνά πευκοδάση, είναι χτισμένος ο οικισμός της Βλαχιάς, ενώ πολύ ψηλότερα ορθώνονται οι απόκρημνες κορυφές του ορεινού όγκου του Πυξαριά, που σε μεγάλα τμήματα καλύπτεται από χιόνι.
10 χλμ. μετά το Πήλι διασχίζουμε τον γραφικό οικισμό της Βλαχιάς, χτισμένο σε υψόμετρο 200 περίπου μέτρων, αληθινό μπαλκόνι στο Αιγαίο. Κατηφορίζουμε ανάμεσα σε πεύκα, αριές, κουμαριές και πλατάνια. Από τις ρεματιές τρέχουν νερά που σχηματίζουν μικρούς όμορφους καταρράκτες. Περνάμε από τον Μακρύ Γιαλό, μια ωραιότατη ακτή μπροστά σε μεγάλο πλατανόδασος. Στα 15,5 χλμ. περνάμε από τον μικρό οικισμό του Σαρακήνικου, που διατηρεί ακόμη κάποια παλιά πετρόχτιστα σπιτάκια. Βρισκόμαστε ήδη πολύ κοντά στο ακρωτήριο Σαρακήνικο, το τελευταίο σημείο της επικράτειας του Δήμου Κηρέως. Η θέα από ψηλά είναι απαράμιλλη. Μικρός όρμος με βοτσαλωτή ακτή, διάφανα νερά, πεύκα και στην είσοδο του όρμου μια επιμήκης βραχονησίδα καλυμμένη από θάμνους. Ένας δασικός δρόμος που καταλήγει στο εκκλησάκι της Αγίας Ζώνης μας δίνει τη δυνατότητα μιας κυκλικής διαδρομής και μιας συνολικής εικόνας αυτής της απίστευτης σε ομορφιά περιοχής.
Γύρω από το Πήλι υπάρχουν αρκετές ωραίες διαδρομές. Μια απ’ αυτές, με Β διεύθυνση, μας οδηγεί μέσα από πυκνά πευκοδάση και μετά από 5,5 χλμ, στον στενόμακρο όρμο του «Ατάλαντου». Εντυπωσιακό στοιχείο της περιοχής είναι οι εγκαταλελειμμένες εγκαταστάσεις λευκόλιθου, η υψικάμινος με την θαυμάσια αρχιτεκτονική από συμπαγή τουβλάκια και βέβαια η πανύψηλη καμινάδα στην κορυφή του λόφου, όπου με υπόγεια σήραγγα διοχετεύετο και απελευθερώνετο ο καπνός.
Μια δεύτερη, μεγάλου ενδιαφέροντος ορεινή διαδρομή, επιχειρούμε ανηφορίζοντας Ν από την πλατεία του χωριού με ξεναγό μας την Άννα Δημάκου. Ο δρόμος είναι καλός, οι λάσπες όμως της χειμερινής περιόδου απαιτούν οπωσδήποτε τετρακίνηση. Δύο χλμ. πια πάνω περνάμε από το πέτρινο εκκλησάκι της Παναγίας. Το Πήλι και η κοιλάδα του αποκαλύπτονται πανοραμικά, με μια εικόνα άγνωστη ως τώρα.
Στο έρημο τοπίο διακρίνουμε κίνηση από μια μακρινή ανθρώπινη σιλουέττα. Πλησιάζοντας, βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα καμίνι κάρβουνου. Είναι ο Γιώργος Τζίνης από το Πήλι, που στοιβάζει με μαστοριά κομμάτια ξύλων κουμαριάς, δίνοντάς τους σχήμα κωνικό. Από το κέντρο του κώνου εξέχει ένα μπουρί.
– Όταν τελειώσει το καμίνι, θα σκεπάσω τα ξύλα με κλαδιά, βρεμένα άχυρα και χώμα. Ύστερα θα δώσω φωτιά από το μπουρί, μας εξηγεί.
– Και τα ξύλα πότε θα γίνουν κάρβουνα;
– Θέλει λίγη υπομονή, μας απαντάει. Θ’ αρχίσει να σιγοκαίει από μέσα η φωτιά και σε καμιά δεκαριά μέρες θάναι έτοιμα.
Στα 3,6 χλμ. από την πλατεία ανηφορίζουμε αριστερά. Όλοι οι γύρω λόφοι είναι σχεδόν γυμνοί. Τεράστιες εκτάσεις πευκοδάσους έχουν εξαφανιστεί από τη μεγάλη φωτιά του 1997. Η διαδρομή ωστόσο δεν παύει να είναι όμορφη. Από κάθε χαράδρωση του εδάφους κυλούν ρυάκια και μικρορέματα, κάτω από πλατάνια που γλίτωσαν από τις φλόγες και δημιουργούν μικρές οάσεις ανάμεσα στην καμμένη γη. Όσο ανηφορίζουμε οι εικόνες γίνονται πιο αισιόδοξες. Η γη έχει αρχίσει να επουλώνει τις πληγές της με την φυσική αναγέννηση εκατοντάδων νεαρών πεύκων ανάμεσα στα ρείκια.
Στα 7,8 χλμ. φτάνουμε μπροστά στο εξωκκλήσι του Προφήτηλία στην τοποθεσία «Γαϊδουρόραχη» ή της «Κώσταινας», όπως είναι γνωστότερη στους ντόπιους. Είναι ένα υπέροχο μικρό οροπέδιο σε υψόμετρο 630 μέτρων, στις υπώρειες της «Χοντρής Ράχης», μιας τραχύτατης κορυφής κατάσπαρτης από βράχους. Η θέα είναι μαγευτική προς το ελαφρά χιονισμένο Καντήλι και όλο τον ορίζοντα. Ανάμεσα στο σεληνιακό βράχινο τοπίο ξεχωρίζουν συγκεντρώσεις χιονιού, μαυρισμένοι κορμοί αλλά και αρκετά πεύκα που διασώθηκαν. Καιρός εξαιρετικός με αέρα δυνατό. Γρασιδάκι και τα πρώτα αγριολούλουδα. Η άνοιξη είναι μπροστά μας.
Στα 8,6 χλμ. περνάμε από το ξωκκλήσι της Αγ. Ειρήνης Χρυσοβαλάντου. Θαυμάσια τοποθεσία με μεγάλα πλατάνια, έλατα και πηγή νερού. Λίγο πιο πάνω σταματάει την πορεία μας μισό μέτρο χιονιού. Με τα πόδια φτάνουμε στην τοποθεσία «Τραγανάκι», όπου το 1948 σκοτώθηκαν η Αγγελική και Ειρήνη Μουρτζάκη κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Ολόγυρα πανύψηλα έλατα και πεύκα. Το δάσος εδώ έχει σωθεί.
ΣΤΙΣ ΧΟΑΝΕΣ ΤΟΥ ΛΕΥΚΟΛΙΘΟΥ ΚΑΙ ΣΤΗ ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΝΔΟΧΩΡΑΣ
– Στα ψηλώματα του Καντηλιού είναι δύσκολο να πάτε αυτή την εποχή, μας λένε στο Προκόπι.
Με τρεις κορυφές πάνω από τα 1200 μ. και με συνολικό μήκος από τα ΒΔ προς τα ΝΑ όχι μικρότερο των 15 χλμ., το Καντήλι είναι μια επιμήκης και ογκώδης οροσειρά, που παρεμβάλλεται καταλυτικά ανάμεσα στον Β. Ευβοϊκό και στην επικράτεια του Κηρέα. Από κάθε σχεδόν σημείο της περιοχής το πυκνοδασωμένο βουνό προβάλλει απέναντί μας. Επιχειρούμε λοιπόν μια σύντομη γνωριμία.
Πριν από την εκκλησία του Οσίου Ιωάννη Ρώσσου κατευθυνόμαστε Ν προς το βουνό. Διασχίζουμε την κοίτη μικρορρέματος και στα 1,2 χλμ. συναντάμε πινακίδα προς Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Ανηφορίζουμε σε πλαγιές κατάφυτες με πεύκα, ρείκια, πουρνάρια, κουμαριές. Διάσπαρτες ανάμεσά τους μικρές βαλανιδιές με καφετιά ξερόφυλλα. Αποκαλύπτονται στη συνέχεια μικρά και μεγάλα φαράγγια με καθολική κυριαρχία του πεύκου. Χαμηλά ξεπροβάλλει το Προκόπι με κάτοψη πανοραμική. Αρχίζουν οι πρώτες οδικές δυσκολίες με λάσπες και λεπτά στρώματα χιονιού. Στα 7,2 χλμ. μια πινακίδα δείχνει αριστερά προς Παναγία και μια άλλη δεξιά προς Μεταμόρφωση. Επιχειρούμε να προσεγγίσουμε και τα δυο εκκλησάκια. Μετά από μερικές εκατοντάδες μέτρα όγκοι χιονιού και φοβερές λάσπες καθιστούν την πρόσβαση αδύνατη. Απομένουμε με την ωραία ανάμνηση των εικόνων του Καντηλιού από υψόμετρο 600 περίπου μέτρων. Είναι βέβαιο, πως κάποια άλλη εποχή θα είναι φιλικότερο.
Επιστρέφουμε σε χαμηλότερα υψόμετρα. Ο Βαγγέλης Τζοβάνας από τη Δαφνούσα (που παλιά ονομαζόταν «Δράζι») αναλαμβάνει την ξενάγησή μας στην ενδοχώρα. Πρώτος προορισμός μας ο Πύργος του Μπέζα. Από τον ναό του Αγ. Αθανασίου της γραφικής Δαφνούσας ανηφορίζουμε Ν προς τις πλαγιές του Καντηλιού. Σ’ ελάχιστα λεπτά και σε υψόμετρο 300 μόλις μέτρων εμφανίζονται τα πρώτα ψηλόκορμα Κεφαλληνιακά έλατα, ανάμεσα στην Χαλέπιο πεύκη που αφθονεί και σε σποραδικές εμφανίσεις αιωνόβιων δέντρων Μαύρης πεύκης. Πρόκειται για την ταυτόχρονη ασυνήθιστη συνύπαρξη των τριών κωνοφόρων στο ίδιο υψόμετρο, που παρατηρείται στο Καντήλι. Ο δασικός δρόμος είναι λασπωμένος αλλά βατός, σε απόσταση όμως 1,8 χλμ. από την εκκλησία η πορεία μας διακόπτεται αιφνιδιαστικά από έναν μεγάλο κορμό πεύκου, που έχει καταπέσει πάνω στο δρόμο. Αφήνουμε το αυτοκίνητο και συνεχίζουμε με τα πόδια. Με ευχάριστη πορεία ενός δεκαλέπτου μέσα στο δάσος βρισκόμαστε μπροστά στον ενετικό Πύργο του Μπέζα, που αν και ερειπωμένος, εξακολουθεί να είναι ένα επιβλητικό οικοδόμημα. Η τοιχοποιία του, που αποτελείται από αργολιθοδομή με ισχυρό συνδετικό κονίαμα, ξεπερνάει σε πάχος το 1 μέτρο, έχει όμως υποστεί μεγάλες φθορές. Οι γωνίες των τοίχων αποτελούνται από μεγάλα πελεκητά αγκωνάρια. Σ’ ένα από αυτά, στην Δ-ΒΔ γωνία του πύργου, ξεχωρίζει ένας μεγάλος εγχάρακτος σταυρός. Επίσης σε διάφορα σημεία των τοίχων του τετράγωνου οικοδομήματος διακρίνονται αρκετές στρόγγυλες τρύπες και κάποιες πολεμίστρες.
Το ύψος του πύργου υπολογίζεται σε 15 περίπου μέτρα και η θέα από το υψόμετρο των 450 μέτρων είναι εντυπωσιακή στο Κανδήλι στον κάμπο και στη θάλασσα. Δύο πανέμορφες αγριοκουμαριές δεσπόζουν ανάμεσα στα υπόλοιπα δέντρα με το τεράστιο μέγεθος και τους πολύπλοκους λείους κορμούς τους.
Από τον πύργο βαδίζουμε με κατεύθυνση Δ-ΝΔ προς το Καντήλι. Σ’ ένα πεντάλεπτο φτάνουμε στην τοποθεσία «Μπέζα», έναν τόπο που μου είναι δύσκολο να περιγράψω την ομορφιά του. Είναι ένα κυκλικού σχήματος και απόλυτα επίπεδο οροπέδιο τουλάχιστον 15 στρεμμάτων. Το έδαφός του είναι καλυμμένο με καταπράσινο γρασίδι, ενώ ολόγυρα αφθονούν τα πεύκα και τα έλατα. Το χώμα είναι παχύ σκουροκόκκινο χωρίς ίχνος πέτρας. Μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο πάνω αρχίζουν οι απότομες πλαγιές του Καντηλιού, που προβάλλουν μέσα στη χαμηλή νέφωση ελατοσκέπαστες και χιονόλευκες. Κάποτε αυτά τα μαγευτικά ξέφωτα της περιοχής καλλιεργούνταν, σήμερα αποτελούν κομμάτι της πανέμορφης γύρω φύσης, προς μέγιστη αγαλλίαση φυσιολατρών και πεζοπόρων.
– Σ’ αυτές τις απόκρημνες πλαγιές του Καντηλιού προσέκρουσε το 1942 ένα Γερμανικό βομβαρδιστικό, μας λέει ο Βαγγέλης. Κάποια υπολείμματά του σώζονται και σήμερα.
Με κατεύθυνση Δ από τη Δαφνούσα συνεχίζουμε προς Τρούπι. Ένα χιλιόμετρο μετά σταματάμε για λίγο στο πλάι του δρόμου για ν’ απολαύσουμε το κελάρισμα του νερού που σχηματίζει καταρρακτάκια και λιμνούλες κάτω από αιωνόβια πλατάνια. Ένα λεπτό αργότερα το τοπίο μεταβάλλεται δραματικά, έχουμε την πρώτη μας οπτική εμπειρία με το πρόσφατο – και πασίγνωστο – βιομηχανικό παρελθόν της ευρύτερης περιοχής του Μαντουδιού, τις γιγάντιες εξορύξεις των κοιτασμάτων Λευκολίθου. Πολύ δύσκολα μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε, ότι ανάμεσα σ’ αυτές τις υπέροχες πλαγιές με τα έλατα και τα πεύκα χάσκει αυτή η πελώρια χοάνη με τις παράλληλες διαδοχικές αναβαθμίδες στείρου εδάφους, σαν χαρακιές στα σπλάχνα της Ευβοϊκής γης.
– Ίσως για την εποχή τους ήταν μια αναγκαιότητα αυτά τα ορυχεία, σχολιάζει ο Βαγγέλης. Χιλιάδες άνθρωποι της περιοχής, όπως άλλωστε κι εγώ, βρήκαμε για πολλά χρόνια δουλειά σκάβοντας τη γη και επεξεργαζόμενοι τον Λευκόλιθο. Κι όταν στις αρχές του ’90, οι εργασίες του Σκαλιστήρη σταμάτησαν οριστικά, ήταν μεγάλη η κοινωνική αναταραχή και η απόγνωση για τουλάχιστον 3.000 οικογένειες.
Περνάμε από το Τρούπι και αμέσως μετά ξεπροβάλλει ένα δεύτερο, μεγαλύτερο νταμάρι. Μετά το πρώτο οπτικό σοκ, το τοπίο εδώ μας φαίνεται ομορφότερο. Υπεύθυνη γι’ αυτό είναι μια γραφικότατη λίμνη με γαλήνια πράσινη επιφάνεια, που έχει σχηματισθεί στη βάση του κυκλικού νταμαριού. Υπολογίζουμε το μέγιστο μήκος της στα 300 και το πλάτος της στα 200 περίπου μέτρα.
– Το βάθος στο κέντρο ξεπερνάει τα 20 μέτρα, λέει ο Βαγγέλης και στα νερά της ζουν ψάρια, που κάποτε έριξαν εδώ.
Η περιήγηση συνεχίζεται. Στα 6 χλμ. από τη Δαφνούσα περνάμε από τον οικισμό Καλύβια και στα 8,5 χλμ. στρίβουμε αριστερά αφήνοντας μπροστά μας τον οικισμό Σπαθάρι με όμορφα λιβάδια.
Μετά από μερικές εκατοντάδες μέτρα αρχίζει φαρδύς και πολύ καλός χωματόδρομος ανάμεσα σε αμιγές πευκοδάσος. Καμία ένδειξη στο τοπίο δεν προοιωνίζεται το θέαμα που θ’ αντικρίσουμε. Τρία χλμ. μετά τα πάντα μεταβάλλονται. Βρισκόμαστε μπροστά στο μεγαλύτερο νταμάρι του Σκαλιστήρη, με αλλεπάλληλες χοάνες χαοτικές και πελώριους λόφους που έχουν σχηματισθεί από τις πολύχρονες αποθέσεις εκατομμυρίων τόνων στείρων ολικών. Είν’ ένα τοπίο σεληνιακό με χιλιάδες στρέμματα ανασκαμμένης γης ανάμεσα στα απέραντα πευκοδάση της ευρύτερης περιοχής. Αρκετές λίμνες έχουν σχηματισθεί στους πυθμένες των νταμαριών, μία όμως στα ΒΔ είναι η μεγαλύτερη. Το σχήμα της θυμίζει μισοφέγγαρο και το μέγιστο μήκος της πρέπει να πλησιάζει το χιλιόμετρο. Παντού το έδαφος είναι κατάσπαρτο από κομματάκια Λευκόλιθου. Στη λεία επιφάνεια ενός τέτοιου κομματιού είναι αποτυπωμένα σκούρα σχήματα, που θυμίζουν κλαδάκια φυτικού απολιθώματος. Τα παίρνουμε για ενθύμιο.
Με καλό χωματόδρομο διασχίζουμε νταμάρια και αποθέσεις και κατευθυνόμαστε προς Αρχάγγελο. Μετά από λίγο αποκαλύπτεται νέα λίμνη, μεγάλη και μακρόστενη. Τα πρανή πολλών αποθέσεων έχουν πρασινίσει από αυτοφυή νεαρά πευκάκια. Στα 12,8 χλμ. – από Δαφνούσα – στρίβουμε δεξιά προς «Πευκέλι» και, 500 μέτρα μετά, χαρίζουμε στους εαυτούς μας μια λιγόλεπτη στάση σ’ ένα από τα ειδυλλιακότερα σημεία της περιοχής. Είναι το πανέμορφη Αρχαγγελόρεμα, παραπόταμος του Νηλέα με πλουσιότατη ροή. Ένα εκπληκτικό γεφυράκι ενώνει την, πλάτους 5 περίπου μέτρων, απότομη κοίτη του ρέματος. Αξιοσημείωτη αρχιτεκτονική λεπτομέρεια είναι οι τέσσερις παράλληλες σειρές από συμπαγή τουβλάκια που αποτελούν το τόξο του, ενώ οι βάσεις είναι πέτρινες με εξαίρετη λαξευτή τοιχοποιία.
Αμέσως μετά αφήνουμε αριστερά μας την πινακίδα προς Πευκέλι και Ψηλή Ράχη και κατευθυνόμαστε δεξιά προς Αρχάγγελο. Με δύσβατο δρόμο βρισκόμαστε στα 15 χλμ. στα υπολείμματα του εγκαταλελειμμένου οικισμού και στο ομώνυμο παλιό εκκλησάκι. Στο εσωτερικό του δεσπόζουν 4 μονοκόμματες πέτρινες κολώνες, ενώ στον εξωτερικό χώρο μεγάλα πουρνάρια και μια όμορφη λίμνη, που συγκεντρώνει τα νερά από το Αρχαγγελόρεμα.
Επιστρέφοντας στο Σπαθάρι συνεχίζουμε προς το Μετόχι, δίπλα στην υπέροχη κοιλάδα και την πλουσιότατη ροή του Νηλέα ποταμού. Μετά το Μετόχι συναντάμε το κεντρικό οδικό δίκτυο και στρίβουμε αριστερά προς Κήρινθο. Από την είσοδο του χωριού κατευθυνόμαστε αριστερά προς Φάρσαλα. Ενδιάμεσα περνάμε από τον μικρό οικισμό της Τσούκας, με τα ερείπια του τετράγωνου ενετικού πύργου, που διατηρείται σε μέγιστο ύψος 8 περίπου μέτρων και έχει περίοπτη θέα σ’ όλη την κοιλάδα. Δίπλα του είναι η χτισμένη με πελεκητή πέτρα εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής και μερικά μέτρα πιο κάτω το μικροσκοπικό και παμπάλαιο εκκλησάκι του Αγ. Ιωάννη, με χοντρή τοιχοποιία και με λιθανάγλυφο που μόλις διακρίνεται κάτω από το παχύ στρώμα ασβέστη.
6 χλμ. μετά την Κήρινθο φτάνουμε στην Φαράκλα, όμορφη οικισμό. Ανάμεσα σε πεύκα και καταπράσινους λοφίσκους. Στο καφενεδάκι του μπάρμπα-Σάββα χαλαρώνουμε για λίγο με ωραίο καφεδάκι Ελληνικό. Την ζέστη στο χώρο εξασφαλίζει μια κοντόχοντρη σιδερένια ξυλόσομπα, ειδική παντέτα φερμένη μια 25ετία πριν από την Κόρινθο. Το καφενεδάκι λειτουργεί από το 1959.
– Μου στοίχισε τότε 750 δραχμές, 300 για τη σκεπή και 700 για τα χτισίματα(!), λέει ο μπάρμπα – Σάββας, πρόσφυγας από τα Μικρασιατικά παράλια, όπως και πολλοί από τους κατοίκους της Φαράκλας.
Μερικές εκατοντάδες μέτρα πριν από το χωριό βρίσκεται το νεκροταφείο, σ’ έναν γαλήνιο λοφίσκο. Δίπλα από την εκκλησία σώζεται άλλος ένας ενετικός πύργος με βαριά τοιχοποιία τουλάχιστον ενός μέτρου και με ενδιάμεσα κεραμίδια. Το οικοδόμημα είναι ορθογώνιο, με εξωτερικές διαστάσεις 5Χ7 και ύψος που δεν ξεπερνάει τα 8 μέτρα. Οι τοίχοι είναι σχεδόν εξαφανισμένοι κάτω από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό αναρίθμητων πλοκαμιών κισσών, που, ιδιαίτερα στο εσωτερικό, έχουν ταυτισθεί με την τοιχοποιία του οικοδομήματος.
Επιστρέφουμε στην Κήρινθο και ανηφορίζουμε προς Ιστιαία. Σε απόσταση 1,3 χλμ. από το πρατήριο καυσίμων στρίβουμε δεξιά.
Μετά από ωραία δασική διαδρομή 1,7 χλμ. φτάνουμε στο εξωκκλήσι της Αγ. Παρασκευής. Μπροστά στην είσοδο δεσπόζει η πολλών αιώνων επιβλητική βαλανιδιά, με περίμετρο κορμού 4 μέτρα, πολύπλοκα κλαδιά και ύψος που πλησιάζει τα 20 μέτρα. Στον υπέροχο επίπεδο λοφίσκο ορθώνονται επίσης πανύψηλα πεύκα και μερικά αιωνόβια πουρνάρια ενώ η θέα είναι εκπληκτική προς την ευρύτατη πεδιάδα της Κηρίνθου και το Αιγαίο.
Χαλάρωση για λίγο και επιστροφή στο κεντρικό οδικό δίκτυο, με κατεύθυνση προς Μαντούδι. Μερικές εκατοντάδες μέτρα μετά την γέφυρα της Κρύας Βρύσης, στο ύψος της ταβέρνας Παράδεισος, διασχίζουμε την φαρδιά κοίτη του Κηρέα και κατευθυνόμαστε στον όρμο του Μαντουδίου και στο Κυμάσι. Από το σημείο όπου διχάζεται ο ασφάλτινος δρόμος, πριν από την παραλία, στρίβουμε δεξιά προς λιμάνι. Εδώ παραμένουν, κατάλοιπα του παρελθόντος, οι παλιές βιομηχανικές εγκαταστάσεις και η σκάλα φόρτωσης του Λευκόλιθου στα καράβια.
Η άσφαλτος τελειώνει και αρχίζει ανηφορικός και αρκετά βατός χωματόδρομος, με πανοραμική θέα πάνω απ’ την ακτή. Μετά από 2,3 χλμ. – και 4,4 συνολικά από την προηγούμενη ασφάλτινη διασταύρωση – ο δρόμος καταλήγει στον εντυπωσιακό όρμο του Δαφνοποτάμου, μια εκπληκτική βοτσαλωτή αγκαλιά με άνοιγμα 250 περίπου μέτρων, αθέατη μέσα σε πευκοδάση και απόκρημνες ακτές. Ο Δαφνοπόταμος, με άφθονο αυτή την εποχή διαυγέστατο νερό, καταλήγει στο Αιγαίο συμπληρώνοντας τη γραφικότητα της συνολικής περιοχής.
Επιστρέφοντας διασχίζουμε το Μαντούδι, έδρα του Δήμου Κηρέως, χτισμένο αμφιθεατρικά σε ήπια πλαγιά, πάνω από την κοίτη του Κηρέα. Στη συνέχεια οφείλουμε ένα σύντομο προσκύνημα στον φημισμένο ναό του Οσίου Ιωάννη Ρώσσου στο Προκόπι. Με προσκυνητές που ξεπερνούν το μισό εκατομμύριο το χρόνο, είναι το θρησκευτικό επίκεντρο της ευρύτερης περιοχής.
Στην Τουρκοκρατία, αλλά και μεταγενέστερα, το Προκόπι έφερε την ονομασία του Τούρκου ιδιοκτήτη του Αχμέτ Αγά. Μετά το 1883, εκτάσεις πολλών δεκάδων χιλιάδων στρεμμάτων πουλήθηκαν από τους Τούρκους στον Ελβετό Κάρολο Μάζερ και στον Άγγλο Εδουάρδο Νόελ, που στη συνέχεια έγινε ο τσιφλικάς της περιοχής. Αργότερα οι Νόελ συνδέθηκαν με την ονομαστή Αγγλική οικογένεια των Μπέικερ, οι απόγονοι των οποίων, μετά από πολύχρονες δικαστικές διαμάχες και κοινωνικές αναταραχές, εξακολουθούν να κατέχουν μεγάλα τμήματα της παλιάς ιδιοκτησίας.
Μετά το 1992 έφτασαν στο Προκόπι πρόσφυγες από το Προκόπι της Καππαδοκίας φέρνοντας μαζί τους τον πολιτισμό, τις παραδόσεις τους αλλά και την νέα ονομασία του οικισμού. Κυρίως όμως έφεραν μαζί τους το σκήνωμα του προστάτη τους, του Οσίου Ιωάννη του Ρώσσου, που γεννήθηκε το 1690 επί Μεγάλου Πέτρου και συνελήφθη από τους Τούρκους κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1711. Μετά από πολλές κακουχίες αλλά και θαύματα, που αναφέρονται από Χριστιανούς και Τούρκους, ο Ιωάννης απεβίωσε καταπονημένος σε ηλικία 40 ετών. Κάθε χρόνο στις 27 Μαΐου τελείται μεγαλοπρεπής λιτάνευση του σκηνώματός του, που συγκεντρώνει από παντού αναρίθμητους επισκέπτες.
ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΜΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΑΚΤΟΓΡΑΜΜΗ
Για την πληρέστερη γνωριμία μας με τον τόπο απομένει η θέα της συναρπαστικής ακτογραμμής από την πλευρά της θάλασσας. Ο Θανάσης Σκλαβούνος, Πρόεδρος της Κοινότητας του Πηλίου, μας παραχωρεί τη βάρκα και ο Σταύρος Μουρτζάκης αναλαμβάνει χρέη καπετάνιου. Με ήλιο που μπαινοβγαίνει ανάμεσα στα σύννεφα και με ελάχιστα αξιόπιστο καιρό, αποτολμούμε την έξοδο από το λιμάνι του Πηλίου με κατεύθυνση Α προς Σαρακήνικο. Παρακάμπτουμε το ακρωτήριο «Χαλεπό» και κινούμαστε παράλληλα με τις απόκρημνες ακτές.
Περνάμε κοντά από την βραχονησίδα «Ξεροκάραβο», εντυπωσιαζόμαστε από συμπλέγματα κοκκινωπών βράχων, που από ύψος τουλάχιστον 80 μέτρων καταλήγουν κατακόρυφα στη θάλασσα. Συνεχείς μικροσπηλιές, ακτή εχθρική, φιλόξενο όμως καταφύγιο για φωκιές.
Πουρνάρια και πεύκα σκαρφαλωμένα στους γκρεμούς μερικά μέτρα πάνω από τη θάλασσα, λίγο αργότερα, σαν ειρηνική παρένθεση η τοποθεσία «Γλυφά», μια παραλιούλα 40 μέτρων με γλυφή πηγή νερού. Ψηλά ορθώνονται οι κορυφές του Πυξαριά, μισοχαμένες πίσω από σύννεφα Περνάμε από το «Χελιδονήσι», έναν συμπαγή βραχώδη κώνο με πυκνή βλάστηση στην κορυφή, κατοικία χελιδονιών. Ακολουθεί η τοποθεσία «Πεταλός», μικροσκοπικές παραλίες και διαδοχικές θαλασσοσπηλιές. Ο πελαγίσιος κυματισμός ογκώνεται, αρχίζει το ταρακούνημα. Μπροστά μας η παραλία «Γκιονάτη», με λεπτό βοτσαλάκι και αμμουδιά, υπέροχο φυσικό περιβάλλον και αθέατη απ’ το δρόμο, εύκολα προσβάσιμη όμως από μερικά προνομιούχα εξοχικά, χτισμένα στα απότομα πρανή.
Φτάνουμε στον βραχώδη κάβο «Καστρί». Πίσω του εκτείνεται ο υπέροχος όρμος της Βλαχιάς και στην άκρη του ο μαγευτικός ορμίσκος του Σαρακήνικου, με τις εντυπωσιακές παραλιούλες και το νησάκι, που είχαμε θαυμάσει ψηλά από το δρόμο. Ο Ποσειδώνας όμως αποσύρει την εύνοιά του. Με τους πρώτους αφρούς στις κορυφές των κυμάτων μας προειδοποιεί να μην συνεχίσουμε. Δεν του πάμε κόντρα. Από τη μισή διαδρομή του προορισμού μας επιστρέφουμε στο Πήλι. Εδώ οι συνθήκες είναι καλύτερες. Επιχειρούμε λοιπόν μια αντίστροφη πλεύση ως τον όρμο του Αταλάντου. Μπροστά μας ο κάβος «Δαγρί», μια πελώρια βραχώδης σφήνα που εισχωρεί μέσα στη θάλασσα. Βράχοι κατακόρυφοι και ανάμεσά τους σκαλωμένα πεύκα. Αλλά και ριψοκίνδυνα αγριόγιδα. Τα διακρίνουμε σαν μικρά σημαδάκια, να ισορροπούν στους χαοτικούς γκρεμούς. Η αποθέωση της ελεύθερης αναρρίχησης!
Σε λίγα λεπτά ανοίγεται μπροστά μας η μπούκα του Ατάλαντου, με την πανύψηλη καμινάδα να δεσπόζει στην πλαγιά. Τα ως τώρα γκριζωπά βράχια γίνονται καφετιά. Να και μια λιλιπούτεια παραλία ανάμεσα στους βράχους. Είναι ο «Αράπης», με πηγή πόσιμου νερού όλο το χρόνο. Ένα ζευγάρι πάπιες περνούν από κοντά μας σε χαμηλή πτήση παράλληλα με την επιφάνεια της θάλασσας. Επιστρέφουμε στο Πήλι.
– Να κάνουμε μια μικρή στάση στις πέτρες της ακτής; ρωτάει ο Σταύρος. Είναι το καλύτερο σημείο για αχινούς.
Στα κουπιά εγώ, με τη μακριά απόχη ο Σταύρος, σ’ ένα 20λεπτο τουλάχιστον 50 αγκαθωτές μαύρες μπαλίτσες είναι αραδιασμένες στην πλώρη της βαρκούλας. Ακινητοποιούμε το σκαφάκι στα ασφαλή νερά του λιμανιού.
Μ’ ένα σουγιαδάκι και με περίσσια δεξιοτεχνία ο Σταύρος ετοιμάζει τους αχινούς. Βγάζει από το σάκο του φρέσκο ψωμί, λάδι λεμόνια κι ένα μπουκάλι ούζο με γυάλινα ποτηράκια. Έγκλημα εκ προμελέτης.
Να περιγράψω τη αυθεντικότητα της γεύσης και τη συνολική ομορφιά αυτού του πρωινού, μάλλον είναι αδύνατο. Απλά θυμάμαι, τα γεμάτα ζήλεια βλέμματα κάποιων περαστικών από το τσιμεντένιο μόλο του λιμανιού.