Με την κοιλιά μου να ψήνεται από την καυτή άμμο, σέρνομαι προς ένα μεγάλο θάμνο όπου το μάτι μου πήρε μια κίνηση.
Ελπίζω να είναι ένας Αφρικανικός Χαμελαίων, αλλά καθώς πλησιάζω διακρίνω έναν Βόα της άμμου, που ενοχλημένος θάβεται γρήγορα στην άμμο.
Το μυαλό σας τρέχει κάπου στην Σαχάρα ή την Ναμίμπια, αλλά εγώ βρίσκομαι σε μια ακτή της Μεσσηνίας. Και τα δύο αυτά ζώα δεν ξέφυγαν από κάποιο Ζωολογικό πάρκο ή Pet shop, αλλά ζουν και αναπαράγονται εδώ.
«ΟΦΕΙΣ ΑΡΟΥΣΙ ΚΑΙ ΘΑΝΑΣΙΜΟΝ ΤΙ ΠΙΩΣΙΝ, ΟΥ ΜΗ ΑΥΤΟΥΣ ΒΛΑΨΕΙ ΕΠΙ ΑΡΡΩΣΤΟΥΣ ΧΕΙΡΑΣ ΕΠΙΘΟΥΣΙ ΚΑΙ ΚΑΛΩΣ ΕΞΟΥΣΙΝ» (Κατά ΜΑΡΚΟΝ ΙΣΤ’ 18)
Με την κοιλιά μου να ψήνεται από την καυτή άμμο, σέρνομαι προς ένα μεγάλο θάμνο όπου το μάτι μου πήρε μια κίνηση.
Ελπίζω να είναι ένας Αφρικανικός Χαμελαίων, αλλά καθώς πλησιάζω διακρίνω έναν Βόα της άμμου, που ενοχλημένος θάβεται γρήγορα στην άμμο.
Το μυαλό σας τρέχει κάπου στην Σαχάρα ή την Ναμίμπια, αλλά εγώ βρίσκομαι σε μια ακτή της Μεσσηνίας. Και τα δύο αυτά ζώα δεν ξέφυγαν από κάποιο Ζωολογικό πάρκο ή Pet shop, αλλά ζουν και αναπαράγονται εδώ.
Ο Βόας της άμμου (ERYX JACULUS), ο Μόλουρος των αρχαίων ζει κρυμμένος στην άμμο ή το χώμα γι αυτό το βλέπουμε σπάνια. Στην Πρέβεζα το λένε Λουρίτη και στις Κυκλάδες Νταλάκι.
Με το μυτερό του ρύγχος χώνεται και πετάγεται εύκολα από τη γη, για να πιάσει τρωκτικά που αφού αρπάξει με τα σαγόνια του συσφίγγει πριν τα καταπιεί, όπως κάνουν οι συγγενικοί του Πύθωνες και Ανακόντα. Είναι βέβαια πολύ μικρότερος αφού δεν ξεπερνάει σε μήκος τα 80 εκατοστά. Η ουρά του είναι σχεδόν όμοια με το κεφάλι και την σηκώνει όταν απειλείται για να μπερδέψει τους εχθρούς του. Είναι πιο εύκολο να τον δούμε Απρίλιο – Μάϊο όταν ζευγαρώνει. Το θηλυκό γεννάει 5-20 μικρά κατά το τέλος του Αυγούστου, γύρω στα 15 εκατοστά το καθένα. Ο Βόας της άμμου που τρέφεται με τρωκτικά και σαύρες μπορεί να ζήσει μέχρι και 18 χρόνια. Είναι εντελώς άκακο ζώο και μπορούμε να το πλησιάσουμε άφοβα. Όμως τα φίδια γενικά είναι εντελώς παρεξηγημένα αφού ο πιο πολύς κόσμος τα φοβάται και όταν τα συναντήσει προσπαθεί να τα σκοτώσει. Η θέση τους μέσα στους μύθους και τις παραδόσεις σαν δαιμονικά σύμβολα συντελεί σε αυτό. Το ίδιο συμβαίνει με τις σαύρες και τα σαμιαμίδια, ενώ για τις χελώνες τα πράγματα είναι κάπως καλύτερα. Αν εξαιρέσουμε τις θαλάσσιες πάνω στις οποίες ξεσπούν το μένος τους οι ψαράδες όταν πιαστούν στα δίχτυα ή παραγάδια. Η παλιότερη απεικόνιση χελώνας είναι αυτή που υπάρχει σε Νεολιθικό ανάγλυφο 9.000 χρόνων από την Νοτιοανατολική Τουρκία του 6ου π.Χ. αιώνα. Την θαλάσσια χελώνα βρίσκουμε να εικονίζεται στους στατήρες, τα ασημένια νομίσματα της Αίγινας περί το 650 π.Χ. και αργότερα γύρω στο 400 π.Χ. την χερσαία.
Ένας ασημένιος στατήρας από την Ζάκυνθο του 380 π.Χ. απεικονίζει τον Απόλλωνα να τρέφεται από δύο φίδια.
Σε πολλά αρχαία Ελληνικά γλυπτά απεικονίζονται ιερά φίδια. Σε Μινωϊκές παραστάσεις απεικονίζονται θεότητες που κρατούν φίδια. Ο Ασκληπιός απεικονίζεται να κρατάει ραβδί πάνω στο οποίο είναι τυλιγμένο φίδι. Σε άγαλμα που βρίσκεται στο μουσείο του Βατικανού παρουσιάζεται με την κόρη του Υγεία η οποια κρατάει τον ιερό όφι. Στα Ασκληπιεία οι ιερείς χρησιμοποιούσαν φίδια για να θεραπεύσουν τους ασθενείς. Αναφέρεται ότι άφηναν φίδια να περπατήσουν επάνω τους, αφού τους έδιναν διάφορα υπνωτικά σκευάσματα. Προφανώς πιστεύοντας ότι το ψυχολογικό σοκ θα τους θεράπευε. Κάτι παρόμοιο συνέβαινε και στο μαντείο του Τρυφωνίου στην Λιβαδειά, όπου όσους ζητούσαν χρησμό τους περνούσαν σε κάποιο σπήλαιο κρατώντας πίτες με μέλι, όπου ζούσε το ιερό φίδι. Αυτό ασχολούμενο με το να φάει το μέλι δεν πείραζε μεν τους επισκέπτες, αλλά παρόλα αυτά το σοκ που δέχονταν αυτοί από την παρουσία του ήταν ισχυρό. Βγαίνοντας από την σπηλιά περιέγραφαν τα όσα είδαν στον Τριφώνιο, ο οποίος από τα λεγόμενα έβγαζε τον χρησμό.
Το 480 π.Χ. ο Θεμιστοκλής προσπάθησε να πείσει τους Αθηναίους ότι τα ξύλινα τείχη που ανέφερε ο χρησμός του μαντείου των Δελφών, τα οποία θα έσωζαν την Αθήνα ήταν τα πλοία και όχι αυτά που έφτιαξαν γύρω από την Ακρόπολη, αφού μετά την κατασκευή τους εξαφανίσθηκαν τα ιερά φίδια που ζούσαν σε αυτή. Προφανώς αναφερόταν στους οίκουρους όφεις της Αθήνας όπου φυλάσσονταν μέσα στο Ερεχθείο. Από το γεγονός ότι στις σωζόμενες παραστάσεις διακρίνονται σε αυτά 4 ραβδώσεις συμπεραίνουμε ότι πρέπει να ήταν Λαφίτες (ELAPHE QUATROLINEATA), γεγονός που ενισχύεται από το όνομα «παρείας» που τους έδιναν οι αρχαίοι επειδή φούσκωναν τα μάγουλα μια χαρακτηριστική αμυντική στάση του Λαφίτη.
Ιερό φίδι μετέφερε ο Αρχίας από το Ασκληπιείο της Επιδαύρου σε αυτό που ίδρυσε στην Πέργαμο τον 3ο π.Χ. αιώνα, αφού αυτό τον θεράπευσε από κάταγμα που έπαθε στην διάρκεια κυνηγιού. Η λατρεία του Ασκληπιού εισάγεται στη Ρώμη το 293 π.Χ. με την μεταφορά φιδιού από την Επίδαυρο. Σύγχρονες μελέτες αποδίδουν επουλωτικές ιδιότητες στο δηλητήριο ορισμένων φιδιών πράγμα που πιθανόν να είχαν εντοπίσει οι αρχαίοι και να το χρησιμοποιούσαν στα Ασκληπιεία. Πολλοί θεραπευτές της αρχαιότητας όπως ο Γαληνός, ο Διοσκουρίδης και ο Ορειβάσιος χρησιμοποίησαν θεραπευτικά το δηλητήριο των φιδιών.
Στην Κω κατά τον λαογράφο Α. Καραναστάση, υπάρχει η ακόλουθη παράδοση. Κάποιος λεπρός επισκέφθηκε τον Ιπποκράτη στο Ασκληπιείο και του ζήτησε να τον θεραπεύσει αλλά αυτός δήλωσε αδυναμία. Φεύγοντας ο λεπρός σταμάτησε σε μια στάνη όπου κάποιο φίδι ήπιε όλο το γάλα από ένα καζάνι και το ξέρασε ξανά σ’ αυτό. Ο λεπρός το ήπιε θέλοντας να αυτοκτονήσει, αλλά αντ’ αυτού θεραπεύτηκε. Γύρισε στον Ιπποκράτη και του διηγήθηκε το συμβάν. Αυτός απάντησε ότι ήξερε την συγκεκριμένη θεραπεία αλλά ήταν πολύ δύσκολο να βρει τόσο μεγάλο φίδι που να πιει και να ξεράσει ένα ολόκληρο καζάνι γάλα. Ανάλογες παραδόσεις υπάρχουν και στην περιοχή της Επιδαύρου. Στα Διονυσιακά μυστήρια οι ιερείς τύλιγαν επάνω τους φίδια στην διάρκεια των τελετουργιών. Ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.) αναφέρεται σε ιδιότητες των δηλητηρίων των φιδιών στο «Περί τα ζώα ιστοριών». Συστηματικά για τη δηλητηρίαση από φίδια και την ανάλογη θεραπεία περιέχονται στα «Θηριακά» του Νίκανδρου του Κολοφώνιου από την Κλάρο της Κολοφώνος (200 –130 π.Χ.). ιδιαίτερα για το δάγκωμα της οχιάς (VIPERA AMMODYTES) και την γεωγραφική τους κατανομή. Επίσης αναφέρεται σε άλλα φίδια όπως ο Σηψ (ίσως ο σημερινός Σαπίτης), ο Κεχρίνης η Δίψας έχιδνα, η Αιμορροίς, οι Δρύιναι, ο δάκος, η Ασπίς (Αιγυπτιακή κόμπρα : NAJA HAJE), η Σκυτάλη, οι Ακοντίαι (ίσως Σαϊτα), ο Κινωπιστής, οι Δράκοντες και οι Μόλουροι (Βόες της άμμου : ERYX JACULUS). Ο Πλίνιος αναφέρεται στην φυσική του ιστορία ότι οι φαρμακοποιοί της εποχής του (100 μ.Χ.) χρησιμοποιούσαν φίδια που διατηρούσαν ζωντανά και ότι οι Μάρσοι (κάποιος λαός της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ήταν ειδικοί στην σύλληψη δηλητηριωδών φιδιών και στην θεραπεία από τα δαγκώματά τους. Ο ίδιος αναφέρει σαν κακό οιωνό το κάψιμο αυγών οικιακών φιδιών στη διάρκεια πυρκαγιάς. Κατά τον Αίλιο Λαμπρίδιο, ο αυτοκράτορας Ηλιογάβαλος διατηρούσε φίδια και κάποτε τα πέταξε στο πλήθος στην διάρκεια αγώνων. Ο Στράβων στα Γεωγραφικά αναφέρει ότι ο Ινδός βασιλιάς Πώρος δώρισε στον αυτοκράτορα Αύγουστο οχιές, πύθωνα και μεγάλη χελώνα. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, αναφέρεται στην σύλληψη ενός τεράστιου πύθωνα στην Αιθιοπία για λογαριασμό του Πτολεμαίου Β’ του Φιλάδελφου.
Φαίνεται ότι τόσο οι αρχαίοι Έλληνες όσο και οι Ρωμαίοι καλοδέχονται τα ακίνδυνα φίδια στα σπίτια τους (τους οίκουρους όφεις), αφού εξολόθρευαν τα ποντίκια όπως συμβαίνει και σήμερα σε διάφορα μέρη της χώρας μας. Ιδιαίτερα στις Κυκλάδες βάζουν στα κελάρια το σπιτόφιδο (ELAPHE SITULA) για προστασία από τα τρωκτικά. Σε αντίθεση με τον πολυθεϊσμό ο Χριστιανισμός θεώρησε τα φίδια σαν την δύναμη του κακού ξεκινώντας από το προπατορικό αμάρτημα όπου ο όφις παρακινεί την Εύα να αμαρτήσει. Το φίδι από ιερό ζώο των αρχαίων γίνεται σύμβολο του Σατανά, αλλά και της φρόνησης αφού ο Ιησούς Χριστός προτρέπει τους μαθητές του να γίνουν «φρόνιμοι ως ο όφις».
Ο Άγιος Μόδεστος σκότωσε το φίδι που εξόντωνε τα ζώα κτηνοτρόφων, «τα τε ζώα ανέστησε και τον όφιν ενέκρωσε και τον δαίμονα όφθηναι τοις παρούσιν ως κύνα εποίησεν». Οι δράκοντες της Καινής Διαθήκης είναι τρομακτικά ερπετά που θανατώνουν οι Άγιοι, όπως ο Γεώργιος. Οι «Δράκοι», ο αρχαίος λαός των Δρυώπων έφτιαξε τα Δρακόσπιτα της Όχης. Στο μουσείο των ιπποτών της Ρόδου υπάρχει ένα δόντι δράκοντα, που σκότωσε περί το 1342 ο ιππότης DE GOZON στους βάλτους δυτικά της πόλης της Ρόδου. Επρόκειτο για έναν μεγάλο κροκόδειλο που τον είχαν φέρει από την Αίγυπτο. Ο σκελετός του κεφαλιού υπήρχε κρεμασμένος για αιώνες στην πύλη D’AMBOISE ακόμη και κατά την Τουρκική κατοχή, μέχρι και το 1837, όπως αναφέρει ο EDUARDO BILIOTTI, στην «Ιστορία της Ρόδου», κατά τη μαρτυρία της μητέρας του που τον είδε το 1829.
Τα ερπετά και τα αμφίβια δεν ανήκουν σε μια, αλλά σε δύο διαφορετικές ομοταξίες ζώων. Ίσως αποτελεί έκπληξη για τους περισσότερους το γεγονός ότι τα ερπετά είναι πιο συγγενικά με τα πουλιά παρά με τα αμφίβια. Είναι όμως βολικό να προσπαθείς να τα εντοπίσεις σαν μια ενιαία ομάδα ζώων γιατί και οι δύο ομοταξίες περιέχουν είδη που είναι δύσκολο να βρεις μια και κρύβονται για μεγάλη περίοδο της ζωής τους. Τα αμφίβια πέρασαν από την εντελώς υδρόβια ζωή στην στεριά, πριν από 365 εκατομμύρια χρόνια στην Δεβόνια γεωλογική περίοδο. Από αυτά πριν από 310 εκατομμύρια χρόνια προέκυψαν δύο κλάδοι, ένας που οδήγησε στην δημιουργία των θηλαστικών και ένας σε αυτή των σημερινών ερπετών και πουλιών.
Τα ερπετά και τα αμφίβια έχουν ένα σημαντικό κοινό χαρακτηριστικό. Δεν παράγουν την θερμότητα του σώματός τους μεταβολίζοντας την τροφή, την αντλούν από τον ήλιο και ονομάζονται ψυχρόαιμα. Γι αυτό το λόγο χρειάζονται πολύ λιγότερη τροφή, ίσως το ένα δωδέκατο από τα αναλόγου όγκου θερμόαιμα. Έτσι μπορούν και επιβιώνουν σε περιοχές όπου υπάρχει ελάχιστη τροφή όπως οι έρημοι. Αυτά που ζουν σε ψυχρές περιοχές είναι ημερόβια και τους κρύους μήνες πέφτουν σε χειμερία νάρκη. Όσα ζουν σε ζεστές περιοχές είναι νυκτόβια και τους πιο ζεστούς μήνες παραμένουν κάτω από την γη για να αποφύγουν την αφυδάτωση.
Αυτά τα χαρακτηριστικά δυσκολεύουν ιδιαίτερα τον εντοπισμό και την φωτογράφησή τους. Τα περισσότερα ακόμη και αν καταφέρεις να τα διακρίνεις από μακριά, σπεύδουν να εξαφανιστούν όταν τα πλησιάσεις απότομα. Η προσέγγισή τους για να καταφέρεις να βγάλεις έστω και μία φωτογραφία μπορεί να διαρκέσει μερικές φορές περισσότερο από μισή ώρα. Η χρήση μακριών τηλεφακών απλουστεύει κάπως τα πράγματα, αλλά σε βάρος της ποιότητας. Όπως συμβαίνει και με την φωτογράφηση των πουλιών, η χρήση καλύπτρας παραλλαγής επιτρέπει να πλησιάσουμε αρκετά κοντά σε ορισμένα είδη και βέβαια χρειάζεται άπειρη υπομονή.
Στην προσπάθειά μου για τον εντοπισμό και φωτογράφηση των ερπετών πολύτιμη υπήρξε η συνεργασία μου με τον ερπετολόγο Αχιλλέα Δημητρακόπουλο. Ο Αχιλλέας βαθύς γνώστης των ερπετών της Ελλάδας με βοήθησε με τις συμβουλές του να βρω αρκετά είδη.
Το πρώτο μου άρθρο για τα ερπετά και αμφίβια δεν είναι τυχαίο ότι εντοπίζεται στην Πελοπόννησο. Η κυριότερη αιτία είναι ότι στα Νοτιοδυτικά της ζει και αναπαράγεται ο Αφρικανικός Χαμαιλέων και αυτή είναι η μοναδική τοποθεσία στην Ευρώπη.
Η οικογένεια CHAMAELEONIDAE περιλαμβάνει 85 είδη από τα οποία τα περισσότερα ζουν στην Αφρική, την Μαδαγασκάρη, σε νησιά του Ινδικού και την νότια Ασία. Στην Ευρώπη υπάρχουν μόνο δύο είδη : ο κοινός χαμελαίων (CHAMAELEO CHAMAELEON) και ο αφρικανικός (CHAMAELEO AFRICANUS).
Ο κοινός (μεσογειακός Χαμελαίων) υπάρχει στην νότια Πορτογαλία, την Σικελία, την Μάλτα και την Σάμο. Η ύπαρξή του στην Χίο που ήταν εξακριβωμένη παλιότερα είναι αμφίβολη πια όπως και στην Κρήτη, στην οποία φωτογραφήθηκε για τελευταία φορά στην περιοχή της αρχαίας πόλης Λατώ, κοντά στον Άγιο Νικόλαο, πριν πολλά χρόνια. Ο αφρικανικός Χαμελαίων ζει στην νότια Σαχάρα από τον Ατλαντικό μέχρι την Ερυθρά θάλασσα και την Αίγυπτο. Τα ζώα της Πελοποννήσου μοιάζουν με αυτά, αν και δεν είναι εντελώς όμοια. Για την ώρα πάντως εντάσσονται στο ίδιο είδος. Έχουν μεγαλύτερο μήκος από τον κοινό (φθάνουν τα 47,5 εκατοστά) δεν έχουν ινιακές αναδιπλώσεις στο κεφάλι και στα πίσω πόδια, τα αρσενικά έχουν ένα σπιρούνι σαν έκτο δάκτυλο. Τρέφονται με έντομα που πιάνουν με την μακριά κολλώδη γλώσσα τους. Το πιο γνωστό χαρακτηριστικό τους είναι η ικανότητα να αλλάζουν χρώμα, πράγμα που τους βοηθάει να καμουφλάρονται, να ρυθμίζουν την θερμοκρασία του σώματος και να επικοινωνούν μεταξύ τους. Οι χρωματισμοί ποικίλουν από σκούρο καφέ ή γκρίζο μέχρι ανοικτό πράσινο, τουρκουάζ και κίτρινο. Είναι το μοναδικό δενδρόβιο ερπετό στην Ευρώπη. Στο έδαφος τον βρίσκουμε σπάνια, όταν μετακινείται κυρίως την περίοδο του ζευγαρώματος, από τον Ιούλιο μέχρι τον Σεπτέμβριο και στην περίοδο της ωοτοκίας τον Οκτώβριο. Τα θηλυκά γεννούν 40 έως 98 αυγά, μέσα σε τρύπες με διάμετρο 6-10 εκατοστά, που ανοίγουν στην άμμο της περιοχής, όπως οι θίνες κοντά στην παραλία. Η επώαση διαρκεί 11 μήνες και τα νεογνά με μήκος 6 εκατοστά περίπου κρύβονται αμέσως στους θάμνους. Μέχρι τον χειμώνα φθάνουν τα 13-14 εκατοστά, ενηλικιώνονται στο πρώτο έτος και ζουν 1-2 χρόνια. Αποτελούν θήραμα για αλεπούδες, κουνάβια, νυφίτσες, γάτες και σκύλους που εντοπίζουν τις φωλιές με την όσφρηση, τρώγοντας τα αυγά, τα μικρά και καμιά φορά τα θηλυκά εάν βρίσκονται στη φωλιά. Ψάχνοντας για τον χαμελαίοντα, συνάντησα μια ομάδα από εθελοντές που ασχολούνται προστασία του. Στην αρχή τον Νίκο Λιμπερόπουλο και την Αθανασία Σιμόγλου και αργότερα τον αρχηγό της ομάδας, Γερμανό BENNY TRAPP. Η ομάδα πλαισιωμένη από πολλούς άλλους εθελοντές, κυρίως νέα παιδιά, από όλη την Ευρώπη, επιτελεί ένα εξαιρετικό έργο για την διάσωση του απόλυτα απειλούμενου αυτού είδους της ευρωπαϊκής πανίδας. Οι φωλιές του χαμελαίοντα εντοπίζονται και τοποθετούνται μεταλλικά πλέγματα ώστε να αποτρέψουν πιθανούς θηρευτές στην προσπάθεια εκσκαφής τους. Στην συνέχεια τις φωτογραφίζουν και περνούν το στίγμα G.P.S. Την επόμενη χρονιά είναι παρόντες κατά την εκκόλαψη, καταμετρούν τους νεοσσούς, καταγράφουν το γένος τους και τους μεταφέρουν προσεκτικά στους κοντινούς θάμνους για να τους προστατέψουν από τους θηρευτές.
Ορισμένες φωλιές, που κινδυνεύουν μεταφέρονται σε ασφαλή σημεία. Φυλάνε τις περιοχές όπου υπάρχουν τα ζώα με ημερήσιες και νυχτερινές βάρδιες και φροντίζουν να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος να χαθούν ενήλικα άτομα. Μελετούν την δυναμική της κάθε περιοχής όσον αφορά την δυνατότητα παροχής τροφής και πετυχημένη ωοτοκία. Αποτρέπουν το παρκάρισμα αυτοκινήτων και το ελεύθερο κάμπινγκ στις αμμώδεις εκτάσεις που οι Χαμελαίοντες φτιάχνουν φωλιές. Σαν αποτέλεσμα όλων αυτών υπήρξε μια σημαντική αύξηση του αριθμού των ζώων, περίπου 600 το 2007 και των φωλιών. Καταγράφηκαν 43 νέες φωλιές το 2004, 143 το 2005 και 100 το 2006. ο Benny, η ψυχή αυτής της ομάδας έχει γυρίσει τον μισό κόσμο μελετώντας ερπετά και ιδιαίτερα αυτά της Ελλάδας. Σε μια συνεχή προσπάθεια 20 χρόνων το βιβλίο του σχετικά με τα ερπετά της ηπειρωτικής Ελλάδας μόλις κυκλοφόρησε στη Γερμανία και ελπίζει να βρει και Έλληνα εκδότη.
Στους στόχους του τα επόμενα χρόνια είναι η έκδοση ανάλογων βιβλίων για την νησιωτική Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία. Η συνεργασία μου με τον Benny στην φωτογράφηση του Χαμελαίοντα και άλλων ερπετών της Πελοποννήσου μου άφησε απεριόριστες γνώσεις και εμπειρία σχετικά με το αντικείμενο. Φωτογράφος και ο ίδιος μου δίδαξε πολλά τεχνάσματα για να τα εντοπίζω και να τα φωτογραφίζω από κοντά. Με μοναδική αγάπη και σεβασμό για τα ζώα απέφευγε οποιαδήποτε ενέργεια τα ενοχλούσε ή και ακόμη τα εκνεύριζε. Τον θαύμαζα όταν τα ξετρύπωνε από το πουθενά και όταν φωτογράφιζε δηλητηριώδεις οχιές με το πρόσωπό του να απέχει λιγότερο από μισό μέτρο από αυτές, όταν εγώ κρατούσα μεγαλύτερη από την διπλάσια απόσταση. Ήταν φορές που η απόλυτη σιγουριά του έδιωχνε τους φόβους μου και καταπατούσα και εγώ την απόσταση ασφαλείας, ξεχνώντας την συμβουλή του, να μην το επιχειρήσω ποτέ. Μου έμαθε να πλησιάζω με βήμα πελαργού, σχεδόν σε αργή κίνηση τις σαύρες ώστε να μου ποζάρουν. Δουλεύοντας μαζί του, πότε ανάμεσα στους καυτούς αμμόλοφους πότε ανάμεσα στους μυτερούς θάμνους και πότε μέσα στον βούρκο των βάλτων ο υπέροχος κόσμος των ερπετών της Πελοποννήσου ξεδιπλωνόταν μπροστά μου.
Κατάφερα να φωτογραφήσω από απόσταση αναπνοής τα νερόφιδα, τους λαφίτες, τις οχιές, τα αγιόφιδα, τις τρανόσαυρες, τα σιλιβούτια και τις σαλαμάνδρες. Είδα τα αρσενικά να αποκτούν έντονα χρώματα την περίοδο του ζευγαρώματος στην προσπάθεια να προσελκύσουν το ταίρι τους. Είδα τα σημάδια στο κεφάλι της αρσενικής τρανόσαυρας, απομεινάρια των εξοντωτικών μαχών για την κυριαρχία της περιοχής και την κατάκτηση της θηλυκής. Διαπίστωσα ότι οι οχιές ξέρουν εκ των προτέρων αν θα καταφέρουν να καταπιούν έναν ολόκληρο ποντικό αφού δοκιμάζουν από πριν το άνοιγμα των σιαγώνων τους, ανάλογα με το μέγεθός του. Άκουσα τους σαπίτες να σφυρίζουν απειλητικά όταν τους πλησίαζα, αφού δεν είχαν άλλο τρόπο να αμυνθούν, αλλά και τις οχιές λίγο πριν δαγκώσουν με απίστευτη ταχύτητα. Κατάλαβα ότι ο μοναδικός τρόπος να φωτογραφήσεις από κοντά τα βατράχια είναι με φλας την νύχτα μέσα στους βάλτους, αφού τότε δεν σε βλέπουν.
Είδα τα φανταχτερά πράσινο-κίτρινα χρώματα του θηλυκού Χαμελαίοντα στην διάρκεια της ωοτοκίας. Θαύμασα την υπομονή του να σκάβει για μια ολόκληρη μέρα από το πρωί έως το βράδυ στην άμμο, για να ανοίξει την φωλιά του. Τον φωτογράφησα μέσα σε αυτή το επόμενο πρωί να με κοιτάει με το ένα μάτι δύσπιστα πριν τολμήσει να ξεμυτήσει. Πρόσεξα την μοναδική του ικανότητα να κινεί τα μάτια ανεξάρτητα και να κοιτάει που και που με το ένα μπροστά και το άλλο πίσω. Πρόσεξα ότι όταν μια σαύρα μπει σε μια τρύπα και περιμένεις υπομονετικά με την φωτογραφική μηχανή εστιασμένη σ’ αυτή, η σαύρα θα ξαναβγεί κάποτε από περιέργεια και τότε θα καταφέρεις να την απαθανατίσεις. Κατάλαβα ότι τα φίδια είναι κουφά αφού δεν έχουν αυτιά και ποτέ δεν γίνονται φίλοι όσο καιρό και να τα ταϊζεις. «θρέψε φίδι τον Γενάρη να σε φάει τον Αλωνάρη» . Τα είδα άλλοτε να κρύβουν το κεφάλι, όταν τα πλησιάζεις, νομίζοντας ότι γίνονται αόρατα και άλλοτε να παριστάνουν ότι είναι νεκρά έως ότου περάσει ο κίνδυνος.
Οι πιο πολλοί φυσιολάτρες όταν διασχίζουν φαράγγια με λίμνες προσέχουν μήπως κατά σύμπτωση πέσουν πάνω σε κάποιο νερόφιδο, εδώ που τα λέμε δεν έχουν και άδικο αφού οι οχιές είναι δεινοί κολυμβητές, παρόλο που σπάνια τις βρίσκουμε στο νερό. Εμείς όμως διασχίζουμε το Πολυλίμνηο ελπίζοντας ότι θα βρούμε το Λιμνόφιδο. Στο φαράγγι που βρίσκεται στα μέσα της διαδρομής από Μεσσήνη για Πύλο κοντά στο χωριό Καζάρμα υπάρχουν πολλές λίμνες σε διάφορα επίπεδα και καταρράκτες. Ιδανική τοποθεσία για το είδος που ψάχνουμε. Το NATRIX TESSELATA περνάει τον περισσότερο χρόνο του βυθισμένο στο νερό, μερικές φορές για ώρες κυνηγόντας βατράχια και ψάρια. Είναι είδος με ευρεία εξάπλωση από την Ελβετία μέχρι την Αίγυπτο και από την Ιταλία μέχρι το Αφγανιστάν. Είναι λεπτό και μακρύ φίδι. Παρ’ ότι φθάνει το ενάμιση μέτρο μήκος, είναι δύσκολο να το δεις γιατί το συνηθισμένο χρώμα του είναι το λαδί και δεν διακρίνεται εύκολα μέσα στο πράσινο νερό των λιμνών. Μάταια ψάχνουμε για ώρες, άλλοτε περπατώντας μέχρι την μέση στο νερό και άλλοτε κολυμπώντας. Κάτι στρογγυλό εντοπίζουμε στον βυθό μιας λίμνης αλλά αποκλείουμε γρήγορα ότι μπορεί να είναι φίδι γιατί λόγω του μεγέθους του θα έπρεπε να είναι ανακόντα. Στην όχθη κάποιας άλλης λίμνης, μικρά βατράχια, άλλα πράσινα και άλλα καφετιά τραβούν την προσοχή μας. Σκύβοντας για να τα φωτογραφήσουμε, καταλαβαίνουμε ότι δεν είμαστε οι μόνοι που προσπαθούν να τα πλησιάσουν. Ένα λιμνόφιδο τους έχει στήσει καρτέρι στα ρηχά. Με αργές κινήσεις το πιάνω και το βγάζω από το νερό. Δεν δείχνει να φοβάται και άλλο τόσο εγώ αφού ξέρω ότι δεν έχει δηλητήριο και είναι εντελώς ακίνδυνο. Το αφήνω πάνω σε μια πέτρα, σε μια αδιέξοδη κοιλότητα του βράχου. Προς στιγμήν σαστίζει. Αφού του έχω κλείσει τον δρόμο προς την λίμνη, σηκώνει το κεφάλι και σφυρίζει δυνατά καθώς το πλησιάζει ο φακός της φωτογραφικής μηχανής. Δυσκολεύομαι να εστιάσω, αλλά κάποτε το γκριζοπράσινο κεφάλι με το λαμπερό μαύρο κόκκινο μάτι φαίνεται ολοκάθαρα στο σκόπευτρο. Η λάμψη του φλας το ξαφνιάζει και τινάζεται προς τα πίσω. Η σκηνή επαναλαμβάνεται μερικές φορές. Το λιμνόφιδο σιγά – σιγά ηρεμεί και άθελα υποθέτω, μου ποζάρει για αρκετή ώρα, έως ότου σε μια στιγμή ξεφεύγει από την προσοχή μου και χάνεται γρήγορα στα βαθιά πράσινα νερά της λίμνης.
Θυμάμαι μικρό παιδί τις καλοκαιρινές νύχτες, όταν έβλεπα στους τοίχους του σπιτιού μας να σκαρφαλώνουν σαμιαμίδια, πλησίαζα να τα δω και ξεχωρίζοντας τις βεντούζες στα αραιά δάχτυλά τους μου ξεδιάλυνε το μυστήριο, του πως καταφέρνουν να περπατάνε ανάποδα στο ταβάνι. Αλλά τότε δεν φανταζόμουν την απίστευτη ομορφιά που έχουν τα ζώα αυτά όταν τα δεις από κοντά και ούτε βέβαια φανταζόμουν τις ατελείωτες ώρες, τις μύριες προσπάθειες και τα δεκάδες τεχνάσματα που θα χρειαζόμουν για να τα φωτογραφήσω.
Οι Γκέγοι (οικογένεια GEKKONIDAE) αντιπροσωπεύονται στη χώρα μας από τρία είδη: την Ταρέντολα (TARENTOLA MAURITANICA), το Σαμιαμίδι (HEMIDACTYLUS TURCICUS) και τον Κυρτοδάκτυλο (CYRTOPODIO KOTSCHYI). Στη δυτική Πελοπόννησο υπάρχει το σπανιότερο, το μεγαλύτερο και ομορφότερο η ταρέντολα, το γνωστό «λυσαντήρι», ο Ασκαλαβώτης του Αριστοτέλη. Φθάνει τα 16 εκατοστά μήκος, έχει ανοικτό μπεζ χρώμα όταν βρίσκεται στην σκιά και σκουραίνει στον ήλιο. Είναι μεσογειακό είδος και το συναντάμε κοντά στις νότιες ακτές της Ευρώπης, εκτός από την Ισπανία όπου βρίσκεται και στην ενδοχώρα και στις βόρειες ακτές της Αφρικής.
Στην Ζάκυνθο και στις Σποράδες υπάρχει το υποείδος FASCICULARIS που μάλλον μεταφέρθηκε από την βόρεια Αφρική.
Το όνομα σαμιαμίδι για το είδος HEMIDACTYLUS TURCICUS κρατάει από την αρχαιότητα και προέρχεται από τη λέξη «ψιμύθιον» δηλαδή φτιασίδι, μια και οι αρχαίες Ελληνίδες χρησιμοποιούσαν τα περιττώματά τους για να βάφουν το πρόσωπό τους. Είναι το πιο διαδεδομένο είδος γκέκου και αυτό που πιο συχνά συναντάμε στα σπίτια μας. Τα ονόματά του χίλια δύο: μολυντήρι στις Κυκλάδες, σαμάμιθος στην Κρήτη, μυόνυχας στην Ιο, ψαματίτης στην Ικαρία, σαμνιόμυτας στην Κάλυμνο, κωλόπαπας στο Αίγιο, μύσαρος στην Κύπρο. Όπως και τα άλλα δύο είδη γκέκων συχνά τσιτσιρίζουν σαν τα τζιτζίκια. Είναι εντελώς άκακα ζώα, παρόλο που τα φοβάται ο πολύς κόσμος. Κοιτώντας τα από κοντά είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακά τα λαμπερά τους μάτια με την κάθετη κόρη.
Μέσα Αυγούστου αργά το απόγευμα περνούσα με το αυτοκίνητο μέσα από ένα χωριό της Ηλείας. Καθώς ο ήλιος στο πέσιμό του φώτιζε μονόπαντα τα σπίτια, αριστερά μου κάτι έπιασε το μάτι μου σε έναν τοίχο. Σταμάτησα καταμεσίς του δρόμου και μπήκα από την αυλόπορτα. Ο κύριος του σπιτιού που καθόταν ανέμελος και έπινε τον καφέ του κάτω από μια κρεβατίνα έδειξε έκπληκτος όταν του ζήτησα να φωτογραφήσω το σαμιαμίδι του σπιτιού του και πιο πολύ όταν μετά την άδειά του με είδε να προσπαθώ να το πλησιάσω με μια τεράστια φωτογραφική μηχανή και δύο μεγάλα φλας. Η ταρέντολα καθώς την πλησίασα κάπως απότομα έτρεξε μέχρι ένα κομμάτι ξύλο πάνω στον τοίχο της αυλής και στάθηκε αγκαλιάζοντάς το σφικτά με τις βεντούζες της. Με κινήσεις παντομίμας καβάλησα τον τοίχο και άρχισα να σέρνομαι όσο πιο σιγά και αργά μπορούσα προς το μέρος της με την φωτογραφική μηχανή μπροστά. Σε είκοσι λεπτά είχα φθάσει σε απόσταση βολής. Κατάφερα να βγάλω πολλές φωτογραφίες πριν αυτό βαρεθεί την παρέα μου. Γύριζα για να ευχαριστήσω τον οικοδεσπότη που με παρακολουθούσε όλη την ώρα με απορία «δεν λες πατριώτη» με πρόλαβε «κουβαλάς όλα αυτά τα μηχανήματα για να φωτογραφίζεις τα λυσαντήρια;» , τι να κάνω του απάντησα αφού αυτή είναι η δουλειά μου. Η έκπληξη μεγάλωσε στο πρόσωπό του, κατάλαβα, είπε κουνώντας σκεπτικός το κεφάλι του και ξαναγύρισε στον καφέ του. Φεύγοντας προσπάθησα να μαντέψω την σκέψη του και η πιο επιεικής που ήρθε στο μυαλό μου ήταν το πασίγνωστο «η τρέλα δεν πάει στα βουνά».
Αν με ρωτούσε κάποιος πιο ερπετό με πέδεψε περισσότερο στη φωτογράφηση θα έλεγα η θαυμάσια τρανόσαυρα. Είναι η μεγαλύτερη σαύρα της Πελοποννήσου και σίγουρα η ομορφότερη. Τις βλέπουμε συχνά να λιάζονται στην άσφαλτο καθώς περνάμε με το αυτοκίνητο και εξαφανίζονται αστραπιαία όταν προσπαθήσουμε να τις πλησιάσουμε. Η LACERTA TRILINEATA είναι βαλκανικό είδος. Η σαβραχίδα της Πελοποννήσου σπάνια σε αφήνει να την πλησιάσεις περισσότερο από 5 μέτρα. Απόσταση απαγορευτική για καθαρές φωτογραφίες. Η καλύπτρα παραλλαγής είναι η μόνη λύση. Μοιάζει πολύ με την πράσινη σαύρα (LACERTA VIRIDIS) από την οποία είναι πολύ δύσκολο να την ξεχωρίσεις. Είναι μεγαλύτερη από αυτή (φθάνει τα 20 εκατοστά) δεν έχει γαλάζιο πηγούνι και το κεφάλι της είναι πιο μυτερό και πλατύ από την πράσινη. Παρατηρώντας την από κοντά είναι πανέμορφη, έχει πράσινο χρώμα με μικρά μαύρα στίγματα και λαμπερά μαύρα μάτια. Κοιτώντας ντοκιμαντέρ από τροπικές ζούγκλες σχεδόν πάντα θα δούμε πάνω στα δένδρα πολύχρωμους μικρούς βάτραχους απίστευτης ομορφιάς. Θα σκεφθείτε γιατί το αναφέρω αφού εδώ τέτοιοι δεν υπάρχουν. Λάθος. Έχουμε και εμείς τον θαυμάσιο δενδροβάτραχο. Η HYLA ARBOREA, ζει ανάμεσα στις φυλλωσιές συχνά κοντά σε πηγές όπου η υγρασία είναι υψηλή. Είναι τόσο φιλικός που όταν τον εντοπίσουμε μας αφήνει εύκολα να τον πλησιάσουμε και καμιά φορά πείθεται να σταθεί στο χέρι μας. Έχουν λαμπερό πράσινο χρώμα και μια μαύρη λωρίδα στα πλευρά. Και αφού μιλάμε για βατράχια και μάλιστα πράσινα δεν πρέπει να ξεχνάμε τον πρασινοβάτραχο. Ο BUFO VIRIDIS θα έπαιρνε σίγουρα πρώτο βραβείο στα βατραχοκαλλιστεία.
Από ένα άρθρο για τα ερπετά και αμφίβια της Πελοποννήσου, δεν θα μπορούσαν να λείψουν οι χελώνες και ιδιαίτερα οι θαλάσσιες, αφού στις παραλίες κοντά στην Κορώνη φωλιάζει η σούπερ στάρ της οικογένειας η CARETTA CARETTA.
Τα τελευταία χρόνια πολλά έχουν γίνει για την προστασία της όχι άδικα αφού η ινδική μυθολογία αναφέρει ότι ο κόσμος στηρίζεται στις πλάτες τριών ελεφάντων οι οποίοι στέκονται στο καβούκι μιας τεράστιας χελώνας που κολυμπάει στην θάλασσα του απείρου. Εάν, πάντα κατά τον μύθο, η χελώνα εξαφανιστεί θα έρθει το τέλος του κόσμου. Εκτός από την CARETTA CARETTA κατά καιρούς επισκέπτονται την περιοχή η πράσινη χελώνα ο Μύδας (CHELONIA MYDAS) και η δερματοχελώνα (DERMOCHΕLYS CORIACEA) που όμως δεν φωλιάζουν εδώ.
Στην Ελλάδα ο μόνος τρόπος να δει κάποιος από κοντά την ομορφιά των ελληνικών ερπετών και αμφίβιων είναι στο εξαιρετικό ενυδρείο και ερπετάριο που ίδρυσε το ζεύγος John Judith Mc-laren από το 1995 στο Λιμένα της Χερσοννήσου, όπου φιλοξενούνται ορισμένα είδη της ελληνικής πανίδας μαζί με άλλα από όλο τον κόσμο.
Από τότε που άρχισα να φωτογραφίζω τα ερπετά και αμφίβια της Ελλάδας αντίκρυσα εικόνες απίστευτης ομορφιάς. Σιγά – σιγά είδα τα φανταχτερά τους χρώματα και τα απίστευτα μάτια τους. Κατάλαβα πόσο παρεξηγημένα είναι τα περισσότερα από αυτά και γιατί θα έπρεπε να τα προστατεύουμε αντί να τα εξοντώνουμε. Τα είδα να με εμπιστεύονται και να με αφήνουν να τα πλησιάσω σε απόσταση αναπνοής και εάν όλα αυτά σας φαίνονται λίγα θα σας πω ότι μέχρι και ιστορία διδάχθηκα. Κατάλαβα ότι το μπρεκεκέξ κωξ κωξ το κράξιμο του βάτραχου των βάλτων (RANA BALCANICA) δεν άλλαξε από τον 5ο αιώνα π.Χ. που ο Αριστοφάνης το περιγράφει στο έργο του «Βάτραχοι».