Η παράδοση αναφέρει πως όταν το 1458 ήρθε στην Αθήνα ο Μωάμεθ ο Β’ ο Πορθητής και παρέλαβε τα κλειδιά της πόλης από τον τελευταίο Φλωρεντίνο δούκα Ατσαγιόλι, έσπευσε να ανεβεί στην Ακρόπολη. Η θέα του τοπίου που αντίκρισε από το θεϊκό βράχο, αλλά και των μνημείων που είχαν στηθεί τόσο επί του ίδιου του ιερού “άκρου” όσο κι επί της Αττικής γης τον τρέλανε. Μεθυσμένος από χαρά κι ευτυχία δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί, ζήτησε ένα τόξο κι έριξε. Το βέλος έπεσε κατά το Κολωνάκι και το γεγονός καταγράφηκε έντονα στη μνήμη όλων όσοι το έζησαν από κοντά. Δεν ήταν όμως μόνο ο Μωάμεθ που γοητεύθηκε από την πόλη της Αθήνας και της χάρισε προνομιακό διοικητικό καθεστώς, πολλοί την αγάπησαν με πάθος και πρώτα απ’ όλους οι ίδιοι οι κάτοικοί της. Κατά ένα περίεργο τρόπο οι Αθηναίοι, αρχαίοι και κατοπινοί, δεν εγκατέλειψαν ποτέ την πόλη τους.
Τι είναι εκείνο άραγε που – ακόμη και σήμερα – κάνει τους κατοίκους αυτής της πόλης να συνεχίζουν να την αγαπούν, μερικοί μάλιστα με πάθος; Είμαι βέβαιη πως είναι τα μνημεία της, και πιο συγκεκριμένα, η “ψυχή” τους που δίνει και στην πόλη “ψυχή” και κατ’ επέκταση μυστηριακή γοητεία και ενέργεια. Αυτά τα μνημεία που αστράφτουν κάτω από το λαμπρό φως του φιλόγαιου ήλιου κι ασημίζουν στο φως του ολόγιομου φεγγαριού αρχίζουν να αναδεικνύονται και πάλι, καθώς υλοποιείται σιγά – σιγά το πρόγραμμα της Ενοποίησης Αρχαιολογικών Χώρων Αθήνας, “ένα από τα σημαντικότερα έργα του Υπουργείου Πολιτισμού”.

)