Σαν μια άβυσσος που «την έφτιαξε ο Θεός πατώντας τη γης βαθιά, με το βαρύ του πόδι». Έτσι μοιάζει ο κάμπος της Ελασσόνας. Μόλις βγαίνει ο ήλιος βάφεται πορτοκαλί κι έπειτα τα χρώματα σκληραίνουν κι ένα ελαφρύ στρώμα πάχνης τον σκεπάζει. Τις καθαρές μέρες μπορείς να δεις επάνω στα χωράφια τα σύννεφα να μετακινούνται. Μόλις φθάνουμε στην Ελασσόνα πρώτα εμφανίζεται ο λόφος. Έχει για κορώνα του την Παναγία την Ολυμπιώτισσα, που τα πόδια της αγκαλιάζουν τα σπίτια της πόλης.
Σαν μια άβυσσος που «την έφτιαξε ο Θεός πατώντας τη γης βαθιά, με το βαρύ του πόδι». Έτσι μοιάζει ο κάμπος της Ελασσόνας. Μόλις βγαίνει ο ήλιος βάφεται πορτοκαλί κι έπειτα τα χρώματα σκληραίνουν κι ένα ελαφρύ στρώμα πάχνης τον σκεπάζει. Τις καθαρές μέρες μπορείς να δεις επάνω στα χωράφια τα σύννεφα να μετακινούνται. Μόλις φθάνουμε στην Ελασσόνα πρώτα εμφανίζεται ο λόφος. Έχει για κορώνα του την Παναγία την Ολυμπιώτισσα, που τα πόδια της αγκαλιάζουν τα σπίτια της πόλης.
«Πάντα έτσι σε υποδέχονται στα ταξίδια που πας;» με ρωτάει ο Χρήστος, ο νέος μας φωτογράφος, που εξεπλάγη απ’ τη θέρμη των παιδιών του ολοκαίνουριου Περιβαλλοντικού Κέντρου της πόλης. Μαζί με τον Ανδρέα Γκανάτσιο, πιστό αναγνώστη του περιοδικού, και τους συνεργάτες του, κάνουμε με την πρώτη μας βόλτα στην Ελασσόνα.
Λίγα μέτρα πιο πάνω απ’ το Περιβαλλοντικό βρίσκεται το πέτρινο γεφύρι της Ελασσόνας. Συνδέει την ανατολική με τη δυτική συνοικία της πόλης, τις οποίες χωρίζει ο Ελασσονίτης ποταμός. Πρόκειται για μια λίθινη μονότοξη γέφυρα, η κατασκευή της οποίας ανάγεται στους βυζαντινούς χρόνους (1286).
Στην ανατολική συνοικία της πόλης βρίσκεται το παλιό Τελωνείο. Αποτελεί δείγμα δημοσίου κτιρίου της εποχής της βιομηχανικής ανάπτυξης του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα. Ακόμη αποτελεί κτίσμα της τοπικής λαϊκής αρχιτεκτονικής, με τοξωτά παράθυρα, συνδυασμό πέτρας και ξύλου στην τοιχοποιία και δίρριχτες στέγες. Ο Ανδρέας μας πληροφορεί ότι πριν το 1912 διετέλεσε τούρκικο τελωνείο κι έπειτα καπνεργοστάσιο και δημοτικό σχολείο.
Στη δυτική συνοικία της Ελασσόνας στην περιοχή Βαρόσι βρίσκεται το τζαμί, που κτίστηκε για να καλύψει τις θρησκευτικές ανάγκες του Τούρκικου στρατού. Πιθανή ημερομηνία κατασκευής του είναι το 1897, όταν εγκαταστάθηκε εδώ το κεντρικό στρατηγείο. Μετά το 1924 το κτίσμα μετατράπηκε σε αποθήκη. Κύριο υλικό δομής του είναι η πέτρα και είναι λιτό ως προς τη διακόσμησή του. Η είσοδός του πλαισιώνεται από πέτρινους κιονίσκους- παραστάδες.
Ο Άγγλος περιηγητής David Urquhart γράφει τον Ιούλιο του 1930, κατά την επίσκεψή του στην Ελασσόνα: «Απέναντι από την είσοδό μας στραφτοκοπούν οι μιναρέδες της Ελασσόνας και μερικοί ασπριδεροί γκρεμοί, απ’ όπου πήρε το ομηρικό προσηγορικό της (Λευκή Ολοσσών) κι από πάνω της σε έναν βράχο το μοναστήρι. Λεύκες, μουριές αμπέλια είναι σκορπισμένα ολόγυρα…». Σήμερα αρκετά πράγματα έχουν αλλάξει από τότε. Ο μιναρές απ’ το μοναδικό τζαμί έχει γκρεμιστεί όπως και τ’ άλλα δύο τζαμιά, που υπήρχαν στην πόλη.
Ήρθε η ώρα του φαγητού και όλοι μαζί καθίσαμε σ’ ένα από τα ταβερνάκια της πλατείας. Έριξα μια ματιά τριγύρω και παρατήρησα τον κόσμο που κυκλοφορούσε στους δρόμους, διέσχιζε την πλατεία, κουβέντιαζε στα καφέ ή απολάμβανε όπως εμείς λίγο τσιπουράκι με μερικούς μεζέδες. Ζωντανή πολιτεία η Ελασσόνα, βοηθούσε βέβαια και η όμορφη μέρα, όμως στην πρώτη όψη της προδίδει ανθρώπους κοινωνικούς κι ένα χρώμα ζεστό.
– Σσσς! Μην κάνεις φασαρία θα το διώξεις. Είπα ψιθυριστά στον Χρήστο που προχωρούσε με τη φωτογραφική του ανάμεσα στις καρυδιές. Να το εκεί, σ’ εκείνο το κλαδί!
Τα σκιουράκια με τον παραμικρό θόρυβο το σκάνε. Πόσο μάλλον με τον ήχο της μηχανής του αμαξιού, που είχαμε αφήσει λίγο πιο κάτω. Αυτό όμως φαινόταν πολύ απασχολημένο με το γεύμα του κι αν δεν ήταν ο ήχος που έκαναν τα δόντια του πάνω στο τσόφλι του καρυδιού, δε θα το εντοπίζαμε.
Προχωρούμε στο δασικό δρομάκι που ξεκινά στα ριζά της Ολυμπιώτισσας και οδηγεί στο Δρυμό. Η μέρα σήμερα είναι ασυνήθιστα ζεστή. Σαν να επέστρεψε για λίγο το καλοκαίρι. Τα ψηλά κυπαρίσσια διαδέχονται καρυδιές και λεύκες, που φράζουν τον ουρανό. Ένα στρώμα από μυρωδάτα μωβ κυκλάμινα σκεπάζει τις ρίζες των κορμών τους.
Σε ορισμένα σημεία ξύλινα γεφυράκια δημιουργούν μια ωραία ευκαιρία για στάση. Ακούγονται μονάχα τα πουλιά, σαν να βρισκόμαστε σ’ έναν μικρό βιότοπο, κι όμως η πόλη δεν απέχει πολύ. Σκίουροι, δρυοκολάπτες, γεράκια, ακόμα και λιβελούλες εν ώρα αναπαραγωγής, χαρίζουν στη βόλτα μας την ευχάριστη εμπειρία της παρατήρησης.
Ο Δρυμός είναι ένα γειτονικό χωριουδάκι με λίγους, μα αγαπητούς κατοίκους. Οι άνδρες κάθονται στο καφενεδάκι της πλατείας, οι γυναίκες στις αυλές με τους μπαξέδες. Μας καλημερίζουν γεμάτοι αυθορμητισμό και απλότητα. Νομίζω πως ποτέ δεν έχω ξαναδεί τόσο μεγάλα ρόδια να κρέμονται απ’ τα δέντρα σαν κατακόκκινες μπάλες.
Κατά την επιστροφή μας στην Ελασσόνα καθίσαμε για φαγητό στα Φιλαράκια, στον πολύβουο πεζόδρομο της οδού Αργοναυτών. Δοκιμάσαμε μια νοστιμότατη φασολάδα κι ένα σπετσοφάι να γλείφεις τα δάχτυλά σου.
Λίγα ιστορικά στοιχεία
Ο Όμηρος στην Ιλιάδα αναφέρει την αρχαία πόλη «Λευκή Ολοσσών», πιθανώς λόγω των λευκόχρωμων ασβεστόλιθων του λόφου. Σύμφωνα με έρευνες οι ρίζες της πόλης ανάγονται πίσω στην νεολιθική εποχή, όπως προκύπτει από τα ευρήματα κοντά στην ακρόπολή της. Πρώτη κατοίκησε την περιοχή η φυλή των Λαπιθών και μετά οι Περραιβοί, οπότε έγινε από τις γνωστότερες πόλεις της Περραιβίας, της θεσσαλικής αρχαίας επαρχίας που απλωνόταν δυτικά από τον Όλυμπο και ανάμεσα στους ποταμούς Πηνειό και Αλιάκμονα, με σημαντική κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ζωή στην αρχαιότητα.
Η βυζαντινή πόλη χτίστηκε πάνω στα ερείπια της αρχαίας. Η πόλη είχε αμυντικά τείχη, τα οποία δείχνουν ότι για τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό, που ανοικοδόμησε το φρούριο της ακρόπολης τον 6ο αιώνα μ.Χ., η Ελασσόνα ήταν σημαντική πόλη για τον έλεγχο των ΒΔ συνόρων.
Ολυμπιώτισσα
Όπως διαβάζω στο βιβλίο της Ιεράς Μονής, η Ολυμπιώτισσα υπήρξε καρπός της θρησκευτικής ανάτασης της εποχής των Παλαιολόγων. Ως Σταυροπηγιακή και Πατριαρχική μονή θεωρούταν απαραβίαστη από οποιονδήποτε και απαλλασσόταν από ορισμένες φορολογίες. Αυτά τα προνόμια συνέβαλλαν, εκτός των άλλων, στο να καταστεί η Ολυμπιώτισσα το πιο γνωστό και πλούσιο μοναστήρι της παρολύμπιας περιοχής. Απέκτησε μεγάλη περιουσία και βοήθησε ώστε να μπορεί να επιτελεί φιλανθρωπικό έργο σε καιρούς δύσκολους για τους κατοίκους της Ελασσόνας.
Η περίοδος της σκληρής δοκιμασίας άρχισε με την υποδούλωση της περιοχής στους Τούρκους. Το 1396 για πρώτη φορά ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Α’ κατέλαβε τη Θεσσαλία, ενώ το 1420 ο Τουραχάν την κατέλαβε οριστικά. Για τον πρώτο αιώνα της Τουρκοκρατίας οι σχετικές με τη μονή πληροφορίες είναι ελάχιστες ενώ για τα μέσα του 16ου αιώνα ισχυρός σεισμός γκρέμισε ένα τμήμα του ναού και μεγάλο μέρος του περιβόλου.
Προς το τέλος του 16ου αιώνα η Ολυμπιώτισσα ήταν αξιόλογο μοναστικό κέντρο, με αρκετούς μοναχούς και σημαντική περιουσία. Μάλιστα τότε σύχναζαν στη μονή χριστιανόπουλα για να μάθουν γράμματα. Παρ’ όλα αυτά κατά τον 17ο αιώνα το μοναστήρι παρουσιάζει μια γενική οικονομική κάμψη και κινδυνεύει να ερημωθεί. Αλλά και η κτιριακής του κατάσταση δεν ήταν καλή. Για την επιδιόρθωση των βλαβών και την ικανοποίηση των παράλογων χρηματικών απαιτήσεων των Τούρκων, οι μοναχοί κατέφυγαν σε δανεισμό με επαχθείς όρους. Ανάλογες περιπέτειες αντιμετώπιζε και κατά τον 18ο αιώνα, τότε που η Ελασσόνα έγινε Βαλιντέ Χας, άνηκε δηλαδή στη Σουλτανομήτορα, και ο βοεβόδας μετέφερε την έδρα του μέσα στο κάστρο του λόφου.
Από τα μέσα του αιώνα αυτού έγιναν ηγούμενοι ισχυρές προσωπικότητες που εκμεταλλευόμενοι και άλλες ευνοϊκές συγκυρίες εξύψωσαν τη μονή και ενίσχυσαν το κύρος της. Η περίοδος αυτή ήταν για την Ολυμπιώτισσα η πιο λαμπρή της ιστορίας.
Το απόγευμα επισκεπτόμαστε την ξακουσμένη Ολυμπιώτισσα. Η μοναχή που μας υποδέχεται στο εσωτερικό μου εξηγεί πως η Ολυμπιώτισσα οφείλει την ονομασία της στην εικόνα της Παναγίας, η οποία μεταφέρθηκε από ένα μοναστήρι της Καρυάς στους πρόποδες του Ολύμπου.
Ο θρύλος λέει πως μετά τη διάλυση της μονής της Καρυάς, η εικόνα της Παναγίας ξεκίνησε να έλθει μόνη της στην Ελασσόνα. Τη νύχτα εκείνη ένας βοσκός, που έβοσκε τα πρόβατά του είδε να βγαίνει μέσα από βάτους κι άγρια χόρτα ένα παράξενο φως. Φοβήθηκε κι έριξε μια πέτρα με δύναμη στο μέρος όπου είδε το φως. Αμέσως αισθάνθηκε το χέρι του παράλυτο. Τρομοκρατημένος έτρεξε στο χωριό και διηγήθηκε στους συγχωριανούς του το συμβάν. Την επομένη έτρεξαν στον τόπο του θαύματος και βρήκαν μια εικόνα, πάνω στην οποία ήταν σφηνωμένη η πέτρα. Ο βοσκός συναισθάνθηκε το ακούσιο λάθος του, μετανόησε και απεκατεστάθη το χέρι του. Οι κάτοικοι της Καρυάς πήραν τότε με πολύ ευλάβεια την εικόνα και την μετέφεραν στη μονή Μεταμόρφωσης της Ελασσόνας, η οποία μετονομάστηκε μονή της Ολυμπιώτισσας.
Το λιγοστό φως που εισέρχεται από τα λίγα και μικρά παράθυρα χαμηλά, σε συνδυασμό με το πλουσιότερο φως του τρούλου δημιουργεί ατμόσφαιρα κατανυκτική.
Η Ολυμπιώτισσα ανήκει στον αρκετά σπάνιο αρχιτεκτονικό τύπο του «μονόκλιτου τρουλαίου ναού με περίστωο» και φέρει σαφέστατα τη σφραγίδα της μακεδονικής αρχιτεκτονικής παράδοσης. Όλα τα αρχιτεκτονικά στοιχεία ανάγουν το Καθολικό στο τέλος του 13ου αιώνα. Έχει μάλιστα υποστηριχθεί ότι στον ίδιο χώρο υπήρχε στα προχριστιανικά χρόνια ναός της «πολυούχου θεότητος» και ότι μάρμαρα από τον αρχαίο αυτό ναό, αλλά κι από άλλα κτίρια της πόλης που ήταν στο λόφο, χρησιμοποιήθηκαν για το κτίσιμο του μοναστηριού, όπως οι τρείς μαρμάρινοι κίονες οι οποίοι βρίσκονται στα ενδιάμεσα διαστήματα των πεσσών.
8:00 π.μ. Κάθε μέρα αφήνουμε προτού ανέβει ο ήλιος το φιλόξενο κατάλυμά μας στον Άγιο Δημήτριο και διασχίζουμε τον κάμπο μέχρι την Ελασσόνα. Η ανατολή μας βρίσκει ως συνήθως στο αμάξι. Ο ήλιος εμφανίζεται αποφασιστικός πάνω από τις βουνοκορφές και μας χτυπάει. Εγώ στα δεξιά διασκεδάζω βλέποντας τη σκιά του αμαξιού να κινείται πάνω στα χωράφια. Οι κόκκινοι τόνοι της χαραυγής έχουν σκορπίσει παντού, πάνω στο χώμα και στα σπαρτά. Όταν φτάνουμε η Ελασσόνα είναι όμορφη σαν μια γυναίκα που έχει μακιγιαριστεί.
Μετά από λίγη ώρα βρισκόμαστε στην οδό Ξάνθου, μπροστά από την πόρτα του σπιτιού της Θωμαής Κόντου. Διαθέτει πράγματι ένα από τα ομορφότερα και πιο παλιά σπίτια της Ελασσόνας. Η Θωμαή Κόντου δε χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις, καθώς είναι από τις πιο αξιόλογες εν ζωή ζωγράφους. Τα έργα της είναι γνωστά ανά τον κόσμο και μετρά από το 1974 22 ατομικές εκθέσεις και συμμετοχή σε 337 ομαδικές. Είχε την εικαστική διοργάνωση και επιμέλεια, στην «1η διεθνή έκθεση mail art στην Ελλάδα», στην Ελασσόνα και την Αθήνα, εισάγοντας τον θεσμό στην χώρα, μετά από την εικοσαετή ένταξη της στο διεθνές αυτό κίνημα.
Το εσωτερικό του σπιτιού της είναι ακόμα πιο όμορφο, γεμάτο πίνακες και βιβλία. Συντροφιά μας στο καθιστικό μας κάνει και ο πολύ φιλικός της γάτος, ο Φίτσιος. Η φίλη μας, ένας πνευματικός άνθρωπος και πολυδιαβασμένος, γνωρίζει πολλά για την ιστορία του τόπου κα τα σημαντικά μνημεία της και μέσα σε λίγη ώρα μας έδωσε πολλές χρήσιμες πληροφορίες.
Όταν κατεβήκαμε στο εργαστήριό της αντικρίσαμε ένα χώρο λαμπερό και ζωντανό. Μαρτυρά πως κάποιος ανήσυχος άνθρωπος περνά εκεί πολλές ώρες της μέρας του. Οι τοίχοι βαραίνουν από τα ζωγραφικά έργα, πολλοί καμβάδες είναι στηριγμένοι στο πάτωμα. Παρ’ όλα αυτά η τάξη και η επιμέλεια δε λείπουν. Μια πόρτα οδηγεί στην εσωτερική καταπράσινη αυλή.
Το έργο της δεν είναι δυνατό να παρουσιαστεί μέσα στο μικρό χώρο ενός κειμένου. Τα φωτορεαλιστικά κοχύλια, τα ποιητικά αδειανά πουκάμισα οι εξπρεσιονιστικές κυανογραφίες, τα ρόδια της ζωής και του θανάτου. Η κάθε ενότητα ξαφνιάζει με τη διαφορά θέματος, υλικών και τεχνοτροπίας. Δηλώνουν μια καλλιτέχνιδα που της αρέσει να ανακατεύεται με πολλά πράγματα και δεν εγκλωβίζεται στην εικόνα της.
Μαζί με τη Θωμαή λοιπόν κάναμε μια βόλτα στην Ελασσόνα και θαυμάσαμε τα λίγα μα αξιόλογα παλιά σπίτια της πόλης. Στο δρόμο οι περαστικοί μας καλημέριζαν με συμπάθεια. Περιπλανηθήκαμε στα στενά, στις νεανικές καφετέριες της οδού Αργοναυτών, τα μικρά μαγαζάκια με τις παλιές επιγραφές. Έπειτα καταλήξαμε σε μια από τις ταβερνούλες της πλατείας για φαγητό. Φαίνεται πως οι άνθρωποι εδώ συνηθίζουν να πίνουν κι ένα τσιπουράκι προηγουμένως. Στην παρέα μας ήλθε και ο Γιάννης Σαμώτας, ένας από τους ενεργότερους διοργανωτές της γιορτής της φέτας που λαμβάνει χώρα κάθε δυο χρόνια στην Ελασσόνα με μεγάλη επιτυχία.
Η ώρα περνούσε τόσο ευχάριστα που αφήσαμε τις περιηγήσεις και καθίσαμε στο τεβερνάκι. Κάθε λίγο άλλαζε και η σύσταση της παρέας μας και δε θα ήταν ευγενικό να μην τσουγκρίσουμε τα ποτήρια μας, αν με καταλαβαίνετε. Κάπως έτσι λοιπόν αποχαιρετίσαμε τον ήλιο και την ωραία παρέα μας και επιστρέψαμε χαρούμενοι στο κατάλυμά μας.
Η αρχοντική Τσαριτσάνη
– Γεια σας κύριε!
– Γεια σας! Απάντησε ο Θανάσης στους μαθητές του, που βγήκανε με τα ποδήλατά τους στην πλατεία. Προηγουμένως είχε περάσει μια παρέα μεγαλύτερων κοριτσιών και τον είχε χαιρετήσει με τον ίδιο τρόπο. «Παλιές μου μαθήτριες. Τώρα πάνε στο γυμνάσιο», μας είπε.
– Ελάτε να σας βγάλει ο κύριος μια φωτογραφία! Θα σας βάλει σ’ αυτό το περιοδικό, τους λέει και σηκώνει όρθιο το τεύχος που του’ χα μόλις δώσει.
Τα παιδιά ντράπηκαν και κρύφτηκαν. Μετά από λίγο με πνιχτά γέλια και κόκκινα πρόσωπα στήθηκαν μπροστά στο φακό.
Δύο παππούδες στο διπλανό τραπέζι μας κοιτούσαν.
– Ποιοι είναι αυτοί; Ρωτάει ο ένας στον άλλο.
– Ααα! Αυτοί είναι δημοσιογράφοι, του απαντά με περηφάνια.
Έπεφτε ο ήλιος κι έπιασε ψύχρα. Οι παππούδες σηκώνονται και κάθονται σ’ ένα από τα παγκάκια της πλατείας. Όσο έπεφτε το βράδυ η πλατεία άδειαζε μίκραινε μέχρις ότου οι δυο τους, που είχαν απομείνει τελευταίοι, κατέβηκαν με αργό βηματισμό τα σκαλάκια της πλατείας.
Τέτοιες μικρές στιγμές, θα ήθελα να τις πω ποιητικές, είναι γεμάτη η Τσαριτσάνη. Άνθρωποι που κάθονται το πρωί στα σκαλοπάτια έξω από την πόρτα τους, σαν να περιμένουν εκεί μόνο και μόνο για να χαιρετίζουν τους περαστικούς. Αγόρια που παίζουν στην πλατεία, μόλις τελείωσαν τα μαθήματά τους και κορίτσια που κάνουν βόλτα πιασμένα αγκαζέ. Παραθύρια που ανοίγουν για να μπει ο ήλιος και κλείνουν με τη δύση του. Τα στενά δρομάκια. Τα μικροαντικείμενα των καφενείων. Το «εδεσματοπωλείον Αντώνης». Τα επίμονα βλέμματα προς τους ξενόφερτους, που αναρωτιούνται αδιάκριτα «άραγε ποιος μας θυμήθηκε;».
Το παρελθόν της Τσαριτσάνης
Η Τσαρισάνη είναι χτισμένη στις υπώρειες του μυθικού Ολύμπου, σε υψόμετρο 322μ και μόλις τέσσερα χιλιόμετρα ανατολικά της Ελασσόνας. Αποτελεί ξεχωριστή Κοινότητα, κάτι που επιθυμούσε εντονότατα ο τοπικός πληθυσμός από της συστάσεως των Καποδιστριακών Δήμων. Ως ένδειξη διαμαρτυρίας οι κάτοικοι έκλεισαν τις κάλπες και απείχαν για 8 χρόνια από τις εκλογές. Σήμερα πολλοί που μάλιστα υποστήριξαν την αποχή πιστεύουν πως το γεγονός αυτό ίσως ευθύνεται για την καθυστέρηση στην ανάπτυξη του χωριού. Άγνωστο όμως το τι θα είχε συμβεί διαφορετικά.
Μια σύντομη και περιεκτική ιστορία της Τσαριτσάνης υπάρχει στον πρόλογο του βιβλίου της αρχαιολόγου Καλλιόπης Φλώρου, Ι.Ν. Αγίου Νικολάου. Αναφέρει πως η Τσαριτσάνη εμφανίζεται πιθανότατα στα όψιμα βυζαντινά χρόνια. Η αρχαιότερη μέχρι σήμερα γραπτή μαρτυρία για την ύπαρξη του τοπωνύμιου βρίσκεται στην πρόθεση 401 της Μονής του Μεγάλου Μετεώρου, η οποία χρονολογείται στο έτος 1520. Έχουν δοθεί διάφορες ερμηνείες στο τοπωνύμιο Τσαριτσάνη, με επικρατέστερη εκείνη που θεωρούσε ότι είναι σλαβικής προέλευσης και σημαίνει βασιλικό χωριό.
Λόγω των ιστορικών συγκυριών ο 18ος αιώνας αποτέλεσε περίοδο ανάπτυξης της Τσαριτσάνης, που τότε αριθμούσε περίπου 10.000 κατοίκους, πληθυσμό τριπλάσιο από το σημερινό. Η καίρια θέση της στο πέρασμα των στενών του Ολύμπου, αλλά και η οικονομική και πολιτισμική άνθηση, που επέφεραν οι εμπορικές δραστηριότητες των κατοίκων της, δικαιολογημένα της κατέταξαν μεταξύ των σημαντικότερων πόλεων της Θεσσαλίας την περίοδο εκείνη.
Αρχοντικά, πύργοι, ναοί, ξακουστά σχολεία και σπουδαίοι διδάσκαλοι του Γένους γίνονται αδιάψευστοι μάρτυρες της ακμάζουσας πολιτείας. Την ακμή αυτή ωστόσο, προαναγγέλλει ο μεγάλος αριθμός θρησκευτικών, κυρίως, μνημείων του 17ου αιώνα, που σώθηκαν στην Τσαριτσάνη και στην ευρύτερη περιοχή της και παραμένουν άγνωστα στο ευρύ κοινό.
Την επόμενη μέρα το πρωί, με το που χτύπησε το κουδούνι του σχολείου, ανεβήκαμε κι εμείς τις σκάλες μαζί με τα παιδιά. Ο κεφάτος αχός των παιδιών που σκορπίζουνε στις τάξεις κι έπειτα βγάζουν τα βιβλία της πρώτης ώρας, μου θύμισε τα δικά μου χρόνια στο σχολείο. Μόνο που εμείς πήγαμε απευθείας στο γραφείο των δασκάλων, σαν τιμωρημένοι. Έτσι λοιπόν για τις πρώτες σχολικές ώρες κλέψαμε τον κύριο Θανάση απ’ τους μαθητές του. Μια βόλτα μαζί του στην Τσαριτσάνη θα ήταν σίγουρα διαφωτιστική.
Πρώτα επισκεφθήκαμε τον Ι. Ν Αγίου Νικολάου, ένα από τα πιο σημαντικά μνημεία της κοινότητας και μάλλον ολόκληρης της επαρχίας της Ελασσόνας. Βρίσκεται κοντά στην κεντρική πλατεία της κοινότητας, περίπου 500 μέτρα βορειοδυτικά, στη συνοικία της Μπουμπουτσιάς. Η συνοικία πήρε τ’ ασυνήθιστο όνομά της από την μπουμπουτσιά, ένα δέντρο με μικρούς μαύρους καρπούς. «Παλιότερα βάζαμε τους καρπούς αυτούς στα φυσοκάλαμα και φουπ», με το στόμα του έκανε μια μικρή αναπαράσταση της εκσφενδόνισης.
Όπως αναφέρει η αρχαιολόγος Καλλιόπη Φλώρου στον αξιόλογο οδηγό του Ιερού Ναού: «πρόκειται για μονόχωρο, ορθογώνιο στην κάτοψη ναό, με νάρθηκα στα δυτικά που επικοινωνεί με δυο κλειστές στοές νότια και βόρεια ώστε να δίνει την εντύπωση ότι ο ναός περιβάλλεται από κλειστό περίστωο σε σχήμα Π. Η βόρεια και η νότια στοά καταλήγουν ανατολικά σε δύο παρεκκλήσια των Αγίων Αποστόλων και του Αγίου Γεωργίου αντίστοιχα. (…) Στο κτίσμα διακρίνονται δύο κύριες οικοδομικές φάσεις. Η πρώτη τοποθετείται στις αρχές του 17ου αιώνα (1615), σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή και η δεύτερη στον 18ο αιώνα, όπως μας πληροφορούν επιγραφές σε άλλα σημεία του ναού».
Μπαίνουμε στο ναό και είναι σαν να σταματά ο χρόνος γύρω μας. Υπόκωφη ησυχία και σκοτάδι που δεν το διαλύει τίποτα. Δεν ξέρεις αν είναι πρωί ή βράδυ, καλοκαίρι ή φθινόπωρο. Μόλις ανοίγει ο παπα- Αλέξανδρος Νεζεριώτης, εφημέριος του ναού, τα φώτα φανερώθηκε η αγιογράφηση του, πυκνή και παραστατική σε ολόκληρο τον κεντρικό ναό και τα παρεκκλήσια. Αισθανόμαστε σαν να βρισκόμαστε στο εσωτερικό ενός έργου τέχνης.
Ο παπα- Αλέκος, όπως τον αποκαλούν οι ντόπιοι, έχει καταφέρει με πολλές προσπάθειες τη συντήρηση των τοιχογραφιών, των τέμπλων, των δεσποτικών εικόνων και τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου.
Το μακεδονίτικο ταβάνι έχει ζωγραφιστά φυτικά μοτίβα που δε φαίνονται πια καθαρά, τα έχουν καλύψει οι μαύροι καπνοί των κεριών, προσευχές των πιστών τόσων και τόσων αιώνων. Ας είναι, ακόμα κι αυτό δηλώνει την παρελθούσα ζωή του ναού, την ιστορία του. Τα τέμπλα είναι ξύλινα άψογα σκαλισμένα σε κάθε τους λεπτομέρεια. Και είναι ακόμη πιο θαυμαστά γιατί οι άνθρωποι τότε δεν είχαν τα εργαλεία που έχουμε σήμερα.
Μία από τις σημαντικότερες παραστάσεις που κοσμούν τον ναό είναι η Ρίζα του Ιεσσαί. Μια μεγαλειώδης σύνθεσης εφάμιλλη των αντίστοιχων παραστάσεων του Αγίου Όρους. Η ρίζα υψώνεται πίσω από τον Ιεσσαί, ο οποίος απεικονίζεται κοιμώμενος σε ύπτια στάση. Στους ελισσόμενους κλάδους της απεικονίζονται οι προπάτορες του Χριστού, προφήτες, Απόστολοι, καθώς και 16 σκηνές από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Στην κορυφή εμφανίζεται ο Χριστός ως παντοκράτορας, ενώ στη βάση εκατέρωθεν του Ιεσσαί σε μια σπάνια απεικόνιση υπάρχουν οι ολόσωμες μορφές δώδεκα αρχαίων σοφών, μεταξύ των οποίων του Πλάτωνα, του Θουκυδίδη και του Αριστοτέλη.
Στα δεξιά της ρίζας του Ιεσσαί υπάρχει μια άλλη ασυνήθιστη παράσταση. Αποτελείται από τρεις ομόκεντρους κύκλους, με το Χριστό να απεικονίζεται στον κέντρικο. Στον τρίτο κύκλο απεικονίζεται ο ήλιος, η σελήνη τα άστρα και ο ζωδιακός κύκλος.
Όλοι ακούμε με πολύ ενδιαφέρον τον παπα- Αλέκο να μας διαβάζει μια μια τις τοιχογραφίες και τις εξετάζουμε αναλυτικά.
- Εδώ είναι σκέτο μουσείο. Να έρθεις μιάμιση ώρα να τα μελετήσεις όλα προσεκτικά, αναφωνεί ο Θανάσης καθώς κοιτάζει τις τοιχογραφίες, που αναπαριστούν την Κόλαση και τον Παράδεισο. Έπειτα παρατηρεί με χιούμορ, στην Κόλαση πάντα σου δείχνουν πως είναι μέσα, ενώ στον Παράδεισο ποτέ, μόνο τις Πύλες και χαμογελάει με καλοσύνη.
Στη βόρεια στοά του ναού, στον βόρειο τοίχο βρίσκεται ακόμα μια εντυπωσιακή τοιχογραφία, που έχει τ’ όνομα ο Καιρός του Χρόνου. Αξίζει να την προσέξει κανείς ιδιαίτερα. Αποτελείται από τρεις ομόκεντρους κύκλους με κεντρική μορφή τον ήλιο. Ο κεντρικός κύκλος χωρίζεται σε 4 τεταρτοκύκλια στα οποία είναι ζωγραφισμένες οι τέσσερις εποχές του έτους: ΦΘΙΝΟΠΟΡΟΣ, ΧΙΜΟΝ, ΕΑΡ, ΘΕΡΟΣ. Η εξωτερική ζώνη είναι η ζώνη του τροχού της ανθρώπινης ζωής. Έτσι αρχίζοντας από κάτω βλέπουμε με τη σειρά τις ηλικίες του ανθρώπου, 10 χρονών με την μορφή παιδιού, 20 χρονών με τη μορφή νέου και ούτω καθεξής. Τον τροχό θέτουν σε κίνηση κρατώντας σχοινιά, δυο Άγγελοι. Στη βάση ένας δράκος παραμονεύει τον άνθρωπο και μια μικρή επιγραφή λέει: ούτε ήμουνα ούτε εφάνηκα…
Φύγαμε από τον Άγιο Νικόλαο και κατευθυνθήκαμε λίγο πιο πάνω από την κεντρική πλατεία. Εκεί υπό τον ίσκιο ενός γιγάντιου κυπαρισσιού, πραγματικού μνημείου της φύσης, συγκεντρώνονται οι μνήμες της ιστορικής Τσαριτσάνης: η Οικονόμειος Σχολή και ο πύργος του Μάμτζιου.
Η Οικονόμειος Σχολή αποτελεί έκφραση της πολιτισμικής ανάπτυξης της Τσαριτσάνης. Στη σχολή αυτή δίδαξαν σημαντικοί και ονομαστοί διδάσκαλοι του Γένους, όπως ο Κυριάκος Οικονόμος, πατέρας του μεγάλου διδασκάλου Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων, ο οποίος υπήρξε κι ευεργέτης του τόπου. Έως το 1910 το «Ελληνικό Σχολείο» και το «Ημιγυμνάσιο» στεγάζονταν στην ετοιμόρροπη κατοικία του, στο προαύλιο του Ι.Ν. της Παναγίας. Τότε με έκδοση σουλτανικού διατάγματος, στα ερείπια της κατοικίας του Οικονόμου και σε τμήμα της αυλής πίσω από τη μητρόπολη, οικοδομήθηκε το καλλιμάρμαρο τριώροφο γυμνάσιο, η περίφημη Οικονόμειος Σχολή. Οι Γερμανοί πυρπόλησαν την Τσαριτσάνη το 1944, οπότε το γυμνάσιο μεταφέρθηκε στην Ελασσόνα. Αργότερα όμως οικοδομήθηκε με δωρεές των ίδιων των κατοίκων και σήμερα στεγάζει το γυμνάσιο και λύκειο της κοινότητας.
Στην ακμάζουσα πόλη του 18ου αιώνα προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι ληστρικές επιδρομές, οικοδομήθηκαν από τους προύχοντες, σε νευραλγικά σημεία της πόλης, τριώροφοι οχυροί πύργοι, που είχαν οπτική επαφή μεταξύ τους, ώστε να ελέγχουν τις διόδους προς την πόλη. Ο πύργος του Κουρμαζάχου ή αλλιώς Χατζηαλεξίου χτίστηκε πιθανότατα μεταξύ 1740-1780. Ο πύργος του Ραματά ή Σταβάρα βρισκόταν στα βόρεια της πόλης, στη συνοικία της Μπουμπουτσιάς και έφερε στην πρόσοψη ως χρονολογία ανέγερσης το έτος 1779.
Ο τρίτος πύργος, του Μάμτζιου, που θεωρείται παλαιότερος από του Ραματά, βρίσκεται δίπλα στο ναό της Παναγίας και είναι ο μόνος που διατηρείται αναστηλωμένος, μέχρι σήμερα. Βέβαια το εσωτερικό του δεν έχει συντηρηθεί και δυστυχώς δεν είναι προσβάσιμο. «Όνειρό μας είναι ο Πύργος να λειτουργήσει σα μουσείο», μου εξομολογείται ο Θανάσης. Ο πύργος έχει ύψος 15 μέτρα και είναι φτιαγμένος από κορασάνι, φυσικό σκυροκονίαμα με ασβέστη. Έχει δύο καταχύστρες, και συνολικά 71 μικρές πολεμίστρες. Ο φωτισμός και ο αερισμός γίνονταν μέσα από αυτές τις πολεμίστρες. Στον δεύτερο και τρίτο όροφο διέμενε ο πυργοδεσπότης με την οικογένειά του. Μέσα στα υπόγεια, τα λεγόμενα μπουντρούμια κρύβονταν στις διάφορες επιδρομές. Εκεί υπήρχαν χαβούζες, μεγάλα βαρέλια μέσα στα οποία μάζευαν βρόχινο νερό για τις δουλειές τους και τις εργασίες των υφαντών σε καιρούς ξηρασίας. Είχαν φροντίσει ακόμη, να φτιάξουν και λαγούμια, υπόγειες μυστικές σήραγγες,
Βαλέτσικο και εκκλησάκι της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα
– Γρήγορα, γρήγορα, κατεβείτε!, ο Σάκης κατεβαίνει από τ’ αμάξι, που σταμάτησε ξαφνικά μπροστά μας. Είναι τα άγρια άλογα που ζουν εδώ ελεύθερα. Είναι πολύ σπάνιο να τα πετύχεις!
Κατεβαίνουμε γρήγορα και τρέχουμε να τα προλάβουμε. Αυτά ταράχθηκαν από την παρουσία μας, κρύφτηκαν στη χαράδρα και έπειτα σκαρφάλωσαν απέναντι στο δρόμο. Ήταν 2-3 μεγάλα σκουρόχρωμα και σφριγηλά ζώα και πίσω τους ακολουθούσαν τα μικρά τους.
Πηγαίνουμε στο Βαλέτσικο με τρεις φίλους του περιοδικού, τον Ανδρέα, το Σάκη και το Δημήτρη. Μας καλοδέχτηκαν ενθουσιασμένοι που μετά από τόσα και τόσα ταξίδια, το ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ βρισκόταν στην περιοχή τους. Ήθελαν τόσα να πουν για τον τόπο τους, που κάποιες φορές μου ήταν αδύνατο να μπορέσω ν’ αφομοιώσω όλες τις πληροφορίες. Αφεθήκαμε λοιπόν στα χέρια τους και απολαύσαμε την ωραία διαδρομή.
Πρώτα βγήκαμε στον κεντρικό δρόμο για Λάρισα και από εκεί στρίψαμε με προσοχή αριστερά στο δεύτερο κατά σειρά χωματόδρομο που συναντήσαμε. Ένα συμβατικό αμάξι μάλλον θα δυσκολευόταν να κάνει αυτή τη διαδρομή. Υπάρχει και μονοπάτι που πάει στο Βαλέτσικο και ξεκινά μέσα από την Τσαριτσάνη. Έχει σήμανση, αλλά χρειάζεται καθάρισμα. Αυτή η όμορφη πεζοπορική διαδρομή διασχίζει τη ρεματιά, όπου υπάρχουν παλιά πέτρινα κτίρια, νερόμυλοι, πηγάδια και μικροί καταρράκτες.
Συνεχίζουμε να προχωρούμε στο χωματόδρομο, μπροστά τα παιδιά και πίσω εμείς, κερδίζοντας συνεχώς ύψος πάνω στο βουνό. Μόνο κάποια στιγμή συναντούμε μια διχάλα μ’ ένα μικρό εκκλησάκι ανάμεσα κι εκεί στρίβουμε αριστερά στην κατηφόρα.
Μετά από λίγη ώρα φτάσαμε στην Ι.Μ. του Αγίου Δημητρίου «Βαλέτσικο». Περιστοιχίζεται από πυκνό δάσος και πολύ ηρεμία. Την πόρτα μας ανοίγει η Μοναχή Μαρίνα που με τη σιγανή φωνή της μας καλεί να περάσουμε. Μια απόκοσμη αίσθηση αποπνέει αυτό το μέρος, με τα γκρεμισμένα παλιά κελιά των μοναχών και τον αέρα να κουνάει τα φύλλα των δέντρων. Είναι ο μοναδικός ήχος που ακούγεται.
– Είστε ολομόναχη εδώ; ρωτάω τη μοναχή Μαρίνα
– Μαζί με τον Άγιο Δημήτριο, μου απαντάει και μας κερνάει πορτοκαλάδα στο αδειανό προαύλιο.
Μου λέει πως η μονή είναι κτίσμα του 1600 περίπου. Η ιστορική της αφετηρία σημειώνεται με την ανέγερση του Ιερού Ναού του Αγίου Δημητρίου, όταν ο Άγιος θεράπευσε τον υιό ενός Σέρβου Αξιωματούχου, ο οποίος σε ένδειξη βαθύτατης ευγνωμοσύνης έκτισε το ναό προς τιμήν του. Η Μονή μεγάλωσε και άκμασε μέσα στο πολυτάραχο πέρασμα του χρόνου κατά τους 17ο και 18ο αιώνες. Ακολούθως όμως βάδισε προς την παρακμή, ώστε στις αρχές του περασμένου αιώνα να εγκαταλειφθεί και να παραδοθεί στη φθορά των δυσμενών καιρικών συνθηκών, που επικρατούν στον ορεινό όγκο, που είναι κτισμένη. Εντούτοις παρά την ερήμωσή της από μοναχούς, τελούταν κάθε Σάββατο η θεία λειτουργία από ευλαβείς ιερείς της Τσαριτσάνης.
Η παράδοση λέει πως στις 29 Οκτωβρίου του 1905, ημέρα Σάββατο και ενώ ετελείτο η θεία λειτουργία, εμφανίζεται ο Άγιος Δημήτριος στη Μονή ως έφιππος στρατιώτης κατευθυνόμενος προς το ναό, αφού προηγουμένως διήλθε την καλά ασφαλισμένη πύλη της μονής. Αυτή αυτομάτως με το πέρασμα του Αγίου άνοιξε βίαια προκαλώντας φόβο και τρόμο στο τουρκικό απόσπασμα, που είχε εγκατασταθεί τότε στη μονή. Την επόμενη μέρα κιόλας οι Τούρκοι στρατιώτες εγκατέλειψαν τη μονή οριστικά.
Ένα αιώνα αργότερα, ακριβώς στις 26 Οκτωβρίου του 2005, το Βαλέτσικο γιορτάζει την επαναλειτουργία του. Παρά ταύτα με μια ματιά τριγύρω αμέσως συμπεραίνει κάποιος πως οι ανάγκες της μονής είναι πολλές και επιτακτικές.
Από το Βαλέτσικο δεν είναι πολύ μακριά το εκκλησάκι της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα. Στέκεται πάνω σ’ ένα βράχο όμοιο των Μετεώρων, γι’ αυτό και οι ντόπιοι του έχουν δώσει την ονομασία Μετέωρο. Γεωλογικό φαινόμενο κι όμως μοιάζει να είναι τοποθετημένος από ανθρώπινο χέρι. Οι καλόγεροι του Βαλέτσικου είχαν χτίσει εκεί ασκηταριό όπου ασκήτευαν και στη θέση του έπειτα χτίστηκε το εξωκκλήσι. Τα πρώτα χρόνια καλόγεροι και προσκυνητές σκαρφάλωναν στο βράχο με δίχτυα. Σήμερα στη δεξιά πλευρά του βράχου έχει χτιστεί σκάλα.
Στο γυρισμό η Τσαριτσάνη φαίνεται από ψηλά μαζί με τον τεράστιο κάμπο μπροστά της σαν ένα σπίτι με τεράστια αυλή, που για φράχτη έχει τα γύρω βουνά. Και ο κάμπος ατέλειωτος. Τα τετράγωνα χωράφια του, άλλα πιο σκούρα καφέ, άλλα πιο ανοιχτόχρωμα, αναμετρούνται με τον ήλιο που πλησιάζει στη δύση του και τελικά παραδίνονται στις αποχρώσεις του.
Η Ελασσόνα της πλούσιας γης
Απέ που είστε εσεις;
Α! έζησα στη Θεσσαλονίκη, είχαμε εκεί παντοπωλείο.
Πάρτε με τη χούφτα σας αμύγδαλα να έχετε να με θυμόσαστε μανάρι μου, τη γιαγιά απ’ το Δομένικο.
Στον κάμπο της Ελασσόνας κάθε λίγα μέτρα συναντάς γιαγιάδες σαν την κυρα- Βασιλική απ’ το Δομένικο, να απλώνουν τα αμύγδαλά τους και να τα ξεδιαλέγουν καθισμένες στις πλατείες. Συναντάς βοσκούς που στηρίζονται πάνω στην γκλίτσα τους και παρακολουθούν τα πρόβατα και τις κατσίκες τους. Τα τσομπανόσκυλα που κυνηγούν με μανία τις ρόδες του αμαξιού. Συναντάς γεμάτα σακιά και καφάσια με δημητριακά και φρούτα ακουμπισμένα στους κορμούς των δέντρων.
Σαν μια μεγάλη λίμνη είναι ο κάμπος της Ελασσόνας. Αυτός ο κάμπος δίνει ζωή σε δημητριακά, καπνά, αμυγδαλιές, μηλιές. Τρέφει ζώα και οικογένειες. Ένας κύκλος ψηλόσωμων βουνών καθρεφτίζεται πάνω στα καφετιά νερά της. Τα Πιέρια, τα Καμβούνια, τα Αντιχάσια και ο ανυπέρβλητος Όλυμπος, που φράζει με μεγαλειώδη τρόπο όλο τον ανατολικό ορίζοντα. Καταπράσινος στις πλαγιές του και σταχτής στις κορυφές. Μικροί μαλακοί λοφίσκοι σχηματίζουν τις ρίζες του.
Μερικές κεραμιδοσκεπές φαίνονται μαζεμένες μακρύτερα, ξαποσταίνουν στους πρόποδες κάποιου υψώματος. Τα χωριά της ελασσονίτικης επαρχίας. Από το Λιβάδι μέχρι το Δομένικο κι ακόμα πιο μακριά.
Η γαλατόπιτα της κυρίας Παρασκευής
– Σύρετε να βάλετε ξύλα στην πυροστιά, λέει στα εγγόνια της, να πάω εγώ με τη στολή να βάνω ξύλα στη γάστρα να με δει ο μαχαλάς; Τι να σας κάνω εσείς η νεολαία τα θέτε όλα έτοιμα, λέει η κυρα-Παρασκευή. Τα χέρια της είναι πασαλειμμένα με ζυμάρι και δεν μπορεί ούτε το μαντήλι της να στερεώσει που της πέφτει κάθε λίγο.
– Ε ανάθεμα το χαΐρι σας, μ’ έφυγαν το στολίδια, της γιαγιάς τα μπιχλιμπίδια! Λέει και αμέσως γελά.
Είναι ένα φθινοπωρινό πρωινό της Κυριακής και βρισκόμαστε στο χωριό του φίλου μας του Σάκη, την Κοκκινόγη. Αφού παραβρεθήκαμε στη λειτουργία της εκκλησίας του χωριού, τον Αγ. Αντώνη, που δυστυχώς έχει αφεθεί στη μοίρα του και ρημάζει λίγο λίγο, ήρθαμε στο σπίτι της κυρίας Παρασκευής Τζήκα. Η κυρία Παρασκευή μας φτιάχνει γαλατόπιτα με ντόπιο γάλα ενώ εμείς μαζί με την οικογένειά της παρακολουθούμε την Παρασκευή της πίτας.
Μας περίμενε ντυμένη με την παραδοσιακή της φορεσιά, που τη φοράνε ανήμερα των Βαΐων, όπως μου λέει, στις Λαζαρίνες, ένα έθιμο που αναβιώνει μέχρι σήμερα σε ορισμένα χωριά. Το μαντήλι στα μαλλιά της άφηνε να φανούν δύο μακριές πλεξούδες. Στερέωσε με επιμέλεια τα φλουριά στην ποδιά της φούστας και μπήκε πίσω από τον πάγκο για να ξεκινήσει την πίτα.
Μέσα σε λίγα λεπτά η κυρα- Παρασκευή έχει ανοίξει το φύλλο, έχει κάνει την κρέμα και στρώνει την πίτα στο ταψί.
– Εγώ αυτήν παιδί μου την έχω για τίποτα, σαν παιχνίδι, κι έπειτα θυμάται από 9 χρονών έμαθα κι έκανα πίτα, αλλά χωρίς κόθαρο. Κόθαρο λένε το γύρισμα που κάνουν στην άκρη του φύλλου.
Μόλις την πασάλειψε από πάνω με τ’ αυγά τη βγάζουμε έξω για να τη βάλουμε πάνω στη φωτιά. Με το ξύλο γίνεται η πιο νόστιμη πίτα. Την αφήσαμε εκεί μισή ώρα κι όλοι καθίσαμε από γύρω να επιβλέψουμε το ψήσιμο. Είχαμε και μια έγνοια μη μας πέσει γιατί δεν είχε στερεωθεί καλά στα τούβλα. Μόλις ροδοκοκκίνισε η κρέμα την κατεβάσαμε, μυρίζει υπέροχα. Καθώς περιμένουμε να κρυώσει για να την κόψουμε η κυρα- Παρασκευή πιάνει να τραγουδάει «εδώ σε τούτα τα τραπέζια νόλο ίτσια και λουλούδια».
Παραδοσιακή γαλατόπιτα
Για το φύλλο:
2 κιλά αλεύρι (κι όσο πάρει)
4 φλιτζάνια νερό
½ κουταλιά αλάτι
½ κουταλιά μαγιά
Λίγο λάδι
Λίγο ξύδι
Για την κρέμα:
3- 3½ κιλά γάλα
13 κουταλιές αλεύρι
4 κουταλιές σιμιγδάλι
3 αυγά
2 βανίλιες
3 χούφτες ζάχαρι
1 πρέζα αλάτι
Λίγη κανέλα
Εκτέλεση:
Χωρίζουμε το ζυμάρι σε 8 μέρη, τα αλείφουμε με λάδι και τα ανοίγουμε με πλάστη. Έπειτα τα αλευρώνουμε και τα ενώνουμε σε ένα μεγάλο φύλλο. Το βάζουμε στο ταψί κι από πάνω περιχύνουμε την κρέμα που την έχουμε φτιάξει ως εξής.
Βράζουμε το γάλα. Κρατάμε περίπου 3 φλιτζάνια κρύο, όπου ρίχνουμε και χτυπάμε το αλεύρι και το σιμιγδάλι μέχρι να φύγουν οι σβώλοι. Έπειτα το ρίχνουμε στο βρασμένο και ανακατεύουμε με σύρμα.
Στο τέλος βάζουμε λίγο λάδι από πάνω και 2 αυγά χτυπημένα. Σερβίρεται με λίγη κανέλα. Στο φούρνο ψήνεται σε μέτρια θερμοκρασία περίπου 130ο για 45 λεπτά.
Βιβλιογραφία
Κωνσταντίνος Λάζαρης, Ιερά Μονή Παναγίας Ολυμπιώτισσας, Ελασσόνα 2007
Καλλιόπη Φλώρου, Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου Τσαριτσάνης, Ιστορία- Αρχιτεκτονική- Τέχνη, Αθήνα 2003
Αλέξανδρος Ζούκας, Οικοτουριστικός οδηγός περιοχής Ελασσόνας, ΑΝ.ΕΛ.ΚΙΣ. ΑΕ.
Ευχαριστώ θερμά όλους όσους μας βοήθησαν κατά την παραμονή μας στην Ελασσόνα.