Μια 20 ετία πριν τα Άνω Πεδινά ζούσαν ακόμη στην αφάνεια, στις παρυφές της τουριστικής ανάπτυξης που είχε αρχίσει στο Ζαγόρι. Ελάχιστα αυτοκίνητα ξεστράτιζαν από τη μακρόστενη πεδιάδα προς τα Άνω Πεδινά. Και για ποιο λόγο να το επιχειρούσαν άλλωστε; Εκτός από ένα μπακαλικάκι – καφενεδάκι πάνω από την πλατεία και δυο – τρία ταπεινά ενοικιαζόμενα δωμάτια, δεν είχε ο τόπος να προσ-φέρει τίποτε άλλο. Διατηρούσε βέβαια την αθωότητα και την παρθενική του ομορφιά, μα αυτά τα χαρίσματα ελάχιστους συγκινούσαν επισκέπτες.
Τότε, και συγκεκριμένα το 1987, η αρχιτέκτων και γεωγράφος Ελένη Παγκρατίου δημιούρ-γησε το “ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΟΡΕΣΤΗ”, έναν ξενώνα – πρότυπο, όχι μόνον για την περιοχή και την εποχή του αλλά και με αίγλη που αποδείχθηκε υπερτοπική και διαχρονική. Αυτό ήταν! Οι πρώτες βάσεις είχαν τεθεί. Ήταν πια θέμα χρόνου για να μοιραστούν και τα Άνω Πεδινά ένα μέρος από τη διασημότητα και τη φήμη των – ήδη – πασίγνωστων χωριών του Ζαγοριού.

Πέρασαν κιόλας πέντε χρόνια, από τότε που ήρθε στο φως το πρώτο άρθρο στο περιοδικό για το Ζαγόρι. Ένα άρθρο για το γραφικό και φιλόξενο Κουκούλι, που σηματοδότησε την απαρχή ενός πολύχρονου οδοιπορικού στον πιο ιδιαίτερο τόπο της Ελλάδας. Διατυπώναμε τότε μιαν ευχή: «Βιολογικά ν’ αντέξουμε». Γιατί, όπως λέγαμε, «ψυχικά ποτέ δεν κουράζεται κανείς, όσο κι αν τριγυρνάει στο Ζαγόρι».
Σήμερα, πέντε χρόνια μετά, τα συναισθήματά μας για τον τόπο παραμένουν αναλλοίωτα. Καθώς ξεκινάν οι ετοιμασίες για ένα νέο ταξίδι στο Ζαγόρι, δεν μετριέται η χαρά μας. Είναι η χαρά που νιώθουμε όλοι, όταν πάμε να ξαναβρούμε έναν φίλο, παλιό και αγαπημένο. Που, όσο κι αν αλλάξει λίγο με το πέρασμα του χρόνου, παραμένει πάντα πιστός και σταθερός.
ΣΤΑ ΑΝΩ ΠΕΔΙΝΑ
Μια 20 ετία πριν τα Άνω Πεδινά ζούσαν ακόμη στην αφάνεια, στις παρυφές της τουριστικής ανάπτυξης που είχε αρχίσει στο Ζαγόρι. Ελάχιστα αυτοκίνητα με επισκέπτες της περιοχής ξεστράτιζαν από τη μακρόστενη πεδιάδα προς τα Άνω Πεδινά. Ύστερα, με προσοχή και δισταγμούς, έπαιρναν τον στενό και πολύ ανηφορικό δρόμο, που διέσχιζε σ’ όλο του το μήκος, από Β προς Ν, το άσημο χωριό. Και για ποιο λόγο να το επιχειρούσαν άλλωστε; Εκτός από ένα μικροσκοπικό μπακαλικάκι – καφενεδάκι πάνω από την πλατεία και δυο – τρία ταπεινά ενοικιαζόμενα δωμάτια, δεν είχε ο τόπος να προσφέρει τίποτε άλλο. Διατηρούσε βέβαια την αθωότητα και την παρθενική του ομορφιά, μα αυτά τα χαρίσματα ελάχιστους συγκινούσαν επισκέπτες.
Τότε, και συγκεκριμένα το 1987, η αρχιτέκτων και γεωγράφος Ελένη Παγκρατίου αισθάνθηκε μιαν ακατανίκητη έλξη για τον τόπο των προγόνων της. Οραματίστηκε και χωρίς να διστάσει δημιούργησε το «ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΟΡΕΣΤΗ», μια ζεστή και φιλόξενη γωνιά, έναν ξενώνα – πρότυπο, όχι μόνον για την περιοχή και την εποχή του αλλά και με αίγλη που αποδείχθηκε υπερτοπική και διαχρονική. Αυτό ήταν! Οι πρώτες βάσεις είχαν τεθεί. Ήταν πια θέμα χρόνου για να μοιραστούν και τα Άνω Πεδινά ένα μέρος από τη διασημότητα και τη φήμη των – ήδη – πασίγνωστων χωριών του Ζαγορίου.
Είτε από τα Γιάννενα φτάνει κανείς στα πεδινά είτε από την Κόνιτσα η εικόνα είναι περίπου η ίδια: μια γλυκύτατη πεδιάδα ανάμεσα σε λόφους, καταπράσινη και επίπεδη, η μεγαλύτερη του Ζαγοριού. Ανάμεσά της διακρίνονται που και που τούφες λευκές. Είναι οι ράχες των προβάτων και των λιγότερων κατσικιών, που βόσκουν ανέμελα στο τρυφερό χορτάρι. Γι’ αυτή την πεδιάδα έγραφε το 1870 στα «Ζαγοριακά» του ο Λαμπρίδης: «Ευρύς και εκτεταμένος ορίζων και διηνεκείς χλόη της παρακείμενης πεδιάδας καθιστώσι ταύτην τερπνήν. Είναι δε εκ των πλουσιωτέρων, των μάλλον ανεπτυγμένων και των παραγουσών παντός σχεδόν είδους προϊόντα, χάρις εις την μεγίστην φιλοπονίαν των κατοίκων. Ούτοι διακρίνονται ιδίως επί αυστηρά οικονομία, τιμιότητι και δραστηριότητι, δι ο και οι περισσότεροι τούτων υπερεπλούτηναν και μάλιστα οι εν Ραδομηρίων, Τζιομαγιά και Αλεξανδρεία εμπορευόμενοι».
Ιδιαίτερη μνεία κάνει ο Λαμπρίδης και για τους «αρίστους την ποιότητα ερεβίνθους» των Άνω Σουδενών. Αυτή η αφθονία των σιτηρών, που εκαλλιεργούντο και μέχρι πριν λίγες δεκαετίες, εξηγεί την παρουσία τόσων πολλών αλωνιών, τόσο στα Άνω Πεδινά όσο και στα αντικρινά τους Κάτω Πεδινά. Σήμερα βέβαια οι αγροτικές καλλιέργειες έχουν δώσει σε μεγάλο βαθμό τη θέση τους στην κτηνοτροφία αιγοπροβάτων που, λίγα χρόνια πριν, έφταναν τις 10.000 στην πεδιάδα.
Από πότε όμως υπάρχουν τα Άνω Πεδινά; Ο ακριβής χρόνος κατοίκησης του οικισμού δεν είναι γνωστός, η πρώτη όμως γραπτή αναφορά ανάγεται στο 1361. Αναφέρει σχετικά ο Λαμπρίδης: «Εν τινι χρυσοβούλλων εκδοθέντι τη έτει 1361 υπό δεσπότου Συμεών του Παλαιολόγου του Σέρβου φαίνεται, ότι την κωμόπολιν ταύτην… ενέμετο ο μέγας Κοντόσταυλος Ιωάννης Τσάφας Ουρσίνος, ανήρ βαθυκτήμων και επίσημος».
Σχετικά με την ονομασία του τόπου γράφει ο Λαμπρίδης, ότι «εν τινι ανασκαφή, γενομένη εσχάτως προς ανέγερσιν οικίας, ευρέθη σταυρός εν ω Στούδενα (ψυχρός τόπος) η κωμόπολις αυτή αποκαλείται».
Η αρχική λοιπόν ονομασία «Στούδενα» ή «Σουδενά», πιθανότατα σλαβική, σήμαινε «ψυχρός τόπος» εξαιτίας της ρεματιάς, που από Β προς Ν διασχίζει το χωριό και διοχετεύει ρεύματα ψυχρών βορείων ανέμων από τα ψηλώματα των βουνών προς την πεδιάδα. Το 1928 το χωριό μετονομάστηκε «Άνω Κάμπος» και το 1929 πήρε την τελική του ονομασία «Άνω Πεδινά».
Περιγράφοντας την τοπογραφία του οικισμού ο Λαμπρίδης αναφέρει, ότι «η κωμόπολις αύτη, κειμένη εις τους πρόποδας πέντε λόφων, έχουσα διαστήματα μεταξύ των οικιών, των πλείστων διορόφων, μεγάλα, και περικυκλουμένη πανταχόθεν υπό καρυών, δρυών και άλλων δένδρων, μακρόθεν παρίσταται αξιοθέατος. Διασχίζεται δε υπό λάκκου, δι ου ύδωρ άφθονον διερχόμενον προ ολίγων ετών, επήνεγκε καταστροφών κήπων και οικιών».
Ο σπουδαίος ιατροφιλόσοφος και ιστορικός της Ηπείρου Ι. Λαμπρίδης, που είχε γεννηθεί στα Α. Πεδινά, επαινεί το νερό της πατρίδας του λέγοντας, ότι «μεταξύ των χωρίων, ων οι κάτοικοι διαυγές και άριστον ύδωρ εξ ομβροδεκτών πίνουσι, διακρίνονται τα Άνω Σουδενά, ένθα τουλάχιστον 38 δεξαμεναί υπάρχουσι». Δεν παραλείπει όμως να αναφερθεί και στην σπανιότητα των ξύλων αφού, σε αντίθεση με τα δασωμένα χωριά του Ανατολικού Ζαγοριού, συγκαταλέγει τα Σουδενά μεταξύ των κοινοτήτων «αίτινες στερούνται και την προς θέρμανσιν ξύλων, άπερ δι αγώνων και δαπανών προμηθεύονται».
Πολλά βέβαια πράγματα έχουν αλλάξει στα Α. Πεδινά από τα χρόνια του Λαμπρίδη. Ενδιαφέρουσα είναι η πληθυσμιακή εξέλιξη που είχε ο οικισμός. Η πρώτη αναφορά γίνεται στα 1687, όταν το χωριό αριθμούσε 27 οικογένειες. Το 1735 είχαν απομείνει μόνον 17, αφού 10 οικογένειες είχαν μεταναστεύσει στην Φοινίκη, χωριό των Φιλιατών. Αιτία υπήρξε μια αιματηρή διαμάχη για κτηματικές διαφορές ανάμεσα σ’ έναν Πανωσουδενιώτη και Βιτσινούς τσομπάνηδες. Από το βιβλίο του Ευρυπίδη Μακρή «Ζαγοροχώρια» πληροφορούμαστε, ότι πριν λίγα χρόνια οι σημερινοί Πανωσουδενιώτες πήγαν στη Φοινίκη, όπου τους έγινε συγκινητική υποδομή από τους απογόνους των παλιών μεταναστών. Μια άλλη προγενέστερη μετοίκηση έγινε κατά τον 15ο αιώνα στα Άνω Σουδενά Καλαβρύτων, που σήμερα ονομάζονται Λουσικά.
Περί τα τέλη του 19ου αιώνα τα Α. Σουδενά διανύουν περίοδο ακμής, με πληθυσμό 800 κατοίκων. Το 1913, με την απελευθέρωση, εξακολουθούν να έχουν 600 κατοίκους, με 52 παιδιά σε Αρρεναγωγείο και Παρθεναγωγείο. Με την σταδιακή όμως εγκατάλειψη των αγροτικών και κτηνοτροφικών ενασχολήσεων και την μετανάστευση στα αστικά κέντρα ο πληθυσμό φθίνει. Σήμερα οι μόνιμοι κάτοικοι δεν ξεπερνούν τους 70, ενώ ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 το σχολείο είναι κλειστό. Ακόμα κι έτσι όμως τα Α. Πεδινά θεωρούνται, συδκριτικά με άλλα, από τα πιο ζωντανά χωριά του Ζαγοριού. Και εξακολουθεί πάντα να λειτουργεί – έστω και με πολύ λιγότερες μαθήτριες απ’ ότι στο παρελθόν – η Λαμπριάδειος Οικοκυρική Σχολή, που ιδρύθηκε το 1934 από τον Ι. Λαμπριάδη. Στεγάζεται σε μεγαλόπρεπο πετρόχτιστο οίκημα στην είσοδο του χωριού και παρέχει στις μαθήτριες στέγη, τροφή, μαθήματα Δημοτικού Σχολείου και παράλληλη Εκπαίδευση σε κέντημα, ραπτική και αργαλειό. Πρόεδρος της Σχολής είναι ο εκάστοτε Μητροπολίτης Ιωαννίνων.
ΜΙΑ ΠΕΡΙΔΙΑΒΑΣΗ ΣΤΑ ΑΝΩ ΠΕΔΙΝΑ
Οι καιροί αλλάζουν, οι εικόνες μεταβάλλονται, το τοπίο διαφοροποιείται από τις ανθρώπινες επεμβάσεις. Σε μια διάσημη τουριστική περιοχή, όπως είναι το Ζαγόρι, οι εξελίξεις τρέχουν με βήματα γοργά, υπακούουν στην ανάγκη εξυπηρέτησης ολοένα και μεγαλύτερου αριθμού επισκεπτών. Ωστόσο, εδώ τουλάχιστον, διατηρείται ένας αποδεκτός σεβασμός στην παραδοσιακή φυσιογνωμία του τόπου, σε αντίθεση με την βαρβαρότητα που έχει ισοπεδώσει αρχιτεκτονικά, περιβαλλοντικά και αισθητικά αναρίθμητους – πρώην πανέμορφους – τόπους στην Ελλάδα. Το Ζαγόρι υπήρξε τυχερό και, με ελάχιστες απώλειες, τέθηκε νωρίς κάτω από την προστασία του νόμου, που διαφύλαξε τον παραδοσιακό του χαρακτήρα. Αρχικά με το Διάταγμα του 1979 και στη συνέχεια με τροποποιήσεις, που όρισαν πολύ αυστηρότερους όρους δόμησης.
Προγενέστερη του νομοθετικού πλαισίου είναι – προφανής – μια κατοικία σε περίοπτη θέση των Α. Πεδινών, που η αρχιτεκτονική της ξενίζει δυσάρεστα και δεν συμβαδίζει με την συνολική εικόνα του χωριού. Μικρό το κακό, όπως και οι ελάχιστες τσίγκινες σκεπές σε βοηθητικούς χώρους κάποιων σπιτιών. Παρά την έξαρσή της η οικοδομική δραστηριότητα, τόσο στην είσοδο όσο και στο εσωτερικό του οικισμού, δεν μας ενοχλεί. Η τοιχοποιΐα είναι σε γενικές γραμμές επιμελημένη αν και οι διαφορές της, τόσο ως προς τις χρωματικές αποχρώσεις της πέτρας όσο και ως προς τις κατασκευαστικές λεπτομέρειες, είναι εμφανείς σε σύγκριση με την τοιχοποιΐα των παλαιότερων κτισμάτων.
Στη δεξιά πλευρά της εισόδου του χωριού δεσπόζει πάντα, αναλλοίωτη από το χρόνο, η περίτεχνη φρουριακή περίφραξη της Μονής την Ευαγγελίστριας. Με σύγχρονης κατασκευής αλλά ωραίο καλντερίμι φτάνουμε μετά από μερικές δεκάδες μέτρα μπροστά στο περιτείχισμα, έναν πανύψηλο και στιβαρό τοίχο με εξαιρετική τοιχοποιΐα από γκρίζα πέτρα, χωρίς συνδετικό κονίαμα. Χαμηλώνουμε το κεφάλι για να περάσουμε από την καμάρα της πύλης και βρισκόμαστε στον πλακόστρωτο αύλειο χώρο της μονής. Η μόνη αλλαγή που εντοπίζουμε από την τελευταία φορά είναι η απουσία του ανθρώπινου παράγοντα, αφού οι λίγες μοναχές που μας είχαν τότε καλοδεχτεί, έχουν εδώ και μερικά χρόνια εγκαταλείψει το μοναστήρι.
Η Μονή της Ευαγγελίστριας, που ιδρύθηκε το 1647 και ανακαινίστηκε το 1786, αποτελούσε για πολλά χρόνια το πνευματικό λίκνο της ευρύτερης περιοχής. Εδώ έμαθε τα πρώτα του γράμματα ο, γεννημένος το 1760 στα Α. Σουδενά, περίφημος λόγιος Νεόφυτος Δούκας, βαθύς γνώστης, ακούραστος μελετητής και δάσκαλος των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Ήταν θερμός θιασώτης της αρχαΐζουσας γλώσσας και δίδαξε στη Βιέννη και στο Βουκουρέστι, όπου είχε 400 μαθητές. Από το 1805 ως το 1842 έγραψε 70 βιβλία, που μάλιστα τα δημοσίευσε με δικές του δαπάνες 150.000 φράγκων και στη συνέχεια τα εδώρισε. Ο Λαμπρίδης αναφέρει ένα περιστατικό από τα χρόνια της νεότητας του Νεόφυτου Δούκα στο μοναστήρι: «Ερίσας ούτος προς τον ηγούμενου της μονής Ευαγγελιστρίας εν Άνω Σουδενοίς και βαναύσως υπ’ αυτού δαρείς, ως μη δυνηθείς να περισυναγάγη ημέραν τινα πάντας τους βόας της μονής, απήλθε κατ’ αρχάς εις Μέτσοβον, ίνα εκπαιδευθή, ποριζόμενος τα προς το ζην εκ της ιερωσύνης του, ακολούθως εις Ιωάννινα και ακολούθως εις Βουκουρέστιον. Ην δε φιλότιμος, ευσεβής, φιλόπονος μάλιστα και ανεξίκακος».
Μ’ ένα τεράστιο κλειδί ξεκλειδώνουμε την αυθεντική και πολύ βαριά πόρτα του Καθολικού, από την επιφάνεια της οποίας εξέχουν πάνω από 150 ογκώδη, πλατυκέφαλα καρφιά. Με την είσοδο μας μια αύρα κατάνυξης και παρελθόντος μας τυλίγει. Ο σταυροειδής με τρούλο ναός είναι κατάγραφος ως το τελευταίο τετραγωνικό εκατοστό με τοιχογραφίες υψηλής τέχνης. Μέχρι ύψους 3 – 4 μέτρων από το έδαφος η υγρασία έχει προκαλέσει αρκετές φθορές, ενώ πάνω απ’ αυτό το ύψος οι τοιχογραφίες διατηρούνται σε πολύ καλή εως άριστη κατάσταση. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο είναι επιβλητικό, με βαθύ σκάλισμα εξαιρετικής τέχνης και απεικονίσεις φυτικού διακόσμου, ζώων και δικέφαλων αετών.
Στις εγκαταστάσεις της μονής περιλαμβάνονται κελιά, αρχονταρίκι, τράπεζα και θαυμάσια πετρόχτιστη στέρνα στην αυλή. Κάτω από ένα τμήμα της πτέρυγας των κελιών υπάρχει υπόγειος θολοσκέπαστος χώρος μεγάλων διαστάσεων. Εδώ σώζεται ένας τεράστιος ξύλινος κάδος κρασιού, παμπάλαια μπακιρένια καζάνια τσίπουρου και ακόμη οι κυλινδρικές πέτρες που χρησιμοποιούντο, για να κάθονται πάνω τους στη σειρά οι μαθητές.
Μετά τη μονή βρίσκεται η είσοδος των Α. Πεδινών, όπου έχει μεταφερθεί το τουριστικό κέντρο του χωριού με κάποια καταλύματα, τρεις ταβέρνες και χώρο στάθμευσης. Αμέσως μετά αρχίζει ο πολύ ανηφορικός και αντιολισθητικός τσιμεντόδρομος, που με διεύθυνση ΝΔ – ΒΑ διασχίζει κατά τον διαμήκη άξονα τον οικισμό των Α. Πεδινών.
Με ξεναγό μας τον Βασίλη Δόνο, Πρόεδρο του Πολιτιστικού Συλλόγου των Πανωσουδενιωτών, παίρνουμε τον ανήφορο. Στ’ αριστερά του δρόμου συναντάμε αρχικά το πατρογονικό σπίτι του Βασίλη, κτίσμα μεγάλο του 1864 με όλα τα χαρακτηριστικά του Ζαγορίσιου σπιτιού: χοντρούς πέτρινους τοίχους, σιδεριές στα παράθυρα, πλακόστρωτο δάπεδο στο ισόγειο, τζάκια επιδαπέδια, παραδοσιακά ταβάνια με πηχάκια, μισάντρες, μπάστα και παμπάλαιες ντουλάπες. Στον αύλειο χώρο υπάρχει στέρνα από τις μεγαλύτερες του χωριού. Στην αντικρινή πλευρά του δρόμου σώζεται το σπίτι των απογόνων του Λαμπρίδη.
Λίγο πιο πάνω από το σπίτι του Βασίλη προβάλλει ο όμορφος ναΐσκος της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος με ωραία κόγχη ιερού. Από εδώ ξεκινάει δύσβατο μονοπάτι που οδηγεί στον λόφο του Προφήτη Ηλία, με θέα στο μεγαλύτερο τμήμα του χωριού.
Μετά την Μεταμόρφωση συναντάμε το κτίριο του παλιού Παρθεναγωγείου, μεγάλο διώροφο, με εξαίρετη τοιχοποιΐα και τόξα σε πόρτες και παράθυρα. Όταν, άγνωστο πότε, ολοκληρωθούν οι εργασίες ανάπλασης, θα αξιοποιηθεί το κτίριο με την στέγαση Συνεδριακού Κέντρου.
Συνεχίζοντας τον κεντρικό ανηφορικό δρόμο, αφιερωμένο στον Νεόφυτο Δούκα, φτάνουμε σε ελάχιστα λεπτά στην πρώτη από τις δυο πλατείες χωριού. Είναι στρωμένη με ορθογώνιες πλάκες και στο κέντρο της επιβάλλεται, με τον ογκώδη κορμό και τα πλούσια κλαδιά του, ένα αιωνόβιο πλατάνι. Μια μικρή πέτρινη πλάκα ενσωματωμένη στον κορμό αποδεικνύει την ηλικία και αυτόν που φύτεψε το δέντρο: «φυτευθείς υπό Αναστασίου Ζέρα το 1819», κάτι που προκύπτει και από την σχετική αναφορά στην ιστορία του Λαμπρίδη. Την φυσιογνωμία του μεγάλουαυτού ιατροφιλόσοφου και ιστορικού τίμησε η γενέτειρά του με προτομή, που είναι στημένη στην αμέσως επόμενη πλατεία, του Σπυρίδωνος Δούβρη. Πίσω από την προτομή του Λαμπρίδη ορθώνεται, με χρονολογία ανέγερσης 1874, το καμπαναριό της αντικρινής κεντρικής εκκλησίας του Αγ. Δημητρίου. Η πλατεία αυτή, στρωμένη με ακανόνιστες πλάκες, είναι διπλάσια περίπου σε έκταση από την προηγούμενη, υπολείπεται όμως αρκετά σε γραφικότητα.
Απένταντι από την πλατεία βρίσκεται το Δημοτικό Σχολείο των Άνω Πεδινών, ένα πετρόχτιστο κτίριο με χρονολογία αρχικής κατασκευής 1843 και χρονολογία ανακαίνισης 1909. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 σίγησαν οι φωνούλες και των τελευταίων παιδιών. Οι άδειες αίθουσες, με ότι έχει απομείνει, αποτελούν απλά την μακρινή ανάμνησης μιας ολόκληρης εποχής, μιας περιόδου γεμάτης μάθηση και γνώση που, αφού διατηρήθηκε ζωντανή για ενάμιση αιώνα, έσβησε στις μέρες μας. Σε μια αίθουσα, ωστόσο, υπάρχει κάτι που αποπνέει μιαν αίγλη αξεπέραστη. Είναι η Βιβλιοθήκη του Νεόφυτου Δούκα, ή μάλλον, ότι μπόρεσε να σωθεί από το πνευματικό κληροδότημα του μεγάλου αυτού ανδρός στους συντοπίτες του. Αναφέρει σχετικά ο Λαμπρίδης: «Ο Νεόφυτος Δούκας προσέφερε το 1832 στο Σχολείο 1950 γρόσια, καθώς και συλλογή βιβλίων αξίας 3000 γροσίων προς καταρτισμόν βιβλιοθήκης. Ταύτα δε τα βιβλία εγένοντο βαθμηδόν ανάρπαστα κατά το μέγιστον μέρος υπό τε των διδασκάλων και άλλων λογίων».
Αυτό που απέμεινε λοιπόν, μετά την λεηλάτηση των διδασκάλων και των άλλων λογίων του 19ου αιώνα, έχουμε μπροστά μας στις γυάλινες προθήκες. Φύλλα κιτρινισμένα, εξώφυλλα φθαρμένα ή εξαφανισμένα, δεσίματα παμπάλαια, ράχες δερματόδετες που μετά βίας συγκρατούν τις εσωτερικές σελίδες. Σελίδες γεμάτες με την συμπυκνωμένη σοφία μερικών από τους επιφανέστερους σκαπανείς του πνεύματος. Βυζάντιο Σκαρλάτο, Άνθιμο Γαζή, Νεόφυτο Δούκα, Ευγένιο Βούλγαρη, Αδαμάντιο Κοραή, Αλέξανδρο Ραγκαβή και τόσους ακόμα άλλους, Έλληνες και ξένους, ων ουκ έστιν αριθμός… Λατινικά, ιταλικά, γαλλικά, ελληνικά, αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς, λεξικά, γραμματικές, βιβλία ιστορικά, φιλοσοφικά, εκκλησιαστικά, γεωγραφικά, μαθηματικά, ιατρικά, ένας αληθινός ωκεανός γνώσης που παραμένει ανεκμετάλλευτος και άγνωστος. Χρονολογίες έκδοσης μουσειακές, με παλαιότερη μια του 1673, πολλές του 18ου αιώνα και πάμπολλες του 19ου και των αρχών του 20ου.
Εκδοτικοί οίκοι θρυλικοί με έδρα τη Βενετία, Λειψία, Παρίσι, Λονδίνο, Μιλάνο, Φλωρεντία, Βιέννη, Ιεροσόλυμα, Τεργέστη και ακόμη Κων/πολη, Σμύρνη, Μόσχα, Ερμούπολη, Αίγινα, Κέρκυρα, Αθήνα… Τα επιφανέστερα τυπογραφεία της εποχής εκπροσωπούνται στους πάνω από 500 τίτλους αυτού του άγνωστου θησαυρού των Α. Πεδινών. Φυλλομετρούμε με ευλάβεια μερικά από τα βιβλία με τα ιδιαίτερα αυτά χαρτιά και τους τυπογραφικούς χαρακτήρες που δεν υπάρχουν πια. Ύστερα ευχαριστούμε τον Παναγιώτη Τσουμάκι, Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου της βιβλιοθήκης «Νεόφυτος Δούκας» και συνεχίζουμε την περιήγησή μας στο χωριό.
Πολύ γρήγορα συναντάμε αριστερά μας την εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου, πετρόχτιστη, πλακοσκέπαστη, σ’ ένα από τα υψηλότερα σημεία του οικισμού. Από εδώ, δύσβατα τώρα πια και μη σηματοδοτημένα μονοπάτια, οδηγούσαν άλλοτε πριν από τη διάνοιξη των δρόμων, είτε προς τα ΒΔ στον ελαφότοπο είτε προς τα Α στο Μονοδέντρι και στη Βίτσα.
Ο δρόμος κατευθύνεται δεξιά, περνάει ανάμεσα από ωραία σπίτια, με φάλτσες τις γωνίες των εξωτερικών τοίχων, προνοητικότητα συνηθισμένη των μαστόρων της Ηπείρου για να μην βρίσκουν στις γωνίες τα φορτώματα των ζώων. Έχουμε ήδη φτάσει στην τοποθεσία «Αλεξόπλενα», σε υψόμετρο που ξεπερνάει τα 1000 μ. Λίγο πιο πάνω στα Α βρίσκεται η περιοχή «Παλιάμπελα». Σύμφωνα με τον Λαμπρίδη: «Έκειτο κατ’ αρχάς το χωρίον τούτο παρά την θέσιν «Παληάμπελα», ένθα ου μόνον λόγχαι και ξίφη Ρωμαϊκά ευρέθησαν αλλά και νόμισμα τι Ελληνικόν μεγάλης αξίας». Πάνω από τα Παλιάμπελα ορθώνονται οι ράχες του Κόζακα, με ορατά ακόμη τα ίχνη της φωτιάς, που 6 περίπου χρόνια πριν έκαψε το δάσος από σφενδάμια και πουρνάρια.
Βαδίζουμε για λίγο ως την ακτή του οροπεδίου, ανάμεσα από μερικά ερειπωμένα σπίτια και αλώνια. Όλο το χωριό απλώνεται στα πόδια μας. Όπως σημειώνει ο αρχιτέκτονας Χρήστος Στρατσιάνης: «ο αρχικός πυρήνας του σημερινού οικιστικού ιστού εντοπίζεται στο υψηλότερο τμήμα του οικισμού, ανατολικά της χαράδρας, σε σημείο προσήλιο που δεν είναι ορατό από το δρόμο. Η επιλογή προφανώς έγινε για λόγους ασφαλείας και, παρόλο που δεν σώζονται εμφανή στοιχεία οχυρωματικών κατασκευών, σε αυτό συνηγορούν μεμονωμένα πολεοδομικά και αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά των κτισμάτων της περιοχής (σχετικά πυκνή δόμηση, ψηλές λιθόκτιστες μάντρες και παρουσία «μπίμτσας», τυφλού δηλαδή θολοσκεπούς χώρου κάτω από το δάπεδο του ισογείου σε όλα σχεδόν τα σπίτια. Αξίζει να σημειωθεί, ότι η θέση αυτή της αρχικής εγκατάστασης είναι έξω από τον κύριο κορμό της χαράδρας και συνεπώς δεν επηρεάζεται σημαντικά από τα ψυχρά ρεύματα της χαράδρας του Βίκου»
Μερικές δεκάδες μέτρα πιο πέρα βρίσκεται το ωραίο εξωκκλήσι του Αϊ – Γιώργη. Μια εντοιχισμένη πλάκα αναφέρει, ότι «ιδρύθηκε δι εξόδων Αναστάσαινας Δόνου, Αυγούστου 15 1869. Δίπλα του δεσπόζει η μεγάλη πετρόχτιστη στέρνα που αποθήκευε βρόχινο νερό. Ολόγυρα ρίχνουν τη σκιά τους αιωνόβια σφενδάμια. 40 μέτρα πάνω από το εκκλησάκι περνάει χωματόδρομος, που μετά από 500 ακριβώς μέτρα (1000 μ. από την πλατεία) καταλήγει στη Μονή της Αγίας Παρασκευής, χτισμένης περί τα μέσα του 18ου αιώνα. Οι εγκαταστάσεις είναι ερειπωμένες και καλυμμένες με πουρνάρια, το καθολικό όμως είναι γενικά σε καλή κατάσταση, με θαυμάσιο πέτρινο τρούλο και πλάκες στη σκεπή. Αν και μισογκρεμισμένη η εξωτερική περίφραξη αποκαλύπτει την άριστη ξερολιθιά της τοιχοποιΐας της. Η θέα από το υψόμετρο των 1100 μέτρων είναι κορυφαία προς τον κάμπο, τα Κάτω Πεδινά και τα αντικρινά βουνά.
Τελευταίο επισκεπτόμαστε τον ναό του πολιούχου Αγ. Δημητρίου, σταυροειδή με τρούλο, χτισμένο το 1772, ενώ ο εξωνάρθηκας και ο περίβολος φέρουν χρονολογίες 1858 και 1863. Στον ναό διασώζεται το αυθεντικό πλακόστρωτο δάπεδο, ενώ το επιχρυσωμένο τέμπλο είναι μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας, με κάποιες φορητές εικόνες από το 1811. Οι τοίχοι είναι κατάγραφοι από τοιχογραφίες, που διατηρούνται γενικά σε καλή κατάσταση. Σ’ ένα σημείο του νότιου τοίχου απεικονίζεται ο Νεομάρυρας Γεώργιος ο εξ Ιωαννίνων, φορώντας φέσι στο κεφάλι.
Το τελευταίο μας βράδυ είναι αφιερωμένο σε γεύσεις φυσικές. Στο εστιατόριο του ξενώνα «ΠΟΡΦΥΡΟ», δίπλα στην πλατεία, δοκιμάζουμε εξαιρετική μανιταρόπιτα, μανιτάρια με κρέας και σαλάτα μανιτάρια, από τα άγρια μανιτάρια των βουνών του Ζαγοριού, που με τεράστια εμπειρία και μεράκι συλλέγει συσκευάζει στην μονάδα του στα Κάτω Πεδινά ο Βασίλης Παπαρούνας. Επιφυλασσόμαστε σύντομα να παρουσιάσουμε αυτή την μοναδική ενασχόληση μαζί με ένα άρθρο για τα Κάτω Πεδινά.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-Ι. Λαμπρίδη, «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ ΑΓΑΘΟΕΡΓΗΜΑΤΑ» και «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ», εκδ. ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ, Ιωάννινα 1971, 1993.
-Ε. Π. Μακρή, «ΤΑ ΖΑΓΟΡΟΧΩΡΙΑ, Ιστορική Αναδρομή, Τουριστική περιήγηση», Ιωάννινα 1996.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Ευχαριστούμε θερμά:
-Τον ξενώνα ΠΡΙΜΟΥΛΑ και συγκεκριμένα τον Χρήστο Στρατσιάνη και το ευγενικότατο προσωπικό του ξενώνα για την έξοχη φιλοξενία.
-Τον Βασίλη Δόνο, Πρόεδρο του Πολιτιστικού Συλλόγου Πανωσουδενιωτών και τον Παναγιώτη Τσουμάνη, Πρόεδρο της Δημοτικής Βιβλιοθήκης «ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΔΟΥΚΑΣ», για τις σημαντικές τους βοήθειες.
-Τον Βασίλη Παπαρούνα και τον Γιάννη Κυρλιγκίτση για τη «βραδιά μανιταριού».
-Τέλος, ιδιαίτερα ευχαριστούμε την Μητρόπολη Ιωαννίνων, για την πρόθυμη παραχώρηση άδειας φωτογράφισης των εσωτερικών της Μονής Ευαγγελίστριας και Αγ. Δημητρίου.
ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Αποστάσεις από:
Κόνιτσα: 35, Ιωάννινα 35, Θες/νίκη 315, Αθήνα 470.
ΔΙΑΜΟΝΗ
-Παναγιώτη Ξάνθου, τηλ.: 26530 71281
-«Το σπίτι του Ορέστη», τηλ.: 26530 71202
-«Πρίμουλα», τηλ.: 26530 71133
-Κυρλιγκίτση Ιωάννη, τηλ.: 26530 71579
-«Το Αμελικό», τηλ.: 26530 71501
-Δεμάτη Γεωργίου, τηλ.: 26530 71248
-«Το παραδοσιακό σπίτι», τηλ.: 26530 71209
-«Το Αλώνι», τηλ.: 26530 71216 & 71291
ΕΣΤΙΑΣΗ
-«Το σπίτι του Ορέστη», τηλ.: 26530 71202
-«Τα Σουδενά», τηλ.: 26530 71209
-Κωνσταντίνου Ξάνθου, τηλ.: 26530 71289
-Λάμπρου Αχνούλα, τηλ.: 26530 71216