Για πολλά χρόνια ένα πέπλο μυστηρίου, σαν πρωινή καταχνιά, κάλυπτε το φαράγγι του Βίκου. Όλες μου οι γνώσεις προέρχονταν από κάποια γενικόλογα δημοσιεύματα ή από ασαφείς αναφορές ντόπιων βοσκών και κυνηγών που ισχυρίζονταν,- ούτε λίγο ούτε πολύ- ότι δεν χρειάζονταν πάνω από δύο ώρες για να διασχίσουν το φαράγγι.
– Τρέχοντας; είχα ρωτήσει απορημένος.
– Όχι, περπατώντας. Αλλά με τη δική μας περπατησιά.
Έτσι παρέμενε το μυστήριο, πόσο χρόνο θα χρειαζόμουν εγώ, με τη δική μου περπατησιά.
Για πολλά χρόνια ένα πέπλο μυστηρίου, σαν πρωινή καταχνιά, κάλυπτε το φαράγγι του Βίκου. Όλες μου οι γνώσεις προέρχονταν από κάποια γενικόλογα δημοσιεύματα ή από ασαφείς αναφορές ντόπιων βοσκών και κυνηγών που ισχυρίζονταν,- ούτε λίγο ούτε πολύ- ότι δεν χρειάζονταν πάνω από δύο ώρες για να διασχίσουν το φαράγγι.
– Τρέχοντας; είχα ρωτήσει απορημένος.
– Όχι, περπατώντας. Αλλά με τη δική μας περπατησιά.
Έτσι παρέμενε το μυστήριο, πόσο χρόνο θα χρειαζόμουν εγώ, με τη δική μου περπατησιά.
Οι πρώτες προσεγγίσεις
Αφήνω το χρόνο να κυλήσει προς τα πίσω. Και να σταματήσει γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ‘70. Ήταν τότε, που για πρώτη φορά ένοιωσα να με κυριεύει το απόλυτο δέος στη θέα του αβυσσαλέο γκρεμού του Βίκου. Ενός γκρεμού που έχασκε κατακόρυφα, για πολλές εκατοντάδες μέτρα κάτω από το μπαλκονάκι της Μονής της Αγίας Παρασκευής, ως τη στενή κοίτη του φαραγγιού. Ακόμα πιο τρομακτική ήταν η αίσθηση του κενού κάτω από το αφύλακτο και στενό πέτρινο μονοπάτι, λαξευμένο στην ιλιγγιώδη ορθοπλαγιά. Μετά από τόσα χρόνια, παρόλες τις χιλιάδες εικόνες και εμπειρίες που μεσολάβησαν από τότε, εξακολουθεί να παραμένει ζωντανή η ανάμνηση εκείνων των στιγμών· και μάλιστα, τόσο ρεαλιστικά, ώστε κάθε φορά που μεταφέρομαι νοερά στο χαοτικό μονοπάτι, νοιώθω τις παλάμες μου να υγραίνουν από ιδρώτα…
Αναφέρει σχετικά ο Ι. Λαμπρίδης (1): “… σκοτίζεται η κεφαλή του βλέποντος εκ της κορυφής το εκπληκτικόν τούτο βάραθρον, όταν μάλιστα πέτραι, τυχόν κυλιόμεναι, πτώσι θορυβωδώς από των υψωμάτων !”
Στα χρόνια που ακολούθησαν ξαναπήγαμε στον Βίκο, χωρίς όμως να εισδύσουμε “καθ’ ολοκληρίαν εις το φρικωδέστατον και παμμέγιστον τούτο χάσμα”(2).
Ωστόσο, αυτή η μακρόθεν θέαση, το ακόπιαστο αγνάντεμα, ελάχιστα ανταποκρινόταν στις εξερευνητικές μας ανησυχίες για το φαράγγι. Ήταν θέμα χρόνου να μας αποκαλύψει ο Βίκος τα απόκρυφα μυστικά του. Η πρώτη λοιπόν “τυπική” διάσχιση, αυτή δηλαδή που κατά κανόνα επιλέγουν ομάδες και ιδιώτες (με αφετηρία το Μονοδένδρι και τερματισμό στον Βίκο), πραγματοποιήθηκε με μία πολυμελή ομάδα φίλων στις αρχές της δεκαετίας του 90. Ήταν μία εμπειρία μοναδική. Η διαφορά, ωστόσο, της δυναμικότητας και πείρας των πεζοπόρων, είχαν ως αποτέλεσμα, οι πρώτοι να τερματίσουν σε 5 ώρες και οι έσχατοι σε 7, κυριολεκτικά με το τελευταίο φως στα βάθη του φαραγγιού.
Ανησυχητικό, εξ’ άλλου, ήταν για όλους το συναπάντημα με τρεις τουλάχιστον ομάδες Αλβανών, που την εποχή εκείνη χρησιμοποιούσαν την διάβαση του Βίκου, ως ένα από τα συνήθη δρομολόγιά τους προς την Ελλάδα.
Έκτοτε, μας οδήγησαν αρκετές φορές – και σε διάφορες εποχές – τα βήματά μας στην κοίτη του φαραγγιού. Άλλοτε με ζέστη καλοκαιριού και μπόλικο ιδρώτα κι άλλοτε με ψύχρα φθινοπωριάτικη και φύλλα πολύχρωμα στα κλαδιά. Δεν έλειψαν και οι χειμωνιάτικες συνθήκες, με χοντρό στρώμα πάγου, κάτω από τα γεφύρια του Κόκκορου και του Μίσιου.
Διασχίζοντας τον Βίκο
Ο αείμνηστος Κώστας Λαζαρίδης (3), αρχίζει τη μονογραφία του για τον Βίκο (4) , με μία φράση από το βιβλίο του περίφημου Γαλλοελβετού φωτογράφου και ορειβάτη Frederic Βoissonnas (5): “Bίκος, η πιο μεγάλη χαράδρα του Ζαγοριού. Οι απόκρημνες πλευρές της, που ναι εκατοντάδες μέτρα ψηλές, φαίνονται σαν πελεκημένες με το τσεκούρι από κάποιο Θεό”.
Και συμπληρώνει πιο κάτω ο Λαζαρίδης: “ Η χαράδρα του Βίκου αποτελεί πραγματικά παράξενο συνδυασμό αγριότητας μα και φυσικής καλλονής που δεν περιγράφεται… Γιατί, την ίδια στιγμή που η άποψη της χαράδρας πάει να προξενήσει στον επισκέπτη κάποιο αίσθημα δέους και φρίκης με την απερίγραπτη αγριότητα που έχει μπροστά του, την ίδια στιγμή τον θέλγει, τον γοητεύει, τον μαγεύει κάποια θαυμάσια, σπάνια καλλονή”.
Αυτό το μεγαλειώδες φαράγγι ξεκινάμε, να διασχίσουμε ορίζοντας ως αφετηρία μας, όχι τη συνηθέστερη από το χωριό Μονοδένδρι αλλά την πιο απομακρυσμένη, από το γεφύρι του Κόκκορου (6).
Η αρχή της χαράδρας
Πριν ξεκινήσουμε όμως τη διαδρομή μας θεωρούμε σκόπιμο να προσδιορίσουμε τα όρια, δηλαδή από πού αρχίζει και πού τελειώνει η χαράδρα του Βίκου. Κατά τον Λαζαρίδη “ η χαράδρα του Βίκου ουσιαστικά αρχίζει από τη θέση “Στενά”, που είναι κάτω από το Τσεπέλοβο και κοντά στο μοναστήρι του Ρογκοβού” (7). Αν πραγματικά, λοιπόν, θέλει κάποιος – λάτρης των μεγάλων διαδρομών και της περιπέτειας – να διαμορφώσει πλήρη άποψη της γεωμορφολογίας αλλά και της έκτασης του χάσματος του Βίκου, τότε πρέπει να ξεκινήσει από τα “Στενά”, που αναφέρει ο Λαζαρίδης ή πιο πάνω, από το πέτρινο Γεφύρι του Χάτσιου (8).
Εδώ στην ουσία βρίσκεται το αρχικό τμήμα της Χαράδρας του Βίκου, που είναι γνωστό ως Πάνω Βίκος ή Βικάκη, από το όνομα του ποταμού Βικάκη, που διαδέχεται τον Σκαμνελιώτικο Ρέμα. Σύμφωνα με την ακριβέστατη περιγραφή και στοιχεία του εξαιρετικού φυσιολάτρη και ορειβάτη Αντώνη Καλογήρου (9), αυτό το τμήμα του Πάνω Βίκου, από το Γεφύρι του Χάτσιου μέχρι το Γεφύρι του Κοντοδήμου (10) κάτω από τους Κήπους, έχει συνολικό μήκος 4.540 μέτρα και απαιτεί για τη διάσχισή του (χωρίς στάσεις και, σε κάποια σημεία του Βικάκη κολυμπώντας) 2 ώρες.
Μετά το Γεφύρι του Κοντοδήμου ακολουθούμε τη φαρδιά, επίπεδη κοίτη του Βικάκη (αν είναι καλοκαίρι) και σε 320 μ. (7’) φτάνουμε στη συμβολή του Βικάκη με το Ρέμα των Κήπων που αποτελείται από τα Ρέματα Λιθόστρωτο και Μυρίση. Συνεχίζοντας πάντα στην κοίτη για άλλα 300 μ. (7’) βρισκόμαστε μπροστά στην τρίτοξη πέτρινη σιλουέττα του διάσημου Γεφυριού του Πλακίδα ή Καλογερικού (11) .
Από το σημείο αυτό και μετά το ποτάμι παίρνει την ονομασία Μπαγιώτικο Ρέμα, από το παλιό όνομα “Μπάγια” των Κήπων. Ήδη η πορεία παίρνει κατεύθυνση Δ μέχρι το γεφύρι του Κόκκορου. Είναι μία διαδρομή στην κοίτη του Μπαγιώτικου ρέματος, με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι είναι στεγνή. Κι έτσι όμως, είναι μία ζόρικη πορεία, σε έδαφος επίπεδο μεν αλλά κακοτράχαλο, κατάσπαρτο από μικρές και μεγάλες κροκάλες. Κατά τον Καλογήρου η διαδρομή έχει μήκος 1.130 μ. και απαιτεί χρόνο 25’ (12).
Φτάνοντας στο Γεφύρι του Κόκκορου έχουμε ήδη ολοκληρώσει το πρώτο τμήμα της Χαράδρας του Βίκου, από την ουσιαστική της αφετηρία (στο γεφύρι του Χάτσιου, κάτω από το Τσεπέλοβο) ως την σημερινή δική μας αφετηρία (στο Γεφύρι του Κόκκορου, κάτω από το Κουκούλι). Αν, σύμφωνα με την περιγραφή του Καλογήρου, προσθέσουμε όλα τα ενδιάμεσα τμήματα της διαδρομής, τότε το συνολικό μήκος φτάνει τα 6.290 μ., ενώ ο χρόνος που απαιτείται είναι 2:45’. Ωστόσο, ένας μέσος πεζοπόρος που, κατά τον Καλογήρου, θα υποχρεωθεί να κολυμπήσει 7 φορές στον Βικάκη, θα χρειαστεί, κατά την άποψή μας, τουλάχιστον 4 ώρες.
Ξεκινώντας από το Γεφύρι του Κόκκορου
Βρισκόμαστε ήδη στη σκιά του επιβλητικού Γεφυριού του Κόκκορου, πανέτοιμοι να ξεκινήσουμε την πορεία μας στη χαράδρα του Βίκου. Εδώ το Μπαγιώτικο ρέμα μετονομάζεται σε Ξεροπόταμος. Δεν είναι άστοχη η ονομασία του αν σκεφτούμε ότι, για μικρό μόνο χρονικό διάστημα το ποτάμι έχει νερό.
09:30΄ Την πρώτη μέρα του Ιουνίου, ξεκινάμε με τους καλούς μας φίλους, τον Νίκο και τη Βάσω από την κοίτη του Ξηροποτάμου. Η κατεύθυνσή μας είναι Β και το υψόμετρο 710 μ. Με σημάδια στις πέτρες, κόκκινα και μπλε, εγκαταλείπουμε γρήγορα την κοίτη και μπαίνουμε σε ωραίο χωμάτινο μονοπάτι, παράλληλα με το ποτάμι. Ήδη η φύση του Ζαγοριού μάς επιφυλάσσει μία γενναιόδωρη σκιά, κάτω από μία συναρπαστική ποικιλία δέντρων που εναλλάσσονται συνεχώς: φουντουκιές, βαλανιδιές και κρανιές, κέδρα, σφενδάμια, γάβροι και ιτιές. Να κι ένα μοναχικό ελατάκι. Τα αυτιά μας χαϊδεύουν μόνιμα φωνούλες από πάμπολλα μικροπούλια.
09:40’ Διασχίζουμε για λίγο ένα πανέμορφο βράχινο μονοπάτι, ακριβώς πάνω από την κοίτη, με προστατευτικό τοιχαλάκι. Εδώ πρωταγωνιστές είναι οι φτέρες και ένα πυκνό δάσος γάβρων. Πανέμορφη και τελείως ξεκούραστη η διαδρομή, αληθινή ευτυχία να βαδίζει κανείς. Μετά το δάσος των γάβρων ξαναβγαίνουμε στο φως, μάς γνέφει μία ανθισμένη αγριοτριανταφυλλιά. Κάνουν την εμφάνισή τους εντυπωσιακά, δενδρώδη πουρνάρια και ξαναβυθιζόμαστε στη σκιά.
09:55’ Ένα στενό μονοπάτι διακλαδίζεται δεξιά και ανηφορίζει προς το Κουκούλι. Αρχίζει ήδη ένα φαρδύ καλντερίμι, με πυκνούς γάβρους και φουντουκιές να πλέκουν πάνω του τα κλαδιά τους και να δημιουργούν ένα φυσικό τούνελ με απόλυτη σκιά.
10:00’ Σε 30’ ακριβώς, φτάνουμε στο ισχυρότατο πέτρινο βάθρο του περίφημου δίτοξου γεφυριού του Μίσιου. Στο κατάστρωμα του γεφυριού το υψόμετρο είναι 700 μέτρα. Θαυμάζουμε το μεγαλόπρεπο χάσμα της Χαράδρας, με τους πανύψηλους γκριζοκόκκινους ασβεστολιθικούς βράχους, που ορθώνονται κατακόρυφα πάνω από την ξερή κοίτη του φαραγγιού. Μια κοίτη που κάποιον χειμώνα, με πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, είχαμε την τύχη να αντικρίσουμε παγωμένη.
Διασχίζουμε το γεφύρι και ήδη στην αντικρινή πλευρά ξεκινάει στ΄αριστερά (δυτικά) το ανέβασμα της Σκάλας της Βίτσας, της δεύτερης διασημότερης (μετά την Σκάλα Βραδέτου), σκάλας του Ζαγοριού (14).
10:05’ Με Β προσανατολισμό εισχωρούμε στην ξερή κοίτη του Βίκου, με πινακίδα προς σκάλα Μονοδενδρίου. Βαδίζουμε αρχικά στην αριστερή όχθη, σε δύο λεπτά όμως διασχίζουμε την κροκαλωτή κοίτη και περνάμε στη δεξιά, ανατολική πλευρά. Ανάμεσα σε νεαρά έλατα και γάβρους αρχίζει ένα στενό χωμάτινο και πανέμορφο μονοπάτι, στο οποίο θα μπορούσαμε να βαδίζουμε με τις ώρες, χωρίς σταματημό. Δυστυχώς τούτη η ευδαιμονία ελάχιστα διαρκεί. Σ΄ένα δεκάλεπτο μόλις, ξαναβγαίνουμε στην κοίτη. Μετά την ηδονική επαφή του μαλακού χώματος στις πατούσες, μάς υποδέχονται και πάλι οι κροκάλες του φαραγγιού.
Στην βλάστηση προστίθενται και ανθισμένες ακακίες, την πορεία μας σηματοδοτούν κόκκινα σημάδια και κούκοι (μικροί λιθοσωροί).
10:20’ Μ΄ένα σημάδι στ΄αριστερά ξαναβγαίνουμε σε ευχάριστο μονοπάτι που διαρκεί 5’. Αμέσως μετά συναντάμε “σάρα” (15) και το μονοπάτι γίνεται μεικτό, χωμάτινο και πετρώδες.
10:30΄ Πάνω που αρχίζουμε να προσαρμοζόμαστε στις συνθήκες της νέας διαδρομής, το μονοπάτι μας οδηγεί και πάλι στην κοίτη του φαραγγιού. Εδώ, κάνει την εμφάνισή της μία απρόσμενη υδάτινη επιφάνεια. Είναι μία μακρόστενη “οβίρα”, ένας νερόλακκος δηλαδή, με ορατό μήκος τουλάχιστον 80 μέτρων και μέγιστο πλάτος που φτάνει τα 20 περίπου μέτρα. Στην απόλυτα ακίνητη, αρυτίδωτη επιφάνεια του νερού θαυμάζουμε τις θεαματικές αντανακλάσεις βλάστησης και βράχων.
Σ’ αυτό τον γαλήνιο τόπο χαρίζουμε μία στάση στους εαυτούς μας, μάταια αναμένοντας κάποιον εκπρόσωπο της άγριας ζωής να εμφανιστεί και να ξεδιψάσει με το δροσερό νεράκι, της βάθρας.
10:40’ Ένα ίχνος κόκκινου σημαδιού και μία υπόνοια μονοπατιού, στην αριστερή όχθη, αρκούν για να μας δημιουργήσουν τη βεβαιότητα, ότι κάπου εκεί βρίσκεται η συνέχιση της διαδρομής. Πολύ γρήγορα το μονοπάτι κινείται στα ριζά μεγάλη σάρας, εισχωρεί μέσα σε πυκνά κλαδιά δέντρων που παραμερίζουμε με δυσκολία και, γενικά, γίνεται κακοτράχαλο και ασαφές. Είναι φανερό ότι σε κάποιο σημείο έχουμε χάσει τον “μίτο”, που οδηγεί με αξιοπιστία στη διάσχιση του φαραγγιού. Μετά από 10 λεπτών άκαρπες προσπάθειες, ξαναβγαίνουμε στην κοίτη, μπροστά σ’ ένα φράγμα από πελώριους και δύσκολα προσπελάσιμους βράχους, αποτέλεσμα – προφανώς – γιγαντιαίων κατολισθήσεων σε απροσδιόριστο γεωλογικό παρελθόν .
Κι ενώ αναρωτιόμαστε αν θα πρέπει να επιστρέψουμε στην οβίρα για να ξαναμελετήσουμε τη διαδρομή ή να ψάξουμε ολόγυρα για κάποιο σημάδι, το βλέμμα μου ανακαλύπτει ξαφνικά στη δεξιά κοίτη ένα ανεπαίσθητο ίχνος που μοιάζει με μονοπάτι. Μισό λεπτό μετά, διαπιστώνουμε ανακουφισμένοι, ότι βρισκόμαστε σε κανονικό, “ευανάγνωστο” μονοπάτι, με σημάδια κόκκινο-λευκό και Ο3.
Βαδίζοντας κατάντη της ρεματιάς (αντίστροφα δηλαδή) συναντάμε σε μερικές δεκάδες μέτρα, έναν παλιό γνώριμο: την ζόρικη ανηφορική διαδρομή, που από την κοίτη του φαραγγιού οδηγεί στο Καπέσοβο.Σε μερικά λεπτά βγαίνουμε στην ανοιχτωσιά της οβίρας και αναγνωρίζουμε το σημάδι στην δεξιά (όπως ανεβαίναμε) όχθη, που είχε διαλάθει την προσοχή μας.
11:10’ Με ημίωρη καθυστέρηση συνεχίζουμε τη διαδρομή μας. Αντικρίζουμε με δέος την – ύψους εκατοντάδων μέτρων – κατακόρυφη ορθοπλαγιά των συμπαγών βράχων που πυργώνονται απέναντί μας. Ακολουθούμε πιο ομαλό,χωμάτινο μονοπάτι που μοιάζει στα μάτια μας με Εθνική Οδό. Για να μην καλομαθαίνουμε όμως, κάποια στιγμή ξαναβγαίνουμε στην κοίτη και συναντάμε τους γνώριμους – από το παρελθόν – αλλεπάλληλους κούκους, τόσο χαρακτηριστικούς.
11:25’ Σε υψόμετρο 670 μ. συναντάμε αριστερά τη διακλάδωση και την πινακίδα προς Μονοδένδρι. Εγκαταλείπουμε προσωρινά την κοίτη και παίρνουμε το ανηφορικό μονοπάτι προς Μονοδένδρι. Σ’ ένα 5λεπτο – και σε υψόμετρο 680μ. – βρίσκουμε νέα διακλάδωση, που αριστερά ανηφορίζει προς Μονοδένδρι, με την “Σκάλα του Μονοδενδρίου”, ενώ δεξιά συνεχίζει προς τον οικισμό του Βίκου, τον τελικό μας προορισμό. Φυσικά συνεχίζουμε δεξιά.
11:35’ Αρχίζει ένα εμφανέστατο και γενικά πετρώδες μονοπάτι, με διαδοχικά ανεβοκατεβάσματα σε συνεχές και αμιγές δάσος γάβρων.
11:45’ Βρισκόμαστε στη βάση ενός εντυπωσιακού κάθετου βράχου, με ένα πολύπλοκο ριζικό σύστημα κισσού, που έχει ενσωματωθεί αναπόσπαστα στην επιφάνεια του βράχου, ποιος ξέρει πόσα χρόνια πριν.
12:00 Έχοντας διασχίσει δύο ομαλές σάρες, βρίσκουμε μπροστά μας, για αρκετές, δεκάδες μέτρα, μία απότομη και δύσβατη κατηφόρα, που μας βγάζει στην κοίτη του φαραγγιού. Παρατηρούμε μία πλακέτα του Ε.Ο.Σ. Ιωαννίνων με ημερομηνία 23.9.2012 στη μνήμη του Ηλία Καζαντζή, που έχασε τη ζωή του εδώ. Κάνουμε μία μικρή στάση στη σκιά. Στους κυρίαρχους μέχρι τώρα γάβρους έχουν προστεθεί, με τους λείους κορμούς τους και φράξοι. Ευχάριστες οπτικές λεπτομέρειες, ανάμεσα στη βραχώδη κοίτη, είναι οι μικρές οβίρες με τα ολοκάθαρα νερά.
12:20’ Η στάση τελειώνει, ένα υπέροχο αεράκι δροσίζει την μεσημεριάτικη ατμόσφαιρα που μας περιβάλλει, ζεστή και υγρή στη χοάνη του φαραγγιού. Για μερικά λεπτά ένα δύσβατο έδαφος ταλαιπωρεί τα βήματά μας. Ακολουθούν καλοφτιαγμένα πέτρινα σκαλοπάτια και στενό φαράγγι με λαξευτούς κοίλους βράχους. Το μονοπάτι συνεχίζει σκιερό και δροσερό, ζωντανεμένο από κοτσύφια και άλλα μικροπούλια.
12:40’ Φτάνουμε σε στενό πέρασμα, μήκους 15 περίπου μέτρων, στην πλαγιά ενός απότομου πρανούς, που δεν πρόκειται να χαροποιήσει τους ακροφοβικούς. Σε σχέση βέβαια με το παρελθόν η κατάσταση είναι τώρα βελτιωμένη (16).
Ένα απέραντο και εντυπωσιακής ομορφιάς δάσος λευκών και μαύρων γάβρων – πολλοί από τους οποίους είναι αιωνόβιοι – προσδίδει ποικιλομορφία και αισθητικό ενδιαφέρον στη διαδρομή μας. Ποτέ ένας φυσιολάτρης πεζοπόρος δεν πλήττει στον Βίκο, διαφορετικά οικοσυστήματα και τοπία διαδέχονται το ένα το άλλο χωρίς διακοπή.
Σ’ αυτή τη χαράδρα, ωστόσο, που μας γεμίζει με τόσο έντονα συναισθήματα, δεν έχουν αναφερθεί οι αρχαίοι συγγραφείς. Αυτή η ανεξήγητη παράλειψη είχε κάνει εντύπωση και στον Ι. Λαμπρίδη, που σημείωνε το 1870 στα «Ζαγοριακά» του: “ Άξιον απορίας είναι πώς διέφυγε το κατανυκτικόν τούτο χάσμα την προσοχήν των αρχαίων της Ηπείρου ιστορικών”. Πιο κάτω αναφέρει ο Λαμπρίδης “ Ενησχόλησαν ένιοι των Ευρωπαίων, τον σοφόν αυτών κάλαμον… περί του περιωνύμου Βίκου, αλλ’ ατυχώς τας πραγματείας τούτων ουχ΄εύρον”.
Μπορούμε λοιπόν να θεωρήσουμε, ότι οι πρώτοι που έγραψαν κατά τα μέσα του 19ου αιώνα για τον Βίκο και το Ζαγόρι ήταν ο Γ. Χασιώτης, ο Ι. Λαμπρίδης, ο Ν. Τσιγαράς και ο Κ. Βαρζώκας, το 1954 ο Πέτρος Γιαννακός στην “Ηπειρωτική Εστία” αλλά και ο Τάκης Δάνος, με το γραπτό του, “Στου Βίκου τη Χαράδρα”, ένα απόσπασμα του οποίου αναφέρει: “Αλήθεια αξίζει τον κόπο να διασχίσεις αυτή τη χαράδρα, μοναδικό φαινόμενο σε όλη την Ευρώπη κατά τους ειδικούς. Εκεί μέσα θα βρεθής σ΄ άλλον κόσμο, τον κόσμο της ησυχίας και της σιωπής. Θα βρεθής στο Βασίλειο των αητών και των αγριμιών»…”.
Συνεχίζουμε σε μονοπάτι πολύ κατηφορικό και ολισθηρό, καλυμμένο με γαρμπίλι. Ακολουθεί μία βράχινη ανηφόρα, υποβοηθούμενη με σχοινί.
13:10’ Προβάλλει απέναντί μας το πελώριο χάσμα του Μεγαλάκκου που, ξεκινώντας με τη μορφή ρηχής πετρόσπαρτης ρεματιάς από τις νότιες υπώρειες της Τύμφης, εξελίσσεται στη συνέχεια σ’ ένα μεγαλειώδες και δυσπρόσιτο φαράγγι που καταλήγει στον Βίκο.
Ήδη σε ένα 10λεπτο φτάνουμε στην πηγή “Κλήμα”, σε υψόμετρο 630 μ. Λίγο χαμηλότερα είναι η σμίξη του ρέματος Κλήμα – που διαρρέει το Μεγαλάκκο – με τον Βίκο, που κελαρύζει με κρυστάλλινο νερό. Δυστυχώς, η Βρύση Κλήμα, κατασκευασμένη από το 2008, είναι στεγνή. Είναι η πρώτη φορά στις τόσες μας επισκέψεις, που στερούμαστε το δροσερό νερό αυτής της πηγής. Η απογοήτευση μας είναι μεγάλη.
–Ας κάνουμε λίγη υπομονή, λέω στους φίλους μου. Σ΄ ένα δίωρο περίπου θα ξεδιψάσουμε με το παγωμένο, θεϊκό νερό του Βοϊδομάτη.
13:30΄ Με την προσδοκία του Βοϊδομάτη εγκαταλείπουμε το Κλήμα. Αρχίζει ένα από τα ωραιότερα κομμάτια της διαδρομής, με ωραίο μονοπάτι, σκιασμένο από υψίκορμους λευκούς και μαύρους γάβρους, κάποιοι από τους οποίους ξεπερνούν και τα 25 μέτρα σε ύψος. Χαμηλότερα, στην κοίτη της Χαράδρας, μας συντροφεύει το γλυκόηχο μουρμουρητό του Βίκου, που κυλάει ανάμεσα στις πέτρες με διάφανο νερό.Είμαστε όλοι ευγνώμονες για το μεγάλο προνόμιο, να μπορούμε να πεζοπορούμε στη χαράδρα του Βίκου, σε ένα τοπίο τόσο ξεχωριστό.
Πώς προέκυψε όμως και τι σημαίνει η ονομασία «Βίκος»; Κατά την επικρατούσα άποψη, που υποστήριξε το 1870 στα “Ζαγοριακά” του ο Λαμπρίδης, “… καθ΄ημάς η λέξις είναι, όπως και των πλείστων τοποθεσιών του Ζαγορίου σλαβική, σημαίνουσα τόπον ηχώδη”.
Και πράγματι, η αντήχηση κάποιας φωνής ή και κρότου από τουφέκι δημιουργεί μέσα στα φαράγγια αυτής της χαράδρας κάτι το πολύ παράξενο. Πολύ χαρακτηριστικά αναφέρουν οι Κ. Θεσπρωτός και Α. Ψαλίδας (18): “… εις αυτό το μέγα χάσμα, καθώς αδειάσης τουφέκι, ακούεις διαδοχικώς 10 και 12 φορές να επαναλαμβάνεται ο αυτός ήχος, αντανακλώμενος εις τα πετρώδη σπήλαια, έως ότου να εκλείψη”.
Μία γλαφυρή περιγραφή δίνει και ο Νέστορας Γεωργίτσης, στο “Ηπειρωτικόν ημερολόγιον, 1914”: “Ολίγον μετά ταύτα κρότος βολής και εκκωφαντικοί ίαχοι ανθρώπων, παρήγαγον ταραχήν απερίγραπτον και ετάραξαν την γαλήνην αετών και ορνέων τα οποία, εξερχόμενα των φωλεών, ήρξαντο ιπτάμενα μεγαλοπρεπώς”.
Πού και πού βγάζουμε κι εμείς κάποια φωνή. Ο αντίλαλος μάς επιστρέφεται, βέβαια, όχι όμως στο πολλαπλάσιο. Ίσως φταίει η ένταση της φωνής, μάλλον όμως η επιλογή του σημείου, που δεν ευνοεί τη δημιουργία πολλαπλών αντηχήσεων της φωνής.
Μία ασυνήθιστη εικόνα ελκύει την προσοχή μας. Είναι μία αγριοκαστανιά ή ιπποκαστανιά, φυτρωμένη όχι στο έδαφος αλλά μέσα σε βράχο. Το μονοπάτι εξακολουθεί πάντα πολύ απολαυστικό. Ωστόσο, εδώ και κάποια ώρα, έχει πάψει να μας συντροφεύει το κελάρυσμα του νερού, έχει χαθεί μέσα στα έγκατα της κοίτης του φαραγγιού. Κάποια στιγμή ανοίγει ο ΒΔ ορίζοντας, αποκαλύπτεται στο βάθος το γιγάντιο, συμπαγές τείχος των βράχων της Γκουβοστίτσας, στις ΝΔ υπώρειες της Αστράκας. Με υψόμετρο 1.900 μέτρα στην κορυφή της η Γκουβοστίτσα δημιουργεί το πιο αβυσσαλέο χάσμα του Βίκου, μία υψομετρική διαφορά ως την κοίτη που ξεπερνάει τα 1.300 μέτρα (19)!
14:30’ Φτάνουμε σε παλιό εικονοστάσι συνδυασμός πέτρας και τσιμέντου.Να κι ένας γιγάντιος επικλινής βράχος, που έχει δημιουργήσει ένα μοναδικό φυσικό σκέπαστρο, απόλυτης προστασίας από εχθρικούς καιρούς.
15:20’ Για πρώτη φορά αντικρίζουμε, μέσα απ’ τα φυλλώματα των δέντρων, το γνώριμο ξύλινο κιόσκι, τον επιθυμητό προορισμό μας στη θέση “Ράχη” του χωριού Βίκος,ένα από τα κορυφαία παρατηρητήρια της χαράδρας. Ήδη, εδώ και μερικά λεπτά, έχουν κάνει την εμφάνισή τους τα πρώτα πλατάνια αλλά και κομμάτια παλιού καλντεριμιού.
15:35’ Μία πινακίδα, σε υψόμετρο 505 μέτρων, μας δείχνει ένα, όχι ιδιαίτερα ευδιάκριτο μονοπάτι, προς Πάπιγκο και πηγές Βοϊδομάτη. Ήδη ακούγεται χαμηλά η βοή του ποταμού.Ανηφορίζουμε για μερικά λεπτά στενό, χοντροφτιαγμένο καλντερίμι. Ανθισμένο φασκόμηλο ευωδιάζει στα βήματά μας. Η ανηφοριά γίνεται δύστροπη, αποκτάει σκαλοπάτια και χαλικάκι. Ο ήλιος, που ήταν κρυμμένος ως τώρα, προβάλλει μέσα από μολυβένια σύννεφα, ιδιαίτερα θερμός.
15:50 Στο τέλος της ανηφόρας μία διακλάδωση κατηφορίζει δεξιά προς το εκκλησάκι της Παναγίας, ενώ στην ευθεία αρχίζει ο γολγοθάς ως τον Βίκο. Αρχικά με ομαλό μονοπάτι και, στη συνέχεια, με χοντροφτιαγμένο καλντερίμι, φτάνουμε σ’ ένα 7λεπτο περίπου, στο ωραίο ξέφωτο του δάσους, πάνω από τον ρου του Βοϊδομάτη. Κόσμημα αληθινό του φυσικού περιβάλλοντος αποτελεί η Παναγία της Χαράδρας, ο μικρός μονόχωρος ναός, με δίρριχτη στέγη καλυμμένη με σχιστόπλακες.
Πολύ γραφικό το εκκλησάκι ήταν κάποτε το Καθολικό της Μονής της Παναγίας, με ανέγερση το έτος 1738. Η ιστόρηση του εσωτερικού του ναού οφείλεται στον Σουδενιώτη ζωγράφο ιερέα Ιωάννη και στους γιους του, στα 1773. Η τεχνοτροπία της αγιογράφησης του ναού συμβαδίζει με τις λαϊκές τάσεις της ζωγραφικής που ίσχυαν στην Ήπειρο κατά τον 18ο αιώνα. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο κατασκευάστηκε στα 1761. Αξίζει να αναφερθεί, ότι στο ναό βρέθηκαν φορητές εικόνες του 18ου αιώνα και επίσης μία του Χριστού Παντοκράτορα του 1694. Ωστόσο, στη σημερινή του κατάσταση το ξωκκλήσι, χρειάζεται κάποιες εργασίες συντήρησης, περιποίησης και συνολικής αναβάθμισης, για να αντέξεις στην αναπόφευκτη φθορά του χρόνου.
Την κατάνυξη στο θρησκευτικό μνημείο διαδέχεται σ’ ένα λεπτό ο θαυμασμός μας για ένα άλλο μνημείο, της φύσης του Βίκου. Είναι τα πρώτα στάδια της γένεσης του Βοϊδομάτη, μία γιγάντια φυσική πισίνα απίστευτης ωραιότητας, με τα πιο διάφανα, τυρκουάζ και κρυστάλλινα νερά από κάθε άλλο ελληνικό ποτάμι.Ολόγυρα, μία μεγάλη και ζωηρή παρέα αγοριών και κοριτσιών χαίρονται τα προνόμια της ηλικίας και της ανεμελιάς τους, ενώ οι πιο τολμηροί δοκιμάζουν τις αντοχές τους στο παγωμένο νερό του ποταμού. Γονατίζουμε στο έδαφος, κυριολεκτικά και μεταφορικά, βυθίζουμε τα πρόσωπά μας στο ρυάκι, σβήνουμε τη δίψα μας με το θεϊκό νερό, που ξεπηδάει μέσα από τις πέτρες, λίγα μέτρα πάνω από την κοίτη του ποταμού.
16:20’ Καθώς παίρνουμε να ανηφορίζουμε από την όχθη του ποταμού μία λάμψη αρχικά και αμέσως μετά μία υπόκωφη βροντή μας προειδοποιούν για την επικείμενη εξέλιξη του καιρού. Ταχύνουμε το βήμα αλλά στην είσοδο της εκκλησίας ξεσπάει η βροχή, μία βροχή βίαιη, αυθεντική καλοκαιρινή. Βρίσκουμε προσωρινό καταφύγιο στο εσωτερικό του ναού. Σ ένα δεκάλεπτο επιχειρούμε ηρωική έξοδο, έχει κοπάσει κάπως η βροχή.
16:45’ Ξεκινάμε την ανάβαση κάτω από συνεχή βροχή που, από τη στιγμή που μας έχει μουσκέψει, παύει να μας απασχολεί. Καθώς κερδίζουμε υψόμετρο και βγαίνουμε στις ανοιχτωσιές, δυναμώνει ο αέρας, η βροχή θυμίζει παγωμένες βελονίτσες στα πρόσωπά μας. Το πιο ενοχλητικό και δυσάρεστο, ωστόσο, είναι οι υγρές, ολισθηρές πέτρες του καλντεριμιού, που τερματίζει στο χωριό. Αυτή είναι η περίφημη ελικοειδής “Σκάλα του Βίκου” που, βέβαια, είναι μία μικρή – ή και μεγάλη- δοκιμασία, μετά από τόσες ώρες διαδρομής.
Μικροστάσεις για αναπνοές, πέτρινο εικονοστάσι σε ωραία θέση θέας, μερικές στροφές ακόμη και στις 17:30΄, σε 45’ από το εκκλησάκι της Παναγίας, φτάνουμε στην άσφαλτο, στην είσοδο του χωριού.
Έχουμε συμπληρώσει, από τις 09:30 το πρωί ως τις 17:30 το απόγευμα, 8 ώρες συνολικής παραμονής και πορείας μέσα στη χαράδρα του Βίκου. Συμβουλευόμαστε τις σημειώσεις μας και καταλήγουμε, ότι ο χρόνος της καθαρής πορείας είναι 6:15’ ακριβώς.
Επίλογος
Ως ανταμοιβή προς τους μουσκεμένους από τη βροχή αλλά και κάθιδρους από τον ανήφορο οδοιπόρους, επιστρατεύει τη γενναιοδωρία της η φύση του Ζαγοριού, δίνει πρόσταγμα να σταματήσει η βροχή. Πελώρια μαύρα σύννεφα, διωγμένα απ’ τους ανέμους, αλλάζουν συνεχώς όγκο και θέση στον ουρανό, απομακρύνονται από πάνω μας, συνωθούνται στα υψίπεδα της Αστράκας.Την ίδια ώρα, ένας λαμπρός απογευματινός ήλιος, βρίσκει διόδους ανάμεσα από τα σύννεφα και εξακοντίζει φλογερές δέσμες φωτός στους βράχους της Γκουβοστίτσας.
Βγαίνουμε κι εμείς από τα υπόστεγά μας κι ανηφορίζουμε λίγα μέτρα ως τη “Ράχη” του Βίκου, δίπλα στο κιόσκι. Καλησπερίζουμε το καλό μας φίλο, τον δάσκαλο Κώστα Ιωαννίδη, στη δική του “Ράχη”, το πανέμορφο μαγαζάκι του με την ποικιλία βοτάνων και παραδοσιακών προϊόντων του Ζαγοριού.Ακούει ο φίλος μας πως μόλις περάσαμε τον Βίκο και μας προσκαλεί για ένα τσιπουράκι. Όχι σε τυπικό τραπέζι με καρέκλες αλλά στο περιβολάκι του, σε χειροποίητα σκαμπουδάκια. Πλάι στο κιόσκι και στο χείλος του γκρεμού το περιβολάκι του είναι το κορυφαίο μπαλκόνι του Βίκου. Από εδώ αφήνουμε τα βλέμματα και τους ρεμβασμούς μας να πλανηθούν στην απέραντη χοάνη της χαράδρας που, λίγες ώρες πριν, μας αποκάλυψε μερικά από τα υπέροχα μυστικά της.
Συνοδεύει ο Δάσκαλος το τσιπουράκι με ευωδιαστά χορτοπιτάκια που λίγη ώρα πριν, ξεφούρνισε η γυναίκα του η Δώρα. Αυτό το εκλεκτό τσιπουράκι κι αυτά τα τυροπιτάκια με τα χόρτα και τα βότανα πολύ δύσκολα μπορούν να ξεχαστούν.
Να πω ότι δεν είμαι κουρασμένος; Θα ήταν ψέμα. Είναι όμως μία κούραση γλυκιά και μακαρίζω τον εαυτό μου που την έχω νοιώσει με τους φίλους μου σ’ έναν τόπο σαν κι αυτόν.
(1)Ιωάννου Λαμπρίδου “Ηπειρωτικά Αγαθοεργήματα, Ζαγοριακά”εν Αθήναις 1870 (Επανέκδοση Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 1971).
(2)Λαμπρίδης, ο.π.
(3)Ο Κώστας Λαζαρίδης από το Κουκούλι (1904-1989), υπήρξε δάσκαλος, συγγραφέας, ιστοριοδίφης, φυσιοδίφης και λαογράφος. Στη διάρκεια της ζωής του συνέλεξε και ταξινόμησε (αναφέροντας και τη Λατινική τους ονομασία) περισσότερα από 1.250 διαφορετικά είδη φυτών από το φαράγγι του Βίκου και την ευρύτερη περιοχή του Ζαγοριού. Ανάμεσα σ’ αυτά περιλαμβάνονται και τα φαρμακευτικά βότανα, που χρησιμοποιούσαν οι ονομαστοί “Βικογιατροί”.
(4)Κ. Λαζαρίδη, “Ελάτε στο Ζαγόρι να θαυμάσετε του Βίκου τη Χαράδρα”, Γιάννινα 1970.
(5) “L’ Epire berceau des Grecs”, Γενεύη 1914. Ο Boissonnas μαζί με τον συνοδοιπόρο του Daniel Baud Bovy και τον κυνηγό Χρήστο Κάκκαλο από το Λιτόχωρο υπήρξαν οι πρώτοι άνθρωποι που κατέκτησαν τον Αύγουστο του 1913, την κορυφή Μύτικας του Ολύμπου.
(6)Το επιβλητικό γεφύρι του Κόκκορου ή Νούτσου, είναι από τα πιο πολυφωτογραφημένα του Ζαγοριού. Πρωτοχτίστηκε το 1750, με χρήματα του Νούτσου Κοντοδήμου από το Βραδέτο. Το 1910 χρηματοδοτήθηκε η συντήρησή του με χρήματα του Γρηγόρη Κόκκορου από το Κουκούλι, γι’ αυτό και έκτοτε επικράτησε η σημερινή του ονομασία.
(7)Ελληνικό Πανόραμα, τεύχος 84, Νοε – Δεκ. 2011.
(8) Το γεφύρι κατασκευάστηκε κατά τον Λαμπρίδη,το 1804 από τον Τσεπελοβίτη Λάμπρο Χάτσιο. Είναι μεγάλο μονότοξο γεφύρι, με άνοιγμα τόξου 17,50 μέτρα, ύψος τόξου 9,90 μέτρα, μήκος καταστρώματος 43,20 και πλάτος 4,90μ. Γεφυρώνει το Σκαμνελιώτικο Ρέμα, όπως και το Παλιογέφυρο, μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο κάτω. Τούτο το γεφύρι θεωρείται από τα παλαιότερα μονότοξα του Ζαγορίου. Χτίστηκε γύρω στα 1700 με χορηγία του ΣκαμνελιώτηΓεωργίου Παρτάλη. Έχει άνοιγμα τόξου 9,50 μ., ύψος 10 και πλάτος 2,80 μέτρα.
(9)A.Καλογήρου, “Tα μονοπάτια του Ζαγοριού”, βιβλία Α+Β εκδόσεις Κριτική 2005.
(10)Το γεφύρι του Κοντοδήμου βρίσκεται στην έξοδο της χαράδρας του Βικάκη, σε υψόμετρο 745 μέτρα. Χτίστηκε στα 1753 με χορηγό τον Τάκη Κοντοδήμο από το Βραδέτο. Το άνοιγμα του τόξου είναι 15μ., το ύψος 7,80, το μήκος του καταστρώματος 20 μέτρα και το πλάτος 2,90 μέτρα.
(11)Το εντυπωσιακότερο και πιο πολυφωτογραφημένο γεφύρι του Ζαγοριού χτίστηκε το 1814 με χορηγία του Ηγουμένου της Μονής Προφήτη Ηλία Βίτσας, Σεραφείμ. Στη συνέχεια συντηρήθηκε από τις οικογένειες Πλακίδα, την κοινότητα Κουκουλίου και την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Τα ανοίγματα των τόξων είναι 15 –13,5 και 11,20 μέτρα. Τα αντίστοιχα ύψη 6 – 7,60 και 4,80 μέτρα. το συνολικό μήκος του καταστρώματος είναι 56 μέτρα και το πλάτος 3.15μ.
(12)Σε ώρα μεσημεριάτικη, καλοκαιρινή, που πραγματοποιήσαμε τη διάσχιση, χρειαστήκαμε 35’.
(13)Κατά τον Καλογήρου η απόσταση των 1.000μ. ανάμεσα στα γεφύρια Κόκκορου και Μίσιου καλύπτεται φυσιολογικά σε 20’, χωρίς όμως να συνυπολογισθούν οι δικές μας στάσεις για φωτογραφίσεις και σημειώσεις.
(14)Ένα συναρπαστικό και τελείως πρωτότυπο άρθρο για τις σημαντικότερες “Σκάλες” του Ζαγοριού (Βραδέτου, Βίτσας, Κήπων, Κουκουλιού, Μονοδενδρίου, Βίκου, Κακιάς Σκάλας) έχει δημοσιευθεί στο Ελληνικό Πανόραμα, τεύχος 84,Νοε-Δεκ. 2011.
(15) «Σάρα» σε υπαίθρια διαδρομή ονομάζουμε μία απότομη πλαγιά, καλυμμένη με μικρές και μεγάλες πέτρες, που την καθιστούν ολισθηρή και, ανάλογα με την κλίση, επικίνδυνη.
(16) Μία, διόλου ευχάριστη εμπειρία, ευτυχώς χωρίς δυσάρεστες συνέπειες, είχαμε με μία κυρία της συντροφιάς μας, πριν χρόνια, στην πρώτη διάχιση του Βίκου.
(17)Συναρπαστική περιγραφή του Μεγαλάκκου και της Κακιάς Σκάλας στο Ελληνικό Πανόραμα τεύχος 84,Νοε-Δεκ. 2011.
(18) “Γεωγραφία Αλβανίας και Ηπείρου”, 1964
(19) Σύμφωνα με το βιβλίο «Γκίνες’ το φαράγγι του Βίκου είναι το βαθύτερο παγκοσμίως σε αναλογία με το πλάτος του, αφού σε κάποιο σημείο το βάθος είναι 900 και το πλάτος 1.100 μέτρα (το βάθος 81% του πλάτους).