Το Φλάμπουρο είναι ορεινός όγκος που αποτελεί τμήμα του οροσυμπλέγματος της Βόρειας Πίνδου. Είναι η Α-ΒΑ απόληξη του ορεινού συγκροτήματος της Τύμφης, από το οποίο χωρίζεται με το ρέμα της Μόρφας και την κοιλάδα του Ρασενίτη ποταμού.
Αθέατο μέσα στα πυκνά δάση των μαυρόπευκων του Φλάμπουρου και 7χλμ. από την Λάϊστα, βρίσκεται το ιστορικό αλλά ερειπωμένο –πια- μοναστήρι της Αγίας Τριάδας του 1795. Μ’ ένα τεράστιο, παλιό σιδερένιο κλειδί, γίνεται η πρόσβαση στο εσωτερικό του Καθολικού, που είναι κατάγραφο από τις αγιογραφίες των περίφημων Χιονιαδιτών ζωγράφων από το 1884.

Η απόκοσμη μονή της Αγίας Τριάδας
Όλα σχεδόν τα βουνά της Πίνδου, που αναφύονται στη μεγάλη ενιαία οροσειρά του ελληνοαλβανικού κορμού, έχουν πάνω-κάτω μια οριζόντια τομή ανάπτυξης που ξεκινάει από τα ανατολικά και σβήνει με διαδοχικά ορεινά μέτωπα και κορυφώσεις προς τα δυτικά.
Εξαίρεση ίσως αποτελεί η πιο άγνωστη, αυτοτελής και πιο μικρή σε έκταση και ανάπτυγμα οροσειρά του Φλάμπουρου, που έχει φυσικό σύνορο τον Αώο ποταμό και περικλείεται από τη Βωβούσα και τη Λάϊστα, χωριά που την τέμνουν οριζόντια, αλλά που όμως έχει κάθετη γεωγραφική ανάπτυξη και κατεύθυνση. Πιθανότατα δε να θεωρείται και η πιο δασωμένη έκταση από ολόκληρο τον πινδώο κορμό, καθώς ελάχιστα τμήματά της μένουν γυμνά και χαρακτηρισμένα ως υποαλπικές ζώνες.
Η κορυφογραμμή που σχηματίζει είναι καμπυλωτή κι έχει ήπια διαβάθμιση, η δε κατεύθυνσή της αρχίζει από τα υψώματα της περίφημης Μόρφας (που αποτελεί τον πυρήνα της άγριας ζωής στην Πίνδο) και με κατεύθυνση βόρεια-βορειοδυτική, αφού διαγράψει ένα ήπιο υψομετρικό τόξο, με πέντε ανεπαίσθητες κορυφώσεις, απολήγει τελικά σβήνοντας στις δύσβατες χαράδρες του Αώου, στο πιο απρόσιτο τμήμα του ποταμού, σε αυτό δηλαδή που εκτείνεται ανάμεσα από τη Βωβούσα και τη γέφυρα Παλιοσελίου.
Όλη αυτή η οροσειρά είναι πυκνοδασωμένη, αποτελεί τον κεντρικό πυρήνα αλλά και μια εκτεταμένη εστία της άγριας ζωής και στερείται σχεδόν ολοκληρωτικά από οικισμούς, προσβάσεις και ανθρώπινη επέμβαση. Ευτυχώς…
Οδικά όμως έχει τεμαχιστεί, για λόγους υλοτομικούς, αλλά ευτυχώς μόνο στο νοτιοδυτικό της τμήμα, αυτό που προσεγγίζεται από τη Λάϊστα, ένα αμιγώς υλοτομικό χωριό, στο οποίο οι λίγες οικογένειες που διαμένουν όλο το χρόνο εκεί (περίπου δέκα) αποζούν και ασχολούνται με την υλοτόμηση των χιλιάδων δασικών δέντρων της περιοχής.
Αν εξαιρέσει κανείς ένα δασικό δρόμο που οδηγεί από τη Λάϊστα προς την κορυφογραμμή “Kλέφτες” (1.874 μ.) κι έναν άλλο που είναι σχεδιασμένος από χρόνια αλλά σχεδόν έχει εγκαταλειφθεί και οδηγεί στο επίσης εγκαταλελειμμένο χωριό του Παλιοχωρίου και το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας που βρίσκεται χωμένο στις δασοσκεπείς πλαγιές της παραπάνω οροσειράς, δεν υπάρχει άλλο οδικό διάγραμμα ή πλέγμα που να τεμαχίζει την περιοχή, μια περιοχή που καταλαμβάνει χιλιάδες εκτάρια δασοκαλυμένης ζώνης.
Την ανάπτυξη της οροσειράς του Φλάμπουρου μπορούμε, συνοπτικά, να την διαγράψουμε ως εξής:
Από τον ψηλό αυχένα της Μόρφας, από όπου περνάει και ο δημόσιος δασικός δρόμος Λάϊστας – Βωβούσας αρχίζει η κατατομή του ορεινού σχηματισμού, με κατεύθυνση, όπως είπαμε βόρεια – βορειοδυτική και ακολουθεί μια διατεταγμένη δασική ζώνη που κυμαίνεται από τα 1.500 μέτρα μέχρι τα 1.930, για να χαμηλώσει σταδιακά μέχρι να σβήσει στο δύσλοφο γεώγραμμα του Ρασενίτη και από κει στον ρου του ποταμού Αώου. Περνάει δε από πέντε διαδοχικές κορυφές, οι οποίες δεν διατηρούν τον αμιγή ορισμό της κορυφής, αλλά τις ονομάζουμε έτσι, αφού έτσι χαρακτηρίζονται από τους ντόπιους. Είναι δε αυτές με τη σειρά ανάπτυξης, το Φλάμπουρο, η κύρια κορυφή της οροσειράς, η Παζιότα, η Σαλατούρα, η Τοάκα, η Ασπρη Πέτρα και οι Κλέφτες. Βέβαια στην ονοματοθεσία αυτή πρέπει να συμπεριλάβουμε και τη σύγχυση που επικρατεί στους ντόπιους (ή στους γεωγράφους του GPS;) που αναφέρουν τις πέντε κορυφές ως Γκούρα, Πετζιότα, Σαλατούρα, Ασπρη Πέτρα και Κλέφτη…
Από τον αυχένα της Μόρφας, πριν αρχίσουμε να κατηφορίζουμε προς την Βωβούσα, φεύγει ένας δρόμος με βόρεια κατεύθυνση, ο οποίος ζώνει το βουνό και χάνεται στις ανατολικές πλαγιές του, πολύ ψηλά επάνω από το έσχατο αυτό χωριό του ανατολικού Ζαγορίου.
Ακολουθώντας αυτό το δρόμο μπορούμε – και αυτό κάναμε – να διασχίσουμε ολόκληρη την ήπια κορυφογραμμή, με τις πέντε παραπάνω κορυφώσεις και να καταλήξουμε, με διαφορετικό βαθμό δυσκολίας βέβαια, στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας, που είναι κρυμμένο σε ένα ύψωμα της δύσβατης λάκας του ποταμού Ρασενίτη, παραπόταμου του Αώου.
Κύρια χαρακτηριστικά αυτής της ορεινής περιπλάνησης αποτελούν η όμορφη κορυφή Φλάμπουρο, με υψόμετρο 1.930 μέτρα, τα διάσπαρτα πολυβολεία που είχαν εκεί στηθεί – προληπτικά – από τις αντάρτικες ομάδες του ΕΛΑΣ, αλλά δε χρησιμοποιήθηκαν ποτέ, ο αυχένας της Σαλατούρας, η πολύ φιλική διάσχιση του κωνοφόρου δάσους της Γκούρας ή Τοάκα και βέβαια το υπέροχο, κατάγραπτο κι εγκαταλελειμμένο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας, που ανήκει μεν στην εδαφική επικράτεια της Λάϊστας, αλλά βρίσκεται, οπτικά, απέναντι από το Ηλιοχώρι, από το οποίο όμως το χωρίζει ένα μεγάλο και δύσβατο πέρασμα.
Η διάσχιση που θα περιγράψουμε έχει καθαρά ορειβατικό και καθόλου ιστορικό χαρακτήρα κι ενδιαφέρον.
Από τη διασταύρωση της Μόρφας, καθώς ανηφορίζει κανείς ως εκεί είτε από τη Βωβούσα είτε από τη Λάϊστα, μέσω ενός έξοχου και πανέμορφου τοπίου, παίρνουμε ένα δρομάκι που φεύγει με βόρεια κατεύθυνση και στην αρχή διασχίζει την ήπια κορυφογραμμή, για να κατηφορίσει μετά μέσα από ένα πανέμορφο δάσος οξιάς σε ένα χαρακτηριστικό διάσελο.
Από εκεί αρχίζουμε την ανάβαση, πάντα από το δασικό δρόμο, προς τις πλαγιές του Φλάμπουρου, το οποίο διαγράφει μία πολύ δασωμένη καμπύλη, στη βάση της οποίας φτάνουμε ύστερα από μια ώρα πορεία.
Κι ενώ βρισκόμαστε μπροστά σε ένα σταυροδρόμι, με τον ένα δρόμο να συνεχίζει προς τα δυτικά και τον άλλο προς τα ανατολικά, σε σημείο που φαίνεται ότι υπήρχε υποτυπώδης αγροτικός οικισμός, εμείς διεισδύουμε στο δάσος της οξιάς που είναι δασύ και σκοτεινό, παίρνοντας ένα μονοπάτι που διασχίζει το δάσος με κατεύθυνση βορειοδυτική. Σε λίγο σχολάζει η οξιά και βγαίνουμε στο δρομάκι που όμως διαγράφει ένα τόξο προς τα δυτικά, πράγμα που μας αναγκάζει να τον αφήσουμε και να χωθούμε στο δάσος των μαυρόπευκων. Κι ενώ το πλέγμα των δασικών δρόμων είναι πυκνό, ανηφορίζουμε πάντα τέμνοντας τις φουρκέτες που δημιουργεί η οδική ανάβαση, ώστε να κερδίσουμε χρόνο. Τελικά αφήνουμε οριστικά το δρόμο ύστερα από ένα τέταρτο πεζοπορία και παίρνουμε τη χαρακτηριστική τομή, η οποία χαράζεται επάνω στον κεντρικό σπόνδυλο του βουνού.
Σε τρία τέταρτα περίπου ανηφορικής πορείας μες από τα δασωμένα πλέγματα των κωνοφόρων βγαίνουμε σε υποαλπικά λιβάδια και λίγο αργότερα φτάνουμε στην κορυφή του Φλάμπουρου, γύρω από την οποία εκτείνονται διάσπαρτα πέτρινα οχυρωματικά έργα, με πολυβολεία και θέσεις άμυνας. Η κορυφή διαθέτει το πλεονέκτημα να έχει απέναντί της, με βόρειο προσανατολισμό, ολόκληρη την οροσειρά του Σμόλικα, της Γκαμήλας, πίσω μας, προς τα δυτικά, τη βαθιά λάκα του Αώου και το στόμιο της Τραπεζίτσας, από τη μεριά της Κόνιτσας. Ανατολικά μας πια ξεχωρίζει η γυμνή κορυφή της Βασιλίτσας, ενώ ολομπροστά μας απλώνεται η πανώρια κυματιστή κορυφογραμμή της οροσειράς του Φλάμπουρου που περνάει διαδοχικά από όλες τις κορυφούλες που αναφέραμε πιο πάνω. Αλλού είναι δασωμένες κι αλλού μισόγυμνες ή λιβαδωτές.
Η επόμενη κίνησή μας είναι να ακολουθήσουμε αυτή την ήπια καμπύλη τομή της βουνοσειράς και να περάσουμε από όλες τις ανεπαίσθητες κορυφές και τα πανέμορφα διάσελα που σχηματίζουν.
Kατηφορίζοντας προς αυτή την κυματιστή κορδέλα της κορυφογραμμής συναντάμε ρόμπολα και μαυρόπευκα σε μια θαυμάσια διάταξη και συνοχή, ενώ όταν χωνόμαστε στις κατωφέρειες των πρανών, πέφτουμε σε αραιές συστάδες οξιάς που τις διακόπτουν μεμονωμένα ρόμπολα που είτε έχουν κεραυνοβοληθεί είτε έχουν πάρει μια στάση τέτοια που νομίζεις ότι πέθαναν γερτά ή ξαπλωμένα και με παράλληλη ροπή στο πρανές. Δεξιά μας, όπως τραβερσάρουμε την κορυφογραμμή, βλέπουμε να αστράφτουν τα σπίτια του Δίστρατου και λίγο πιο πέρα των Αρμάτων.
Η πορεία πλέον σε αυτό το ραχιαίο σπόνδυλο της κορυφογραμμής αποκτάει μιαν άλλη διάσταση κι ένα ευχάριστο ρυθμό ενώ παράλληλα προσφέρει εικόνες μεγαλειώδεις από τις δύο πλευρές του βουνού. Η πορεία ασφαλώς χαράζεται ελεύθερα, δίχως σήμανση και μονοπάτι. Ανάμεσα στα δάση υπάρχουν ελεύθεροι χώροι από όμορφα λιβαδωτά, με σπάνια αγριολούλουδα, πάνω από τα οποία πεταρίζει ένα ποικίλο είδος πεταλούδων.
Περπατώντας ευχάριστα για τρία τέταρτα της ώρας έχουμε ήδη παρακάμψει την κορυφή της Τοάκα (βλάχικο όνομα) κι αρχίζουμε να παίρνουμε χαμηλή πτήση προς τις κατωφέρειες της οροσειράς. Το δάσος συνεχίζει να είναι ακμαίο και θαλερό και διολισθαίνουμε με χάρη ανάμεσα από τους πελώριους κορμούς που μας κλείνουν τώρα πια κάθε εξωτερική θέαση.
Χρειαζόμαστε άλλη μισή ώρα για να πέσουμε σε δασικό δρόμο, ο οποίος ανηφορίζει από τη Λάϊστα με βόρεια κατεύθυνση.
Παίρνουμε το δρόμο αυτό διαγράφοντας μια μεγάλη καμπύλη μέσα στο δάσος με ήπια κατηφοριά, ωσότου φτάνουμε ύστερα από άλλη μισή ώρα σε ένα μεγάλο λιβάδι, στη δασική θέση Κοστέρμπου, μες στο οποίο υπάρχει μία περιποιημένη στάνη γυροπλεγμένη με χαμηλό γρέκι. Είναι η στάνη του φίλου μπαρμπ’-Αντρέα, από τη Λάϊστα, ενός 85χρονου παλιού αντάρτη, ο οποίος διατηρεί εδώ το ποιμνιοστάσιο των γελαδιών του.
Τον συναντούμε να κανακεύει στην αγκαλιά του ένα νιογέννητο μοσχαράκι, ηλικίας μισής ώρας…
Το αποθέτει στο χώμα για να σταθεί στα πόδια του κι εκείνο πάει σα μεθυσμένο εδώ κι εκεί. Η μάνα του το γλείφει, ενώ όλη η σκηνή έχει κάτι από τη βουκολική ποίηση των αρχαίων ελλήνων.
Λίγο πιο πάνω τρέχει νερό, σε μια ποτίστρα για τα ζώα, μα το νερό που ακούγεται να κελαρύζει κατεβαίνει απευθείας από το βράχο, λίγο παρέκει, στη ρίζα του βουνού. Ενας αλβανός σπάει τη μονοτονία της βουκολικής γαλήνης καθώς ανηφορίζει με το μηχανάκι του. Είναι ο βοηθός του μπαρμπ’ Αντρέα, που σαλαγάει τα γελάδια, στις ραχούλες του Φλάμπουρου. Φροντίζει το γρέκι, σταλιάζει τα ζώα, τα κλειδώνει το βράδυ και τα χαράματα τα αμολάει για τον επιούσιο. Είναι αυτός που ξεγέννησε τη δαμάλα και τώρα ήρθε να ταϊσει το μοσχαράκι που το ταϊζει στοργικά με το μπιμπερό.
Το νερό που πηγάζει από τη βράχινη ανάβρα σχηματίζει ρυάκι που λίγο πιο κάτω, το βλέπουμε, να σκάβει το έδαφος και να γίνεται ρεματιά. Αυτή η ρεματιά, μας λέει ο μπαρμπ’ Αντρέας, παρακάτω γίνεται χαράδρα και κάνει το μεγάλο ρέμα του Βελαβούρτσα (Βάλια Βούρτσι). Είναι η βλάχικη ονομασία του μεγάλου ρέματος που περνώντας βαθιά κάτω από το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας έρχεται να ενωθεί με το ρου του Ρασενίτη.
Αφήνουμε τους τσοπάνηδες στη στάνη τους και κατηφορίζουμε για τη Λάϊστα, στην οποία φτάνουμε ύστερα από μια ώρα πορεία διανύοντας απόσταση έξη περίπου χιλιομέτρων επάνω στο δασικό αυτό δρομάκι.
Ο ήλιος έχει γείρει αρκετά και ακουμπάει τούτη την ώρα με χάρη και απέριττη ομορφιά επάνω στη δεξιά ράχη της Τραπεζίτσας πυρπολώντας με βελούδινα και μενεξελιά χρώματα όλη την γκάμα των δαντελένιων κορυφών της Γκαμήλας, καθώς και το δικόρυφο Τραπεζίτσας –Ραϊδοβουνιού, αφήνοντας στη μέση τη βαθιά σχισμή του Στομίου και της λάκας του Αώου.
Φτάνουμε αργά στη Λάϊστα, όπου θα ξεκουραστούμε και θα διανυχτερεύσουμε στο σπίτι του 92χρονου μπαρμπα – Κώστα.
Για την επόμενη έχουμε προγραμματίσει τη διάσχιση του Ρασενίτη και τη δύσκολη πορεία προς το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας.
Αφήσαμε να περάσει η κάψα του μεσημεριού κι εκεί κατά το απόγεμα, αναχωρήσαμε από τη Λάϊστα με κατεύθυνση προς τη διασταύρωση του δημόσιου δρόμου που οδηγεί από το Σκαμνέλι στο Ηλιοχώρι.
Υστερα από εφτά χιλιόμετρα ασφάλτινο άξονα, μετρώντας από την πλατεία της Λάϊστας, βρήκαμε δεξιά μας έναν κατηφορικό δασικό δρομάκο που δεν φαίνεται εύκολα, αλλά ούτε και υπάρχει κάποιο σημάδι ή πινακίδα που να δείχνει την κατεύθυνση προς το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας. Ωστόσο είχα μαζί μου πάλι τον μπαρμπα – Αντρέα που εγνώριζε τα κατατόπια και βέβαια, το σημαντικότερο, κουβαλούσε το τεράστιο κλείθρο του μοναστηριού.
Ο μπαρμπα Αντρέας με βεβαίωσε ότι το μοναστήρι βρίσκεται στην ευθεία γραμμή της κορυφογραμμής του Κλέφτη, δηλαδή στην προέκταση της ψηλής ράχης που σηματοδοτεί τον ορεινό σπόνδυλο του Φλάμπουρου και αποτελεί, στην ουσία, συνέχεια και περίπου απόληξη των τελευταίων λόφων της κορυφογραμμής.
Αυτό το τελευταίο θεωρώ πως είναι γεωγραφικά πολύ σημαντικό για να αποτελέσει ενιαίο αφιέρωμα μαζί με την οροσειρά του Φλάμπουρου.
Σε ενάμιση χιλιόμετρο από την άσφαλτο περάσαμετο ποτάμι του Ρασενίτη, μέσα από την κοίτη του σε σημείο όπου τα νερά κυλάνε ανάφριστα. Αλλωστε η κοίτη σε αυτό το σημείο αγγίζει κατά πλάτος, τα πεντακόσια μέτρα. Αφήσαμε το δάσος των κωνοφόρων και περάσαμε στη δεξιά όχθη του ποταμιού εισχωρώντας στην άλλη ζώνη, των φυλλοβόλων και των άγριων οπωροφόρων (γκορτσιές, λαγομηλιές, καβάκια, λεύκες, ιτιές, γαύροι).
Ο δρόμος στένευε αρκετά κι έφτανε σε σημείο να παρακωλύεται η διέλευση του αυτοκινήτου από τα κλαδιά των οπωροφόρων και της χαμηλής θαμνώδους βλάστησης. Διανύσαμε περίπου άλλα τρία χιλιόμετρα ανάμεσα σε πυκνή δασωμένη βλάστηση, ωσότου προσεγγίσαμε ένα μεγάλο σχετικά ρέμα που κατέβαζε αρκετό νερό. Ο μπαρμπα Αντρέας – μεγάλη η χάρη του – μας ενημέρωσε ότι το ρέμα αυτό κατεβαίνει από τη στάνη του, έχει την ονομασία “Βελαβρούτσα” κι είναι αυτό που πηγάζει λίγο πιο πάνω από το λιβάδι του, την πηγή και την τοποθεσία “Κοστέρμπου”. Αρα τα πρανή, που σχηματίζουν δεξιά του οι βουνόλοφοι, αποτελούν τη φυσική συνέχεια της οροσειράς του Φλάμπουρου. Λίγο πιο πάνω, σε ύψωμα της λοφοκορφής είναι κτισμένο το καθολικό της μονής της Αγίας Τριάδας. Στάθηκε αδύνατο να περάσουμε το ρέμα μες από τον αφρισμένη κοίτη του κι έτσι εγκαταλείψαμε το αυτοκίνητο και συνεχίσαμε πεζή, εγώ κι οι δυό λεβέντες της Λαϊστινής υπαίθρου, ο μπαρμπα-Αντρέας κι ο μπαρμπα-Κώστας.
Η ανηφοριά ήταν έντονη. Χαρά στο κουράγιο των υπερήλικων αυτών ηρωϊκών αντρών. Αλίμονο, για τόσους άλλους άντρες των πόλεων – ασφαλώς κατά πολύ νεότερους – που αδυνατούν να περπατήσουν στη γειτονιά τους και μετακινούνται από εδώ έως εκεί με το αμάξι τους…
Σε εξακόσια μέτρα συναντήσαμε διασταύρωση για το εγκαταλελειμμένο χωριό Παλιοχώρι. Εμείς συνεχίσαμε ευθεία κι έπειτα από αρκετές φουρκέτες και στροφάδια υψωθήκαμε ως το πλάτωμα της κορυφής του λόφου. Πριν όμως φτάσουμε ως εκεί, διασχίσαμε ατίθασα ορμάνια κι ένα πανέμορφο δάσος βελανιδιάς, από τα πιο υγιή της ευρύτερης περιοχής.
Εξακοντίζοντας μια πρόχειρη ματιά στα νότια και δυτικά λημέρια των βραχωδών εξαρμάτων της Τύμφης, είδα σφηνωμένο στην αγκαλιά μιας καταπράσινης πλαγιάς, το άλλο απομονωμένο χωριουδάκι του ανατολικού Ζαγορίου, το Ηλιοχώρι (παλιά ονομασία Ντομπρίνοβο).
Η απέναντι δαντελένια κορυφογραμμή της Γκαμήλας έμοιαζε με στεφάνι χαριτωμένο κι ωριόπλουμο
Επειδή προέτρεχα και λόγω ηλικίας, αλλά και αγωνίας από αυτά που είχα ακούσει από τα χείλια του μπαρμπα-Αντρέα, έφτασα νωρίτερα με την κλείδα στο χέρι κι επιχείρησα να την εφαρμόσω στη μεγάλη οπή από το πλαϊνό πορτέλι του ναού, που προφανώς ήταν βοηθητικό ή μεταγενέστερο, αφού η κύρια είσοδος και ο νάρθηκας του ναού είχανε πρόσφατα καταπέσει. Πάνω από την πόρτα ένα παλιό πέτρινο υπέρθυρο, σκαλιστό αλλά δυσανάγνωστο, μιλάει για τη χρονολογία της κτίσης, 1878 (;) και την καταγωγή των κτητόρων (Λαϊστινών).
Μπαίνοντας στον κυρίως ναό του κάποτε καθολικού αυτής της μονής έχασα το νου μου. Τι ζωντανή υπεραξία διαχύθηκε από τους τοίχους και τη στέγη; Τί ξαφνική δροσιά, καλλιτεχνική, ήταν αυτή; Τι πλούτος, τι ευμάρεια και ευημερία των χρωμάτων και των στιλπνών επιφανειών αποκαλύφθηκε;
Από πού ν’ αρχίσω την περιήγηση και την αναφορά σε αυτό το κατάγραπτο καθολικό που μού εσφήνωσε στο μυαλό και στην καρδιά μια από τις δυνατότερες εντυπώσεις, αλλά και συγκινήσεις, ζωγραφικού διάκοσμου, αγιογραφιών και αρχιτεκτονικών ευρημάτων.
Ο ναός καταρχήν είναι ολόκληρος ζωγραφισμένος από χέρια παλιών αγιογράφων. Εχει τρία απλά κλίτη, σε ρυθμό απλής βασιλικής, αλλά κάθε γωνιά του είναι και μια μυστική αποκάλυψη της ανυπολόγιστης μνημειακής τέχνης. Μπορεί ορισμένες εικονογραφίες να είναι μεταγενέστερες – δεν είμαι ειδικός για να το πω – και να διέπονται από διαφορετικό καλλιτεχνικό κίνημα, αλλά οι περισσότερες εικόνες, οι αγιογραφίες, οι οροφογραφήσεις και τα ένθετα διακοσμητικά στοιχεία, επάνω στους τοίχους, στα ξύλα, στις λακαριστές επιφάνειες, στον άμβωνα και στο εικονοστατικό τέμπλο φρονώ ότι είναι σπάνια έργα τέχνης.
Και καθώς έμεινα άφωνος από τον πλούτο της εσωτερικής αυτής αγιογράφησης, έψαξα κάποιο λεπτομερειακό ιστορικό που θα μπορούσα νάβρω μέσα στο ναό. Δεξιά, όπως μπαίνει κανείς στο καθολικό υπάρχει αναβαθμίδα με πέτρινα σκαλοπάτια που προφανώς οδηγούσε στο γυναικωνίτη, γιατί πλάι του εξακολουθεί να υπάρχει ο ξύλινος πλεχτός φράχτης. Σε μία κόγχη πριν από την είσοδο του γυναικωνίτη είναι χαραγμένα τα παρακάτω καλλιγραφικά στοιχεία:
«Ιστορήθη δαπάναις Ιερομονάχου Δαμιανού εκ κωμοπόλεως Παλιοσελίου του δήμου Βελλάς.
Ιστορήθη δε 10 Ιουλίου 1884 δια χειρός Αποστόλου Χριστοδούλου και Μιλτιάδους εκ κώμης Χιονιάδων δήμου Βελλάς».
Τέσσερις κατάγραπτοι κίονες – τρεις αψιδωτοί, οροφογραφημένοι τρούλοι, ζωγραφιστοί, άμβωνας ζωγραφιστός στην είσοδο του ναού δεξιά – τρία κλίτη – στη θέση του τέμπλου πλήθος μικρές ωραίες εικόνες ιδιάζουσας τεχνοτροπίας, όλοι οι τοίχοι ζωγραφιστοί, πλην ενός τμήματος δεξιά και πίσω που σοφατίστηκε επειδή είχε διαβρωθεί και υγράνθηκε από τις βροχές – ένα τμήμα του γυναικωνίτη και του πρόναου – νάρθηκα έχει καταπέσει και οι πέτρες κείτονται κατάχαμα.
Σε λίγο κατέφτασαν οι ηρωϊκοί (!) γέροντες (;) που είχαν διανύσει μιαν απόσταση 1.500 μέτρων πολύ απότομης ανηφοριάς, για να φτάσουν ίσαμε δω.
Ακουσα από το στόμα τους λεπτομέρειες που κι αυτοί είχαν ακούσει από παλιότερους συχωριανούς τους. Δεν κατέχω περισσότερα στοιχεία από το ιστορικό της μονής, παρά μόνο ότι αγιογραφήθηκε από Χιονιαδίτες αγιογράφους κι ότι η μονή χτίστηκε γύρω στο 1795. Η χρονολογία αυτή συμπεραίνεται από την ύπαρξη πολλών φορητών εικόνων της εποχής αυτής. Λέγεται ότι στη μονή λειτουργούσε και σχολείο. (*)
Κατηφορίζοντας προς το ρέμα του Βελαβρούτσα ξανάφησα τους γέροντες κι έκανα παρέκκλιση για το Παλιοχώρι. Σε απόσταση μόλις πεντακοσίων μέτρων αντάμωσα ένα χωριό – φάντασμα, από το οποίο μένει ένας εκτεταμένος ερειπωμένος περίγυρος παλιάς εκκλησιάς, μία τσιμεντόλιθη διπλή στάνη κι ένα VOLVO κισσόπλεχτο και σκουριασμένο.
Επέστρεψα στους γέροντες που με ανέμεναν στο ρέμα του Βελαβρούτσα, όταν πια είχε σουρουπώσει και ολόγυρα απλώθηκε μια πάχνη μυστηριακή κι ένας θρύλος ξεσηκώθηκε από τα πλάγια και τις ροές των ρεμάτων. Ενας θρύλος που με συνεπήρε και με καθήλωσε με όλη την γκάμα των μυστικών και της απλόχωρης ελληνικής ομορφιάς του ανόθευτου τοπίου.
(*) Η μονή της Αγίας Τριάδας απέχει έξι (6) χιλιόμετρα από την άσφαλτο, (Λάϊστα – Σκαμνέλι) και άλλα επτά (7) χιλιόμετρα από τη Λάϊστα. Βρίσκεται σε ένα κρυφό σημείο της επαρχιακής οδού Τσεπέλοβου – Ηλιοχωρίου – Λάϊστας.
Το μοναστήρι έχει προσανατολισμό στο Σμόλικα και την Γκαμήλα, η ωραία του Πύλη βλέπει ανατολικά, στη δασωμένη κορυφογραμμή τoυ Φλάμπουρου. Βόρεια και χαμηλά κυλάει ο Αώος στο πιο δύσβατο και απρόσιτο τμήμα του.
Αποτελεί το πιο απόμακρο κι απόκοσμο μοναστήρι στον ελλαδικό χώρο και βέβαια το πιο χαμένο, μέσα στη λησμονιά, τις όμορφες κρύπτες και τα άγρια ορμάνια της δασωμένης πατρίδας μας.
(**) Το Παλιοχώρι ήταν ένα ζωντανό χωριό μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Εγκαταλείφθηκε σταδιακά κατά τη δεκαετία του 1920 και οριστικά το 1947, αφού έως τότε έμεναν εκεί οι τελευταίες δύο φαμίλιες του Ντάφη και του Χρυσικού.