Κάτι με τάραξε τόσο που τρόμαξα στην αρχή, αλλά γρήγορα κατάλαβα ότι ήταν ο ήχος του ξυπνητηριού. Πού βρισκόμουν όμως; Τι ώρα ήταν; Τα δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν τα ξεδιάλυναν όλα. Τράβηξα το κορδονάκι πάνω απ το κρεβάτι μου και τυφλώθηκα, όπως ήταν επόμενο. Έμεινα έτσι ακίνητος για λίγο, ώσπου να καταφέρω να ανοίξω το μάτια μου. Κοίταξα το ρολόι: εντάξει (δυστυχώς), χτύπησε στην ώρα του. Ήταν 2.30 τη νύχτα και ήταν ζήτημα αν είχαμε κοιμηθεί 2 ώρες. Ο Νίκος δίπλα μου μάλλον θα ήταν σε καλύτερη κατάσταση, γι αυτό κι έδωσε το σύνθημα: “όρθιοι”!!! Γύρω μας ένα χάος. Ατέλειωτα πράγματα αραδιασμένα στο δωμάτιο περίμεναν συμμάζεμα.
Πήγα μέχρι το παράθυρο και κόλλησα το πρόσωπο μπροστά στο τζάμι: ξέροντας τι ώρα είναι μου φάνηκε περισσότερο σκοτεινή η νύχτα. Η Πυρσόγιαννη, το μικρό παραδο-σιακό “μαστοροχώρι” του Γράμμου, κοιμόταν ειρηνικά κάτω απ το σκοτεινό πάπλωμα της νύχτας. Πήγα μέχρι το άλλο δωμάτιο του πανδοχείου, εκεί που κοιμόταν ο Βαγγέλης με το Δημήτρη και χτύπησα την πόρτα τους, ήταν όμως ήδη στο πόδι. Μέσα σε λίγη ώρα βρισκόμασταν στην ψύχρα της νύχτας, φορτώνοντας τα ατέλειωτα μπαγκάζια μας στο αυτοκίνητο: τα ποδήλατα πίσω, το φουσκωτό καγιάκ και κατασκηνωτικό υλικό πάνω, τα υπόλοιπα μέσα. Η περιπέτεια άρχιζε.