Ως πρώτο προορισμό μας επιλέγουμε μια κυκλική διαδρομή 90 περίπου χιλιομέτρων, που συνδυάζει ταυτόχρονα μερικά πολύ ιδιαίτερα και – πιθανότατα- μοναδικά στην Ελλάδα χαρακτηριστικά.
Ήταν επιθυμία δικιά μας αλλά και πολλών αναγνωστών. Να ξεκινήσουμε την παρουσίαση διαδρομών για αυτοκίνητα «ελεύθερου χρόνου», τα γνωστά μας 4Χ4.
Δεν σκοπεύουμε να σας παρουσιάσουμε ακραίες εκτός δρόμου διαδρομές, που μπορεί να εγκυμονούν κινδύνους για επιβάτες και αυτοκίνητα. Αλλά να σας παρακινήσουμε να αξιοποιήσετε στοιχειωδώς τις δυνατότητες του αυτοκινήτου σας και να βρεθείτε σε τόπους με ασύλληπτη ομορφιά.
Ακολουθείστε μας λοιπόν, αγαπητοί φίλοι, νοερά αρχικά και στη συνέχεια επί εδάφους, σ’ αυτό το μεγάλο ταξίδι. Θα ζήσετε μαζί μας ιδιαίτερες στιγμές σε τόπους μοναχικούς και ωραίους, θ’ ανακαλύψετε φιλόξενα καταλύματα, τοπικές νοστιμιές και ποιοτικά προϊόντα διαφόρων περιοχών.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν! Πρώτος προορισμός μας η διαδρομή Χαλίκι – Συρράκο – Καλαρρύτες, μέσα από τους ορεινούς δρόμους στα υψίπεδα του όρους Λάκμος ή Περιστέρι. Είναι η εκτεταμένη οροσειρά που παρεμβάλλεται ανάμεσα στην Ήπειρο και Θεσσαλία, στους νομούς Ιωαννίνων και Τρικάλων.
Ως πρώτο προορισμό μας επιλέγουμε μια κυκλική διαδρομή 90 περίπου χιλιομέτρων, που συνδυάζει ταυτόχρονα μερικά πολύ ιδιαίτερα και – πιθανότατα- μοναδικά στην Ελλάδα χαρακτηριστικά.
Αυτά τα χαρακτηριστικά θα μας αποκαλύπτονται σε κάθε σελίδα, με την πρόοδο του άρθρου. Για όσους όμως δεν μπορούν να τιθασσεύσουν την περιέργειά τους, υπάρχουν επιγραμματικά και συγκεντρωμένα στο τέλος του οδοιπορικού.
Αφετηρία της διαδρομής είναι ο ιστορικός οικισμός Χαλίκι Ασπροποτάμου στα Τρίκαλα Θεσσαλίας. Ενδιάμεσοι σταθμοί είναι δυο άλλα ιστορικά και πανέμορφα χωριά. Το Συρράκο και οι Καλαρρύτες Ιωαννίνων. Η ορεινή χωμάτινη διαδρομή διατρέχει τα ονειρεμένα υψίπεδα της οροσειράς Λάκμος ή Περιστέρι, που παρεμβάλλεται ανάμεσα στην Ήπειρο και στη Θεσσαλία, στους νομούς Ιωαννίνων και Τρικάλων. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν!
ΠΩΣ ΦΤΑΝΟΥΜΕ ΣΤΟ ΧΑΛΙΚΙ;
Αν ερχόμαστε από την Ν. Ελλάδα, αφήνουμε την Εθνική Οδό στο ύψος της Λαμίας, κατευθυνόμαστε προς Δομοκό, Καρδίτσα και στη συνέχεια ανηφορίζουμε τον ορεινό άξονα Πύλη – Ελάτη – Περτούλι ως το Χαλίκι. Ως παραλλαγή αυτής της διαδρομής μπορούμε να συνεχίσουμε από την Καρδίτσα προς Τρίκαλα, Καλαμπάκα – Μετέωρα, ορεινό οικισμό Καστανιάς και στη συνέχεια χωριά Ασπροποτάμου και Χαλίκι.
Για όσους προέρχονται από την Β. Ελλάδα, υπάρχουν τρεις επιλογές. Η πρώτη περνάει από Λάρισα, Τρίκαλα, Καλαμπάκα, Καστανιά κλπ.
Η δεύτερη ακολουθεί την Εγνατία Οδό από τον κόμβο της Βέροιας ως την πόλη των Γρεβενών και συνεχίζει στην επαρχιακή οδό Γρεβενών – Γέφυρας Μουργκάνη – Καστανιάς κλπ.
Η Τρίτη – και πρόσφατη επιλογή – μας οδηγεί μέσω Εγνατίας ως τον κόμβο του Ανηλίου (απέναντι από το Μέτσοβο) και στη συνέχεια (με πολύ στενό ορεινό ασφαλτόδρομο 20 χλμ) μας οδηγεί στο Χαλίκι. Είναι προφανώς η συντομότερη διαδρομή, τον χειμώνα όμως με τις έντονες βροχοπτώσεις δημιουργούνται κατολισθήσεις που μπορεί να είναι επικίνδυνες.
Εμείς ξεκινάμε το οδοιπορικό μας μ’ ένα πρώτο σταθμό στην Καστανιά της Καλαμπάκας. Εκεί, μέσα στις κατάφυτες πλαγιές της Πίνδου, λειτουργεί σε υψόμετρο 900 μέτρων, το ξενοδοχείο «ΜΑΝΑΚΟΣ». Είν’ ένα αληθινό ησυχαστήριο. Οχτώ χρόνια μετά την πρώτη μας γνωριμία, (ΕΛΛ. ΠΑΝΟΡΑΜΑ, τεύχος 22) απολαμβάνουμε πάντα θερμή φιλοξενία από τον κυρ-Γιάννη Μανάκο και το γιο του Μιχάλη και εκπληκτικές πίτες από την Λίτσα Μανάκου. Χορτόπιτα με άγρια χόρτα του βουνού, κλασσική βλάχικη τυρόπιτα και η σπεσιαλιτέ: πίτα με «νάνα», αυτό το σπάνιο χόρτο των μεγάλων υψομέτρων. Το χειροποίητο φύλλο είναι πραγματικά εξαιρετικό.
Το επόμενο πρωί, ευδιάθετοι και ξεκούραστοι, διασχίζουμε την θεαματική διαδρομή του Ασπροποτάμου και φτάνουμε στο Χαλίκι. (ΕΛΛ. ΠΑΝΟΡΑΜΑ τεύχος 30, 2002).
Μια στάση στην ταβέρνα «ΒΕΡΛΙΓΚΑ» του Χρήστου Ζαχαρή είναι απαραίτητη.
– Ώστε πάτε στο Συρράκο απ’ το βουνό! Μπράβο σας ωραία επιλογή! Απ’ όσο ξέρω, κανείς ως τώρα δεν έχει παρουσιάσει αυτή τη διαδρομή. Άλλωστε, μόλις τον προηγούμενο χρόνο διανοίχθηκε ο δρόμος πάνω απ’ τη Βερλίγκα κι ενώθηκε με το δρόμο που φτάνει απ’ το Συρράκο.
ΑΠΟ ΤΟ ΧΑΛΙΚΙ ΣΤΟ ΣΥΡΡΑΚΟ.
Φαρδύ, ανηφορικό καλντερίμι μας οδηγεί γρήγορα έξω απ’ το χωριό. Ο καλός χωματόδρομος ακολουθεί πορεία παράλληλη με το ωραιότατο Ρέμα Γκουβατουμάνι. Τα κρυστάλλινα νερά του, που προέρχονται από τις πηγές των υψιπέδων δυτικά του Χαλικιού, ενώνονται λίγο πιο κάτω με τα ρέματα από τα δάση οξυάς της Ρόνας και δημιουργούν τα αρχικά στάδια της υδάτινης πορείας του Ασπροποτάμου, του θρυλικού Αχελώου.
Συναντάμε κατά μήκος του δρόμου πολλές αιωνόβιες ιτιές. Πιο πάνω κρανιές φορτωμένες με κράνα. Είναι μια μέρα υπέροχη με ήλιο ζεστό, ήδη όμως τα πρώτα σύννεφα μετακινούνται αργά στον βαθυγάλαζο ουρανό. Μπαίνουμε σε πυκνό δάσος έλατων. Στην άκρη του δρόμου μας υποδέχεται ένα γέρικο έλατο, με διαστάσεις εντυπωσιακές.
Στα 5,8 χλμ. και σε υψόμετρο 1500 μέτρων συναντάμε μια βασική διακλάδωση και ανηφορίζουμε δεξιά.
Πληροφοριακά αναφέρουμε, ότι αν συνεχίσουμε αριστερά, θα τερματίσουμε μετά από 4,5 χλμ. στο «Μαντρί του Στουρνάρα». Εκεί υπάρχει πηγή νερού και εντυπωσιακό φαράγγι που καταλήγει στο Χαλίκι.
Καθώς συνεχίζουμε την πορεία μας, το πετρώδες οδόστρωμα αρχίζει να γίνεται εχθρικό. Τα συμβατικά αυτοκίνητα είναι ώρα να επιστρέψουν.
Το SUBAROU FORESTER, βέβαια, γενιάς του 2008, δεν έχει το παραμικρό πρόβλημα. Το μεγάλο του ύψος από το έδαφος (21,5 εκ.) και οι εξαιρετικές του αναρτήσεις απορροφούν τις περισσότερες ανωμαλίες του δρόμου. Στα 7,2 χλμ. ανηφορίζουμε απότομα αριστερά, το οδόστρωμα δυσκολεύει λίγο, χωρίς όμως ιδιαίτερα προβλήματα. Κάποια στιγμή διασταυρωνόμαστε μ’ ένα κοπάδι πρόβατων, που καταλαμβάνουν σ’ όλο το πλάτος το κατάστρωμα του δρόμου. Βρισκόμαστε ξαφνικά αποκλεισμένοι ανάμεσά τους και φυσικά σταματάμε.
– Λίγη υπομονή ώσπου να περάσουμε, λέει ένας συμπαθητικός βοσκός.
Είναι ο Γιάννης από το Χαλίκι, ξάδερφος του Χρήστου Ζαχαρή. Σ’ ένα βοσκοτόπι, στη θέση «Παλιόμαντρα», συναντάμε μια στάνη. Πιο πάνω, έξω από το δρόμο, σε υψόμετρο 1750 μέτρων, υπάρχει ωραία πετρόχτιστη πηγή με διαδοχικές ποτίστρες για τα πρόβατα. Πάνω απ’ τα κεφάλια μας δεσπόζουν καταλυτικά οι γυμνές κορυφές του Λάκμου. Όπου κι αν γυρίσει το βλέμμα, συναντάει πέτρα και χορτάρι. Τα στολίδια της η φύση τα άφησε χαμηλότερα, στα φαράγγια και στα δάση. Αυτό το τοπίο, ωστόσο,, το φαινομενικά τόσο ταπεινό, αποπνέει μια λιτότητα συγκλονιστική. Οτιδήποτε άλλο πάνω του θα έμοιαζε παράταιρο και ξένο. Εκτός βέβαια από τα τρυφερά, πανέμορφα μανιτάρια Agaricus campestris, που είναι διάσπαρτα παντού. Βρισκόμαστε στα 11,5 χλμ. από το Χαλίκι, στο υψίπεδο της Βερλίγκας, σε υψόμετρο 1930 μέτρων. Λοφοπλαγιές με απαλές κλίσεις, επίπεδα οροπέδια με παχύ καταπράσινο χορτάρι καλύπτουν το εκπληκτικό λιβαδοτόπι. Εδώ βρίσκεται η πιο ορεινή στάνη του τόπου, έρημη όμως κιόλας από κοπάδια και βοσκό, που έχουν σπεύσει να κατεβούν στον κάμπο. Μερικές δεκάδες μέτρα πιο πάνω διακρίνουμε το ίχνος του καταρράκτη, που κάποτε είχαμε φωτογραφίσει με ολοζώντανη ροή. Σήμερα είναι σχεδόν στεγνός.
Ως εδώ έφτανε άλλοτε ο δρόμος απ’ την πλευρά της Θεσσαλίας. Στη συνέχεια ακολουθούσε μονοπάτι σε απότομη πλαγιά που οδηγούσε στην Τσουκαρέλα, την υψηλότερη κορυφή του Λάκμου με υψόμετρο 2.294 μέτρα. Όσοι δεν ήθελαν να βρεθούν στην κορυφή, μπορούσαν να λοξοδρομήσουν λίγο και ν’ ανέβουν σε μερικά λεπτά στο χείλος μιας πελώριας φυσικής χοάνης που θυμίζει κρατήρα, με σχήμα μακρόστενο όμως και όχι κυκλικό. Είναι η θρυλική «Βερλίγκα», ένα τοπίο που δεν υπάρχει όμοιό του στην Ελλάδα. Η ιδιαιτερότητα δεν έγκειται στην βελούδινη επιφάνεια της καταπράσινης κοιλάδας – που την Άνοιξη είναι χρωματισμένη και τον Χειμώνα κατάλευκη – όσο στους απίθανους μαιανδρισμούς του ρέματος που διαρρέει κατά τον διαμήκη άξονα τη Βερλίγκα. Σ’ αυτούς τους μαιανδρισμούς, άλλωστε, οφείλεται αυτή η εύηχη ονομασία της κοιλάδας, που στα βλάχικα σημαίνει «ρεύμα νερού που κάνει κύκλους».
Το ρέμα της Βερλίγκας δημιουργείται από τις διάφορες πηγούλες στις πλαγιές, κυρίως όμως από την πηγή «Καρβελού», που αναβλύζει από τους βραχώδεις πρόποδες του Λάκμου σε υψόμετρο περίπου 2.050 μέτρων. Παγωμένο και θεϊκής καθαρότητας είναι το νερό της πηγούλας και τόσο χωνευτικό κατά τους ντόπιους, ώστε κάποτε ένας Βλάχος έφαγε ένα ολόκληρο καρβέλι, πίνοντας από τούτο το νερό. Έτσι η βρύση ονομάστηκε Καρβελού, κι είναι μια από τις αναρίθμητες πηγές που δημιουργούν τον Αχελώο.
Ξεκινάμε για πρώτη φορά το καινούργιο τμήμα του δρόμου, ανηφορικό και κακοτράχαλο. Στα μέσα του περασμένου Ιούνη βρεθήκαμε στο ίδιο ακριβώς σημείο, στα πλαίσια της διήμερης εκδρομής μας στην περιοχή του Ασπροποτάμου με τα μέλη του Ομίλου των «Ελλήνων Περιηγητών». Ήταν τόσο το συσσωρευμένο χιόνι σε κάποια σημεία του δρόμου, που στάθηκε αδύνατον τότε στα 4Χ4 να συνεχίσουν στο καινούργιο αυτό κομμάτι της ορεινής διαδρομής. Αυτό σημαίνει, ότι τους περισσότερους μήνες του χρόνου – πιθανότατα γύρω στους οχτώ – η Βερλίγκα είναι το απαγορευτικό όριο της φύσης για την περαιτέρω διαδρομή.
Σήμερα, βέβαια, στα μέσα του Σεπτέμβρη, δεν έχει κανένα πρόβλημα ο δρόμος, διαγράφει ένα τόξο πάνω απ’ τη Βερλίγκα και καταλήγει σε αυχένα. Απέχουμε ήδη 13,5 χλμ. από το Χαλίκι και βρισκόμαστε στο υψηλότερο οδικό σημείο της περιοχής σε υψόμετρο 2.110 μέτρων! Είναι οπωσδήποτε η διαδρομή με το μεγαλύτερο υψόμετρο, που έχουμε φτάσει ως τώρα στην Ελλάδα με αυτοκίνητο.
Φτάνοντας στον αυχένα αφήνουμε τα μάτια μας να πλανηθούν στα Δ-ΒΔ, σ’ όλο το βάθος και το εύρος του ηπειρώτικου ορίζοντα. Είν’ ένα τοπίο με ανάγλυφο συναρπαστικό, που δημιουργείται από τις πολυκύμαντες οροσειρές, χαραδρώσεις και πτυχώσεις. Ανάμεσά τους παρεμβάλλονται οροπέδια και πλαγιές με πλούσια βοσκοτόπια. Πάνω στις καταπράσινες επιφάνειες της γης ξεχωρίζουν, αμέτρητες λευκές κουκίδες, οι τόσο χαρακτηριστικές ράχες των προβάτων.
Αντίθετα με τους Χαλικιώτες κτηνοτρόφους, που έχουν κατεβάσει τα κοπάδια τους στον κάμπο, οι Συρρακιώτες συνάδελφοί τους εξακολουθούν να τα βόσκουν στις πανύψηλες πλαγιές και τα οροπέδια του Περιστεριού. Μας εντυπωσιάζουν οι αριθμοί των προβάτων. Είναι κάποιες χιλιάδες. Γλυκόηχα κουδουνάκια, γαυγίσματα μεγάλων σκυλιών γεμίζουν την ατμόσφαιρα με ήχους βουκολικούς. Είναι πολύ όμορφα. Ο χωματόδρομος, εν τω μεταξύ, εξακολουθεί να είναι καλός. Στα 15 χλμ από το Χαλίκι συνεχίζουμε λοξώς αριστερά, ενώ στα 15,8, σε στροφή του δρόμου συναντάμε την πρώτη πινακίδα προς Συρράκο (17 χλμ). Είναι μια ευχάριστη έκπληξη. Πριν μερικά χρόνια οι πινακίδες στην ορεινή αυτή διαδρομή ήταν ανύπαρκτες, όπως βέβαια και οι τόσο λεπτομερείς χάρτες. Κάποιος μη ντόπιος, που δεν ήταν εξοικιωμένος με την περιοχή, μόνον με καλό χάρτη ή με ισχυρό ένστικτο μπορούσε να προσανατολισθεί. (ΕΛΛ. ΠΑΝ, τεύχος 36).
Ο καιρός του απομεσήμερου συνεχίζει να είναι ωραίος και ζεστός. Πολυάριθμα σύννεφα σε διάφορους σχηματισμούς και αποχρώσεις του γκρι και του μολυβί, χαρίζουν συναρπαστικές εναλλαγές στον καταγάλανο ουρανό. Στα 17,4 χλμ. φτάνουμε σε διασταύρωση καθοριστική. Εδώ μια πινακίδα μας ενημερώνει, ότι αριστερά ο δρόμος οδηγεί στους Καλαρρύτες, ενώ δεξιά, μετά από 15 χλμ. στο Συρράκο. Επιτέλους, έχουμε μπροστά μας ένα σαφές δείγμα ενδιαφέροντος ενός τοπικού φορέα – στην προκειμένη περίπτωση της Κοινότητας Συρράκου – προς τον ταξιδιώτη, σε μια διαδρομή ορεινή, απόμακρη και ολοκληρωτικά άγνωστη στον μαζικό τουρισμό.
Στα 19,6 και στα 22 χλμ. μας συντροφεύουν νέες πινακίδες προς Συρράκο. Να και οι πρώτες αγελάδες, πραγματικά «ευτυχισμένες» με τόσο χορτάρι αποκλειστικά δικό τους.
Στα 24,6 χλμ., φτάνουμε σ’ ένα σημείο της διαδρομής πολύ ειρηνικό, με το χαμηλό πλακοσκέπαστο εξωκκλήσι των Αγ. Αποστόλων. Μια πινακίδα μας πληροφορεί, ότι το Συρράκο απέχει μόνον 8 χλμ. Ένας δρομίσκος χαμηλότερα οδηγεί σε στάνη, ενώ από το ύψος μιας ραχούλας κουνάει το χέρι του και μας χαιρετάει ένας βοσκός.
Ακολουθούν αλλεπάλληλες πινακίδες στα 27, στα 27,8 και στα 28,2 χλμ. δεξιά. Αυτή η τελευταία μας οδηγεί σε δρόμο κατηφορικό και κακοτράχαλο. Να και δύο άλογα μ’ ένα νεογέννητο πουλαράκι. Με μεγάλη δυσκολία καταφέρνει να το φωτογραφίσει η Άννα. Η μητέρα του προσπαθεί, όσο μπορεί, να το προφυλάσσει απ’ τα μάτια μας. Πρόβατα, κατσίκια, άλογα, αγελάδες. Έχει περάσει από μπροστά μας όλη η ήμερη πανίδα του τόπου.
Στα 31,7 χλμ. φτάνουμε στην άσφαλτο, πάνω από τα πρώτα σπίτια του Συρράκου. 400 περίπου μέτρα μετά συναντάμε την μεγάλη πινακίδα, όπου αναγράφεται όλη η τουριστική υποδομή του οικισμού. Παίρνουμε αριστερά την χωμάτινη διαδρομή προς τον ξενώνα «ΚΑΣΑ ΚΑΛΝΤΑ», του Παναγιώτη και της Πόπης. Στα 32,4 χλμ. από το Χαλίκι βρισκόμαστε στον χώρο στάθμευσης, κάτω από την μεγάλη καρυδιά. Η πρόοδος, από την τελευταία φορά, είναι φανερή. Η αφιλόξενη χωμάτινη αλάνα έχει στρωθεί με πλάκες, έχει αποκτήσει φωτιστικά σώματα και δύο παγκάκια. Κατηφορίζουμε το σύγχρονο καλντερίμι και σε μισό λεπτό περνάμε την αυλόθυρα του πετρόχτιστου αρχοντικού του 1864.
ΓΑΛΗΝΙΕΣ ΩΡΕΣ ΣΤΟ ΣΥΡΡΑΚΟ
Ο Παναγιώτης και η Πόπη ανοίγουν τις αγκαλιές τους, εδώ και πολλή ώρα μας περιμένουν στην αυλή. Αυτή την εκπληκτική πλακόστρωτη αυλίτσα με τα δέντρα και τα λουλούδια, τα σιδερένια τραπεζάκια, το μικρό πέτρινο πεζούλι με την θεϊκή θέα στην Κακαρδίτσα και τα Τζουμέρκα. Εδώ μας έφερνε πάντα η Πόπη τον καφέ μας, εδώ θέλουμε και σήμερα να τον πιούμε.
– Μην αργείτε όμως, λέει η φίλη μας. Θα κρυώσουν οι πίτες.
Μετά τα καφεδάκια μεταφερόμαστε μερικά μέτρα παραδίπλα, σ’ ένα υπερυψωμένο καθιστικό, που έχει στηθεί κάτω από τη σκιά της καρυδιάς. Εδώ γευόμαστε άλλη μια φορά τις περίφημες πίτες της Πόπης, κοτόπιτα με τυριά και πιπεριές, τυροπιτάκια με εξαίρετο τραγανό φύλλο.
– Έχουμε μαζέψει και μερικά μανιτάρια, της λέω.
– Θα σας τα τηγανίσω για το τσίπουρο.
Φέρνει ο Παναγιώτης το υπέροχο τσίπουρο, αγνό,, φτιαγμένο από τον ίδιο. Κάθεται μαζί μας. Τι να πούμε για τις πίτες και το χειροποίητο φύλλο της Πόπης! Εκπληκτική μαστόρισσα κι αυτή, ισοδύναμη με την Λίτσα Μανάκου. Απόγευμα πια. Ο ήλιος κρύβεται νωρίς πίσω από την κοντινή ράχη, που ορθώνεται ογκώδης στα ΒΔ του Συρράκου. Πέφτει βαρειά η σκιά του βουνού και μαζί μ’ αυτήν πέφτει και η θερμοκρασία στην αυλή. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι το υψόμετρο εδώ ξεπερνάει τα 1100 μέτρα.
– Πάνω να ρίξω μια ζακέτα στους ώμους μου και ν’ ανάψω το φως, λέει η Πόπη.
– Κι εμείς λέμε να κατηφορίσουμε στο καφέ του Βασίλη. Αποθυμήσαμε λίγη κοσμικότητα.
Αντηχούν τα βήματά μας στα ελικοειδή λιθόστρωτα καλντερίμια, σύγχρονα και παλιά. Τρία λεπτά αργότερα φτάνουμε στο φαρδύ, επίπεδο καλντερίμι, που αποτελεί την παραδοσιακή και γραφικότατη πρόσβαση στο ΒΔ τμήμα του χωριού.
Μερικές δεκάδες μέτρα παραδίπλα βρίσκεται το μαγαζάκι του Βασίλη, γιου του Παναγιώτη και της Πόπης. Ποιος να μας το έλεγε έξι χρόνια πριν, ότι εκτός από τα ταβερνεία του θ’ αποκτούσε κι ένα τέτοιο στέκι το Συρράκο.
Μ’ ένα γλυκύτατο σαλονάκι, θαυμάσια επίπλωση, πολύ καλά δουλεμένη πέτρα και ξύλο. Με βαρύ μαντεμένιο τζάκι υψηλής απόδοσης, χειροποίητα υφαντά, παραδοσιακά αντικείμενα και μια καλή ποικιλία ειδών παντοπωλείου, απ’ όπου δεν απουσιάζουν και τα τσιγάρα, είδος δυστυχώς απαραίτητο για τους καπνιστές.
Πανέμορφο το μαγαζάκι του Βασίλη, η «Σάρικα». Το αγαπάει κανείς από την πρώτη στιγμή. Εκείνο όμως που είναι αξεπέραστο είναι το μπαλκόνι του, τόσο το υπαίθριο όσο και το στεγασμένο. Με τις πολυθρόνες και τα τραπεζάκια προσανατολισμένα στις εντυπωσιακές κορυφές και τα φαράγγια των Τζουμέρκων. Έρχονται οι πρώτες σταγόνες της βροχής και μας υποχρεώνουν να βρούμε καταφύγιο στο μπαλκόνι με το υπόστεγο. Υπέροχα είναι κι εδώ. Σκάζουν με πάταγο οι σταγόνες στις πλάκες της σκεπής, ο κατάμαυρος ουρανός αυλακώνεται συνεχώς από απίθανες αστραπές, δονείται η ατμόσφαιρα από τις πανίσχυρες βροντές.
Καπουτσίνο παίρνει η Άννα, διπλό εσπρέσσο εγώ. Ναι, στο Συρράκο, όπου κάποτε ο μόνος καφές ήταν ο ελληνικός, και τα καλοκαίρια ο φραπέ.
Νυχτώνει για τα καλά, συνεχίζει να πέφτει η βροχή. Καταφθάνουν τρεις ντόπιοι. Μας χαιρετούν με εγκαρδιότητα, τινάζουν τις ομπρέλλες τους και τις ακουμπάνε στον τοίχο. Ύστερα πιάνουν στοργικά τις γκλίτσες τους και κάθονται γύρω από ένα μεγάλο βαρέλι, που ο Βασίλης το έχει μετατρέψει σε τραπέζι. Σε τέτοιο τραπέζι βέβαια, χρόνια ποτισμένο με οινόπνευμα, δεν ταιριάζει καφές. Μόνον τσίπουρο. Τούτη την ώρα ούτε εμείς επιθυμούμε κάτι άλλο.
Αρχίζει λοιπόν να πηγαινοέρχεται ο Βασίλης, φέρνει διάφορα ζεστά και κρύα μεζεδάκια. Τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας με τους διπλανούς φίλους. Ανάμεσά τους βρίσκεται και ο Νίκος Γκίζας, κοινοτικός σύμβουλος του Συρράκου.
– Αν έχετε χρόνο αύριο το πρωί, μπορούμε να κάνουμε το μονοπάτι που αρχίζει έξω απ’ το Συρράκο και τερματίζει στο πέτρινο γεφύρι, κάτω από τους Καλαρρύτες, προτείνει ο Νίκος. Μια πρόταση που γίνεται αμέσως αποδεκτή. Πάνω απ’ τα κεφάλια μας έχουν ανοίξει οι ουρανοί. Παίρνω μια από τις γκλίτσες του Βασίλη, την κρατάω κάτω απ’ το πηγούνι μου και στηρίζομαι πάνω της. Αισθάνομαι ξαφνικά να κάθομαι πιο ξεκούραστα. Κάτι ξέρουν οι Συρρακιώτες, που ποτέ δεν αποχωρίζονται τις γκλίτσες.
Αργά πια, σταματάει η βροχή. Σταματάνε και τα τσίπουρα. Είναι η ώρα του επιδόρπιου. Είναι το εξαιρετικό γιαούρτι που μας φέρνει ο Βασίλης, συνοδευμένο με πελτέ κράνου. Αληθινή αποκάλυψη! Η ντελικάτη γεύση του συνδυάζει όλα τα γλυκόξινα εκείνα στοιχεία, τόσο χαρακτηριστικά της γεύσης του κράνου.
Το λιθόστρωτο καλντερίμι είναι ολισθηρό μετά τη βροχή. Και ο συνεχής ανήφορος, αν και λιγόλεπτος, έχει γίνει κουραστικός. Οι γκλίτσες που μας έχει χαρίσει ο Βασίλης αποδεικνύονται ιδιαίτερα πρακτικές.
Στο πέτρινο καθιστικό οι φίλοι μας περιμένουν άγρυπνοι την επιστροφή μας. Καθώς μπαίνουμε, μας υποδέχεται μια γλυκειά θαλπωρή. Με νυχτερινή θερμοκρασία σε μονοψήφιους βαθμούς το τζάκι εκπέμπει μια ασύγκριτη γοητεία.
ΣΤΟ ΥΠΕΡΟΧΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΗΣ «ΠΟΥΛΙΑΝΑΣ»
Η μέρα ξημερώνει υπέρλαμπρη στο Συρράκο.
Η αρχή του μονοπατιού είναι πάνω στην άσφαλτο, στη θέση «Πουλιάνα», δυο χλμ. πριν απ’ το Συρράκο. Εδώ βρίσκεται πέτρινο κτίσμα με σκαρίφημα του μονοπατιού, που συνέδεε τους Καλαρρύτες με το Συρράκο και τα Γιάννενα.
Σύμφωνα με το σκαρίφημα, το μήκος του μονοπατιού είναι 2.850 μέτρα. Ξεκινάμε στις 9:20΄από υψόμετρο 1205 μέτρων. Έξοχο μονοπάτι, φαρδύ, χορταριασμένο.
Κάθε 100 μέτρα ξύλινες πινακίδες, μας ενημερώνουν για την διανυθείσα απόσταση. Στα 300 μέτρα συναντάμε πετρόχτιστο κιόσκι. Μια εκπληκτική σε πυκνότητα και ποικιλία βλάστηση συνοδεύει τα βήματά μας. Το δέντρο, ωστόσο, που είναι κυρίαρχο, είναι η κρανιά. Πουθενά στην Ελλάδα δεν έχω δει περισσότερες κρανιές.
Στα 400 μέτρα συναντάμε δεύτερο κιόσκι, ξύλινο και με τραπεζοκαθίσματα. Στα 800 μ. ένα πελώριο πλατάνι. Μας εντυπωσιάζουν τα πέτρινα ορόσημα, που σηματοδοτούσαν την εδαφική επικράτεια των δυο γειτονικών αλλά – κάποτε –ανταγωνιστικών κοινοτήτων, των Καλαρρυτών και του Συρράκου.
Στα 1.000 μέτρα συναντάμε το τρίτο και τελευταίο κιόσκι. Ξαφνικά,, πάνω στο μονοπάτι, βρίσκουμε πρόσφατα περιττώματα αρκούδας.
– Αποβραδίς είχε φάει κράνα, λέει ο Νίκος.
Αρχίζει κατηφορικό καλντερίμι, χτιστό στις απότομες πλαγιές. Να και μερικές πελώριες αγριοφλαμουριές. Για πρώτη φορά αντικρύζουμε την άσφαλτο. Απέναντι προβάλλουν οι Καλαρρύτες και ένας καταρράκτης με λιγοστό νερό αλλά ύψος που ξεπερνάει τα 100 μέτρα.
10:45΄. Φτάνουμε στο πανύψηλο πέτρινο γεφύρι του Κουϊάσα, πάνω από το ρέμα. Το υψόμετρο είναι 750 μέτρα. Έχουμε καλύψει υψομετρική διαφορά 455 μέτρων.
Σε 3΄φτάνουμε στην άσφαλτο, όπου μας περιμένει ήδη ο Παναγιώτης. Ο καθαρός χρόνος της διαδρομής δεν υπερβαίνει τη μία ώρα. Το μονοπάτι είναι πανέμορφο. Το συνιστούμε θερμά.
Πριν εγκαταλείψουμε το Συρράκο, επισκεπτόμαστε με τον Νίκο το Συνεδριακό Κέντρο «Κώστας Κρυστάλλης». Ωραιότατη αίθουσα, με υπερσύγχρονο εξοπλισμό και άριστες φωτογραφίες από το χωριό και τη γύρω περιοχή.
Αποχαιρετάμε τους φίλους μας και ανηφορίζουμε για τους ιστορικούς Καλαρρύτες.
ΣΤΟΥΣ ΚΑΛΑΡΡΥΤΕΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΣΤΕΚΙ ΤΟΥ ΝΑΠΟΛΕΟΝΤΑ
Ακολουθώντας αντίστροφη ακριβώς πορεία, φτάνουμε ύστερα από 14,9 χλμ. στην διακλάδωση, που μας οδηγεί δεξιά προς Καλαρρύτες. Μετά την χθεσινή έντονη βροχή συναντάμε πολλές λάσπες και λιμνούλες, που τις περνάμε χωρίς δυσκολίες. Πολλά σύννεφα κινούνται με εντυπωσιακή ταχύτητα στον θόλο του ουρανού. Πιο εντυπωσιακή όμως είναι η πτήση ενός υπέροχου αετού, που διαγράφει ψηλά πτήσεις αρχοντικές.
Βρισκόμαστε ήδη σε υψόμετρο 1.780 μέτρων. Στα 17,3 χλμ. περνάμε δίπλα από μεγάλη στάνη. Φύλακές της είναι καμιά δεκαριά πολύ μεγαλόσωμα σκυλιά. Στη θέα του αυτοκινήτου ορμούν και το κυκλώνουν γαυγίζοντας εκκωφαντικά. Με μεγάλη δυσκολία καταφέρνω ν’ ανοίξω δρόμο ανάμεσά τους.
Στα 18,5 χλμ. αρχίζει κατηφορικός πετρόδρομος,, ελάχιστα φιλικός. Στα 21,3 χλμ. συναντάμε διακλάδωση. Εδώ δεν υπάρχουν πινακίδες. Συμβουλευόμαστε τον χάρτη της «Ανάβασης», διαπιστώνουμε ότι βρισκόμαστε στην τοποθεσία Τσούμα και αποφασίζουμε να συνεχίσουμε αριστερά .Δεν το μετανιώνουμε. Μολονότι ανώμαλος, ο δρόμος είναι τουλάχιστον αξιόπιστος. Στα 27,3 χλμ. μας οδηγεί στο ασφάλτινο οδικό δίκτυο, που δεξιά κατηφορίζει προς Καλαρρύτες, ενώ αριστερά παίρνει τον ανήφορο προς τον αυχένα του Μπάρου και την πόλη των Τρικάλων. Εδώ το υψόμετρο φτάνει τα 1555 μέτρα.
Μετά από τόσο ταρακούνημα μοιάζει παράξενο να οδηγούμε και πάλι στην άσφαλτο. Μας φαίνεται μάλιστα και πολύ ευχάριστο. Στα 33,2 χλμ. φτάνουμε στο χώρο στάθμευσης, στην υψηλότερη είσοδο του χωριού. Κατηφορίζουμε τα καλντερίμια, περνάμε μπροστά από το κατάλυμα του Ναπολέοντα και σε ελάχιστα λεπτά βρισκόμαστε στην ωραία πλατεία του χωριού. Εδώ ξαναβρίσκουμε τον καλό μας φίλο, τον Ναπολέοντα Ζάγκλη. 15 σχεδόν χρόνια τώρα έχει συνδέσει αδιάσπαστα το όνομά του με τον τόπο του. Αυτός ξανάφερε τον κόσμο, ντόπιους και ξένους, στους Καλαρρύτες. Όχι μόνον τα καλοκαίρια αλλά όλο το χρόνο. Χάρις στην προσωπικότητά του, τις εξαίρετες υπηρεσίες εστίασης αλλά και την γραφικότητα του παμπάλαιου οικογενειακού του μαγαζιού. Τόσο συνωστισμένου τις χειμωνιάτικες μέρες αλλά πάντα τόσο γοητευτικού και ελκυστικού.
– Αργήσατε, λέει ο φίλος μας. Σίγουρα είστε κουρασμένοι και πεινάτε. Κουνάμε καταφατικά τα κεφάλια μας.
Φέρνει πρώτα ο Ναπολέων ένα γρήγορο τσιπουράκι, έτσι για να ξεγελάσουμε την πείνα. Ύστερα χοιρινό με πρασοσέλινο, σαλάτα και τυράκι. Κάθε λίγο φέρνει κι από κάτι.
– Απόψε θα μείνετε εδώ να ξεκουραστείτε και να ηρεμήσετε. Εντάξει;
– Έχουμε δουλειά ακόμα, Ναπολέων. Πρέπει να καταγράψουμε τη διαδρομή ως την Ανθούσα και το Χαλίκι, μέσω του αυχένα του Μπάρου.
– Α, αυτό είναι εύκολο. Αφήστε το για αύριο το πρωί. Άλλωστε όπου να’ ναι θα πέσει ο ήλιος.
Χαλαρώνουμε τελείως μ’ αυτή την προοπτική. Είναι ωραία να κουτσοπίνουμε χωρίς άγχος στου Ναπολέοντα, να παρακολουθούμε από το ταρατσάκι την πλατεία και το βράδυ ν’ αποσυρόμαστε στη γαλήνη του ξενώνα. Εκεί όπου δεν φτάνουν οι ήχοι που μας ταλαιπωρούν στις μεγάλες πόλεις.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το επόμενο πρωί, με σκοτεινό καιρό, ανηφορίζουμε για τον Μπάρο. 11 χλμ. μετά φτάνουμε σε υψόμετρο 1900 περίπου μέτρων σ’ αυτό τον αυχένα, που τον χειμώνα είναι φοβερός. Κατηφορίζουμε αριστερά, αρχικά με άσφαλτο και στη συνέχεια με χαλικόδρομο (δεξιά ο δρόμος οδηγεί στο Ματσούκι και στην Άρτα). 12,7 χλμ μετά φτάνουμε στην οδική αρτηρία προς Τρίκαλα και Χαλίκι. Η κυκλική διαδρομή των 90 χλμ. έχει σχεδόν ολοκληρωθεί.
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της διαδρομής που την κάνουν μοναδική.
– Συνεχής κυκλική διαδρομή 90 σχεδόν χιλιομέτρων, εκτός από 20 περίπου χλμ. παλινδρόμησης.
– Εκτός από μερικά χλμ. ασφαλτόδρομου, οι υπόλοιποι δρόμοι είναι χωματόδρομοι, χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες για τα 4Χ4.
– Η διαδρομή μπορεί να ολοκληρωθεί στη διάρκεια μιας μέρας.
– Χάρις στις πινακίδες και τον λεπτομερή χάρτη δεν κινδυνεύει να χαθεί κανείς.
– Η διαδρομή διασχίζει τοπία ποικιλόμορφα, υψηλού φυσικού κάλλους.
– Ως αφετηρία και ενδιάμεσους σταθμούς έχει τρία ιστορικά χωριά, το Χαλίκι, τους Καλαρρύτες και το Συρράκο, καθώς και την ορεινή Καστανιά.
– Η θερμή φιλοξενία είναι και στα τρία χωριά εξασφαλισμένη.
– Η διαδρομή είναι εξ’ ολοκλήρου ορεινή, εξελίσσεται σε μέσο υψόμετρο 1500-1600 μέτρων. Το υψηλότερο σημείο της περνάει από αυχένα με υψόμετρο 2.110 μέτρα, που είναι πιθανότατα το υψηλότερο οδικό σημείο της Ελλάδας.
– Σχεδόν κατά τα 2/3 του χρόνου είναι αδύνατη η πλήρης διάσχιση εξαιτίας του χιονιού.
– Τον Ιούνιο μπορεί να έχει κανείς ταυτόχρονα την εμπειρία τριών εποχών: ζέστη, αγριολούλουδα και χιόνι.
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΔΙΑΜΟΝΗΣ – ΕΣΤΙΑΣΗΣ
ΜΑΝΑΚΟΣ – Ξενοδοχείο με πρόσφατη ανακαίνιση. Άνετοι χώροι, θαυμάσιο φυσικό περιβάλλον δίπλα στο δάσος. Θερμή φιλοξενία από την οικογένεια Μανάκου. Εξαίρετη σπιτική κουζίνα και καταπληκτικές πίτες.
ΣΑΡΙΚΑ – Το πρώτο αυθεντικό καφέ στο Συρράκο. Με τζάκι και υπέροχο εσωτερικό χώρο για το χειμώνα, δροσερά μπαλκόνια με θαυμάσια θέα το καλοκαίρι. Πάντα με χαμόγελο σερβίρει ο Βασίλης εκλεκτό τσίπουρο, ποικιλία ορεκτικών, γλυκά ταψιού και κουταλιού.
ΚΑΣΑ ΚΑΛΝΤΑ – Υπέροχος ξενώνας σε αρχοντικό του 1864. Θέα μαγευτική, θερμή φιλοξενία, καταπληκτικές χειροποίητες πίτες από την Πόπη. Η διαμονή στην ΚΑΣΑ ΚΑΛΝΤΑ αποτελεί, κάθε εποχή του χρόνου, αλησμόνητη εμπειρία.
ΝΑΠΟΛΕΩΝ– Πασίγνωστος ο Ναπολέων. Για τους Καλαρρύτες σημείο αναφοράς. Παμπάλαιο ατμοσφαιρικό μαγαζάκι, ποικιλία μεζέδων, ξενώνας για ώρες χαλάρωσης και γαλήνης.