Το Διαχρονικό Μουσείο Λάρισας βρίσκεται στο λόφο Μεζούρλο, στις νότιες παρυφές της πόλης, στην περιοχή Νεάπολη. Είναι κτισμένο μέσα σε πευκόφυτη έκταση 54 στρεμμάτων, που παραχωρήθηκε σταδιακά από το Δήμο Λάρισας στο Υπουργείο Πολιτισμού. Η θεμελίωση του κτηρίου έγινε το 1996 και η κατασκευή του ολοκληρώθηκε το 2006.

Το Διαχρονικό Μουσείο Λάρισας βρίσκεται στο λόφο Μεζούρλο, στις νότιες παρυφές της πόλης, στην περιοχή Νεάπολη. Είναι κτισμένο μέσα σε πευκόφυτη έκταση 54 στρεμμάτων, που παραχωρήθηκε σταδιακά από το Δήμο Λάρισας στο Υπουργείο Πολιτισμού. Η θεμελίωση του κτηρίου έγινε το 1996 και η κατασκευή του ολοκληρώθηκε το 2006.
Η μόνιμη έκθεση του Μουσείου υλοποιήθηκε στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ανταγωνιστικότητα και Επιχειρηματικότητα ΕΠΑΝ ΙΙ 2007-2013». Η έκθεση καλύπτει ένα χώρο 1500τμ. και έχει πανθεσσαλικό χαρακτήρα. Η αφήγησή της αναπτύσσεται επάνω στους άξονες της χρονολογικής εξιστόρησης, της γεωγραφικής κατανομής και της ειδικής θεματολογίας. Αρθρώνεται σε έντεκα ενότητες και παρουσιάζει αντιπροσωπευτικά ευρήματα του θεσσαλικού πολιτισμού από την Παλαιολιθική Εποχή έως και τον 19 αιώνα. Η προσέγγιση της διαδρομής αυτής στον χρόνο και τον χώρο γίνεται μέσα από τις έννοιες: κράτος, θεσμοί, εξουσίες, κοινωνία.
Εισαγωγή- Προιστορική περίοδος
Στην αρχή της έκθεσης, μέσα από υποβλητικές εικόνες, χάρτες και ψηφιακές προβολές δημιουργείται το κατάλληλο περιβάλλον ώστε να εισαχθεί ο επισκέπτης στον κόσμο του παρελθόντος και να κατανοήσει το θεσσαλικό τοπίο και τη σημασία της εύφορης πεδιάδας που ζωογονούσε ο ποταμός Πηνειός, ειδικά για τη ζωή των προιστορικών ανθρώπων. Σ΄αυτό το περιβάλλον βρέθηκαν και τα πρώτα δείγματα της ανθρώπινης δραστηριότητας, εργαλεία της παλαιολιθικής περιόδου, περίπου 300.000 χρόνια πριν το παρόν.
Στην έκθεση περιλαμβάνονται πρώιμα εργαλεία κυρίως από χαλαζία, όπως φολίδες, ξέστρα και πελεκημένες κροκάλες από την περιοχή της Ροδιάς προς Β. της Λάρισας, όπου ο Τιταρήσιος ποταμός (Ξεριάς) συμβάλλει στον Πηνειό ποταμό. Στη Μέση Παλαιολιθική περίοδο (300.000 έως 40.000 χρόνια πριν) ανήκουν φυλλόσχημες αιχμές, ξέστρα, λεπίδες και γλύφανα από πυριτόλιθο. Από την τελευταία παγετώδη περίοδο του Πλειστοκαίνου και μεταξύ 45.000- 30.000 χρόνια πριν το παρόν, εκτίθενται, επίσης, αντιπροσωπευτικά απολιθωμένα δείγματα της παλαιολιθικής πανίδας, όπως τμήμα χαυλιόδοντα και ένας γομφίος ελέφαντα, κέρατα βοδιών και κρανίο ελαφιού.
Η Θεσσαλία είναι παγκοσμίως γνωστή για το νεολιθικό πολιτισμό της (6500-3200 π.Χ.), καθώς στην εύφορη θεσσαλική πεδιάδα εντοπίστηκαν πολλοί νεολιθικοί οικισμοί ήδη από την αρχή της περιόδου, ενώ στις αρχές ακόμη του 20ού αι. δημοσιεύτηκαν ανασκαφές μεγάλων νεολιθικών οικισμών, όπως το Σέσκλο, Διμήνι και Ραχμάνι, που είναι συνώνυμοι για τη Μέση (5800-5400 π.Χ.), Νεότερη (5400- 4500 π.Χ.) και Τελική Νεολιθική περίοδο (4500-3200 π.Χ.), αντιστοίχως. Οι ανασκαφικές έρευνες συνεχίστηκαν από τον πρωτοπόρο της θεσσαλικής νεολιθικής έρευνας Δ. Ρ. Θεοχάρη και την Αρχαιολογική Υπηρεσία, καθώς και ξένες αρχαιολογικές αποστολές σε αρκετούς νεολιθικούς οικισμούς οι κυριότεροι από τους οποίους στο Ν. Λάρισας είναι η Άργισσα, Οτζάκι, Αγ. Σοφία, Αχίλλειο Φαρσάλων, Μακρυχώρι, Μάνδρα, Παλιόσκαλα και στο Ν. Τρικάλων η Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου, ευρήματα των οποίων περιλαμβάνονται στην έκθεση του Μουσείου.
Η νεολιθική εποχή αντιπροσωπεύεται με πλήθος ευρημάτων που καλύπτουν ευρύ φάσμα του πολιτισμού της. Συγκεκριμένα εκτίθενται πήλινα αγγεία χαρακτηριστικά για όλες τις περιόδους της νεολιθικής εποχής, ενώ η νεολιθική κουζίνα αποτελεί ξεχωριστή ενότητα που περιλαμβάνει μία θερμική κατασκευή, σκεύη και εργαλεία για την προετοιμασία και παρασκευή της τροφής, όπως και η αποθήκευση που αντιπροσωπεύεται με πήλινα αποθηκευτικά αγγεία. Τα νεολιθικά εργαλεία, λίθινα και οστέινα, παρουσιάζονται με διδακτικό τρόπο ώστε ο επισκέπτης να κατανοήσει τον τρόπο κατασκευής, τη χρήση και το ρόλο τους στην παραγωγική διαδικασία και γενικότερα στην οικονομική ζωή των νεολιθικών κοινοτήτων. Μερικά από τα πρωιμότερα εργαλεία των νεολιθικών γεωργών και κτηνοτρόφων προέρχονται από ανασκαφική τομή στην Άργισσα. Στη Νεότερη Νεολιθική είναι χαρακτηριστική η χρησιμοποίηση των κεράτων ελαφιών για την κατασκευή εργαλείων, ενώ προς το τέλος αυτής της περιόδου εμφανίζονται σε μικρό αριθμό και τα πρώτα εργαλεία από χαλκό.
Η χαρακτηριστικότερη νεολιθική τέχνη είναι η ειδωλοπλαστική και το Διαχρονικό Μουσείο Λάρισας εκθέτει μία ιδιαίτερα πλούσια και αντιπροσωπευτική συλλογή ειδωλίων όλων των περιόδων της νεολιθικής εποχής. Πρόκειται για ειδώλια ανθρώπων και ζώων που κατασκευάζονται κατεξοχήν από πηλό και λιγότερο από λίθο ( κυρίως μάρμαρο) και περιλαμβάνουν πολλούς τύπους. Ιδιαίτερα σπάνιο είναι ένα πήλινο ομοίωμα οικίας της Νεότερης Νεολιθικής ( παρουσιάζεται μόνο του σε ειδική προθήκη) που περιέχει πήλινα ειδώλια και την οικοσκευή της οικίας. Το έκθεμα αυτό βρέθηκε κάτω από το δάπεδο μιάς νεολιθικής οικίας και ερμηνεύτηκε ως προσφορά θεμελίωσης.
Σε επιμέρους ενότητες παρουσιάζονται η «μικρογραφία του νεολιθικού νοικοκυριού» που περιλαμβάνει ομοιώματα οικιών, αγγείων και σκευών καθώς και ο «κόσμος των συμβόλων» με κοσμήματα, «φυλαχτά» και άλλα συμβολικά αντικείμενα, όπως οι χαρακτηριστικές λίθινες και πήλινες σφραγίδες.
Η νεολιθική ταφική ιδεολογία παρουσιάζεται με ταφές της Αρχαιότερης και Νεότερης Νεολιθικής που περιλαμβάνουν ενταφιασμούς και ταφές καύσεων νεκρών κυρίως από το νεκροταφείο της Πλατιάς Μαγούλας Ζάρκου.
Το πέρασμα στην ενότητα της Εποχής του Χαλκού (3η χιλιετία π.Χ.) χαρακτηρίζεται από την παρουσία της γνωστής ανθρωπόμορφης στήλης ( μενχίρ) που βρέθηκε στη Σουφλί Μαγούλα. Ακολουθούν σε περιορισμένο αριθμό αντιπροσωπευτικά ευρήματα της Πρώιμης και Μέσης Εποχής του Χαλκού, ενώ η Μυκηναϊκή Εποχή αντιπροσωπεύεται με ταφικά ευρήματα ( αγγεία, κοσμήματα, ειδώλια κ. ά). Ιδιαίτερα ενδιαφέρον σύνολο είναι τα εκθέματα από τους μυκηναϊκούς θαλαμοειδείς τάφους που βρέθηκαν στο Μ. Μοναστήρι που ανασκάφηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’70.
Μετά την Εποχή του Χαλκού ακολουθεί η Εποχή του Σιδήρου ( 11ος-8ος αι. π.Χ.), περίοδος η οποία σηματοδοτείται από τις μετακινήσεις πολλών ελληνικών φυλών από τα ορεινά και άγονα διαμερίσματα της βορειοδυτικής Ελλάδας προς τις πεδινές περιοχές και, παράλληλα, από τον ελλαδικό ηπειρωτικό κορμό προς τα νησιά του Αιγαίου, τα παράλια της Μικράς Ασίας και την Κύπρο. Για τις εξελίξεις αυτές δεν υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες. Η Θεσσαλία έζησε έντονα αυτήν την κινητικότητα. Με την «εισβολή» των Θεσσαλών από τα δυτικά και τη μετοίκηση παλαιότερων φύλων (Αινιάνες, Αιολείς, Βοιωτοί) σε άλλες περιοχές, διαμορφώνεται μία νέα κατάσταση, που θα οδηγήσει σταδιακά στη δημιουργία του θεσσαλικού κράτους.
Η εποχή του Σιδήρου αντιπροσωπεύεται στο θεσσαλικό χώρο σχεδόν αποκλειστικά από ταφικά ευρήματα, αφού τα οικιστικά κατάλοιπα (λείψανα αψιδωτών κτιρίων) είναι πενιχρά και αποσπασματικά και δεν μας επιτρέπουν να έχουμε μία ολοκληρωμένη εικόνα της οικιστικής ανάπτυξης. Σειρά αγγείων και μετάλλινων αντικειμένων που παρουσιάζονται στο Μουσείο φανερώνουν την επιβίωση των μυκηναϊκών στοιχείων, τις επιρροές που δέχτηκε ο θεσσαλικός χώρος από τη δυτική και κεντρική Μακεδονία αλλά και τη νότια Ελλάδα καθώς και τα τοπικά χαρακτηριστικά που όλα μαζί οδήγησαν στη δημιουργία του λεγόμενου πρωτογεωμετρικού ρυθμού της Θεσσαλίας. Ξεχωρίζουν οι οκτώσχημες σιδερένιες πόρπες, τα χάλκινα πολύσπειρα βραχιόλια και η χειροποίητη «δίδυμη» οπισθότμητη πρόχους από την Κραννώνα που περιείχε τα καμένα οστά μικρού παιδιού.
Η ανάπτυξη των Θεσσαλικών πόλεων
Με την εδραίωση των Θεσσαλών στην περιοχή, ήδη από τον 8ο αι. π.Χ. αναπτύσσονται οργανωμένες πόλεις-έδρες των αριστοκρατικών γενών (οίκων). Από τις πιο γνωστές οικογένειες ήταν οι Αλευάδες της Λάρισας, οι Σκοπάδες της Κραννώνος, οι Εχεκρατίδες και οι Δαοχίδες της Φαρσάλου. Είχαν στην κατοχή τους μεγάλες εκτάσεις γης που τις καλλιεργούσαν γηγενείς ακτήμονες, οι πενέστες, καθώς και μεγάλο αριθμό κοπαδιών.
Η πολιτική οργάνωση της Θεσσαλίας συνδέθηκε άμεσα με την τύχη αυτών των οικογενειών. Στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., η Θεσσαλία διαιρέθηκε σε τέσσερις περιφέρειες (τετράδες ή μοίρες): την Πελασγιώτιδα, την Εστιαιώτιδα, τη Θεσσαλιώτιδα και τη Φθιώτιδα. Κάθε μια από αυτές αποτελούνταν από τέσσερις κύριες πόλεις με συγκεκριμένο αριθμό κλήρων γης, στράτευμα και ιππικό. Στην περιφέρεια του θεσσαλικού χώρου ήταν εγκατεστημένα τα έθνη των περιοίκων, οι Μάγνητες, οι Περραιβοί, οι Αθαμάνες, οι Δόλοπες, οι Αινιάνες, οι Μαλιείς και οι Οιταίοι, οι οποίοι αποτελούσαν μέλη μίας ευρύτερης συμμαχίας υπό την ηγεμονία των Θεσσαλών. Στο πλαίσιο αυτό το ιππικό κατείχε ιδιαίτερη θέση, καθώς η εκτροφή αλόγων υπήρξε όχι μόνο αντικείμενο αριστοκρατικής ενασχόλησης και προβολής αλλά και ουσιώδες μέρος της πολεμικής ετοιμότητας των Θεσσαλών.
Η «γνωριμία» μας με τη θεσσαλική κοινωνία της εποχής γίνεται μέσα από σειρά θεσσαλικών επιτύμβιων ανάγλυφων στηλών του 5ου και 4ου αι. π.Χ., όλες έργα τοπικών εργαστηρίων. Απεικονίζονται νεαροί αστοί και οπλίτες φορώντας είτε την χαρακτηριστική θεσσαλική χλαμύδα και τον πέτασο, είτε ιμάτιο ακολουθώντας αθηναϊκά πρότυπα. Σε ορισμένες στήλες αναγράφονται τα ονόματα των νεκρών. Έτσι ο Θεότιμος από τον Άτραγα, ο Εχένικος ή ο Ιλξίνος από την Κραννώνα αποτελούν άτομα οικεία για μας. Από την άλλη πλευρά η παρουσία των γυναικών στις επιτύμβιες στήλες προβάλει την κυρίαρχη θέση τους στις αξίες της τοπικής κοινωνίας, εκφράζοντας παράλληλα και την αγωνία για τη διατάραξη του κοινωνικού ιστού που προκαλεί η απώλειά τους. Οι θεσσαλές γυναίκες μπορούσαν να ήταν ιέρειες, μύστριες, ιδιοκτήτριες σκλάβων και γης, καθώς και κάτοχοι αλόγων, με τα οποία μάλιστα συμμετείχαν και σε αθλητικούς αγώνες, όπως μαρτυρείται από τις επιγραφές.
Η ποικιλία των ταφικών πρακτικών στο θεσσαλικό χώρο φανερώνει τις αντιλήψεις της εποχής, αλλά και την ιδιαίτερη κοινωνική και οικονομική θέση του νεκρού. Η συνηθισμένη ταφική πρακτική είναι ο ενταφιασμός. Ξεχωριστή θέση κατέχουν οι τύμβοι που σκέπαζαν τετράγωνα κτίσματα με πυραμιδοειδή στέγη ή θολωτούς τάφους. Παράλληλα όμως, απαντά και το έθιμο της καύσης των νεκρών, μία πρακτική γνωστή ήδη από τη νεολιθική περίοδο. Οι τύμβοι με καύσεις νεκρών που ανασκάφτηκαν στην Κραννώνα και στο Ομόλιο έδωσαν πληθώρα ευρημάτων. Σιδερένια όπλα (ξίφη, αιχμές δοράτων, μάχαιρες και μαχαιρίδια), χάλκινα και σιδερένια κοσμήματα (πόρπες, περόνες, ψέλια, κρίκοι) καθώς και πήλινα και λίγα μετάλλινα αγγεία.
Οι συνεχιζόμενες έριδες στο εσωτερικό της Θεσσαλίας προσέφεραν στον Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας, το 354/3 π.Χ., την ευκαιρία να αποκτήσει τον έλεγχο της περιοχής. Η εποπτεία του θεσσαλικού χώρου υπήρξε από τους Μακεδόνες συστηματική μέχρι τις αρχές του 2ου αι. π.Χ., οπότε η Θεσσαλία πέρασε σταδιακά στον πλήρη έλεγχο των Ρωμαίων. Οι αποφάσεις του βασιλιά γνωστοποιούνταν μέσω και επιστολών του, που αποστέλλονταν στους επιστάτες που είχε διορίσει και τους δημόσιους λειτουργούς των πόλεων. Δύο από αυτές εκτίθενται στο Μουσείο και αφορούν στο διακανονισμό της περιουσίας, μετά θάνατον, κατοίκων της Αζώρου και του Πυθίου.
Τα πολύπλευρα θέματα λατρείας στο θεσσαλικό χώρο θίγονται μέσα από διάφορα ευρήματα. Επιγραφές με ιερούς νόμους που περιγράφουν τους κανονισμούς λειτουργίας ιερών (ο ένας οπτικοποιήθηκε μέσω βίντεο), αγάλματα, πήλινα ειδώλια και προτομές καθώς και ιερά σκεύη, όπως ένας ιδιότυπος μελαμβαφής κέρνος, ένα θυμιατήρι σε σχήμα αχιβάδας και ένα δεύτερο με υποστατό. Ξεχωριστή θέση κατέχουν τα δύο χρυσά φυλλάρια σε σχήμα κισσόφυλλου που φέρουν εγχάρακτο κείμενο από την «ορφικο-διονυσιακή» διδασκαλία. Τα δύο φυλλάρια βρέθηκαν συμμετρικά τοποθετημένα στο στήθος μιας νεκρής γυναίκας σε σαρκοφάγο οικογενειακού τύμβου στο αρχαίο Πελινναίο (σημ. Πετρόπορο Τρικάλων). Η παρουσία τους πιστοποιεί την ταυτότητα της νεκρής ως μύστη του θεού Διονύσου, η οποία μέσω της διαδικασίας της μύησης είχε αποκτήσει μια άλλη αντίληψη στα θέματα ζωής και θανάτου και με την κάθοδό της στον Άδη πιστεύεται ότι «ξαναγεννιέται» και προσφωνείται τρισόλβιος.
Οι Ρωμαίοι, το 196 π.Χ., διακήρυξαν την ανεξαρτησία των θεσσαλικών πόλεων από την κυριαρχία των Μακεδόνων και ίδρυσαν το Κοινό των Θεσσαλών, που συμπεριέλαβε όλη τη Θεσσαλία μέχρι την Υπάτη. Η Θεσσαλία βρέθηκε σε καθεστώς υποτέλειας με κάποια σχετική αυτονομία. Επικεφαλής του Κοινού ήταν ο στρατηγός με ετήσια εξουσία. Οι θεσσαλικές πόλεις συμμετείχαν στις συνεδριάσεις της συνομοσπονδίας με έδρα τη Λάρισα, που λάμβαναν χώρα στο α΄ αρχαίο θέατρο της πόλης. Το Κοινό ασκούσε οικονομικές και δικαστικές εξουσίες, έκοβε δικά του νομίσματα και οργάνωνε πανθεσσαλικούς αγώνες και θρησκευτικές εορτές.
Στους αυτοκρατορικούς χρόνους η Θεσσαλία γνώρισε κατά διαστήματα την εύνοια της Ρώμης με την ανακαίνιση δημόσιων κτιρίων, την κατασκευή δρόμων και την τοποθέτηση οδοδεικτών, τη σύσταση αυτοκρατορικών κτημάτων και τη διανομή των προϊόντων τους. Αυτοκρατορική ιδιοκτησία αποτελούσε και το λατομείο στον ορεινό όγκο της Χασάμπαλης, μεταξύ Λάρισας και Συκουρίου, το οποίο παρήγαγε τον πράσινο θεσσαλικό λίθο. Άρχισε να λειτουργεί εντατικά στα ρωμαϊκά χρόνια και με κάποια διαστήματα διακοπής συνεχίστηκε η χρήση του περίπου μέχρι το 1960. Αν και η χρήση του πετρώματος στη Θεσσαλία ήταν γενικά περιορισμένη, σε περιοχές εκτός αυτής, από την Ευρώπη έως και την Αμερική, απαντά σε ένα σημαντικό αριθμό εκκλησιαστικών και κοσμικών κτιρίων, κυρίως της παλαιοχριστιανικής και αναγεννησιακής περιόδου. Η ιδιόμορφη γεωλογική δομή του και η πολυχρωμία του είχε ως αποτέλεσμα το πέτρωμα να χρησιμοποιηθεί σχεδόν αποκλειστικά στη λάξευση αρχιτεκτονικών μελών, για επενδύσεις τοίχων και δαπέδων και στην κατασκευή σαρκοφάγων και μάλιστα για αυτοκράτορες ή μέλη των οικογενειών τους. Στην έκθεση παρουσιάζονται μία επιτύμβια στήλη και ένας οδοδείκτης ρωμαϊκής περιόδου, κίονες παλαιοχριστιανικής περιόδου καθώς και ένα από τα τρία γνωστά ολόγλυφα έργα στον κόσμο από το πέτρωμα αυτό. Πρόκειται για το άνω τμήμα κορμού παιδιού που κρατά καλάθι πίσω στην πλάτη του. Βρέθηκε στη Λάρισα και χρονολογείται στη ρωμαϊκή περίοδο.
Βυζαντινοί χρόνοι
Στη βυζαντινή ενότητα συνεχίζεται αβίαστα η παρουσίαση του θεσσαλικού πολιτισμού. Το πέρασμα στη νέα θρησκεία, τη χριστιανική, σηματοδοτείται με κορμό γυναικείου αγάλματος, που μετατράπηκε τον 5ο αιώνα σε επίκρανο εκκλησίας και τοποθετείται στην αρχή της έκθεσης. Ακολουθούν αντιπροσωπευτικές όψεις του συνόλου του βυζαντινού και μεταβυζαντινού πολιτισμού της περιοχής, με ποικιλία εκθεμάτων από τις περιοχές της Λάρισας, της Ελασσόνας και της Αγιάς, στα οποία αντιπροσωπεύονται όχι μόνο οι χώροι λατρείας αλλά και ο δημόσιος και ο ιδιωτικός βίος των κατοίκων, σε μια περίοδο που φθάνει μέχρι την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους το 1830.
Η Λάρισα της παλαιοχριστιανικής περιόδου εξακολουθεί να είναι μια ακμαία πόλη, θρησκευτικό και διοικητικό κέντρο της Θεσσαλίας. Όπως πολλά άλλα κέντρα της περιοχής, τον 6ο αιώνα δέχεται νέα οχύρωση από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό, σε έκταση αρκετά μικρότερη από εκείνη της αρχαίας. Το σημαντικότερο μνημείο της Λάρισας είναι ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Αχιλλίου, που αναδείχθηκε σε προστάτη άγιο της πόλης. Σ΄αυτόν είναι αφιερωμένο το πρώτο τμήμα της έκθεσης, όπου εκτίθεται το στόμιο φρέατος με την επιγραφή του αγίου, καθώς και αρχιτεκτονικά γλυπτά του ναού και της ευρύτερης περιοχής του λόφου του Φρουρίου. Ψηφιδωτό δάπεδο από το ναό του Αγίου Ανδρέα στην Ελασσόνα, καθώς και ένα σπάνιο σύνολο ιερών σκευών από την εκκλησία του κάστρου της Βελίκας συμπληρώνουν την εικόνα της θρησκευτικής τέχνης της περιοχής και συνοδεύονται από σχετική προβολή.
Η δεύτερη υποενότητα αφιερώνεται στην παλαιοχριστιανική κατοικία. Αρκετά ψηφιδωτά δάπεδα από ανεσκαμμένα ιδιωτικά κτίρια της Λάρισας, καθώς και ποικίλα αντικείμενα του καθημερινού βίου παρέχουν αυθεντική εικόνα της εποχής. Ορισμένα από αυτά προέρχονται από οχυρωμένους οικισμούς της περιοχής. Εκτίθενται εργαλεία, όπλα και είδη που σχετίζονται με το εμπόριο, όπως οι αμφορείς από το Κάστρο Βελίκας, μέσα σε ειδική προθήκη όπου δεσπόζει η θύρα του κάστρου, μοναδικό δείγμα σιδερένιας επένδυσης από θυρόφυλλο παλαιοχριστιανικού κάστρου.
Στον επόμενο χώρο συνεχίζεται η παρουσίαση της Λάρισας με βυζαντινά ανάγλυφα, επιτύμβιες πλάκες και αγγεία από την καθημερινή ζωή, τα οποία παρέχουν ενδεικτικές όψεις του βυζαντινού πολιτισμού της πόλης, η οποία τον 10ο αιώνα γίνεται πρωτεύουσα του θέματος της Ελλάδας. Εντυπωσιακό βυζαντινό πιάτο με πολεμιστές γίνεται η αφορμή ψηφιακής παρουσίασης για τον πόλεμο στο Βυζάντιο. Αξιόλογα περιφερειακά κέντρα αναδεικνύονται την εποχή αυτή, όπως η επισκοπή Βεσαίνης, που βρισκόταν στην περιοχή Αγιάς, καθώς και το Όρος των Κελλίων, ομάδα μονών και ασκηταριών στον Κίσσαβο, στα οποία σώθηκαν ενδιαφέροντα δείγματα εκκλησιαστικής τέχνης. Τέλος, ειδικές προθήκες με νομίσματα και κοσμήματα- τα τελευταία από τα πλούσια νεκροταφεία Αζώρου και Μηλέας Ελασσόνας- παρέχουν επαρκή εικόνα των ταφικών εθίμων και της οικονομίας της εποχής.
Η παρουσίαση της Λάρισας συνεχίζεται στη μεταβυζαντινή ενότητα, όπου προβάλλονται εντυπωσιακές οθωμανικές στήλες και γλυπτά από το κατεστραμμένο τζαμί του Χασάν Μπέη. Μαζί τους εκτίθενται θρησκευτικές εικόνες και εβραική επιτύμβια στήλη ώστε να παρέχεται ο πολυεθνικός χαρακτήρας της πόλης. Αποτειχισμένες τοιχογραφίες από το Πολυδένδρι Αγιάς (1590) και εικόνες της ίδιας εποχής παρουσιάζονται ως δείγμα της μεγάλης ανάπτυξης της εκκλησιαστικής τέχνης τον 16ο αι., εποχή γενικότερης οικονομικής ευημερίας στην οθωμανική αυτοκρατορία. Γίνεται επίσης αναφορά στην ανάπτυξη του εμπορίου που σημειώνεται εκείνη την εποχή στη Θεσσαλία, μέσα από αυστριακό θησαυρό νομισμάτων, καθώς και τοιχογραφίες από το αρχοντικό του Δημητρίου Σβάρτς στα Αμπελάκια.
Η έκθεση κλείνει με την ενότητα Διάλογοι, όπου εκτίθεται έργο σύγχρονης τέχνης, σε συνομιλία με τα παλαιότερα έργα πολιτισμού. Στην εναρκτήρια φάση συμπεριλήφθηκε γνωστό έργο του Νίκου Αλεξίου από τη σειρά The End, το οποίο αντλεί την έμπνευσή του από το βυζαντινό δάπεδο της μονής Ιβήρων.
Σε όλες τις ενότητες υπάρχουν χαρακτηριστικές προβολές, που αναπαριστούν όψεις του βυζαντινού πολιτισμού, καθώς και απτικά αντικείμενα ώστε να συμπληρώνεται η επαφή του κοινού με αυτό και ιδιαίτερα των ατόμων με ειδικές ανάγκες.