Τον Απρίλη του 1822 η Οθωμανική Πύλη άφησε άφωνο τον πλανήτη με τη δήωση, καταστροφή κι εξανδραποδισμό των κατοίκων της Χίου, οι περισσότεροι από τους οποίους ανηφόρισαν ως τη Νέα Μονή του νησιού, καθώς πίστευαν πως εκεί θα βρουν καταφύγιο και δεν θα φτάσουν οι Τούρκοι. Αλλά το μένος των Τούρκων δε σταμάτησε πουθενά, με αποτέλεσμα οι τρομοκρατημένοι Χιώτες να πάρουν τα βουνά για να σωθούν. Αυτόν το δρόμο της απελπισμένης διαφυγής των κυνηγημένων, από τη Νέα Μονή ως τη δυτική θάλασσα της σωτηρίας περιγράφουμε στο κείμενο που αφορά τον “χαλασμό” του νησιού.
“Ω! Λαιμοί
αθώων παιδιών
μαστοί, πλευρά
σεβάσμια των μητέρων
γερόντων κώμαι
μες στο αίμα
αθλίως βρεγμέναι…”
Ανδρέας Κάλβος (1)
Λύσσα κακιά τον έπιασε το σουλτάνο, όταν έμαθε πως οι Χιώτες σήκωσαν μπαϊράκι. Γιατί, μαθές, είχαν του κόσμου τ’ αγαθά και τα προνόμια όλα του ντουνιά, τ’ αδασμολόγητα, την ελευθερία τους, τις διομολογήσεις, τις δυνατότητες να ταξιδεύουν, να εισάγουν είδη ατελώνιστα και να εξάγουν τη μαστίχα τους όπου και όποτε γούσταραν…
Τι τους ζητούσε ο σουλτάνος; Μονάχα ένα μερτικό από τις μαστίχες τους, για τη σουλτάνα, τη μητέρα του και το χαρέμι του…
Τόφερε λοιπόν βαριά που ετούτοι οι καλοπερασάκηδες οι Χιώτες, με τα προνόμια, την ευζωία, τις χάρες και τ’ αφιερώματα που τους είχε αφειδώς μοιράσει ο σουλτάνος, ύψωσαν, λέει, τη σημαία της επανάστασης.
Αλλά, κει κάτω στο Μοριά μπορεί και νάχαν δίκιο οι πεινασμένοι ραγιάδες, να ζητήσουν το κάτι παραπάνω, αλλά εδώ τι γύρευαν ετούτοι δω οι πολυταξιδεμένοι, οι προνομιούχοι, οι καλοζωισμένοι και καλλιεργημένοι Έλληνες;
Έτσι πρόσταξε φωτιά και γιαταγάνι, για όλους ανεξαίρετα τους Χιώτες. Μη μείνει τίποτα όρθιο. Α! Έδωσε μοναχά την εντολή στον Βαχήτ – Πασά και στο στράτευμά του, καταπώς του παράγγειλε η μάνα του, ν’ αφήσουν απείραχτες μερικές οικογένειες, εκεί κατά τον Κάμπο, στα Νοτιόχωρα, να καλλιεργούν τους σχίνους τους μαστιχοφόρους, για νάχει κάποια σοδειά το νησί, μην τυχόν και ξικέψει η φαμίλια του από μαστίχα…
Έτσι περίπου άρχισε τον Απρίλη του ’22 από τον Βαχήτ-Πασά η μεγάλη και τραγική ιστορία του νησιού, ο περιβόητος “χαλασμός”, η σφαγή κι ο αφανισμός σαράντα χιλιάδων ψυχών, που συντάραξε τον κόσμο και αφύπνισε τις μέχρι τότε κοιμισμένες ευρωπαϊκές συνειδήσεις…
Κράτησε μήνες το κυνηγητό, η λεηλασία, η αλύπητη σφαγή, γυναικόπαιδων, γερόντων, μοναχών, καλογριών και προυχόντων.
Μια κάποια ανοχή επιφυλάχτηκε από τα στίφη των οθωμανών μονάχα για το μεγάλο βυζαντινό μοναστήρι της επιλεγόμενης Νέας Μονής, που βρίσκεται κρυμμένη σε μια χωστή λαγκαδιά, δώδεκα χιλιόμετρα πάνω από τη Χώρα μα και τον πλούσιο Κάμπο της Χίου.
Γυναικόπαιδα, άρρωστοι, αδύναμοι και ηλικιωμένοι κατέφυγαν εκεί από την πρώτη στιγμή της απόβασης των οθωμανών στο νησί. Γιατί μέχρι τότε δεν υπήρχαν στρατεύματα κατοχής κι επιτήρησης στη Χίο. Αλλά ως έμαθε ο σουλτάνος το ξεσήκωμα των ντόπιων, όπλισε τους γενίτσαρους και τους πρόσταξε να ισοπεδώσουν το πανέμορφο κι ιστορικό νησί.
Το νησί κατοικούσε μια ευάριθμη κοινωνία εκατόν είκοσι χιλιάδων ψυχών. Σοβαρή παροικία στη Χίο είχαν οι καθολικοί. Οι Γενουάτες, που είχαν χτίσει το Πυργί, στον Κάμπο της μαστίχας, με τα περίτεχνα ξυστά τους, αριθμούσαν αρκετές δεκάδες οικογένειες. Οι Γάλλοι επίσης. Κι οι αριστοκρατικές οικογένειες των Αργέντηδων, των Ράλληδων, των Ροδοκανάκηδων και των Μαυροκορδάτων, με τους θυρεούς, τους υπηρέτες και τα πλούσια αρχοντικά εξολοθρέφτηκαν κι αυτοί.
Άφωνοι έμειναν οι ξένοι ταξιδιώτες, οι έμποροι, οι ναυτικοί, οι περιηγητές, οι πρόξενοι κι οι καλλιτέχνες που είχαν συρρεύσει στο νησί, από τη μανία των τούρκων του Βαχήτ-Πασά, του τοποτηρητή της Χίου, που ισοπέδωσαν τα πάντα. Κυρίως τους φάνηκε απίστευτο το μένος και το μίσος για το ότι εξανδραπόδισαν χιλιάδες ανθρώπους, όσοι δηλαδή γλίτωσαν το μαχαίρι και το γιαταγάνι, που ύστερα πουλήθηκαν στις αγορές της Μπαρμπαριάς και στα χαρέμια της Ανατολής.
“Aπίστους ιερείς και επίσημους αντάρτες 1.109, περασμένους από το μαχαίρι 25.000, σκλαβωμένες κόρες και νέοι 5.000…” ισχυρίζεται με περφάνεια στα Aπομνημονεύματά του ο Βαχήτ-Πασάς πως εξολόθρεψε, τον Απρίλη του 1822.
Aνεξημέρωτα τέρατα σκορπούσαν τον όλεθρο ζητώντας το χαμένο αίμα, μαχαίρι που σαν κριάρι τρέχει μες στους ουρανούς και τσακίζοντας των άστρων τους κλώνους, όπως θαυμάσια περιγράφει ο Ελύτης το σκηνικό της σφαγής.
Έμειναν – δεν έμειναν σαράντα χιλιάδες ζωές να κυκλοφορούν σαν τ’ αγρίμια στις εξοχές και στα βουνά της Χίου ύστερα από το πετσόκομα του σουλτάνου. Όντας διαρκώς κρυμμένοι και τρώγοντας ρίζες, χόρτα και φυτά.
Πώς σώθηκαν όμως οι περισσότερο απ’ αυτούς;
Πήραν τα βουνά και τα λαγκάδια, μαζί με τα λίγα υπάρχοντά τους και κρύφτηκαν στις ανήλιαγες τρύπες του Προβάτειου όρους και του Πεληναίου.
Πολλοί – οι περισσότεροι απ’ αυτούς -, πήραν την παλιά πέτρινη στράτα από τη Νέα Μονή που τραβάει για τον Προβατά κι από κει για τον Ανάβατο, καθώς κατηφορίζει μεσ’ από δύσβατη δασική διαδρομή για την Έλιντα και τις απόκρημνες βραχωμένες ακτές της δυτικής πλευράς του νησιού. Κι οι Οθωμανοί να τους κυνηγούν καταπόδι. Όσους πρόφταιναν, τους πετσόκοβαν. Οι άλλοι σκορπίζανε μες στα βράχια και στις λόχμες, στις τρύπες και στις σπηλιές, σε ό,τι βρισκόταν πάνω στο δρόμο τους. Κι εκεί χωμένοι ζήσαν όσο ζήσαν μέχρι να κοπάσει το κακό και να συνεχίσουν τη στράτα για την απόκρημνη δυτική μεριά του νησιού, όπου υπήρχε η ανοιχτή θάλασσα, δηλαδή η σωτηρία τους.
Όσοι λοιπόν επιζούσαν, κατέβαιναν στις απότομες δυτικές ακτές και με πρόχειρες βάρκες και μονόξυλα έφταναν ως απέναντι τα Ψαρά, πρώτο τυχαίο σταθμό. Τον οποίο θεωρούσαν προσωρινή σωτηρία τους. Άλλοι συνέχιζαν τους πλωτούς δρόμους προς τη Σύρα και τον Πειραιά. Η την Ευρώπη…
Αυτή τη στράτα, την ιστορική, τη βυζαντινή, με το πέτρινο καλντερίμι, που αριθμεί σε ηλικία μερικές εκατοντάδες χρόνια και διαθέτει μια σπάνια αρχιτεκτονική, πήρα μια πρωτομαγιά, θέλοντας να συνδέσω τη Νέα Μονή με τον Ανάβατο. Την αρχή δηλαδή με το τέλος του δράματος της σφαγής.
Η Νέα Μονή χτίστηκε το 1042 μ.Χ. μέσα σε μια βαθιά κοιλάδα και βρίσκεται σε υψόμετρο 430 μέτρων πάνω από τη θάλασσα. Αποτελεί μνημείο της Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESKO και γιορτάζει κατά την απόδοση της γιορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (23 Αυγούστου).
Γύρω από την κοιλάδα υψώνονται απότομες βραχώδεις πλαγιές οι οποίες κλείνουν τη θέα προς τα δυτικά, εκτός από ένα μικρό άνοιγμα. Απεναντίας αποκαλύπτεται ολόκληρη η παραλιακή γραφικότητα των μικρασιατικών ακτών. Η ανάβαση από την πόλη της Χίου είναι το ίδιο εντυπωσιακή και πανέμορφη. Μια πυρκαγιά αφάνισε το μεγαλύτερο μέρος του δάσους. Σιγά σιγά όμως ξαναγεννιέται το τελευταίο κι η περιοχή ζωντανεύει προσφέροντας μιαν όμορφη ευκαιρία για τη διαδρομή που απ’εδώ θ’ ακολουθήσουμε ως τον Ανάβατο.
Από τη δυτική πύλη της Μονής και μεσ’ από σαρίσματα και ερειπωμένα κτίσματα βγαίνουμε για να πάρουμε το ευδιάκριτο μονοπάτι που ανηφορίζει στην απότομη πλαγιά, καθώς φιδοσέρνοντας ανεβαίνει για τη σκήτη των Αγίων Πατέρων σε υψόμετρο 680 μέτρων, ένα μεγάλο συγκρότημα πια που βρίσκεται μισή ώρα ψηλότερα από τη Νέα Μονή.
Σε περίοπτη θέση ένας από τους πιο παλιούς ναούς της Ορθοδοξίας, στεγάζει υπέροχες τοιχογραφίες και είναι ο κοιμητηριακός ναός του μοναστηριού. Νότια του ναϊκού κτίσματος ξεδιπλώνονται δυό μοναδικές, από αρχιτεκτονική άποψη, αντηρίδες – πυλώνες του ναού που κρατήσανε όλα αυτά τα χρόνια τη βαριά κληρονομιά της Μονής. Διπλώνουμε ένα γύρω κι ύστερα συνεχίζουμε το ανηφορικό μονοπάτι που τραβάει στα ψηλώματα της μεγάλης αυτής έκτασης του μοναστηριού.
Όσο ξεσκαλώνουμε από την κοιλάδα της μονής η θέα του μοναστηριού και όλης της επίπεδης γραμμής που κλείνει το μοναστηριακό συγκρότημα αποκαλύπτει μιαν εξαίρετη και συναρπαστική άποψη της μοναστικής “πολιτείας”, που γεμίζει το μάτι με τα ογκώδη και στέρεα αρχιτεκτονήματα. Το μονοπάτι είναι ακόμη χωμάτινο, αλλά σταθερό, με ήπιες στροφές και μελετημένη αρχιτεκτονική.
Γρήγορα φτάνουμε στο δρόμο που έρχεται από τον κεντρικό άξονα της οδικής αρτηρίας, καθώς διασχίζει εγκάρσια το νησί από τ’ ανατολικά προς τα δυτικά. Εκεί παίρνουμε αριστερά για λίγο την άσφαλτο ώστε να επισκεφτούμε τη σκήτη των Αγίων Πατέρων, (Νικήτα, Ιωάννου και Ιωσήφ), στην οποία εγκαταβιώνουν αρκετοί μοναχοί, μεγάλης κυρίως ηλικίας.
Στη συνέχεια γυρίζουμε πίσω μέχρις ότου συναντήσουμε το μονοπάτι από το οποίο ανεβήκαμε και συνεχίζουμε ευθεία στην άσφαλτο για περίπου 1 χιλίομετρο. Στην πρώτη κλειστή δεξιά στροφή ανηφορίζουμε αριστερά στο παλιό πετρόχτιστο μονοπάτι. Οι καθαρές γραμμές του βουνίσιου περιβάλλοντος, τα περιγράμματα των δασωμένων κορυφογραμμών κι οι υποβλητικές πια ενατενίσεις της ιωνικής γης, τόσο κοντά, καθώς ανεβαίνουμε, που νιώθουμε πως θα τις αγγίξουμε ή πώς μ’ ένα σάλτο θα τις φτάσουμε, κι ακόμη τα μοσχονήσια που μεσολαβούν σε όλο το πορθμαίο σκέλος του Τσεσμέ και της Χίου, ανεβάζουν τη δείκτη της αγωνίας και του θαυμασμού αυτής της οδοιπορίας, που τραβάει για τα δυτικά.
Ένας διασκελισμός της νωπής μνήμης και του στενού της Χίου έφτανε για να πελαγώνει ο πόνος, η δυστυχία και η συμφορά των ελληνόφωνων της Ιωνίας.
Τα βλέπω όλα από δω ψηλά, από τον αυχένα του Προβατά και ριγάει η σακάτισα μνήμη της διαβόητης καταστροφής.
Το πέτρινο μονοπάτι βγαίνει στην κεντρική οδική αρτηρία από Χίο για Ανάβατο και Αυγώνυμα που την διασχίζω κάθετα.
Στα δεξιά μου φεύγει ένας χωματόδρομος που μπαίνει για τα καλά στο όμορφο πευκόφυτο δάσος. Μια αλάνα που χρησιμεύει για ποτίστρα και μελισσοτροφία οδηγεί στην αρχή του πιο ωραίου, ίσως, μονοπατιού της Χίου, που κατηφορίζει αριστερά με μαεστρία φτιαγμένο και με αρκετή δόση καλλιτεχνικής κλίσης.
Το πέτρινο τούτο καλντερίμι έχει για πρώτο του μέλημα τη φαρδιά στράτα, τις ισχυρές κάθετες αντηρίδες και την ήπια κλίση προς τον κατήφορο.
Τα λουλούδια παίρνουν το σχήμα της τρυφεράδας και ντύνονται με το νόημα της εποχής. Από πάνω μου σπάει ο κρατήρας ενός ανελέητου φωτός αφήνοντας να κυλίσουν αφάνες από χρυσοπράσινους βόστρυχους και λαδένια πλοκάμια.
Βαθιά στο νόημα της δύσης αποκαλύπτονται “περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές κι υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε”. Και νά η έξοχη θάλασσα του Αιγέα με την κοψιά των Ψαρών στο πρώτο της πλάνο.
Ψηλά πάνω από το κεφάλι μου χρησμολογούν και “σισυρίζουν τα μυριάδες χερουβικά εντομάκια”.
Ακούω τη μυστική κι αθέατη φωνή τους να με προκαλεί:
“Μια μέρα οι θάλασσες αυτές θα εκδικηθούν…”
Και βέβαια ο ποιητής εννοεί τις θάλασσες των βουνών που ποτίστηκαν με αίμα και ιδρώτα. Και τούτη δω η στράτα, όσο κι αν την εξωραϊζει ο άγνωστος λαϊκός τεχνίτης, με τη στόφα της κατασκευής του, είναι ποτισμένη με αγωνία, οδύνη και μπόλικο αίμα. Όσο σκέφτομαι ότι από δω πέρασαν στρατιές κυνηγημένων και απεγνωσμένων γυναικόπαιδων, δεν μπορώ να ησυχάσω.
Γυρίζω το βλέμμα κατά την έμπαση της θάλασσας. Εκεί, πίσω από την όμορφη χτενισιά της, τρυφεραίνει ο πόνος, ξεχνιέται η λαχτάρα των χιλιάδων θυμάτων της οθωμανικής μανίας, που καταδιωκόμενοι κατηφορίζουν από δω όχι σαν πεζοπόροι, μα αναγκαιούχοι διαβάτες της ζωής.
Το “πικρό στήριγμα του αγκώνα στην ανάμνηση” δεν με αφήνει να απολαύσω την κατεβασιά και τη ρέμβη του γλυπτικού τοπίου.
Ωστόσο βαδίζω μεσ’ από σύσκια και απλωτές πλαγιές που κορδελιάζουν κατηφορίζοντας προς τα Αυγώνυμα.
Σε μία από τις ξαφνικές ευδίες, ανοίγοντας ο ορίζοντας το στέρνο του, πυκνώνει μια σκούρα μάζα σπιτιών, που δεν μοιάζουν όμως με σπίτια.
Ξεκαθαρίζω την πηχτή αυτή ύλη των οικοδομών και στην οροφή του λόφου ξεδιαλύνει μια αυτόνομη εκκλησιά, που γύρω της απλώνονται ορθογωνισμένα οικοδομήματα, πυργοειδούς μορφής. Είναι ο Ανάβατος αυτή η πηχτή μάζα που ξεθηλυκώνει από την απέραντη πράσινη θάλασσα της δυτικής πλαγιάς του Προβατά και αυτονομείται στο πέλαγος των λόφων.
Καθώς όμως κατηφορίζω αυτή την πανέμορφη στράτα, από κάποια άλλη τρύπα του δασικού πλέγματος, πλέοντας στο θαλασσινό μέτωπο, εμφανίζονται και τ’ Αυγώνυμα, ένα σπουδαίο χωριό, χτισμένο καθώς είναι στο ψηλότερο σημείο ενός πετρώδους λόφου που αγναντεύει τα Ψαρά και το πέλαγο.
Πλέουν από δω πάνω τα σπίτια του τα πέτρινα, μικρά κολλητά αδερφάκια, στον αχνογάλανο ορίζοντα νοτίζοντας το βλέμμα το ονειροπόλο. Kι ανεβαίνει ολόκληρο το νησί, μαζί “με σπηλιές, με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς”
Ωστόσο κατηφορίζω πάντα μέσα στο δάσος, με συντροφιά μου το καλόχτιστο πέτρινο καλντερίμι, που κουβάλησε στη ράχη του χιλιάδες ψυχές κατατρεγμένων.
Τα φρστ από δίπλα μου, που σκίζουν τη φρέσκια και νωπή σάρκα της γης, παραγγέλνουν τα θυρανοίξια της εποχής και σφραγίζουν τη μελετημένη σοφία της ποικιλίας των ειδών. Ολοπράσινες σαύρες, παίρνοντας από την καινούργια χλόη χρώμα και φρεσκάδα, ανασηκώνουν το στήθος τους και με θωρούν απορημένες. Οι νέοι πυρήνες των πεύκων αναγέρνουν στο ελάχιστο πνέμα της αύρας που έρχεται να τους κινητοποιήσει από το πέλαγο.
Όσο κι αν τα πράγματα της νέας εποχής και της γήινης αναγέννησης δίνουν ένα στίγμα ευφρόσυνο και ζωογόνο, δεν παύει η πονεμένη ιστορία της διαδρομής να με επαναφέρει στην αμείλικτη πραγματικότητα.
Τώρα βλέπω πια το ελάχιστο της διαφυγής αυτών που αλλοπαρμένοι ή ετοιμοθάνατοι κοιτούσαν αλίθωρα προς το πέλαγο. Είναι ένα βλέμμα ικεσίας στον άγνωστο θεό της Τύχης που ερχόταν αρωγός ύστερα από μέρες ή μήνες συμβίωσης με τα ερπετά και τ’ αγρίμια, να τους οπλίσει με την ελπίδα της σωτηρίας.
Με σφιγμένη την ψυχή κατηφορίζω συνεχώς τα τελευταία κομμάτια της δασικής διαδρομής που βγάζει στον Άγιο Ισίδωρο, ένα εξωκκλήσι που βρίσκεται σε ειδυλλιακό τοπίο, στη μέση της οδικής αρτηρίας Αυγώνυμων – Ανάβατου.
Μια μικρή ξύλινη πινακίδα μαρτυράει το αντίστροφο της διαδρομής, ενώ τώρα εγώ είμαι υποχρεωμένος να αφήσω το μονοπάτι της φυγής και να κατηφορίσω στον δασικό δρόμο μέχρι την άσφαλτο που οδηγεί σε 25΄ στην είσοδο του μεσαιωνικού Οικισμού του Ανάβατου.
Το παραδοσιακό μονοπάτι εξαφανίστηκε από την ευφυία των νεοελλήνων, όπως συμβαίνει παντού, να χαράζουν τους δρόμους πάνω στις παλιές ιστορικές στράτες, τις φτιαγμένες με ιδρώτα και μόχθο.
Προσεγγίζω τον Ανάβατο, ενώ λίγο πιο πριν, μέσα από μια βαθιά χαράδρα, που έχει τη μορφή φαραγγιού, όπως μου λένε οι ντόπιοι, πέρασαν οι πρώτοι φυγάδες, που κατέληξαν στη θάλασσα.
Η δεύτερη παρτίδα των κυνηγημένων ακολούθησε διαφορετικό δρόμο, από αυτόν που οδηγεί στον Ανάβατο, για να φτάσει στη θάλασσα. Πέρασε έξω από τα Αυγώνυμα και κατηφόρισε προς την Έλιντα, από παλιά ξεχασμένη στράτα, από την οποία ωστόσο έχουν απομείνει μερικά σημάδια πρόσβασης και χρήσης.
Γίνεται, όπως έμαθα, προσπάθεια από τους «Φίλους των Μονοπατιών της Χίου» να ανοιχτεί και αυτή η διαδρομή και να σηματοδοτηθεί στην ολότητά του το μονοπάτι που εβάδισαν οι κυνηγημένοι Χιώτες, την άνοιξη του 1822. Το τμήμα του μονοπατιού Ν Μονή – Ανάβατος είναι μέρος της μεγάλης διαδρομής της Χίου που διεκδικεί ευρωπαϊκή πιστοποίηση.
Συμπερασματικά η όλη διαδρομή από τη Νέα Μονή ως τον Ανάβατο μού κόστισε 130 λεπτά χρόνου, με όλες τις στάσεις και τις αναγκαίες αναπολήσεις της ιστορικής μνήμης.
Είναι μια έξοχη και ειδική πεζοπορική διαδρομή, πάνω στα χνάρια της ματοβαμένης ιστορίας, που δεν έχει τίποτα λιγότερο από τις τραγικές ιστορικές πορείες της φυλής.
(1) Το απόσπασμα του ποιήματος του Κάλβου, που αναφέρεται στη σφαγή της Χίου, είναι γραμμένο στην είσοδο του κοιμητηριακού Ναού στον Ανάβατο.
Χαλάτσης Βασ. Γιώργος
Πρόεδρος του συλλόγου ¨ ΦΙΛΟΙ ΜΟΝΟΠΑΤΙΩΝ ΧΙΟΥ ¨