Τον περασμένο Απρίλιο ένα επιμελημένο ντοσιέ έφτασε στα γραφεία μας. Αποστολέας του ήταν ο «Πολιτιστικός και Μορφωτικός Σύλλογος Μικροβαλτινών Κοζάνης». Θέμα του ήταν τα «Μπουχάρια» του Μικρόβαλτου Κοζάνης. Ξεκινώντας να ξεφυλλίζουμε το ντοσιέ μείναμε έκπληκτοι από τα πρώτα δευτερόλεπτα. Μια-μια περνούσαν από τα μάτια μας φωτογραφίες μοναδικές, που απεικόνιζαν όχι μόνον το γεωλογικό παράδοξο αλλά και τις, απαράμιλλης ομορφιάς, γλυπτικές συνθέσεις της φύσης. Σ’ έναν τόπο αθέατο και έξω από τις κεντρικές οδικές αρτηρίες των μεγάλων καραβανιών των τουριστών. Είδαμε και ξαναείδαμε τις φωτογραφίες, μελετήσαμε με προσοχή τα επιστημονικά κείμενα που τις συνόδευαν, καθώς και κάποιες σχετικές δημοσιεύσεις.
Δυο μέρες αργότερα, ο Πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Γιώργος Μαστρογιαννόπουλος, ρωτούσε στο τηλέφωνο:
-Πιστεύετε ότι το θέμα ενδιαφέρει το περιοδικό;
-Όχι απλά το περιοδικό αλλά και κάθε αυθεντικό Έλληνα περιηγητή, που επιθυμεί να γνωρίσει τις ιδιαιτερότητες του τόπου του.
Τον περασμένο Απρίλιο ένα επιμελημένο ντοσιέ έφτασε στα γραφεία μας. Αποστολέας του ήταν ο «Πολιτιστικός και Μορφωτικός Σύλλογος Μικροβαλτινών Κοζάνης». Θέμα του ήταν τα «Μπουχάρια» του Μικρόβαλτου Κοζάνης. Ξεκινώντας να ξεφυλλίζουμε το ντοσιέ μείναμε έκπληκτοι από τα πρώτα δευτερόλεπτα. Μια-μια περνούσαν από τα μάτια μας φωτογραφίες μοναδικές, που απεικόνιζαν όχι μόνον το γεωλογικό παράδοξο αλλά και τις, απαράμιλλης ομορφιάς, γλυπτικές συνθέσεις της φύσης. Σ’ έναν τόπο αθέατο και έξω από τις κεντρικές οδικές αρτηρίες των μεγάλων καραβανιών των τουριστών. Είδαμε και ξαναείδαμε τις φωτογραφίες, μελετήσαμε με προσοχή τα επιστημονικά κείμενα που τις συνόδευαν, καθώς και κάποιες σχετικές δημοσιεύσεις.
Δυο μέρες αργότερα, ο Πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Γιώργος Μαστρογιαννόπουλος, ρωτούσε στο τηλέφωνο:
-Πιστεύετε ότι το θέμα ενδιαφέρει το περιοδικό;
-Όχι απλά το περιοδικό αλλά και κάθε αυθεντικό Έλληνα περιηγητή, που επιθυμεί να γνωρίσει τις ιδιαιτερότητες του τόπου του.
«ΜΠΟΥΧΑΡΙΑ» και «ΝΟΧΤΑΡΙΑ»
ΜΙΑ ΠΡΩΤΗ ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Στο τέλος του Ιούλη η ζέστη είναι πνιγηρή, όχι μόνον στο επίπεδο της θάλασσας αλλά και στο υψόμετρο των 700 περίπου μέτρων της Κοζάνης. Μια τέτοια θερμή ώρα απομεσήμερου ξεκινάμε με τον Γιώργο Μαστρογιαννόπουλο από την κεντρική πλατεία της πόλης.
– Η επιλογή της ώρας δεν είναι τυχαία, μας λέει ο φίλος μας. Θα βρεθούμε στην περιοχή με φως απογευματινό, πολύ ευνοϊκό για φωτογράφιση.
Κατευθυνόμαστε Ν ακολουθώντας τις πινακίδες προς Αιανή. Διασχίζουμε διαδοχικά τους οικισμούς Λευκόβρυση, Πρωτοχώρι, Λευκοπηγή, Κερασιά και το ωραίο κεφαλοχώρι της Αιανής, με την μακραίωνη ιστορία και τα σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα. Μετά την Αιανή το τοπίο σταδιακά αλλάζει. Το χρυσοκίτρινο χρώμα των θερισμένων χωραφιών διακόπτεται αρχικά από την λεία επιφάνεια της τεράστιας σε μήκος τεχνητής Λίμνης Πολυφύτου, που σχηματίστηκε μετά την αιχμαλωσία των νερών του Αλιάκμονα. Διασχίζουμε τη μεγάλη γέφυρα διακρίνοντας από ψηλά αρκετά είδη ερωδιών να περιφέρονται με τον κομψό τους βηματισμό στα άβαθα νερά, απόλυτα αδιάφοροι για την θορυβώδη παρουσία μας. Λίγο αργότερα, καθώς μπαίνουμε στην επικράτεια του Δήμου Καμβουνίων, τα πάντα στο έδαφος αλλάζουν. Ρεματιές με ρυάκια και πλατάνια, δρυοσκέπαστες πλαγιές, ένα γνήσιο ανάγλυφο βουνού. Η θερμοκρασία μετριάζεται, το βλέμμα ξαποσταίνει και ηρεμεί στο πράσινο μετά το σκληρό φως του ωχροκίτρινου.
Στρίβουμε δεξιά, προς Μικρόβαλτο, Τρανόβαλτο και Ελάτη. 40 χλμ. μετά την Κοζάνη φτάνουμε στο Μικρόβαλτο και στην έξοδο του χωριού στρίβουμε σε αγροτικό δρόμο αριστερά, ακολουθώντας την πινακίδα προς «Μπουχάρια». Καλός χωματόδρομος, διασχίζει με κατεύθυνση Α ένα ευρύτατο οροπέδιο με σιτοκαλλιέργειες, θερισμένο και θερμότατο. Τοπίο γνώριμο του νομού Κοζάνης, καμιά ένδειξη δεν προοιωνίζεται αυτό που θ’ αντικρύσουμε. Ανηφορίζουμε για λίγο προς τα ψηλώματα, καταπράσινα από δρυοδάσος. Κοιτάζουμε τον Γιώργο ερωτηματικά.
-Δεν θα το πιστέψετε, μας λέει, αλλά ενάμισι χρόνο πριν ούτε εγώ ούτε οι περισσότεροι συγχωριανοί μου είχαν ιδέα τι κρύβεται πίσω απ’ αυτούς τους δρυοσκέπαστους λοφίσκους. Μα κι αν κάποιοι ακόμα ήξεραν, δεν είχαν αντιληφθεί τη γεωλογική ιδιαιτερότητα του τόπου.
Φτάνουμε σε αυχένα με ευρύτατο ορίζοντα στα Καμβούνια, στα Χάσια και σ’ ένα εκτεταμένο και πολυποίκιλο ανάγλυφο με αλλεπάλληλες λοφοσειρές ανάμεσα σε αναρίθμητες χαραδρώσεις του εδάφους. Κατευθυνόμαστε μερικές εκατοντάδες μέτρα αριστερά και σταματάμε μπροστά στην τελευταία πινακίδα, 44,5 χλμ. ακριβώς από το κέντρο της Κοζάνης.
-Φτάσαμε, λέει ο Γιώργος.
Παρατηρούμε το τοπίο ολόγυρά μας, με δεν διακρίνουμε τίποτε που να μας θυμίζει τις εικόνες, που τόσο πολύ μας είχαν εντυπωσιάσει στο ντοσιέ.
-Μα, που είναι επιτέλους τα Μπουχάρια; ρωτάει με φανερή ανυπομονησία η Άννα.
-Εδώ, λίγο πιο κάτω, της απαντάει χαμογελώντας ο φίλος μας.
Διασχίζουμε για 200 περίπου μέτρα ένα πολύ επικλινές θερισμένο σταροχώραφο. Στο τέρμα του καταλήγει σε μια μικρή συστάδα από χαμηλές βαλανιδιές. Ακριβώς από κάτω χάσκει ένας χωμάτινος γκρεμός, που σβήνει με μια ευρύτατη χοάνη, ένα λεκανοπέδιο. Σ’ αυτό το χώρο, διάσπαρτες ανάμεσα σε πτυχώσεις εδάφους ή απότομες λοφοπλαγιές, ορθώνονται κατακόρυφα μερικές κολώνες από το ίδιο κοκκινωπό χαλικόχωμα που καλύπτει την περιοχή. Όλες οι κολώνες έχουν στην κορυφή τους έναν ομοιόμορφο «σκούφο», μια μεγάλη γκρίζα πέτρα, που ισορροπεί με αξιοθαύμαστο τρόπο πάνω από τον κορμό και φέρνει έντονα στο νου απόληξη καμινάδας.
-Γι’ αυτό το λόγο ονομάστηκαν «μπουχάρια», λέει ο Γιώργος. Είναι η τοπική λέξη που σημαίνει καμινάδα.
Ωστόσο, με την πρώτη μακρινή ματιά, δεν εντυπωσιάζουν τα Μπουχάρια. Δεν είναι «Μετέωρα», που, ούτως ή άλλως, επιβάλλονται καταλυτικά στο οπτικό πεδίο με τον όγκο τους. Ίσως γι’ αυτό παρέμειναν τα μπουχάρια άγνωστα και άσημα ως τις μέρες μας.
Γιατί από μακρυά δεν κινούν την προσοχή του αδαή και ανυποψίαστου, δεν αποκαλύπτουν την σπανιότητα αλλά και την ιδιοτροπία της δημιουργίας τους απ’ τη φύση.
Κατηφορίζουμε με προσοχή τα λίγα μέτρα του χωμάτινου μονοπατιού, που είναι απότομο, σαθρό και ολισθηρό. Μέσα σ’ ελάχιστα λεπτά, η ασαφής αρχική εντύπωση δίνει τη θέση της στην έκπληξη και τον θαυμασμό. Ήδη μερικά μέτρα στ’ αριστερά αποκαλύπτεται το πρώτο μπουχάρι, σ’ όλο τον όγκο και το ύψος του.
-Το βαφτίσαμε «Φύλακα» ή «Ακοίμητο Φρουρό», λέει ο Γιώρος, γιατί είναι το πρώτο που μας υποδέχεται στην περιήγησή μας.
Με ύψος 2,5 περίπου μέτρων και διάμετρο τουλάχιστον 50 εκατοστών, ο Ακοίμητος Φρουρός είναι ένας στύλος ευθυτενής, που ορθώνεται κατακόρυφα χωρίς άλλο στήριγμα σαν μοναχικός κορμός δέντρου. Στο ανώτερο σημείο του καλύπτεται από γκρίζα σχιστολιθική πλάκα, χαρακτηριστική στο σύνολο σχεδόν των μπουχαριών. Η σύσταση του κορμού αποτελείται από κοκκινόχωμα, ανάμεικτο με μικρές ή μεγαλύτερες πέτρες αδιάσπαστα ενωμένες με το χώμα από κάποια αόρατη αλλά παντοδύναμη συγκολλητική ουσία της φύσης. Δεν είναι κάποιο πέτρωμα σκληρό και συμπαγές, προϊόν απολίθωσης, όπως οι περίφημοι κορμοί στο Απολιθωμένο Δάσος Λέσβου. Εδώ η ύλη είναι φαινομενικά σαθρή και ασταθής. Παρ’ όλα αυτά εξακολουθεί να αντέχει στο πέρασμα των αιώνων και στις κλιματολογικές μεταβολές, όπως οι ραγδαίες βροχές, οι ισχυροί άνεμοι, οι διαστολές και συστολές από ακραίες θερμοκρασιακές συνθήκες το καλοκαίρι ή το χειμώνα. Είναι στ’ αλήθεια ένα γεωλογικό παράδοξο τη γέννεση του οποίου ερμηνεύει με τη μελέτη που απέστειλε στο Νομάρχη Κοζάνης κ. Ι. Ανδρεάδη, ο Καθηγητής Α. Κελεπερτζής, Δρ. Γεωλόγος-Γεωχημικός του Τμήματος Γεωλογίας Πανεπιστημίου Πατρών. Σύμφωνα λοιπόν με τον καθηγητή «οι γεωμορφές αυτές απαντούν μόνο στη συγκεκριμένη θέση σε ολόκληρη την Ελλάδα. Παρόμοιες γεωμορφές αναφέρονται στην Γιουγκοσλαβία αλλά διαφέρουν ως προς τον δευτερογενή μητρικό σχηματισμό και το αρχικό μητρικό πέτρωμα τροφοδοσίας. Οι επικρατούντες γεωλογικοί σχηματισμοί στην στενή περιοχή εμφάνισης των ανωτέρω γεωμορφών ανήκουν στην Πελαγονική ζώνη και είναι: α) τα μεταμορφωμένα πετρώματα, σχιστόλιθοι και γνεύσιοι, τα οποία είναι Παλαιοζωϊκής ηλικίας και β) οι Τεταρτογενείς αποθέσεις, νεώτεροι σχηματισμοί.
Στο μεγαλύτερο τμήμα τους οι Τεταρτογενείς σχηματισμοί παρουσιάζουν ροδόχρουν χρώμα και αποτελούν τα προϊόντα της χημικής και φυσικής αποσάθρωσης των μεταμορφωμένων πετρωμάτων.
Φυσικές τομές κατά μήκος του κεντρικού ρέματος, το οποίο διασχίζει τους Τεταρτογενείς σχηματισμούς, επέτρεψαν τη διάκριση δυο οριζόντων:
Α) ενός ανώτερου ορίζοντα μικρού πάχους αποτελούμενου από λεπτόκοκκα και, σε μεγαλύτερα ποσοστά, από χονδρόκοκκα κλαστικά υλικά και β) ενός υποκείμενου ορίζοντα μεγαλύτερου πάχους, χαρακτηριζόμενου κυρίως από λεπτόκοκκα συστατικά».
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ερμηνεία που δίνει ο καθηγητής ως προς τον σχηματισμό των μπουχαριών. «Οι ανωτέρω γεωμορφές σχηματίσθηκαν από φαινόμενα αποσάθρωσης του κατώτερου ορίζοντα στο ήδη διαμορφωθέν σύστημα χαραδρώσεων και δημιουργήθηκαν οι επιμήκεις κατακόρυφες, δίκην κορμών δέντρων ή δίκην καμινάδων σε άλλες θέσεις, γεωμορφές. Οι διαδικασίες αυτές έλαβαν χώρα μετά τη διαμόρφωση του υδρογραφικού δικτύου. Τα καλύμματα των ανωτέρω γεωμορφών, τα οποία αποτελούνται από ογκώδη τεμάχη μη αποσταθρωμένου μεταμορφικού πετρώματος (γνεύσιοι, σχιστόλιθοι) παρέμειναν επί των διαμορφωθέντων επιμήκων κατακόρυφων κορμών μετά τη διάβρωση του ανώτερου ορίζοντα, ενός του οποίου ενίοτε απαντούν. Οι κατακόρυφοι αυτοί κορμοί με τα καλύμματα αποτελούν τα ώριμα στάδια διάβρωσης. Ένα άλλο χαρακτηριστικό των γεωμορφών είναι η διαπίστωση του γεγονότος, ότι τα τεμάχη (λεπτόκοκκα και χονδρόκοκκα) από τα οποία αποτελούνται οι κορμοί τους, έχουν υποστεί συγκόλληση κατά τη διαγένεση των Τεταρτογενών σχηματισμών αλλά και αργότερα. Μια πρώτη εκτίμηση είναι, ότι η συγκολλητική ύλη είναι οξείδια σιδήρου και διοξείδιο του πυριτίου. Οι παράγοντες οι οποίοι επέδρασαν, αφ’ ενός μεν στην αποσάθρωση των μεταμορφωμένων πετρωμάτων και στον σχηματισμό των Τεταρτογενών αποθέσεων αφ’ ετέρου δε στην μετέπειτα διαμόρφωση των γεωμορφών, είναι το νερό της βροχής το οποίο είναι εμπλουτισμένο σε διοξείδιο του άνθρακα, καθώς και το ατμοσφαιρικό οξυγόνο».
Με διαφορετική διατύπωση αλλά στα ίδια συμπεράσματα καταλήγει, μετά από επιτόπια ερευνά του και το ΙΓΜΕ (Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών-Περιφερειακή Μονάδα Δυτ. Μακεδονίας), του οποίου ο Διευθυντής Η. Κελεσίδης, αναφέρει σε έγγραφό του προς τον Νομάρχη Κοζάνης, ότι «οι γεωλογικοί σχηματισμοί της περιοχής είναι πλειοκαινικοί-πλειστοκαινικοί και αποτελούνται κυρίως από κροκάλες, άμμους, μάργες, αργίλλους μικρής συνεκτικότητας κοντά στην επαφή με το κρυσταλλοσχιστώδες υπόβαθρο. Για το λόγο αυτό συναντώνται κομμάτια σχιστόλιθου πάνω στους πλειοκαινικούσ-πλειστοκαινικούς σχηματισμούς. Το γεωφυσικό ενδιαφέρον στην περιοχή βρίσκεται στη δημιουργία από τη διάβρωση – σχηματισμών σε μορφή «Κολώνας», με «καπέλο» από σχιστολιθική πλάκα. Κατά τη διαδικασία της διάβρωσης ο σχιστόλιθος έδρασε σαν ομπρέλα και προστάτευσε τα ιζήματα από τη διάβρωση δημιουργώντας αυτές τις «κολώνες». Προφανώς υπήρχαν και άλλες στο παρελθόν, οι οποίες όμως καταστράφηκαν είτε από φυσικά φαινόμενα είτε από ανθρωπογενείς παρεμβάσεις».
Ο Η. Κελεσίδης του ΙΓΜΕ καταλήγει:
«Το γεωφυσικό αυτό φαινόμενο παρουσιάζει ενδιαφέρον, προκαλεί στον επισκέπτη ιδιαίτερη εντύπωση και αξίζει ανάδειξης και προστασίας. Η έκταση του χώρου επιτρέπει την περιήγηση του επισκέπτη πεζή, μέσα από περιπατητικά μονοπάτια. Επίσης θα μπορούσε να συνδυασθεί με αναψυχή γιατί η περιοχή είναι δασώδης. Ανεξάρτητα όμως από τα έργα που απαιτούνται για την ανάδειξη της περιοχής, πρέπει να γίνουν ορισμένα έργα για την προστασία των υπαρχόντων σχηματισμών, ώστε να προφυλαχθούν από τη διάβρωση και τις ανθρωπογενείς παρεμβάσεις. Χωρίς αυτά τα μέτρα καλό είναι να αποτραπεί η ανεξέλεγκτη παρουσία επισκεπτών».
Ο καθηγητής Κελεπερτζής από την πλευρά του πιστεύει, ότι η καταγραφή, η προστασία και η ανάδειξη των γεωμορφών Μικροβάλτου Κοζάνης, καθώς και η δημιουργία «Γεωπάρκου», θα αποτελέσουν χωρίς αμφιβολία μια πολιτιστική προσφορά. Η ανάδειξη των γεωμορφών θα συμβάλει στην καθιέρωση εναλλακτικών μορφών τουρισμού, όπως ο «γεωτουρισμός», που έχει την πλέον δυναμική παρουσία τα τελευταία χρόνια, αφού η αυξανόμενη περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση του πληθυσμού είναι ο κύριος προωθητικός παράγοντας για την μορφή αυτή τουρισμού. Άλλωστε η ανάδειξη της γεωλογικής κληρονομιάς του Μικροβάλτου θα αποτελέσει έναν επιπλέον πόλο έλξης επισκεπτών και θα συμβάλει στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της περιοχής».
ΤΑ ΑΓΑΘΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑΣ
Παρά το παμπάλαιο γεωλογικό τους παρελθόν, τα «Μπουχάρια» πολύ πρόσφατα βγήκαν από την αφάνεια. Ας παρακολουθήσουμε το ενδιαφέρον ιστορικό της πολύ σύντομης δημόσιας εικόνας τους.
Όλα ξεκίνησαν στις 18 Μαρτίου του 2004, όταν ο τοπικός τηλεοπτικός σταθμός WEST CHANNEL, πρόβαλε στην εισαγωγή της εκπομπής «ΕΝΕΡΓΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ», μερικές εικόνες από την περιοχή με απλή μουσική υπόκρουση και χωρίς σχόλια. Ο Πολιτιστικός Σύλλογος Μικροβαλτινών, με πρωτεργάτη τον Πρόεδρό του, ενεργοποιείται αμέσως. Επισκέπτεται την περιοχή, την φωτογραφίζει και στις αρχές Απριλίου αναρτά την πρώτη αφίσα στα καφενεία του Μικρόβαλτου. Στο τέλος Απριλίου η εφημερίδα του Συλλόγου «ΕΝ ΜΙΚΡΟΒΑΛΤΩ» κάνει σε μερικές σειρές το πρώτο δημοσίευμα και διατυπώνει την άποψη «μήπως τα Μπουχάρια αποτελούν στο μέλλον ένα τουριστικό αξιοθέατο».
Στις 6 Μαΐου μια δημοσίευση στην τοπική εφημερίδα της Κοζάνης «ΓΡΑΜΜΗ» κινεί το ενδιαφέρον του Νομάρχη, ενώ τον Ιούνιο το ΙΓΜΕ επισκέπτεται την περιοχή και γνωμοδοτεί για την σημασία της. Μέχρι τον Οκτώβριο του 2004 η τοπική κοινωνία και φορείς ενημερώνονται με αφίσες και δημοσιεύματα.
Στις 23 Οκτωβρίου του 2004 το «Γεωτρόπιο» της «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ» αφιερώνει ένα μονόστηλο δημοσίευμα, το πρώτο εκτός Νομού Κοζάνης.
Στις 28 Οκτωβρίου πέφτουν στην περιοχή τα φώτα της δημοσιότητας. Η ΕΡΤ 3, στην εκπομπή «ΑΛΗΘΙΝΑ ΣΕΝΑΡΙΑ», αφιερώνει περίπου ένα 15λεπτο. Τρεις μέρες μετά, ο καθηγητής Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Α. Κελεπερτζής, που είχε δει την εκπομπή, επισκέπτεται την περιοχή, αξιολογεί τη σημασία του γεωλογικού αυτού φαινομένου, επικοινωνεί με τον Νομάρχη και διατυπώνει σκέψεις για την αξιοποίησή του.
Στις 14 Νοεμβρίου η εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» φιλοξενεί εκτενές δημοσίευμα, ενώ στις 19 Νοεμβρίου ο Νομάρχης Κοζάνης επισκέπτεται την περιοχή, εντυπωσιάζεται και εξαγγέλλει την δημιουργία «Γεωπάρκου» σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Στις 28 Νοεμβρίου η εφημερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» αφιερώνει ολοσέλιδο άρθρο, ενώ στις 23 Ιανουαρίου του 2005, στην εκπομπή «ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ» της ΕΡΤ 3 τα «Μπουχάρια» είναι το πρώτο θέμα. Ήδη η περιοχή έχει βγει οριστικά από την αφάνεια.
Πολλοί επισκέπτες έρχονται στο Μικρόβαλτο για να θαυμάσουν τους παράξενους γεωλογικούς σχηματισμούς, να τους φωτογραφίσουν και να περιπλανηθούν πεζοπορώντας στην υψηλού φυσικού κάλλους ευρύτερη κοιλάδα.
Στις 15 Ιουνίου του 2005 υποβάλλεται η Μελέτη Εφαρμογής στο Περιφερειακό Συμβούλιο για ένταξη του έργου στο 3ο ΠΕΠ.
Ένα μήνα μετά, στις 14 Ιουλίου του 2005 εγκρίνεται η μελέτη για την κατασκευή ΓΕΩΠΑΡΚΟΥ, προϋπολογισμού 658.084,25 € και εντάσσεται το έργο στο 3ο ΠΕΠ.
– Είναι μια εξέλιξη καταιγιστική και πρωτοφανής για τα Ελληνικά δεδομένα, παρατηρώ στον Γιώργο. Σε 16 μήνες από την πρώτη αναφορά έχει σημειωθεί αυτή η πρόοδος. Πρέπει να είναι πολύ ικανοποιημένος.
– Είναι αλήθεια, μου απαντάει. Όλη η τοπική κοινωνία μιλάει γι’ αυτό. Στη σύντομη όμως ιστορική διαδρομή παραλείψαμε τον τελευταίο κρίκο μέχρι τώρα. Τη δική σας παρουσία εδώ.
ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΙ
Πολύ σοφώτεροι από τις συναρπαστικές πληροφορίες που έχουμε συγκεντρώσει, συνεχίζουμε την συναρπαστική μας περιήγηση. Μόλις 10 μέτρα Α του «Ακοίμητου Φρουρού» ορθώνονται δυο ογκώδη μπουχάρια. Το ένα υπερβαίνει σε ύψος τα 3,5 μέτρα και έχει πολύ ογκώδη και πεπλατυσμένο κορμό. Το άλλο, ύψους 2 περίπου μ., έχει ανώμαλο κορμό με πολλές ενδιάμεσες πέτρες. Ακριβώς δίπλα του υπάρχει ένα δίδυμο, που δεν έχει διαχωριστεί ακόμη από την διαδικασία της διάβρωσης.
-Αυτά τα μπουχάρια είναι ανώνυμα ακόμη, μπορείς να τους βρεις ένα όνομα; με ρωτάει ο Γιώργος.
-Ας γίνει νονός ένας ντόπιος, περισσότερο ποιητής από μένα, του απαντάω γελώντας.
Γύρω μας όμως δεν υπάρχουν μόνο μπουχάρια. Στρέφουμε το βλέμμα μας στα ΒΑ και, σε απόσταση 50 περίπου μέτρων, αντικρύζουμε στο απότομο πρανές του λεκανοπεδίου τον δεύτερο τύπο εντυπωσιακών γεωλογικών σχηματισμών της περιοχής, τα «Νοχτάρια» (ονομασία που προέρχεται από την λέξη «όχθη»). Είναι ένα θεαματικότατο ανάγλυφο από αλλεπάλληλες κωνικές εξάρσεις εδάφους, που δημιουργούν την εντύπωση ενός εκπληκτικού δάσους από πυραμίδες διαφόρων μεγεθών, η μια δίπλα στην άλλη. Σύμφωνα με την ερμηνεία που δίνει το ΙΓΜΕ, λόγω της μικρής συνεκτικότητας των σχηματισμών και του υδρογραφικού δικτύου της περιοχής η διάβρωση από τα νερά είναι έντονη ακόμα και σήμερα, με αποτέλεσμα τη δημιουργία απότομου ανάγλυφου και το σχηματισμό «πυραμοειδών» σχηματισμών σε πολλά πρανή».
Κάτω από τα αφιλόξενα «Νοχτάρια» που μοιάζουν με γιγάντια οδοντοστοιχία προϊστορικού τέρατος, αρχίζει ομαλή κοίτη ρέματος με παχύ στρώμα κοκκινωπής άμμου. Είναι ένας ωραιότατος φυσικός διάδρομος, που κατηφορίζει ελικοειδώς ανάμεσα στα απότομα πρανή, πάντα κατάφυτα με νεαρές βαλανιδιές.
Απέναντί μας στα Α, σε μια απότομη πλαγιά, δεσπόζει όλη αυτή την ώρα, ένα συγκλονιστικό σε μέγεθος και διαμόρφωση δίδυμο μπουχαριών, τα θεαματικότερα όλων.
-Αυτοί είναι οι περίφημοι «Μεγάλοι Άτλαντες», το αναμφισβήτητο «σήμα κατατεθέν», η πιο αναγνωρίσιμη εικόνα των μπουχαριών, μας λέει ο Γιώργος. Υπομονή όμως, θα φτάσουμε και εκεί.
Βαδίζουμε περίπου 80 μέτρα στην αμμώδη κοίτη της ρεματιάς και συναντάμε στ’ αριστερά μας ένα χαμηλό μπουχάρι, που μοιάζει να είναι ακόμα στο στάδιο του σχηματισμού του. Στο σημείο αυτό καταλήγει η στενή κοίτη ενός δευτερεύοντος ρέματος. Αρχίζουμε να την ανεβαίνουμε και, 10 μόλις μέτρα μετά, βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα διπλό μπουχάρι με χοντρούς κορμούς, που δεν ξεπερνάει σε ύψος τα 2 μέτρα.
– Εδώ κάλλιστα μπορούμε να δώσουμε την ονομασία «Σιαμαίοι», λέω στο Γιώργο, μια και αρνούνται τόσα χρόνια να διαχωρισθούν και ν’ αποκτήσουν την αυτοτέλειά τους.
Η κοίτη εξακολουθεί ανηφορική, δύσβατη και πετρώδης, μετά όμως από 30 περίπου μέτρα βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα ογκωδέστατο σύμπλεγμα από 6 τουλάχιστον μπουχάρια σχεδόν συνδεδεμένα μεταξύ τους, που το υψηλότερο ξεπερνάει τα 5 μέτρα.
-Αυτές είναι οι «Καρυάτιδες», λέει ο Γιώργος, το μεγαλύτερο πολλαπλό σύμπλεγμα όλης της περιοχής.
Καθόμαστε για λίγο να ξαποστάσουμε στη βάση τους και ν’ αναπληρώσουμε με νερό τον άφθονο ιδρώτα από τον ήλιο του απογεύματος. Η δίψα μας είναι σχεδόν άσβεστη, ευτυχώς ο φίλος μας, μετά την εμπειρία προηγούμενων επισκέψεων, έχει φροντίσει να προμηθευτεί τρία μεγάλα μπουκάλια με νερό. Σκέφτομαι πόσο συναρπαστικό είναι να βρισκόμαστε σ’ αυτή την απόκρυφη κοιλότητα, ανάμεσα σ’ αυτούς τους σπάνιους γεωλογικούς σχηματισμούς, με τη δική τους ποιητική ονομασία οι περισσότεροι, που τους καθιστά στα μάτια μας ακόμη πιο γοητευτικούς και οικείους. Δεν διαφέρουν εννοιολογικά από τους εντυπωσιακούς σταλακτιτικούς και σταλαγμιτικούς σχηματισμούς κάποιου σπηλαίου, που είναι κι αυτοί προικισμένη με τη δική τους ονομασία, προϊόν της δημιουργικής φαντασίας αυτών που τους πρωτοαντίκρυσαν.
Οι «Άτλαντες», ωστόσο, παραμένουν υπομονετικά απέναντί μας. Βρισκόμαστε σχεδόν στο ίδιο ύψος, η κατ’ ευθείαν όμως πρόσβαση σ’ αυτούς δεν είναι από τις ευκολότερες, γιατί οι πλαγιές που μας χωρίζουν έχουν σαθρό έδαφος και κλίσεις επικίνδυνες. Επιστρέφουμε λοιπόν στην κεντρική κοίτη, συναντάμε ένα μπουχάρι με ημιτελή κορμό αλλά πάντα με το καπελάκι του και μετά από 70 περίπου μέτρα φτάνουμε κοντά σ’ ένα ωραιότατο, υψηλό και λεπτεπίλεπτο μπουχάρι, που ορθώνεται στα Δ (δεξιά), με ύψος όχι μικρότερο των 3,5 μέτρων.
– Αυτός είναι ο «Ισορροπιστής» ή «Ακροβάτης», ένας από τους πιο εντυπωσιακούς αλλά και πιο ευάλωτους σχηματισμούς, εξαιτίας του μεγάλου ύψους και της στενής του διαμέτρου, λέει ο Γιώργος. Είναι πραγματικά ανεξήγητο, πως εξακολουθεί να διατηρείται όρθιος.
Με κατεύθυνση ΒΑ ξεκινάμε ν’ ανηφορίζουμε προς τους «Άτλαντες», σε έδαφος σαθρό. Χαμηλότερα στην κοίτη προλαβαίνουμε να δούμε την ευκίνητη σιλουέτα μιας αλεπούς, που εξαφανίζεται με πηδήματα.
Έτσι όπως ορθώνονται, παράλληλα ο ένας δίπλα στον άλλον, αποτελούν οι Άτλαντες ακαταμάχητο συνδυασμό. Ο Μεγάλος ξεπερνάει σε ύψος τα 6 μέτρα με διάμετρο στη βάση όχι μικρότερη του 1,5 μ. Δίπλα του ο Μικρός αν και οι διαστάσεις του δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητες, θυμίζει νεαρό αδελφό, που ατενίζει με δέος το ύψος και τον όγκο του Μεγάλου. Εμείς κοντά τους μοιάζουμε με νάνοι. Θαυμάζουμε για αρκετά λεπτά αυτή τη μεγαλειώδη γλυπτική σύνθεση της φύσης και μετά συνεχίζουμε για λίγο ακόμη ν’ ανηφορίζουμε την πλαγιά. Φτάνοντας στον αυχένα μας περιμένει άλλη μια οπτική ανταμοιβή. Εντελώς απρόσμενα αποκαλύπτεται χαμηλότερα μια δεύτερη χοάνη, αθέατη ως τώρα, τραχειά και αφιλόξενη, με απόκρημνο ανάγλυφο. Ο τόπος όμως είναι ιδιαίτερα ευνοημένος από τη διακοσμητική μαεστρία της φύσης. Όλα τα ανατολικά πρανή καλύπτονται από τις οξυγώνιες πυραμίδες των Νοχταριών, πολύ πιο μεγάλων και θεαματικών από τα πρώτα που έχουμε συναντήσει. Δεν λείπουν και τα Μπουχάρια και μάλιστα σ’ έναν συνδυασμό τεσσάρων στη σειρά, το ένα ακριβώς πίσω από το άλλο. Το τελευταίο από αυτά είναι ξεσκούφωτο, δεν άντεξε τόσα χρόνια το βάρος της πέτρας στο κεφάλι του.
– Αυτά είναι οι «Περιπατητές», μας λέει ο Γιώργος. Η ονομασία είναι πολύ εύστοχη, θυμίζουν πραγματικά πεζοπόρους σε «φάλαγγα κατ’ άνδρα».
ΜΕ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ «ΝΟΧΤΑΡΙΑ»
Επιστρέφουμε στην κοίτη του ρέματος κοντά στον «Ισορροπιστή», που τον ξεπερνάει σε ύψος και ευλυγισία ένα νεαρό αλλά πανύψηλο πλατάνι.
– Η ονοματοδοσία των μπουχαριών έχει και πρακτική σημασία, λέει ο Γιώργος, αφού, αναφέροντας το όνομα του συγκεκριμένου μπουχαριού, μπορεί κάποιος να προσδιορίσει το σημείο όπου βρισκόμαστε. Από εδώ λοιπόν μπορούμε να συνεχίσουμε την πορεία μας είτε μέσα από την κοίτη της ρεματιάς είτε από την κόψη του αυχένα, πάνω από το μπουχάρι. Για σήμερα προτείνω την δεύτερη επιλογή.
Ανηφορίζουμε για μερικά μέτρα την απότομη πλαγιά ΄πάνω από τον «Ισορροπιστή» και βρισκόμαστε σ’ ένα θαυμάσιο μονοπάτι σε αυχένα, ανάμεσα σε δυο ρεματιές. Βαδίζουμε για ένα 5λεπτο προστατευμένοι από την ευεργετική σκιά νεαρών βαλανιδιών. Φτάνουμε σε ξέφωτο, ακριβώς πάνω από ένα σύμπλεγμα με τρία μπουχάρια και μικρά νοχτάρια. Στα Δ-ΝΔ εκτείνεται μια μεγάλη και δρυοσκέπαστη πλαγιά, πολύ δύσβατη, μα διάσπαρτα νοχτάρια.
Πάντα με Ν κατεύθυνση συνεχίζουμε κατηφορικά το μονοπάτι, που στο μεγαλύτερο τμήμα του είναι ομαλό. Συναντάμε μια μεγάλη χοάνη με εντυπωσιακά νοχτάρια, που καλύπτονται από τη σκιά απότομου πρανούς. Σε μερικά λεπτά φτάνουμε στην κοίτη ρεματιάς, που στο σημείο αυτό έχει ροή νερού από το διπλανό Φαράγγι της Ποταμιάς, γεωγραφικό όριο προς τα Α του Δήμου Καμβουνίων με την Κοινότητα Λιβαδερού. Βαδίζουμε ήδη στην κοίτη της ρεματιάς, στην επικράτεια της Κοινότητας. Στον μέχρι τώρα ήχο των τζιτζικιών προστέθεται ο γλυκύτατος ήχος του ρυακιού. Η ροή του την εποχή αυτή είναι αδύνατη, πηδώντας πάνω από τις πέτρες το διασχίζουμε εύκολα αρκετές φορές. Τη χειμερινή όμως περίοδο η διάσχισή του πρέπει να είναι προβληματική.
Βρισκόμαστε σε υψόμετρο 670 μέτρων, το τοπίο γύρω από το ρυάκι είναι ήπιο με ιτιές, πλατάνια και τρεις αιωνόβιες βαλανιδιές στο ύψος μιας πλαγιάς. Τίποτε δεν προμηνύει αυτό που θα συναντήσουμε.
Αρχικά αποκαλύπτεται μια μεγάλη πλαγιά στα Δ, κατάσπαρτη από νοχτάρια, με δύο μικρά μπουχάρια στην κορυφή τους, σαν παραστάδες μιας αόρατης πύλης. Αμέσως μετά κατευθυνόμαστε Α και βρισκόμαστε ξαφνικά μπροστά σε μια χαράδρωση εδάφους, που μοιάζει να προήλθε από γιγάντια μαχαιριά. Η στενή της κοίτη καθώς και οι απόκρημνες πλαγιές είναι κατάσπαρτες από αιχμηρά νοχτάρια, που ορθώνονται από το έδαφος σαν δάσος από πελώριους σταλαγμίτες. Απομένουμε να θαυμάζουμε αυτό το δημιούργημα της φύσης ο Γιώργος όμως συνεχίζει την ανηφορική του πορεία στην πλαγιά.
– Ακολουθήστε με για λίγο ακόμη, ο τόπος έχει κι άλλα να μας δώσει.
Για ένα τρίλεπτο ανεβαίνουμε την κατάφυτη πλαγιά. Στο τέρμα της μένουμε άφωνοι. Μια τεράστια χοάνη χάσκει απότομα κάτω από τα πόδια μας, εχθρική και αφιλόξενη. Εδώ η φύση έχει εξαντλήσει όλη την απαράμιλλη γλυπτική της τεχνική. Εκατοντάδες, αμέτρητα νοχτάρια καλύπτουν κάθε σημείο των απόκρημνων πλαγιών, κάθε κοιλότητα εδάφους, με κάθε δυνατό μέγεθος και σχήμα. Άλλα θυμίζουν οξύκορφες πυραμίδες άλλα μοιάζουν με τεράστιους παραπετασματοειδείς σταλαγμίτες άλλα με αιχμηρά δόντια που ξεπηδούν απειλητικά από το έδαφος. Αμφιβάλλω αν οποιαδήποτε πένα μπορεί – έστω και κατ’ ελάχιστο – να αποδώσει αυτό το μεγαλειώδες θέαμα. Είναι στ’ αλήθεια η ευτυχέστερη στιγμή της όρασης, στην γλυκύτερη ώρα της ημέρας, την ώρα του δειλινού. Δεν είναι τυχαίοι οι μύθοι και οι θρύλοι που συνδέθηκαν από τους ντόπιους με την ευρύτερη περιοχή, τις ρεματιές των «Γιγάντων» και «Νεράιδων», το «Φαράγγι των Δαιμόνων», οι φήμες για κρυμμένους θησαυρούς και για τα λημέρια διάσημων ληστών, όπως του Γιαγκούλα και Γκαντάρα, αλλά και κρύπτες των ντόπιων στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας, της κατοχής και του εμφυλίου. Είναι ένας τόπος που κι ο πιο απίθανος θρύλος μοιάζει αληθοφανής και δικαιολογημένος.
ΠΡΩΪΝΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Ένα παγωμένο κρασάκι στις φημισμένες ψησταριές της Αιανής, επισφραγίζει με τον ιδανικότερο τρόπο το πολύωρο, συναρπαστικό οδοιπορικό στα Μπουχάρια και Νοχτάρια. Το επόμενο πρωί βρισκόμαστε πάλι εδώ. Κατηφορίζοντας συναντάμε την γνώριμη και εύθραυστη σιλουέτα του «Ισσοροπιστή» και αρχίζουμε τη διάσχιση της κοίτης. Αμμουδερή, στο μεγαλύτερο τμήμα της ομαλώτατη, με εμφανή ίχνη στην άμμο από τη ροή των χειμωνιάτικων νερών. Μετά από μερικά λεπτά φτάνουμε στο ΝΑ όριο του χώρου του Γεωπάρκου, σε μια τοποθεσία με την ονομασία «Καπαδοκία». Είναι στ’ αλήθεια μια μικρογραφία της πάλαι ποτέ φημισμένης αυτής περιοχής του Ελληνισμού. Ανάμεσα σε πανέμορφα νοχτάρια ορθώνονται με αποράμιλλη χάρη τρία μπουχάρια, τα δύο συντροφευμένα δίπλα-δίπλα και το τρίτο ξεκομμένο και ολομόναχο. Πυκνά πλατάνια και βαλανιδιές στα Α δημιουργούν ένα σκιερό και δροσερό περιβάλλον, που είναι σε κραυγαλέα αντίθεση με την ερυθρωπή, άγονη αλλά τόσο θεαματική πλαγιά στα Δ.
Συνεχίζουμε σε ομαλή πάντα κοίτη και πολύ γρήγορα φτάνουμε στα υπολείμματα της τείχισης παλιού νερόμυλου, που πρέπει να λειτουργούσε μέχρι την δεκαετία του ’50. αμέσως μετά η μέχρι τώρα στεγνή μας κοίτη συναντάει την φαρδύτερη με το γάργαρο νερό που κατεβαίνει από το εντυπωσιακό Φαράγγι της Ποταμιάς. Απέναντί μας διακρίνουμε τη χαμηλή πλαγιά με το μονοπάτι του αυχένα. Έχουμε λοιπόν ολοκληρώσει κάθε δυνατή βατή διαδρομή, όχι μόνον στα όρια του Γεωπάρκου αλλά μέχρι τα Νοχτάρια του Λιβαδερού, όπου καλό θα ήταν αν υπήρχε πρόβλεψη για ένα σηματοδοτημένο μονοπάτι, ως συνέχεια και κατάληξη της γνωριμίας με το Γεωπάρκο.
Επιστρέφουμε. Από τον Νερόμυλο ως το αρχικό σημείο της κατάβασής μας στα Μπουχάρια ο συνολικός χρόνος, με χαλαρούς ρυθμούς, δεν ξεπερνάει τα 15 λεπτά και η απόσταση τα 750 μέτρα. Θα λέγαμε, ότι από τα πρώτα νοχτάρια του Λιβαδερού, ο χρόνος πεζοπορίας που απαιτείται υπερβαίνει ελαφρά τη μισή ώρα. Είναι μια εξαίσια εμπειρία, που μένει για πάντα αξέχαστη.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Πριν ανηφορίσουμε για το αυτοκίνητο, αγναντεύουμε για τελευταία φορά το συνολικό τοπίο, παρθένο και αναξιοποίητο ακόμη, με τις δυσκολίες και τις μικροατέλειες από τη διάβρωση της φύσης. Αναρωτιέμαι πως θα είναι την επόμενη φορά. Κάπως έτσι ήταν, πριν την αξιοποίησή του και ο χώρος του «Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου», όταν τον είχα πρωτοαντικρύσει στις αρχές της δεκαετίας του ’80, χωρίς φύλακες, εισιτήρια εισόδου, ενημερωτικά φυλλάδια και μουσείο, χωρίς αυτή την παγκόσμια αίγλη που έχει σήμερα.
Διαβάζω την τεχνική περιγραφή του εγκεκριμένου Γεωπάρκου, την πρόβλεψη περίφραξης στο Β τμήμα, την κατασκευή πέτρινων τοίχων προστασίας από τις διαβρώσεις, την χάραξη και σηματοδότηση μονοπατιών θέσεων θέας και ξεκούρασης με κιόσκια και παγκάκια πέτρινα και ξύλινα, την πρόβλεψη υποδομών και χώρου υποδοχής με φύλακα, την εκπόνηση μελετών προστασίας και συντήρησης των γεωμορφών.
Από τα βάθη της ψυχής μας ευχόμαστε να ευοδωθεί το ταχύτερο δυνατόν η ολοκλήρωση αυτών των έργων. Για την εξυπηρέτηση και μέγιστη ικανοποίηση και επισκεπτών και ντόπιων.