Τέλη του Μάη φέτος, τότε που η χλωρίδα της περιοχής βρίσκεται στο μεγάλο πανηγύρι της και το ατέλειωτο σαλόνι των Αγράφων κοσμείται από χιλιάδες, ατομικούς ανθόκηπους, αποφασίσαμε ν’ ανηφορίσουμε στην ομορφότερη ορεινή διαδρομή που πιστεύω ότι διαθέτουν τα βουνά των Αγράφων. Μιλώ για την κορυφή του Μπορλέρου.

Ανάβαση στην ομορφότερη κορυφή των Αγράφων
Tα Άγραφα, μια από τις πιο σφιχτές ορεινές ενότητες της χώρας μας, διαστίζεται από ένα πλήθος κορυφώσεων, κοιλάδων, ρεμάτων και διάσελων που ίσως ομορφότερη και εντυπωσιακότερη να μην υπάρχει σε ολόκληρο τον ορεινό κορμό της Ελλάδας.
Όταν λέμε βέβαια Άγραφα δεν πρέπει να εννοούμε μια μικρή και περιορισμένη διάσταση βουνών, αλλά δύο μεγάλες -και καθόλου ανεξάρτητες- ενότητες ενός ατέλειωτου βουνίσιου πέλαγου, που διασπάται και διαμελίζεται σε πολλά ενωτικά ή απομονωμένα κορυφώματα και πολλές μικρές κοιλαδώσεις με διάχυτα αναπτύγματα σε ρέματα, φαράγγια, ορεινά λιβάδια και πλήθος ζωτικά ποτάμια.
Οι δύο ενότητες των Αγράφων που, για να διακρίνονται γεωγραφικά και διοικητικά περισσότερο, τις λέμε Θεσσαλικά και Ευρυτανικά Άγραφα, ασφαλώς και δεν ξεχωρίζουν μορφολογικά και γεωλογικά, αλλά αποτελούν ενιαίο και αδιάσπαστο ανάγλυφο κορυφών και ορεινών απολήξεων που κοινό στοιχείο τους θεωρείται η τυπική προέλευση και ανάπτυξη της χλωρίδας και η ασβεστολιθική καταγωγή των βουνών της.
Οι ομάδες των χωριών που αναπτύχθηκαν στο διάβα της ιστορίας, εδώ στο αγραφιώτικο ανάγλυφο, έχουν πάνω κάτω τα ίδια κοινά χαρακτηριστικά και ενοποιημένη την αρχιτεκτονική τους δομή και σύνθεση, χωρίς ιδιαιτερότητες και χωριστά γνωρίσματα.
Αλλά και τα έθιμα, όπως και η πορεία των ανθρώπων μέσα στους αιώνες, ο λαϊκός πολιτισμός, η φυλετική σύνθεση, οι συνήθειες των εκδηλώσεων και ιδιαίτερα η μουσική και το τραγούδι, που εξελίχθηκαν με γνώμονα τις τάσεις, τις αδυναμίες και τα πάθη των ανθρώπων, διαμόρφωσαν την αγραφιώτικη κουλτούρα, που τη συναντούμε σχεδόν ομοιογενή σε όλες τις περιοχές που γνωρίσαμε στον πολυσχιδή και πολυδαίδαλο κλάδο των Αγράφων.
Με ένα πρόχειρο σχεδιασμό, μέσα στον οποίο με δυο λόγια μπορούμε να κατατάξουμε και απεικονίσουμε τη σύνθεση και τη διαίρεση των Αγράφων, θα πούμε ότι από βορρά τα Άγραφα συνδέονται με τις απολήξεις των βουνών της νότιας Πίνδου, (οροσειρά του Αυγού) με την οποία έχουν και πολλά κοινά χαρακτηριστικά.
Το πρώτο από τα βουνά που συναντούμε από βορειοδυτικά είναι η Καραβούλα (1.862 μ.) που τη χωρίζει το ψηλό διάσελο της Αργιθέας από τη μεγαλύτερη τυπικά κορυφή των Αγράφων, την Καράβα ή Σχιζοκάραβο (2.184 μ.), στην οποία βέβαια ανεβαίνουμε από το άλλο μεγάλο διάσελο των Αγράφων, τον Άγιο Νικόλαο.
Στη συνέχεια αναπτύσσεται το Βουτσικάκι (2.152 μ.) που αποτελεί μια ενιαία βουνοκορφή με την Καζάρμα ή Ζυγουρολίβαδο (1.977 μ.), που υψώνεται ανατολικά του Πετρίλου και δυτικά της Φυλακτής. Κατεβαίνοντας νοτιότερα και λίγο δυτικά πέφτουμε στο όμορφο και πολύ εντυπωσιακό Ντελιδήμι (2.162 μ.), μια εκτεταμένη κορυφογραμμή, με πολλές απότομες αιχμές, πάνω από τα 2.000 μέτρα, που βρίσκεται στο όριο των νομών Καρδίτσας και Ευρυτανίας, ενώ πιο ανατολικά του αναπτύσσεται το πολύκορφο σύστημα της περίφημης Νιάλας. Εκεί, μέσα σε μια πραγματικά πανέμορφη λεκάνη, βλέπεις να υψώνονται απότομες και πριονωτές οι θεϊκές κορυφές της Σβώνης (2.041 μ.), των Πέντε Πύργων (2.003 μ.), του Φλυτζανιού (2.016 μ.), του Μπορλέρου (2.017.), της Πλάκας (1.933 μ.) και του Καταρραχιά (2.002 μ.) που βρίσκεται πάνω από τα Βραγγιανά.
Ολόκληρο το οροπέδιο της Νιάλας με τις πιο πάνω κορυφές βρίσκεται πια μέσα στα διοικητικά όρια του Νομού Ευρυτανίας.
Νοτιότερα και πιο δυτικά ξεχωρίζει τέλος μια άλλη μακριά ράχη πριονωτών κορυφών, που είναι κάπως απομονωμένη, αλλά δεν παύει να έχει τη στόφα της αγραφιώτικης εδαφικής και γεωλογικής μορφολογίας και καταγωγής. Εδώ πια συναντάμε την περίφημη Λιάκουρα (2.040 μ.) και τη Φτέρη (2.126 μ.). Στη Φτέρη και στη Λιάκουρα ανεβαίνει κανείς από το Μοναστηράκι και τη Βλαχοπούλα κι έχει δυτικά της τα πανέμορφα χωριά της Γρανίτσας, του Ραφτόπουλου και του Λιθοχωρίου. Τη ράχη αυτή χωρίζει από την προηγούμενη κορυφογραμμή της Νιάλας ο ποταμός Aγραφιώτης που τέμνει τη μακριά βουνοσειρά των Αγράφων και ουσιαστικά τα χωρίζει σε Ανατολικά και Δυτικά Αγραφα.
Η οροσειρά της Φτέρης σχηματίζεται και μορφοποιείται ανάμεσα από δυό μεγάλες βαθιές κοιλαδώσεις, που δημιουργούν ο Αγραφιώτης από ανατολικά κι ο Αχελώος από δυτικά
Τέλος πρέπει να πούμε ότι οι βασικοί είσοδοι στο μεγάλο συγκρότημα των Αγράφων είναι οι παρακάτω:
α. Από το Μουζάκι με κατεύθυνση το Πευκόφυτο, τον Αγιο Νικόλαο, το Πετρίλο, το Λεοντίτο, τη Μονή Σπηλιάς και τη Στεφανιάδα, με έξοδο στα Βραγγιανά του Αχελώου.
β. Μετά τη Μούχα Ταυρωπού διασταύρωση για Καρβασαρά, Βραγγιανά Ευρυτανίας, Τροβάτο, Τρίδεντρο, Αγραφα.
γ. Από την Καστανιά, στο δρόμο για Ανθηρό, Καροπλέσι, Πετράλωνα (Σάϊκα), Αγραφα.
δ. Από το Καρπενήσι για Κερασοχώρι, Βαρβαριάδα, Μάραθο, Μοναστηράκι, Αγραφα.
ε. Από το Κερασοχώρι, με διάσχιση του Αγραφιώτη και μετά για Βούλπη, Γρανίτσα, Ραφτόπουλο, Λιθοχώρι.
Τρία μεγάλα ρέματα – ποτάμια τέμνουν το συνολικό σώμα των Αγράφων. Ο Ταυρωπός ή Μέγδοβας ανατολικά, ο Αγραφιώτης στο μέσο και ο Αχελώος δυτικά. Τα τρία αυτά ποτάμια αποτελούν, στις περισσότερες περιπτώσεις, και σύνορα επί μέρους ενοτήτων και περιοχών.
Τέλη του Μάη φέτος, τότε που η χλωρίδα της περιοχής βρίσκεται στο μεγάλο πανηγύρι της και το ατέλειωτο σαλόνι των Αγράφων κοσμείται από χιλιάδες, ατομικούς ανθόκηπους, αποφασίσαμε ν’ ανηφορίσουμε στην ομορφότερη ορεινή διαδρομή που πιστεύω ότι διαθέτουν τα βουνά των Αγράφων. Μιλώ για την κορυφή του Μπορλέρου.
Η είσοδος και πρόσβαση μέχρι το μικρό ξύλινο καταφύγιο των Ζυγογιανέϊκων γίνεται τρισήμιση χιλιόμετρα ύστερα από το φράγμα του Μέγδοβα, όταν σε μια αριστερή στροφή συναντάμε πινακίδα που μας κατευθύνει για τον οικισμό του Κέδρου και το Πυροφυλάκειο.
Η διαδρομή είναι ασφάλτινη για δύο χιλιόμετρα κι ύστερα χωμάτινη -για άλλα τρία- μέχρι να προσεγγίσουμε το καταφύγιο του ΕΟΣ Καρδίτσας, στη θέση Ελατάκος. Μη φανταστείτε κάτι σοβαρό κι επίσημο, ως καταφύγιο. Μια μικρή μονόχωρη, καλυβένια ξυλοκατασκευή είναι, που ωστόσο ευκολύνει αρκετά τους οδοιπόρους και ορειβάτες. Είμαστε πια σε υψόμετρο 1.450 μέτρα κι εδώ, αφήνοντας το αυτοκίνητο, παίρνουμε κατεύθυνση νότια, μέσα από τους ελατόσπαρτους κήπους, από μονοπάτι καλογραμμένο και ευδιάκριτο.
Στην αρχή το μονοπάτι μας έχει αποκλείσει οποιαδήποτε ορατότητα προς τη λίμνη, καθώς η δασιά άποψη του ελατόδασου δεν μας αφήνει να σκεφτούμε οτιδήποτε άλλο εκτός από την ομορφιά και την υγεία των δέντρων που το απαρτίζουν.
Βαδίζοντας λοιπόν μέσα στο δάσος με τα πανύψηλα και υγιή ελάτια για ένα τέταρτο, βγαίνουμε ύστερα σε πιο πυκνή και τραχιά διαδρομή, μέσα από άρρωστα πεύκα, που όμως κρατούν πιο βαριά σκιά από τα έλατα.
Σε άλλα δέκα λεπτά φτάνουμε σε βρύση – ποτίστρα, με ένα κρυστάλλινο νερό και στην οποία φτάνει η πρώτη ομοβροντία μιας άπαιχτης θέας. Της θέας της λίμνης Πλαστήρα, που αποκαλύπτεται σαν από αεροπλάνο, μαγική, ολοπράσινη και με αλλεπάλληλες πτυχές και κολπώσεις, μέσα σε ένα απίθανο χαλί κεντημένο από θεϊκά χέρια με κλωστές από μαβιά, λαδένια και υγρόφιλα λιβάδια.
Η πορεία μας από δω αλλάζει κατεύθυνση και γίνεται ανατολική. Συνεχίζει μέσα στο πυκνόφυλλο δάσος με ηπιότερη την ανηφόρα. Βαδίζουμε έτσι για ένα δεκάλεπτο περίπου, όταν βγαίνουμε οριστικά από τα πλοκάμια και τις σφιχτές θηλιές των κλαδιών και της βαριάς σκιάς.
Μπροστά μας αποτυπώνεται ένα υπέροχο ανοιχτό θυσανωτό λιβάδι, που η ομορφιά του μας αιχμαλωτίζει. Κοπάδια από δαμάλια και βοοειδή σεργιανάνε στο χλωρό μέτωπο της ανοιχτωσιάς, ενώ η ποικιλία των αγριολούλουδων αρχίζει τη δική της οπτική και αρωματική συναυλία με την πολυχρωμία και τις οστεοθήκες των μίσχων να αργοσαλεύουν στο πρώτο αεράκι που θα τις κανακέψει.
Πίσω μας μαυρίζει η δεμένη λοφοσειρά των δέντρων, που κρύβει για λίγο ακόμη την απέραντη λεκάνη του θεσσαλικού κάμπου και τις διακυμάνσεις των βουνών και των ρεματιών. Στρέφουμε την πορεία μας προς τα δυτικά πλέον.
Εμπρός μας ανοίγεται μια γυμνή δίπολη κορυφή που αφήνει μιαν υποψία περάσματος από τη μέση της. Πρώτα όμως πρέπει να τραβερσάρουμε το λιβάδι, να το κατηφορίσουμε ύστερα και αφού συναντηθούμε με άλλα θαύματα της ορεινής αγραφιώτικης φύσης, που σμιλεύει πίνακες ευποιΐας και ευφροσύνης, να φτάσουμε στην άκρη του χλοϊσμένου διαζώματος για να πάρουμε ένα δύσβατο πετρώδες μονοπάτι που θα μας οδηγήσει στο βυθό της ρεματιάς, από όπου θα αρχίσει η ανάβαση για την προσπέλαση των δύο κορυφών που διχαλώνουν απέναντί μας.
Πλάϊ μας κυλούν και στραφταλίζουν πλήθος ρυάκια που πηγάζουν από ασίγαστες νερομάνες, εφοδιάζοντας ένα εκτεταμένο πεδίο από το απαραίτητο υγρό στοιχείο, για μια ζωή χλωριδικής αφθονίας.
Ολόγυρα ανεβαίνουν επικλινή λιβάδια με όλο τον πλούτο των βολβών και των ανθότοπων. Ανυπόταχτα βράχια ορθώνονται κι από τις δύο μεριές, καθώς διασχίζουμε την ήπια χαράδρα. Είναι δυό στιβαροί όγκοι βουνών, η Πεταλούδα δεξιά μας (1.770 μ.) κι η Σουφλιστάρα στ’ αριστερά μας. Όταν φτάσουμε στο διάσελο που βρίσκεται ανάμεσα στις δύο κορυφές (1.600 μ.) στρέφουμε δυτικότερα κι επιχειρούμε μια χωμάτινη διάβαση ενός δεκάλεπτου, μέσα σε φλύσχη, μέχρι να ορθοποδίσουμε σε έναν εξαίσιο βραχότοπο, όπου βγαίνοντας βέβαια παθαίνουμε την πλάκα μας. Μπροστά μας ξανοίγεται ένα υπερθέαμα κορυφών, μέσα όμως από μια βραχότρυπα, τις περίφημες «Πόρτες των Αγράφων»… Είναι δυο πανύψηλα πανώρια βράχια – συμπληγάδες, που αφήνουν ανάμεσά τους μόλις και μετά βίας ένα πέρασμα δύο μέτρων.
Άπειρα αετόβουνα ξετυλίγουν τις δαντέλες των κορυφών τους και τις οδοντωτές κληματσίδες τους με τα πυραμιδωτά και κυμαινόμενα κορυφώματα. Στα χαμηλώματα ζώνουν τις περιφέρειες ζωνάρια από ριζοβούνια ασβεστολιθικά και από φλύσχη.
Προχωρούμε με προτεταμένες τις αισθήσεις και το λαγγεμένο μας βλέμμα συμπυκνώνεται μέσα σε τούτο το στρίμωγμα των βράχων. Προσεχτικά παραμερίζουμε τα χαμόκλαδα που φράζουν την εμπασιά του περάσματος και κατηφορίζουμε ύστερα μες από τους όρθιους βραχοστάτες, καθόλου απειλητικούς, μα γλυκύτατους, σα να στέκονται αντίπαλοι ο ένας απέναντι απ’ τον άλλο. Στο μέτωπο του αριστερού, όπως κατηφορίζουμε, όμοιο με αγριόγιδο ξεπροβάλλει ένα θαμνόκεδρο, με τα κλαδωτά του κέρατα, φυτεμένο λες από θεϊκά χέρια στην πλάκα του βράχου.
Το μονοπάτι κατηφορίζει πια έχοντας ψηλότερα κι απέναντί μας το απότομο ανάπτυγμα της κορυφής του Μπορλέρου κι ενδιάμεσα μια ξαφνική δασωμένη πλημμύρα φυλλοβόλων από αναπάντεχες οξιές και πουρνάρια.
Εισχωρούμε στο δάσος αυτό με την αδιατάρακτη σύνθεση και τα εντυπωσιακά ορχεοειδή στις παρυφές του, τον βοτανικό, μ’ άλλα λόγια, παράδεισο των Αγράφων. Από όσο ξέρουμε ετούτο το δάσος των φυλλοβόλων της οξιάς είναι σχεδόν μοναδικό σε όλο τον κορμό των Αγράφων.
Εδώ κάπου βρίσκεται και το όριο των δύο νομών, καθώς εγκαταλείπουμε τα καρδιτσιώτικα εδάφη για να μπούμε στην ευρυτανική ενδοχώρα.
Δεν αλλάζει όμως τίποτε, παρά μόνο η αίσθηση ότι μπαίνουμε για τα καλά στα γνώριμα άλλωστε και πολύ αγαπημένα μέρη της Νιάλας.
Έχω γράψει για τη Νιάλα σε παλιότερο αφιέρωμα, με κίνητρο την ιστορική συνάντηση των εμπόλεμων του Εμφύλιου την 12-4-1947, σε κείνο το καταπληχτικό, απρόσμενο κι απίθανο αντάμωμα των αντίπαλων επάνω στην κορφογραμμή της.
Τώρα νιώθω τον άλλο αέρα που αποπνέει η περιοχή, μόνο και μόνο γιατί αισθάνομαι αιχμάλωτος μιας φυσιοκρατικής μνήμης, αυτής που ξανάρχεται κάθε φορά όλο και πιο δυνατή από το οπτικοϊστορικό μπάσιμο στη Νιάλα.
Όλες μου οι σκέψεις σφηνώνουν μέσα σε αυτό το πλαίσιο, καθώς τελειώνει η κατηφόρα και το δάσος και τώρα πρέπει ν’ αρχίσουμε το τελευταίο ανηφόρισμα για τον συμπαγή βραχώδη κώνο του Μπορλέρου.
Βγαίνουμε γρήγορα σε φρεσκοανοιγμένο χωματόδρομο που εξυπηρετεί υποαλπικά βοσκολίβαδα. Ο δρόμος αυτός τελειώνει λίγο πιο κάτω, αλλά η σηματοδότηση του ανηφορικού μονοπατιού αρχίζει από την κούρμπα που κάνει ο δρόμος αυτός λίγο πριν την τελευταία του στροφή.
Αποφασίζουμε την τελευταία ανάβαση από το σημείο που βρισκόμαστε, το χείλος της κρημνώδους ράχης, δίχως παράκαμψη, από την αιχμή δηλαδή της πλαγιάς που ανεβαίνει απότομα από το βάθος της ποταμοκοιλάδας ως το έσχατο σημείο της κορυφής.
Είναι και το πιο δύσκολο κομμάτι, αλλά και το πιο ορειβατικό. Δεν είναι μακριά μας η κορυφή. Όμως η ανάβαση είναι επώδυνη και εντελώς αντιλειτουργική. Βέβαια τεμαχίζουμε την ανάβαση σε φουρκετάκια (ζικ-ζακ), αλλά αυτό δε μειώνει τη σκληράδα των προσπαθειών και τη δοκιμασία της απαντοχής.
Καθώς ανεβαίνουμε, αντικρίζουμε τα σπαρμένα λουλουδοχώραφα με τις σπάνιες συνομοταξίες του βοτανικού πλούτου. Δε βλέπουμε ωστόσο τίποτε ακόμη από αυτό το εκρηχτικό μίγμα των υπερβατικών κορυφών της Νιάλας.
Βαδίζουμε με βαριές ανάσες και με τη βοήθεια των μπατόν. Σκάβουμε, σε κύριο λόγο, στο μαλακό και τρυφερό χώμα και μπήγουμε για τα καλά την προσπάθεια με το πείσμα να κερδίσουμε λίγα μέτρα παραπάνω.
Πελεκητοί μονόλιθοι ξεχωρίζουν στην πυραμίδα της κορφής. Είναι σκέτοι αλπικοί λιθώνες που σχηματίζουν και μορφοποιούν τα βραχώδη πρανή της κωνικής κορυφής του Μπορλέρου.
Λίγο ακόμη ζητάει η αντοχή να υπομονέψουμε, ώστε να κορυφωθούμε. Πράγματι σε λίγα λεπτά, όχι πάνω από τρία τέταρτα συνολικά, από τη βάση της κωνικής πυραμίδας του Μπορλέρου, αγγίζουμε το θαύμα της πανέμορφης αυτής κορυφής, που βέβαια μας αποζημιώνει με το παραπάνω.
Μια ξαφνική βουνοπλημμύρα εκτείνεται απέναντι κι ολόγυρά μας. Αμέτρητοι βράχινοι πύργοι – πυλώνες μιας πέτρινης πολιτείας – διαχέονται σε όλα τα πλάτη του ορίζοντα. Μα αυτός δεν είναι ορίζοντας συνηθισμένος. Είναι ένα εκμαγείο θαυμάτων αλληγορικών και υπερβατικών σημείων.
Η τριπλή διαδοχή των κορυφών της Πλάκας, του Φλυτζανιού και των Πέντε Πύργων αρωματίζει τις αισθήσεις μας, που οσφραίνονται την αψάδα των γήϊνων ειδωλίων της αγραφιώτικης γεωπλασίας.
Το οροπέδιο της Νιάλας, με τις πέντε γλυκές και πανέμορφες κορυφές να υψώνονται ολόγυρά του, είναι μοναδικό στον ελλαδικό χώρο, ως ένα πρωτογενές και ανώμαλο οροπέδιο, που στεγάζει τον πιο κτηνοτροφικό οικισμό της χώρας, τη Νεράϊδα και που βρίσκεται στο βυθό ενός ορεογραφικού πέταλου πέντε διαδοχικών και περίκλειστων κορυφών. Του Καταραχιά, της Πλάκας, του Φλυτζανιού των Πέντε Πύργων και της ψηλότερης κορυφής του, της Σβώνης. (Το Μπορλέρο είναι κάπως ανεξάρτητο και πίσω από τους Πέντε Πύργους).
Το γλυκό δυνατό φως του απογέματος τυφλώνει κάθε ανάρμοστη έννοια και χύνεται ολούθε περατό αποκλιμακώνοντας κάθε τραχύτητα των πέτρινων ακρόβουνων, ντύνοντας τα καταράχια με υποβλητικές φωτοσκιάσεις.
Η Νιάλα, αυτό το πανέμορφο οικοσύστημα, με τα χλωρολίβαδα, τις λαγγεμένες κοιλάδες, τις δρυμοσκεπείς ράχες, τα καταράχια, τα χαριτωμένα πρανή και το γεωλογικό της παράδοξο, στήνεται ολόκληρη απέναντί μας και μας παραδίνεται άγρια μαζί και γλυκιά, φοβερή στην όψη κι όμως ανθρώπινη, υπέροχη και καταιγιστική…
Νιώθουμε πως αγγίξαμε το ουράνιο δώμα κι άλλο πια δεν υπάρχει να μας προκαλεί.
Είμαστε σε ένα χαμηλοτάβανο οντά, απ’ τον οποίο ατενίζουμε τις ολοκληρωμένες πτυχές της ζωής και της φύσης. Ένας γονιμοποιητής μπαίνει σε ενέργεια και καλλιεργεί τη φαντασία και το όνειρο.
Αυτό το ενδιαίτημα της ζωής, για τόσα ζούμπερα κι αγρίμια, είναι σκληρό να θεωρείται ακατόρθωτο πλαίσιο προσέγγισης για τον άνθρωπο που δοκιμάζει τις καθημερινές ανιαρές και πληκτικές απολαύσεις μιας ζωής δοσμένης, προβλέψιμης και αδιάφορης.
Δεν μας κρατάει άλλο εδώ η ώρα. Ίσως το καλύτερο θα ήταν να διανυχτερεύσουμε εδώ πάνω. Δεν είμαστε όμως προετοιμασμένοι. Νά ένα απ’ αυτά τα ανιαρά μας πάθη, που μας κατευθύνουν και συντηρούν τις «γήϊνες» αναστολές, οδηγώντας μας άσφαλτα «πίσω» στη ζωή και τα «πρέπει»…
29-9-10
Υ.Γ. Για να προσεγγίσει κανείς από το Βόλο την περιοχή του Μπορλέρου Αγράφων, θα πρέπει να διανύσει μιαν απόσταση 152 χιλιομέτρων μέχρι τη στροφή των Ζυγογιανέϊκων, πάνω από τη λίμνη, λίγο μετά το φράγμα (μέσω Καστανιάς) και να ανηφορίσει ύστερα για πέντε (5) μόλις χιλιόμετρα ωσότου φτάσει στο μικρό ξύλινο Καταφύγιο του ΕΟΣ Καρδίτσας. Από εκεί αρχίζει η ορειβατική ανάβαση για το Μπορλέρο.