-Καλωσορίσατε. Καθίστε να ξαποστάσετε, λέει ο μοναχός.
Πέντε το απόγευμα, 11 του Ιούλη. Άπνοια και ζέστη, ο ήλιος ακόμα είναι ψηλά. Τα μπλουζάκια των περισσότερων είναι μουσκεμένα απ’ τον ιδρώτα. Το προσέχει ο νέος, στην ηλικία, μοναχός.
-Αν θέλετε ν’ αλλάξετε, ελάτε να σας δείξω τα κελλιά σας.
Λίγο νερό στο πρόσωπο, αλλάζουμε ρούχα και αμέσως όλοι αισθανόμαστε καλύτερα. Στο σκιερό μπαλκόνι εμφανίζεται ο μοναχός με τα μοναστηριακά κεράσματα: τσιπουράκι, λουκούμι, δροσερό νερό απ’ την πηγή. Μια διαδικασία τόσο χαρακτηριστική και τόσο αγαπητή, που προσμένει να βρει – και πάντα βρίσκει – ο προσκυνητής σε κάθε ορθόδοξο μοναστήρι της Ελλάδας.
Χαλαρώνουμε, ηρεμούμε. Κανείς σχεδόν δεν έχει διάθεση να μιλήσει, να διασπάσει τη σιγαλιά. Αφήνω τα μάτια μου να πλανηθούν στα βαθυγάλανα νερά του πελάγου, που ασπρίζουν από τις αφρισμένες κορυφές των κυμάτων του γαρμπή. Κι αφήνω τη σκέψη μου να πισωγυρίσει 30 περίπου χρόνια πριν, στα χρόνια της νιότης, τότε που όλα ήτανε καλύτερα…
Α-
-Καλωσορίσατε. Καθίστε να ξαποστάσετε, λέει ο μοναχός.
Πέντε το απόγευμα, 11 του Ιούλη. Άπνοια και ζέστη, ο ήλιος ακόμα είναι ψηλά. Τα μπλουζάκια των περισσότερων είναι μουσκεμένα απ’ τον ιδρώτα. Το προσέχει ο νέος, στην ηλικία, μοναχός.
-Αν θέλετε ν’ αλλάξετε, ελάτε να σας δείξω τα κελλιά σας.
Λίγο νερό στο πρόσωπο, αλλάζουμε ρούχα και αμέσως όλοι αισθανόμαστε καλύτερα. Στο σκιερό μπαλκόνι εμφανίζεται ο μοναχός με τα μοναστηριακά κεράσματα: τσιπουράκι, λουκούμι, δροσερό νερό απ’ την πηγή. Μια διαδικασία τόσο χαρακτηριστική και τόσο αγαπητή, που προσμένει να βρει – και πάντα βρίσκει – ο προσκυνητής σε κάθε ορθόδοξο μοναστήρι της Ελλάδας.
-Β-
Χαλαρώνουμε, ηρεμούμε. Κανείς σχεδόν δεν έχει διάθεση να μιλήσει, να διασπάσει τη σιγαλιά. Αφήνω τα μάτια μου να πλανηθούν στα βαθυγάλανα νερά του πελάγου, που ασπρίζουν από τις αφρισμένες κορυφές των κυμάτων του γαρμπή. Κι αφήνω τη σκέψη μου να πισωγυρίσει 30 περίπου χρόνια πριν, στα χρόνια της νιότης, τότε που όλα ήτανε καλύτερα…
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
-Πώς ήταν; ρωτάω τον πατέρα μου.
-Δύσκολα, μου απαντάει. Μια από τις πιο επίπονες ορειβατικές μου διαδρομές.
Βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του ΄70. Ο πατέρας μου μόλις έχει επιστρέψει από την ανάβαση στον Άθω. Δείχνει καταπονημένος, τα βήματά του είναι ασταθή. Σπάνια τον έχω δει έτσι μετά από κάποια κορυφή. Αν και πλησιάζει τα 70, εξακολουθεί να είναι ενεργό μέλος του ΣΕΟ Θεσ/νίκης και να συμμετέχει στις περισσότερες ορειβατικές του αποστολές. Λεπτός και γυμνασμένος, με άριστες διατροφικές συνήθειες και φανατικός αντικαπνιστής, απολαμβάνει σαν νέος την ευχαρίστηση του βαδίσματος, την ομορφιά της ελληνικής φύσης και τις συγκινήσεις των κορυφών. Για πολλά χρόνια είναι ο μόνιμος, ο αναντικατάστατος σύντροφός μου στις αναβάσεις μας στον Όλυμπο. Έχει ανεβεί δεκάδες κορυφές, υψηλότερες απ’ τον Άθω, που μόλις ξεπερνάει τα 2000 μέτρα (2.033). Μου κάνει εντύπωση λοιπόν η κόπωσή του από την ανάβαση αυτή.
-Μην σε εκπλήσσει, μου απαντάει. Ανήφορος συνεχής, κακοτράχαλο μονοπάτι, μεγάλη υψομετρική διαφορά και ζέστη.
Και ο πατέρας μου καταλήγει:
-Δεν ξέρω αν και πότε θ’ αποφασίσεις κι εσύ μια ανάβαση στον Άθω. Φρόντισε πάντως να το κάνεις, όσο αντέχουνε πόδια σου. Και να θυμάσαι: μην το βάλεις κάτω, όση κούραση κι αν νιώσεις. Θα την ξεχάσεις, μόλις πατήσεις στην κορυφή.
30 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ
Η αναβλητικότητα είναι από τους μεγαλύτερους εχθρούς της αποτελεσματικότητας και της δράσης. Ακόμα και την ισχυρότερη επιθυμία μπορεί να την εκφυλίσει. Κάτι παρόμοιο συνέβη και σε μένα. Την αρχική μου έξαψη για ανάβαση στον Άθω, διαδέχθηκε η αόριστη υπόσχεση στον εαυτό μου, ότι θα πραγματοποιηθεί σε πρώτη ευκαιρία. Στόχος χωρίς συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα είναι, κατά κανόνα, καταδικασμένος. Περνούσαν λοιπόν τα χρόνια, αύξαιναν οι υποχρεώσεις, οικογενειακές και επαγγελματικές, επιβαρύνετο ο οργανισμός από την αυξανόμενη ηλικία και την χρήση του καπνού. Επιπλέον ο πατέρας μου δεν υπήρχε πια να με εμπνέει με την παρουσία του. Η κορυφή του Άθω ξεχάστηκε. Και να πω ότι έλειψαν οι ευκαιρίες; Τέσσερις φορές, σε διάφορες περιόδους, με οδήγησαν τα βήματά μου στη μοναστική πολιτεία. Μα πάντα αντίκρυζα με δέος την αιχμηρή βράχινη μύτη του βουνού. Δεν τολμούσα, ανέβαλλα διαρκώς να τα βάλω μαζί της.
Τον τελευταίο καιρό συνέβη στη ζωή μου ένα γεγονός εξαιρετικά ευχάριστο και απρόσμενο. Μετά από πολλές δεκαετίες έπαψε πια να με διαφεντεύει το τσιγάρο. Ένα απόγευμα – έτσι απλά – αποφάσισα ν’ αναμετρήσω τις δυνάμεις μου με την ακατανίκητη – όπως πίστευα – εξάρτηση από την νικοτίνη και την συνήθεια. Ήταν μέγιστη η έκπληξή μου όταν διαπίστωσα, πόσο ισχυρό όπλο απέναντι στο τσιγάρο ήταν η θέληση! Πόσο φυσιολογικά μπορούσα να πίνω τον πρωινό καφέ μου χωρίς την συνοδεία τριών τσιγάρων! Πόσο άνετα αισθανόμουν ανάμεσα σε καπνίζοντες γνωστούς. Και πόσο απερίγραπτα απλό ήταν τελικά, να σκέπτομαι και να γράφω, χωρίς να κρατάω στο αριστερό χέρι ένα τσιγάρο. Η αυτοπεποίθηση, η αυτοεκτίμηση και η περηφάνεια μου εκτοξεύτηκαν στα ύψη. Και – δεν το κρύβω – «ακούγονταν πολύ ευχάριστα στ’ αυτιά μου», τα συγχαρητήρια όσων με γνώριζαν.
Ένας από τους πρώτους που με χαρά το ανακοίνωσα ήταν ο αγαπητός φίλος, συνεργάτης και μεγάλος πεζοπόρος Κυριάκος Παπαγεωργίου από το Βόλο. Είχα μάλιστα το θάρρος – αν όχι το θράσος – να του προτείνω να διασχίσουμε μαζί το Πήλιο, από την Μακρυνίτσα ως το Πουρί. Έμεινε έκπληκτος μα το δέχθηκε. Κι όταν το εγχείρημα έλαβε αίσιο τέλος, δεν έκρυβε τον ενθουσιασμό του για την «ολική μου επαναφορά», όπως την χαρακτήρισε.
-Πιστεύεις ότι είμαι έτοιμος για τον Άθω; τόλμησα να ρωτήσω.
-Μετά απ’ αυτή την οχτάωρη πορεία, ναι. Αν και στον Άθω τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Ωστόσο, με λίγη προπόνηση ακόμα και με μερικά λιγότερα κιλά, δεν θάχεις ιδιαίτερο πρόβλημα.
Το δεύτερο γεγονός, που επέδρασε καταλυτικά στην απόφασή μου για τον Άθω και, κυρίως, συνετέλεσε στον προσδιορισμό ημερομηνίας, ήταν η γνωριμία μου με τον βιολόγο, εκπαιδευτικό και βοτανολόγο Στέλιο Χαραλαμπίδη. Το 1992, στα πλαίσια τότε των δραστηριοτήτων του Οργανισμού «Θεσσαλονίκη – Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης», συμμετείχε ο Στέλιος στην ερευνητική ομάδα, που κατέγραψε, φωτογράφισε και στη συνέχεια δημοσίευσε τα σημαντικότερα είδη της χλωρίδας και των αγριολούλουδων του Άθω. Ο Στέλιος δέχθηκε πρόθυμα να επιστρέψει στο ιερό βουνό με την προϋπόθεση, ότι η επίσκεψη θα πραγματοποιείτο το αργότερο στις αρχές Ιουλίου. Τότε θα προλαβαίναμε στα υψίπεδα τα τελευταία αγριολούλουδα. Επιτέλους, υπήρχε μια δεσμευτική ημερομηνία για τον Άθω. Ήταν η 11η Ιουλίου, ημέρα Παρασκευή.
11 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008
Ουρανούπολη. Την πρωτογνώρισα έναν χειμώνα της δεκαετίας του ΄60, με λιγοστούς ανθρώπους και ακόμη λιγότερα μαγαζιά. Ήταν η ταπεινή κοσμική πύλη της Αγιορείτικης πολιτείας. Σήμερα είναι κοσμοπολίτικη, αγνώριστη. Εστιατόρια, μπαρ και καφέ είναι αραδιασμένα ασφυκτικά το ένα δίπλα στο άλλο, σ’ όλο το μήκος της ακτής.
Άγιος Παντελεήμων. Μεγάλο ferry boat για τα δεδομένα του Αγίου Όρους. Κάποτε μοναχοί και προσκυνητές μεταφέρονταν με καΐκια. Τώρα άλλαξαν κι αυτά. Μόνον οι γλάροι κρατάνε τις συνήθειές τους αναλλοίωτες. Είναι μόνιμοι συνοδοί του πλοίου, από την Ουρανούπολη ως τη Δάφνη. Με το αζημίωτο βέβαια, αφού ποτέ δεν παραλείπουν να τους πετούν οι προσκυνητές διάφορα μεζεδάκια.
Αρχίζει να ξετυλίγεται η εκπληκτική ακτογραμμή με τα παρθένα, αμόλυντα νερά. Προβάλλουν ένα – ένα τα διάσημα μοναστήρια, άλλα δίπλα στη θάλασσα κι άλλα μετέωρα σε απότομες πλαγιές. 10 αιώνων συναρπαστική ιστορία, μοναστική ζωή με αναρίθμητες ώρες συλλογισμού και περίσκεψης, απομόνωσης και προσευχής. Ένα παγκόσμιο φαινόμενο, μια πτυχή της ορθοδοξίας με μοναδικά χαρακτηριστικά.
Δάφνη, επίνειο των Καρυών. Μικρό λιμάνι, εστιατόρια και καφέ, καταστήματα δώρων και αναμνηστικών του Αγίου Όρους, τελωνείο, λιμενικές αρχές και ενοικιαζόμενα δωμάτια. Κόσμος πολύς: προσκυνητές, αλλοδαποί εργάτες και μοναχοί. Πολλά και διάφορα αυτοκίνητα, θόρυβος και σκόνη. Θα μπορούσε να είναι ένα οποιοδήποτε κοσμικό λιμάνι, αν δεν ήταν αποκλειστική παντού η παρουσία των ανδρών. Αδημονούμε να βρεθούμε μακρυά από την πολυκοσμία, στην αυθεντική ηρεμία του Αγίου Όρους. Αυτό το αναλαμβάνει η «Αγία Άννα», ένα μικρότερο καραβάκι που μας παίρνει από την Δάφνη.
Νέα ονομαστά μοναστήρια στη σειρά. Σε κάθε αρσανά κατεβαίνουν προσκυνητές και μοναχοί. Οι επιβάτες όλο και λιγοστεύουν. Σκήτη Αγίας Άννας, σκαρφαλωμένη σε απότομες πλαγιές. Το τοπίο αγριεύει, αβυσσαλέοι γκρεμοί βυθίζονται κατακόρυφα στα απύθμενα νερά. Βρισκόμαστε στην «Έρημο» του Αγίου Όρους. Αυτή την άνυδρη, αφιλόξενη περιοχή, με τα «Κατουνάκια» και τα φοβερά «Καρούλια», που επέλεξαν ως τόπο για να εγκαταστήσουν τα ησυχαστήριά τους μέσα σε σκληρότατες σπηλιές οι ερημίτες μοναχοί. Ολομόναχοι, με τους βράχους και το πέλαγος, την πίστη τους στο Θεό. Η πλήρης υποταγή της ύλης στο πνεύμα, των συνηθισμένων ανθρώπινων αναγκών στη δύναμη της θέλησης.
Καβατζάρουμε τον κάβο Πίννες και φτάνουμε στον προορισμό μας, στο νοτιότερο άκρο του Αγίου Όρους. Είναι ο αρσανάς της Κερασιάς με το τοπωνύμιο Κλέφτικο. Εκτός από την πενταμελή μας συντροφιά δεν υπάρχουν άλλοι επιβάτες. Σορόκος ολοζώντανος δημιουργεί ένα πόντζι φοβερό, που δυσχεραίνει την προσέγγιση του σκάφους. Ανοίγει η σιδερένια μπουκαπόρτα, φτάνουμε στην άκρη της και περιμένουμε την κατάλληλη στιγμή για να πηδήξουμε ένας – ένας στην ασφάλεια της στεριάς. Ακούγεται ο τελευταίος θόρυβος από τις μηχανές της «Αγίας Άννας». Ύστερα απομένει ο ήχος των κυμάτων στους βράχους της ακτής.
Τοπίο ερημικό, αφιλόξενο, κατάσπαρτο από βράχους εχθρικούς. Ένα ερειπωμένο πέτρινο εκκλησάκι. Ήλιος εκτυφλωτικός και ζέστη φοβερή. Είναι απομεσήμερο, δυο και μισή ακριβώς. Πάνω απ’ τα κεφάλια μας, πέντε εκατοντάδες μέτρα ψηλότερα, υποψιαζόμαστε την ύπαρξη της «Κερασιάς», του ορμητηρίου μας για τον Άθω. Η ώρα δεν είναι καθόλου ευνοϊκή για έναν τέτοιο ανήφορο, που είναι απλά το προοίμιο του αυριανού μεγάλου εγχειρήματος. Σακίδια λοιπόν στους ώμους και ξεκινάμε.
Αρχίζει το μονοπάτι, ανηφορικό και κακοτράχαλο. Πολύ γρήγορα δίνει τη θέση του σε συνεχόμενα τσιμεντένια σκαλοπάτια. Μετράω περίπου 450. Μικρή διακοπή και μετά άλλα 200. Το οδόστρωμα εναλλάσσεται: σκαλοπάτια, δύσβατο μονοπάτι και καλντερίμι. Ο ανήφορος είναι αδιάκοπος, χωρίς επίπεδα διαστήματα για ανάσες. Αρχίζω ν’ αντιλαμβάνομαι τι εννοούσε τρείς δεκαετίες νωρίτερα ο πατέρας μου. Και βέβαια είμαστε μονάχα στην αρχή. Ο μόνος σύμμαχος είναι το πυκνό δάσος κι η ευεργετική σκιά. Και η παρήγορη σκέψη, ότι κάθε βήμα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, λιγοστεύει την υψομετρική διαφορά που μας χωρίζει από τα 2.033 μέτρα της κορυφής.
Μια ώρα μετά την αναχώρησή μας συναντάμε έναν σωλήνα νερού που δακρύζει από μια σχισμή. Δροσίζουμε για λίγο τον ιδρώτα μας. Να και μερικές υψηλές αγριοκουμαριές με τους χαρακτηριστικούς λείους κορμούς. Άριες, βαλανιδιές, γάβροι, φράξοι και πολλά ακόμη δέντρα. Και σε υψόμετρο 450 μόλις μέτρων εμφανίζονται κάποιες πρώτες οξιές, κατά παρέκκλιση οποιασδήποτε δασοπονικής θεωρίας περί ζωνών βλάστησης, αφού η οξιά θεωρείται δέντρο μεγάλων υψομέτρων.
Στις 5 ακριβώς φτάνουμε στο Κελλί του Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου στην Κερασιά, σε υψόμετρο 550 μέτρων. Ο μοναχός μας υποδέχεται με μεγάλη εγκαρδιότητα με τα πατροπαράδοτα μοναστηριακά κεράσματα. Από το δροσερό μπαλκόνι αφήνω τα μάτια μου να πλανηθούν χαμηλά, στην άκρη της ακτής. Εκεί όπου, δυόμιση ώρες πριν, πηδήξαμε στη στεριά από την μπουκαπόρτα της «Αγίας Άννας»…
Πολύ κοντά απέναντί μας στα ΝΔ ορθώνεται ένα απότομο βουνό, τις κατάφυτες πλαγιές του οποίου διασχίσαμε ανηφορίζοντας από τη θάλασσα ως την Κερασιά. Είναι το Καρμήλιον όρος με υψόμετρο 895 μέτρα, που απολήγει στον κάβο Πίννες, το αρχαίο Νυμφαίον άκρον. Σύμφωνα με τον Γαβριήλ Νίκο Πεντζίκη η ονομασία του παραπέμπει στο Κάρμηλον όρος της Παλαιστίνης, στις πλαγιές του οποίου υπήρχαν περισσότερα από χίλια σπήλαια όπου μόναζαν ασκητές. Η ονοματοδοσία είναι εύστοχη, αν σκεφθεί κανείς, ότι οι κατακόρυφες δυτικές πτυχώσεις του Καρμηλίου όρους φιλοξενούν στα Καρούλια και στα Κατουνάκια σπηλαιοδίαιτους ασκητές. Στην κορυφή του βουνού διακρίνεται το κατάλευκο εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία.
Είναι ωραίος τόπος η Κερασιά με αχλαδιές, κερασιές, μηλιές και καρυδιές καθώς κι ένα εξαιρετικά φροντισμένο περιβολάκι. Στην περιοχή υπάρχουν 12 μικρά και μεγάλα κελλιά που θεωρούνται από τα αρχαιότερα του Αγίου Όρους, αφού παραχωρήθηκαν από την Μονή Μεγίστης Λαύρας σε ασκητές ήδη από τον 14ο αιώνα. Πολύ κοντά στο κελλί του Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου, όπου διαμένουμε, βρίσκεται η ξύλινη εκκλησία του Αγίου Πατάπιου και μετά ακόμη ένα κελλί σε σημείο με θέα εκπληκτική. Ο τόπος ευωδιάζει από ανθισμένη αγράμπελη, λεβάντα και ρίγανη. Από μια πηγή κυλάει λιγοστό αλλά δροσερό νερό.
Ετοιμάζει ο μοναχός ένα λιτό αλλά νόστιμο φαγητό με κολοκυθάκια, μπάμιες, πατάτες και κρεμμυδάκια. Αργότερα στο μπαλκόνι είναι αληθινή ευτυχία να πίνουμε τον καφέ μας και ν’ αγναντεύουμε τα δασωμένα βουνά και το πέλαγος ως την άκρη του ορίζοντα. Την ηρεμία διακόπτει ξαφνικά ένας παράξενος μακρινό ήχος που μοιάζει με μακρόσυρτο ουρλιαχτό.
-Είναι μια αγέλη τσακαλιών, λέει ο μοναχός. Τα έχω δει αρκετές φορές. Στην περιοχή ζουν ακόμη αγριογούρουνα, ελάφια, αλεπούδες και νυφίτσες.
Η νύχτα πέφτει γλυκύτατη, μ’ ένα φεγγάρι μισό αλλά φωτεινότατο. Μαζί της όμως φέρνει και κουνούπια. Ένα ματσάκι ευωδιαστής λεβάντας στο προσκέφαλό μου είναι το ιδανικό φυσικό απωθητικό. Άλλωστε με τη συνολική κούραση της μέρας ο ύπνος έρχεται γρήγορα και αβίαστα.
ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Ξημερώνει η μέρα που ανέβαλλα επί τόσες δεκαετίες. Επιτέλους αισθάνομαι έτοιμος να εκπληρώσω ένα χρέος στον εαυτό μου και στη μνήμη του πατέρα μου.
Οι πρώτες πρωινές ακτίνες αποκαλύπτουν ένα πέλαγος αφρισμένο. Με τέτοιον καιρό θα ήταν αδύνατον η «Αγία Άννα» να «πιάσει» στον αρσανά. Ακούγονται διάφορα ξυπνητήρια. Τα μέλη της ομάδας εγκαταλείπουν τη μακαριότητα του ύπνου και ξυπνούν. Παρά τις προσπάθειές μας όμως δεν καταφέρνουμε να ξεκινήσουμε πριν από τις επτάμιση. Σ’ ένα 10 λεπτο φτάνουμε στην πρώτη διακλάδωση που δεξιά οδηγεί στο Κελλί του Αγ. Γεωργίου ενώ αριστερά ανηφορίζει προς Κορυφή, Αγία Άννα, Κατουνάκια, Άγιο Βασίλειο. Μονοπάτι χωματερό, μέσα σε δάσος, με κλίσεις άλλοτε έντονες και άλλοτε υποφερτές. Στις 8 συναντάμε μια βασική διακλάδωση. Στα δεξιά (ΒΑ) αποτελεί την αφετηρία ενός μακρότατου μονοπατιού, που διασχίζει όλο το ΒΑ τμήμα της χερσονήσου κάτω από τον Άθω και μετά, με Β κατεύθυνση, οδηγεί στη Μονή της Μεγίστης Λαύρας. Αριστερά (ΝΔ) το μονοπάτι συνεχίζει προς την κατεύθυνση του προορισμού μας. Είναι μια θαυμάσια διαδρομή ανάμεσα σε αιωνόβιες βαλανιδιές, σφενδάμια και φράξους.
Σ’ ένα τέταρτο, στις 8:15’, φτάνουμε στη θέση Σταυρός, σε υψόμετρο 780 μέτρων. Εδώ στην ουσία βρίσκεται η βασική αφετηρία της πορείας προς την κορυφή. Μια πινακίδα αναγράφει χρόνο 3.5 ωρών ως εκεί. Στην περίπτωσή μας αυτός ο χρόνος αποδείχθηκε εξωπραγματικά αισιόδοξος.
Η θέα είναι υπέροχη στη δυτική ακτή και στις Μονές Σταυρονικήτα, Γρηγορίου, Αγίου Παύλου και Σκήτη Αγίας Άννας. Στον Σταυρό κάνουμε μικρή στάση για μια ανάσα. Λίγο πριν από τις οχτώμιση ξεκινάμε. Στον χάρτη η πορεία μας μοιάζει περίπου σαν μια ευθεία γραμμή που τέμνει κάθετα όλες τις ισοϋψείς καμπύλες που παρεμβάλλονται διαδοχικά ως την κορυφή. Η απόσταση στο χαρτί δεν μοιάζει ιδιαίτερα μεγάλη. Πολύ γρήγορα διαπιστώνουμε, ότι η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική. Το μονοπάτι δικαιούται πέρα για πέρα τον χαρακτηρισμό του ως εχθρικού. Μας υποδέχεται πολύ στενό, πολύ ανηφορικό και πνιγμένο στη σκόνη. Οι πέτρες που παρεμβάλλονται δυσκολεύουν τα βήματά μας. Στα 840μ. συναντάμε ένα μοναχικό έλατο, υγιέστατο, με μπόι τουλάχιστον 6 μέτρων. Στα ΝΑ διαγράφεται η δασωμένη ράχη και η κορυφή του Καρμηλίου.
Ο ανήφορος συνεχίζει τρομερός με έδαφος σαθρό. Η βλάστηση αραιώνει. Μόνον χαμηλές βαλανιδιές και πουρνάρια σκεπάζουν τις πλαγιές. Σε υψόμετρο 980μ. ο Στέλιος μας δείχνει το πρώτο ροζ αγριογαρύφαλλο. Κάτω χαμηλά προβάλλει η εξωτική παραλία του Αγίου Παύλου, όλη η Αγιορείτική ακτογραμμή ως την Ουρανούπολη και το νησί της Αμμουλιανής. Οι στάσεις μας είναι σύντομες αλλά συχνές. Ο ήλιος χτυπάει ανελέητα και ανεμπόδιστα, οι χαμηλοί θάμνοι δεν προσφέρουν καμία σκιά. Μετανιώνουμε που δεν καταφέραμε να ξεκινήσουμε ένα δίωρο νωρίτερα. Η ζέστη αποδεικνύεται σύντροφος ιδιαίτερα εχθρικός.
Μια ώρα διαρκεί ο ανήφορος στον ήλιο. Στις εννιάμιση, και σε υψόμετρο 1030 περίπου μέτρων, μπαίνουμε σε δάσος πανύψηλων δρυών, κέδρων, φράξων, σφενδαμιών. Λίγο πιο πάνω συναντάμε ένα ήπιο ξέφωτο με χορτάρι, φτέρες και αιωνόβιες καστανιές. Περνάμε από έναν αυχένα με θέα χαμηλά στην παραλία του Κλέφτικου και ψηλά στις κορυφές του Άθω. Στα Ν – ΝΑ αχνοφαίνεται το μακρύ και χαμηλό περίγραμμα της Λήμνου.
Από την Κερασιά μέχρι εδώ έχουμε συμπληρώσει δυο ώρες. Με τον ανήφορο και τις μικροστάσεις δεν έχουμε καταφέρει να καλύψουμε πάνω από 500 μέτρα υψομετρικής διαφοράς. Αυτό καθόλου δεν μας ενοχλεί, αφού η μέρα είναι αποκλειστικά αφιερωμένη στη διαδρομή ως την κορυφή. Στα 1070 περίπου μέτρα συναντάμε τα πρώτα νεαρά πεύκα και μια ανθισμένη οστρυά. Πιο πάνω έναν θάμνο κράταιγου με πρασινωπούς καρπούς, που όταν ωριμάσουν, κοκκινίζουν. Να και μια μεγάλη σορβιά με πρασινωπούς επίσης καρπούς. Η ποικιλία θάμνων και δέντρων είναι εντυπωσιακή και μεταβάλλεται ανάλογα με το υψόμετρο που διαμορφώνει τις ζώνες βλάστησης. Το μονοπάτι βέβαια εξακολουθεί να είναι πολύ ανηφορικό, κατάσπαρτο με κροκάλες, όχι μόνον ενοχλητικές αλλά και επικίνδυνες, αφού ένα στραβοπάτημα μπορεί να έχει απρόβλεπτες συνέπειες.
Δεν λείπει και η παρουσία του «ιππικού», τα μουλάρια που με την καθοδήγηση Αλβανών αγωγιατών, ανηφορίζουν έμφορτα με νερό και οικοδομικά υλικά για τις εργασίες που είναι σε εξέλιξη στο καταφύγιο της Παναγίας και στην κορυφή. Όταν κατηφορίζουν χωρίς φορτίο τα μουλάρια, δεν βαδίζουν αλλά σχεδόν καλπάζουν σηκώνοντας σύννεφα σκόνης. Δεν μπορώ να πω, ότι αυτά τα συναπαντήματα είναι ιδιαίτερα ευχάριστα αφού, με κάθε τρόπο, πρέπει να βγαίνουμε έξω από το μονοπάτι για να τους κάνουμε χώρο να περάσουν. Μοναδικοί σύμμαχοι σ’ αυτές τις μίζερες συνθήκες πορείας είναι η σκιά του δάσους κι ένα αεράκι που δεν παύει να φυσά.
Στις 11 βρισκόμαστε στα 1400 μέτρα. Γύρω μας έλατα και πεύκα, σορβιές με φυλλώματα ασημένια που κυματίζουν στο αεράκι. Ολάκαιρες πλαγιές είναι καλυμμένες από σορβιές. Ποτέ μου δεν έχω ξαναδεί τέτοια συγκέντρωση. Υπάρχουν ακόμα και πολλά αγριολούλουδα. Βρίσκουμε ένα σημείο με σκιά και δροσιά. Εκεί χαρίζουμε στους εαυτούς μας μια τελευταία λιγόλεπτη στάση, πριν από το τελευταίο κομμάτι του εχθρικού ανήφορου που μας περιμένει ως το καταφύγιο της Παναγίας.
Το δάσος τελειώνει με μερικά εντυπωσιακά, αιωνόβια μαυρόπευκα. Απέναντί μας φράζει τον ορίζοντα η κορυφογραμμή του Άθω, απόκρημνη, βραχώδης αλλά και διάσπαρτη με έλατα, που έχουν αναρριχηθεί σε σημεία προφυλαγμένα απ’ το βοριά λίγο πιο κάτω από τα 2000 μέτρα.
Στις 11:30’ ακριβώς φτάνουμε στο καταφύγιο της Παναγίας έχοντας καλύψει σε 4 ώρες την υψομετρική διαφορά των 1000 μέτρων από το Κελλί της Κερασιάς. Αισθάνομαι ήδη την κούραση από τον συνεχή ανήφορο, το κακοτράχαλο έδαφος και το βάρος των 15 κιλών που ζυγίζει το σακίδιο. Και ακόμη δεν έχουμε φτάσει στην κορυφή! Ατενίζω με δέος το ελικοειδές μονοπάτι στο γυμνό, πετρόσπαρτο και απότομο πρανές που καταλήγει στην κορυφή. Η ανάβαση τούτη την ώρα θα ήταν αληθινή δοκιμασία. Είναι πολύ σωστή η απόφασή μας να προφυλαχτούμε μερικές ώρες στη σκιά και να συνεχίσουμε το απόγευμα. Ψάχνουμε για ένα τέτοιο σκιερό μέρος, μα δεν υπάρχει πουθενά. Στο πέτρινο οίκημα με τον ναό της Παναγίας και το καταφύγιο εκτελούνται εκτεταμένες οικοδομικές εργασίες από πολυμελές συνεργείο αλλοδαπών. Όλος ο χώρος, μέσα και έξω από το οίκημα, έχει μετατραπεί σε εργοτάξιο με κατάσπαρτα παντού εργαλεία, οικοδομικά υλικά, ιματισμό και σκεύη των εργατών που διαμένουν εδώ. Παντού ακαταστασία, σκουπίδια και σκόνη. Αλλά και ο μόνιμος, εκνευριστικός θόρυβος της γεννήτριας, χωρίς να υπολογίσουμε τις ανθρώπινες φωνές. Ο Κυριάκος με τον Στέλιο και τον Ντίνο (εκπαιδευτικό από τον Βόλο και φίλο του Στέλιου) καταλήγουν να ξαπλώσουν ανάσκελα στα πέτρινα πεζούλια κάτω από τον ήλιο, με προσκέφαλα τα σακίδια. Εμείς με τον Γιώργο (που είναι συντηρητής έργων τέχνης και γιος του παιδικού μου φίλου Σίμου απ’ την Καβάλα) παίρνουμε τα μπογαλάκια μας, βαδίζουμε 300 – 400 μέτρα και φτάνουμε στις παρυφές του δάσους. Είμαστε τυχεροί. Βρίσκουμε ένα αιωνόβιο κεδροκυπάρισσο με παχιά σκιά και εξαίρετη θέα στη Σιθωνία και στο πέλαγος. Την ευτυχία μας συμπληρώνει ένα μόνιμο, δροσερό αεράκι και η απουσία κάθε θορύβου, μηχανικού ή ανθρώπινου. Μετά από ένα λιτό γεύμα χαλαρώνουμε στη σκιά και αβίαστα μας παίρνει ο ύπνος…
Αρχικά νομίζω πως είναι στο όνειρό μου, γρήγορα όμως συνειδητοποιώ, ότι κάποιος φωνάζει το όνομά μου. Πετάγομαι όρθιος. Από την κορυφή του λόφου ο Ντίνος μου ανακοινώνει την επιθυμία των υπολοίπων να ξεκινήσουμε για την κορυφή. Οι συνθήκες στο καταφύγιο της Παναγίας είναι τελείως ακατάλληλες για ξεκούραση ή χαλάρωση.
Στις 14:30 ακριβώς, στην πιο καυτή ώρα της ημέρας, δίνεται το σύνθημα της αναχώρησης. Ταυτόχρονα αρχίζει και η τελική δοκιμασία της κορυφής. Σε δυο λεπτά το στεγνό μπλουζάκι έχει μουσκέψει. Το μονοπάτι είναι πολύ απότομο και σαθρό, ίσως το πιο τραχύ τμήμα της μέχρι τούδε διαδρομής. Ένα περίπου 10λεπτο μετά παύει να είναι κάθετη η πορεία, αρχίζουν οι ελιγμοί. Ξαναβρίσκουμε και τον πιστό μας σύμμαχο, το δροσερό αεράκι. Πού και πού συναντάμε μερικά μαυρόπευκα και έλατα. Για ένα – δυο λεπτά η σκιά τους μας χαρίζει προσωρινό καταφύγιο. Μετά ξαναβγαίνουμε στον ήλιο και την ζέστη. Στην υπαλπική ζώνη κυριαρχεί ήδη η χαμηλή βλάστηση αλλά και ποικίλα αγριολούλουδα. Ο Στέλιος μοιάζει συνεπαρμένος, δεν τον απασχολούν ο ανήφορος και η ζέστη. Μόλις εντοπίζει ένα είδος λουλουδιού που τον ενδιαφέρει το πλησιάζει, και με ειδικό φακό, το φωτογραφίζει σχεδόν εξ’ επαφής.
Φτάνουμε σε μια απότομη, πετρώδη πλαγιά που μας χαρίζει ένα θέαμα ασυνήθιστο. Είναι καλυμμένη απ’ άκρη σ’ άκρη μ’ έναν λειμώνα που αποτελείται από ένα είδος χόρτων με αραχνοΰφαντη κορυφή. Είναι τόσο λεπτά και διάφανα, που μοιάζουν αέρινα. Εύκαμπτα όπως είναι, σείονται με το παραμικρό αεράκι. Ο ήλιος που τα φωτίζει και περνάει ανάμεσά τους δημιουργεί εικόνες μαγικές. Είμαι πολύ χαρούμενος, που παρά τις αντιξοότητες της πορείας, είμαι σε θέση να παρατηρώ και να θαυμάζω αυτά τα τόσο ταπεινά μα τόσο ιδιαίτερα δημιουργήματα της φύσης.
Η κούρασή μου, ωστόσο, όλο και μεγαλώνει. Αρχίζω να την αισθάνομαι στους μυς των ποδιών και κυρίως στους μηρούς. Τα βήματα σ’ αυτό το απόλυτα κακοτράχαλο μονοπάτι, με το βάρος επιπλέον των 15 κιλών, δυσκολεύουν όλο και περισσότερο. Συχνά στη σκέψη μου έρχεται ο πατέρας μου. Είμαι βέβαιος, πως κάπως έτσι θα ταλαιπωρείτο κι εκείνος 30 χρόνια πριν.
Στις 16:30’, 2 ώρες μετά την αναχώρησή μας από την Παναγία, βρισκόμαστε στα 1800 περίπου μέτρα, έχοντας καλύψει υψομετρική διαφορά μόλις 300 μέτρων. Δεν είναι, βέβαια, μια αξιόλογη ορειβατική επίδοση, ο ρυθμός όμως αυτός μας παρέχει την πολυτέλεια ν’ απολαμβάνουμε όσο γίνεται περισσότερο την επίπονη ανάβαση, να κάνουμε πολλές μικροστάσεις, να φωτογραφίζουμε, να μιλάμε και να ανταλλάσουμε τις εντυπώσεις μας, να παρατηρούμε το τοπίο ολόγυρά μας. Ακόμα και σ’ αυτό το υψόμετρο εξακολουθούν να υπάρχουν αραιά έλατα και σορβιές, ενώ για πρώτη φορά διακρίνεται ένα μικρό τμήμα του σταυρού της κορυφής. Ο Κυριάκος Παπαγεωργίου, ο γεωγράφος μας, μας δείχνει στον θαλάσσιο ορίζοντα, ακριβώς στα νότια, το ακατοίκητο Πιπέρι των Β. Σποράδων με τον κωνικό του όγκο, δίπλα του δεξιά τα Σκάντζουρα και πιο πίσω αχνά την κορυφή της Δίρφης. Αρκετά ανατολικότερα και μακρύτερα διαγράφεται το περίγραμμα της Σκύρου. Το ανατολικό τμήμα του ορεινού όγκου του Άθω σχηματίζει μια λοξή, απότομη κοψιά, που μετά από διαδρομή πολλών εκατοντάδων μέτρων, καταλήγει στην επιφάνεια της θάλασσας.
17:30’. Δεν απομένουν παρά μερικές δεκάδες μέτρα. Πλησιάζει η στιγμή που ονειρεύεται ο κάθε ορειβάτης: να βρεθεί στην κορυφή του βουνού του, στην κορυφή της επιθυμίας του. Εμείς επιπλέον βρισκόμαστε στην «Κορυφή» της Ορθοδοξίας.
ΣΤΑ 2.033 ΜΕΤΡΑ
Ένας συμπαγής βράχος είναι το υψηλότερο σημείο της κορυφής του Άθω. Είναι αυτή η αιχμηρή απόληξη, που χρόνια τώρα μαγνήτιζε το βλέμμα μου αλλά παρέμενε στόχος μακρινός. Καλά στηριγμένος στο βράχο ορθώνεται το σύμβολο της πίστης μας, ένας μεγάλος χάλκινος Σταυρός. Πάνω του χαραγμένη η χρονολογία 1897. Μερικά μέτρα χαμηλότερα το εξωκκλήσι της Μεταμόρφωσης. Στο μαρμάρινο υπέρθυρο ανάγλυφη η χρονολογία 1895. Πάνω από έναν αιώνα εξωκκλήσι και σταυρός αντιστέκονται σε καταιγίδες και κεραυνούς, σε πάγους, χιονιάδες και πανίσχυρους ανέμους. Αυτά τα δυο σύμβολα, ωστόσο, που με τόση επιτυχία έχουν αντιμετωπίσει τα στοιχεία της φύσης, μοιάζουν ανυπεράσπιστα απέναντι στην βαρβαρότητα των ανθρώπων. Όπως μερικές ώρες πριν στον ναό της Παναγίας, έτσι και τώρα, εδώ στην κορυφή του Άθω, η εικόνα θυμίζει απ’ άκρη σ’ άκρη ένα γιαπί. Που δεν περιλαμβάνει μόνον οικοδομικά υλικά και εργαλεία πεταμένα εδώ κι εκεί αλλά επιπλέον και παντοειδή σκουπίδια, που σπιλώνουν όχι μόνον την ιερότητα του χώρου αλλά και κάθε έννοια ευπρέπειας και πολιτισμού.
Τόσες φορές στον Μύτικα, στην κορυφή των Ολύμπιων Θεών, δεν έτυχε ποτέ να δω το παραμικρό ίχνος ή αντικείμενο που να μολύνει τον χώρο. Φυσιολάτρες από τα πέρατα του κόσμου έφταναν προσκυνητές στον «Παρθενώνα της Ελληνικής Φύσης», τον θαύμαζαν και αποχωρούσαν ευτυχισμένοι.
Και τώρα εδώ, μια χούφτα αλλοδαπών εργατών, έχουνε μετατρέψει την κορυφή της Ορθοδοξίας σε δική τους χωματερή! Αδυνατώ να περιγράψω το σοκ από το θέαμα και την αγανάκτηση όλων μας. Είμαι βέβαιος, πως, αν τη στιγμή της άφιξής μας υπήρχαν εργάτες του συνεργείου, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να αποφευχθεί ένα «θερμό επεισόδιο». Ευτυχώς γι’ αυτούς, τους είχαμε συναντήσει αρκετή ώρα νωρίτερα, καθώς κατηφόριζαν μετά τη λήξη των εργασιών τους. Στην κορυφή βρίσκονται μόνον μερικοί Μολδαβοί. Έχουν καταλάβει με σώματα και αποσκευές το πεζούλι του ναΐσκου, τον μοναδικό χώρο που είναι καθαρός. Ψάχνουμε να βρούμε μια επίπεδη, καθαρή γωνιά να αποθέσουμε τα σακίδια, τα κουρασμένα μας κορμιά. Είναι σχεδόν αδύνατον. Παντού ανώμαλες πέτρες που έχουν ανασκαφεί από το έδαφος, άμμος και σακιά τσιμέντου, παλιά λερωμένα ρούχα, μια κατάσταση απερίγραπτη. Προσπαθούμε να εξαφανίσουμε από το οπτικό μας πεδίο την ασχήμια, να κρατήσουμε μόνον την ομορφιά. Αφήνουμε τα μάτια μας να πλανηθούν στους μακρινούς ορίζοντες, στη Θάσο και στη Λήμνο, στη Σαμοθράκη και στον Αη. Στράτη, στις χερσονήσους της Χαλκιδικής, στο φεγγάρι που έχει ξεπεράσει λίγο το μισό, στον ήλιο που ετοιμάζεται να κρυφτεί πίσω απ’ το νησάκι της Αμμουλιανής. Κι ύστερα στρέφουμε το βλέμμα κατά τη μεριά της Ανατολής, εκεί στην απέραντη επιφάνεια του Αιγαίου, όπου αποτυπώνεται η γιγάντια πυραμίδα που δημιουργείται από τη σκιά της Αθωνικής κορυφής, έτσι όπως πέφτουν πάνω της οι ακτίνες της Δύσης. Κάποια στιγμή η κορυφή της πυραμίδας ακουμπάει με τη μύτη της το νότιο τμήμα της Λήμνου.
Έχουμε πολλά ν’ αγναντέψουμε, να θαυμάσουμε και να χαρούμε στην κορφή του Άθω: μυστήρια της φύσης, αύρα θεϊκή και δυνατές πνοές του ανέμου, στιγμές προσωπικές και συντροφικές, δείπνο λιτό κατάχαμα, με δυο γουλιές τσιπουράκι ο καθένας κι αργότερα το φεγγαρόφωτο που διαφεντεύει τα σκοτάδια της νύχτας και μια κούραση γλυκειά, που λυγίζει τη δύναμη και την επιθυμία μας να παραμείνουμε ξάγρυπνοι για ώρες…
Στο εσωτερικό της εκκλησούλας ο συνωστισμός είναι μεγάλος και η ζέστη πνιγερή. Αδύνατον να τ’ αντέξουμε με τον Γιώργο. Βγαίνουμε έξω, βρίσκουμε μια κόχη δίπλα στο εκκλησάκι, που μ’ ένα χαμηλό τοιχαλάκι μοιάζει προστατευμένη απ’ τις πνοές του ανέμου. Μετά την τρομερή ζέστη σ’ όλη τη διάρκεια της μέρας, η θερμοκρασία πέφτει κατακόρυφα. Λίγο πριν από τις 10 είναι 10.40c. Υπνόσακοι λοιπόν με το Γιώργο, σακίδια για προσκέφαλα και σκεπή μας ο ουρανός. Μυριάδες πάνω μας τα άστρα. Με την απόλυτη σκοτεινιά που μας περιβάλλει, εισχωρεί στα βάθη του σύμπαντος το βλέμμα, ανακαλύπτει και τα πιο αδιόρατα αστεράκια.
Δυο – τρεις κουβεντούλες με το Γιώργο. Ύστερα νυσταγμένες καληνύχτες. Προσπαθώ για λίγο ακόμη να παρατείνω την οπτική μου επαφή με τον ουρανό. Πού και πού με αγγίζουν ψυχρές πνοές ανέμου. Είναι ευχάριστες στο πρόσωπο που εξέχει απ’ τον υπνόσακο. Ο ύπνος έρχεται αβίαστα, η νύχτα μοιάζει μαγική…
Αλλοίμονο, δεν έμελλε να κρατήσει για πολύ. Αισθάνομαι αρχικά μια δυνατή ριπή ανέμου κι αμέσως μετά σαν να τσιμπούν το πρόσωπό μου με καρφίτσες. Ξυπνάω και ανασηκώνω το κεφάλι μου. Τι ξαφνικός αέρας είναι τούτος! Πανίσχυρος και ψυχρότατος. Εκτοξεύει πάνω μου αμέτρητους κόκκους άμμου που με χτυπούν στο πρόσωπο. Κοιτάζω το ρολόϊ μου. 11 παρά τέταρτο. Δεν έχω συμπληρώσει ούτε μισής ώρας ύπνο. Τυλίγομαι όσο καλύτερα μπορώ στον υπνόσακο μα ο άνεμος οργιάζει, η άμμος εισχωρεί από παντού. Αρχίζει ένα ατελείωτο μαρτύριο, που κρατάει ως τις 4 τα χαράματα. Ήταν η τελευταία φορά που είδα το ρολόϊ μου. Η επόμενη είναι στις 6 και 10’ ακριβώς. Τότε που ο ήλιος ξεπερνάει ένα στρώμα σύννεφων και προβάλλει πάνω από τη Λήμνο. Ταυτόχρονα σχεδόν ξυπνάει κι ο Γιώργος. Κοιμήθηκε λίγο περισσότερο από μένα. Ένας ένας βγαίνουν από το εκκλησάκι κι οι υπόλοιποι. Ούτε αυτοί κοιμήθηκαν σε μεταξωτά σεντόνια. Γλύτωσαν όμως τον αέρα και την άμμο.
Στρέφουμε όλοι τα βλέμματά μας προς τη Δύση. Η κωνική σκιά του Άθω αποτυπώνεται τώρα στα νερά του Σιγγιτικού, η μύτη τέμνει την Χερσόνησο της Σιθωνίας. Με παγωμένα χέρια φωτογραφίζουμε το φαινόμενο. Ύστερα ανεβαίνουμε για τις τελευταίες αναμνηστικές φωτογραφίες στο Σταυρό. Ο αέρας λυσσομανάει, μας διώχνει, χαράματα Κυριακής, 13ης Ιουλίου του 2008.
Το πρόγραμμα δεν προβλέπει καφέ ούτε πρωινό. Προτεραιότητα είναι η απομάκρυνση από την κορυφή, η μετακόμισή μας σε πιο εύκρατα κλίματα. Η κατάβαση αρχίζει στις 7 ακριβώς. Στα επόμενα τρία λεπτά ο αέρας, ως δια μαγείας, εξαφανίζεται. Ο πρωινός ήλιος μας ζεσταίνει ευχάριστα, βγαίνουν τα μπουφάν. Βαδίζουμε τώρα με πολύ πιο γρήγορο ρυθμό, η καταπόνηση όμως των ποδιών από το απότομο και κακοτράχαλο μονοπάτι είναι μεγάλη.
Στις 08:30 φτάνουμε στην Παναγία, στον μισό ακριβώς χρόνο που απαίτησε η ανάβαση. Στην 20λεπτη ανάπαυλα κάποιοι τρώνε ένα λιτό πρόγευμα. Αρκούμαι μόνον σε νερό. Από το προηγούμενο πρωί που άρχισε η ανάβαση μέχρι τώρα, έχω καταναλώσει απίστευτες ποσότητες νερού στην προσπάθειά μου να αντιμετωπίσω την εφίδρωση.
Συνεχίζουμε για τον επόμενο σταθμό μας, τον Σταυρό. Όσο περισσότερο κατηφορίζουμε το απότομο και, σχεδόν μόνιμα, κακοτράχαλο μονοπάτι τόσο αυξάνεται η κόπωση των μυών. Το τελευταίο τμήμα, που είναι ιδιαίτερα ολισθηρό, αποτελεί αληθινή δοκιμασία για τις γάμπες και τους μηρούς. Φτάνουμε επιτέλους στον Σταυρό. Χρειάστηκαν από την Παναγία 2 ώρες κι ένα τέταρτο.
Η πυκνή σκιά των δέντρων φιλτράρει ευεργετικά τη ζέστη του ήλιου. Κάνουμε μια ημίωρη στάση προσπαθώντας να συνεφέρουμε τους κουρασμένους μας μυς. Τα βάσανά μας όμως δεν έχουνε τελειώσει ακόμη. Επόμενος σταθμός μας είναι η Μονή Μεγίστης Λαύρας, στο βορειοανατολικό άκρο της Χερσονήσου. Μια ματιά στον χάρτη αποκαλύπτει ρεαλιστικότατα το μήκος της διαδρομής. Είναι μια από τις μεγαλύτερες πεζοπορικές διασχίσεις του Αγίου Όρους, δυόμιση τουλάχιστον φορές μακρύτερη από την απόσταση Σταυρού – Κορυφής.
-Είναι πολύ μεγάλη διαδρομή, επιβεβαιώνει ο Κυριάκος, αλλά ίσως η ωραιότερη του Όρους. Ωραίο μονοπάτι, συνεχόμενα δάση, μικρές υψομετρικές διαφορές και, σε κάποια σημεία, ύπαρξη δροσερού νερού. Αυτό ενδιαφέρει κυρίως τον Θεόφιλο, τον μεγαλύτερο καταναλωτή νερού της συντροφιάς.
Στις 11:30’ αναχωρούμε από Σταυρό. Οι συνθήκες πορείας είναι ιδανικές: αιωνόβια δάση, ποικιλία βλάστησης, ωραίο μονοπάτι και σκιά. Άλλοτε φανερώνονται ψηλά οι γκρεμοί της κορυφής κι άλλοτε η θάλασσα. Η συνολική κατάσταση όμως δεν είναι τόσο ειδυλλιακή. Μετά από τόσες ώρες ανάβασης και κατάβασης και μια νύχτα με τέτοια απρόσμενη εξέλιξη, η κόπωση γίνεται όλο και περισσότερο εμφανής. Είναι πραγματική ατυχία να πραγματοποιούμε αυτή την εκπληκτική διάσχιση μετά από τόση σωματική επιβάρυνση. Κάποια στιγμή κόβει το μονοπάτι μας το «Κρύο Νερό», ένα ρυάκι θεϊκό. Γεμάτοι ευγνωμοσύνη για το θεόσταλτο αυτό δώρο πίνουμε και γεμίζουμε τα παγούρια μας, αναλαμβάνουμε δυνάμεις για το μακρύ μονοπάτι ως τη Λαύρα.
Δεν θα περιγράψω λεπτομέρειες της διαδρομής. Ίσως το κάνω κάποια άλλη φορά. Θα αρκεστώ μόνον να πω, ότι η διάσχιση αυτή του ανατολικού τμήματος της Χερσονήσου του Αγίου Όρους από νότο προς βορρά, είναι μια αληθινή πεζοπορική εμπειρία, που θα άξιζε να ζήσει κάθε φυσιολάτρης.
Φτάνουμε στις 6 το απόγευμα στη Λαύρα, μετά από πορεία 6 ωρών και 30 λεπτών. Έχοντας συμπληρώσει ήδη πεζοπορία 10 ωρών, έχουμε κάθε λόγο να αισθανόμαστε κουρασμένοι.
ΦΙΛΟΞΕΝΟΥΜΕΝΟΙ ΣΤΟΝ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟ
Στον δίσκο αχνίζουν 5 καφεδάκια. Ο άλλος δίσκος φιλοξενεί τα ποτήρια και τις μπρούτζινες κανάτες με το δροσερό νερό. Το φως της δύσης φωτίζει έξοχα τους περιποιημένους αμπελώνες, την τέλεια καμπύλη του κολπίσκου, την οξυγώνια κορυφή του Άθω. Σαν ψέματα μου φαίνεται, ότι την προηγούμενη νύχτα ήμουν εκεί πάνω, ξάγρυπνος σχεδόν απ’ τη μανία του ανέμου. Καθώς πέφτει πάνω της το φως του δειλινού μοιάζει τόσο ήπια, τόσο ειρηνική, τόσο φιλική.
Βρισκόμαστε στο υπαίθριο κιόσκι του Κελλιού του Αγ. Ευσταθίου, του πασίγνωστου Μυλοπόταμου. Ο Μαργαρίτης που εργάζεται εδώ, έχει μόλις αποθέσει στο μεγάλο ξύλινο τραπέζι καφεδάκια και κρύο νερό. Τον βοηθάει ο μικρός γιος του ο Λάμπρος, συμπαθέστατος και πανέξυπνος. Μια ώρα πριν ήρθαν και μας παρέλαβαν από τη Λαύρα με το φορτηγάκι του Μυλοπόταμου, κατ’ εντολήν του γέροντα Επιφάνειου.
Αυτός ο καφές, αυτό το νεράκι, αυτή η δροσερή θαλασσινή αύρα και ο ήχος των κυμάτων μας γεμίζουν με ευτυχία. Που γίνεται ακόμη μεγαλύτερη με την προοπτική ενός ζεστού ντους κι ενός δείπνου παρασκευασμένου από τα χέρια του γέροντα Επιφάνειου. Δεν αργεί νάρθει τούτη η στιγμή. Ξαναβλέπω μετά από αρκετά χρόνια την γαλήνια φυσιογνωμία του μοναχού, που πρωτογνωρίσαμε πριν μια 15ετία με την Άννα, σε μια από εκείνες τις θρυλικές συνάξεις του Ανέστη Μπαμπατζιμόπουλου, του διάσημου «Μπαμπατζίμ». Τότε ο μοναχός Επιφάνειος είχε καταπλήξει τους 70 περίπου προσκεκλημένους με το περιεχόμενο ενός τεράστιου καζανιού, που έβραζε επί ώρες στη σιγανή φωτιά των ξύλων. Ήταν μια ψαρόσουπα, που όμοιά της δεν είχα φάει ποτέ αλλά κι ούτε έχω δοκιμάσει κάποια ισάξια από τότε.
-Χρόνια έχεις να μας έρθεις, μου λέει ο γέροντας, καθώς με ασπάζεται.
Δυο μεγάλες χύτρες αχνίζουν και γεμίζουν το χώρο με υπέροχες ευωδιές. Η μια έχει φασολάκια και η άλλη πράσινες και κόκκινες πιπεριές, με σάλτσα ντομάτας και διάφορα μυρωδικά απ’ το περιβόλι. Τρώμε και πίνουμε λευκό κρασάκι Μυλοποτάμου, που μαζί με το κόκκινο αλλά και το τσίπουρο, έχουν κάνει τον Μυλοπόταμο διάσημο σ’ όλη την Ελλάδα. Είναι η πείνα μετά από τόσες ώρες; Είναι η νοστιμιά των φρέσκων ζαρζαβατικών; Το βέβαιο είναι, ότι αυτό το λιτό δείπνο του Επιφάνειου είναι για όλους μας μια αληθινή γευστική εμπειρία.
Έξω στο κιόσκι η νύχτα συνεχίζει την πορεία της. Το φεγγάρι αρκετά μεγαλωμένο πια, σκαρφαλώνει προς τον Άθω. Ο αέρας έχει πέσει από ώρα. Ο ήχος των κυμάτων ακούγεται σαν ψίθυρος. Που περνάει γλυκά μέσα από το ανοιχτό παράθυρο του κελλιού μου.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Στις πεντέμιση τα χαράματα πίστευα, ότι θα ήμουν ο μόνος ξύπνιος της συντροφιάς. Να όμως που στο κιόσκι συναντάω όρθιο τον Στέλιο. Κοιμήθηκε στο ύπαιθρο, στη δροσιά της νύχτας. Σαν συνεννοημένοι προβάλλουν ένας – ένας ο Γιώργος, ο Κυριάκος και ο Ντίνος. Όλοι κρατώντας τις φωτογραφικές τους μηχανές. Η ήλιος δεν έχει ανατείλει ακόμη. Ωστόσο, Θάσος και Σαμοθράκη διαγράφονται καθαρά. Η Λήμνος, με το χαμηλό της ύψος και την πιο μακρινή απόσταση είναι χαμένη στην καταχνιά.
Στις 6 και 5’ ακριβώς ο ήλιος εγκαταλείπει την νυχτερινή θαλάσσια κατοικία του ανάμεσα στην Σαμοθράκη και την Θάσο. Κάθε δευτερόλεπτο που περνάει αλλάζει όγκο και σχήμα, γρήγορα γίνεται μια τέλεια πορφυρή σφαίρα, που εφάπτεται για λίγο πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας. Ύστερα αρχίζει την ανοδική του πορεία στον ουρανό. Μια νέα μέρα ξεκινάει στο Άγιο Όρος. Στρέφω τα μάτια μου στον νότο, στον φοβερό βράχινο όγκο του Άθω. Στο φως του ήλιου διαλύεται το μουντό, γκριζωπό πέπλο της νύχτας, αποκαλύπτονται όλες οι λεπτομέρειες των συγκλονιστικών του ορθοπλαγιών. Εκεί που τόσες ώρες κουραστήκαμε και ιδρώσαμε. Αλλά κι έχουμε κάθε λόγο να είμαστε ευτυχισμένοι και περήφανοι.