-Να ένα βιβλίο διαφορετικό για σας που ταξιδεύετε, ήταν το σχόλιό τους.
Τα ερωτηματικά άρχισαν ήδη από το εξώφυλλο.
Στο επάνω μέρος ήταν γραμμένες οι λέξεις: “Φωτογραφικό Οδοιπορικό Γιάννης Μάγγος” και στο μέσον: “Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Η Φόνισσα”.
Ποια σχέση μπορούσε να έχει η “Φόνισσα” που διαδραματίστηκε τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα με κάποιο “Φωτογραφικό Οδοιπορικό”, που εξαγγέλερο στο εξώφυλλο;
Την απάντηση έδινε ο Γιάννης Μάγγος στον πρόλογο του.
“Καλούμε λοιπόν τους φίλους του Παπαδιαμαντικού έργου, τους φίλους της Σκιάθου, τους φίλους της Ελληνικής φύσης ν’ ακολουθήσουμε τον Παπαδιαμάντη στα μέρη όπου τοποθέτησε την περιπλάνηση της Φόνισσας, ….

Μετά από τρεις επισκέψεις σε διάστημα μιας 20ετίας πίστευα, ότι τη γνώριζα τη Σκιάθο. Είχα κολυμπήσει στις πιο περιώνυμες ακτές της, τις «Κουκουναριές» και τα «Λαζάρια», είχα επισκεφθεί το σπίτι – μουσείο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και είχα περιδιαβεί για ώρες τα στενά της. Επί πλέον είχα γευτεί τις νοστιμιές στα ουζερί και τις ταβέρνες της και είχα ζήσει την ένταση της νύχτας σε κάποια απ’ τα μπαράκια της.
Εξίσου καλά νόμιζα ότι γνώριζα – και ποιος άλλωστε Έλληνας δεν νομίζει το ίδιο; – το πιο ξακουστό πνευματικό της τέκνο, τον ασκητικό Παπαδιαμάντη, μέσα από περικοπές έργων του στα σχολικά βιβλία ή μέσα από κάποια μικρά του διηγήματα.
Το καλοκαίρι του 2002 οι καλοί μας φίλοι, ο Πέτρος και η Τατιάνα, είχαν την ευγένεια να μας χαρίσουν ένα βιβλίο.
– Να ένα βιβλίο διαφορετικό, για σας που ταξιδεύετε, ήταν το σχόλιό τους.
Τα ερωτηματικά άρχισαν ήδη από το εξώφυλλο.
Στο επάνω μέρος ήταν γραμμένες οι λέξεις: «Φωτογραφικό Οδοιπορικό Γιάννης Μάγγος» και στο μέσον : «Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Η Φόνισσα».
Ποια σχέση μπορούσε να έχει η «Φόνισσα» που διαδραματίστηκε τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα με κάποιο Φωτογραφικό Οδοιπορικό, που εξαγγέλλετο στο εξώφυλλο;
Την απάντηση μας την έδωσε ο ίδιος ο φωτογράφος – οδοιπόρος, Γιάννης Μάγγος, στον πρόλογό του
………« Καλούμε λοιπόν τους φίλους του Παπαδιαμαντικού έργου, τους φίλους της Σκιάθου, τους φίλους της Ελληνικής φύσης ν’ ακολουθήσουμε τον Παπαδιαμάντη στα μέρη όπου τοποθέτησε την περιπλάνηση της Φόνισσας, περιδιαβαίνοντάς τα όχι μονάχα με τη φαντασία μας, στηριγμένη στο Παπαδιαμαντικό κείμενο αλλά και με αμεσότερη εμπειρία μέσα από ετούτο το φωτογραφικό οδοιπορικό, στο οποίο τα μέρη αυτά εικονίζονται κατά τη σειρά της διήγησης, σε φωτογραφίες που αποδίδουν όσο το δυνατόν αληθινότερα το φυσικό τοπίο. Χάρη στις φωτογραφίες αυτές θα είναι δυνατή η επίσκεψη στο «Κακόρρεμα», στο «Μονοπάτι στο Κλήμα», στο «Στοιβωτό» και σε εκείνους που δεν θα είχαν την τόλμη να την επιχειρήσουν «εκ του φυσικού», αφού τα τοπία στα οποία αναφέρεται το οδοιπορικό της περιπλάνησης και καταδίωξης της Φόνισσας είναι εξαιρετικά δύσβατα και, μπορούμε να πούμε, για τον μη έμπειρο πεζοπόρο ακόμα και επικίνδυνα».
Δεν είχε άδικο ο Γιάννης Μάγκος. Μια πρώτη φυλλομέτρηση του βιβλίου μας φανέρωσε τοποθεσίες της Σκιάθου άγνωστες, δυσπρόσιτες, κρυμμένες καλά από τα μάτια του θερινού επισκέπτη. Ήταν μια Σκιάθος τόσο διαφορετική από αυτήν που ως τώρα γνωρίζαμε. Αργότερα, η προσεκτική ανάγνωση της «Φόνισσας» σε αντιστοιχία με το εμπνευσμένο φωτογραφικό υλικό που συνόδευε το κείμενο, μας αποκάλυψε το μέγεθος της προσπάθειας, την πρωτοτυπία της σύλληψης και τη δυσκολία του εγχειρήματος του Γιάννη Μάγγου. Χάρη στις πολύχρονες αναζητήσεις του και τη συστηματική ψηλάφηση» των εδαφών της Σκιάθου, πάντα σύμφωνα με τις περιγραφές του Παπαδιαμάντη, είμασταν κι εμείς τώρα σε θέση να αντιληφθούμε την περιπετειώδη την απέλπιδα προσπάθεια της Φόνισσας να ξεφύγει από τους διώκτες της μέσα από απόκρυμνα μονοπάτια, ιλιγγιώδης γκρεμούς και επικίνδυνα περάσματα.
Η μεγαλύτερη ωστόσο πρόκληση, η ιδέα που περισσότερο από κάθε άλλη μας συνάρπαζε ήταν να ζήσουμε κι εμείς σ’ ένα βαθμό τις εμπειρίες του Γιάννη Μάγγου και παράλληλα να γνωρίσουμε το αθέατο αυτό κομμάτι της Σκιαθίτικης ενδοχώρας. Δεν είχε καμία αντίρρηση ο Γιάννης να επαναλάβει μαζί μας ένα τμήμα του μεγάλου αυτού οδοιπορικού. Δεν έμενε παρά να ορίσουμε την ημερομηνία της άφιξής μας στο νησί……….
ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
Μέσα Ιουλίου, ηλιοβασίλεμα. Το μεγάλο οχηματαγωγό «Χαρούλα» ανακόπτει την ταχύτητά του και δένει στην μεγάλη τσιμεντένια προβλήτα του λιμανιού της Σκιάθου, δίπλα από το Μπούρτζι.
Μας υποδέχονται ένα δάσος από κατάρτια ιστιοφόρων, μερικές δεκάδες πολυτελή σκάφη αναψυχής και ένα ετερόκλιτο πλήθος ανθρώπων που πηγαινοέρχεται ασταμάτητα στην προκυμαία.
Όση φαντασία κι αν διέθετε, ποτέ δεν θα περίμενε μια τέτοια εξέλιξη ο Μιχάλης Περάνθης, όταν σκιαγραφούσε την εικόνα που παρουσίαζε η πόλη της Σκιάθου στα μέσα του 19ου αιώνα.
«Η Σκιάθος είναι ένα νησί λησμονημένο στα κύματα που κατεβάζει τ’ αγιονορίτικο πέλαγος. Δυο ξύλινες αποβάθρες και μια σειρά χαμηλά μαγαζιά είναι η παραλία της. Ύστερα αρχίζουν τα σπίτια. Πέτρινες σκάλες ασβεστωμένες, μικρά χρωματισμένα παράθυρα, ξύλινα μπαλκονάκια με μυρωδικά. Κι άλλα μπαλκόνια πιο μέσα, άλλες προσόψεις, όλες όμοιες, όλες χρισμένες με ασβέστη, ως τα μισά του σταχτιού λόφου, που γονατίζει, λες, εκεί πίσω, για ν’ ακουμπάει στη ράχη του τα τελευταία της σπίτια η πολίχνη».
Ενάμιση αιώνα μετά η Σκιάθος διαφέρει πολύ από το λησμονημένο νησί του Περάνθη, πρέπει να ψάξεις πολύ μέσα στα τρίσβαθα του οικισμού για ν’ ανακαλύψεις τα «μικρά χρωματισμένα παράθυρα» και τα «ξύλινα μπαλκονάκια με μυρωδικά», στριμωγμένα και εξουθενωμένα ανάμεσα στα αναρίθμητα μαγαζιά, τα ουζερί, τις καφετέριες και τα μπαράκια.
Με κόπο ανοίγουμε δρόμο ανάμεσα από τροχοφόρα και ανθρώπους. Κάποιοι μπαίνουν μπροστά μας και μας σταματούν σχεδόν, επιμένουν να μας δώσουν μια κάρτα με τα ενοικιαζόμενα δωμάτιά τους και να μας πείσουν μέσα σε δευτερόλεπτα, πως τα δικά τους είναι πλεονεκτικότερα. Άλλοι δεν λαβαίνουν καν τον κόπο να εκθειάσουν τις χάρες των καταλυμάτων τους. Εκτοξεύουν απλά τις κάρτες τους μέσα από το ανοιχτό παράθυρο του αυτοκινήτου. Η Άννα τις μαζεύει μία – μία και τις κρατάει για ανάμνηση. Ύστερα τηλεφωνεί στους οικοδεσπότες μας.
– Μείνετε εκεί που είστε, λέει η Αλεξάνδρα, σύζυγος του Νίκου Ριγανά. Ανεβαίνω στο μηχανάκι και έρχομαι να σας παραλάβω.
Νομίζουμε αρχικά πως είναι μια τυπική αντιπρόσωπος του Σκανδιναβικού Βορρά. Με τα ξανθά πλούσια μαλλιά της και την, ευθυτενή κορμοστασιά δεν παραπέμπει καθόλου στον τύπο της καταπιεσμένης Σκιαθίτισσας γυναίκας και μάλιστα μάνας με τέσσερα παιδιά (!), που περιγράφει στα κείμενά του ο Παπαδιαμάντης.
– Κι όμως είμαι γνήσια Σκιαθίτισσα, λέει γελώντας η Αλεξάνδρα. Τα περισσότερα χρόνια ως την ενηλικίωσή μου τα έζησα με τους κτηνοτρόφους γονείς μου στο διπλανό βουνό, πάνω από την πόλη.
Ακολουθούμε την μηχανοκίνητη Αλεξάνδρα και σε τρία λεπτά φτάνουμε στα ενοικιαζόμενα διαμερισματάκια της οικογένειας Ριγανά. Το κατάλυμα βρίσκεται στον κεντρικό περιφερειακό δρόμο της Σκιάθου, μέσα σε μια απλόχωρη έκταση με πολλά και ωραία λουλούδια, οπωροφόρα δέντρα, φροντισμένο γκαζόν και μια τεράστια πέργκολα με παχιά σκιά, που δημιουργείται από τα πυκνά φυλλώματα υγιέστατων κληματαριών.
Μας υποδέχεται ο Νίκος Ριγανάς, πιστός συνδρομητής του περιοδικού, που δείχνει ιδιαίτερα χαρούμενος, μόλις μαθαίνει τον ακριβή λόγο επίσκεψής μας στο νησί. Το αποδεικνύει μάλιστα έμπρακτα φέρνοντάς μου έναν μεγάλο αριθμό βιβλίων, που έχουν ως θέμα τους τη Σκιάθο. Κάποια από αυτά, όπως οι τόμοι των περίφημων «Σκιαθίτικων» του καθηγητή Φραγκούλα, έχουν εξαντληθεί από καιρό και είναι ήδη δυσεύρετα.
Το μάτι μου πέφτει σ’ ένα βιβλίο μικρών διαστάσεων. Είναι το χαρακτηριστικό μικρό σχήμα των εκδόσεων του «βιβλιοπωλείου της Εστίας».
– Αυτό σκοπεύω να σου το χαρίσω, λέει ο Νίκος.
Είναι ο «Κοσμοκαλόγερος» του Μιχαήλ Περάνθη.
Τον ήξερα τον Κοσμοκαλόγερο αλλά δεν είχα αξιωθεί ποτέ να τον διαβάσω. Είναι η μυθιστορηματική βιογραφία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, δοσμένη με τρόπο εκπληκτικό από τον Περάνθη, που αποκωδικοποιεί όλη τη φιλοσοφία και τη στάση ζωής, όλο το ψυχικό μεγαλείο του έξοχου αυτού διανοητή, που παρέμεινε ταπεινός, ασκητικός και απόμακρος ως το τέλος της ζωής του. (Τις επόμενες μέρες της παραμονής μας στη Σκιάθο είχα την ευτυχία να ολοκληρώσω την ανάγνωση του Κοσμοκαλόγερου στην ίδια την πατρίδα του Παπαδιαμάντη και να αισθανθώ αυτό το ιδιαίτερο προνόμιο που βιώνει κάποιος, όταν πίνει και χαίρεται ένα εξαίσιο κρασί στον τόπο της παραγωγής του. Η Άννα από την πλευρά της όχι μόνον διάβασε αλλά μελέτησε τη Φόνισσα, ανακαλύπτοντας στο έδαφος της Σκιάθου πολλά από τα σημεία που περιέγραφε στο μυθιστόρημά του ο συγγραφέας).
Το ίδιο βράδυ συναντάμε τον Γιάννη Μάγγο σ’ ένα από τα ουζερί του λιμανιού. Όμορφη ώρα. Μετά τη ζέστη και την άπνοια του δειλινού, ξυπνάει από τον λήθαργό του ο θαλασσινός μπάτης και μας χαϊδεύει με την δροσερή πνοή του.
Καθώς πλησιάζει ο Γιάννης τον αναγνωρίζουμε αμέσως από το ανάλαφρο βάδισμα του πεζοπόρου, αθλητικό παράστημα του γυμναστή, το ζωηρό και διαυγές βλέμμα του φυσιολάτρη. Είναι ο άνθρωπος που ανέλαβε το ρηξικέλευθο αλλά και δύσκολο εγχείρημα, να κάνει ακόμη πιο παραστατικές τις περιγραφές του Παπαδιαμάντη, επενδύοντας τες με εικόνες.
Το σημαντικότερο όμως ίσως επίτευγμα του Γιάννη δεν είναι αυτή καθ’ αυτή η ολοκλήρωση του έργου του αλλά η καθολική και προθυμότατη, σ’ αυτό, συμμετοχή των μαθητών του. Δεκάδες νεαροί Σκιαθίτες και Σκιαθίτισσες οικειοθελώς τον ελεύθερο χρόνο τους, ακολουθώντας με ενθουσιασμό τα βήματα του καθηγητή τους, που κι αυτός με τη σειρά του ανίχνευσε και ακολούθησε τα βήματα του Παπαδιαμάντη και της ηρωίδας του στην μοναδική φύση της Σκιάθου. Παλιά μονοπάτια ανιχνεύθηκαν, πολλά απ’ αυτά διανοίχτηκαν και συντηρήθηκαν, εκκλησάκια ξεχασμένα και δροσερές βουνίσιες πηγές ανακαλύφθηκαν, στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος με βότανα, θάμνους και δέντρα καταγράφηκαν κορυφαία σημεία θέας επισημάνθηκαν και αποτέλεσαν τόπους χαλάρωσης, κεφιού και ανταλλαγής απόψεων ανάμεσα στον καθηγητή και τους μαθητές του. μέσα απ’ αυτές τις υγιείς δραστηριότητες οι νεαροί Σκιαθίτες γνώρισαν την κατασταλαγμένη σοφία του κορυφαίοι πνευματικού τέκνου της ιδιαίτερης πατρίδας τους και ταυτόχρονα τη σοφία της δομής του φυσικού περιβάλλοντος και την ομορφιά του τόπου τους.
– Και δεν είναι τυχαίο, που πολλά απ’ αυτά τα παιδιά ξέσπασαν σε κλάματα, όταν αντίκρυσαν την τεράστια καταστροφή από τη φωτιά του 2000 στα ονειρεμένα εκείνα πευκοδάση της Σκιάθου, που λίγο καιρό πριν στη σκιά τους ξεκουράζονταν, καταλήγει ο Γιάννης Μάγγος.
ΑΘΕΑΤΗ ΣΚΙΑΘΟΣ
Όποιος επιχειρήσει συστηματικά ν’ ασχοληθεί με τη Σκιάθο είναι τυχερός. Υπάρχει ένας ανεξάντλητος πλούτος από στοιχεία ιστορικά, γεωγραφικά, γεωφυσικά και πολιτιστικά, είτε διάσπαρτα στα πάνω από 100 διηγήματα του Παπαδιαμάντη είτε συστηματικά καταγραμμένα στο τεράστιο συγγραφικό και ερευνητικό έργο του καθηγητή Φραγκούλα. Και μόνον η επιγραμματική αναφορά στον όγκο τούτων των στοιχείων θα απαιτούσε τόμο ολόκληρο και οπωσδήποτε θα υπερακόντιζε το στόχο αυτού του άρθρου. Θα περιοριστούμε λοιπόν σε μια συντομότατη αναφορά στην γεωγραφική και γεωφυσική φυσιογνωμία της Σκιάθου, που θεωρούμε απαραίτητη για την κατανόηση του οδοιπορικού στα διάφορα σημεία του νησιού.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Φραγκούλα, η εδαφική της έκταση είναι 47 τετ. χιλιόμετρα, με μέγιστο μήκος από ανατολή προς δύση 6,5 μίλια και μέγιστο πλάτος 3,5 μίλια. Το σχήμα της είναι ακανόνιστο, περισσότερο στρογγυλό στο ανατολικό μέρος και τριγωνικό στο δυτικό. Σε απόσταση 6 περίπου μιλίων προς τα ανατολικά είναι η Σκόπελος, 2 περίπου μίλια προς τα δυτικά είναι η Σηπιάδα άκρα της Μαγνησίας, 16 μίλια προς τα νότια είναι η Εύβοια, ενώ προς τα βόρεια είναι ανοιχτή στην τρικυμισμένη θάλασσα του Θερμαϊκού κόλπου και απέχει 95 μίλια από τη Θεσσαλονίκη.
Το νησί είναι κυρίως ορεινό αλλά έχει και αρκετές πεδινές εκτάσεις. Στο ανατολικό τμήμα του νησιού βρίσκεται το οροπέδιο Καμπιά, που καταλήγει βορειοανατολικά στις απότομες ακτές Λαλάρια, Κοχύλι, Κουρούπη και Σάρες. Ηπιότερες είναι οι απολήξεις προς τα βορειοδυτικά με το μικρό οροπέδιο του Πυργί και τις ακτές του Κάστρου και του Αϊ – Σώστη.
Προς τα νοτιοανατολικά του οροπεδίου εκτείνονται λοφίσκοι και κοιλάδες, ο Αϊ – Ταξιάρχης, το Λεχούνι, η Πλατάνα, οι Βίγλες, ενώ ανατολικότερα η γύρω από τη λίμνη Κβούλι πεδιάδα από το Ξάνεμο ως την Αμμουδιά. Προς νότο αρχίζει η μεγάλη λοφοσειρά από τον Αραδιά και τον Άγιο Κωνσταντίνο, που χαμηλώνοντας φτάνει στο Καλαμάνη.
Το δυτικό τμήμα του νησιού παρουσιάζει εναλασσόμενες λοφοσειρές, όπως Ζορμπάδες, Τραχαμόμαντρα, Στήλες, Καμαρόραχη, καθώς και τις μικρές κοιλάδες και πεδιάδες του Πλατανιά της Στροφυλιάς και του Ασέληνου.
Το υψηλότερο σημείο του νησιού, με υψόμετρο 433 μέτρα, είναι η βραχώδης κορυφή Καραφιλτζανάκα, στο βόρειο τμήμα του νησιού, πάνω από το οροπέδιο Καμπιά. Άλλα βουνά είναι ο Στιβωτός και η Μολόχα στο βόρειο τμήμα, οι Κουνίστρες και ο Ανάργυρος στο δυτικό και τα βουνά Καταβόθρα, Αραδιάς, Αγίου Αντωνίου και Αγ. Κωνσταντίνου στο κέντρο. Όπως σημειώνει ο Φραγκούλας, «τα περισσότερα βουνώδη μέρη του νησιού σκεπάζονται με μεγαλοπρεπή δάση από χαλέπιο πεύκη και αγριοπεύκη, που έδιναν άλλοτε την ναυπηγήσιμη ξυλεία, καθώς και από βελανιδιές που στη Σκιάθο τις ονομάζουν «αργιούς», από σφεντάμια, φτελιές και άλλα χαμόδεντρα, όπως θλίκια, κουμαριές, πουρνάρια, πυξάρια, ρείκια, σπάρτα, σχίνια. Στην περιοχή του Στρουφλιά υπάρχει το περίφημο δάσος με τις κουκουναριές, πλατάνια δε και καρυδιές στις δασώδεις και σκιερές χαράδρες με αναβλύζουσες πηγές, σχηματίζουν θελκτικά άλση. Και ένα πλήθος από εδώδεις και άλλους θάμνους σκεπάζουν το χώμα του νησιού, όπως θρούμποι, μέντα, ρίγανη, φλισκούνι, φασκόμηλο, αγράμπελη, λυγαριές μυρτιές και φτέρες».
Στα πεδινά και ημιορεινά σημεία το νησί είναι κατάφυτο από ελιές.
Ρέματα και πηγαία νερά, που κρατούν νερό όλο το χρόνο, υπάρχουν άφθονα στη Σκιάθο και γι’ αυτό κάποτε λειτουργούσαν και νερόμυλοι. Τέτοια ρέματα είναι του Ντομάν στην περιφέρεια του Κάστρου, της Κεχριάς, της Αγαλλιανούς, του Λεχονιού, της Μαμούς, του Αχειλά, καθώς και η βρύση του Αϊ – Λια, το Κρύο Πηγάδι και το νερό του Αραδιά που είναι «το μόνον ύδωρ υπό έποψιν εξαιρετικής ποιότητας στην νήσον», όπως αναφέρει ο Γιώργος Αποστολίδης στην ιστορία του.
Υπάρχουν και δύο λίμνες, που είναι γνωστές ως αλυκές. Η μια βρίσκεται στη θέση Αγ. Γεώργιος στο Κβούλι, με έκταση 120 στρέμματα και η άλλη στο Στρουφλιά (Στροφυλιά). Κάποτε και στις δύο ψαρύονταν κέφαλοι και χέλια και ήταν φημισμένο το αυγοτάραχο που έβγαινε από τις «μπάφες» (είδος κέφαλου) στην αλυκή του Αγ. Γεωργίου.
Στο δυτικότερο σημείο του νησιού περιώνυμη είναι η ακτή «Κουκουναριές», που κατά τον Φραγκούλα είναι «μια θάλασσα με φωτεινούς σαπφείρους και με χρυσή αμμουδιά, από τις ομορφότερες αμμουδιές του κόσμου, που λαμπυρίζει παράξενα από τις μικρές – μικρές γυαλιστερές φαλίδες που έχει μέσα της». Και συμπεραίνει ο Φραγκούλας, πως τα κεφαλόπουλα που αλιεύονταν κάποτε στην Αλυκή του Στρουφλιά, ήταν οπωσδήποτε τα ονομαστά ψάρια της Σκιάθου με την ονομασία «κεστρείς», περιζήτητα στα τραπέζια των αρχαίων, όπως αναφέρει στους «Δειπνοσοφιστές» του ο Αθήναιος.
Η ακτογραμμή της Σκιάθου έχει μήκος 44 χιλιόμετρα και παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον με τους αναρίθμητους κολπίσκους και όρμους, τα ακρωτήρια και τους κάβους, τις χερσονήσους και τις θαλασσοσπηλιές, καθώς και τα πάμπολλα, μικρά και μεγάλα, ακατοίκητα νησάκια. Στο Ανατολικό- Νοτιοανατολικό τμήμα διαγράφεται ο ευρύτερος κόλπος του νησιού, με το μεγάλο λιμάνι της Σκιάθου, που προστατεύεται από όλους τους ανέμους, εκτός από τους νοτιάδες. Το λιμάνι αυτό είναι γνωστό από την αρχαιότητα αφού, όπως αναφέρει ο Δημοσθένης, χρησιμοποιήθηκε από τους Αθηναίους ως ναύσταθμος στις επιχειρήσεις εναντίον του Φιλίππου ΄Β της Μακεδονίας. Στα χρόνια που ακολούθησαν, στάθμευσαν στο λιμάνι αυτό ρωμαϊκές τριήρεις, βυζαντινοί δρόμωνες, ενετικές γαλέρες, τουρκικά πολεμικά, ο καταδρομικός στολίσκος του Νικοτσάρα και Γιάννη Στάθα, καθώς και γολέττες, μπρίκια και μίστικα στα χρόνια του Αγώνα του ’21.
Οι πιο ιστορικές χερσόνησοι του νησιού είναι το «Κάστρο», στο άκρο της βόρειας πλευράς, γιγαντιαίος βράχος, φυτρωμένος εκεί παρά το πέλαγος, προεκβολή της γης προς τον πόντον», καθώς και το «χελονοειδές και πετροκόρυφον» Μπούρτζι. Στα χρόνια της Ενετικής κατοχής ήταν και οι δύο περιτειχισμένες, ενώ πάνω στην πρώτη έζησε η μεσαιωνική πόλη Σκιάθος.
Από τα πιο θεαματικά νησάκια της Σκιάθου είναι τα Καστρονήσια, ακριβώς έξω από την χερσόνησο του Κάστρου. Για τα νησάκια αυτά γράφει ο Παπαδιαμάντης ότι είναι γνωστά «για τα πολύτιμα αγριολάχανα τα καστρινά, που δεν αγοράζονται αντί οσουδήποτε ποσού χρημάτων, μόνον πληρώνονται, ή με αγάπην και φιλίαν ή ενίοτε με κέρασμα». Πάντα κατά τον Παπαδιαμάντη, τα νησάκια είναι γνωστά και «για τα θαυμασιώτερα πετροκάβουρα και παγούρια του κόσμου, με τα ερυθρά προέρχοντα ως κλαδωτά αυγά των, μεγάλα εύχημα την γεύσιν».
Αυτό λοιπόν το υπέροχο νησί, που κάθε σχεδόν σημείο της γης του αποπνέει την αύρα της μοναδικής πένας του Παπαδιαμάντη, ξεκινάμε ν’ ανακαλύψουμε, με την πολύτιμη συντροφιά του Γιάννη Μάγγου αρχικά και της οικογένειας Ρηγανά αργότερα. Πιστεύω, πως θα ήταν πολύ κουραστικό ν’ αναφερθώ με λεπτομέρειες στις χιλιομετρικές αποστάσεις, διασταυρώσεις, προσανατολισμούς και κατευθύνσεισχ δασικούς δρόμους κύριους και δευτερεύοντες, ρεματιές, μονοπάτια, κολπίσκους και αναρίθμητα ξωκκλήσια. Δεν θα μπορούσα όμως να παραλείψω κάποιες εμπειρίες μας από την «αθέατη» Σκιάθο και τους «κρυφούς» ανθρώπους της, που ζουν και υπάρχουν έξω από το βεληνεκές των τουριστικών αναφορών.
Ένας τέτοιος τόπος που αρχικά με εντυπωσίασε είναι η περιοχή της Κεχριάς, στο ΒΔ άκρο του νησιού. Είναι μια μεγαλόπρεπη κοιλάδα με παρθένα βλάστηση, που στο νότιο τμήμα της οριοθετείται από τις κατάφυτες πλαγιές του Αραδιά. Από το καλό δασικό οδικό δίκτυο αυτής της περιοχής ξεκινάει μια παράκαμψη, που μετά από 1,1 χλμ. εξαιρετικά δύσβατου και κατηφορικού δρόμου, καταλήγει στη Μονή της Κεχριάς. Το μοναστήρι με τις λιτές του εγκαταστάσεις έχει από χρόνια εγκαταληφθεί. Το πευκόφυτο περιβάλλον της μονής είναι μαγευτικό, με θέα εκπληκτική στη θάλασσα και στις πλαγιές του Αραδιά, τόπος ιδανικός για ξεκούραση και περισυλλογή. Το σκηνικό της φύσης συμπληρώνουν τεράστια κυπαρίσσια, άριες, πουρνάρια, σχίνοι και κάποια ελαιόδεντρα, όλα υγιέστατα, αφού η φωτιά και άγγιξε αυτή την περιοχή.
Το Καθολικό της Μονής είναι υπέροχο, με τρούλο πλακοσκέπαστο, εξωτερικούς τοίχους βαμμένους μ’ έναν ασυνήθιστο αλλά εντυπωσιακό συνδυασμό ροζ και γαλάζιου χρώματος, ενώ σε διάφορα σημεία είναι εντοιχισμένα πολύχρωμα διακοσμητικά πιάτα από τους μαστόρους. Οι εσωτερικές επιφάνειες των τοίχων είναι κατάγραφες με τοιχογραφίες εξαιρετικής τέχνης, ενώ αξιοσημείωτο είναι και το ξυλόγλυπτο τέμπλο από ξύλο καρυδιάς. Δεξιά της εισόδου του Καθολικού μια βρυσούλα με δροσερό νερό μας ξεδιψάει από τη ζέστη του δυνατού απογευματινού ήλιου.
Ένα ασίγαστο ρέμα με κρυστάλλινο νερό διασχίζει τη Χαράδρα της Κεχριάς. Πιστός σύντροφος δίπλα του, σ’ όλο του το μήκος, είν’ ένα παραδεισένιο μονοπάτι, που καταλήγει ως τη θάλασσα, στον ονομαστό για την γραφικότητά του ομώνυμο ορμίσκο. Μισοκρυμμένα από τη βλάστηση σ’ όλη αυτή τη διαδρομή διακρίνονται που και που τα ερείπια παλιών αγροτόσπιτων και νερόμυλων.
Σ’ αυτόν όμως το μαγικό τόπο, που δεν ξέρεις τι να πρωτοθαυμάσεις, κρύβεται ακόμη μία έκπληξη, μόλις μερικές εκατοντάδες μέτρα από τη θάλασσα. Είναι το «ερημητήριο» του Σταύρου Τσιμπλιαράκη, λίγο πιο πάνω από το ρέμα, κυριολεκτικά εξαφανισμένο μέσα στα δέντρα που γέννησε η Φύση κει μέσα στα οπωροφόρα που φύτεψε ο Σταύρος. Λιθογλύπτης, ξυλογλύπτης, κατασκευαστής τζακιών και βρυσών, βαθύς γνώστης των ιστορικών και πολιτιστικών στοιχείων της Σκιάθου, ο Σταύρος είναι μια πολυσχιδή προσωπικότητα, που περνάει μεγάλο μέρος του ελεύθερου χρόνου του στη φύση. Είναι εξαιρετικά ευχάριστη έκπληξη να τον ακούμε να μας λέει, πως εδώ και χρόνια είναι φίλος και αναγνώστης του περιοδικού μας. Στο αυτοσχέδιο αναπαυτικό ξύλινο παγκάκι μας προσφέρει καφέ και έναν θαυμάσιο φυσικό χυμό σε χρώμα ρουμπινί, που έχει παρασκευάσει από τα τζάνερα των δέντρων του. Μας χαρίζει ένα αρωματικό χόρτο, το «μελισσόχορτο», ιδανικό φάρμακο για στομαχικές διαταραχές. Τον αποχαιρετάμε με την βεβαιότητα, ότι δεν είναι η τελευταία φορά που συναντιόμαστε.
Ακολουθούμε βέβαια της Κεχριάς το καλό χωμάτινο οδικό δίκτυο, που μετά από λίγο περνάει από το ωραίο πετρόχτιστο εκκλησάκι της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας. Το περιβάλλον είναι ονειρεμένο, δύσκολα οι ακτίνες του ήλιου διαπερνούν τα πυκνά φυλλώματα από τις τεράστιες άριες και τα σφενδάμια. Είναι ο τόπος που συνήθιζε να έρχεται ο Παπαδιαμάντης, όταν έγραφε την «Φαρμακολύτρα». Η έκπληξη όμως έρχεται μερικά μέτρα δίπλα από το εκκλησάκι. Είναι τα ερείπια μιας αρχαίας «φρυκτωρίας», ενός σηματοφορικού σταθμού δηλαδή, που με τους υπόλοιπους τρεις ανήκε στο σύστημα φρυκτωριών της Σκιάθου. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, από αυτούς τους σταθμούς ειδοποιήθηκαν το 480 π. Χ «δια πυρσών» οι Έλληνες που βρίσκονταν στο Αρτεμίσιο της Εύβοιας για την έξοδο του Περσικού στόλου από τη Θεσσαλονίκη.
Από την ύπαρξη του αρχαίου αυτού πύργου η τοποθεσία ονομάζεται «Πυργί».
Συνεχίζουμε για λίγο ακόμα τον χωματόδρομο που μετά από ενάμιση περίπου χιλιόμετρο καταλήγει στο βορειοδυτικότερο άκρο της Σκιάθου, στο ακρωτήρι του Αγίου Σώζοντα. Με ένα καλογραμμένο μονοπάτι μέσα σε ελαιώνα φτάνουμε σε 4 μόλις λεπτά στην κορυφή του λόφου. Εδώ δεσπόζει ο «Άγιος Σώζων», το γραφικό εκκλησάκι, που σύμφωνα με εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα, ανακαινίσθηκε το 1911 στη μνήμη του ερειπωμένου ναίσκου, που βρίσκεται στο μικρό νησάκι δίπλα στην ακτή, ακριβώς κάτω από το λόφο.
Βρισκόμαστε σ’ ένα από τα θεαματικότερα σημεία του νησιού. Από το υψόμετρο των του λόφου αποθαυμάζουμε χαμηλά τις απόκρημνες ακτές με το πέρασμα της Φόνισσας, ενώ στα ΒΑ προβάλλει ο βράχινος όγκος του ακρωτηρίου με το Κάστρο. Σ’ όλο τον δυτικό ορίζοντα κυριαρχούν οι πηλιορείτικες ακτές και στα ΝΔ απλώνονται με μεγαλοπρέπεια οι θαυμάσιοι όρμοι της «Ελιάς» και του «Μεγάλου Ασέληνου».
Συνεχίζουμε προς τα βόρεια, περνώντας από την τοποθεσία «Μποστάνι», γνωστή από την Φόνισσα. Είναι μια πορεία μέσα από δύσκολους λαβυρινθώδεις χωματόδρομους, που μας αποζημιώνει όμως με τις εντυπωσιακές εικόνες από το απόκρημνο ακρωτήριο του Κάστρου. Συχνά εμφανίζονται μπροστά μας νεοσσοί φασιανοί, που δεν δείχνουν να ενοχλούνται ιδιαίτερα από την παρουσία μας.
Σ’ ένα σημείο της διαδρομής ο Γιάννης μου ζητάει ν’ ακολουθήσω μια παράκαμψη στ’ αριστερά. Η απορία μας δεν κρατάει για πολύ. Σε τρία λεπτά ο δύσκολος χωματόδρομος τερματίζει μπροστά στο εξωκκλήσι του Αγίου Παντελεήμονα, στην άκρη ενός γκρεμού. Ολόγυρα ένας θαυμάσιος ελαιώνας και δίπλα μια περιποιημένη αγροτική κατοικία.
– Εδώ είναι το απόλυτο ησυχαστήριο της οικογένειας Ρηγανά, μας λέει ο Γίάννης.
Είν’ ένας τόπος απόκρυφος, που συνδέεται χαμηλά με την εκτεταμένη ακτή μ’ ένα πολύ απότομο μονοπάτι. Η θέα είναι εκπληκτική και γίνεται ακόμη συγκλονιστικότερη, όταν αντικρύζουμε στα Δ-ΝΔ, κάτω από το ακρωτήρι του Αγίου Σώζοντα, τον φοβερό γκρεμό με το πέρασμα, όπου πνίγηκε η ηρωίδα του Παπαδιαμάντη.
– Σ’ αυτό τον τόπο, που το χειμώνα θα λυσσομανούν τα στοιχεία της φύσης, θα ήθελα να ζήσω μερικές μέρες πλήρους απομόνωσης, λέω στην Άννα.
(Το ίδιο βράδυ ο Νίκος Ρηγανάς με προέτρεψε με ενθουσιασμό να μη διστάσω αν το κάνω).
Οι εκπλήξεις όμως σ’ αυτό το αθέατο σημείο της Σκιάθου δεν έχουν τελειώσει. Επιστρέφουμε από τον Άγιο Παντελεήμονα και συνεχίζουμε για λίγο ακόμη κατά μήκος της ακτής. Μετά από μια εξαιρετικά δύσβατη διαδρομή, προσβάσιμη μόνον σε υψηλά αυτοκίνητα, καταλήγουμε στο εξωκκλήσι της Παναγίας της Γλυκοφιλούσας, στο χείλος του γκρεμού. Κάθε απόπειρα περιγραφής θα αδικούσε το μεγαλείο του τοπίου που μας περιβάλλει. Σιωπηλοί στρέφουμε τα μάτια μας άλλοτε στις κακοτράχαλες απολήξεις του ακρωτηρίου του Κάστρου ως τη θάλασσα, άλλοτε στις φοβερές ορθοπλαγιές και σάρες πάνω από το εκκλησάκι, ενώ αργότερα ημερεύει η ματιά με τον απέραντο ελαιώνα που αγκαλιάζει ειρηνικά τα απόκρημνα εδάφη του βορειότερου αυτού τμήματος της Σκιάθου.
– Σ’ αυτά τα εχθρικά κομμάτια της Σκιαθίτικης γης παίρνετε μια ιδέα από την αγωνιώδη προσπάθεια της Φόνισσας να ξεφύγει από τους διώκτες της, λέει ο Γιάννης. Είναι τόποι απόλυτα γνωστοί στον ίδιο τον Παπαδιαμάντη.
Με τη συντροφιά του Νίκου, της Αλεξάνδρας και των δύο μικρότερων τους ολοκληρώνουμε την εξερεύνηση του βόρειου τμήματος της Σκιάθου. Μετά τη διασταύρωση της Αγίας Αναστασίας στο Πυργί παίρνουμε κατεύθυνση βόρεια προς το Κάστρο. Σε κάποιο σημείο της διαδρομής παύει να υπάρχει γύρω μας το ανοιχτό τοπίο των ελαιώνων. Κινούμαστε ξαφνικά κάτω από τη σκιά μας αναπάντεχης φυσικής αψίδας, που δημιουργούν μ’ ένα απίστευτο σφιχταγκάλιασμα τα κλαδιά και τα πυκνά φυλλώματα από τεράστιες άριες. Αμέσως μετά φτάνουμε στην «Παναγία Καρδάση», ένα εξωκκλήσι που επισκευάσθηκε το 1899 και βρίσκεται χτισμένο πάνω από ένα ρέμα, μέσα σ’ ένα εξαίσιο φυσικό περιβάλλον.
Το πιο παράξενο πράγμα στο εξωκκλησάκι είναι το καμπαναριό του, που είναι ένα σιδερένιο άλμπουρο πλοίου, με τη θέση παρατήρησης στο άνω τμήμα και στην κορυφή του το Σταυρό.
Κάτω ακριβώς από την Παναγία Καρδάση αρχίζει ένα ευδιάκριτο μονοπάτι, που διασχίζει το ρέμα και περνάει στην απέναντι πλαγιά. Μέσα στο πευκόδασος η διαδρομή είναι υπέροχη, παντού ο τόπος ευωδιάζει από τη ρίγανη. Μετά από ένα 10λεπτο ήρεμης πορείας βρισκόμαστε μπροστά στο παλιό εξωκκλήσι της «Παναγίας Ντόμου», ένα από τα πιο αθέατα εκκλησάκια του νησιού. Ξεδιψάμε με το δροσερό βουνίσιο νερό και ξεκουραζόμαστε για λίγο στον υποβλητικό χώρο με την εκπληκτική παρθένα βλάστηση. Ύστερα, γοητευμένοι από αυτό τον ωραίο περίπατο, επιστρέφουμε στην Παναγία Καρδάση.
Μετά από λίγο το οδικό δίκτυο στο βορειότερο τμήμα του νησιού φτάνει στο τέλος του. Αφήνουμε τα αυτοκίνητα στον χώρο κάτω από την εκκλησία του «Αγίου Ιωάννη του Αποκεφαλισθέντα» και περιδιαβαίνουμε για λίγο τον εξαιρετικά περιποιημένο αύλειο χώρο της εκκλησίας, με τον λαχανόκηπο, τα οπωροφόρα και τα αιωνόβια πεύκα. Εδώ υπάρχει δροσερό νερό, καθώς και το μνημείο που στήθηκε στη μνήμη των τεσσάρων Σκιαθιτών, που βρήκαν τραγικό θάνατο από κεραυνό το 1929.
Λιγότερο από ένα τέταρτο διαρκεί η πορεία μας ως το Κάστρο. Και είναι ένας διαρκής θαυμασμός προς το άγριο μεγαλείο της Φύσης, σ’ όλες αυτές τις άγριες πλαγιές που κατακρημνίζονται ως τη θάλασσα και αποτέλεσαν τμήμα της δραματικής πορείας της Φόνισσας. Με επίκεντρο το Κάστρο διαδραματίζονται εννιά από τα ωραιότερα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, που συγκέντρωσε σε μια εξαιρετική έκδοση η «Αναπτυξιακή Δ.Ε» του Δήμου Σκιάθου.
Βρισκόμαστε ήδη μπροστά στην Πύλη του Κάστρου, που κατά τον Παπαδιαμάντη είναι «ένας γιγαντιαίος βράχος, φυτρωμένος εκεί παρά το πέλαγος, προεκβολή της γης προς τον πόντον, ως να έδειχνεν η ξηρά τον γρόνθον εις την θάλασσαν και να την προκαλεί, φοβερός, μονοκόματος γρανίτης αλίκτυπος, όπουη γλαύκες και γλάροι ήριζον περί κατοχής».
Πάντα κατά τον Παπαδιαμάντη, «η εξοχωτέρα των εκδρομών ήτο εις το Κάστρο, την παλαιάν πόλιν της νήσου, ερημωθείσαν μετά το 1821. Το Κάστρο τούτο ήτο αληθής φωλεά γλάρου, βράχος εξέχων υπέρ τας εκατόν οργυιάς υπεράνω της επιφανείας της θαλάσσης και δια στενού λαιμού συνδεόμενος με την ξηράν, μεθ’ ως συγκοινωνεί δια κινητής ξυλίνης γεφύρας».
Περιδιαβαίνουμε σιωπηλοί τα χορταριασμένα στενορρύμια ανάμεσα στα χαλάσματα από τις ταπεινές ξερολιθιές και στα ερείπια που απόμειναν από τα 30 κάποτε εκκλησάκια της ολοζώντανης πολιτείας. Ανάμεσά τους διακρίνουμε τα υπολλείματα της Παναγίας της «Πρέκλας» και της Παναγίας της «Μεγαλομάτας», που τόσο συχνά αναφέρει, μαζί με τόσες άλλες εκκλησίες που δεν υπάρχουν πια, στα διηγήματά του ο Παπαδιαμάντης. Έχω την αίσθηση, ότι σε κάθε βήμα μου με ακολουθεί η γεμάτη ευλάβεια αύρα του ασκητικού αυτού ανθρώπου και ότι κάποιοι πρωταγωνιστές των διηγημάτων του με κρυφοκοιτάζουν πίσω από τα χαλάσματα.
Καταλήγουμε στην κορυφή του Κάστρου, την ώρα που ο ήλιος χαμηλώνει πίσω από τις ακτές της Σηπιάδας. Ένας δυνατός γραίγος ταράζει τη θάλασσα γύρω από τα Καστρονήσια και κάτω στην ακτή. Και σκέφτομαι, πως αντί για τις όποιες εντυπώσεις μου, θάταν πιο ταιριαστό να ονειροπολήσουμε για λίγο μέσα από την αυθεντική γραφή και τις εμπειρίες του μεγάλου Σκιαθίτη πεζογράφου.
«Το μέρος εκείνο ήτο μία των αγριοτέρων τοποθεσιών, όσαι απαντώνται εις τα εύκρατα κλίματα και τους μειδιώσας ημών παραλίας. Το παλαιόν Κάστρο ήτο κατά την βορειοτάτην εσχατιάν, εις άβατον και απρόσιτον μέρος και δύο επιπροσθούντα αυτού νησίδια, βράχοι επίσης χθαμαλώτεροι του πρώτου, ουδόλως ίσχνον να το σκεπάσουν από του ανέμου. Επί των νησιδίων εκείνων, ουδέ δράκα χώματος εχόντων, εφύετο παραδόξως είδος αγρίας κράμβης, υπόπικρον αλλ’ ευχυμότατον έδεσμα και πολλοί πολλάνης εκινδύνευαν την ζωήν των αγωνιζόμενοι να το συλλέξωσιν επί του απορρώγος (απόκρημνου) βράχου. Τόσον κραταιός έπνεεν ο βορράς εις το μέρος εκείνο, ώστε τα δέντρα μαστιζόμενα εκάμπτοντο και καθίσταντο ραχιτικά υπό την πνοήν του, μόνον δε τίνες ερπυστικοί θάμνοι, προσφυόμενοι εις τας πτυχάς του εδάφους, εύρισκον οικτρόν άσυλον.
Εκείνο, όπερ δυσκολευόμενος να νοήσει σήμερον ο επισκέπτης, ίσταται απορών, είναι πως κατωρθώνουν άνθρωποι να ζώσιν εκεί του ανύδρου και αξένου εκείνου βράχου, αλλ’ η συνελαύνουσα και προσβιάζουσα αυτούς ήτο προδήλως η ανάγκη. Ο φόβος των Αλγερίνων, των Βενετών και των Τούρκων τους συνεπίεζε και τους εστοίβαζεν επί της φύσης απορθήτου εκείνης κόγχης.
Εντός λοιπόν και πέριξ του παλαιού εκείνου φρουρίου εσώζοντο εισέτι, ότι ήμων παιδίου, περί τα τριάκοντα περεκκλήσια, λείψανα ευοεβούς παρελθούσης εποχής· τα κλείστα τούτων ήσαν ερείπια, αλλά με τους τέσσαρας τοίχους ορθούς και άλλα σεσυλημένα τα ιερά και τας εικόνας, ολίγα μόνον ελειτουργούντο ακόμη.
Τούτων τίνα υψούντο γραφικώς επί υπερήφανων βράχων και επί σκοπέλων παρά τον αιγιαλόν, χρυσιζόμενα το θέρος υπό απλέτου φωτός, βρεχόμενα τον χειμώνα υπό των κυμάτων, άτινα μαινόμενος βορράς ετάραττε και ανετίναζεν, οργώνων ανενδότως το πέλαγος εκείνο, σπείρων εις τους αιγιαλούς ναυάγια και συντρίμματα, αλέθων
Τους γρανίτας εις άμμου, ζυμώνων την άμμονέις βράχους και σταλακτίτας, εκλικμίζων τον αφρόν εις ακτινωτούς ραντισμούς.
Βαθύς και ατέρμων εξετείνετο ο ορίζων, ευρεία και αχανώς ηπλούτο η θάλασσα. Εκείθεν η δύνατό τις ν’ απολαύση πράγματι το αίσθημα του υψηλού, οίον μόνος ο εν ασφαλεία θεατής από του ύψους της απορρώγος ακτής δύναται να εκτιμήση».
Η ΚΡΥΦΗ ΓΟΗΤΕΙΑ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Συνεχίζουμε τις περιπλανήσεις μας στο κέντρο-δυτικό τμήμα του νησιού, ανηφορίζοντας πάνω από την «Μεγάλη Άμμο». Το χωμάτινο οδικό δίκτυο είναι καλό και πολύ γρήγορα μας οδηγεί σε πευκόφυτα οροπέδια και πλαγιές. Η εικόνα όμως που αντικρύζουμε είναι οδυνηρή. Από παντού μας περιζώνουν τα φοβερά ίχνη της φωτιάς του 1990 και , μια δεκαετία μετά, της φωτιάς του 2000. Αναρίθμητα πεύκα, και ανάμεσά τους πολλά αιωνόβια, στέκουν ακόμη όρθια στη γη, είναι όμως όλα μαυρισμένα ανεξίτηλα από τη φωτιά και χωρίς ίχνος ζωής. Το μόνο που τους απομένει πια είναι το τσεκούρι του ξυλοκόπου ή η αργή διαδικασία της φυσικής τους εξόντωσης. Η μοναδική νότα αισιοδοξίας μέσα σ’ όλη αυτή την τραγική εικόνα είναι η ενεργοποίηση των μηχανισμών της φυσικής αναγέννησης με την καταπράσινη και αδιαπέραστη ζούγκλα από κουμαριές και ρείκια, που έχει καλύψει το έδαφος ανάμεσα στα θλιβερά απομεινάρια του θαλερού άλλοτε πευκοδάσους.
– Το εκκλησάκια που βλέπετε απέναντί μας είναι ο Αϊ-Γιάννης ο Κρυφός των Πασχαλαίων, μας λέει ο Γιάννης. Κάποτε ήταν αθέατος πίσω από τα πεύκα, γι’ αυτό και ονομάστηκε κρυφός. Σήμερα είναι ορατός από μεγάλη απόσταση. Το ίδιο το εκκλησάκι όμως σώθηκε ως εκ θαύματος, ανα και από παντού το έζωναν οι φλόγες.
Δύο περίπου χιλιόμετρα μετά τον Αϊ-Γιάννη φτάνουμε σ’ έναν τόπο που τον σεβάστηκαν οι φλόγες. Μας λέει ο Παπαδιαμάντης, ότι «εκεί ασπρίζει ακόμη το παλαιόν έρημο μοναστηράκι της Παναγίας, προκύπτον μέσα από βαθείαν χλόην, ανάμεσα εις τας πίτυς και τας καστανέας, ολίγον υψηλότερα από την ωραίαν θαλασσίαν αγκάλην του Ασέληνου».
Είναι το μοναστηράκι της Παναγίας της Κουνίστρας, που είναι το κλέος του νησιού, γιατί εδώ περί το 1695 βρέθηκε από τον Σκιαθίτη ασκητή Συμεών η ιερή εικόνα της Παναγίας της Κουνίστρας, της Πολιούχου του νησιού. Το 1724 ο ναός ανακαινίσθηκε από τον ηγούμενο Δαμασκηνό και το ερημητήριο του γέροντα Συμεών ανυψώθηκε σε μοναστήρι που αργότερα, το 1806, έγινε σταυροπηγιακό. Το μοναστήρι αποτέλεσε κάποτε γυναικείο ησυχαστήριο, ενώ εδώ λειτούργησε και το πρώτο σχολείο της Σκιάθου στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Σήμερα είναι έρημο, βρίσκεται όμως κάτω από τις συνεχείς φροντίδες της αγαθής κυρά-Αργυρώς, που τώρα έχει ένα καφεδάκι, ένα κρύο νερό κι έναν καλό λόγο για τους πολυάριθμους επισκέπτες της.
Αμέσως μετά τη Μονή ξαναρχίζει ο καλός χωματόδρομος, που μέσα από εκπληκτικό και ανέπαφο από τη φωτιά πευκοδάσος μας μεταφέρει στις ΒΔ ακτές του νησιού στις περίφημες παραλίες του Μεγάλου και Μικρού Ασέληνου. Το αγνάντεμα των δύο αυτών έξοχων αμμουδιών από ψηλά είναι αληθινή ευτυχία για την όραση.
Να όμως και άλλη μια ανέλπιστη έκπληξη, που μας επιφυλάσσει η μαγική αυτή φύση της Σκιάθου. Καθώς κατηφορίζει ο δρόμος, κάτι ασπρίζει στην αντικρινή πλαγιά, ανάμεσα στο αδιαπέραστο πράσινο των πεύκων.
– Αυτό είναι το μοναδικό σημείο, απ’ όπου είναι ορατό ένα μικρό τμήμα από τον δεύτερο Αϊ-Γιάννη τον Κρυφό, με την ονομασία «του Παρθένη», μας εξηγεί ο Γιάννης. Πλάϊ στο δρόμο διακρίνεται μια ξύλινη πινακιδούλα κι ένα περιποιημένο ανηφορικό μονοπάτι, με ξύλινα σκαλοπάτια, καλά στερεωμένα μες το χώμα. Παρά τον απότομο ανήφορο, σ’ ένα πεντάλεπτο βρισκόμαστε μπροστά στο εκκλησάκι, σε υψόμετρο 90 μέτρων.
Το φυσικό περιβάλλον είναι υπέροχο, με πυκνά υγιέστατα πεύκα, άριες, κουμαριές και άφθονη ρίγανη εξαιρετικής ποιότητας. Στα Β-ΒΔ το βλέμμα ταξιδεύει μακρυά στον θαλάσσιο ορίζοντα και στις πηλιορείτικες ακτές.
Το δάπεδο της εκκλησίας είναι παμπάλαιο, αυθεντικό και πλακόστρωτο, στον νότιο τοίχο σώζονται κάποιες ωραίες τοιχογραφίες, ενώ οι υπόλοιποι τοίχοι είναι ασβεστωμένοι. Κάτω ακριβώς από το εκκλησάκι ρέει ασταμάτητα παγωμένο νερό από μια βρύση που αφιερώθηκε το 1935 στη μνήμη του άλλου μεγάλου σκιαθίτη πεζογράφου, του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη. Είναι ίσως ένα από τα ωραιότερα βουνίσια νερά, που έχουμε ως τώρα δοκιμάσει.
ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ
ΤΟΥ ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΥ ΝΗΣΙΟΥ
Η Μονή της Ευαγγελίστριας δεν ανήκει στις αθέατες γωνιές της Σκιάθου, αντίθετα αποτελεί έναν από τους πιο φημισμένους τόπους συρροής των επισκεπτών του νησιού, Ελλήνων και ξένων.
Κατά την περιγραφή του Παπαδιαμάντη βρίσκεται «εν μέσω βαθείας χαράδρας αθέατος μεταξύ των βράχων, ολίγων υψηλότερα του διαρρέοντος του πετρώδη αύλακα χειμάρρου, κάτω από την υψηλόκρημνον κορυφήν της Καραφιλτζανάκας, παρακάτω από την μυστηριώδη βρύσιν του Κανάνη, εις την κορυφήν του ρέματος του Λεχουνιού προς την θάλασσαν».
Το μοναστήρι πρόσφερε μεγάλες υπηρεσίας στα χρόνια της ακμής του. εδώ στους τοίχους του μοναστηριού ακούσθηκε το Σεπτέμβριο του 1807 ο όρκος της Ελευθερίας των Ελλήνων οπλαρχηγών και τα χέρια του ηγουμένου Νήφωνα ευλόγησαν την πρώτη Ελληνική Σημαία με φόντο γαλανό και κατάλευκο σταυρό.
Καταπληκτικές εγκαταστάσεις, σπουδαία αναστηλωτικά έργα, μια μεγάλη γκάμα θρησκευτικών ενθυμίων αλλά και αγνών προϊόντων της Μονής, ευγενέστατος ο ηγούμενος, αλλά είναι τέτοια η κοσμοσυρροή τη μέρα της επίσκεψής μας, που μετά από λίγο σπεύδουμε να αναχωρήσουμε.
– Ας πάμε κάπου πιο ήρεμα, προτείνει ο Γιάννης.
Παίρνουμε και πάλι κατεύθυνση προς τα βόρεια, διασχίζουμε το οροπέδιο Καμπιά και σε μια διασταύρωση στρίβουμε ανατολικά. Μετά από ενάμιση σχεδόν χιλιόμετρο φτάνουμε στη Μονή του Αγίου Χαραλάμπους, στο βόρειοανατολικότερο θρησκευτικό κτίσμα του νησιού.
Σε υψόμετρο 250μ. η Μονή έχει θέα εκπληκτική, χαμηλά ανατολικά στο κακοτράχαλο Κακόρρεμα και μακρύτερα σ’ όλο τον θαλάσσιο ορίζοντα, με την Σκόπελο σ’ όλο της το μήκος και πιο πίσω ένα τμήμα της Αλοννήσου. Εδώ σύμφωνα με τον Παπαδιαμάντη «φαιδρύνεται η θλιμμένη ψυχή, άμα αναβή τις και κοιτάξη από το παράθυρον τους πελωρίους βράχους του βουνού επάνω και το πέλαγος του Βορρά, απλούμενα προς την Χαλκιδικήν και τον θεσπέσιο Άθωνα».
Στον δροσερό και σκιερό αύλειο χώρο μας υποδέχεται ο Μπάρμπα-Αντώνης που μαζί με τη γυναίκα περιποιείται το μοναστήρι. Στα 74 του χρόνια ο Μπάρμπα-Αντώνης είναι πηγή γνώσεων για τη Σκιάθο, ξέρει κάθε πηγή και κάθε μονοπάτι. Μας κερνάει καφεδάκι και συνεχίζει τη δουλειά του μαστορεύοντας ένα παλιό σαμάρι.
-Έρχεται κανένας επισκέπτης μπάρμπα-Αντώνη; Τον ρωτάει ο Γιάννης.
-Έχω τέσσερις μέρες να δω άνθρωπο εδώ.
Αθέατη Σκιάθος εν μέσω τουριστικής περιόδου με τόσες χιλιάδες επισκέπτες!
-Και τώρα ας πάμε να γνωρίσουμε ίσως το πιο θεαματικό αθέατο σημείο της Σκιάθου, λέει ο Γιάννης.