Σπάνια ένας τόπος στην Ελλάδα που στη βάση του αποτελείται από γυμνό και ξηρικό περιβάλλον έχει να παρουσιάσει τόσο πλουσιοπάροχα φυσικά και πολιτισμικά στοιχεία, όπως ο Αστακός της Ακαρνανίας. Τα ενδιαφέροντα στην ευρύτερη περιοχή του Ξηρομέρου είναι πολλά, αφού δεν προλαβαίνουμε να τα επισκεφτούμε και να χαρούμε την ομορφιά, την πρωτοτυπία και τη σύνθεσή τους. Η περιοχή του Αστακού διαθέτει ένα ιδιαίτερο ανάγλυφο και μιαν εσωτερική ποικιλία: την αγριάδα του ορεινού τοπίου αλλά και την γλυκύτητα επιθαλάσσιου μετώπου.
Σύμφωνα με τον Πλάτωνα (“Συμπόσιο” και “Σοφιστής”) τα πιο μεγάλα και πιο ωραία πράγματα στο σύμπαν είναι έργα της φύσης και της τύχης. Ο τόπος (τοπίο) αποτελεί το πραγματικό στοιχείο (καθρέφτη) του αντικείμενου κόσμου. Ο άνθρωπος (υποκείμενο ον) και τα έργα του στοιχειοθετούν τα είδωλα, τις εικόνες και τα φαντάσματα του αντικείμενου κόσμου.
Επομένως, έχουμε από τη μια τον πρωτότυπο αντικειμενικό κόσμο (το αρχέτυπο της θεϊκής δημιουργίας) κι από την άλλη, τον άνθρωπο ως μιμητή (αντιγραφέα) του έξω κόσμου.
Το περιβάλλον λοιπόν κάθε τόπου επιδρά άμεσα σε κάθε άνθρωπο που ζει σ’ αυτό, και τον διαμορφώνει. Η σχέση αυτή λοιπόν (τόπου και ανθρώπου) δημιουργεί τον πολιτισμό του.
Ο κάθε τόπος στην Ελλάδα μαρτυρά τον ιδιαίτερο πολιτισμό του, τόσο του φυσικού τοπίου όσο και του ανθρώπινου παράγοντα, που έζησε, αναπτύχθηκε, διαμορφώθηκε και διαμόρφωσε, ακόμη και τον φυσικό του χώρο, έτσι ώστε να μιλούμε σήμερα για εξαιρετικά σπουδαίους τόπους, μέτριους ή υποβαθμισμένους, ανάλογα με τη φυσική τους θέση, την αγριάδα, την ομορφιά και το ποικίλο υπόβαθρο τους. Σύμφωνα λοιπόν με αυτά τα στοιχειακά προσόντα, ένας τόπος διαμορφώνει την υπεροχή και την αυταξία του στον ελλαδικό χώρο.
Όχι ότι η Ελλάδα στερείται τόπων με πολλαπλές και ιδιάζουσες συνθετικές αλληλουχίες. Αλλά σπάνια μπορώ να πω ένας τόπος, όπως η περιοχή του Αστακού της Ακαρνανίας, με το εκ πρώτης όψεως γυμνό, ξηρικό και σχεδόν άνυδρο φυσικό περιβάλλον της, να συντίθεται από τόσα διαφορετικά κι αλληλοδιάδοχα φυσικά και πολιτισμικά στοιχεία, που αγγίζουν τόσο πλουσιοπάροχα τον γεωφυσικό, αρχαιολογικό και θρησκευτικό χάρτη, αλλά και το ανθρωπολογικό στοιχείο.
Η περιοχή του Ξηρομέρου και ειδικότερα του Αστακού, δίχως να είναι η μεγάλη φυσική, αρχαιολογική ή θρησκευτική δεξαμενή στη χώρα, διαθέτει μια μεγάλη εσωτερική ποικιλία. Οδηγεί τον αναγνώστη του παράξενου τοπίου της σε μια ξερή και δύσκολη ζώνη, που ωστόσο περιβάλλεται από ένα ιδιαίτερο φυσικό ορεινό ανάγλυφο. Του αποκαλύπτει επίσης ένα εξαιρετικά πρωτότυπο επιθαλάσσιο περιβάλλον, που το διακοσμούν 20 ακατοίκητες βραχονησίδες, οι Εχινάδες νήσοι που φράζουν το στόμιο του κολπίσκου της.
Βρεθήκαμε λοιπόν απέναντι σε μια διαδοχική συστάδα εκπλήξεων, που μας οδήγησαν στη σωρευτική αποκάλυψη μυστικών και αφανέρωτων τοπίων που δεν είναι προσιτά στο κοινό μάτι, όσο και αν είναι εξασκημένη η ταξιδιωτική εμπειρία του υποκείμενου περιηγητή και ιχνηλάτη.
Η ενάλια πόλη, το πολεοδομικό της πρόσωπο, το λιμάνι, το λιθοβούνι της Βελούτσας που σαν κρεμαστάρι απειλητικό ακροβολίζεται από πάνω της, τα νησιά που την περιβάλλουν και την προστατεύουν, τα ιστορικά πλησιοχώρια, τα μοναστήρια, οι σπηλιές, οι αρχαίοι ναοί, τα κάστρα, οι παλιοί οικισμοί, οι κυκλώπειες πύλες και οι πύργοι, είναι κάποια από τα πλούσια μνημεία που διαθέτει ατόφια ή κατάλοιπα η περίκλειστη ζώνη του Αστακού και ο στενός του περίγυρος.
Βρεθήκαμε λοιπόν στον Αστακό εκεί στα μέσα του Γενάρη, και καταλύοντας στο παραλιακό ξενοδοχείο “Στράτος” ξεκινήσαμε να αποκαλύψουμε τον τόπο και τους ανθρώπους που τον συγκροτούν.
Έχει σημασία πρώτα απ’ όλα ο άνθρωπος, διότι απ’ αυτόν εξαρτώνται και με αυτόν εξαργυρώνονται η τύχη, η περιπέτεια και η αποκάλυψη των μυστικών του τόπου σε μας τους τρίτους, που είμαστε αδαείς και απληροφόρητοι τόσο για το φυσικό όσο και για το πολιτιστικό και ιστορικό του υπόβαθρο.
Σε κάποιο από τα παραλιακά καταστήματα του Αστακού, ο υπεύθυνος που μας σέρβιρε τα νοστιμότατα μπακαλιαράκια του Ιονίου, κάθισε δίπλα μας για να μας ρωτήσει πώς κι από τα μέρη του.
Όταν έμαθε τον σκοπό της επίσκεψής μας, πρώτα μας δήλωσε πως κατάγεται από τον Παλιό Καραϊσκάκη (πρώην Δραγαμέστο) που είναι ολοκληρωτικά ένας ερειπωμένος οικισμός, κι έπειτα ρώτησε αν έχουμε ακουστά για τη σπηλιά του Κύκλωπα, το Καστρί, το μοναστήρι του Προφήτη Ηλία και τον αρχαίο Ναό του Διός. Όλα σε μια ενιαία και ομόρροπη κατεύθυνση, όπως μας είπε, βόρεια δηλαδή του Αστακού.
Επειδή θεωρήσαμε τον ανθρώπινο παράγοντα ως κινητήριο μοχλό των αποκαλύψιμων μυστικών του επιγενούς τόπου, ζητήσαμε περισσότερες πληροφορίες για όσα μας είπε κι έπειτα από λίγο οφείλω να πω, με βεβαιότητα κι εμπιστοσύνη στον άνθρωπο, ότι ο Τάκης από το Δραγαμέστο υπήρξε καταλυτικός πληροφοριοδότης, συνοδοιπόρος και σύντροφος σε ολόκληρη σχεδόν την επόμενη μέρα. Μας ακολούθησε ή μάλλον μας οδήγησε δίχως για μια στιγμή να βαρυγκομήσει ή να σκεφτεί την απώλεια της καθημερινής του ασχολίας στο μαγαζί του, καθώς μάλιστα ήταν και μέρα Σάββατο.
Χώρια που όλα όσα ζήσαμε μαζί του απαιτούσαν δύσκολη, πολύωρη και βασανιστική διείσδυση, ξετρύπωμα και περπάτημα σε δύσβατα μέρη και κακοτράχαλες ατραπούς.
Η πρώτη μας κίνηση φεύγοντας από τον Αστακό, ήταν η επίσκεψη στη “Σπηλιά του Κύκλωπα”, 1,5 χιλιόμετρο έξω από τον Αστακό.
Με μισή καρδιά ακολουθήσαμε τον οδηγό μας, καθώς μας φαινόντουσαν υπερβολές και ονειροφαντασίες οι παρατηρήσεις του για τη σπηλιά του Κύκλωπα Πολύφημου σε αυτά τα μέρη.
Με λιγότερη ακόμη διάθεση πήραμε να ανηφορίζουμε μέσα από έναν αγρό συρματοπλεγμένο, κι έναν ελαιώνα ύστερα, δίχως μονοπάτι, σήμανση και ορατό προορισμό. Από πάνω μας βέβαια ξεδίπλωνε μιαν άγρια γυμνότητα ένας πανύψηλος βράχος σε μορφή ορθοπλαγιάς, που τα ασβεστολιθικά του μελανώματα προδίκαζαν σίγουρα την ύπαρξη κοιλωμάτων και σπηλαίων.
Ο Τάκης μπροστάρης, η Άννα πίσω του και τελευταίος και καταϊδρωμένος εγώ. Αγκομαχώντας, πήραμε να διασχίζουμε αδιάφορα ελαιοκτήματα μέσα από φρακτές ιδιοκτησίες και μια ξαφνική ανηφοριά που έδειχνε ότι δεν έβγαζε πουθενά. Έβγαζε όμως. Έπρεπε να χρησιμοποιούμε χέρια για να ανοίγουμε και να κλείνουμε πόρτες, φράχτες, και πόδια για να σκαρφαλώνουμε πάνω σε πέτρες, βράχια, χλόη γλιστερή και υγρό χώμα.
Στο τέλος βγήκαμε σε ένα ανοιχτό μέτωπο, μια επίπεδη επιφάνεια, με χλόη, και προβατίνες που έβοσκαν του καλού καιρού. Στο βάθος του κοιλώματος το βλέμμα ξετρύπωσε μια τριγωνική εμπασιά με μορφή σπηλαιώδους άντρου που τράβηξε αυτόματα το θαυμαστικό μας ενδιαφέρον, για τη δομή και τη μορφολογία του.
Έπρεπε να μπούμε σε μεγάλο βάθος για να εκτιμήσουμε τη συνολική του εικόνα καθώς και την παρεπόμενη πληροφορία του σπηλαίου.
Σπήλαιο του Κύκλωπα Πολύφημου, λέει ο Τάκης.
Ύστερα από την πρώτη εντύπωση, μας πήρε από το χέρι και μας οδήγησε πίσω από την κοιλότητα του άντρου, όπου ένας ευθυτενής βράχος δημιουργούσε μιαν εσοχή κι ένα πέρασμα που το έφραζε άλλος φυτευτός βράχος.
Παρατήρησα προσεχτικά το πλαίσιο της σπηλιάς και το βράχινο συνονθύλευμά του. Η οπή, το βάθος, η απλωσιά και το μεγάλο πλαϊνό βραχολίθαρο με έβαλαν σε σκέψεις.
Δεν θα μπορούσε να αποδοθεί καλύτερα η περιγραφή του Ομήρου για την Κυκλώπεια βραχοσπηλιά.
«Καρπαλίμως εις άντρον αφικόμεθα… έντοσθεν δ’ άντρον βαλών ορυμαγδόν έθηκε… αυτάρ ό γ’ εις ευρύ σπέος ήλασε πίονα μήλα…»
Να και τα πίονα μήλα, οι καλοθρεμμένες δηλαδή προβατίνες.
Πολύ καλύτερη ασφαλώς η θέση, το φυσικό υπόβαθρο, κι η ιστορική ταυτότητα σύμφωνα με την ομηρική περιγραφή, από το άλλο σπήλαιο που θεωρείται ως το πιθανότερο άντρο του Πολυφήμου στον Ίσμαρο, έξω από τη Μάκρη της Αλεξανδρούπολης.
Επιστρέψαμε από τα ίδια, με τις αμφιβολίες και τα ερωτηματικά να χειραγωγούν και να υπερακοντίζουν τις εντυπώσεις μας, αλλά και να μας προβληματίζουν από την έλλειψη ενδιαφέροντος εκ μέρους των αρμόδιων αρχών, για την επισήμανση και δημιουργία ενός βατού μονοπατιού ως την πανέμορφη αύλεια σπηλαιότρυπα της Βελούτσας. Μάθαμε εκ των υστέρων ότι έχει μπει σε κάποιο πρόγραμμα από τον Δήμο Ξηρομέρου η αξιοποίησή του.
Επόμενος προορισμός το χωριό Καραϊσκάκης, με βόρεια κατεύθυνση. Στα 4 χιλιόμετρα και στη μέση περίπου της κοιλάδας, δυτικά από το χωριό φεύγει στενός δρομίσκος που ανηφορίζει για άλλα 4 χιλιόμετρα, με χωμάτινο και στενό οδόστρωμα, για να φτάσει στα ερείπια του Παλιού Χωριού. Εδώ ήταν το Δραγαμέστο, ένα χωριό φάντασμα, ολόκληρο εγκαταλειμμένο και σε ερειπιώδη κατάσταση, με υπέροχα όμως παλιά πέτρινα σπίτια κουφάρια πια.
Το ερειπωμένο χωριό βρίσκεται δυτικά του χωριού Καραϊσκάκης, στις υπώρειες της Βελούτσας, σε υψόμετρο 240 μέτρων. Το Δραγαμέστο εγκαταλείφθηκε το 1971, όταν οι τελευταίοι κάτοικοι, λόγω κατολισθήσεων, κατέβηκαν χαμηλότερα δημιουργώντας το σημερινό χωριό Καραϊσκάκης. Ο Οικισμός αυτός ήταν ο πρώτος οικιστικός πόλος της περιοχής στο βάθος του κόλπου, ο οποίος ονομαζόταν Σκάλωμα του Δραγαμέστου. Ήταν ένα από τα μεγαλύτερα χωριά του Ξηρομέρου. Η θάλασσα έφτανε μέχρι το βάθος της σημερινής κοιλάδας, στην οποία ήρθαν να εγκατασταθούν, με τα χρόνια, οι ορεινοί πληθυσμοί για να συμπήξουν τον Νέο Καραϊσκάκη και το Νέο Βασιλόπουλο.
Όσον αφορά την ονομασία και τους λόγους εγκατάλειψης του παλιού χωριού, η έρευνα αποκάλυψε μεγάλη αντιπαλότητα.
Η μια άποψη τάσσεται υπέρ της επανεποίκισης του παλιού χωριού, καθώς το τελευταίο βρίσκεται πράγματι σε προνομιακή θέση, σε καταπράσινη τοποθεσία κι εξαιρετικά σπουδαίο ορεινό ανάγλυφο, με ιδιαίτερα ευεργετικό μικροκλίμα και μεγάλη ιστορία, σε αντίθεση με το σημερινό χωριό που βρίσκεται στον βάλτο με την υγρασία και τα κουνούπια, που το καίει ο ήλιος λιώνοντας και τις πέτρες ακόμη.
Ως προς την ονομασία Δραγαμέστο (δράγα = κοιλάδα και μέστο = τόπος), θα χρειαζόταν ολόκληρο βιβλίο να γραφεί γι’ αυτό το θέμα. Το παλιό όνομα είναι κατά βάση σλάβικο, αλλά είναι το αγαπημένο όνομα των παλιών κατοίκων του χωριού. Είναι εύηχο, δεν συναντιέται πουθενά αλλού στην Ελλάδα, σε αντίθεση με το Καραϊσκάκης, που υπάρχει σε σωρεία συνώνυμων τοποθεσιών, χώρια που ο γιος της καλόγριας δεν είχε, σύμφωνα με όλα τα ιστορικά στοιχεία, καμιά σχέση με την περιοχή, παρεκτός του ότι πέρασε από δω με το στράτευμά του και διαχείμασε για ένα φεγγάρι.
Στο Μουσείο Μπενάκη, άλλωστε, υπάρχει λαϊκή ζωγραφιά με τη Ναυμαχία του Δραγαμέστου (στον κόλπο του Αστακού). Ο Καραϊσκάκης ούτε γεννήθηκε, ούτε έζησε, ούτε έδωσε καμιά μάχη στο μέρος αυτό. Από πού κι ως πού λοιπόν να διατηρείται ακόμη και σήμερα το όνομα Καραϊσκάκης;
Στο πολύ αξιόλογο βιβλίο του Γιάννη Δημητρούκα «Ιστορία του Δραγαμέστου/Αστακού» διαβάζουμε για τη συμβολή του Δραγαμέστου στην ιστορία της δυτικής Ελλάδας, η οποία διακόπτεται το 1930 με τη μετονομασία του χωριού.
Εγκαταλείποντας το Δραγαμέστο, στα 1200 μέτρα υπάρχει διασταύρωση που ο δεξιός της κλάδος οδηγεί σε άλλα 2,7 χιλιόμετρα στον λόφο του Προφήτη Ηλία. Εκεί υπάρχει μια όμορφη λιβαδωτή αλάνα και μια σιδερόπορτα μας μπάζει στα μυστήρια ενός απροσδόκητου ναϊκού χώρου που κάποτε πληρούσε όλες τις προδιαγραφές μεγάλης μοναστικής πολιτείας. Εδώ φέρεται ότι έμεινε ένα φεγγάρι ο Γιώργης Καραϊσκάκης.
Η έκπληξη όμως έρχεται μετά την είσοδο, στο εσωτερικό του σωζόμενου καθολικού της μονής. Ο ναός διατηρείται κατάγραπτος διαθέτοντας υπόστυλο τοξωτό υπόστεγο στη νότια πλευρά. Μας εντυπωσιάζει το κατάγραπτο και βαρυφορτωμένο του πρόγραμμα. Ο ανώνυμος ζωγράφος του 17ου αιώνα οργανώνει έτσι τα θέματά του, ώστε να περιλαμβάνει τον κύκλο του Ακάθιστου Ύμνου, τα θαύματα και τις παραβολές του Χριστού, μα κυρίως την πρωτότυπη εικονική της Σταύρωσης, με ανάποδο το σώμα του Χριστού στον σταυρό.
Βγαίνοντας στον υπαίθριο χώρο της Μονής ο Τάκης μας δείχνει στο βάθος χαμηλά από το ύψωμα του λόφου, ένα μικρό πλάτωμα, ανάμεσα στα πεύκα και στα κυπαρίσσια. Είναι μια ορθογώνια πλάκα, η οποία γυαλίζει ελαφρά στην αντηλιά.
Εκεί θα πάμε τώρα, λέει, αλλά από άλλο δρόμο γιατί η πρόσβαση από δω είναι δύσκολη.
Το μνημείο, μας λέει ο Τάκης, είναι ο Ναός του Διός Καραού. Και αμ’ έπος αμ’ έργο. Επιστρέφοντας στη διασταύρωση του Καραϊσκάκη παίρνουμε ξανά το δρόμο για τον Αστακό. Γυρίζοντας στον Αστακό λίγο πριν μπούμε στον οικισμό, εμβολίζουμε τον κύριο άξονα Μεσολογγίου – Πάλαιρου – Βόνιτσας και οδηγούμαστε σε 100 μόλις μέτρα έξω από αυτόν, σε δεξιά παράκαμψη. Στην αρχή είναι ομαλό το οδόστρωμα, αλλά αμέσως μετά πέφτουμε σε κακοτράχαλο πετρόδρομο, τον οποίο δεν εγκαταλείπω παρότι το αμάξι κινδυνεύει με συντριβή από τα φυτευτά μονοκόμματα λιθάρια.
Η απόσταση είναι 1800 μέτρα μέχρι την πινακίδα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας για τον Ναό του Διός.
Μια άλλη πινακίδα δίπλα λέει για μια βυζαντινή πόλη που προσεγγίζεται πολύ δύσκολα από την άγρια βλάστηση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία μας βρισκόμαστε στην περιοχή του Αρχαίου Αστακού όπου βλέπουμε τα υπολείμματα του ναού Διός Καραού. Λίγα μέτρα παρακάτω παρατηρούμε τέσσερις θολωτούς τάφους άγνωστης εποχής, τον ένα δίπλα στον άλλο. Απέναντι ακριβώς διακρίνεται σε μια επίπεδη οχυρωματική γραμμή η ισχυρή, μικτής χρονολογικής εποχής, περιτείχιση της αρχαίας πόλης του Αστακού.
100 μέτρα από τους τύμβους πέφτουμε επάνω σε μια οχύρωση, το κάτω μέρος της οποίας αποτελείται από κυκλώπειους λίθους, πολυγωνικής μορφής. Στο ανώτερο στρώμα του τείχους οι λίθοι είναι μικρότεροι και στο ψηλότερο, ακόμη πιο μικροί με κουρασάνι και κεραμικά ενθέματα. Το τείχος φτάνει σε μια πύλη εισόδου αρχαίας τεχνοτροπίας και κάμπτει προς τα δεξιά περικυκλώνοντας ολόκληρο τον λόφο της αρχαίας πόλης, η οποία δέχτηκε τις επεμβάσεις τριών – τεσσάρων οικιστικών δυναστειών. Βαδίζοντας στο εσωτερικό ανακαλύπτουμε τα ερείπια 2 βυζαντινών εκκλησιών.
Με τον Τάκη πάντα μπροστάρη σε όλα αυτά τα ανίδωτα και κρυμμένα μυστικά των αρχαίων και νεότερων χρόνων, θα τελειώσουμε αργά το μεσημέρι την ανιχνευτική μας πορεία στον ολοζώντανο αλλά λησμονημένο μνημειακό πυρήνα του Αστακού, που θα γεμίσει τις μπαταρίες μας με εικόνες, εντυπώσεις, είδωλα και υλικά της αρχέτυπης εμπειρίας και γνώσης.
Το βράδυ αργά, στην πόλη του Αστακού, το φεγγάρι θα λούζει ολόγιομο τον κόλπο και τις κορφές των νησιών που, σαν ένα κοπάδι ακοίμητων φυλάκων, θα εκτελωνίζουν στην είσοδο του λιμανιού όλους τους ανεπιθύμητους επισκέπτες μην και τολμήσει κανας μπαγάσας άνεμος ή πειρατής κουρσάρος απ’ αυτούς που λυμαίνονται τα κειμήλια της αρχαίας πατρίδας, να μπει και να τα συλήσει όλα.
Νωρίς το πρωί και μόλις σκάσει μύτη ο ήλιος, πίσω από το Στουρνάρι, θ’ ακούσουμε τα πρώτα καμπανάκια των ψαράδων που μπαίνουν τροπαιούχοι στο λιμάνι ύστερα από το ολονύχτιο σαφάρι καθώς και την καμπάνα του ήλιου να σφυροκοπάει, γεμάτη δύναμη, διαύγεια κι ασπράδα, καλώντας μας σε μια πρωινή βόλτα μέσα και γύρω από την πόλη.
Τα ωραία αρχοντικά του Αστακού μυρίζουν ακόμη νοσταλγία και πλούτο μιας άλλης εποχής, που δε λέει – ευτυχώς – να φύγει από πάνω τους. Ένας περίπατος στα γραφικά δρομάκια και στις πλατείες, θα μας γεμίσει με εικόνες παλιών νεοκλασικών σπιτιών. Τα περίτεχνα μπαλκόνια τους και οι πανέμορφες καγκελόπορτες μαρτυρούν την οικονομική και πνευματική άνθιση της πόλης στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Τον σχεδιασμό της βέβαια είχαν αναλάβει Βαυαροί αρχιτέκτονες από το 1862.
Η πόλη είναι αμφιθεατρικά χτισμένη, στην άκρη μας ομαλής κοιλάδας, όπως τη βλέπουμε ξαφνικά ερχόμενοι από το Αιτωλικό και το Λεσσίνι. Εντύπωση κάνει ο ορεινός κι ολόγυμνος όγκος της Βελούτσας, που ορθώνεται σαν ένας πέτρινος δράκος δεσπόζοντας στον ευλογημένο αυτό τόπο.
Ο Αστακός απέχει από το Μεσολόγγι (πρωτεύουσα του νομού) 56 χιλιόμετρα και 51 από το Αγρίνιο, που είναι το μεγάλο αστικό κέντρο της περιοχής.