Πριν πολλά χρόνια βρέθηκα στα Τρίκαλα. Εκεί – πρώτη φορά – άκουσα να μιλούν για τον Ασπροπόταμο.
Τότε δεν ρώτησα λεπτομέρειες. Πίστεψα πως ο Ασπροπόταμος ήταν απλά μια βουνίσια περιοχή, δύσβατη και πλούσια σε κυνήγι. Και πως το όνομά της το όφειλε σε κάποιο τοπικό και άσημο ρέμα από τα τόσα που αυλακώνουν το έδαφος της Νότιας Πίνδου. Δεν υποψιαζόμουν την παρουσία των δέκα ορεινών χωριών, ούτε την ύπαρξη τόσων πανύψηλων κορυφών, φαραγγιών, καταρρακτών και ρεμάτων. Δεν φανταζόμουν, πως κάποια απ’ αυτά τα μικρορρέματα και ρυάκια συνιστούν την απαρχή της πολυδαίδαλης και συναρπαστικής ροής του θρυλικού Αχελώου. Και ούτε βέβαια περίμενα, πως στον Ασπροπόταμο Τρικάλων, θα συναντούσα έναν από τους συγκλονιστικότερους ορεινούς προορισμούς, που έχει να επιδείξει η πατρίδα μας.
Διευρυμένη Κοινότητα Ασπροποτάμου προήλθε από τη συνένωση οκτώ τέως κοινοτήτων της περιοχής και δύο συνοικισμών. Μετά τα Μετέωρα αποτελεί τον σημαντικότερο πόλο έλξης ντόπιων και ξένων επισκεπτών στο Νομό Τρικάλων.
Περιοχή Natura 2000 ενταγμένη στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο Οικοτόπων.
Στην περιοχή Ασπροποτάμου η ανθρώπινη παρουσία υπήρξε πάντα διακριτική, γι΄ αυτό και διατηρήθηκε αναλλοίωτη η άγρια πανίδα και χλωρίδα. Ανέγγιχτη η φύση με τα καθαρά νερά των πηγών και των χειμαρροποτάμων, τα ωραία παραποτάμια πλατανoδάση και τα πυκνά δάση από έλατο, οξιά, πεύκο, βελανιδιά και σφένδαμο φιλοξενεί και συντηρεί μια μεγάλη ποικιλία σπάνιων ζώων και φυτών.
Ελάφια, ζαρκάδια, αγριόγιδα στους γκρεμούς, λύκοι, αγριογούρουνα, αρκούδες και μικρά θηλαστικά στα δάση, ερπετά και αμφίβια συνυπάρχουν στα παρόχθια λιβάδια.
Στα καθαρά και πλωτά χειμαρροπόταμα της περιοχής ζει η άγρια πέστροφα. Η κοίτη των ποταμών γεμάτη πέτρινες φυσικές λεκάνες, τα ηλιόχαρα ξέφωτα, οι πυκνοδασωμένες πλαγιές που εναλλάσσονται με πανέμορφα ορεινά χoρτολίβαδα, τα τοξωτά γεφύρια και μεταβυζαντινά μνημεία, τα πέτρινα Αρχοντικά των χωριών του Ασπροπόταμου και τα λιθανάγλυφα υπέρθυρα των ναών και των σπιτιών, δίνουν στην περιοχή ένα τόνο απαράμιλλης ομορφιάς που απορρέει από τη συνύπαρξη του ιστορικού παρελθόντος με τη σύγχρονη πραγματικότητα.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΡΑΠΤΗΣ
Πρόεδρος Διευρυμένης Κοινότητας Ασπροποτάμου
Πριν πολλά χρόνια βρέθηκα στα Τρίκαλα. Εκεί – πρώτη φορά – άκουσα να μιλούν για τον Ασπροπόταμο.
Τότε δεν ρώτησα λεπτομέρειες. Πίστεψα πως ο Ασπροπόταμος ήταν απλά μια βουνίσια περιοχή, δύσβατη και πλούσια σε κυνήγι. Και πως το όνομά της το όφειλε σε κάποιο τοπικό και άσημο ρέμα από τα τόσα που αυλακώνουν το έδαφος της Νότιας Πίνδου. Δεν υποψιαζόμουν την παρουσία των δέκα ορεινών χωριών, ούτε την ύπαρξη τόσων πανύψηλων κορυφών, φαραγγιών, καταρρακτών και ρεμάτων. Δεν φανταζόμουν, πως κάποια απ’ αυτά τα μικρορρέματα και ρυάκια συνιστούν την απαρχή της πολυδαίδαλης και συναρπαστικής ροής του θρυλικού Αχελώου. Και ούτε βέβαια περίμενα, πως στον Ασπροπόταμο Τρικάλων, θα συναντούσα έναν από τους συγκλονιστικότερους ορεινούς προορισμούς, που έχει να επιδείξει η πατρίδα μας.
ΠΥΡΓΟΣ ΜΑΝΤΑΝΙΑ
-Πώς σκέφτεσαι να μαγειρέψεις τις πέστροφες Σωτήρη;
-Εδώ στην περιοχή μόνο μ’ έναν τρόπο μαγειρεύουνε τις πέστροφες. Στο τηγάνι με γίδινο βούτυρο και καλαμποκάλευρο.
Δεν έχουν περάσει παραπάνω από δέκα λεπτά από τη στιγμή που -νύχτα πια- έχει επιστρέψει ο Σωτήρης με το καλάμι του, τις μακριές λαστιχένιες μπότες και το υφαντό μάλλινο δισάκι του, που δεν έχει μέσα παραπάνω από πεντέξι πέστροφες. Για κάποιον ψαρά της θάλασσας θα ήταν μια πολύ ταπεινή επίδοση. Για τον ψαρά του Ασπροποτάμου όμως είναι μια ανταμοιβή της φύσης για τις πολύωρες προσπάθειές του από το μεσημέρι ως τη νύχτα και για τα δύσκολα χιλιόμετρα που έχει διανύσει μέσα στην κοίτη και ανά-μεσα στις κροκάλες, κόντρα στο ρεύμα του ποταμού.
Παίρνει τις πέστροφές του ο Σωτήρης και κατευθύνεται στην κουζίνα. Ο Γιώργος Μπάμπος φέρνει μια αγκαλιά ξύλα, η φωτιά στο τζάκι δυναμώνει. Μέσα Σεπτέμβρη, η νύχτα προχωράει ψυχρή, γεμάτη υγρασία απ’ τη βροχή και το ποτάμι που μερικές δεκάδες μέτρα μακριά από τον ξενώνα, αχολογεί ανάμεσα στις πέτρες. Είναι μια αίσθηση παράξενη. Μόλις δύο μέρες πριν αφήναμε τα κορμιά μας να λικνίζονται στα εξωτικά νερά της Χαλκιδικής, νομίζαμε πως το καλοκαίρι θα διαρκούσε αιώνια. Απόψε εδώ στον Ασπροπόταμο, μπροστά στο αναμμένο τζάκι και στο υψόμετρο των 900 μέτρων του ξενώνα, έχουμε την ψευδαίσθηση πως βρισκόμαστε, όχι στην Ελλάδα αλλά σε κάποια μακρινή χώρα του Βορρά.
Φέρνει ο Λάμπρος Παπαγεωργίου ένα δροσερό λευκό κρασί, με φρουτώδες άρωμα και γεύση, που παράγεται αποκλειστικά για τον ξενώνα. Καθόμαστε όλοι μπροστά στο αναμμένο τζάκι και, ώσπου να εμφανισθούν οι πέστροφες, συνοδεύουμε το κρασί μας με υπέροχη φέτα και πικάντικη γραβιέρα από ντόπιους κτηνοτρόφους.
Έχουν περάσει λιγότερο από δύο χρόνια από την τελευταία φορά που διαβήκαμε την περιοχή του Ασπροπόταμου. Στη θέση που σήμερα βρίσκεται ο ξενώνας το μόνο που θυμόμαστε αμυδρά είναι μεγάλοι σωροί από πέτρες και εργασίες θεμελίωσης. Δεν φανταζόμασταν πως τον άλλο χρόνο και συγκεκριμένα στις 28 Οκτώβρη του 2001, θα λειτουργούσε στο σημείο αυτό το ορεινό κατάλυμα “Πύργος-Μαντάνια”
Η σύνθετη ονομασία της μονάδας οφείλεται σε λόγους αρχιτεκτονικούς και ιστορικούς. Ο χαρακτηρισμός “Πύργος” δικαιολογείται από τη βαριά φρουριακή κατασκευή, με την πέτρα που κυριαρχεί και στους δύο ορόφους. Η γραμμή είναι λιτή, σχεδόν μοναστηριακή, απουσιάζουν τα μπαλκόνια, τα παράθυρα είναι μικρά, ενώ ισχυρές σιδεριές προστατεύουν τα παράθυρα του πρώτου ορόφου. Η ονομασία “Μαντάνια” εξ’ άλλου παραπέμπει στη νεώτερη ιστορία της περιοχής, αφού κάποτε στο σημείο αυτό λειτουργούσε ένα “μαντάνι”, που κάηκε από τους Γερμανούς. Στο μαντάνι αυτό γινόταν η επεξεργασία του μαλλιού πριν από τη χρήση. Καθώς το νερό ερχόταν από ψηλά σε ξύλινο κανάλι, χτυπούσε με ορμή την ανέμη που έφερε άξονα με ξύλινους κόπανους, οι οποίοι με τη σειρά τους χτυπούσαν με παλινδρομικές κινήσεις τα “σκουτιά“, δηλαδή τα βαριά μάλλινα υφάσματα για να “δέσουν”.
Γνήσια τέκνα του Ασπροποτάμου ο Γιώργος και ο Λάμπρος, αντιλήφθηκαν από νωρίς την τεράστια σημασία που είχε ο τόπος τους για κάθε περιηγητή και φυσιολάτρη. Παράλληλα ζούσαν κάθε χρόνο τον δισυπόστατο χαρακτήρα της περιοχής τους. Όλη τη θερινή πε-ρίοδο και οι δέκα οικισμοί του Ασπροποτάμου έσφυζαν από ζωή, τα γλέντια και τα θρησκευτικά πανηγύρια διαδέχονταν το ένα το άλλο, Με τα πρώτα κρύα του Οκτώβρη ένα ρίγος παγερό έμοιαζε να διαπερνάει απ’ άκρη σ’ άκρη τα χωριά . Τα παράθυρα και οι πόρτες σφάλιζαν το ένα μετά το άλλο, οι καμινάδες που κάπνιζαν στα σπίτια μέρα με τη μέρα λιγόστευαν, τα τελευταία κοπάδια έσπευδαν να εγκαταλείψουν τα ορεινά βοσκοτόπια τους αναζητώντας την ασφάλεια στα πεδινά του Θεσσαλικού κάμπου. Μετρημένες στα δάχτυλα ήταν οι οικογένειες που παρέμεναν στα χωριά του Ασπροποτάμου για να υποδεχτούν τα χιόνια του χειμώνα. Αν κάποιος ξένος τύχαινε να νυχτωθεί στην περιοχή αγριευόταν. Πουθενά στην κύρια οδική αρτηρία που διασχίζει τον Ασπροπόταμο, δεν θα μπορούσε να βρει ένα στρωμένο κρεβάτι ή μια ζεστή γωνιά να ξαποστάσει.
Έτσι περίπου ήταν τα πράγματα μέχρι τον περασμένο Οκτώβρη, που για πρώτη φορά βγήκε καπνός από τις καμινάδες του καταλύματος “Πύργος Μαντάνια”. Ως τότε όλος αυτός ο ονειρεμένος τόπος έμοιαζε τον χει-μώνα εχθρικός, απρόσιτος. Μόνον οι κυνηγοί ή κάποιοι λάτρεις της περιπέτειας αποτολμούσαν ένα ταξίδι στον Ασπροπόταμο. Το εγχείρημα λοιπόν των δύο φίλων είναι από κάθε άποψη αξιοθαύμαστο και δικαιολογημένα μπορούν να θεωρούνται πρωτοπόροι.
Εκτός όμως από την πολυδιάστατη σημασία που έχει για την τουριστική υποδομή της ορεινής αυτής περιοχής, ο ξενώνας μας καταπλήσσει με την συνολική του ποιότητα, τον αρμονικό συνδυασμό λειτουργικότητας, υψηλής αισθητικής και σημασίας στη λεπτομέρεια.
Παρατηρώ το χώρο της μεγάλης αίθουσας του εστιατορίου, το ωραίο δάπεδο που σε κάποια σημεία είναι διακοσμημένο με παλιά πλακάκια των αρχών του 20ου αιώνα. Στην οροφή δεσπόζει το τεράστιο κεντρικό φωτιστικό, από μπρούντζο σφυρήλατο στο καμίνι, που μοιάζει με κλαδί αποξηραμένο. Ύστερα το βλέμμα περιφέρεται σε κάποια παλιά αντικείμενα, στα χειροποίητα μπρούντζινα κηροπήγια, στην έξοχη ξύλινη κατασκευή του μπαρ, που είναι φτιαγμένο από ξύλο μασσίφ της περιοχής. Μαγνήτης στο κέντρο της αίθουσας είναι πάντα το αναμμένο τζάκι, ενώ όποιο τραπέζι του χώρου εστίασης και αν επιλέξει κανείς, η περιμετρική τζαμαρία τού εξασφαλίζει άμεση θέα στο εξωτερικό περιβάλλον, στην κατάφυτη φύση του Ασπροποτάμου.
Έρχονται στο τραπέζι οι ολόφρεσκες άγριες πέστροφες. Και πιστεύω, πως είναι ένα προνόμιο μοναδικό να γευόμαστε την αυθεντική και σπάνια αυτή λιχουδιά ήδη από την πρώτη μέρα της παραμονής μας στον Ασπροπόταμο.
Η νύχτα του Σεπτέμβρη είναι μεγάλη, μεταφερόμαστε στον θαυμάσια διακοσμημένο χώρο υποδοχής, καφετερίας και μπαρ. Εδώ χαμηλώνει ο φωτισμός, χαλαρώνουμε στις αναπαυτικές μας πολυθρόνες, με συντροφιά ενός εξαιρετικού λικέρ από κράνα της γύρω περιοχής, που μας προσφέρει η γυναίκα του Γιώργου η Καλλίστη. Γύρω από τα μεσάνυχτα καληνυχτίζουμε τους φίλους μας και ανηφορίζουμε τη φαρδιά ξύλινη σκάλα. Σε στρατηγικά σημεία του διαδρόμου υπάρχουν δύο μεγάλα μπρούντζινα καζάνια γεμάτα ξύλα, που μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι ένοικοι στα τζάκια των δωματίων τους.
–Γι’ απόψε δεν χρειαζόμαστε άλλο τζάκι, λέει γελώντας η Άννα. Κάποια βραδιά όμως θέλω να το ανάψουμε.
Στο δωμάτιο μας αγκαλιάζει η θαλπωρή της κεντρικής θέρμανσης. Έξω η βροχή ξαναρχίζει δυνατή. Μισανοίγουμε ένα παράθυρο και αποκοιμιόμαστε με τον ήχο της στα πλακάκια της αυλής.
ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΣΠΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
Πριν ξεκινήσουμε τη συναρπαστική μας περιήγηση στον Ασπροπόταμο, θεωρού-με απαραίτητο να προσδιορίσουμε τη γεωγραφική θέση και τα όρια της περιοχής, σε συνδυασμό με ορισμένα ακόμη ενδιαφέρον-τα στοιχεία. Η περιοχή του Ασπροποτάμου λοιπόν βρίσκεται στο δυτικότερο τμήμα του νομού Τρικάλων. Πρόκειται στην ουσία για μια ορεινή χοάνη έκτασης 280.000 στρεμμάτων, με έντονο ανάγλυφο, που περικλείεται ανάμεσα σε πανύψηλες κορυφές της Νότιας Πίνδου, που όλες ξεπερνούν σε ύψος τα 2000μ.
Όλη αυτή η περιοχή χαρακτηρίζεται ως το “Δασικό Σύμπλεγμα του Ασπροποτάμου” γιατί απαρτίζεται από οκτώ δημόσια δάση που γειτονεύουν μεταξύ τους και είναι τα δάση των Δολιανών, Κρανιάς, Πολυθέας, Στεφανιού, Καλιρρόης, Κατάφυτου, Ανθούσας και Χαλικίου. Από τα συνολικά 280.000 στρέμματα, τα 125.000 είναι έκταση δασοσκεπής, τα 36.000 μερικώς δασοσκεπής, τα 76.000 υποαλπική ζώνη με θερινά βοσκοτόπια και τα υπόλοιπα 43.000 είναι άγονες εκτάσεις, οικισμοί και θαμνότοποι.
Την μεγαλύτερη έκταση στην περιοχή του Ασπροποτάμου καταλαμβάνουν τα δάση Ελάτης και στη συνέχεια της Οξυάς, της Μαύρης Πεύκης και της Δρυός.
Εκτός όμως από την μεγάλη δασοπονική της αξία, η περιοχή αποτελεί και τις απαρχές της λεκάνης απορροής του Αχελώου, αφού εδώ βρίσκονται οι πηγές του μεγάλου ποταμού.
Ένα πλήθος στοιχείων αρχαιολογικών και ιστορικών αλλά και μύθων, φανερώνουν τη λατρεία του Αχελώου ήδη από τους προϊστορικούς ανθρώπους, που εγκαταστάθηκαν μόνιμα γύρω από την κοίτη του. Αναρίθμητοι είναι και οι μύθοι που αναφέρονται στον Αχελώο, γνωστότερος όμως είναι αυτός που περιγράφει την πάλη του με τον Ηρακλή για χάρη της Διηάνειρας, της κόρης του Οινέα. Τη νίκη κατέκτησε τελικά ο Ηρακλής, που πήρε ως έπαθλο την Διηάνειρα. Ο συμβολισμός του μύθου είναι η πάλη των ανθρώπων με τις καταστροφικές πλημμύρες του ποταμού και η τελική τιθάσευσή του.
Πολλά χρόνια αργότερα ο ποταμός αλλάζει την ονομασία του. Έτσι στις αρχές του 15ου αιώνα αναφέρεται ως “Άσπρος”, ενώ στις αρχές του 16ου αιώνα, ο επίσκοπος Λαρίσης Βησαρίων, τον ονομάζει “Λευκοπόταμο”. Ήδη στα χρόνια της Τουρκοκρατίας έχει επικρατήσει το όνομα Άσπρος ή Ασπροπόταμος στη δημώδη ποίηση αλλά και σε πολλά πεζά της νεότερης λογοτεχνίας. Ακόμη και σήμερα το όνομα Ασπροπόταμος διατηρείται σε πολλές περιοχές στην ουσία όμως πρόκειται για τον ποταμό Αχελώο.
Η ευρύτερη περιοχή της Πίνδου κατοικήθηκε από πολύ παλιά. Γύρω στο 1900 π.χ. έφτασαν εκεί τα πρώτα Ελληνικά φύλα, που ήρθαν από βορειότερες περιοχές. Στα φύλα αυτά αναφέρονται οι Αθαμάνες, οι Αρκάδες, οι Αίθικοι, οι Λαπίθες, οι Βοιωτοί και οι Θεσσαλοί. Οι τελευταίοι κατέλαβαν την πεδινή περιοχή Τρικάλων-Καρδίτσας και επέβαλαν το εθνικό τους όνομα σ’ ολόκληρη τη Θεσσαλική λεκάνη.
Έκτοτε η Θεσσαλία ακολούθησε τις περιπέτειες όλου του Ελληνισμού από την αρχαιότητα ως τους Ρωμαϊκούς χρόνους. Κατά τον μεσαίωνα η Θεσσαλία αποτελεί επαρχία της Μακεδονίας με πρωτεύουσα τη Λάρισα. Ακολουθούν διάφοροι επιδρομείς, Γότθοι, Ούνοι, Σλάβοι, Σαρακινοί, Βούλγαροι και Νορμανδοί.
Τον 10ο με 11ο αιώνα αρχίζει η εμφάνιση του ονόματος των Βλάχων. Ο όρος Βλάχος εκφράζει το γλωσσικό ιδίωμα που χρησιμοποιείται έστω και σε περιορισμένη κλίμακα σήμερα – σε κάποιες περιοχές της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Μακεδονίας.
Κατά τον γνωστό βαλκανολόγο Αχιλλέα Λαζάρου, παλαιότερα οι λατινόγλωσσοι της αυτοκρατορίας δεν αποτελούσαν αντικείμενο διαφορετικού χαρακτηρισμού, γιατί ήταν οι κατ’ εξοχήν Ρωμαίοι δηλαδή Βυζαντινοί, η δε λατινική υπερείχε ως πατρική και επίσημη γλώσσα. Στις μέρες μας βέβαια η διεπιστημονική έρευνα έχει αποδείξει με αδιάσειστα στοιχεία την εντοπιότητα και την Ελληνική καταγωγή των Βλάχων.
Στα μέσα του 15ου αιώνα οι Τούρκοι καταλαμβάνουν την περιοχή των Τρικάλων και οι κάτοικοι αναγκάζονται να καταφύγουν στις δυσπρόσιτες πλαγιές της Πίνδου. Οι Τούρκοι σπάνια πηγαίνουν στην περιοχή, έτσι οι κάτοικοι αρχίζουν να αναπτύσσονται εκμεταλλευόμενοι τις ντόπιες πρώτες ύλες. Με την πέτρα των βουνών χτίζουν στέρεα σπίτια και μεγαλόπρεπες εκκλησίες και μοναστήρια, με άφθονα ξύλα κατασκευάζουν έπιπλα και σκεύη, με τα νερά του Ασπροποτάμου κινούν τα νεροπρίονα, τις ντριστέλλες και τα μαντάνια, με την πλούσια κτηνοτροφία έχουν κρέας, δέρματα και μαλλί για ρούχα και βελέντζες. Μετά το 1600 αρχίζει και το εξαγωγικό εμπόριο, παράλληλα όμως η σκληρή ζωή του βουνού ωθεί πολλούς στην μετανάστευση και στην δημιουργία μεγάλων περιουσιών. Ακολουθούν τα επαναστατικά κινήματα του 1600, του 1770 και του 1808, που κορυφώνονται με την επανάσταση του Ασπροποτάμου κατά τα έτη 1821-1824.
Στη διάρκεια της περιόδου αυτής διαπρέπουν οι ονομαστοί καπεταναίοι Νικ. Στορνάρης ή Στουρνάρας, Αθ. Μάνταλος, οι αδελφοί Λιακατά και ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος, που ήταν μυημένος στη Φιλική Εταιρεία ήδη από το 1819. Συμμετείχε επίσης και ο οπλαρχηγός Γεώργιος Καραϊσκάκης, που ήλθε όμως σε διαμάχη με τον Στορνάρη. Τελικά και οι δύο μαζί κατεβαίνουν στη Στερεά Ελλάδα για να πολεμήσουν τον κοινό εχθρό και ο μεν Στορνάρης φονεύεται στις 10 Απριλίου του 1826 κατά την θρυλική έξοδο του Μεσολογγίου ενώ ο Καραϊσκάκης στις 23 Απριλίου 1827 στη μάχη του Φαλήρου.
Στους νεώτερους χρόνους η περιοχή του Ασπροποτάμου παίρνει μέρος σε όλα τα ιστορικά γεγονότα, ενώ τον Οκτώβριο του 1943 τα περισσότερα χωριά καίγονται, ως αντίποινα, από τους Γερμανούς.
Σήμερα η περιοχή -μετά τον νόμο του Καποδίστρια- αποτελεί διοικητικά την “Διευρυμένη Κοινότητα του Ασπροποτάμου” και περιλαμβάνει τους οικισμούς του Χαλικίου, της Ανθούσας, του Κατάφυτου, του Στεφανίου, των Δολιανών, της Κρανιάς, της Καλλιρρόης, της Μηλιάς, της Πολυθέας και της Αγίας Παρασκευής.
Η οδική πρόσβαση στην περιοχή γίνεται από δύο κυρίως σημεία: το πρώτο είναι από τα βόρεια μέσω Καλαμπάκας και Καστανιάς. Είναι μια πανέμορφη ορεινή διαδρομή με πλούσια δάση από καστανιές, έλατα, σφενδάμια, πεύκα και οξυές. Στο υψηλότερο σημείο της (1400μ.) βρισκόμαστε στον αυχένα “Κιάτρα Μπροάστα” (Ορθή Πέτρα), από όπου έχουμε την πρώτη πανοραμική εικόνα του Ασπροποτάμου. Κατηφορίζοντας συναντάμε τις δασικές εγκαταστάσεις στο “Κουκουφλί” και αμέσως μετά όλες τις οδικές αρτηρίες που οδηγούν στα διάφορα χωριά.
Το δεύτερο σημείο πρόσβασης είναι από το νότο, μέσω Τρικάλων, Πύλης, Ελάτης και Περτουλίου. Κι αυτή επίσης είναι μια θαυμάσια διαδρομή, με πάμπολλες εναλλαγές τοπίων ανάμεσα σε βουνά, λιβάδια και φαράγγια.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν την περιήγησή μας και ας απολαύσουμε τις ομορφιές και τις ιδιαιτερότητες της μοναδικής αυτής περιοχής.
ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ
Έχω ακούσει για έναν μεγάλο καταρράκτη πάνω από την Αγ. Παρασκευή, λέει ο Λάμπρος. Σας ενδιαφέρει να τον αναζητήσουμε;
Ανέκαθεν μας ενδιέφεραν οι καταρράκτες. Είναι άλλωστε από τα πιο θεαματικά σημεία ενός ρέματος. Η Αγία Παρασκευή είναι χτισμένη αμφιθεατρικά στην νοτιοδυτική πλαγιά μιας απότομης χαράδρας σε υψόμετρο που κυμαίνεται από 900-1000 μέτρα. Στην ωραία πλακόστρωτη πλατεία υψώνεται η πετρόχτιστη εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, όπου κάθε χρόνο στις 26 Ιουλίου γιορτάζεται μεγάλο πανηγύρι κάτω από τον τεράστιο πλάτανο. Το χωριό αποτελείται από τρεις συνοικίες, τον Κάτω μαχαλά, το Μεσοχώρι και τον Πάνω Μαχαλά και η παλιά του ονομασία είναι Τζούρτζια. Ένας ωραίος πλακόστρωτος δρόμος ελίσσεται ανάμεσα στα σπίτια του Κάτω Μαχαλά και τερματίζει μπροστά στο πετρόχτιστο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, το παλαιότερο του οικισμού, που ανεγέρθηκε το 1808 με δαπάνες των χωριανών. Δίπλα στην είσοδο της εκκλησίας είναι χτισμένη η “βρύση του Καμπέρη“.
Ακριβώς απέναντί μας, σε απόσταση μικρό-τερη των 300 μέτρων, όλος ο Β και ΒΑ ορίζον-τας φράσσεται ερμητικά από έναν απότομο ορεινό όγκο. Είναι η “Κουρούνα” με τις σχεδόν κατακόρυφες πλαγιές της. Μερικές δεκάδες μέτρα κάτω από την εκκλησία του Αϊ-Γιώργη κυλάει με έντονη ροή το “Τζουρτζιώτικο Ρέμα“, που λίγο πιο κάτω συναντάει τον Ασπροπόταμο.
Κατηφορίζουμε το καλό μονοπάτι και σε δύο λεπτά βρισκόμαστε στο σιδερένιο γεφύρι, πάνω από το ρέμα. Εδώ συναντάμε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι.
–Υπάρχει στην περιοχή κάποιος καταρράκτης; τους ρωτάει ο Λάμπρος.
–Και βέβαια υπάρχει, απαντάει η γυναίκα. Είναι ο πιο μεγάλος και ωραίος στον Ασπροπόταμο.
Κοιταζόμαστε χαμογελώντας και μακαρίζουμε την τύχη μας
–Και κατά πού πέφτει θειά ο καταρράκτης;
–Στο ρέμα παιδάκι μ’, μισή ώρα δρόμο.
–Είναι πιο μακριά, ίσαμε 45 λεπτά, επεμβαίνει ο άντρας της.
–Πώς είναι ο καταρράχτης; Έχει κάποιο όνομα; ρωτάω με την σειρά μου
–Το ύψος του είναι 25 ως 30 μέτρα, μην είν’ και παραπάνω. Εμείς εδώ στον τόπο μας τον λέμε “το Μαντάνι του Δαίμονα“.
–Γιατί ένα τέτοιο όνομα; ρωτάει η Άννα
–Δεν ξέρω να σου πω ακριβώς . Ίσως γιατί όταν φτάσεις κοντά σε πιάνει φόβος, σε χτυπάει έναν αέρας παγωμένος.
–Και πώς θα φτάσουμε ως εκεί;
–Θα πάρετε αυτό το μονοπάτι, θα περάσετε το ρέμα και θα τον βρείτε.
Είναι τρεισήμισι το απόγευμα, ο ήλιος ακόμη είναι ψηλά, υπολογίζω, πως με όλες τις καθυστερήσεις, έχουμε άφθονο χρόνο στη διάθεσή μας ως το τελευταίο φως.
–Εμπρός παλικάρια μου να βρούμε το Μαντά-νι του Δαίμονα, λέει χαρούμενα ο Λάμπρος.
Το μονοπάτι ανηφορίζει απότομα, μετά από 15 λεπτά φτάνουμε σ’ ένα μαντρί. Εδώ ένα παρακλάδι κατηφορίζει προς το ρέμα, το άλλο τμήμα συνεχίζει ανηφορικό. Επιλέγουμε το δεύτερο. Συνεχής ανήφορος και πάλι για άλλο ένα τέταρτο περίπου. Ολόγυρά μας το φαράγγι είναι μεγαλόπρεπο, με πλαγιές κατάφυτες από έλατα και απόκρημνες κορυφές. Κάτω χαμηλά, ανάμεσα στα πλατάνια, κυλάει το ρέμα, ο ήχος του μας συντροφεύει συνεχώς. Πολύ πιο πίσω η Αγία Παρασκευή έχει εξαφανισθεί μες τη χαράδρα.
Ο ανήφορος τελειώνει, μπροστά μας απλώνεται ένα εκτεταμένο βοσκοτόπι. Σ’ ένα δεκάλεπτο το διασχίζουμε και βρισκόμαστε μπροστά στην κοίτη του ρέματος.
-Αυτό ήταν, λέει ο Λάμπρος, φτάσαμε!
Αν και Σεπτέμβρης, το ρέμα έχει πολύ νερό, η κοίτη του είναι κακοτράχαλη και οι πέτρες γλιστρούν επικίνδυνα. Επιλέγουμε το πιο βατό σημείο και με μεγάλη προσοχή περνάμε απέναντι. Το μοναδικό ευδιάκριτο μονοπάτι ανηφορίζει μέσα στο δάσος. Η κλίση του είναι πολύ έντονη αλλά αποφασίζουμε να το ακολουθήσουμε. Για ένα τέταρτο σχεδόν λα-χανιάζουμε σ’ ένα έδαφος σαθρό και απότομο, που μας απομακρύνει όλο και πιο πολύ από το ρέμα. Είναι ήδη φανερό, ότι ελάχιστες είναι οι πιθανότητές μας να συναντήσουμε τον καταρράχτη.
Το μονοπάτι τερματίζει σε υψόμετρο 1100 μέτρων, πάνω από έναν κατακόρυφο γκρεμό. Το τοπίο είναι συγκλονιστικό, εξίσου όμως οδυνηρή είναι η διαπίστωση, ότι καταρράχτης δεν υπάρχει πουθενά. Κατηφορίζουμε με δυσκολία τον επικίνδυνο κατήφορο και ξαναβρισκόμαστε στην κοίτη του ρέματος απογοητευμένοι. Αν από τη αρχή είχαμε επιμείνει να πάρουμε πιο σαφείς πληροφορίες από τους ντόπιους, τα πράγματα θα ήταν πολύ ευκολότερα. Ωστόσο δεν είμαστε διατεθειμένοι, να παραιτηθούμε από την προσπάθεια αναζήτησης.
Αποφασίζουμε ν’ ακολουθήσουμε πορεία παράλληλα με το ρέμα στο αριστερό τμήμα της όχθης, αφού το δεξί είναι απρόσιτο. Το έδαφος είναι δύσβατο, πετρώδες, μετά από ένα πεντάλεπτο καταλήγουμε σε απόκρημνη πλαγιά. Με δυσκολία και πάλι διασχίζουμε το ρέμα και για ένα 10λεπτο περίπου ακολουθούμε τη δεξιά του όχθη. Φτάνουμε και πάλι σε σημείο απρόσιτο και αναρωτιόμαστε αν αξίζει να επιχειρήσουμε άλλη μια -ακόμη δυσκολότερη- διάβαση προς την αριστερή πλευρά.
–Εγώ θα συνεχίσω για λίγο, λέει ο Λάμπρος πεισμωμένος.
Ακροβατώντας επικίνδυνα πάνω από τις γλιστερές πέτρες, περνάει στην αντικρινή όχθη και εξαφανίζεται πίσω από τους βράχους και την πυκνή βλάστηση. Καθόμαστε με την Άννα δίπλα στο βουερό ρέμα και τον περιμένουμε. Ο ήλιος έχει χαθεί από ώρα στη στενή χαράδρα. Τα λεπτά της αναμονής κυλούν βασανιστικά, το αεράκι που κατεβαίνει από ψηλά ψυχραίνει όλο και περισσότερο. 35 ακριβώς λεπτά μετά την αναχώρησή του εμφανίζεται ξαφνικά αντίκρυ μας ο Λάμπρος.
–Τον βρήκες; τον ρωτάμε και οι δύο με μια φωνή.
–Φαίνεται πως είναι αληθινός δαίμονας αυτός ο καταρράχτης, απαντάει ο Λάμπρος. Μετά από πολλές δυσκολίες έφτασα μπροστά σ’ ένα σημείο με μεγάλους βράχους κι ενώ είχα σχεδόν βρει ένα πέρασμα, σκέφτηκα εσάς και τη νύχτα που πλησιάζει και τα παράτησα. Είμαι όμως βέβαιος, πως δεν πρέπει να ήμουν μακρυά του.
Η επιστροφή είναι εύκολη, δεν μας παίρνει παραπάνω από μία ώρα. Το τελευταίο φως μας βρίσκει μπροστά στο εκκλησάκι του Αϊ-Γιώργη, κατηφείς και με έντονη την αίσθηση της αποτυχίας. Τη στιγμή που ετοιμαζόμαστε να φύγουμε, φτάνει δίπλα μας ένα αγροτικό.
-Πως απ’ τα μέρη μας βρε Λάμπρο; ρωτάει ο οδηγός του.
-Να, ακούσαμε πως στο χωριό σας έχετε έναν “Δαίμονα” και είπαμε να’ ρθούμε να τον βρούμε.
Ο Μήτσος ο Αυγέρης, τυροκόμος και πολυτεχνίτης από την Τζούρτζια, χαμογελάει.
-Και τον βρήκατε;
-Όχι ακόμα, είναι καλά κρυμμένος.
-Ελάτε στο σπίτι, να πιούμε ένα τσίπουρο.
Το σπίτι είναι δίπλα στον Αϊ-Γιώργη, η γυναίκα του Θεοδώρα μας υποδέχεται φιλόξενα. Σε τρία λεπτά το τζάκι τριζοβολάει, μετά από τρεισήμισι ώρες ταλαιπωρίας αισθανόμαστε υπέροχα. Φέρνει ο Μήτσος τσίπουρο δικό του, μυρωδάτο και πολύ δυνατό. Με γρήγορες κινήσεις η Θεοδώρα στρώνει τραπέζι, κόβει ένα μεγάλο κομμάτι γραβιέρα και φέτα παραγωγής τους, ψωμί ζυμωτό, ντομάτες από τον κήπο τους.
Τσουγκρίζουμε τα ποτηράκια μας και ευχόμαστε “καλό χειμώνα”.
-Τελικά ήσουν πολύ άτυχος, λέει ο φίλος μας στον Λάμπρο. Μετά τους μεγάλους βράχους ο καταρράχτης δεν απέχει παραπάνω από 50 μέτρα. Νομίζω όμως πως είναι λίγο δύσκολο να φτάσετε ως εκεί.
-Αν είναι εκεί που λες, θα τον βρούμε, απαντάει αποφασιστικά η Άννα.
Σκέφτεται για λίγο ο Μήτσος:
–Και γιατί δεν κάνουμε κάτι άλλο; Ελάτε αύριο μαζί μου να βγούμε πάνω από τον καταρράχτη με το αυτοκίνητο. Ύστερα θα κατεβούμε μια πλαγιά και θα τον βρούμε .
Τα ποτήρια ξαναγεμίζουν, η διάθεσή μας επανέρχεται, πίνουμε στην αυριανή μας επιτυχία.
ΤΟ «ΜΑΝΤΑΝΙ ΤΟΥ ΔΑΙΜΟΝΑ» ΚΑΙ Η ΒΡΥΣΗ ΤΟΥ «ΓΚΡΑΙΚΟΥ»
Η μέρα ξημερώνει με πολλή ομίχλη και υγρασία, γρήγορα όμως ο ήλιος ξεπροβάλλει πίσω από τα βουνά. Όλο το πρωινό καταναλώνεται σε κοντινές δασικές διαδρομές ή γύρω από το ποτάμι, σ’ αυτά τα κρυστάλλινα νερά του Ασπροποτάμου, ισάξια σε καθαρότητα και διαφάνεια με τα νερά του θρυλικού Βοϊδομάτη.
Κοντά στο μεσημέρι βρισκόμαστε και πάλι στον Αϊ-Γιώργη, η Θεοδώρα μας περιμένει ήδη με το κλειδί της εκκλησίας στο χέρι. Υπέροχο το εσωτερικό της μικρής εκκλησίας, κατάγραφο με παλιές αγιογραφίες εξαιρετικής τέχνης. Κάθε σημείο του ναού αποπνέει αυτή τη μοναδική αίσθηση του χρόνου και της απέριττης θρησκευτικότητας, που είναι αδύνατον να μην τη νιώσει έντονα κανείς.
Με τον Μήτσο Αυγέρη να κατευθύνει την πορεία μας μπαίνουμε στο λεωφορειάκι του ξενώνα και ξεκινάμε. Περνάμε κάτω από την πλατεία της Αγίας Παρασκευής και ανηφορίζουμε τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο, που μετά από ένα χιλιόμετρο δίνει τη θέση του σε καλό χωματόδρομο.
300 μέτρα πιο πάνω ο δρόμος διχάζεται. Αριστερά φεύγει για Γαρδίκι ενώ δεξιά προς το εκκλησάκι της Αγίας Μαρίνας. Ακολουθούμε αυτό τον δρόμο και 4,4 χλμ από την πλατεία του χωριού συναντάμε το εκκλησάκι χτισμένο σ’ ένα περιβάλλον, με θέα μαγευτική. Ο δρόμος κατηφορίζει και 7,5 χλμ. μετά την αναχώρησή μας συναντάμε χαμηλό-τερα δεξιά τον ναό των Αγίων Αποστόλων, ενώ στο σημείο αυτό υπάρχει και μια διασταύρωση, που ανηφορίζει απότομα προς τα δυτικά.
–Αν αργότερα έχουμε χρόνο, μπορούμε ν’ ανεβούμε αυτό το δρόμο, λέει ο Μήτσος. Προς το παρόν συνεχίζουμε ευθεία.
Μετά από 3 περίπου χιλιόμετρα βγαίνουμε από το δάσος και φτάνουμε σε λιβαδοτόπια, κάτω από μια στάνη. Ο δρόμος είναι ήδη δύσβατος, αφήνουμε το αυτοκίνητο και συνεχίζουμε με τα πόδια.
Βρίσκουμε ένα μονοπάτι κάτω από το δρόμο και σ’ ένα δεκάλεπτο φτάνουμε σ’ ένα ειρηνικό ξέφωτο με ψηλά χόρτα και φτέρες. Στην άκρη του όμορφου αυτού λιβαδιού δεσπόζει μια πυκνή συστάδα με έλατα.
–Εδώ είναι ο καταρράκτης, πίσω από τα έλατα, στην κοίτη της χαράδρας. Είναι λίγο από-τομη η κατάβαση αλλά πιστεύω να τα καταφέρουμε, λέει ο Μήτσος.
Η κατάβαση είναι δύσκολη, οι κλίσεις πολύ έντονες. Ο μεγαλύτερος όμως κίνδυνος είναι το εξαιρετικά ολισθηρό έδαφος και τα ελάχιστα σημεία που μπορεί να κρατηθεί κανείς. Βαδίζοντας πολύ αργά καταφέρνουμε σ’ ένα τέταρτο περίπου να φτάσουμε ως την κοίτη της χαράδρας. Νέα δοκιμασία εδώ. Ο προορισμός μας βρίσκεται στην αντικρινή όχθη, πρέπει να διασχίσουμε το ρέμα. Τελικά ξε-περνάμε κι αυτό το εμπόδιο.
–Πού στο δαίμονα είναι αυτός ο Δαίμονας; ρωτάω τον φίλο μας.
–Δεν είναι μακριά μας, μου απαντάει. Όσο για σένα Λάμπρο, πρέπει να έφτασες σ’ εκείνους τους βράχους παλικάρι μου, δύο λεπτά απόσταση από ‘δω.
Τριάντα βήματα πιο πάνω η ατμόσφαιρα ξαφνικά αλλάζει, γίνεται ψυχρότερη.
Η μήπως είναι μια παράξενη αυθυποβολή, που οφείλεται σε όσα έχουμε ακούσει ως τώρα για τον καταρράκτη; Πριν βρω το χρόνο να προβληματιστώ, έρχεται στ’ αυτιά μου ένας θόρυβος δυνατός, πολύ διαφορετικός από τον ήχο του νερού μέσα στο ρέμα. Σχεδόν αμέσως νιώθω στο πρόσωπό μου ένα ψυχρότατο ρεύμα αέρα. Είναι η παγερή ανάσα του καταρράχτη, τα αναρίθμητα λεπτά του σταγονίδια. Το “Μαντάνι του Δαίμονα” προβάλλει απέναντί μας, σε απόσταση μικρότερη των 30 μέτρων. Είναι ένας επιβλητικός καταρράκτης, με ύψος 15-16 μέτρων. Η ποσότητα του νερού του είναι απίστευτη, αν μάλιστα λάβει κανείς υπ’ όψη του την συγκεκριμένη εποχή. Ο καταρράκτης εκτονώνει την ορμή του με πάταγο στην επιφάνεια μιας κυκλικής λιμνούλας, με διάμετρο τουλάχιστον 12 μέτρων. Καθόμαστε απέναντί του εντυπωσιασμένοι αδιαφορώντας για την παγωμένη ανάσα του.
–Εσείς, που έχετε δει και άλλους καταρράκτες, τι γνώμη έχετε γι’ αυτόν; ρωτάει ο Μήτσος
–Είναι ένας από τους πιο ωραίους καταρράχτες που έχω δει ποτέ, του απαντάω.
Η δύσκολη επιστροφή μάς προβληματίζει.
-Προτείνω μια άλλη διαδρομή, λέει ο Μήτσος. Είναι πολύ πιο απότομη αλλά σε 10 λεπτά θα μας βγάλει στο ξέφωτο.
Είναι η νοτιοδυτική πλαγιά της χαράδρας, που ορθώνεται πάνω από τον καταρράκτη με κλίσεις φοβερές, που ίσως ξεπερνούν και το 70%. Ατενίζουμε με δέος την πλαγιά πάνω από τα κεφάλια μας, το έδαφος όμως κάτω από τα έλατα δείχνει ομαλό, χωρίς την ολισθηρότητα και τις παγίδες της κατάβασης. Βρίσκουμε μερικά χοντρά κλαδιά που τα χρησιμοποιούμε σαν μπαστούνια και πολύ αργά ξεκινάμε τον γολγοθά μας, Με πολλές ενδιάμεσες στάσεις καταφέρνουμε σ’ ένα δεκάλεπτο ν’ αντικρίσουμε το φως του απογευματινού ήλιου πάνω στο ξέφωτο. Είναι εκπληκτικό πόσο εύκολο ήταν τελικά.
–Να ένας ωραίος τρόπος, για να γίνει η πρόσβαση στον καταρράκτη, προσιτή για όλη την οικογένεια, λέω στον Λάμπρο. Η χάραξη ενός μονοπατιού με ξύλινα σκαλοπάτια σ’ όλη αυτή την απότομη πλαγιά.
Επιστρέφοντας στους Αγίους Αποστόλους, κοντοστεκόμαστε για λίγο στη διασταύρωση με τον απότομο χωματόδρομο. Το απόγευμα έχει προχωρήσει αρκετά, η πρόκληση όμως για να βρεθούμε ψηλά στα υψίπεδα είναι μεγάλη. Με μια αποφασιστική κίνηση ο Λάμπρος στρίβει δεξιά και ανηφορίζει με κατεύθυνση Ν.Δ Αμέσως ο δρόμος γίνεται πολύ κακοτράχαλος. Διασχίζουμε ένα ρέμα με άφθονο νερό, αμέσως μετά μπαίνουμε σε ωραίο ελατόδασος.
–Εδώ λίγο πιο πάνω θα συναντήσουμε τον “ίταμο“, ένα δέντρο σπάνιο, ακούγεται να λέει ο Μήτσος.
–Είσαι σίγουρος; τον ρωτάω με δυσπιστία.
-Μα βέβαια, τους βλέπω τόσα χρόνια.
Δεν χρειάζεται να περιμένουμε πολύ. Λίγο πιο πάνω συναντάμε τους πρώτους ίταμους, με τους ωραίους κατακόκκινους αλλά δηλητηριώδεις τους καρπούς. Τα δέντρα πληθαίνουν όλο και περισσότερο, είναι πιθανότατα η με-γαλύτερη συγκέντρωση ίταμων που έχει απομείνει στην Ελλάδα από την αρχαιότητα.
Στα 2,4 χλμ. ακριβώς στρίβουμε αριστερά. Λίγο πάνω από τα 1400μ. χάνονται και οι τε-λευταίοι ίταμοι, αρχίζουν εκτεταμένα βοσκοτόπια.
Σε υψόμετρο 1750 μέτρων σταματάμε. Εδώ βρίσκεται μια στάνη με αγελάδες, ολόγυρά μας ένα αχανές υψίπεδο με βοσκοτόπια. Ακριβώς απέναντί μας στα ΝΔ, ο ορίζοντας διακόπτεται από την πανύψηλη Κακαρδίτσα, που ορθώνεται στα 2429μ. και αποτελεί την υψηλότερη κορυφή της Νότιας Πίνδου.
Όπως βηματίζουμε κοντά στη στάνη, διαπιστώνουμε πως το έδαφος είναι κατάφυτο με “νάνες”, το σπάνιο αυτό φυτό των μεγάλων υψομέτρων, περιζήτητο για τη γεύση του είτε σε σαλάτες, είτε σε πίτες, είτε και τηγανιτό, με φρέσκο βούτυρο και αυγά.
Μετά τις άφθονες βροχές διατηρούνται ακόμα τρυφερές, παίρνουμε όλες τις διαθέσιμες σακούλες και τις γεμίζουμε.
Ο δρόμος παίρνει βόρεια κατεύθυνση, μετά από λίγο περνάμε δίπλα από ένα απολύτως επίπεδο οροπέδιο, με μήκος 500 και πλάτος 300 περίπου μέτρων.
–Η τοποθεσία λέγεται “Δοκίμι” και πήρε την ονομασία της, επειδή παλιότερα οι κτηνοτρόφοι της περιοχής δοκίμαζαν εδώ τη δύναμή τους με δύο μεγάλες πέτρες, 50 οκάδες η μια και 80 η άλλη, εξηγεί ο Μήτσος.
Διασχίζουμε ένα σημείο του αυχένα με λάσπη τρομερή και αμέσως μετά, 8 χλμ. από την δια-σταύρωση των Αγίων Αποστόλων, αρχίζουμε να κατηφορίζουμε.
–Τώρα όπου να ‘ναι, θα περάσουμε κοντά από την ονομαστή “Βρύση του Γκραίκου“, τη βρύση με το πιο κρύο νερό του Ασπροποτάμου, συνεχίζει ο Μήτσος την ενημέρωσή μας.
–Πώς πήρε αυτό το όνομα;
–Κάποτε ήρθε σε τούτα τα βουνά ένας καμπίσιος καραγκούνης, γκραίκους τους λέμε εμείς οι βλάχοι. Μετά από τόσο δρόμο ίδρωσε και δίψασε πολύ. “Μην πιεις αμέσως νερό απ’ αυτή τη βρύση, του λένε οι ντόπιοι θα σε θερίσει” Πού ν’ ακούσει αυτός, δίψαγε πολύ. Ήπιε, ή-πιε αχόρταγα. Το παγωμένο νερό κατέβηκε στον οργανισμό του και τον θέρισε. Από τότε η βρύση πήρε τ’ όνομά του. Να την όμως, φτάσαμε.
Παίρνουμε τα παγούρια μας και με δικαιο-λογημένη περιέργεια κατεβαίνουμε. Είναι μια ωραία πέτρινη βρύση με πλούσια ροή, που κατασκευάστηκε το 1930 από την Κοινότητα της Τζούρτζιας και αποκαταστάθηκε το 1989 με δαπάνη της Αδελφότητας. Πλησιάζω και βάζω το χέρι μου από κάτω. Είναι σαν να μ’ ακουμπάει λιωμένος πάγος. Γεμίζω το παγούρι μου και δοκιμάζω. Στην τρίτη γουλιά έχω ήδη πρόβλημα στο λαιμό και σταματάω. Η γεύση όμως του νερού είναι αιθέρια, θα το θυμάμαι σαν ένα από τα ωραιότερα βουνίσια νερά, που έχω ως τώρα δοκιμάσει.
Ο ήλιος χαμηλώνει πάνω από τις κορυφές του Καταρραχιά και τα υπέροχα βοσκοτόπια με τις στάνες. Είναι ένα τοπίο ειρηνικό, που μετά όμως από δύο τρεις μήνες καλύπτεται από απίστευτες ποσότητες χιονιού. Ο ορίζοντας σκοτεινιάζει, ο δρόμος κατηφορίζει συνεχώς, αλλάζει κατεύθυνση. Αποκαλύπτεται τώρα μπροστά μας ο ανατολικός ορίζοντας σ’ όλο του το βάθος. Ξαφνικά ο ουρανός φωτίζεται αμυδρά πάνω από το Καπ-Γκρας. Ταυτόχρονα σχεδόν θυμάμαι, πως απόψε είναι πανσέληνος.
–Λάμπρο σταμάτα, φωνάζω στον φίλο μας
Φρενάρει απότομα αυτός και γυρίζει το κεφάλι.
–Τι συμβαίνει; Πάθαμε τίποτα;
Δείχνω μπροστά με το δάχτυλο.
–Άννα γρήγορα, τον τηλεφακό και τον τρίποδα.
Τη στιγμή ακριβώς εκείνη, ξεμυτίζει από τη ράχη του Καπ-Γκρας ένα λεπτό τόξο με χρώμα πορτοκαλί, που κάθε δευτερόλεπτο μεγαλώνει. Ο Μήτσος κι ο Λάμπρος βγάζουν ένα επιφώνημα θαυμασμού, ενώ εμείς με την Άννα είμαστε ήδη έξω από το αυτοκίνητο και με πυρετώδεις κινήσεις στήνουμε τον τρίποδα. Σε λιγότερο από ένα λεπτό η πανσέληνος προβάλλει πάνω από το βουνό σ’ όλο της το μεγαλείο. Απομένουμε απέναντί της μαγεμένοι και την παρακολουθούμε να κατακτάει κάθε στιγμή όλο και περισσότερο τον νυχτερινό ουράνιο θόλο.
ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΔΟΛΙΑΝΩΝ – ΚΡΑΝΙΑΣ
Όταν, πριν χρόνια, αντικρίσαμε για πρώτη φορά το ναό του Τιμίου Σταυρού των Δολιανών, μείναμε έκθαμβοι, δεν περιμέναμε να βρεθούμε μπροστά σ’ ένα τέτοιο κομψοτέχνημα. Από τότε επισκεφθήκαμε αρκετές φορές το μοναστήρι, πάντα με την ελπίδα, ότι θα είχαμε την τύχη να εισδύσουμε και στο εσωτερικό του. Δυστυχώς, εκτός από τις ημέρες των λειτουργιών του (15 και 31 Αυγούστου, 14 Σεπτεμβρίου), το εσωτερικό του ναού σπάνια προσφέρεται στη θέα των ανθρώπων. Θεωρήσαμε λοιπόν εξαιρετική τύχη το γεγονός, ότι με τη μεσολάβηση των φίλων μας του ξενώνα, ο κυρ-Στέλιος -επίτροπος του ναού- προσφέρθηκε να μας ανοίξει.
Ξεκινάμε με κατεύθυνση προς Καλαμπάκα και πέντε ακριβώς χιλιόμετρα μετά, ανηφορίζουμε δεξιά τον καλό χωματόδρομο. Μετά από 700 μέτρα συναντάμε το πέτρινο οικοδόμημα, που ορθώνεται μέσα στο πυκνό ελατό-δασος με βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Το χαρακτηριστικό βέβαια γνώρισμα που κάνει τον ναό ένα αρχιτεκτόνημα μοναδικό στην Ελλάδα είναι οι δώδεκα τρούλοι του, που σε συνδυασμό με τις κόγχες, τους θολίσκους, την τετράκλινη στέγη και τα μικρά παράθυρα, συνθέτουν μια πολυπλοκότητα εντυπωσιακή.
Με το τεράστιο κλειδί ανοίγει ο κυρ-Στέλιος την μοναδική νότια είσοδο του ναού και εισερχόμαστε στο εσωτερικό του. Κι εδώ η κυριαρχία της πέτρας είναι καθολική, στο δάπεδο, στους τοίχους, στους θόλους των τρούλων. Κανένα σημείο του ναού δεν είναι σοβατισμένο ούτε εξωτερικά ούτε εσωτερικά. Πέτρινες είναι και οι κολόνες, που χωρίζουν τον ναό σε τρία κλίτη. Κάθε σειρά αποτελείται από τρεις κολόνες, που είναι κατασκευασμένες σύμφωνα με την τοπική τεχνοτροπία, δηλαδή με μικρούς κυλινδρικούς σπονδύλους από πελεκημένες πέτρες, τοποθετημένες η μια πάνω στην άλλη. Τα παράθυρα των τρούλων είναι πολύ στενά και επιτρέπουν ελάχιστο φως να εισχωρήσει, δημιουργώντας έτσι μια ατμόσφαιρα μυστικιστική. Συμπληρώνουμε τον χαμηλό φωτισμό ανάβοντας με υπομονή τα πολλά κεριά στον κεντρικό πολυέλαιο.
Το τέμπλο του ναού κάποτε ήταν δρύινο σκαλιστό, καταστράφηκε όμως από την πυρκαγιά των Γερμανών τον Οκτώβριο του 1943. Το σημερινό τέμπλο κατασκευάσθηκε το 1985 και είναι έργο του Τρικαλινού ξυλογλύπτη Κώστα Σχοινά. Εξωτερικά ο ναός υπέστη πολλές καταστροφές από την πυρκαγιά των Γερμανών, τόσο στον κεντρικό τρούλο, όσο και στον νάρθηκα και στην τοιχοποιία του. Μετά από αλλεπάλληλες επισκευές άλλοτε επιτυχημένες και άλλοτε όχι -που ξεκίνησαν το 1956 και ολοκληρώθηκαν πριν λίγα χρόνια- αποκαταστάθηκε σε μεγάλο βαθμό η αρχική αρχιτεκτονική φυσιογνωμία του ναού.
Ως πιθανότερη χρονολογία ανέγερσης θεωρείται το 1792. Εκτός από τον ναό του Τιμίου Σταυρού υπήρχαν στην περιοχή ο παλαιότερος ναός του Αγίου Νικολάου (πιθανόν γύρω από το 1700) και η Μονή της Αγίας Ζώνης (περίπου 1750) που έχουν καταστραφεί ολοκληρωτικά από τους Γερμανούς.
Μετά από πολλή ώρα παραμονής στο εσωτερικό βγαίνουμε και θαυμάζουμε τις εξωτερικές λεπτομέρειες της κατασκευής και ιδιαίτερα τα ωραία λιθανάγλυφα, που είναι τα χα-ρακτηριστικότερα διακοσμητικά στοιχεία στην τοιχοποιία της εκκλησίας.
Ευχαριστούμε θερμά τον κυρ-Στέλιο και 100μέτρα από τον ναό στρίβουμε δεξιά για Δολιανά. Μετά από ενάμιση χιλιόμετρο φτάνουμε στον πετρόχτιστο κοιμητηριακό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου των Δολιανών. Εδώ υπάρχει μια μικρή τσιμεντόστρωτη πλατεία με δύο τεράστιες βαλανιδιές, που η μία είναι χτυπημένη από κεραυνό. Αμέσως μετά συναντάμε τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο που σε τρία λεπτά μας οδηγεί στα Δολιανά.
Σε υψόμετρο 1150μ. ο οικισμός, είναι πολύ αραιοκατοικημένος, με 30 περίπου σπίτια χαμένα μέσα στο πράσινο. Στο χώρο υπάρχουν άφθονες καρυδιές. Σ’ όλες σχεδόν τις αυλές καλλιεργούνται οπωροκηπευτικά και ανθίζουν πολλά λουλούδια. Οι κότες κυκλοφορούν ελεύθερες μέσα στην πλούσια πρασινάδα. Σημείο αναφοράς στα Δολιανά είναι το ταβερνάκι του κυρ-Αποστόλη πασίγνωστου σ’όλη την περιοχή με το παρατσούκλι “Μπόμπας“. Το ταβερνάκι πρωτολειτούργησε το 1987 σαν μια μικρή παράγκα και από τότε είναι ανοιχτό χειμώνα-καλοκαίρι. Σήμερα έχει σύγχρονη μορφή, διατηρώντας τη λιτό-τητά του. Ο κυρ-Αποστόλης με την γυναίκα του Στεφανία προσφέρουν λουκάνικα δικά τους, κεμπάπ πρόβειο και μοσχαρίσια μπριζόλα από δικά τους αγελάδια. Το τσίπουρο είναι εξαιρετικό, το συνοδεύουμε με ντόπιο τυρί σαγανάκι και ντομάτα από τον κήπο τους. Εδώ συναντάμε και τους αδελφούς Ηλία και Σωτήρη Καραμπούζη, Σαρακατσαναίους κτηνοτρόφους.
ΣΤΑ ΟΡΕΙΝΑ ΤΩΝ ΔΟΛΙΑΝΩΝ
-Έρχεστε μαζί μας μια βόλτα στα βουνά; προτείνουν οι αδελφοί Καραμπούζη
Μετά τα τσίπουρα στον Μπόμπα πιστεύουμε, πως θα μας κάνει καλό μια ορεινή διαδρομή.
Στριμωχνόμαστε στο σκληροτράχηλο αγροτικό και βγαίνουμε από τα Δολιανά με βόρεια κατεύθυνση, αφήνοντας στα νότια τον δασικό δρόμο που καταλήγει στην Κρανιά. Ο δρόμος είναι δύσβατος, η διαδρομή όμως περνάει μέσα από ωραίο ελατόδασος, με άφθονα νερά και εκτεταμένες υλοτομήσεις. Πέντε σχεδόν χιλιόμετρα πιο πάνω σταματάμε σ’ ένα ξέφωτο που σχηματίζεται σε υψόμετρο 1600 μέτρων ανάμεσα στα ελατοδάση.
Το τοπίο είναι γαλήνιο και η θέα ολόγυρά μας υπέροχη. Πιστεύω πως έχουμε φτάσει στο τέρμα του προορισμού μας, φαίνεται όμως πως τα αδέλφια έχουν διαφορετικά πλάνα.
–Πεταγόμαστε λίγο πιο πάνω να δούμε τις πηγές του Κρανιώτικου ρέματος;
-Πόσο πιο πάνω βρε παιδιά;
-Να, πίσω απ’ το δάσος
Το δάσος μοιάζει αχανές, παρ’ όλα αυτά συμφωνούμε να ξεκινήσουμε. Μετά τα πρώτα δύσκολα λεπτά της προσαρμογής, η πορεία γίνεται ευχάριστη, η διαδρομή μέσα στο δάσος είναι εκπληκτική. Τα έλατα ολόγυρά μας είναι μεγαλόπρεπα, κάποια είναι κεραυνοβολημένα ενώ άλλα είναι πεσμένα στο έδαφος και οι κορμοί τους σαπίζουν στην υγρασία. Μισή ώρα αργότερα φτάνουμε σ’ ένα ξέφωτο πετρώδες και γυμνό, σε υψόμετρο 1700μ. Ο ορίζοντας ανοίγει διάπλατα, με όλο το συναρπαστικό ανάγλυφο της τεράστιας χοάνης του Ασπροποτάμου. Σκλήβα, Καταρραχιάς, Ξεροβούνι, Λάκμος και μακρυά στα ΝΔ ο συμπαγής όγκος των Τζουμέρκων, με την Κακαρδίτσα και τις άλλες πανύψηλες κορυφές. Στα ανατολικά ορθώνονται οι γυμνές ομαλές κορυφές της Τριγγίας, ενώ κάτω χαμηλά διακρίνεται καθαρά σε σχισμή εδάφους, μια λεπτή άσπρη γραμμή. Είναι οι πηγές του Κρανιώτικου ρέματος, που διασχίζει την Κρανιά και πιο κάτω ενώνεται με το κύριο ρεύμα του Ασπροποτάμου.
Επιστρέφοντας με το αυτοκίνητο παίρνουμε νότια κατεύθυνση προς την Κρανιά. Είναι και πάλι μια από τις δασικές διαδρομές με όλα τα συναρπαστικά στοιχεία του Ασπροποτάμου. Όλος ο τόπος είναι γεμάτος μανιτάρια. Κάθε λίγο σταματάμε και μαζεύουμε. Φτάνοντας στην Κρανιά έχουμε ήδη γεμίσει δύο σακούλες με τέσσερα είδη νοστιμότατων μανιταριών. Ο Λάμπρος είναι ενθουσιασμένος και αρχίζει να σκέφτεται σοβαρά να τα εντάξει στα εδέσματα του ξενώνα.
Η Κρανιά είναι το μεγαλύτερο σε έκταση χωριό του Ασπροποτάμου, χτισμένη αμφιθεατρικά στις δύο πλαγιές της χαράδρας, που διασχίζει το Κρανιώτικο ρέμα. Οι δύο βασικοί μαχαλάδες είναι του Αγίου Δημητρίου στην ΝΔ πλαγιά και της Αγίας Παρασκευής στη ΒΑ. Στο “Μεσοχώρι” βρίσκονται τα καφενεία, οι ταβέρνες και τα ενοικιαζόμενα δωμάτια. Το χειμώνα το χωριό σχεδόν ερημώνει, το καλοκαίρι όμως έχει ζωηρή κίνηση. Τους δύο μαχαλάδες συνδέει το μεγάλο κεντρικό μονότοξο γεφύρι, ενώ ωραίο επίσης είναι το γεφύρι του “Γκίκα“, έργα και τα δύο Ηπειρωτών μαστόρων από τα μέσα του 19ου αιώνα. Από τις βρύσες του χωριού πιο επιβλητική είναι η πετρόχτιστη βρύση του “Μούσχου“. Στην προχωρημένη απογευματινή ώρα πίνουμε για λίγο ένα τσιπουράκι στην έρημη πλατεία και μετά επιστρέφουμε στον ξενώνα.
Στην αίθουσα του εστιατορίου το μεγάλο τζάκι είναι ήδη αναμμένο, οι ένοικοι έχουν συ-γκεντρωθεί ολόγυρά του και το απολαμβάνουν. Σε λίγο επιστρέφει και ο Σωτήρης από την καθημερινή βόλτα στα νερά του Ασπροποτάμου, με πενιχρά αποτελέσματα.
–Δυστυχώς δεν έχουμε τίποτε φρέσκο να μαγειρέψουμε, λέει απογοητευμένος.
-Μην ανησυχείς Σωτήρη, απόψε το δείπνο θ’ αποτελείται από προϊόντα του βουνού.
Του παραδίδουμε τις δύο σακούλες με τα μανιτάρια και η Άννα συσκέπτεται για λίγο μαζί του, προτείνοντάς του δύο διαφορετικούς τρόπους παρασκευής.
–Εντάξει, λέει ο Σωτήρης μ’ ένα αινιγματικό χαμόγελο και εξαφανίζεται στην κουζίνα του.
Μετά από λίγη ώρα μας παρουσιάζει το πρώτο πιάτο με μανιτάρια που έχουν παρασκευασθεί με κρέμα γάλακτος και αμέσως μετά μας φέρνει τηγανιτά μανιτάρια με κομματάκια μελιτζάνα, κρεμμυδάκι και κόκκινη σάλτσα.
–Εσύ του υπέδειξες αυτή τη συνταγή; ρωτάω έκπληκτος την Άννα.
–Όχι, μου απαντάει, μόνος του την εφεύρε.
Στο μεταξύ οι αδελφοί Καραμπούζη, φανατικοί οπαδοί του κρέατος ως κτηνοτρόφοι, μας παρακολουθούν αμίλητοι να τρώμε τα μανιτάρια, περιμένοντας υπομονετικά να έρθουν τα κρέατα που έχουν παραγγείλει. Ξαφνικά ο Σωτήρης Καραμπούζης παίρνει και δοκιμάζει ένα μανιτάρι και μετά ακόμα ένα. Δίπλα του ο αδελφός του ο Ηλίας τον παρακολουθεί κατάπληκτος
–Δεν είναι βέβαια κρέας αλλά δεν είναι κι άσχημα, λέει ο Σωτήρης και εξακολουθεί να τρώει μανιτάρια
Ξεσπάμε όλοι σε γέλια και συγχαίρουμε τον φανατικό κρεατοφάγο για την ιστορική του απόφαση, ενώ ο αδελφός του κουνάει το κε-φάλι του και του ρίχνει βλέμματα επιτιμητικά. Στο μεταξύ ο Σωτήρης εξακολουθεί να μας καταπλήσσει με την φαντασία του, φέρνοντας αλληλοδιαδόχως μανιτάρια τηγανιτά, γεμιστά με κιμά και ψητά με ψιλοκομμένο μαϊντανό, σκορδάκι και φρέσκο βούτυρο.
Δίπλα μας μια πενταμελής παρέα Αθηναίων αρκείται σε παϊδάκια και μπριζόλες. Τους προσφέρουμε μερικά και ενθουσιάζονται. (Την επόμενη μέρα, σε μια εξόρμησή τους στο βουνό, επιστρέφουν με τα δικά τους μανιτάρια).
ΣΤΑ ΥΨΙΠΕΔΑ ΚΑΙ στους ΔΑΣΙΚΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΠΟΛΥΘΕΑΣ
Η Πολυθέα είναι ένα όμορφο αμφιθεατρικό χωριό που -έστω και από ελάχιστες οικογένειες- δεν παύει να κατοικείται το χειμώνα. Απέχει μόλις τρία χιλιόμετρα από το κομβικό σημείο “Τρία Ποτάμια“, εμείς όμως επιχειρούμε μια προσέγγιση μέσω της δα-σικής διαδρομής, που συνδέει την Πολυθέα με την Κρανιά και αναπτύσσεται περίπου πα-ράλληλα με το κεντρικό οδικό δίκτυο. Είναι μια διαδρομή με πλούσια δάση και εξαιρετικές θέσεις θέας σε κάθε σημείο του ορεινού ορίζοντα.
Φτάνουμε στην Πολυθέα και με κατεύθυνση Ν-ΝΔ παίρνουμε ένα καλό χωματόδρομο, που περνάει από την τοποθεσία “Κήπια“. Είναι η περιοχή, όπου παλιότερα κάθε οικογένεια της Πολυθέας όριζε ένα κομμάτι γης οροθετημένο με “αβραγιές” (ξερολιθιές). Σ’ αυτά τα μικρά κομμάτια καλλιεργούντο πατάτες, φασόλια, ντομάτες και άλλα κηπευτικά με ντόπιους σπόρους, που διατηρούσαν σε βάθος χρόνου αναλλοίωτα τα χαρακτηριστικά της κάθε ποικιλίας.
Διασχίζουμε το “Ρέμα του Γιαννάκη” με μι-κρό καταρράχτη και λιμνούλα και μετά από δύο χιλιόμετρα φτάνουμε στη θέση “Γκιάρι“, με θαυμάσια θέα προς το χωριό και τον γύρω ορίζοντα. Εδώ βρίσκεται ξύλινο κιόσκι και βρύση με γλυπτή σύνθεση από μεγάλιθους, που δημιουργήθηκε την περασμένη δεκαετία
–Μπορούμε να συνεχίσουμε τον δασικό δρόμο και να φτάσουμε ως την άσφαλτο κοντά στη Μηλιά, λέει ο Λάμπρος. Πρώτα όμως προτείνω να επισκεφθούμε μια ορεινή στάνη και τυροκομείο στα υψίπεδα της Πολυθέας.
Επιστρέφουμε στο χωριό και με κατεύθυνση Ν-ΝΑ παίρνουμε έναν δύσβατο δρόμο, που ανηφορίζει παράλληλα με το ρέμα του Γιαννάκη. Τρία περίπου χιλιόμετρα πιο πάνω ο Λάμπρος σταματάει μπροστά σ’ ένα μονοπάτι, που μετά από λίγο μας οδηγεί σ’ ένα ξέφωτο με θέα πανοραμική.
-Δεν σας έφερα μόνον για τη θέα αλλά κυρίως για να σας δείξω αυτό το πέτρινο αλώνι, λέει ο φίλος μας.
Είναι πράγματι ένα μικρό πέτρινο αλώνι σε υψόμετρο 1300 μέτρων. Οι πλάκες που αποτελούν την επίπεδη επιφάνειά του -αν και χορταριασμένες- είναι ευδιάκριτες και διατηρούνται σε αρκετά καλή κατάσταση.
Η ύπαρξη αυτού του αλωνιού σε τόση από-σταση από το χωριό και μάλιστα σε τέτοιο υψόμετρο, είναι στ’ αλήθεια κάτι ασυνήθιστο
Συνεχίζουμε την ανηφορική διαδρομή μας, τα έλατα αραιώνουν συνεχώς και μετά από δυόμισι χιλιόμετρα ο δρόμος σταματάει σε βοσκοτόπια, σε υψόμετρο 1500 περίπου μέτρων. Εδώ βρίσκεται η στάνη και το τυροκομείο του Σταθόπουλου από την Πολυθέα. Ο τοίχος του παλιού πετρόχτιστου έχει καταπέσει από τα χιόνια. Το νέο τυροκομείο είναι χτισμένο λίγο πιο πέρα με τσιμεντόλιθους. Είναι ένας ωραίος τόπος με ομαλές πλαγιές και θέα εξαιρετική σ’ ένα ευρύτατο ορίζοντα. Από παντού ξεπροβάλλουν οι πανύψηλες κορυφές της Νότιας Πίνδου ενώ στ’ ανατολικά μας ορθώνεται ο όγκος του “Καπ-Γκρας” (βλάχικη ονομασία που σημαίνει “Χοντρό Κεφάλι”), με υψόμετρο 1938μ.
Από κάθε σημείο του οροπεδίου αναβλύζουν νερά και βέβαια δεν λείπει η ποτίστρα για τα ζώα. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της περιοχής είναι τα άφθονα χαράγματα στις λείες επιφάνειες των βράχων, με παλιές χρονολογίες και ονόματα, που λαξεύτηκαν υπομονετικά στις ατέλειωτες ώρες μοναξιάς των κτηνοτρόφων. Εγκαταλείπουμε τον υπέροχο αυτό τόπο και επιστρέφουμε στην Πολυθέα. Ξαναπερνάμε από τη θέση θέας και το κιόσκι και παίρνουμε το δασικό δρόμο με κατεύθυνση Ν-ΝΑ. Είναι μια διαδρομή από τις ωραιότερες που έχουμε συναντήσει, με έλατα, σφενδάμια, πλατάνια και πεύκα, ρεματιά με πλούσια νερά και βλάστηση οργιαστική.
Το οδόστρωμα είναι γενικά αξιόπιστο, τη χει-μερινή όμως περίοδο είναι πιθανόν τα συμβατικά αυτοκίνητα να συναντήσουν δυσκολίες από τις λάσπες.
Στα 6,7 χλμ από την Πολυθέα στρίβουμε δεξιά και συνεχίζουμε να κατηφορίζουμε. Τα έλατα έχουν ήδη αραιώσει, αρχίζει η κυριαρχία της δρυός.
Τρία χιλιόμετρα πιο κάτω ο δασικός δρόμος τελειώνει, φτάνουμε στην άσφαλτο, μετά από μια εξαίσια διαδρομή 9,8 συνολικά χιλιομέτρων από την Πολυθέα.
ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ ΣΤΟ ΧΑΛΙΚΙ ΣΤΟ ΕΛΕΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑΣ
Για δύο συνεχόμενες μέρες μας συντροφεύει ικανοποιητική ηλιοφάνεια, η ζέστη όμως, ιδιαίτερα τις μεσημβρινές και απογευματινές ώρες, είναι αφύσικη γ’ αυτή την εποχή. Τα μετεωρολογικά δελτία προαναγγέλλουν ακραία καιρικά φαινόμενα και ήδη στον ουρανό συσσωρεύονται τα πρώτα σύννεφα. Ωστόσο αυτό δεν εμποδίζει τον φίλο μας Άγγελο Σινάνη από την Ελάτη, να διανύσει με τη μηχανή του τα 52 χλμ που μας χωρίζουν και να έρθει να μας συναντήσει. Ζώντας ο Άγγε-λος χρόνια τώρα στην Ελάτη έχει δημιουργήσει εκεί το “Λίκνο” ένα εξαίρετο κατάστημα με μια τεράστια ποικιλία βιολογικών και ντόπιων προϊόντων, καλαίσθητων ειδών δώρου και πληρέστατη βιβλιοθήκη με χάρτες, περιηγητικούς οδηγούς και βιβλία φυσιολατρικού περιεχομένου. Μαζί του έχουμε επανειλημμένα περιηγηθεί την περιοχή και έχουμε ανακαλύψει μερικές από τις ωραιότερες τοποθεσίες.
-Προτείνω να κινηθούμε προς το Στεφάνι, για να γνωρίσετε την δασική διαδρομή από Στεφάνι προς Ανθούσα, λέει ο φίλος μας.
Μπαίνουμε στο SUZUKI JIMNY και ξεκινάμε με κατεύθυνση προς Καλαμπάκα. Στα 7,4 χλμ. από τον ξενώνα εγκαταλείπουμε το κεντρικό οδικό δίκτυο και στρίβουμε αριστερά για Στεφάνι, που άλλοτε λεγότανε “Σκληνιάσα”. Ο δρόμος ακολουθεί πορεία παράλληλη με το “Σκληνιασιώτικο ρέμα”, που διατηρεί την παλιά του ονομασία. Μετά την ασφάλτινη διαδρομή των 5,5 χλμ. μεσολαβεί καλός χωματόδρομος ενός χιλιομέτρου, που μας φέρνει στο Στεφάνι.
Με υψόμετρο 1320 μέτρων στην πλατεία, το Στεφάνι είναι ο ορεινότερος οικισμός του Ασπροποτάμου. Τα σπίτια δεν ξεπερνούν τα 50 και είναι όλα μαζεμένα σε μια μικρή πλαγιά με ΝΑ προσανατολισμό, που είναι κυκλωμένη από κατάφυτα βουνά. Οι σκεπές των σπιτιών, όπως και της εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής, αποτελούνται από λαμαρίνα για προστασία από το χιόνι του χειμώνα.
Στην ωραία πλακόστρωτη πλατεία του χωριού η ταβέρνα της κυρα-Λένης είναι ανοιχτή και το τζάκι αναμμένο. Πίνουμε ένα τσιπουράκι και την παρακολουθούμε να ετοιμάζει τον “μπλαστό”, παραδοσιακή βλάχικη πίτα με διάφορα χόρτα, όπως πράσα, τσουκνίδες, λάπατα, κρεμμυδάκι φρέσκο και άνηθο, που αντί για φύλλο περιβάλλονται με καλαμποκάλευρο.
-Καθίστε. Σε μία ώρα θα είναι έτοιμη, μας λέει η γυναικούλα
Τζάκι αναμμένο, τσιπουράκι, έξω βαριά σύννεφα και κρύο. Μα πάνω απ’ όλα η προοπτική αυτής της θαυμάσιας πίτας, εδώ στο Στεφάνι του Ασπροποτάμου. Ένα τέλειο σκηνικό για χαλάρωση και αυθεντικές αν-θρώπινες στιγμές. Εμείς όμως, πιστοί στο πρόγραμμα της ημέρας – που σε τελική ανά-λυση εμείς οι ίδιοι έχουμε εκπονήσει -, αρνούμαστε αυτή την πρόσκληση, γυρίζουμε την πλάτη στο ορμέμφυτό μας και ακολουθούμε τη λογική. Αποχαιρετάμε την κυρα-Λένη και δίνουμε αόριστες υποσχέσεις για κάποια επόμενη φορά.
Κατηφορίζουμε από το Στεφάνι και αμέσως μετά παίρνουμε αριστερά (βόρεια) τον δα-σικό δρόμο για Ανθούσα. Το οδόστρωμα είναι απόλυτα αξιόπιστο, η διαδρομή εξελίσσεται γύρω μας με απερίγραπτη ομορφιά, αρχικά με άφθονες ιτιές γύρω από το ρέμα και μετά με πυκνά έλατα και τεράστια μαύρα πεύκα και οξυές, που συναγωνίζονται μεταξύ τους σε μέγεθος και μεγαλοπρέπεια.
Στα 6,5 χλμ. συναντάμε πάνω στο δρόμο μια βρυσούλα σε κορμό δέντρου, ενώ στα 9,2 χλμ. ακριβώς φτάνουμε στον αυχένα σε υψόμετρο 1700 μέτρων. Στο σημείο αυτό υπάρχει μια καθοριστική διασταύρωση. Αριστερά (νότια) ο δρόμος κατηφορίζει προς την Ανθούσα, ενώ δεξιά (δυτικά) ανηφορίζει προς διάφορες κατευθύνσεις, είτε προς την Κατάρα είτε προς το Μέτσοβο μέσω Ανήλιου (30χλμ.) είτε προς το Χαλίκι. Μελετάμε για λίγο τον χάρτη αναποφάσιστοι
-Η απόφαση είναι δική σας, λέει ο Άγγελος. Αν ακολουθήσουμε το αρχικό πλάνο, τότε θα κατηφορίσουμε αριστερά και μετά από 10 περίπου χιλιόμετρα καταπληκτικής διαδρομής θα φτάσουμε στην Ανθούσα. Αν όμως θέλετε να βρεθούμε στα γυμνά υψίπεδα της Ρόνας, πάνω από τις πηγές του Ασπροποτάμου, τότε θα πάρουμε την κατεύθυνση για Μέτσοβο, και ενδιάμεσα θα κατηφορίσουμε για Χαλίκι.
Αυτή η δεύτερη προοπτική δείχνει πιο συναρπαστική, μηδενίζουμε λοιπόν την ένδειξη στο οδόμετρο και αποφασίζουμε να την ακολουθήσουμε. Ανηφορίζουμε δεξιά και μετά από λίγο, οι αγαθές σχέσεις που είχαμε ως τώρα με το οδόστρωμα, παύουν να ισχύουν, ο δρόμος γίνεται δύσβατος. Στα 1, 6 χλμ. συναντάμε δεξιά μας ένα δρόμο που οδηγεί προς το Χιονοδρομικό Κέντρο Ανηλίου. Εμείς συνεχίζουμε αριστερά, στην τοποθεσία “Οξυά Δεσπότη”, όπου βρίσκεται ένα από τα σημαντικότερα αμιγή δάση οξυάς. Συναντάμε ένα μαντρί και αμέσως μετά ανήφορο με μαλακό χώμα και φοβερή λάσπη που την ξεπερνάμε με τετρακίνηση. Φτάνουμε σ’ έναν αυχένα σε υψόμετρο 1850 μ., με βοσκοτόπια ανάμεσα στις οξυές. Το τοπίο είναι ειδυλλιακότατο, ήδη όμως ο καιρός που μας απειλεί από το πρωί κάνει πιο συγκεκριμένες τις απειλές του. Ο ουρανός μαυρίζει απ’ άκρη σ’ άκρη, τα σύννεφα χαμηλώνουν πάνω απ’ τα κεφάλια μας, οι κορυφές του Λάκμου εξαφανίζονται πίσω απ’ την αντάρα. Οι πρώτες αστραπές αυλακώνουν το σκοτεινό στερέωμα, η καταιγίδα καταφθάνει από στιγμή σε στιγμή.
Ξεσπάει με απίστευτη σφοδρότητα. Μπροστά μας παύουν πια να ξεχωρίζουν οι σταγόνες. Είναι ένα συμπαγές υδάτινο τείχος, που σαρώνει τη γη και το αυτοκίνητο με θόρυβο εκκωφαντικό. Μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα κάθε έννοια δρόμου εξαφανίζεται, το χωμάτινο οδόστρωμα μεταβάλλεται σ’ ένα ορμητικό χείμαρρο με χαντάκια, που κάθε στιγμή γίνονται όλο και πιο βαθιά και επικίνδυνα.
Με μηδενική σχεδόν ταχύτητα και με ελάχιστη ως ανύπαρκτη ορατότητα προσπαθώ να τιθασεύσω τον κατηφορικό δρόμο, που μόνον κατ’ ευφημισμόν πια θεωρείται δρόμος. Συνεχίζουμε την αγωνιώδη πορεία μας και στα 8,5 χλμ. συναντάμε τη διασταύρωση, που δεξιά οδηγεί στο Μέτσοβο, ενώ αριστερά κατηφορίζει στο Χαλίκι.
Η βροχή συνεχίζει να πέφτει με αμείωτη ένταση, ο δρόμος μού φαίνεται ατέλειωτος, κάποτε όμως αντικρίζουμε κάτω χαμηλά ένα τμήμα απ’ το Χαλίκι. Μπαίνουμε στο χωριό τη στιγμή που το οδόμετρο δείχνει 16χλμ. από τον αυχένα πάνω από το Στεφάνι. Γι αυτά τα 16 χλμ. χρειαστήκαμε συνολικά πάνω από δύο ώρες.
Από την πλακόστρωτη πλατεία του Χαλικιού το νερό κυλάει ορμητικά. Τσαλαβουτώντας μέσα στη βροχή τρέχουμε να βρούμε καταφύγιο στο ταβερνάκι της κυρα-Μαρίας. Βγάζουμε τα μπουφάν και τα αραδιάζουμε να στεγνώσουν στο αναμμένο τζάκι. Ύστερα παραγγέλλουμε στην κυρα-Μαίρη ένα τσιπουράκι …
ΡΟΝΑ, ΣΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΑΣΠΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
Αν θα θέλαμε να προσδιορίσουμε τις πηγές του Ασπροποτάμου -και κατ’ επέκταση του Αχελώου- θα έπρεπε πρώτα να έχουμε υπόψη μας- έστω και συνοπτικά- τα όρια της λεκάνης απορροής του. Η λεκάνη αυτή είναι μια ευρύτατη ορεινή περιοχή που περικλείεται ανάμεσα στις πανύψηλες κορυφές της Νότιας Πίνδου. Πιο συγκεκριμένα, τα βουνά αυτά στα δυτικά είναι ο Λάκμος (Περιστέρι), η Κακαρδίτσα και τα Τζουμέρκα, στα νότια το Αυγό με τις κορυφές Μαρόσα και Λουπάτα, στα ανατολικά η Τριγγία και στα βόρεια ο Κέδρος και τα υψίπεδα της Ρόνας. Αναρίθμητες πηγές αναβλύζουν από όλο αυτό τον ορεινό όγκο, που αμέσως μετά μεταμορφώνονται σε ρυάκια, ρέματα και παραπόταμους. Μένει άναυδος κανείς από την πολυπλοκότητα, τον αριθμό των μικρών και μεγάλων ρεμάτων αλλά και την ποσότητα του νερού, που μοιάζει να είναι ανεξάντλητη.
Είναι αυτονόητο, ότι κάθε συγκέντρωση και ροή νερού σ’ αυτή την τεράστια περιοχή, αποτελεί στην ουσία το σύμπλεγμα των πηγών του Ασπροποτάμου-Αχελώου. Παραδοσιακά όμως, οι πιο ονομαστές πηγές του Ασπροποτάμου τοποθετούνται στα υψίπεδα της Ρόνας, πάνω από το Χαλίκι. Εκεί, κατά τους θρύλους, ζούσαν τα τρία ποτάμια-αδέλφια: ….ο Άσπρος που ήταν ο μεγαλύτερος, ο Σαλαμπριάς (Πηνειός) και ο Άραχθος. Μια μέρα μάλωσε ο Άσπρος με τους δύο μικρό-τερους κι εκείνοι θύμωσαν και αποφάσισαν να τον εγκαταλείψουν. Σηκώθηκαν τη νύχτα και πήραν τον κατήφορο, ο Άραχθος προς τα Γιάννενα και ο Σαλαμπριάς προς τα Τρίκαλα. Ξύπνησε την αυγή ο Άσπρος, δεν τους βρήκε και άρχισε να τους ψάχνει. Έσκιζε τα βουνά αναζητώντας τους, μέσα στην στεναχώρια του όμως πήρε λάθος δρόμο και όταν έφτασε στη θάλασσα του Ιονίου ήταν αργά, δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω…..
Έχοντας τον Κώστα Δεληδήμο από το Χαλίκι για οδηγό μας, ξεκινάμε μπροστά από τον ξενώνα του Χαλικίου για τις πηγές της Ρόνας. Παίρνουμε βόρεια κατεύθυνση προς το Μέτσοβο, αυτόν τον χωματόδρομο-χείμαρρο, που λίγες μέρες πριν κατηφορίζαμε με την καταιγίδα. Στα 3χλμ. συναντάμε αριστερά στο δρόμο ωραία πέτρινη βρύση, στα 3,9 χλμ. τσιμεντένιο γεφυράκι και αμέσως μετά στρίβουμε δεξιά. Ο δρόμος είναι δύσβατος και μετά την τελευταία βροχή, πολύ λασπωμένος. Στα 6,4χλμ. διασχίζουμε για πρώτη φορά το ρέμα που κατεβαίνει απ’ τις πηγές, ενώ λίγο αργότερα, στα 7,3χλμ., ο δρόμος τερματίζει. Βρισκόμαστε σ’ ένα μικρό λιβάδι, ανάμεσα σε έλατα και οξυές, σε υψόμετρο 1285μ. Αφήνουμε το αυτοκίνητο και ανηφορίζουμε το μονοπάτι μέσα στη ρεματιά, ανάμεσα σε οξυές και έλατα. Η κλίση του εδάφους είναι έντονη, το ρέμα κατηφορίζει μέσα στην κοίτη του ορμητικό και βουερό. Μερικές φορές ξεστρατίζουμε λίγο από το μονοπάτι για να φτάσουμε σε μικρούς αλλά ωραίους καταρράχτες. Η πρόσβαση όμως είναι δύσκολη και σε μερικά σημεία επικίνδυνη. Είναι ένα απ’ αυτά τα ανώνυμα ρέματα του Ασπροποτάμου, που βρίσκονται στα αρχικά στάδια της δημιουργίας τους, που κατρακυλούν ζωηρά σε απόκρημνες πλαγιές, πριν τιθασευτεί η ορμή τους στις ήπιες ρεματιές. Μακριά από δασικούς και ασφαλτοστρωμένους δρόμους, μακριά από τα μάτια των ανθρώπων, τα ρέματα αυτά είναι ο μυστικός και προαιώνιος τροφοδότης του μεγάλου ποταμού Αχελώου. Η βλάστηση ολόγυρα οργιάζει, απείραχτη από χέρι ανθρώπου.
Είκοσι λεπτά μετά την αναχώρησή μας συναντάμε ένα δεύτερο λιβάδι και μετά απ’ αυτό ξαναμπαίνουμε στη ρεματιά, με αλλεπάλληλους και πάλι καταρράχτες. Είναι μια πορεία συναρπαστική, που ήταν αδύνατον να υποψιαστούμε την ομορφιά της, όταν από μακριά αντικρίζαμε τις πλαγιές της Ρόνας.
Το μονοπάτι ξαναβγαίνει από τη ρεματιά και απομακρύνεται, βγαίνουμε από τη σκιά και ανηφορίζουμε για 200 περίπου μέτρα σ’ ένα ξέφωτο. Μετά την εξουθενωτική βλάστηση πάνω απ’ τα κεφάλια μας ο ορίζοντας ξανανοίγει, αποκαλύπτεται στα Δ-ΝΔ το Περιστέρι και οι γειτονικές του κορυφές. Το μονο-πάτι αν και χρησιμοποιημένο, δεν είναι πάντα ευδιάκριτο μέσα στις πανύψηλες φτέρες. Έτσι, για να μην απροσανατολισθεί κανείς, πρέπει σύντομα να πάρει και πάλι πορεία παράλληλη με το ρέμα, αφήνοντάς το αριστερά, 100 περίπου μέτρα χαμηλότερα.
Διασχίζουμε την κατάφυτη με καφετιές φτέρες πλαγιά και σε λίγα λεπτά εισχωρούμε σε πυκνό δάσος οξυάς. Εδώ τερματίζει το μονοπάτι, πολύ κοντά απέναντί μας στα Β-ΒΑ ορθώνεται μια απότομη πλαγιά σε σχήμα χοάνης, κατάφυτη με χαμηλή βλάστηση.
Στο κέντρο της δεσπόζει ένα συγκρότημα μεγάλων χαρακτηριστικών βράχων. Βρισκόμαστε ήδη στην περιοχή των πηγών της Ρόνας, σε υψόμετρο 1500μ. λίγο πιο κάτω από τα υψίπεδα, που μερικές μέρες πριν μας βρήκε η μεγάλη καταιγίδα.
Καθισμένοι κάτω από τα δέντρα της οξυάς, παρακολουθούμε δίπλα μας το ρυάκι, όπως κατηφορίζει ήσυχα ανάμεσα στις πέτρες. Ο ήχος του είναι ένα σιγανό μουρμουρητό. Είναι αδύνατον να πιστέψουμε, πως μερικές εκατοντάδες μέτρα παρακάτω, το ίδιο αυτό ρυάκι γίνεται ρέμα βουερό, με ατίθαση ροή και καταρράχτες. Είναι βέβαιο, πως αν από το σημείο αυτό ανηφορίσουμε για λίγο πλάϊ στο ταπεινό του αργοκύλισμα, θα βρεθούμε μετά από μερικά λεπτά στις αρχικές πηγές του, εκεί που η γη πρωταρχίζει να δακρύζει.
Σκύβουμε και πίνουμε από το θεϊκό, αμόλυντο νερό.
Και μοιάζει αυτό το ξεδίψασμα μ’ ένα μικρό προσκύνημα στη Φύση, στον τόπο γέννησης του Ασπροποτάμου, του θρυλικού Αχελώου.
ΣΤΑ ΥΨΙΠΕΔΑ ΤΗΣ ΤΡΙΓΓΙΑΣ
Ο φίλος μας ο Κυριάκος από το Βόλο, σύντροφος σε πολλές εξορμήσεις, φανατικός περιπατητής και ορειβάτης, μαθαίνει ότι βρισκόμαστε στον Ασπροπόταμο και σπεύδει να μας συναντήσει.
-Έχετε πάει προς τα υψίπεδα της Τριγγίας;
-Όχι, έχουμε φτάσει ως τα Κονάκια, λίγο πάνω από την Κρανιά.
-Ωραία λοιπόν, ας πάμε μια βόλτα στα ψηλώματα.
Από το κεντρικό οδικό δίκτυο του Ασπροποτάμου κατευθυνόμαστε προς την Κρανιά και 1 χλμ. πιο πάνω συναντάμε τα πρώτα σπίτια του οικισμού. Διασχίζουμε το χωριό και στα 3,2 χλμ. συναντάμε μια διασταύρωση, που στα δεξιά μας οδηγεί στην γέφυρα Γκίκα, ενώ αριστερά ανηφορίζει για Παλιοχώρι και Κονάκια. Στρίβουμε αριστερά και στα 5 χλμ. ακριβώς βρισκόμαστε στα Κονάκια.
Είναι ένας οικισμός, που έχει δημιουργηθεί από Σαρακατσάνους κτηνοτρόφους και χρησιμοποιείται μόνον κατά την θερινή περίοδο. Αποτελείται από καμιά σαρανταριά ξύλινα σπιτάκια με τσίγκινες σκεπές. Ήδη την εποχή αυτή επικρατεί απόλυτη ηρεμία, μόνον μια καμινάδα καπνίζει στον οικισμό.
Συνεχίζουμε τον ανηφορικό και αξιόπιστο δρόμο πάνω απ’ τα Κονάκια ανάμεσα σε αμιγή ελατοδάση. Κάτω χαμηλά είναι η βαθιά χαράδρα του Κρανιώτικου, ενός από τους κύριους παραποτάμους του Ασπροποτάμου.
Στα 5,9 χιλμ. από την άσφαλτο εγκαταλείπουμε το οδικό δίκτυο που οδηγεί στο Παλιοχώρι και στρίβουμε αριστερά, σε μια κλειστή και απότομη στροφή. Ήδη οι κλίσεις γίνονται εντονότερες, στο οδόστρωμα δημιουργούνται βαθιά νεροφαγώματα, μόνον αυτοκίνητα με τετρακίνηση μπορούν να συνεχίσουν. Ο δρόμος στενεύει, γίνεται ακόμη πιο δύσβατος, καθώς κερδίζουμε υψόμετρο, ο γκρεμός από κάτω μας γίνεται όλο και πιο χαοτικός.
Λίγο πιο πάνω οι κλίσεις ομαλοποιούνται, αντικρίζουμε για πρώτη φορά στα Α-ΒΑ την γυμνή, στρογγυλεμένη κορυφή της Τριγγίας. Σε απόσταση 12 χλμ. από την άσφαλτο, βρισκόμαστε ήδη σε υψόμετρο 1800μ. Ολόγυρά μας εκτείνονται απέραντα βοσκοτόπια, είναι μια έκταση με ήπιες κλίσεις, που η μοναδική της βλάστηση είναι το χορταράκι.
Λίγο χαμηλότερα, σ’ ένα ομαλό προστατευμένο οροπέδιο, διακρίνεται μια στάνη. Είναι το τυροκομείο των αδελφών Καραμπούζη, που μόλις πριν λίγες μέρες έχουν εγκαταλείψει το βουνό, επιστρέφοντας στην περιοχή του Τιρνάβου για να ξεχειμωνιάσουν.
Βγαίνουμε από το αυτοκίνητο και αμέσως μας χτυπάει ένα ψυχρό αεράκι. Σ’ αυτό το υψόμετρο, που πλησιάζει τα 2000μ. η θερμοκρασία είναι πολύ διαφορετική από αυτήν που επικρατεί γύρω από τα χωριά του Ασπροποτάμου. Ενώ εμείς αποθαυμάζουμε το υπερθέαμα της λεκάνης του Ασπροποτάμου, ο φίλος μας ο Κυριάκος έχει στραμμένο επίμονα το βλέμμα του στην κορυφή της Τριγγίας.
–Λέω να πεταχτούμε δυο λεπτά ως εκεί πάνω, έτσι για να ρίξουμε μια ματιά και προς τον κάμπο των Τρικάλων.
Είναι πέντε το απόγευμα, η υψομετρική διαφορά που μας χωρίζει από την κορυφή είναι 350μ., ο χρόνος που απαιτείται για την ανάβαση και την επιστροφή, είναι περίπου δύο ώρες. Το πιο δυσάρεστο είναι, ότι με τη συννεφιά που επικρατεί, το φως της μέρας είναι ήδη λιγοστό. Το πιθανότερο είναι, ότι κατά τη διάρκεια της επιστροφής μας θα μας προλάβει η νύχτα.
-Κι εγώ θα ήθελα ν’ ανεβώ στην κορυφή της Τριγγίας, λέει η Άννα. Θα προτιμούσα όμως να ήταν μια ανάβαση ευχάριστη, χωρίς άγχος, που θα μας εξασφάλιζε και κάποια καλή φωτογραφία.
Συμφωνώ απόλυτα μαζί της, ούτε και εγώ θα ήθελα να είναι απλά μια ανάβαση για την ανάβαση.
-Τα επιχειρήματά σας είναι λογικά, λέει ο Κυριάκος. Με ξέρετε όμως τόσα χρόνια, οι κορυφές με τραβάνε σαν μαγνήτης.
Χωρίς καθυστέρηση παίρνει ένα ελαφρύ μπουφάν και ξεκινάει. Τον παρακολουθούμε έτσι όπως απομακρύνεται, με βήμα ζωηρό και ανάλαφρο. Χάνεται για δύο λεπτά σε μια κοιλότητα του εδάφους κι ύστερα ξαναβγαίνει και πάλι στο μονοπάτι, που τραβερσάρει ανηφορικά την πετρώδη πλαγιά της Τριγγίας. Αλλά κι εμείς από την πλευρά μας δεν παραμένουμε απολύτως αδρανείς. Κατηφορίζουμε προς τη στάνη και μετά ανεβαίνουμε στην ομαλή κορυφή που υψώνεται πιο πάνω. Εδώ, σε υψόμετρο 1900 περίπου μέτρων, έχουν ορθώσει μια πέτρινη στήλη που ξεπερνά σε ύψος το μπόι ενός ανθρώπου. Αυτές οι λίθινες κατασκευές -που σ’ ένα βαθμό θυμίζουν τα αρχαία μενίρ -είναι πολύ δημοφιλείς σε κορυφές βουνών ή σε σημεία εκτεθειμένα στους ανέμους, σε διάφορες περιοχές του κόσμου. Την πιο εντυπωσιακή τέτοια συγκέντρωση, με χιλιάδες λίθινες κατασκευές κάθε μεγέθους και μορφής, έχω αντικρίσει πριν πολλά χρόνια στο Βόρειο Ακρωτήριο, στις εσχατιές της Νορβηγίας. Είναι κάτι σαν παράδοση για τους πολυάριθμους επισκέπτες της αφιλόξενης αυτής περιοχής του πλανήτη, να πυργώνουν τα δικά τους πέτρινα μνημεία πριν ν’ αναχωρήσουν για τις πατρίδες τους. Αν το μνημείο αντέξει στους φοβερούς ανέμους του Βόρειου Ακρωτηρίου, είναι γραφτό μια μέρα ο επισκέπτης να επιστρέψει.
Ο συμβολισμός βέβαια διαφέρει από χώρα σε χώρα, πάντα όμως σε μια τέτοια κατασκευή ενυπάρχει η επιθυμία του ανθρώπου ν’ αντισταθεί στη μανία των στοιχείων της φύσης και ιδιαίτερα των ανέμων.
Δέκα λεπτά πριν τις έξι κι ενώ το φως λιγοστεύει διαρκώς, διακρίνεται στις γυμνές πλαγιές της Τριγγίας ένα μικροσκοπικό σημαδάκι. Είναι ο φίλος μας ο Κυριάκος, που έχει αγνοήσει εντελώς το μονοπάτι και κατεβαίνει κατακόρυφα. Στις 6:10΄ακριβώς, 1 ώρα και 15΄μετά την αναχώρησή του, βρίσκεται κοντά μας ζωηρός και ακμαίος, σαν να μη βάδισε καθόλου. Είναι βέβαιο, πως σε μια τέτοια φρενήρη πορεία, δεν θα μπορούσαμε να τον ακολουθήσουμε.
Η ΠΛΗΞΗ ΕΙΝΑΙ ΑΓΝΩΣΤΗ ΣΤΟΝ ΑΣΠΡΟΠΟΤΑΜΟ
Οι μέρες στην περιοχή του Ασπροποτάμου κυλάνε με τρόπο συναρπαστικό, στις ακροποταμιές, στους οικισμούς, στα υψίπεδα και στα δάση. Είναι μια απίστευτη ποικιλία εικόνων και παραστάσεων, που είναι αδύνατον να περιγραφούν με λεπτομέρειες. Ένα από τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία της περιοχής είναι οι αναρίθμητες βρύσες και πηγές που τρέχουν ασταμάτητα, όχι μόνον στους οικισμούς αλλά και σε πολλά σημεία του δασικού συμπλέγματος. Ο επισκέπτης του Ασπροποτάμου είναι αδύνατον να διψάσει, σε όποιο σημείο κι αν βρεθεί. Φυσικά η ποιότητα του νερού είναι κορυφαία, η καθαρότητα των ρυακιών και των ρεμάτων είναι απίστευτη. Δεν είναι λίγες οι φορές που αγνοούμε τις βρύσες των ανθρώπων, προτιμάμε να σβήνουμε τη δίψα μας στη φυσική ροή του νερού ανάμεσα στις πέτρες.
Ο καιρός συναγωνίζεται σε ποικιλία το τοπίο. Όποιες και να ‘ναι όμως οι συνθήκες -ήλιος, βροχή, συννεφιά ή ομίχλη- ο Ασπροπόταμος έχει πάντα μια ιδιαίτερη γοητεία.
Οι καθημερινές μας περιηγήσεις διαρκούν από το πρωί ως το τελευταίο φως της μέρας. Πριν ξεκινήσουμε απολαμβάνουμε ένα κορυφαίο πρόγευμα και θαυμάσιο cappuccino, που μας ετοιμάζει πάντα η Καλλίστη. Σ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας αρκούμαστε σε κάποιο σάντουιτς ή λίγη πίτα ή -σπανιότερα- ένα τσιπουράκι στα καφενεία των χωριών. Τα βράδια όμως, κουρασμένοι και γεμάτοι με τις εμπειρίες της ημέρας, πίνουμε ωραίο λευκό ή κόκκινο κρασί με τις λιχουδιές που μας προσφέρει ο Σωτήρης: άγριες πέστροφες, πίτες, μανιτάρια ή θαυμάσια κρέατα.
Ένα βράδυ ο φίλος μας πλησιάζει όλος χαρά.
-Βρήκα λίγο αγριογούρουνο και το φύλαξα για σας. Σας το έχω κάνει με κόκκινη σάλτσα και κρεμμυδάκι.
Ένα άλλο βράδυ επισκεπτόμαστε την ωραία ταβέρνα του Αποστόλη Δρόσου, στην κεντρική πλατεία της Καλλιρρόης. Για να μας ευχαριστήσει ο φιλόξενος άνθρωπος με την γυναίκα του Αγαθή, μας προσφέρουν μια απίστευτη ποικιλία εδεσμάτων, που ανάμεσα στ΄ άλλα περιλαμβάνουν φασουλάδα, γίδα βραστή, γραβιέρα σαγανάκι, ντόπιο λουκάνικο και μακαρόνια με κρέας πρόβατου.
Το τελείωμα μιας μέρας μας βρίσκει στο ταβερνάκι του Λάκη Βούκια, στο Κατάφυτο, όπου τρώμε θαυμάσια χοιρινή τηγανιά. Ξαφνικά μπαίνει στο μαγαζί ο Κώστας Δεληδήμος απ’ το Χαλίκι, ο οδηγός μας στις πηγές της Ρόνας.
-Μαντέψτε τι είδα στη διαδρομή από Χαλίκι για Κατάφυτο.
-Τι είδες Κώστα; Λαγούς; Λύκο; Αλεπούδες;
-Αρκούδα! λέει γεμάτος έξαψη, μια τεράστια αρκούδα μέσα στο δρόμο, δέκα μέτρα μακριά απ’ το αυτοκίνητο.
Το ίδιο εκείνο βράδυ, αντί να χαλαρώσουμε μπροστά στο αναμμένο τζάκι, μπαίνουμε στο αυτοκίνητο και ξεκινάμε για νυχτερινή περιπολία. Μέχρι τις τρεις μετά τα μεσάνυχτα διασχίζουμε όλες τις γύρω διαδρομές, δα-σικές και ασφάλτινες, με την κρυφή ελπίδα ότι θα ζούσαμε την ίδια σπάνια εμπειρία με το φίλο μας. Μάταια! Το μόνο ζωάκι που βρέθηκε στο δρόμο μας ήταν ένα μικρό, χαριτωμένο λαγουδάκι, που αφού έτρεξε μπροστά στα φώτα του αυτοκινήτου για μερικές εκατοντάδες μέτρα, εξαφανίστηκε μέσα στα σκοτάδια του δάσους της οξυάς.
Ένα μεσημέρι, που έχουμε επιστρέψει στον ξενώνα για μια μικρή ανάπαυλα, μας ανακοινώνει ο Γιώργος Μπάμπος, πως όπου να ‘ναι καταφθάνει από την Κρηνίτσα των Τρικάλων ο Θανάσης Σαμούρης, με ένα κλιμάκιο από την TREKKING HELLAS, παράρτημα Θεσσαλίας. Σκοπός τους να ελέγξουν την ποσό-τητα νερού στον Ασπροπόταμο και ενδεχομένως να ρίξουν τα καγιάκ στον ποταμό. Μήπως θα μας ενδιέφερε να τους δούμε “έν δράσει”;
Δεν περιμένουμε πολύ. Μετά από λίγο φτάνουν οι άνθρωποι της TREKKING φουσκώνουν τα καγιάκ και τα ρίχνουν στο ποτάμι, λίγο πιο πάνω από την σιδερένια γέφυρα της Μηλιάς.
Συνήθως η κατάβαση του Ασπροποτάμου ξεκινάει στα ήρεμα νερά κάτω από το γεφύρι της Αγίας Παρασκευής και καταλήγει στην τσιμεντένια γέφυρα “Αλεξίου” πριν από το Γαρδίκι. Είναι μια εκπληκτική διαδρομή, μήκους 7 περίπου χιλιομέτρων, που ανάλογα με την ορμή του ποταμού και τις επιδόσεις των πληρωμάτων, διαρκεί από 1,5-2,5 ώρες. Η κατάβαση -ακόμα και για τους αρχάριους- θεωρείται ιδιαίτερα προσιτή, αφού σ’ αυτό το τμήμα ο Ασπροπόταμος χαρακτηρίζεται ως δευτέρου βαθμού δυσκολίας, με περάσματα που δεν ξεπερνούν τον τρίτο βαθμό.
-Για να καταλάβεις τι εννοώ, μου λέει ο Θανά-σης, ο Άραχθος χαρακτηρίζεται τρίτου βαθμού δυσκολίας, ενώ ο Αώος και ένα τμήμα του Αλιάκμονα φτάνουν στον τέταρτο βαθμό, με περάσματα του πέμπτου.
-Και ποια περίοδο κατεβαίνει κανείς τον Ασπροπόταμο; ρωτάω τον Θανάση
–Η περίοδος διαρκεί συνήθως από τον Ιανουάριο ως το Μάιο, μερικές φορές όμως και τον Δεκέμβριο, εξαρτάται πάντα από τη στάθμη του νερού. Όποτε σας μείνει λίγος χρόνος σας προσκαλούμε για μια τέτοια εμπειρία.
Την πρώτη όμως εμπειρία διάπλου του ποταμού, έμελλε να την ζήσουν Ευρωπαίοι, πριν 40 χρόνια. Ήταν η 7η Ιουλίου 1961, όταν έφτασε στη θέση “Τρία Ποτάμια” ο Αυστριακός φιλέλληνας, βαρόνος Franz von Alber. Σε ηλικία 62 ετών, ήταν ήδη τρεις φορές πρωταθλητής Ευρώπης σε αγώνες κατάβασης ποταμών και μάλιστα σε ένα από τα αγριότερα ποτάμια, τον Lieser της Αυστρίας. Συνοδευόμενος από τέσσερις έμπειρους συντρόφους του ο τολμηρός Αυστριακός διασχίζει τον Αχελώο (Ασπροπόταμο) από τη θέση Τρία Ποτάμια ως τη γέφυρα Στράτου, στο Αγρίνιο. Τη συναρπαστική εμπειρία της τεράστιας αυτής διαδρομής, με άφθονες φωτογραφίες και σημειώσεις, δημοσιεύει σε άρθρο του με τίτλο “Περιηγητές στον Αχελώο”, στο μεγάλο περιοδικό του Ανοβέρου “Kanu Sport“. Σ’ ένα μάλιστα σημείο της περιήγησής του αναφέρει, ότι “Το νερό του ποταμού είναι πόσιμο από την πηγή ως το τέλος, όπως ήταν και τα δικά μας ποτάμια πριν πολλές εκατοντάδες χρόνια”.
Τον επόμενο χρόνο ο Alber επιχειρεί και δεύτερη κατάβαση και τη φορά αυτή το “Kanu-Sport” έχει στο εξώφυλλό του φωτογραφίες του Αχελώου.
Συνοψίζοντας τις εντυπώσεις του για τον ποταμό έγραφε τότε στο πολύκροτο άρθρο του, ο πρώτος άνθρωπος που τον διέπλευσε στην Ευρώπη: “Όπως ένα πολύχρωμο δημιούργημα, την τελευταία μέρα της δημιουργίας του κόσμου, στολισμένο με παλιά στολίδια, έτσι έπλασε και ο Δημιουργός τον Αχελώο με τις καθαρότερες πηγές, τις βαθύτερες κλεισούρες, τις σπανιότερες στενώσεις βράχων και τις αγαπητότερες διαδρομές μέσα στα νερά όλης της Ευρώπης”.
Μετά τις δημοσιεύσεις αυτές, ο ποταμός γίνεται πασίγνωστος σε όλη την Ευρώπη και είναι πολλοί οι εραστές της περιπέτειας που κάθε χρόνο ανακαλύπτουν την ομορφιά του.
Εκτός όμως από τον Ασπροπόταμο υπάρχει μια από τις ωραιότερες διαδρομές, που δεν έχουμε προλάβει να ολοκληρώσουμε. Είναι η περίφημη δασική διαδρομή από το Στεφάνι στην Ανθούσα, που κατέληξε τελικά στο Χαλίκι, μέσα από τις περιπέτειες της πρωτόγνωρης εκείνης καταιγίδας.
Με θαυμάσιο αυτή τη φορά καιρό συναντάμε δύο χιλιόμετρα κάτω από τον ξενώνα, τη διασταύρωση που οδηγεί δεξιά προς Κατάφυτο, Ανθούσα, και Χαλίκι. Είναι μια από τις εκπληκτικότερες ασφάλτινες διαδρομές, που ανηφορίζει παράλληλα με το θεαματικό φα-ράγγι του Ασπροποτάμου, αποκαλύπτοντας διαρκώς τοπία μαγευτικά.
Περνάμε τη διασταύρωση προς Κατάφυτο και τέσσερα χιλιόμετρα πριν από το Χαλίκι στρίβουμε δεξιά για Ανθούσα. Η παλιά “Λεπενίτσα” είναι ένα από τα γραφικότερα χωριά του Ασπροποτάμου, χτισμένο σε υψόμετρο 1150μ σε μια μικρή πλαγιά ανάμεσα σε πυκνά ελατοδάση. Στην ωραία πλακόστρωτη πλατεία με τα πλατάνια και το ταβερνάκι βρίσκεται το Ηρώο των πεσόντων και μια υπέροχη πέτρινη βρύση με άφθονο νερό, που ρέει μέσα από το στόμα μιας μαρμάρινης κεφαλής μυστακοφόρου. Το σημαντικότερο όμως οίκημα της πλατείας είναι η μεγαλόπρεπη εκκλησία των Αγίων Πάντων, με τετράκλινη στέγη και εξωνάρθηκα (χαγιάτι) με αλλεπάλληλες πέτρινες κολόνες και καμάρες. Στο εσωτερικό η εκκλησία έχει ωραίο ξυλόγλυπτο τέμπλο και ταβάνι. Σύμφωνα με μια ενθύμηση, άρχισε να χτίζεται στις 16 Ιουνίου του 1786 και ανακαινίστηκε το 1871.
Πολλά από τα σπίτια της Ανθούσας είναι πετρόχτιστα και όμορφα κατασκευασμένα. Ένα από τα σημαντικότερα είναι το μεγάλο πέτρινο και πλακοσκέπαστο αρχοντικό του Παπαστεργίου, απομονωμένο σ’ ένα υψωματάκι απέναντι από την πλατεία, στα νοτιοδυτικά. Είναι ένα από τα ελάχιστα σπίτια που δεν κάηκε από τους Γερμανούς, γιατί χρησιμοποιείτο ως διοικητήριο.
Ανηφορίζουμε τον δασικό δρόμο έξω από την Ανθούσα με κατεύθυνση ΒΑ, πλάι στο ρέμα “Λεπενίτσης”. Το οδόστρωμα είναι πολύ καλό, περνάει ανάμεσα σε συνεχές ελατόδασος. Στα 5,2χλμ. στρίβουμε αριστερά (δυτικά), ενώ στα 6,5χλμ. συνεχίζουμε δεξιά (ανατολικά). Ήδη κάνουν την εμφάνισή τους οι οξυές και τα σφενδάμια, που με τα ζωηρά χρώματα δημιουργούν -κατά την φθινοπωρινή περίοδο- υπέροχες αντιθέσεις με τους βαθυπράσινους όγκους των έλατων και πεύκων. Στα 9,8χλμ. συναντάμε μια διασταύρωση με δύο δευτερεύοντες υλοτομικούς δρόμους, που ο μεν δεξιός οδηγεί σε δάσος έλατων και πεύκων, ενώ ο αριστερός σε μικτό δάσος έλατου και οξυάς. Συνεχίζουμε στο κεντρικό δασικό δίκτυο και μετά από 1 χλμ. (10,8 χλμ. από την Ανθούσα) φτάνουμε σε υψόμετρο 1650μ. στον αυχένα, όπου βρίσκεται η διασταύρωση προς Στεφάνι ή Χαλίκι. Συνεχίζοντας δεξιά (Α) για Στεφάνι θα το συναντήσουμε μετά από 9,5χλμ.
Συμπερασματικά θα λέγαμε, πως η κυκλική αυτή διαδρομή των 20,3 χλμ. από Στεφάνι, προς Αν-θούσα -η αντιστρόφως- διασχίζει μερικά από τα εκπληκτικότερα δασικά τοπία που μπορεί να συναντήσει κανείς, είναι απόλυτα βατή, έχει βρύση με υπέροχο νερό και την συνιστούμε ολόθερμα σε κάθε φυσιολάτρη.
ΑΠΟ ΤΟ ΧΑΛΙΚΙ ΣΤΗ ΘΡΥΛΙΚΗ «ΒΕΡΛΙΓΚΑ»
Οι ώρες και οι μέρες στον Ασπροπόταμο κυλούν με μεγάλη ταχύτητα, κάτι που οφείλεται κυρίως στην καθημερινή καταιγιστική εναλλαγή εικόνων και παραστάσεων. Φιλοδοξούμε να γνωρίσουμε κάθε προσβάσιμη γωνιά αυτής της περιοχής, κάθε διαδρομή που ενδέχεται να οδηγεί σε κάποιο σημείο αξιόλογο. Δυστυχώς οι περιηγητικές δυνατότητες μοιάζουν ανεξάντλητες, έχουμε την αίσθηση, πως πάντα θα υπάρχει κάτι που έχουμε παραλείψει.
-Είναι αδύνατον όμως πριν φύγετε, να μην επισκεφθείτε τα υψίπεδα της Βερλίγκας, τη μοναδική αυτή περιοχή των πηγών του Ασπροποτάμου, κάτω ακριβώς από το Περιστέρι, λέει ο Γιώργος Μπάμπος.
Ο Κώστας Δεληδήμος από το Χαλίκι εκφράζει την επιθυμία να μας συνοδέψει. Ξεκινάμε λοιπόν και πάλι τη θαυμάσια αυτή διαδρομή, που ξεκινώντας από τα Τρία Ποτάμια, ανηφορίζει παράλληλα με το θεαματικό φαράγγι του Απροποτάμου και μας οδηγεί στο Χαλίκι. Η ευρύτερη περιοχή παρουσιάζει μεγάλο περιηγητικό ενδιαφέρον αφού, πέντε περίπου χιλιόμετρα πριν από το Χαλίκι, στον χωμάτινο δρόμο που οδηγεί προς τους Καλαρρύτες, βρίσκονται δύο πέτρινα μνημεία που αξίζει να επισκεφθούμε.
Το πρώτο είναι το “Γεφύρι του Μίχου”. Όπως στρίβουμε τον χωματόδρομο για Καλαρρύτες, συναντάμε σε απόσταση 900 μ. από τη διασταύρωση – και αφού προηγουμένως διασχίσουμε τον Ασπροπόταμο- ένα κατηφορικό μονοπάτι που σε τρία λεπτά μας οδηγεί στην κοίτη του ποταμού. Εδώ βρίσκεται το γεφύρι του Μίχου, που μετά τα γεφύρια του Χαλικιού, είναι το μοναδικό πέτρινο γεφύρι του Ασπροποτάμου μέχρι τη Μεσοχώρα.
Στο δρόμο πάντα για Καλαρρύτες – 1200μ από την άσφαλτο- συναντάμε το δεύτερο μνημείο της περιοχής, την Ιερά Μονή Κοίμησης της Θεοτόκου, γνωστή ως Παναγία Γαλακτοτροφούσα. Είναι ένα υπέροχο πέτρινο συγκρότημα, που αποτελείται από το Καθολικό και τα ανακαινισμένα κελλιά της Μονής και είναι χτισμένο σε τοποθεσία εξαίρετου φυσικού κάλλους, πάνω από την συμβολή δύο ποταμών, του Ασπροποτάμου και του Νέγκρη.
1200 περίπου μέτρα πριν από το Χαλίκι ένα ακόμη μνημείο της Ορθοδοξίας αποσπά την προσοχή μας. Είναι το μοναστήρι του Προφητηλία, χτισμένο σε απόσταση 100 περίπου μέτρων κάτω από το δρόμο, μέσα σ’ ένα υπέροχο φυσικό περιβάλλον. Από το μοναστήρι, που είναι χτίσμα του 18ου αιώνα, σώζονται σήμερα μόνον οι δύο ναοί του. Ο μεγαλύτερος, που είναι αφιερωμένος στην Μεταμόρφωση του Σωτήρος, χτίστηκε το 1783. Ανακαινίστηκε ριζικά το 1868 και στη σημερινή μορφή του είναι τρίκλιτη σταυρεπίστεγη βασιλική. Ο μικρότερος ναός είναι αφιερωμένος στον Προφητηλία και με το όνομά του είναι γνωστό το μοναστήρι. Η χρονολογία κτίσης του είναι το 1835. Τα κελιά και οι υπόλοιπες εγκαταστάσεις του μοναστηριού δεν σώζονται, είναι σωριασμένα σε ερείπια. Δίπλα στο δρόμο επίσης υπάρχει πετρόχτιστη σκεπασμένη βρύση, μια από τις τόσες πολλές που συναντάει ο επισκέπτης σ’ όλη την περιοχή του Ασπροποτάμου.
Ήδη απέναντί μας προβάλλει το Χαλίκι, χτισμένο αμφιθεατρικά στις ΝΑ υπώρειες του Λάκμου, σε υψόμετρο 1160μ. Αρχικά μας ξενίζει λίγο η τοποθεσία επίλογής του, αφού το Χαλίκι είναι ίσως ο μοναδικός οικισμός του Ασπροποτάμου, που δεν περιβάλλεται από πυκνή βλάστηση. Πολύ γρήγορα όμως αποζημιώνεται ο επισκέπτης, όταν γνωρίσει το φυσικό περιβάλλον γύρω από το Χαλίκι, με τα πυκνά ελατοδάση, τα άφθονα νερά, τις πεζοπορικές διαδρομές και τα απέραντα βοσκοτόπια.
Βρισκόμαστε λοιπόν για άλλη μια φορά στο Χαλίκι, τον βορειοδυτικότερο οικισμό του νομού Τρικάλων και ταυτόχρονα το πιο απομακρυσμένο χωριό από τα Τρίκαλα, από τα οποία απέχει 100 χιλιόμετρα. Με το υψόμετρο και το θαυμάσιο κλίμα του συγκεντρώνει κάθε καλοκαίρι όλους τους Χαλικιώτες που έρχονται στον τόπο καταγωγής τους για να παραθερίσουν.
Το Χαλίκι στο παρελθόν γνώρισε μεγάλη ακμή. Σ’ αυτή τη θέση τοποθετούν πολλοί την αρχαία πόλη “Χαλκίδα” η οποία θεωρείτο ως μία από τις μεγαλύτερες πόλεις της Ηπείρου. Με την ονομασία Χαλίκι όμως αναφέρεται ήδη στο Χρυσόβουλο του βυζαντινού αυτοκράτορα Ανδρόνικου Παλαιολόγου το 1332.
Για τα μικρότερα χωριά του Ασπροποτάμου το Χαλίκι αποτελούσε κεφαλοχώρι, κάτι σαν οικονομικό κέντρο της περιοχής, που η οικονομία της βασίζετο αποκλειστικά σχεδόν στην κτηνοτροφία. Εξαιτίας αυτής της ευμάρειάς του έγινε πολλές φορές στόχος λη-στρικών επιδρομών, με κυριότερη αυτήν της δεκαμελούς συμμορίας του Τσιτσιμήτρου το 1878.
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας το Χαλίκι διατήρησε την αυτονομία του και το 1790 λειτούργησε σχολείο με δάσκαλο τον Χαλικιώτη Δημήτριο Παπαϊωάννου. Το σχολείο αυτό ιδρύθηκε μετά από προσπάθειες του Ιερομονάχου Ιλαρίωνα Μαυρογιώργου και λειτούργησε ανελλιπώς στα χρόνια της Τουρ-κοκρατίας για όλα τα βλαχοχώρια της περιοχής. Το σχολείο επισκέφθηκε και ο Κοσμάς ο Αιτωλός που εντυπωσιάσθηκε από την θρησκευτικότητα των κατοίκων και τις επτά εκκλησίες που είχαν κτίσει μέσα και γύρω από το χωριό.
Ο περιηγητής Πουκεβίλ αναφέρει για το Χαλίκι, ότι “στη διάρκεια του καλοκαιριού, που διαρκεί μόλις τρεις μήνες σ’ αυτές τις ορεινές περιοχές, βόσκουν πολυάριθμα κοπάδια γύρω από την αρχική πηγή του Αχελώου. Το Χαλίκι είναι το μοναδικό χωριό σ’ αυτή την πλαγιά και αριθμεί τριακόσιες οικογένειες φτωχών βλάχων που είναι κοινωνικοί και φιλόξενοι”.
Δείγμα της παλιάς ακμής του Χαλικιού είναι σήμερα -εκτός από τις επτά εκκλησίες και τα τρία τοξωτά γεφύρια- τα μεγάλα πέτρινα σπίτια, που ξαναχτίστηκαν μετά την πυρπόληση του χωριού από τους Γερμανούς.
Κορυφαίο δε γεγονός αποτελεί το μεγάλο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής που επειδή διαρκεί τρεις μέρες, συγκεντρώνει επισκέπτες από όλα τα γειτονικά χωριά.
Έχοντας ολοκληρώσει την περιήγησή μας μέσα και γύρω από το Χαλίκι, ξεκινάμε για τα υψίπεδα του Λάκμου, τη θρυλική “Βερλίγκα”.
Από την πλατεία ανηφορίζουμε αμέσως αριστερά, διασχίζοντας το χωριό με κατεύθυνση ΝΔ. Είναι πολύ ευχάριστο -αλλά και αισιόδοξο για το μέλλον της περιοχής- το γεγονός ότι κινούμαστε πάνω σ’ ένα θαυμάσιο πλακόστρωτο δρόμο, που με την ίδια ακριβώς εξαιρετική κατασκευή, διασχίζει εδώ και λίγο καιρό όλα τα κεντρικά σημεία των οικισμών του Ασπροποτάμου. Ήταν ένα μεγαλόπνοο έργο ύψους 600 εκ. δραχμών, που ολοκληρώθηκε μετά από τις προσπάθειες της ηγεσίας της Διευρυμένης Κοινότητας Ασπροποτάμου.
Αμέσως μετά το Χαλίκι αρχίζει μια θαυμάσια διαδρομή ανάμεσα σε έλατα και οξυές, παράλληλα με το ρέμα Γκουβατουμάνι. Άφθονα μικρά ρέματα διασχίζουν το δρόμο, που όμως συνεχίζει να είναι βατός, έστω και με κάποιες δυσκολίες.
Πεντέμιση ακριβώς χιλιόμετρα μετά την πλατεία ο δρόμος διχάζεται, ένα παρακλάδι του ανηφορίζει δεξιά προς τη Βερλίγκα και το Λάκμο (Περιστέρι).
-Αν συνεχίσουμε για λίγο ακόμα στην ευθεία, μπορούμε να δούμε δύο ωραίους καταρράχτες, λέει ο Κώστας Δεληδήμος και δεν έχουμε κανέναν λόγο να μην συμφωνήσουμε.
Κινούμαστε τώρα στο χείλος μιας θεαματικής χαράδρας. Κάποια στιγμή διακρίνουμε χαμηλά στα ΒΑ ένα τμήμα από το Χαλίκι, ενώ ψηλά δυτικά δεσπόζει η μυτερή κορυφή του Περιστερίου. Στα 7χλμ. φτάνουμε στον αυχέ-να της διαδρομής, συνεχίζουμε για λίγο έναν δύσβατο από τη λάσπη χωματόδρομο, στη θέση που είναι γνωστή ως Μαντρί του Στουρνάρα. Ήδη απέναντί μας διακρίνουμε ένα ρέμα με πλούσια ροή, πηγαίνουμε ως εκεί και ξεδιψάμε από μια βρύση με κρυστάλλινο νερό.
Διασχίζουμε το οροπέδιο -παράλληλα σχεδόν με τη ροή του ρέματος- και μετά από τρία λεπτά η επίπεδη έκταση τελειώνει. Βρισκόμαστε πάνω από μια απότομη πλαγιά, ανάμεσά της σχηματίζεται ένα εντυπωσιακό φαράγγι, κατάφυτο με σφενδάμια και οξυές. Οι κλίσεις είναι πολύ έντονες και το έδαφος πετρώδες, ολισθηρό και αρκετά επικίνδυνο. Κατηφορίζουμε αργά και με μεγάλη προσοχή, έχοντας ως συμμάχους στην προσπάθειά μας τα κλαδιά των δέντρων.
Δεν χρειαζόμαστε παραπάνω από ένα δεκάλεπτο ο πρώτος καταρράχτης βρίσκεται ήδη απέναντί μας.
Έτσι όπως κυλάει με ορμή σ’ ένα στένωμα των βράχων είναι πολύ εντυπωσιακός, το συνολικό ύψος πρέπει να ξεπερνάει τα 15μ. Εκεί που τα νερά του ακουμπούν στο έδαφος σχηματίζει μια όμορφη λιμνούλα με δια-στάσεις περίπου 6Χ4 μέτρα. Με μεγάλη δυσκολία καταφέρνει να βρει η Άννα στην απότομη πλαγιά ένα σημείο για να στήσει τον τρίποδα της και να φωτογραφήσει.
-Τόσα χρόνια στον Ασπροπόταμο, πρώτη φορά επισκέπτομαι αυτόν τον καταρράχτη, λέει ο Γιώργος Μπάμπος.
Λίγο πιο πάνω το ρέμα σχηματίζει έναν δεύτερο καταρράχτη, λίγο μικρότερο από τον πρώτο αλλά εξίσου όμορφο. Να λοιπόν μια απόλυτα άγνωστη -στους πολλούς- περιοχή του Ασπροποτάμου με ένα εκπληκτικό και δύσβατο φαράγγι που είναι βέβαιο ότι στη διαδρομή του ως το Χαλίκι, θα μπορούσε να προσφέρει δυνατές συγκινήσεις και εικόνες μοναδικές στους τολμηρούς, που θα επιχειρούσαν να το κατεβούν.
Επιστρέφουμε στο σημείο της διασταύρωσης, που στα δεξιά οδηγεί προς Βερλίγκα.
Ο δρόμος τώρα γίνεται ανηφορικός και πολύ γρήγορα παύει να είναι φιλικός για συμβατικά αυτοκίνητα. Ακόμα και για το υψηλό τετρακίνητο λεωφορειάκι του ξενώνα είναι σε μερικά σημεία πολύ δύσβατος. Αιτία βέβαια είναι οι απότομες τελευταίες βροχοπτώσεις, που έχουν δημιουργήσει βαθιά νεροφαγώματα. Το τοπίο ολόγυρα αλλάζει δραματικά, τα έλατα κι οι οξυές εξαφανίζονται, απομένουν πλαγιές με έδαφος τραχύ και πετρώδες. Είναι όμως μια συνολική εικόνα εκπληκτική, ψηλά απέναντί μας δεσπόζει μόνιμα η μύτη της κορυφής του Περιστερίου. Σε υψόμετρο 1700μ. εκτείνεται μπροστά μας ένα βοσκοτόπι με στάνη, στη θέση “Παλιόμαντρα”. Λίγο ψηλότερα, από μια στενή ρωγμή εδάφους, που σαν τεράστιο ερπετό ελίσσεται ανάμεσα στα βράχια, κυλάει ένα ρέμα με κατάλευκη ροή. Ακόμη πιο πάνω, σε υψόμετρο 1750μ, αντικρίζουμε λίγο έξω από τον δρόμο μια ωραία πετρόχτιστη βρύση με ποτίστρες για τα πρόβατα. Χτισμένη από την Δασική Υπηρεσία Καλαμπάκας το 1957, εξακολουθεί μετά από τόσα χρόνια να τρέχει με πλουσιώτατη ροή σ’ αυτό το μεγάλο υψόμετρο και ανάμεσα σ’ αυτές τις βραχόσπαρτες πλαγιές.
Πεντέμιση ακριβώς χιλιόμετρα από τη διασταύρωση -και 11συνολικά από το Χαλίκι- φτάνουμε στο τέρμα της διαδρομής μας. Είναι ένα υπέροχο υψίπεδο με επίπεδες εκτάσεις και απαλές, βελούδινες πλαγιές, ένα από τα ωραιότερα βοσκοτόπια που έχουμε αντικρίσει μέχρι τώρα. Εδώ, σε υψόμετρο 1850 μ., βρίσκεται η υψηλότερη στάνη της περιοχής. Σε απόσταση 100 περίπου μέτρων από τη στάνη το έδαφος γίνεται πετρώδες και ορθώνεται απότομα. Στο υψηλότερο σημείο του σχηματίζει μια δίοδο, από όπου ξεχύνονται αλλεπάλληλοι καταρράχτες. Στριφογυρίζουμε τα κεφάλια μας προς κάθε κατεύθυνση μαγεμένοι.
-Και πού να δείτε τη Βερλίγκα, λέει ο Κώστας.
–Μα δεν είναι αυτή η Βερλίγκα;
-Ναι, είναι η ευρύτερη περιοχή, η κατεξοχήν όμως Βερλίγκα δεν φαίνεται από ‘δω, είναι πίσω από εκείνη την πλαγιά.
Ξεκινάμε να διασχίζουμε τις γλυκύτατες χορταριασμένες πλαγιές του οροπεδίου, με κα-τεύθυνση Δ-ΝΔ. Μετά από λίγο περνάμε δίπλα από ένα σκιάχτρο.
-Τι χρειάζεται το σκιάχτρο εδώ πάνω; ρωτάω έκπληκτος τον Κώστα. Ούτε αμπέλια βλέπω ούτε άλλες καλλιέργειες που να κινδυνεύουν από πουλιά.
-Δεν είναι για τα πουλιά αλλά για τους λύκους, μου απαντάει πολύ σοβαρά ο φίλος μας. Μην ξεχνάς, πως το καλοκαίρι, ο τόπος είναι γεμάτος πρόβατα. Δεν ξέρω βέβαια πόσο είναι αποτελεσματικό αλλά για να το έχουν, κάτι θα κάνει.
Εγκαταλείπουμε τις βελούδινες πλαγιές και αρχίζουμε μια απότομη ανάβαση, σε έδαφος ολισθηρό και πετρώδες, σε μονοπάτι που μόλις διακρίνεται. Είναι μεσημέρι, ο ήλιος σ’ αυτό το υψόμετρο -παρά το ψυχρό αεράκι- καίει δυνατά. Η πορεία είναι κουραστική, το κίνητρο όμως της Βερλίγκας μας οπλίζει με υπομονή και αντοχή. Είκοσι λεπτά μετά την αναχώρησή μας φτάνουμε στο υψηλότερο σημείο της πλαγιάς. Το θέαμα που αντικρίζουμε από κάτω είναι απίστευτο. Μια τεράστια χοάνη εκτείνεται στους πρόποδες της κορυφογραμμής του Λάκμου, με κατεύθυνση από ΒΔ προς ΝΑ. Είναι ένα απέραντο βοσκοτόπι καταπράσινο, με επίπεδη έκταση και γλυκύτατες πλαγιές που ανηφορίζουν ομαλά και συναντούν ολόγυρα τις πετρώδεις και άγονες κλίσεις των κορυφών. Εκείνο όμως που πάνω απ’ όλα αιχμαλωτίζει το βλέμμα μας και κάνει το τοπίο μοναδικό, είναι το ρέμα, που με απίστευτους μαιανδρισμούς διασχίζει την κοιλάδα με ροή από ΝΔ προ ΒΑ. Ουδέποτε θα μπορούσαμε να φανταστούμε, ότι σ’ αυτό το υψόμετρο των 2.000μ., κρυφή και αθέατη από τα μάτια των ανθρώπων, θα απλωνόταν αυτή η μαγευτική κοιλάδα, κάτω ακριβώς από τις κατάσπαρτες με πέτρες, γυμνές και ανεμοδαρμένες κορυφές του Περιστερίου.
Είναι μια γεωλογική διαμόρφωση, που ποτέ ως τώρα δεν έχουμε όμοιά της συναντήσει στα ταξίδια μας.
-Αυτή είναι η Βερλίγκα, λέει ο Κώστας, το δεύτερο -μαζί με την Ρόνα- διάσημο σημείο των πηγών του Αχελώου. Η ονομασία της είναι βλάχικη και σημαίνει ρεύμα νερού που κάνει κύκλους. Κάποια αξέχαστα καλοκαίρια τα έχω περάσει εδώ πάνω, φυλάγοντας τα πρόβατα.
Βαδίζουμε κατά μήκος του αυχένα με νότια κατεύθυνση και σε λιγότερο από ένα δεκάλεπτο, φτάνουμε σε μία ομαλή πλαγιά, από όπου έχουμε πανοραμική άποψη της Βερλίγκας και των κορυφών του Περιστερίου. Εδώ, σε υψόμετρο σχεδόν 2000μ., ρέει άφθονο παγωμένο νερό από τα έγκατα του άγονου εδάφους. Είναι η βρύση “Καρβελού”, μια από τις πρωτογενείς πηγές του Αχελώου.
Για άλλη μια φορά -όπως στη Ρόνα- σκύβουμε και πίνουμε από το παρθένο αυτό νερό, σχεδόν συγκινημένοι, γι αυτό το μοναδικό προνόμιο. Η θερμοκρασία του μπορεί να συγκριθεί μόνον μ’ εκείνη της περίφημης βρύσης του Γκραίκου.
-Κι αν ρωτάτε για το όνομά της, λέει ο Κώστας, οφείλεται στο τεράστιο ζυμωτό καρβέλι, που έφαγε κάποτε εδώ ένας Βλάχος, πίνοντας από τούτο το νερό.
Μη έχοντας ζυμωτό καρβέλι αλλά μονάχα μερικά ταπεινά σάντουιτς καθόμαστε όλοι γύρω από την Καρβελού και τα απολαμβάνουμε με τη συνοδεία του εξαίσιου αυτού νερού. Ύστερα απομένουμε για ώρα πολλή να θαυμάζουμε το τοπίο ολόγυρά μας δίνοντας ταυτόχρονα και μια υπόσχεση: να ξανάρθουμε στη Βερλίγκα και σ’ άλλες εποχές.
ΜΙΑ ΒΟΛΤΑ ΣΤΟ ΚΑΤΑΦΥΤΟ
Το τελευταίο πρωί μια βαριά συννεφιά σκεπάζει την περιοχή του Ασπροποτάμου. Δεν μας πειράζει, έχουμε άλλωστε συνηθίσει τις απότομες καιρικές μεταβολές. Με τον φίλο μας τον Κυριάκο και τον Λάμπρο ξεκινάμε για ένα μικρό προσκύνημα στην όμορφη εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο Κατάφυτο. Η παλιά ονομασία του χωριού ήτανε “Κότορη”, η σημερινή όμως είναι από-λυτα δικαιολογημένη, αφού το χωριό είναι χαμένο μέσα στις πυκνοδασωμένες πλαγιές του “Κέδρου”, της “Κλαδιάς” και της “Οξυάς”. Συναντάμε αρκετά ωραία σπίτια, όπως ένα πέτρινο τριώροφο, που χρονολογείται από το 1882. Πλακόστρωτο το χωριό – όπως όλα – έχει στο κέντρο του την πλατεία με ωραία πέτρινη βρύση και ταβερνάκι. Λίγο χαμηλότερα κυλάει ένα βουερό ρέμα με ντόπια ονομασία “Ζαρίλις ή Ποτόκος” και λίγο πιο πάνω βρίσκεται ένας αναστηλωμένος νερόμυλος.
-Καλώς τους, λέει ο παπα-Γιάννης, ελάτε να σας ανοίξω την εκκλησία.
Η εκκλησία είναι εντυπωσιακή, με βαριά τοιχοποιία και πέτρινες κολώνες στο εσωτερικό που την χωρίζουν σε τρία κλίτη. Χτισμένη στα 1786 έχει ένα καταπληκτικό ξυλόγλυπτο τέμπλο της ίδιας εποχής, χρωματισμένο με ζωηρά χρώματα. Πάνω από την είσοδο του γυναικωνίτη όλος ο τοίχος είναι κατάγραφος με μια μεγάλων διαστάσεων σύνθεση που αναπαριστά την Κοίμηση της Θεοτόκου.
Τη στιγμή που ετοιμαζόμαστε να αποχωρήσουμε, ξεσπάει μια μπόρα δυνατή. Καθόμαστε για λίγο στο πέτρινο πεζούλι του εξωνάρθηκα, ώσπου να περάσει. Για λίγα λεπτά η βροχή σκάζει με πάταγο στις στέγες πάνω απ’ τα κεφάλια μας, ενώ το χωριό απέναντί μας βυθίζεται στην ομίχλη. Καθώς περνάμε δίπλα από το ταβερνάκι ο Λάμπρος σταματάει.
-Προτείνω μια μικρή στάση για ένα τελευταίο τσίπουρο στον Ασπροπόταμο, λέει ο φίλος μας και κανείς δεν έχει αντίρρηση.
Ο Λάκης Βούκιας μας καλημερίζει πρόσχαρα.
-Θέλετε μεζέ απλό η σπέσιαλ;
-Σπέσιαλ φυσικά, απαντάει ο Λάμπρος.
Σε δύο λεπτά ο Λάκης επιστρέφει.
-Για δοκιμάστε τούτο το μεζέ, να δούμε αν θα καταλάβετε τι είναι.
Μοιάζουν να είναι μικρά κομματάκια κρέατος μέσα σε μπόλικη σάλτσα.
-Συκωταριά αγριογούρουνου, λέει χαρούμενα ο Λάμπρος.
Δοκιμάζουμε όλοι απ’ αυτόν τον θεσπέσιο μεζέ και μετά από λίγο ο Λάκης ξαναφέρνει. Κάθεται κοντά μας για λίγο κι ο παπα-Γιάννης. Τον παρακολουθώ όπως μιλάει, λιτός, λεπτός, φυσιογνωμία βιβλική, έκτος απόγονος της γενιάς Λουγκαίων, ένας αληθινός ποιμένας και θεματοφύλακας στην απόμακρη αυτή γωνιά της Ελλάδας. Η ασκητική μορφή του μας συντροφεύει στο ταξίδι μας
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Στα τέλη Οκτώβρη – ελάχιστες μόλις μέρες πριν από την έκδοση του περιοδικού – επιχειρούμε ένα τελευταίο ταξίδι – αστραπή στον Ασπροπόταμο. Όλη τη μέρα κινούμαστε στις γνώριμες και αγαπημένες μας διαδρομές, ήδη όμως στα μεγάλα υψόμετρα οι οξυές έχουν απογυμνωθεί, τα πολύχρωμα φυλλώματά τους κείτονται σε σωρούς πάνω στους δρόμους. Το φθινόπωρο σταδιακά υποχωρεί, ο χειμώνας πλησιάζει.
Αργά το απόγευμα – κι ενώ είμαστε έτοιμοι να εγκαταλείψουμε την περιοχή – συναντάμε στον ξενώνα “Πύργος-Μαντάνια” τον Τριαντάφυλλο και την Πηνελόπη , τους φίλους και συνεργάτες από την χαρτογραφική εταιρεία “ΑΝΑΒΑΣΗ”, που συμπληρώνουν τα στοιχεία τους για την περιοχή του Ασπροποτάμου.
-Η σημερινή μας ανάβαση στην κορυφή της Τριγγίας μας πρόσφερε ένα θέαμα αξέχαστο σε μερικές από τις υψηλότερες ελληνικές κορυφές.
Δεν χρειάζεται ν΄ ακούσουμε περισσότερα, η ανάμνηση της εικόνας του Κυριάκου, που ανέβαινε μόνος στην κορυφή, επιστρέφει ολοζώντανη.
Το επόμενο πρωί, ενώ όλοι οι εκδρομείς του τετραήμερου προετοιμάζονται για την επιστροφή τους, εμείς ετοιμαζόμαστε για την ανάβασή μας στην Τριγγία.
Στα υψίπεδα μας περιμένει ένα θαυμάσιος καιρός. Αρχίζουμε την ανάβασή μας από υψόμετρο 1800 περίπου μέτρων, με κατεύθυνση Β-ΒΑ στο πετρώδες μονοπάτι της πλαγιάς και αργότερα στρίβουμε ανατολικά και συνεχίζουμε κατακόρυφα. Σε 1 ώρα ακριβώς βρισκόμαστε στην κορυφή στα 2.204 μ. με ψυχρότατο αέρα παρά την ηλιοφάνεια. Η ορατότητα είναι εξαιρετική προς κάθε σημείο του ορίζοντα. Στα Β- ΒΔ ξεχωρίζει η οξεία κορυφή του Σμόλικα και λίγο δυτικό-τερα ο όγκος της Γκαμήλας. Στα Δ. – ΒΔ ο Λάκμος και νοτιότερα η Κακαρδίτσα και τα Τζουμέρκα. Όλος σχεδόν ο νότιος και ανατολικός ορίζοντας είναι ένα απέραντο ανάγλυφο με αναρίθμητες κορυφές, που απεικονίζει ρεαλιστικότατα τον ορεινό χαρακτήρα της Ελλάδας.
Κάτω χαμηλά στα ΒΑ διακρίνεται θαυμάσια η Καλαμπάκα με τα Μετέωρα και πιο πίσω της στο βάθος ο Κίσσαβος και οι κορυφές του Ολύμπου. Πολλά άλλα ακόμη γνώριμα βουνά προβάλλουν στον ορίζοντα πάνω από την κορυφογραμμή της Τριγγίας, που υψώνεται σχεδόν στο κέντρο της Ηπειρωτικής Ελλάδας. Σε αντίθεση όμως με την ΒΔ – που είναι σχετικά ομαλή, – όλη η ΝΔ πλευρά του βουνού είναι ένας κατακόρυφος, απρόσιτος γκρεμός, που στους πρόποδές του εκτείνεται η όμορφη κοιλάδα με το Παλαιοχώρι.
Στα 2204 μ. αφήνουμε το χρόνο να κυλάει αβίαστα, τα χρονοδιαγράμματα και οι υποχρεώσεις στην πόλη μπορούν να περιμένουν. Άλλωστε είναι άγνωστο πότε τα βήματά μας θα μας ξαναφέρουν εδώ πάνω, σ΄ αυτή την κορυφή του Ασπροποτάμου.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Ευχαριστούμε θερμά :
-Τον πρόεδρο της Διευρυμένης Κοινότητας Ασπροποτάμου Χρήστο Ράπτη για την συμπαράστασή του στο έργο μας.
-Τους φίλους Λάμπρο Παπαγεωργίου και Γιώργο Μπάμπο, ιδιοκτήτες του ορεινού καταλύματος “ΠΥΡΓΟΣ ΜΑΝΤΑΝΙΑ”, τόσο για την θερμή φιλοξενία τους, όσο και για τις ατελείωτες ώρες που μας συνόδευσαν και με τις πολύτιμες γνώσεις τους για την περιοχή συνέβαλαν στην ολοκλήρωση του άρθρου.
-Την φιλόλογο Μαρία Ταμπακιώτη – Σίμου.
-Τέλος τον κ. Στέλιο, τον Μήτσο Αυγέρη, τον Κώστα Δεληδήμο, τον Απόστολο Δρόσο και τον Άγγελο Σινάνη, που με διάφορους τρόπους εκδήλωσαν τη φιλία τους.
ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Διευρυμένη Κοινότητα Ασπροποτάμου: Έδρα Τρίκαλα – Τηλ. 24310 77641
Κωδικός κλήσης Ασπροποτάμου : 24320
ΔΙΑΜΟΝΗ:
“Πύργος-Μαντάνια”, Καλλιρρόη Ασπροποτάμου : Τηλ. 87351, Fax 87600
ΚΑΤΑΦΥΤΟ
Βούκιας, Ενοικ. δωμάτια : Τηλ. 87252
Λειτουργεί όλο τον χρόνο
ΧΑΛΙΚΙ
Ξενώνας Λεβέντης : Τηλ. 87247, 87239
ΚΡΑΝΙΑ
Α. Γκαραγκούνης, Ενοικ. δωμάτια : Τηλ. 87448
Δ. Ψαρρή, Ενοικ. δωμάτια : Τηλ. 87235
(Λειτουργούν από Μάιο έως Οκτώβριο)
ΠΟΛΥΘΕΑ
Ξενώνας Πολυθέα : Τηλ. 87288
ΕΣΤΙΑΣΗ: “Πύργος-Μαντάνια” : Τηλ. 87351
“Βούκιας” στο Κατάφυτο : Τηλ. 87252
“Μπόμπας” στα Δολιανά : Τηλ. 87233
“Καλλιρρόη” στην Καλλιρρόη : Τηλ. 87253,
“Πολυθέα” στην Πολυθέα : Τηλ. 87288
(Σε όλα τα χωριά υπάρχουν πολλές και καλές ταβέρνες που λειτουργούν κατά την θερινή περίοδο).
ΑΠΟΣΤΑΣΕΙΣ: Απόσταση ξενοδοχείου Πύργος-Μαντάνια. Από Αθήνα : 400 χλμ. μέ-σω Λαμίας – Δομοκού, Καρδίτσας, Τρικάλων.
Από Θεσσαλονίκη: α) Μέσω Λάρισας, Τρικάλων, Πύλης, Ελάτης, Περτουλίου : 305 χλμ.
Β) Μέσω Λάρισας, Καλαμπάκας, γεφύρι Μουργκάνη, Καστανιάς : 295 χλμ.
Γ) Μέσω Βέροιας, Καστανιάς, Γρεβενών, γεφύρι Μουργκάνη, Καστανιάς : 275 χλμ.
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ: TREKKING ΘΕΣΣΑ-ΛΙΑΣ: Θανάσης Σαμούρης, Έδρα Κρηνίτσα Τρικάλων. Τηλ / fax 2431087964, 0977 451953
(Canoe, Καγιάκ, rafting, canyoning, Ποδήλατα βουνού και λοιπές δραστηριότητες υπαίθρου)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ν. Πέτρου, “ΑΧΕΛΩΟΣ” εκδ. Κοαν, Α΄εκδ. Αθήνα 2001
Θ.Α. Νημά, “ΤΡΙΚΑΛΑ – ΚΑΛΑΜΠΑΚΑ-ΜΕΤΕΩΡΑ-ΠΙΝΔΟΣ-ΧΑΣΙΑ”, εκδ. Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1987
“ΤΡΙΚΑΛΙΝΑ”, Τόμος 13ος , εκδ. Φ.Ι.Λ.Ο.Σ. Τρικάλων, Τρίκαλα 1993
Δ.Γ. Καλούσιου, ” ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΔΟ-ΛΙΑΝΩΝ-ΚΡΑΝΙΑΣ ΑΣΠΡΟΠΟΤΑΜΟΥ”, εκδ. Γένεσις, Τρίκαλα 2000
Β. Βουτσιλά, “ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΩΝ ΔΟΛΙΑΝΩΝ” Θεσσαλικό Ημερολόγιο, Τόμος 4ος , εκδ. Κ. Σπανός, Λάρισα 1983
Ε. Καρακίτσιου, ” Ο ΠΡΩΤΟΣ ΔΙΑΠΛΟΥΣ ΤΟΥ ΑΧΕΛΩΟΥ ΑΠΟ ΞΕΝΟΥΣ ΠΕΡΙΗ-ΓΗΤΕΣ ΤΟ 1961″, Θεσσαλικό Ημερολόγιο, Τόμος 21ος , Λάρισα 1992
Α. Σινάνης, “ΑΣΠΡΟΠΟΤΑΜΟΣ – ΕΛΑΤΗ-ΠΕΡΤΟΥΛΙ”, Ελάτη 2000
Α.Κ. Χατζηγάκης, “ΤΟ ΑΣΠΡΟΠΟΤΑΜΟ ΠΙΝΔΟΥ-ΤΟΠΩΝΥΜΙΚΑ”, Τρίκαλα 1950
Α. Ν. Μανώλη, “ Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑ”, Αθήνα 1978
Ν.Κ. Γιανούλη, “ΤΟ ΑΣΠΡΟΠΟΤΑΜΟ ΠΙΝΔΟΥ ΚΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΧΑΤΖΗ-ΠΕΤΡΟΣ”, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1992, (Φ.Ι.Λ.Ο.Σ.) Τρικάλων
“ΧΑΛΙΚΙ ΑΣΠΡΟΠΟΤΑΜΟ“, Θεσσαλική επιχείρηση και αγορά, Τόμος Δ΄
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ “ΠΕΡΙ-ΒΑΛΛΟΝ”, Υ.Π.Ε.Χ.Ω.Δ.Ε., ΚΕΝΑΚΑΠ Α.Ε.