Πτηνά όμορφα και εύκολα αναγνωρίσιμα, στολίζουν την Ελληνική φύση. Ολόλευκοι με κομψό και ντελικάτο σώμα, οι αργυροτσικνιάδες κοσμούν τους υγροβιότοπους της πατρίδας μας. Το όμορφο πέταγμα και η μεγαλοπρέπεια τους είναι στοιχεία που τους καθιστούν ένα από τα πιο φωτογενή πτηνά της χώρας μας.

Πτηνά όμορφα και εύκολα αναγνωρίσιμα, στολίζουν την Ελληνική φύση. Ολόλευκοι με κομψό και ντελικάτο σώμα, οι αργυροτσικνιάδες κοσμούν τους υγροβιότοπους της πατρίδας μας. Το όμορφο πέταγμα και η μεγαλοπρέπεια τους είναι στοιχεία που τους καθιστούν ένα από τα πιο φωτογενή πτηνά της χώρας μας.
Κατά τη μυθολογία ο Αυτόνοος και η Ιπποδάμεια απέκτησαν πέντε παιδιά, τον Άνθο, τον Ερωδιό, τον Σχοινέα, τον Άκανθο και την Ακανθίδα ή Ακανθυλλίδα. Κατείχαν μεγάλο μέρος γης και διέθεταν πλούτο πολύ. Όμως, λόγω οκνηρίας, η γη απέδιδε λίγα και τα χωράφια γέμισαν με σχοίνα και αγκάθια. Τα ζώα που είχαν και κυρίως τα άλογα, τα άφηναν να βόσκουν μόνα τους. Μια μέρα που ο Άνθος προσπάθησε να τα μαζέψει αυτά εξαγριώθηκαν, ρίχτηκαν επάνω του και τον διαμέλισαν. Το πένθος της οικογένειας προκάλεσε τον οίκτο του Δία και του Απόλλωνα και έτσι οι θεοί τους μεταμόρφωσαν όλους σε πουλιά. Ο Ερωδιός μεταμορφώθηκε σε πανέμορφο άσπρο πουλί, που κατά το μύθο, τρομάζει και πετά μακριά όταν δει άλογα να τον πλησιάζουν …
Οι ερωδιοί, γενικά, είναι μεγαλόσωμα ή μεσαίου μεγέθους καλοβατικά πτηνά. Ο μακρύς λαιμός, το λεπτό σαν ξίφος ράμφος, τα ψηλά πόδια και κυρίως η χάρη με την οποία περπατούν τα κατατάσσουν ανάμεσα στα πιο όμορφα πουλιά στην Ελλάδα. Συχνάζουν στα όρια ποταμών, λιμνών, ελών, πλημμυρισμένων εκτάσεων, ρεμάτων και υγρολίβαδων. Παράκτια, συχνάζει σε ξερές αλατολίμνες, αλυκές, παράκτια έλη και δάση, λιμνοθάλασσες και εκβολές ποταμών.
Ο αργυροτσικνιάς είναι ο δεύτερος σε μέγεθος ερωδιός στην χώρα μας, μετά το σταχτοτσικνιά. Είναι μεγαλόσωμος, κατάλευκος ερωδιός με κίτρινο μακρύ ράμφος. Είναι είδος που ξεχωρίζει εύκολα από τους άλλους ερωδιούς λόγω του μεγάλου μεγέθους και του ολόλευκου χρώματός του. Το ύψος του κυμαίνεται από 85 έως 105 εκατοστά, το άνοιγμα φτερών του από 145 έως 170 εκατοστά και σωματικό βάρος από 900 έως 1500 γραμμάρια.
Στην Ελλάδα ο αργυροτσικνιάς έχει μικρούς αναπαραγωγικούς πληθυσμούς. Πριν από δύο δεκαετίες φώλιαζε στη Μικρή Πρέσπα, στο Δέλτα των Γαλλικού, Αξιού, Λουδία, και στις λίμνες Μητρικού και Κερκίνης, καθώς και στο Δέλτα του Έβρου, του Λούρου και στο Πόρτο Λάγος. Το 2003, οι εκτιμήσεις ήταν γύρω στα 30-40 ζευγάρια. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα οι αριθμοί των πτηνών είναι σημαντικά αυξημένοι, μάλιστα στην Ελλάδα διαχειμάζουν τα περισσότερα άτομα του είδους της Ευρώπης. Στην Ευρώπη, ωστόσο, δεν είναι τόσο κοινό είδος όσο στις άλλες ηπείρους, ερχόμενος μόνο τα καλοκαίρι για να αναπαραχθεί σε πολύ περιορισμένους θύλακες, ή τον χειμώνα στην περιοχή της ΝΑ. Μεσογείου για να διαχειμάσει. Είναι χαρακτηριστικό ότι απουσιάζει από την Ιβηρική Χερσόνησο και σπάνια συναντάται στις περιοχές της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης.
Η τροφή του αργυροτσικνιά αποτελείται από ψάρια, αμφίβια, φίδια, υδρόβια έντομα και καρκινοειδή, έντομα, σαύρες, μικρά πουλιά ακόμη και μικρά θηλαστικά. Ο τρόπος σύλληψης του θηράματος είναι εκείνος των ερωδιών, δηλαδή το πουλί ενεδρεύει εντελώς ακίνητο και την κατάλληλη στιγμή, καμακώνει το θύμα με το οξύτατο ράμφος του.
Ο αργυροτσικνιάς στις περιοχές αναπαραγωγής, μπορεί να φωλιάζει σε αποικίες δεκάδων έως και χιλιάδων ζευγαριών. Ορισμένα άτομα του είδους φαίνεται να εμφανίζουν τάση να αναπαράγονται μοναχικά ή σε μικρές ομάδες. Ωριμάζει σεξουαλικά κατά το δεύτερο έτος και είναι μονογαμικό πτηνό. Χτίζει μεγάλες φωλιές μέχρι και ένα μέτρο σε διάμετρο σε δυσπρόσιτους καλαμιώνες και σπάνια σε δένδρα ή θάμνους. Η ωοτοκία πραγματοποιείται τον Απρίλιο με Μάιο και αποτελείται από 3-4 αβγά. Η επώαση πραγματοποιείται και από τους δύο γονείς και διαρκεί 25-26 ημέρες. Οι νεοσσοί, λόγω του ανταγωνισμού για την τροφή, είναι πολύ επιθετικοί ο ένας προς τον άλλον στη φωλιά και σκοτώνουν συχνά τα ασθενέστερα αδέλφια τους. Μένουν στη φωλιά για 42 ημέρες, και είναι σε θέση να πετάξουν σε 40-50 ημέρες.
Η ζωή των ερωδιών είναι άμεσα συνδεδεμένη με τους υγροτόπους. Στην Ελλάδα, η ρύπανση των νερών και η υποβάθμιση των υγροτόπων, κυρίως αυτών με γλυκά νερά όπως οι λίμνες και τα έλη, συνιστούν τις κύριες απειλές του είδους στην Ελλάδα. Ελάχιστα περιστατικά λαθροθηρίας αναφέρονται κάθε χειμώνα.