Το αρχαίο θέατρο Λάρισας είναι ένα από τα σημαντικότερα και μεγαλύτερα θέατρα του αρχαίου κόσμου και κατασκευάσθηκε τον 3ο αι. π.Χ. Εδώ οργανωνόταν θεατρικές παραστάσεις αλλά και οι συνελεύσεις του Κοινού των Θεσσαλών. Στα εδώλια που διασώζονται μέχρι σήμερα, χαραγμένα τα ονόματα των “Συνέδρων”, αντιπροσώπων των πόλεων – κρατών, που συμμετείχαν στο “Κοινό των Θεσσαλών”.
Για την οικοδόμηση και την διακόσμησή του χρησιμοποιήθηκαν τοπικά πετρώματα ιδιαίτερου κάλλους από τα αρχαία λατομεία από την Περαχώρα Τυρνάβου και το Καστρί Αγιάς.

Αρχαίο Θέατρο Λάρισας και υλικά δόμησης
Η αρχαία Λάρισα αναπτύχθηκε ήδη από τον 7ο αι. π.Χ. στη νότια όχθη του Πηνειού ποταμού και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Θεσσαλίας. Κατά τον 5ο και 4ο π.Χ. η πόλη γνώρισε μεγάλη οικονομική ακμή και πολιτιστική ανάπτυξη. Αυτό φαίνεται από την κατασκευή σημαντικών δημόσιων κτηρίων όπως στάδιο, μαρμάρινο θέατρο, ωδείο και πλήθος ναών. Το Α΄ αρχαίο θέατρο Λάρισας είναι ένα από τα σημαντικότερα και μεγαλύτερα θέατρα του αρχαίου κόσμου. Κατασκευάσθηκε στις νότιες υπώρειες του λόφου Φρούριο, όπου βρισκόταν η οχυρωμένη ακρόπολη της αρχαίας Λάρισας.
Στο θέατρο στο οποίο χωρούσαν πάνω από 10.000 θεατές οικοδομήθηκε το α’ μισό του 3ου αι. π.Χ. Εδώ οργανωνόταν θεατρικές παραστάσεις και άλλες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις όπως μουσικοί αγώνες, γυμνικοί και ιπποδρομίες, πανελλήνιας εμβέλειας. Χρησιμοποιήθηκε επίσης και για τις συνεδριάσεις της εκκλησίας του Δήμου της πόλης που ονομαζόταν Αγορά. Σημαντική όμως ήταν και η χρήση του για τις συνελεύσεις του ανώτατου διοικητικού οργάνου του ομόσπονδου κράτους της Θεσσαλίας, του Κοινού των Θεσσαλών. Στις συνελεύσεις αυτές λαμβάνονταν αποφάσεις που αφορούσαν θέματα αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής. Επάνω στα εδώλια του αρχαίου θεάτρου αναγράφονται τα ονόματα των «Συνέδρων» αντιπροσώπων των πόλεων-κρατών που συμμετείχαν στο Κοινό των Θεσσαλών και διασώζονται μέχρι σήμερα. Στο τέλος του 1ου αι. π.Χ. το θέατρο μετατράπηκε σε ρωμαϊκή αρένα και με αυτή τη μορφή συνέχισε να λειτουργεί μέχρι το τέλος του 3ου αι. μ.Χ.
Πρόκειται για ένα τεράστιο μνημείο με πλούσιο διάκοσμο. Το κοίλο του θεάτρου αποτελούσε η ίδια η πλαγιά του λόφου, που είχε διαμορφωθεί σε αναβαθμούς για την τοποθέτηση των εδωλίων, τα οποία ήταν κατασκευασμένα από λευκό μάρμαρο, τοποθετημένα σε υποβάση από πωρόλιθο και σε βάση από πρασινοσχιστόλιθο. Επίσης η σκηνή του θεάτρου ήταν διακοσμημένη από λευκό μάρμαρο και από κίονες από πωρόλιθο. Ογκώδεις λίθοι από πωρόλιθο είχαν επίσης χρησιμοποιηθεί στους αναλημματικούς τοίχους.
Κατά τον 19ο αι. το αρχαίο θέατρο σταδιακά επιχώθηκε μέχρι που καλύφθηκε τελείως. Εντούτοις όσο το θέατρο ήταν ορατό γινόταν συστηματική λιθοθηρία για εξαγωγή οικοδομικού υλικού. Μετά την κάλυψή του από τις επιχώσεις κατασκευάστηκαν μικρές οικίες και μαγαζιά μέχρι την δεκαετία του 1960 που κτίστηκαν μεγάλες οικοδομές επάνω από το θέατρο. Από την δεκαετία του 1990 έγινε μία τιτάνια προσπάθεια εκ μέρους της Εφορείας Αρχαιοτήτων Λάρισας και του Δήμου Λαρισαίων και με σημαντικό οικονομικό κόστος απαλλοτριώθηκαν τα ακίνητα και το μνημείο καθαρίστηκε και το 2002 προτάθηκε η αποκατάστασή του.
Ένα από τα βασικά ερωτήματα που απασχολούσε τους υπεύθυνους αρχαιολόγους της ανασκαφής, από το 1998 που ήρθε στο φως το θέατρο της Λάρισας, ήταν η πηγή προέλευσης των πετρωμάτων που χρησιμοποιήθηκαν τόσο για τα εδώλια όσο και για άλλα αρχιτεκτονικά μέλη. Το συγκεκριμένο ζήτημα προέλευσης των δομικών υλικών είναι βασικό ερώτημα στην αρχαιολογική έρευνα και οι θετικές επιστήμες καλούνται να το απαντήσουν, δίνοντας μια νέα διάσταση στη μελέτη της κρυμμένης ιστορίας των αρχαίων μνημείων.
Ο προσδιορισμός της προέλευσης των πρώτων υλών του αρχαίου θεάτρου μπορεί να προσφέρει πολλά τόσο στη μελέτη του, όσο και στο πεδίο της συντήρησης και αποκατάστασής του. Κατά τη διαδικασία συντήρησης μνημείων, η ταυτοποίηση της προέλευσης των δομικών λίθων δίνει πληροφορίες για τις φυσικοχημικές τους ιδιότητες, που είναι απαραίτητες για τον σχεδιασμό των σταδίων συντήρησης. Κατά την αποκατάσταση η υπόδειξη του λατομείου προέλευσης των δομικών λίθων θεωρείται απαραίτητη, ώστε τα τμήματα που λείπουν να συμπληρωθούν με κομμάτια από το ίδιο το πέτρωμα, αν αυτό είναι εφικτό. Ο προσδιορισμός προέλευσης αποδεικνύεται επίσης σημαντικός κατά τη συγκόλληση θραυσμάτων αρχιτεκτονικών μελών. Τέλος, η προέλευση του υλικού του μνημείου μπορεί να δώσει πληροφορίες για τις σχέσεις μεταξύ των αρχαίων κοινωνιών, για το εμπόριο και τις οδούς μεταφοράς, για τις ανταλλαγές πρώτων υλών και τεχνογνωσίας, καθώς και για την ύπαρξη οργανωμένων εργαστηρίων μαρμαροτεχνίας και μαρμαρογλυπτικής κατά την αρχαιότητα.
Η μελέτη και έρευνα για τον προσδιορισμό της πηγής προέλευσης των πρώτων υλών των δομικών λίθων στο αρχαίο θέατρο Λάρισας πραγματοποιήθηκε από τον υπογράφοντα κατόπιν άδειας του Υπουργείου Πολιτισμού κατά το 2010-11. Στηρίχθηκε στον προσδιορισμό των ορυκτολογικών, πετρογραφικών και ισοτοπικών χαρακτηριστικών από επιλεγμένα δείγματα μαρμάρου και πωρόλιθου από το θέατρο. Συγχρόνως έγινε λεπτομερής δειγματοληψία από αρχαία λατομεία της Θεσσαλίας και συγκεκριμένα από το την αρχαία Άτραγα, την Περαχώρα Τυρνάβου, τα Τέμπη, τους αρχαίους Γόννους, το Καλοχώρι Συκουρίου, τη Χασάμπαλη, το Καστρί Αγιάς και το όρος Τισαίο στη Μαγνησία. Από τη σύγκριση των αποτελεσμάτων της ορυκτολογικής και γεωχημικής μελέτης των αρχαιολογικών και γεωλογικών δειγμάτων έγινε εφικτό να προσδιοριστούν οι πηγές προέλευσης των πρώτων υλών.
Τα μάρμαρα που χρησιμοποιήθηκαν για τα αρχιτεκτονικά μέλη στο αρχαίο θέατρο Λάρισας, και ιδιαίτερα για την κατασκευή των εδωλίων, έχουν λευκό έως λευκότεφρο χρώμα και είναι αδροκρυσταλλικά. Αυτό προφανώς συνεπάγεται δυσκολία κατά τη λάξευση, αλλά το αισθητικό αποτέλεσμα ήταν εξαιρετικό. Οι αισθητικές προτιμήσεις καθόριζαν την επιλογή των πρώτων υλών και κατ’ επέκταση την εμβέλεια του εμπορίου και το δίκτυο των εμπορικών δρόμων. Τοπικά το μάρμαρο του θεάτρου εμφανίζει ταινίες υποπράσινου χρώματος, καθώς και μία καστανή χροιά που πιθανώς να οφείλεται σε μικρές ποσότητες οξειδίων του Fe.
Το κύριο ορυκτό από το οποίο αποτελείται το μάρμαρο αυτό είναι ο ασβεστίτης, ενώ σε ίχνη υπάρχουν δολομίτης, χαλαζίας, λευκός μαρμαρυγίας, μεταλλικά ορυκτά (σουλφίδια), οξείδια Fe. Τα χαρακτηριστικά αυτά ταυτίζονται απόλυτα με το μάρμαρο που εξορύχθηκε από τα αρχαία λατομεία στο Καστρί Αγιάς. Στην ίδια λατομική περιοχή στο Καστρί, εντοπίστηκαν εκτεταμένες εξορύξεις πρασινοσχιστόλιθου, ενός πετρώματος που παρουσιάζει ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά με τον σχιστόλιθο από τον οποίο κατασκευάστηκε η βάση των κερκίδων του αρχαίου θεάτρου στην Λάρισα.
Το πέτρωμα επάνω στο οποίο είναι τοποθετημένα τα μάρμαρα των κερκίδων, η υποβάση δηλαδή, αποτελείται από πωρόλιθο. Πωρόλιθος επίσης χρησιμοποιήθηκε σε αρχιτεκτονικά μέλη της σκηνής, σε κίονες και στους δύο αναλημματικούς τοίχους των κερκίδων του θεάτρου. Γενικά οι πωρόλιθοι είναι πορώδη ασβεστολιθικά πετρώματα, τα οποία σχηματίζονται συνήθως από νερά πλούσια σε ανθρακικό ασβέστιο, κοντά σε πηγές. Πολλές φορές όμως με την ίδια ονομασία χαρακτηρίζονται ορισμένα ασβεστομαργαϊκά ή ψαμμιτικά πετρώματα θαλάσσιας προέλευσης. Το γεγονός ότι το συγκεκριμένο υλικό ήταν μαλακό, αλλά και σχετικά ελαφρύ, διευκόλυνε τους αρχαίους Έλληνες στο κόψιμο και στην επεξεργασία του. Χρησιμοποιήθηκε ευρέως ως δομικό υλικό και ονομαζόταν “πώρος” ή “λίθος πώρινος”.
Διάφοροι πωρόλιθοι χρησιμοποιήθηκαν από τους λιθοξόους και γλύπτες στην Αρχαία Ελλάδα, κυρίως στα πρώιμα χρόνια, όπως για παράδειγμα ο πωρόλιθος από τον Πειραιά στα αετώματα των πρώτων ναών της Ακρόπολης. Ένας σημαντικός και εκτεταμένος τύπος πωρόλιθου ήταν ο ωολιθικός ασβεστόλιθος. Πρόκειται για ένα πέτρωμα που αποτελείται από μικρά, συγκολλημένα μεταξύ τους σφαιρίδια, που ονομάζονται ωόλιθοι. Οι ωόλιθοι σχηματίζονται κοντά σε πηγές, από την συσσώρευση ασβεστίτη και την απόθεσή του σε λεπτά στρώματα γύρω από κόκκους ασβεστίτη ή άλλων ορυκτών που λειτουργούν ως πυρήνες. Λατομεία ωολιθικού ασβεστόλιθου υπήρχαν στην Κάτω Ιταλία και Σικελία, καθώς στην Ελλάδα, με πιο σημαντικά αυτά στον Πειραιά, την Ισθμία και τη Σικυώνα.
Ο πωρόλιθος που χρησιμοποιήθηκε στο αρχαίο θέατρο Λάρισας είναι ωολιθικός ασβεστόλιθος. Το χρώμα του ποικίλει από λευκό έως καστανέρυθρο και χαρακτηρίζεται από μικρό έως μεγάλο πορώδες. Σε μερικές περιπτώσεις οι ωόλιθοι διακρίνονται μακροσκοπικά, και σε αυτήν την περίπτωση το πέτρωμα είναι αρκετά χαλαρό, λόγω των μεγάλων κενών που υπάρχουν ανάμεσα στα σφαιρίδια. Η ορυκτολογική σύσταση του πετρώματος αυτού αποτελείται από ασβεστίτη, και σε ίχνη από χαλαζία.
Η μελέτη των αρχαίων λατομείων στην Θεσσαλία έδειξε ότι ο ωολιθικός ασβεστόλιθος εξορυσσόταν στην Περαχώρα Τυρνάβου, και τα πετρογραφικά, ορυκτολογικά και ισοτοπικά χαρακτηριστικά των δύο ωολιθικών ασβεστολίθων, από το θέατρο και από τον Τύρναβο, είναι ακριβώς τα ίδια.
Στα όρια του χωριού Καστρί στον Δήμο Αγιάς, στους δυτικούς πρόποδες του όρους Μαυροβούνιο, διασώζονται τα ίχνη μίας εκτεταμένης αρχαίας λατομικής δραστηριότητας. Αν και η εμφάνιση των μαρμάρων εκτείνεται προς τα ανατολικά σε μεγάλη έκταση στο Μαυροβούνιο, έως και το χωριό Πρινιά, η εξόρυξη περιορίστηκε στα χαμηλότερα τμήματα των δυτικών υπωρειών του υψώματος Υψήλη Ράχη. Αυτό οφείλεται μάλλον στο γεγονός ότι η διακίνηση και μεταφορά των ογκόλιθων που εξορυσσόταν, ήταν περισσότερο εύκολη από τα λατομεία μέσω της λίμνης Βοιβηίδα (η αποξηραμένη σύγχρονη λίμνη Κάρλα), στις όχθες της οποίας αυτά βρισκόταν κατά την αρχαιότητα.
Το μάρμαρο στο Καστρί έχει χρώμα λευκό έως λευκότεφρο και είναι αδρόκοκκο. Πρόκειται για ένα πολύ καλής ποιότητας μάρμαρο, σκληρό αλλά και ευλάξευτο. Σε ορισμένες περιπτώσεις εμφανίζει σχιστότητα, ενώ συχνά διακρίνονται λεπτές ταινίες, πάχους έως 1 cm, υποπράσινου χρώματος, που είναι παράλληλες με τη σχιστότητα.
Στην περιοχή εντοπίζονται δύο λατομικές περιοχές, η νότια που είναι περισσότερο εκτεταμένη, και η βόρεια που καταλαμβάνει μικρότερη έκταση. Ως λατομική περιοχή εννοείται μία έκταση στην οποία παρατηρούνται εξορύξεις ογκόλιθων σε επιλεγμένες θέσεις, μικρότερες ή μεγαλύτερες. Κατά την αρχαιότητα η εξόρυξη μαρμάρου γινόταν συνήθως σε υπαίθρια λατομεία με ανοιχτά μέτωπα. Οι αρχαίοι συγγραφείς ονόμαζαν τα λατομεία “λατομίες” (Πλάτων, Στράβων, Πλούταρχος) ή “λιθοτομίες” (Θουκυδίδης, Ηρόδοτος, Ξενοφών, Θεόφραστος, Παυσανίας).
Το μάρμαρο που εξορύχθηκε από τα λατομεία αυτά χρησιμοποιήθηκε στο αρχαίο θέατρο Λάρισας αλλά και για την κατασκευή επιτύμβιων στηλών, επιγραφών, αλλά και κιόνων, όπως μαρτυρούν κατεστραμμένα υπολείμματα στην θέση αυτή. Κάτι που σημαίνει ότι η προετοιμασία και επεξεργασία των μαρμάρινων αντικειμένων γινόταν επιτόπου στο λατομείο για να είναι πιο εύκολη η μεταφορά τους, αφού μειωνόταν ο όγκος και το βάρος τους.
Στα λατομεία στο Καστρί η εξόρυξη των ογκολίθων γινόταν με συγκριμένες διαστάσεις είτε με κοπή, είτε με απόσπαση με βάση τα γεωλογικά χαρακτηριστικά του πετρώματος με την βοήθεια λοστών. Η χρήση των λοστών γινόταν εκεί όπου το πέτρωμα είχε έντονη τεκτονική, με διακλάσεις ή ρήγματα. Η απόσπαση γινόταν εύκολα και γρήγορα σε μικρά και σπανιότερα σε μεγάλα κομμάτια, ανάλογα με την πυκνότητα των τεκτονικών χαρακτηριστικών του πετρώματος. Η λατόμηση με αυτή την μέθοδο γινόταν κυρίως επιφανειακά και δεν προχωρούσε σε βάθος, το οποίο δεν ξεπερνούσε το 1 m.
Συχνότερα όμως οι λατόμοι χρησιμοποιούσαν την μέθοδο κοπής των λίθων με αυλάκια και σφήνες. Τα ίχνη από αυτήν την δραστηριότητα διατηρούνται ακόμη και σήμερα στο Καστρί, με κυριότερο χαρακτηριστικό τις “κοίτες” από όπου αποσπάσθηκαν μεγάλοι όγκοι μαρμάρου. Σε πολύ μεγάλο βαθμό διατηρούνται και τα ίχνη που άφησαν τα εργαλεία στα μέτωπα εξόρυξης και εκμετάλλευσης. Η εξόρυξη μαρμάρου στο Καστρί γινόταν με ανοιχτά κλιμακωτά μέτωπα και άρχιζε συνήθως από ψηλά, και προχωρούσε προς τα χαμηλότερα σημεία, όπως γίνεται και σήμερα. Γενικά η τεχνική εξόρυξης ήταν απλή και ακολουθούσε τα γεωλογικά και τεκτονικά χαρακτηριστικά του ίδιου του πετρώματος (στρώση, ρήγματα, διακλάσεις, χρωματισμοί κλπ.), τα οποία καθόριζαν τους τύπους των αρχιτεκτονικών μελών που θα παραγόταν.
Αρχικά για την κοπή και απόσπαση των ογκόλιθων λάξευαν την πέτρα με τύκους (πικούνια ή αξίνες) για τη δημιουργία περιμετρικών, κατακόρυφων και οριζόντιων αυλακιών (“φαλκών”), ανάλογα με τις επιθυμητές διαστάσεις. Οι αύλακες αυτές είχαν πλάτος και βάθος 5 έως 10 cm. Περιμετρικά γύρω από τα τεμάχια που έχουν εξορυχθεί διατηρούνται μέχρι σήμερα τα ίχνη από τις αξίνες. Στη συνέχεια άνοιγαν στα αυλάκια αυτά εγκοπές τοξοειδούς ή τραπεζοειδούς σχήματος, μέσα στις οποίες προσάρμοζαν τις χαλύβδινες σφήνες. Το μήκος των εγκοπών αυτών έφτανε συνήθως τα 15 cm, με μικρά διάκενα μεταξύ τους. Από τα ίχνη των εγκοπών μπορούμε να συμπεράνουμε ότι για την απόσπαση ενός μέτριου όγκου μαρμάρου απαιτούνταν συνολικά 15-20 σφήνες, ενώ για τα μεγάλα τεμάχη οι σφήνες έφταναν έως και τις 30. Οι λατόμοι χτυπούσαν τις σφήνες δυνατά και ρυθμικά με βαριά, ώστε να σφηνωθούν μέσα στις εγκοπές και στη συνέχεια με δύναμη αποσπούσαν τον ογκόλιθο.
Το μάρμαρο που εξορυσσόταν ήταν συμπαγές και υγιές, χωρίς εσωτερικές ατέλειες, διακλάσεις ή μεταβολές της κρυσταλλικότητας. Οι αρχαίοι εξόρυσσαν τα πετρώματα σε ορθογώνιους όγκους, το μέγεθος των οποίων ποίκιλε ανάλογα με τη χρήση τους. Με βάση τα ίχνη εξόρυξης μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι ογκόλιθοι είχαν συνήθως μήκος περίπου 3 έως 4 m, πλάτος 1 m, και ύψος 0,70 m, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις το μέγεθός τους ήταν ακόμη μεγαλύτερο. Στην βόρεια πλευρά η εξόρυξη ακλούθησε την κλίση του εδάφους με κλίση 50° έως 60° με αλλεπάλληλες αποσπάσεις ογκόλιθων, η μία δίπλα στην άλλη. Αυτό γινόταν για να γίνεται οικονομία σε χρόνο και ενέργεια. Το μήκος αυτού του λατομείου είναι 20 m και το πλάτος 11 m.
Στην περιοχή των λατομείων, στη νότια πλευρά, δεσπόζει μία εξαιρετικά μεγάλη αρχαία εξόρυξη μαρμάρου με 40 m μήκος, 25 m πλάτος και 20 m ύψος, και με κατακόρυφο μέτωπο. Δυστυχώς μεγάλο τμήμα του έχει καταστραφεί από τη σύγχρονη εκμετάλλευση, πολλά χρόνια πριν. Αρκετά μικρότερα σε μέγεθος αρχαία λατομεία εντοπίζονται περιμετρικά της μεγάλης εξόρυξης.
Σε όλα αυτά τα λατομεία υπάρχουν ίχνη κοπής και εξόρυξης του πετρώματος από την αρχαιότητα. Ογκόλιθοι που δεν αποσπάσθηκαν από το μητρικό πέτρωμα παραμένουν στη θέση τους εδώ και αιώνες, θυμίζοντας τις ένδοξες στιγμές του λατομείου αυτού στο Καστρί.
Οι μεταλλικοί αργοί ρυθμικοί ήχοι από τις βαριές που συγκρούονταν με δύναμη στις σιδερένιες σφήνες και οι γρήγοροι ήχοι από τα πικούνια και τους μαντρακάδες (τους αρχαίους τύκους και επικόπανους) που λάξευαν την πέτρα κάτω από τον καυτό ήλιο σε μία αποπνικτική υγρή ατμόσφαιρα, θα πρέπει να δέσποζαν στην περιοχή και να ακουγόταν σε πολλές εκατοντάδες μέτρα μακριά. Τον μονότονο αυτόν θόρυβο διέκοπταν που και που οι φωνές από τον αρχιλατόμο (“ηγούμενος” ή “επίτροπος”) που έδινε διαταγές για το πώς θα γίνει η εξόρυξη. Αυτός είχε το γενικό πρόσταγμα όλης της διαδικασίας και ήταν υπεύθυνος για την απρόσκοπτη λειτουργία του λατομείου. Ένα πιθανό λάθος στην διαδικασία της απόσπασης του πετρώματος θα μπορούσε να αχρηστεύσει όλη την προεργασία αλλά και να καταστρέψει τον ίδιο τον ογκόλιθο. Ένα είναι σίγουρο. Οι σκληρές και απάνθρωπες συνθήκες εργασίας στα λατομεία, είχαν σαν αποτέλεσμα τον θάνατο πολλών λατόμων.
Στο Καστρί εκτός από μάρμαρο εξορύχθηκε κατά την αρχαιότητα και πρασινοσχιστόλιθος. Όλη η πλαγιά βόρεια των αρχαίων λατομείων μαρμάρου, καλύπτεται από σχιστόλιθους και είχε υποστεί εκμετάλλευση. Διάσπαρτοι ογκόλιθοι σε όλη την έκταση μαρτυρούν την έντονη αρχαία εξορυκτική διαδικασία. Η απόσπαση του σχιστόλιθου ήταν εύκολη και δεν απαιτούσε κοπή. Γινόταν με λοστούς και βαριές σύμφωνα με τα γεωλογικά χαρακτηριστικά του πετρώματος και συγκεκριμένα με βάση την σχιστότητα και τις διακλάσεις του πετρώματος. Η εξόρυξη γινόταν σε σχετικά μικρά κομμάτια και η λατόμηση δεν ξεπερνούσε το 1 m βάθος. Ο πρασινοσχιστόλιθος από το Καστρί είναι ένα σχετικά σκληρό και ανθεκτικό πέτρωμα και έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με τον σχιστόλιθο που χρησιμοποιήθηκε για υποβάση στο αρχαίο θέατρο Λάρισας.
Το αρχαίο λατομείο ωολιθικού ασβεστόλιθου στον Τύρναβο
Στην Περαχώρα Τυρνάβου το αρχαίο λατομείο ωολιθικού ασβεστόλιθου καταλαμβάνει μία έκταση, μήκους 650 m και πλάτους 500 m, που ονομάζεται Ποδαρικό, στις υπώρειες του υψώματος Σιδηροπάλουκο, νότια του Τιταρήσιου ποταμού. Γεωλογικά η περιοχή αποτελείται από μάρμαρα και ιζήματα διαφόρων φάσεων στα οποία επικρατεί ο Σχηματισμός Τυρνάβου, ο οποίος αποτελείται από επικλυσιγενή λατυποπαγή-κροκαλοπαγή και περιλαμβάνει μία στενή ζώνη κατά μήκος του βορειοδυτικού άκρου της πεδιάδας της Λάρισας. Η ηλικία του σχηματισμού αυτού είναι Μειοκαινική (πριν από 23 έως 5,5 εκατ. χρόνια) ή Πλειοκαινική (πριν από 5,5 έως 2,5 εκατ. χρόνια).
Από τα ίχνη και την έκταση των εξορύξεων διαπιστώνουμε ότι η λατομική δραστηριότητα στο λατομείο του Τυρνάβου κατά την αρχαιότητα ήταν πολύ έντονη. Όλη η πλαγιά πίσω από το χωριό Περαχώρα είχε υποστεί εκμετάλλευση. Μικρά και μεγάλα λατομεία βρίσκονται εκατέρωθεν του ρέματος που κατεβαίνει από το ύψωμα Σιδηροπάλουκο με την μεγαλύτερη ανάπτυξη να εντοπίζεται προς τα νότια. Τα λατομεία εκτείνονται και μέσα στο χωριό.
Γενικά η τεχνική εξόρυξης ήταν απλή και ακολουθούσε τα γεωλογικά και τεκτονικά χαρακτηριστικά του ίδιου του πετρώματος, όπως η στρώση και τα ρήγματα ή οι διακλάσεις, τα οποία καθόριζαν τους τύπους των αρχιτεκτονικών μελών που θα παραγόταν. Έχουν εντοπιστεί έως και 4 διαδοχικά επίπεδα εξόρυξης όπου διακρίνονται καθαρά τα ίχνη από τα τεμάχια τα οποία αποκόπηκαν από το μέτωπο εξόρυξης. Το μεγαλύτερο λατομείο έχει μήκος πάνω από 100 m.
Οι αρχαίοι εξόρυσσαν τα πετρώματα σε ορθογώνιους όγκους, το μέγεθος των οποίων διαφοροποιούνταν ανάλογα με τη χρήση τους. Με βάση τα ίχνη εξόρυξης μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι ογκόλιθοι είχαν συνήθως μήκος από 0,5 έως 3,0 m, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις το μέγεθός τους ήταν ακόμη μεγαλύτερο.
Αρχικά για την κοπή και απόσπαση των ογκόλιθων λάξευαν την πέτρα με αξίνες, μαζί με χαλαζιακή άμμο και νερό, για τη δημιουργία περιμετρικών, κατακόρυφων και οριζόντιων αυλακιών, ανάλογα με τις επιθυμητές διαστάσεις. Οι αύλακες αυτές είχαν πλάτος 10-25 cm. Περιμετρικά γύρω από τα τεμάχια που έχουν εξορυχθεί διατηρούνται μέχρι σήμερα τα ίχνη από τις αξίνες. Στη συνέχεια άνοιγαν στα αυλάκια αυτά εγκοπές, μέσα στις οποίες προσάρμοζαν τις σφήνες. Χτυπώντας τις σφήνες με βαριές αποσπούσαν τον όγκο από το μητρικό πέτρωμα.
Μετά την εξόρυξη και απόσπαση του όγκου, ακολουθούσε η πρώτη λάξευση ή “πελέκηση”, ώστε να δοθεί το γενικό σχήμα, ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζονταν η πρώτη ύλη. Με τον τρόπο αυτό απομακρυνόταν το περιττό βάρος και γινόταν ευκολότερη η μεταφορά του. Στο γεγονός αυτό συνηγορεί η παρουσία μεγάλων σωρών από μπάζα που υπάρχουν στη θέση του αρχαίου λατομείου στην Περαχώρα. Η λατόμηση συνεχιζόταν σε βάθος έως το κροκαλοπαγές βάσης, δηλαδή το επίπεδο επίκλυσης της θάλασσας κατά το Πλειόκαινο, κάτω από το οποίο βρίσκεται το μάρμαρο. Άρα δηλαδή οι αρχαίοι αναγνώριζαν το γεωλογικό όριο που θα έπρεπε να διακόψουν την εξόρυξη.
Όλα τα χαρακτηριστικά της λατομικής δραστηριότητας διατηρούνται μέχρι σήμερα σε πολύ καλό βαθμό και σε αυτό συνέβαλε το γεγονός ότι ολόκληρος σχεδόν ο σχηματισμός του ωολιθικού ασβεστόλιθου είχε εξορυχθεί κατά την αρχαιότητα και έτσι δεν λειτούργησαν στη θέση αυτή σύγχρονα λατομεία.
Ο ωολιθικός ασβεστόλιθος από το αρχαίο λατομείο στην Περαχώρα Τυρνάβου είχε σημαντικές χρήσεις κατά την αρχαιότητα όχι μόνο στο αρχαίο θέατρο Λάρισας αλλά και σε άλλα μνημεία της Θεσσαλίας, όπως προκύπτει από την ορυκτολογική, πετρογραφική και ισοτοπική μελέτη αρχαιολογικών ευρημάτων κυρίως από την περιοχή του Βόλου. Έτσι το πέτρωμα αυτό από τον Τύρναβο το συναντούμε στον λόφο «Κάστρο-Παλαιά» Βόλου ως δομικό υλικό στον αρχαϊκό ναό της Αρτέμιδος Ιωλκίας καθώς και σε δεύτερη χρήση για την κατασκευή του παλαιοχριστιανικού, βυζαντινού και μεταβυζαντινού τείχους καθώς και σε οικίες του 20ου αι. Τα αρχιτεκτονικά αυτά μέλη αποδίδονται στον ναό της Αρτέμιδος και αποτελούνται από ωολιθικό ασβεστόλιθο.
Melfos V. (2004). Mineralogical and stable isotopic study of ancient white marble quarries in Larissa, Thessaly, Greece. Bull Geol Soc Greece, XXXVI/3, 1164-1172.
Βαξεβανόπουλος Μ., Μέλφος Β., Σκαφιδά Ε., Καρνάβα Α. (2015). Διαχρονική χρήση του τραβερτίνη ως οικοδομικού υλικού στη θέση «Κάστρo-Παλαιά» Βόλου. Το Αρχαιολογικό Έργο Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας, 4, 321-330.
Μέλφος Β. (2010-11). Προσδιορισμός της πηγής προέλευσης των πρώτων υλών από επιλεγμένα δείγματα μαρμάρου και πωρόλιθου του Αρχαίου Θεάτρου Λάρισας.
Παπανικολάου Ε. (2008). Αρχαιομετρική μελέτη λίθινων αρχαιολογικών ευρημάτων από την ανασκαφή του Δίον Πιερίας. Μεταπτυχιακή Εργασία στο Διατμηματικό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα «Προστασία, συντήρηση και αποκατάσταση έργων τέχνης και μηχανισμών» Α.Π.Θ., σελ. 98.
Τζιαφάλιας Α. Αρχαίο Θέατρο Λάρισας, http://www.larissa-dimos.gr/el/i-poli/a-arxaio-theatro.