Αγναντεύουμε την ορεινή επικράτεια του Ατάβυρου και του Ακραμύτη, στην Δυτική Ρόδο. Παρά τις εκτεταμένες φωτιές, που κατά καιρούς έχουν ξεσπάσει στο νησί, απέραντα πευκοδάση εξακολουθούν να καλύπτουν τις πλαγιές. Σ’ αυτό το παρθένο φυσικό περιβάλλον ευρίσκετο κάποτε ο αρχαίος Δήμος Κυμισαλέων, που κατοικήθηκε από τον 7ο ως τον 6ο αι. π.Χ.
Με τις ανασκαφικές έρευνες, που ξεκίνησαν από το 2006, έχει ανακαλυφθεί μια συνολική έκταση 10.000 στρεμμάτων που περιλάμβανε Ακρόπολη χτισμένη με ογκώδεις λαξευτούς ασβεστόλιθους, επτά εγκαταστάσεις αρχαίων οικισμών, μεγάλη κεντρική Νεκρόπολη και τουλάχιστον πέντε μικρότερα περιφερειακά νεκροταφεία. Είναι ένας τόπος που κρύβει σπουδαία στοιχεία από το πανάρχαιο παρελθόν της Ρόδου.

Στην Κυμισάλα (εικ. 1), κάτω από τη σκιά του Αταβύρου και του Ακραμίτη, σε έναν τόπο που ακόμη διατηρεί αλώβητη την παρθένα φύση του, κρύβονται τα κατάλοιπα του αρχαίου Δήμου των Κυμισαλέων της Ρόδου. Ευρισκόμενος στη νότια εσχατιά της αρχαίας Καμιρίδος Χώρας (εικ. 2), και υπαγόμενος διοικητικά στην άλλοτε κραταιή Κάμιρο, ο Δήμος των Κυμισαλέων φαίνεται πως κατοικείτο αδειάλειπτα, τουλαχιστον από τον 7ο αι. π.Χ., μέχρι και την Ύστερη Αρχαιότητα (6ο αι.).
Η περιοχή της Κυμισάλας, ορεινή, πυκνά δασωμένη και γεμάτη άγρια ομορφιά, βρίσκεται περίπου 70 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της πόλης της Ρόδου, στα όρια της Δημοτικής Ενότητας Αταβύρου. Μικρά εύφορα λεκανοπέδια, λόφοι, κοιλάδες και ένα απέραντο δάσος (εικ. 3), δημιουργούν ένα τοπίο εξαιρετικού φυσικού κάλλους, στο οποίο δεσπόζει ο επιβλητικός Ακραμίτης (εικ. 3bis), σιωπηλός και πανάρχαιος φύλακας μιας πολιτισμικής κληρονομιάς ανυπολόγιστης αξίας.
Από το 2006 στην περιοχή της Κυμισάλας διεξάγεται συστηματική αρχαιολογική έρευνα από το Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου και την ΚΒ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, με σκοπό τον εντοπισμό των διάσπαρτων μνημείων και αρχαιολογικών θέσεων της Κυμισάλας, τη συστηματική ανασκαφή των σημαντικότερων από αυτά και, μεσοπρόθεσμα, την ανάδειξη του χώρου.
Η οκταετής έρευνα έχει καταδείξει ότι η έκταση που καταλαμβάνουν σήμερα οι αρχαιότητες ξεπερνά τα 10.000 στρέμματα και περιλαμβάνει (εικ. 4) ακρόπολη, τουλάχιστον επτά εγκαταστάσεις/οικισμούς, μια μεγάλη κεντρική νεκρόπολη και άλλα πέντε τουλάχιστον μικρότερα περιφερειακά νεκροταφεία. Μέσα σε αυτή την τεράστια έκταση αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, η οποία ερευνήθηκε συστηματικά με περιοδείες –κάτω από εξαιρετικά αντίξοες (εικ. 4bis) συνθήκες λόγω της πυκνής δασώδους βλάστησης και των δυσκολιών που δημιουργεί η ορεινή γεωμορφολογία του τόπου– και χαρτογραφήθηκε (εικ. 5), επιλέχτηκαν η ακρόπολη και η κεντρική νεκρόπολη για τη διενέργεια συστηματικότερης ανασκαφικής έρευνας (εικ. 5bis).
Η Ακρόπολη
Ο λόφος του Αγίου Φωκά αποτελεί τον κεντρικό πυρήνα του Δήμου των Κυμισαλέων και δεσπόζει στην περιοχή. Μετά από 20λεπτη ανάβαση στην πυκνά δασωμένη και βραχώδη δυτική πλαγιά του λόφου και αφού προσπεράσει τα αρχαία λατομεία (εικ. 6), ο επισκέπτης βλέπει να ξεπροβάλλουν μπροστά του εντυπωσιακά τμήματα του οχυρωματικού περιβόλου, που περιέτρεχε την ακρόπολη και ο οποίος χρονολογείται στο 4ο αι. π.Χ. (εικ. 7). Ένα τμήμα του στη δυτική πλευρά, το οποίο σώζεται σε μήκος περίπου 18 μ. και σε ύψος που φθάνει σε κάποια σημεία έως και τα 3 μ., είναι ιδιαίτερα φροντισμένο (εικ. 8), καθώς πρόβαλλε ακριβώς κάτω από το ναό της κορυφής και ήταν ορατό τόσο από το λεκανοπέδιο της Κυμισάλας (εικ. 9), τον οικισμό στη θέση Καμπάνες και το δυτικό τμήμα της νεκρόπολης, όσο και από τους οικισμούς (εικ. 10) στις θέσεις Βασιλικά και Νάπες.
Στο κατώτερο τμήμα του (εικ. 11) είναι κτισμένο με μεγάλους λίθους, οι οποίοι έχουν περισσότερες από τέσσερεις πλευρές («πολυγωνικό σύστημα» δόμησης) και στo ανώτερο τμήμα, με λίθους που φέρουν μεν ορθογώνιους αρμούς, χωρίς όμως οι δόμοι να είναι ισοϋψείς, ούτε οι λίθοι ισομήκεις («ακανόνιστο ορθογώνιο σύστημα»). Οι δόμοι της ανώτερης σειράς είναι διακοσμημένοι με εγχάρακτη διακόσμηση (εικ. 12) με σειρές ρόμβων, διχτυωτό και σειρές τεθλασμένων γραμμών.
Διασχίζοντας κανείς τα τείχη, φτάνει στο πλάτωμα της κορυφής όπου κείτονται τα κατάλοιπα ενός μικρού ελληνιστικού ναού του 3ου-2ου αι. π.Χ. (εικ. 13). Το κτίριο, με εξωτερικές διαστάσεις 13,50 μ. μέγιστο μήκος και 5,80 μ. μέγιστο πλάτος, έχει προσανατολισμό ανατολή-δύση, με είσοδο στα ανατολικά και αποτελείται από πρόναο και κυρίως ναό. Οι μακριοί τοίχοι του ναού (εικ. 14), τόσο στην πρόσοψη όσο και στον πίσω τοίχο, έχουν ημικυκλικές απολήξεις σχηματίζοντας ένα είδος παραστάδων στις τέσσερεις εξωτερικές γωνίες του κτηρίου. Οι ημικυκλικές αυτές απολήξεις στην πρόσοψη φέρουν ίχνη κατακόρυφων γλυφών, που ίσως παραπέμπουν σε ημικίονες. Η θεότητα στην οποία ήταν αφιερωμένος ο ναός είναι ακόμη άγνωστη, με την Άρτεμη και τη Δήμητρα να έχουν στο παρελθόν διεκδικήσει τη λατρεία.
Οι οικισμοί
Με την ακρόπολη στο λόφο του Αγίου Φωκά επικοινωνούν οπτικά οι επτά μέχρι σήμερα εντοπισμένες εγκαταστάσεις/οικισμοί, που φαίνεται πως ανήκαν στο Δήμο των Κυμισαλέων: οι θέσεις Βασιλικά, Νάπες, Χάρακας, Γλυφάδα/Μονοσύρια (πιθανότατα το αρχαίο Μνασήριον που αναφέρει ο Στράβωνας, επίνειο των Κυμισαλέων (εικ. 15)), Στελιές, Μαρμαρούνια και Καμπάνες (εικ. 16). Σε όλες τις θέσεις υπάρχουν εκτεταμένα οικιστικά κατάλοιπα.
Ο οικισμός στα Βασιλικά είναι ο μεγαλύτερος και ο πλέον ενδιαφέρων (εικ. 17), καθώς σώζονται κατακρημνισμένα πολλά οικοδομήματά του, διατηρούνται στη θέση τους ισχυροί τοίχοι πολυγωνικής τοιχοποιίας, ενώ μπορεί κανείς να διακρίνει υποτυποδώς και το πολεοδομικό σχέδιο του οικισμού.
Ένας εκτεταμένος ελεύθερος χώρος ξεχωρίζει, καθώς περικλείεται από ισχυρό περίβολο (εικ. 18). Στα βορειοδυτικά του διαμορφώνονται δωμάτια και κατά μήκος της ανατολικής του πλευράς επιμήκης στενός διάδρομος. Αμέσως βόρεια του περιβόλου εκτείνονται σειρές δωματίων από οικίες που τις χωρίζει δρόμος με κατεύθυνση από ανατολή προς δύση. Δεύτερος δρόμος, κάθετος προς τον προηγούμενο, διέρχεται ανατολικότερα. Οι τοίχοι των κτισμάτων σώζονται σε μερικά σημεία σε αρκετό ύψος (εικ. 19), ενώ σε διάφορα σημεία διατηρούνται στη θέση τους παραστάδες θυραίων ανοιγμάτων (εικ. 20) και κατώφλια, μάρτυρες ενός ακμάζοντος και πυκνοκατοικημένου άλλοτε οικισμού, ο οποίος εκμεταλλευόταν το μικρό αλλά εύφορο λεκανοπέδιο του Βασιλικού (εικ. 21) που εκτείνεται στα νοτιοδυτικά του.
Η κάτοψη και η διάταξη των κτισμάτων, καθώς και ο χαρακτήρας τους δεν μπορούν να προσδιοριστούν ακριβέστερα, γιατί καλύπτονται από εκτεταμένους λιθοσωρούς.
Όταν το 1854 ο γάλλος περιηγητής Victor Guérin, επισκέφτηκε τον χώρο και άκουσε το όνομα Βασιλικά, έφερε συνειρμικά στο νου του βασιλικές κατοικίες και υπέθεσε πως επρόκειτο για την κατοικία των αρχαίων βασιλέων της Καμίρου. Αυτή η ρομαντική άποψη βρήκε μεγάλη απήχηση στους ντόπιους, δημιουργώντας το νεότερο θρύλο του «βασιλιά Κυμισαλέα» και των θησαυρών του. Όπως διατυπώνει και ο Ιταλός αρχαιολόγος Maiuri: «το βασιλικό όνομα (της θέσης) και ο μύθος ενός βασιλικού ανακτόρου με ολόχρυσους θησαυρούς πρόβαλλε από ένα ωραίο τείχος, τετραγωνισμένων ογκολίθων, κατάπληξη κάθε βοσκού και οδοιπόρου, παρακινουμένου να συγκρίνει την ξέσκεπη στέγη του καλυβιού του με τα θαυμάσια εκείνα κράσπεδα».
Οι νεκροπόλεις
Δίπλα στους οικισμούς αναπτύσσονται νεκροταφεία, με την κεντρική νεκρόπολη να είναι μακράν το μεγαλύτερο και πιο ενδιαφέρον. Εκτείνεται στην κοιλάδα που δημιουργείται ανάμεσα στους λόφους του Αγίου Φωκά και της Κυμισάλας, ενώ καλύπτει και τη βόρεια και τη δυτική πλευρά του τελευταίου (εικ. 22).
Η έντονη, δυστυχώς, αρχαιοκαπηλική, αλλά και τυχοδιωκτική αρχαιολογική δραστηριότητα στο χώρο της κεντρικής νεκρόπολης (εικ. 23) , από τα μέσα κυρίως του 19ου αι. μέχρι και τα τελευταία χρόνια, έχει απομακρύνει μεγάλη ποσότητα τεχνουργημάτων και έχει καταστρέψει πολλές εκατοντάδες τάφων, στερώντας μας σημαντική γνώση για τον πολιτισμό και την ιστορία του αρχαίου δήμου των Κυμισαλέων.
Οι τάφοι είναι κατά κύριο λόγο θαλαμοειδείς, λαξευμένοι στον φυσικό βράχο, έχουν ένα προθάλαμο ή δρόμο με σκαλοπάτια, έναν (εικ. 24) ή δύο ταφικούς θαλάμους (εικ. 25) και διατάσσονται σε σειρές, κλιμακωτά στις πλαγιές των λόφων (εικ. 26). Δε λείπουν και τα υπέργεια ταφικά μνημεία, κτιστές επιτάφιες κατασκευές (εικ. 27), ισοδομικής τοιχοδομίας, στις οποίες ίσως εδράζονταν ορθογώνια βάθρα, διακοσμημένα με κυμάτια, πεσμένα σήμερα εμπρός από τους τάφους. Ανάμεσά τους υφίστανται και επιγραφές, μνημεία αιώνια επιφανών ανδρών και γυναικών. Εδώ τάφηκε ο ΚΑΛΙΠΠΟΣ (εικ. 28), εδώ και ο Κυμισαλέας ΔΑΜΑΓΟΡΑΣ ΑΡΙΣΤΟΔΑΜΟΥ, μαζί με τη γυναίκα του τη ΧΡΥΣΩ, κόρη του ΝΙΚΑΣΑΓΟΡΑ από την Κρυασσό της Καρίας (εικ. 29).
Από το αρχαϊκό τμήμα της κεντρικής νεκρόπολης προέρχεται η περίφημη στήλη της Κυμισάλας (εικ. 30), ένα επιτύμβιο σήμα από ασβεστόλιθο, που σώζεται σε ύψος 83 εκ. Έχει τη μορφή χοντρού δίσκου πάνω σε πεσσό και επιστέφεται στην κορυφή της από έναν ορθογώνιο πλίνθο, πάνω στον οποίο στηριζόταν κάποιο επιπρόσθετο στοιχείο. Στον δίσκο απεικονίζονται, σε αβαθές εσώγλυφο, έξι πτηνά εντός οδοντωτού εγχάρακτου κοσμήματος που περιτρέχει ολόκληρη την πλευρά, ενώ ένας μεγάλος εξάφυλλος ρόδακας και ένας μικρότερος εννεάφυλλος, εντός αντίστοιχου οδοντωτού κοσμήματος, υπάρχουν στην άλλη πλευρά. Πρόκειται για ένα από τα πρωιμότερα σωζόμενα μνημεία της νεκρόπολης, που φαίνεται να έχει ομοιότητες με έναν τύπο πήλινων ειδωλίων, τα οποία κοσμούσαν μυκηναϊκές λάρνακες από την Τανάγρα.
Στον ίδιο χώρο, πιθανότατα, εντοπίστηκαν για πρώτη φορά και μια ιδιαίτερη κατηγορία κυλίκων (εικ. 31), του πρώτου μισού του 6ου αι. π.Χ., που χάριν του όμορου σύγχρονου οικισμού των Σιάννων, καταγράφηκαν στην ιστορία της τέχνης ως οι περίφημες κύλικες τύπου «Σιάννα».
Οι μέχρι σήμερα έρευνες στην κεντρική νεκρόπολη της Κυμισάλας έχουν πετύχει να προσδιορίσουν τη χρήση της από τους αρχαϊκούς χρόνους (7ος αι. π.Χ.) μέχρι και την Ύστερη Αρχαιότητα (4ος-6ος αι.), κυρίως μέσα από σύνολα κεραμικής που προέρχονται από ασύλλητους τάφους (εικ. 32), όσο και από κατάλοιπα σύλλησης.
Το φυσικό περίβάλλον
Η περιοχή βέβαια δεν παρουσιάζει μόνο τεράστιο αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Οι αρχαιολογικές θέσεις του Δήμου των Κυμισαλέων βρίσκονται στο κέντρο της περιοχής «Ακραμίτης–Αρμενιστής–Ατάβυρος», η οποία έχει ενταχθεί στο Ευρωπαϊκό δίκτυο οικοτόπων «Natura 2000» (κωδικός GR 4210005) (εικ. 33) και προστατεύεται ως Μνημείο της Φύσης. Σε αυτή την κατηγορία κηρύσσονται εκτάσεις, δημόσιες ή μη, που παρουσιάζουν παλαιοντολογικό, γεωμορφολογικό και ιστορικό ενδιαφέρον, καθώς και συστάδες δέντρων ή δέντρα και σπάνια είδη φυτών που έχουν ιδιαίτερη βοτανική, φυτογεωγραφική, αισθητική και ιστορική σημασία.
Η συγκεκριμένη προστατευόμενη περιοχή της Ρόδου καλύπτει πάνω από δεκαεπτά χιλιάδες εκτάρια, καταλαμβάνει το νοτιοδυτικό τμήμα της Ρόδου και περιλαμβάνει την ορεινή έκταση του Αταβύρου, του Ακραμίτη, την έκταση γύρω από τον ποταμό Σιανίτη και την παράκτια έκταση από τον κόλπο του Παπαγιώργη έως το ακρωτήριο Αρμενιστής και νότια έως τον κόλπο της Απολακκιάς. Μέσα σε αυτήν την έκταση απαντούν πολλοί τύποι οικοτόπων, από τα υποθαλάσσια λιβάδια, τις αμμουδιές με αμμοθίνες και τις φωκοσπηλιές, μέχρι τα πευκοδάση (εικ. 34) και τα αυτοφυή κυπαρισσοδάση. Οι εναλλαγές, που παρουσιάζει το τοπίο (εικ. 35), και το θαυμάσιο ανθρωπογενές περιβάλλον, με τους παραδοσιακούς οικισμούς και τις δραστηριότητες των κατοίκων, καθιστούν την περιοχή μοναδική.
Αυτό το συγκριτικό πλεονέκτημα της περιοχής, σε συνδυασμό με την ανάδειξη των αρχαιολογικών θέσεων και μνημείων της Κυμισάλας (εικ. 36), θα μπορούσε να οδηγήσει σύντομα στη δημιουργία ενός μοναδικού αρχαιολογικού-οικολογικού πάρκου, το οποίο θα διασφαλίσει τη φυσιογνωμία της περιοχής, θα αναδείξει τα ιδιαίτερα πολιτισμικά, φυσικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά του τόπου και θα οδηγήσει σε μια ήπια, αειφορική και βιώσιμη ανάπτυξη την ημιορεινή περιοχή του Ακραμίτη.
Το Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου και η ΚΒ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (εικ. 37), η συνεργαζόμενη Σχολή Αγρονόμων Τοπογράφων Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (εικ. 38) και η Τοπική Αυτοδιοίκηση συνεργάζονται αρμονικά και στοχευμένα στην περιοχή με στόχο την ανάδειξη και προστασία των αρχαιοτήτων, αλλά και τη δημιουργία βασικών υποδομών για την ίδρυση ενός αρχαιολογικού-οικολογικού πάρκου στο μέλλον. Κεντρικός άξονας αναφοράς θα είναι το τρίπτυχο Ακρόπολη-Νεκρόπολη-Πόλη, ενώ προτείνεται και η ανάπτυξη αειφόρων δράσεων, βασισμένων, αφενός σε ένα εκτεταμένο υπαίθριο αρχαιολογικό μουσείο (που θα απαρτίζεται από διάφορες σημαντικές αρχαιολογικές θέσεις και μνημεία της περιοχής) και αφετέρου θέσεις περιβαλλοντικού και οικολογικού ενδιαφέροντος, που θα διασυνδέονται μεταξύ τους με περιπατητικά μονοπάτια.
Ενημερωθείτε για την αρχαιολογική έρευνα του Παν/μιου Αιγαίου και της ΚΒ’ ΕΠΚΑ στην Κυμισάλα και τις προοπτικές της:
http://www.eulimene.eu/kymissala.php
http://www.facebook.com/pages/Archaeological-Research-in-Kymissala-Rhodes/110523398977961