Από την Οία της Σαντορίνης στον Αγ. Γεώργιο Αντιπάρου. Και από την απόλυτη κοσμοπολίτικη εμπειρία στην υπέρτατη γαλήνη. Πού είναι το κρουαζιερόπλοιο με την πολυτέλεια και τις πληθωρικές του διαστάσεις; Πού είναι το κρουαζιερόπλοιο με την πολυτέλεια και τις πληθωρικές του διαστάσεις; Πού είναι τα πλοία της γραμμής και τα σκάφη αναψυχής και καθημερινά αυλάκωναν την Καλντέρα; Εδώ, το μόνο που κινείται απέναντί μου, είν’ ένα μικρό ψαροκάικο, που τούτη την πρωινή ώρα επιστρέφει απ’ τ’ ανοιχτά. Εκεί έξω, στο αφρισμένο Αιγαίο, ταρακουνιέται αρκετά. Καθώς όμως καβαντζάρει τον κάβο του Δεσποτικού, τα βάσανά του τελειώνουν, κύματα και αέρας μένουν έξω από το δίαυλο. Πάνω απ’ το καΐκι διαγράφουν κύκλους οι φτερωτοί του σύντροφοι, οι γλάροι, μια φωνακλάδικη τιμητική συνοδεία, που ανταμείβεται πλουσιοπάροχα μέχρι τη στεριά.
Από την Οία της Σαντορίνης στον Αγ. Γεώργιο Αντιπάρου. Και από την απόλυτη κοσμοπολίτικη εμπειρία στην υπέρτατη γαλήνη. Πού είναι το κρουαζιερόπλοιο με την πολυτέλεια και τις πληθωρικές του διαστάσεις; Πού είναι το κρουαζιερόπλοιο με την πολυτέλεια και τις πληθωρικές του διαστάσεις; Πού είναι τα πλοία της γραμμής και τα σκάφη αναψυχής και καθημερινά αυλάκωναν την Καλντέρα; Εδώ, το μόνο που κινείται απέναντί μου, είν’ ένα μικρό ψαροκάικο, που τούτη την πρωινή ώρα επιστρέφει απ’ τ’ ανοιχτά. Εκεί έξω, στο αφρισμένο Αιγαίο, ταρακουνιέται αρκετά. Καθώς όμως καβαντζάρει τον κάβο του Δεσποτικού, τα βάσανά του τελειώνουν, κύματα και αέρας μένουν έξω από το δίαυλο. Πάνω απ’ το καΐκι διαγράφουν κύκλους οι φτερωτοί του σύντροφοι, οι γλάροι, μια φωνακλάδικη τιμητική συνοδεία, που ανταμείβεται πλουσιοπάροχα μέχρι τη στεριά.
Η ΜΕΡΑ ΑΡΧΙΖΕΙ ΣΤΟΝ «ΩΛΙΑΡΟ»
Μετά το καΐκι κάτι καινούργιο αρχίζει να κινείται, αυτή τη φορά όμως πιο κοντά, μερικές δεκάδες μέτρα απ’ την ακτή. Είναι ένα ζευγάρι κορμοράνων, που πετούν με χαμηλή πτήση πάνω απ’ το νερό. Ξαφνικά σταματούν και, σχεδόν ταυτόχρονα, βουτούν. Μου είναι γνωστές οι καταδυτικές ικανότητες των κορμοράνων για την υποβρύχια αναζήτηση τροφής. Είναι ωστόσο η πρώτη φορά, που τους παρακολουθώ με όλη μου την άνεση και μάλιστα από … θεωρείο.
Πολύ διαφορετική ήταν η εμπειρία ενός φίλου ψαροντουφεκά, όταν σε μια κατάδυση λαχτάρισε κυριολεκτικά από τον απρόσμενο σκούρο όγκο που βυθίστηκε δίπλα του σαν βόμβα βυθού. Ήταν κορμοράνος, πολύ πιο δεινός βουτηχτής από τον ίδιο.
Μετά από αρκετά δευτερόλεπτα το ζευγάρι ξαναβγαίνει στην επιφάνεια. Ακολουθεί νέα συντροφική πτήση και νέα βουτιά. Τη φορά αυτή τους χρονομετρώ. Με έκπληξη διαπιστώνω, ότι ο χρόνος κατάδυσής τους ξεπερνάει το λεπτό! 200 μ. πιο κάτω ένα άλλος «φτερωτός ψαράς» αναζητάει την τροφή του. Είν’ ένας λευκοτσικνιάς που κινείται με χάρη στα άβαθα νερά. Η κατάλευκη, κομψή σιλουέττα του έρχεται σε τέλεια χρωματική αντίθεση με την μαύρη των κορμοράνων.
Κάπως έτσι ξεκινάει η πρώτη μέρα της παραμονής μας στον «Ωλίαρο». Με μια γεναιόδωρη απλότητα και γαλήνη, που πολύ καιρό είχαμε να νιώσουμε. Οι εικόνες, ωστόσο, απ’ τη βεράντα μας δεν σταματούν εδώ. Η υπερυψωμένη θέση της μονάδας, μερικές δεκάδες μέτρα πάνω από τη θάλασσα, χαρίζει θέα απαράμιλλη παντού. Σε πρώτο πλάνο στον μαγευτικό δίαυλο, που σχηματίζεται ανάμεσα στην αντικρινή νήσο «Δεσποτικό» και σ’ αυτό το ΝΔ σημείο της Αντιπάρου. Ο δίαυλος αρχικά μοιάζει με κόλπο μακρόστενο, που η ήρεμη επιφάνειά του ελάχιστα επηρεάζεται από τους ανέμους του Αιγαίου. Μια προσεκτικότερη ματιά ανακαλύπτει ένα άνοιγμα στα ΒΔ και μια μικρή νησίδα στο κέντρο του ανοίγματος. Είναι το νησάκι Κοιμητήρι ή Τσιμιντήρι, σε ελάχιστη απόσταση ανάμεσα στο Δεσποτικό και στην Αντίπαρο. Το ίδιο το Δεσποτικό είν’ ένα πανέμορφο αλλά ακατοίκητο νησί, που διαφεντεύει όλο σχεδόν τον Δ ορίζοντα με τους ορεινούς όγκους αλλά και τις ήπιες πεδιάδες που καταλήγουν ως τη θάλασσα.
Η θέση του «Ωλίαρου» στο ΝΑ άκρο του αραιοχτισμένου οικισμού του Αγ. Γεωργίου, εκτός από την απόλυτη ηρεμία, του δίνει το πλεονέκτημα της ανεμπόδιστης θέας προς το πέλαγος και τη Σίκινο και, με καλή ορατότητα, στη μακρινή Φολέγανδρο. Στα Δ-ΒΔ, πάνω από τις χαμηλές ράχες του Δεσποτικού, είναι πολύ συχνή η εμφάνιση των ορεινών όγκων της πολύ κοντινότερης Σίφνου.
Ο ήλιος ψηλώνει, η πέργκολα του Ωλίαρου ζωντανεύει. Ο Βασίλης μου γνέφει να κατέβω για καφέ. Διασχίζω τον πλακόστρωτο διάδρομο, ανάμεσα στους πυκνούς θάμνους και στα όμορφα λουλούδια, που κοσμούν κάθε υπαίθριο χώρο της μονάδας. Η φροντίδα και το μεράκι της οικογένειας έχουν από το 1992 μετατρέψει την έκταση των δυο στρεμμάτων σ’ έναν μικρό βοτανικό κήπο. Ανάμεσα στα κεδροκυπάρισσα, τις πικροδάφνες, τις κοντόσωμες ελιές και τα άλλα δέντρα τιτιβίζουν μικροπούλια. Πού και πού περνούν από πάνω καρδερίνες. 100 μέτρα μπροστά αγναντεύουμε τη θάλασσα με ποικίλες αποχρώσεις του γαλάζιου και του πράσινου. Σ’ αυτό το περιβάλλον πίνουμε τον πρώτο καφέ της μέρας, που συνοδεύεται μ’ ένα θαυμάσιο πρωινό. Μέσα σ’ ελάχιστα λεπτά ο Βασίλης κι η οικογένειά του μας κάνουν να αισθανόμαστε απόλυτη οικειότητα. Δεν ήταν καθόλου υπερβολικός ο φίλος μας ο Κυριάκος, όταν 8 μήνες πριν μας μιλούσε με ενθουσιασμό για την φιλοξενία του Ωλίαρου. Εκτός όμως από τις εξαίσιες βεράντες με την εκπληκτική θέα και τη γαλήνη, που δύσκολα αποχωρίζεται κανείς, ο ξενώνας διαθέτει οτιδήποτε άλλο μπορεί να κάνει ευχάριστη τη διαμονή του επισκέπτη: χώρους άνετους και λειτουργικούς, διακοσμημένους με κυκλαδίτικη απλότητα και γούστο, τηλεόραση και κλιματισμό, κουζίνα πλήρως εξοπλισμένη με όλα τα απαραίτητα σκεύη. Στο κέντρο των Κυκλάδων και μόλις μια δρασκελιά από την κοσμοβριθή Πάρο, αισθανόμαστε σαν να ζούμε στο ιδιωτικό μας ησυχαστήριο.
ΟΙ ΝΑ ΠΑΡΑΛΙΕΣ ΤΗΣ ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗΣ
Στις αρχές του περασμένου Σεπτέμβρη κατάφερα να ξεφύγω για λίγο απ’ το ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ. Ταξίδεψα για ένα 10ήμερο στην Πάρο χωρίς σημειωματάρια και φωτογραφικό εξοπλισμό. Σκοπός μου ήταν να ξαναβρεθώ – μετά από διάστημα 9 ετών (!) – με τον αδελφικό μου φίλο Πέτρο, που μας συνδέει αδιατάρακτη φιλία 34 χρόνων. Σ’ αυτό το ταξίδι είχα την ευκαιρία να επισκεφτώ μετά από πολλά χρόνια και την γειτονική Αντίπαρο. Ελάχιστα θυμόμουν από εκείνη την πρώτη φορά στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Μόνον τον μικρό οικισμό που τώρα ήταν αγνώριστος και την κακοτράχαλη κατάβαση στο εντυπωσιακό σπήλαιο. Τίποτε άλλο.
– Πήγαινε και μια βόλτα ως το ΝΑ άκρο του νησιού, στους όρμους της Φανερωμένης, μου σύστησε ο Πέτρος.
Δεν το μετάνιωσα. Έμεινα έκπληκτος από την γεωμορφολογία των ακτών και τα απίστευτα νερά. Λίγες μέρες αργότερα προστέθηκαν και οι εμπειρίες του Κυριάκου. Η απόφαση είχε ληφθεί. Η Αντίπαρος θα ήταν στους προσεχείς προορισμούς.
– Από πού θέλεις να ξεκινήσουμε την περιήγησή μας; Ρωτάω την Άννα.
– Μα, φυσικά από την Φανερωμένη μου απαντάει. Πάνω από τον οικισμό του Αγ. Γεωργίου δεσπόζει ένας απότομος, βραχώδης λόφος. Είναι μια στρατηγική τοποθεσία, φυσικά οχυρή, όπου διασώζονται και υπολείμματα μεσαιωνικής οχύρωσης, πιθανότατα παρατηρητήριο πειρατών. Από το σημείο αυτό έχουμε κορυφαία θέα προς τον θαλάσσιο ορίζοντα. Επιπλέον προς τα ΝΑ, στις λοφοπλαγιές πάνω από τον Ωλίαρο, διακρίνουμε μια μακρυά πέτρινη γραμμή. Είναι η εντυπωσιακή ξερολιθιά μιας περίφραξης πολλών εκατοντάδων μέτρων, που όμοιες υπάρχουν σε πολλά σημεία του νησιού. Μένει έκπληκτος κανείς από το μέγεθος της προσπάθειας αλλά και από τον χρόνο που απαιτείτο, για να κατασκευασθούν αυτά τα «Σινικά Τείχη» σε μικρογραφία, που αποτελούσαν τον μοναδικό τρόπο οριοθέτησης των αγροτικών ιδιοκτητών.
Αποφασίζουμε να δούμε από κοντά αυτή τη μεγάλη ξερολιθιά. Πάνω από τον οικισμό του Αγ. Γεωργίου εγκαταλείπουμε την άσφαλτο και στρίβουμε δεξιά σε δύσβατο χωματόδρομο. Πολύ γρήγορα η θέα προς τον δίαυλο και τον θαλάσσιο ορίζοντα γίνεται απαράμιλλη. Δεν είναι τυχαία η επιλογή αυτής της τοποθεσίας από κάποιους για ανέγερση πολυτελέσστατων εξοχικών κατοικιών.
Ο χωματόδρομος όμως δεν σταματάει εδώ. Μετά από λίγο συνεχίζει σε αυχένα, που μας αποκαλύπτει το Β και Α τμήμα του νησιού και απέναντι την Πάρο. Ήδη χαμηλότερα διακρίνεται το χωμάτινο οδικό δίκτυο που καταλήγει στις ακτές της Φανερωμένης, και συνδέεται προφανέστατα με τον δικό μας χωματόδρομο (σύνδεση η οποία δεν αναφέρεται στο χάρτη). Ο δρόμος γίνεται εξαιρετικά δύσβατος, ακατάλληλος για οποιαδήποτε συμβατικό αυτοκίνητο. Είναι προφανώς μια νέα χάραξη, γι’ αυτό ίσως δεν αναφέρεται και στο χάρτη.
Λίγο πιο κάτω συναντάμε διακλάδωση, που ένα τμήμα της κατηφορίζει δεξιά. Μετά από 100 μέτρα τερματίζει πάνω από μικροσκοπική βραχώδη χερσόνησο, που σχηματίζει μια μικρή θαλασσοσπηλιά με εξαίσια νερά. Πάνω από το σημείο τερματισμού ορθώνεται ένας πολύ απότομος, πετρώδης λόφος με σχήμα κωνικό. Σε μια ξέρα, 100 μ. απ’ την ακτή, έχουν εγκαταστήσει το ορμητήριό τους κορμοράνοι. Είν’ ένας τόπος αθέατος, μοναχικός και απόλυτα γαλήνιος. Αν μάλιστα βαδίσουμε μερικές δεκάδες μέτρα προς την ακτή, απόκαλύπτεται μια όψη του Δεσποτικού πολύ διαφορετική από αυτήν που ξέρουμε ως τώρα. Επιστρέφουμε στην προηγούμενη διακλάδωση και μετά από 800 μέτρα συναντάμε το χωμάτινο οδικό δίκτυο προς Φανερωμένη. Βρισκόμαστε στο σημείο, απ’ όπου αρχίζει η θαυμάσια εναλλαγή της ακτογραμμής μέχρι το εξωκκλήσι της Φανερωμένης, στο ΝΑ άκρο του νησιού. Ήδη μετά από 600 μέτρα συναντάμε τον πρώτο κολπίσκο εξωτικής ομορφιάς με λευκή αμμουδιά και ρηχά διάφανα νερά με αποχρώσεις τυρκουάζ. Ανάμεσα στην αφιλόξενη βραχώδη ακτή η αμμουδερή αυτή παρένθεση δεν ξεπερνάει τα 100 μέτρα και είναι ένα αληθινό παράδοξο της φύσης.
Κεδροκυπάρισσα, σχοίνοι, αγριολούλουδα, ανάμεσά τους μικροσκοπικές ροζ και μωβ ορχιδέες. Απέναντι τα ερημονήσια Γλαρόμπι, Τηγάνα και Παντερονήσι, καθώς και οι ΝΔ ακτές της Πάρου. Είν’ ένα σημείο της διαδρομής εκπληκτικό αλλά όχι και το τελευταίο. Μερικές εκατοντάδες μέτρα μετά ο δρόμος περνάει δίπλα από δίδυμο κολπίσκο, που τα χαρακτηριστικά του είναι όμοια με του προηγούμενου. Αδύνατον να πει κανείς ποιος είναι ωραιότερος.
Ο δρόμος διχάζεται και ανηφορίζει στο εσωτερικό. Κατευθυνόμαστε αριστερά και μετά από λίγο ασπρίζει στο βάθος το εξωκκλήσι. 200 μέτρα πριν η φύση μας επιφυλάσσει μια νέα έκπληξη. Είν’ ένας κολπίσκος με άνοιγμα 20 μόλις μέτρων, μια υπέροχη φυσική πισίνα που έχει δημιουργηθεί ανάμεσα σε παράξενους βραχώδεις σχηματισμούς. Η διάβρωση από την προαιώνια δράση των κυμάτων έχει λαξεύσει την επιφάνειά τους δημιουργώντας απειράριθμες μικροκοιλότητες που φέρνουν στο νου σφουγγάρια, κηρήθρες ή άλλες απίθανες μορφές. Δεν ξέρουμε τι να πρωτοθαυμάσουμε, τη μαγεία των νερών ή την γλυπτική ευρηματικότητα της φύσης.
Ο αρκετά δύσβατος στο τελευταίο του τμήμα χωματόδρομος τερματίζει 50 μέτρα πριν από το κατάλευκο εξωκκλήσι της Φανερωμένης. Δυστυχώς ο ακαλαίσθητος τσιμεντένιος περίβολος αφαιρεί μεγάλο μέρος από την αρχιτεκτονική γοητεία της εκκλησούλας. Αμέσως μετά εκτείνεται ως τη θάλασσα μια συμπαγής βραχώδης χοάνη με ήπια κλίση και επιφάνεια ομαλή. Ο κολπίσκος όμως που σχηματίζεται σ’ αυτό το απόλυτα εκτεθειμένο σημείο του νησιού είναι ελάχιστα φιλικός, σε αντίθεση με τους προηγούμενους. Το χαρακτηριστικότερο στοιχείο της περιοχής είναι πετρώδη εξάρματα μικρού ύψους, που εξέχουν εδώ κι εκεί πάνω από τις πλάκες και φέρουν τα περισσότερα μια επίπεδη πέτρα στην κορυφή τους. Το σχήμα τους θυμίζει καμινάδα και φέρνουν στο νου μας – μορφολογικά τουλάχιστον – τους γεωλογικούς σχηματισμούς στο Μικρόβαλτο Κοζάνης, τα περίφημα «Μπουχάρια».
Ο μεσημεριάτικος ήλιος του Απρίλη μας χτυπάει ανελέητα, οι αντανακλάσεις στις ανοιχτόχρωμες επιφάνειες των βράχων είναι εκτυφλωτικές. Κανένα δέντρο δεν υπάρχει ολόγυρά μας, πουθενά δεν δημιουργείται προστατευτική σκιά. Μόνον πίσω από το τοιχαλάκι της εκκλησίας. Στις θερμές καλοκαιρινές ώρες της ημέρας, χωρίς αντηλιακή προστασία, ο τόπος πρέπει να είναι ιδιαίτερα αφιλόξενος.
300 μέτρα από τη Φανερωμένη, στην ΝΔ πλευρά του κάβου «Σκύλος», ο υποτυπώδης χωματόδρομος καταλήγει μερικά μέτρα πάνω από μια απόκρυφη ακτή. Είν’ ένας μακρόστενος κολπίσκος, που περιβάλλεται από βράχους απόλυτα εχθρικούς. Στον μυχό του, ωστόσο, δημιούργησε η φύση μια αμμουδερή αγκαλιά 30 μέτρων, από τις ωραιότερες που μπορεί να ονειρευτεί κανείς. Σ’ αυτά τα θεϊκά νερά βούτηξα τον περασμένο Σεπτέμβρη και για μια ολόκληρη ώρα ήμουν ολομόναχος. Δεν μπορώ βέβαια στην θερινή περίοδο να εγγυηθώ παρόμοια μοναξιά.
Επιστρέφουμε από τη Φανερωμένη μέσω της παραθαλάσσιας διαδρομής, που με μήκος 4,5 χλμ. ως την άσφαλτο, είναι προικισμένη με αρκετές ακόμη θαυμάσιες αμμουδιές. Είναι δικαιολογημένη λοιπόν η οικιστική εκμετάλλευση της περιοχής με πολλές εξοχικές κατοικίες, κάποιες απ’ τις οποίες είναι πολυτελέστατες. Η κατάσταση όμως του χωματόδρομου, τουλάχιστον αυτή την εποχή, δεν είναι και η καλύτερη δυνατή.
Καθώς φτάνει το δειλινό, ο ήλιος βουτάει ανεμπόδιστα στη θάλασσα δεξιά της Σίφνου, ως τη στιγμή που μεταμορφώνεται σταδιακά σ’ ένα αμυδρό κοκκινωπό τόξο πάνω απ’ την ευθεία του ορίζοντα. Είν’ ένα οπτικό προνόμιο, που τις επόμενες μέρες θ’ απολαύσουμε από αρκετά σημεία του νησιού, κάποιες μάλιστα φορές και από τη βεράντα του Ωλίαρου.
ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΔΙΑΥΛΟΥ
Πριν χαράξει ακόμα, καταγίνομαι να ψήσω τον πρώτο ελληνικό καφέ της μέρας. Καθώς αγναντεύω απ’ το παράθυρο της κουζίνας τη θαμνοσκέπαστη περιοχή, δυο αγριοκούνελα, ένα μαύρο κι ένα σταχτί εμφανίζονται ξαφνικά και για ένα λεπτό χοροπηδούν αμέριμνα, μόλις 30 μέτρα απ’ τον ξενώνα. Τις επόμενες μέρες – ανελλιπώς – θα έχουμε τη χαρά να συναντάμε πολλά απ’ αυτά τα χαριτωμένα ζωάκια κυρίως μπροστά στα φώτα του αυτοκινήτου, μερικές όμως φορές και κατά τη διάρκεια της μέρας.
Στο ΒΔ άκρο της παραλίας του Αϊ-Γιώργη ο δίαυλος στενεύει. Έχουμε την αίσθηση, πως με την πρώτη δρασκελιά θα βρεθούμε στην βραχονησίδα Κοιμητήρι και με την δεύτερη στις ομαλές ακτές του Δεσποτικού. Δίπλα στη θάλασσα είναι χτισμένο και το ομώνυμο ξωκκλήσι, ιδιαίτερα γραφικό και αγαπητό από τους ντόπιους. Εδώ η ακτή είναι ιδιαίτερα προστατευμένη απ’ τους ανέμους, τη βρίσκουν μόνον ο μαΐστρος κι ο πουνέντες. Ενώ λοιπόν στ’ ανοιχτά του δίαυλου λυσσομανάει ο βοριάς τα κύματα αφρισμένα, οι ακτές του Αϊ-Γιώργη νιώθουν μόνον μια ελαφριά ανατριχίλα.
Λίγο πριν από τον Αϊ-Γιώργη, στην καμπή του ασφαλτόδρομου, είναι αραδιασμένα τρία ταβερνάκια, το ένα δίπλα στο άλλο. Η θέση τους είναι εξαιρετική, τα χωρίζει μόνον ο δρόμος απ’ τη θάλασσα. Διαφημίζουν την πραμάτεια τους – χταποδάκι και κολιούς – με τον παραδοσιακό τρόπο των νησιών, κρεμασμένα στο σχοινί κάτω απ’ τον ήλιο. Όλα προσφέρουν φρέσκο ψάρι και νόστιμους μεζέδες, το μεσαίο όμως, ο Captain Pipinos, προσφέρει επιπλέον τα ψάρια που ψαρεύει. Ας ανατρέξουμε για λίγο στις αναμνήσεις του Κυριάκου Παπαγεωργίου τον περασμένο Σεπτέμβρη στου Πιπίνου.
ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ ΚΑΙ ΚΑΜΠΟΣ
– Μετά τις ακτές του Αϊ-Γιώργη προτείνω ν’ ανεβούμε για λίγο στον Προφήτη Ηλία, στο υψηλότερο σημείο του νησιού, λέει ο Βασίλης.
Από τα ταβερνάκια συνεχίζουμε την άσφαλτο και μετά από 600 περίπου μέτρα, στρίβουμε αριστερά σε χωματόδρομο που ανηφορίζει προς τα Β. Μετά τις χειμερινές βροχές ο δρόμος σε αρκετά σημεία είναι δύσβατος και δεν συνιστάται σε συμβατικά αυτοκίνητα. Η βλάστηση στη διαδρομή είναι η γνωστή θαμνώδης της Αντιπάρου με χαμηλά κεδροκυπάρισσα, σχοίνους, θυμάρι και αστοιβιές. Πού και πού συναντάμε πετρόχτιστα ερειπωμένα κτίσματα. Σε απόσταση 4,4 χλμ. από την ακτή φτάνουμε στον λόφο του Προφήτη Ηλία με το ομώνυμο παλιό ξωκκλήσι στην κορυφή. Βρισκόμαστε σε υψόμετρο 301 μέτρων, στο κέντρο περίπου του νησιού. Ο κοντινός μας στεριανός ορίζοντας αποτελείται από ένα πολυποίκιλο ανάγλυφο με διαδοχικές χαραδρώσεις και πτυχώσεις. Συναρπαστικότερος είναι ο μακρινός ορίζοντας, ο θαλάσσιος, που οριοθετείται από την απεραντοσύνη του Αιγαίου Πελάγους και την πληθώρα των Κυκλάδων, που αναδύονται περιμετρικά, άλλοτε συχνά και άλλοτε εντονώτερα.
Ξεκινώντας λοιπόν από τα ΒΑ, αγναντεύουμε κοντά μας τον μεγάλο όγκο της Πάρου, λίγο πιο κάτω το σύμπλεγμα των 6 ακατοίκητων μικρονησιών και, νοτιώτερα ακόμη, πίσω από την Πάρο, το Ν τμήμα της Νάξου. Στον Ν ορίζοντα διαγράφεται η Ηρακλειά και στη συνέχεια η Ίος, ενώ με καλύτερη ορατότητα θα διακρίναμε πίσω της κι ένα κομμάτι της Σαντορίνης. Πολύ καθαρά φαίνεται η Σίκινος, δίπλα της η μικρή ακατοίκητη Καρδιώτισσα και αμέσως μετά η Φολέγανδρος. Όπως στρέφουμε ΝΔ, το βλέμμα μας συναντάει την ακατοίκητη Πολύαιγο, δυτικότερα την Κίμωλο και πιο πίσω της την Μήλο. Σειρά στα Δ έχει η κοντινή Σίφνος, λίγο βορειότερα η Σέριφος και ακόμη πιο Β, αλλά πιο αχνά, η Κύθνος. Αν στα Β η ατμόσφαιρα ήταν καθαρότερη, θα διακρίναμε εύκολα την Σύρο, την Τήνο και την Μύκονο. Απ’ αυτή την χαμηλή κορυφή της Αντιπάρου έχουμε γύρω μας όλο σχεδόν το πανόραμα των Κυκλάδων.
– Καλό μήνα βρε παιδιά, λέει ξαφνικά η Άννα. Όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, μας είχε διαφύγει ότι σήμερα είναι Πρωτομαγιά.
– Εγώ θα επιστρέψω στον ξενώνα, λέει ο Βασίλης. Εσείς όμως πρέπει να γιορτάσετε τη σημερινή μέρα στον Κάμπο, την πιο λουλουδιασμένη περιοχή της Αντιπάρου.
Ξεκινάμε για τον οικισμό της Αντιπάρου, 4 χλμ. πριν μια πινακίδα μας κατευθύνει προς το εσωτερικό, στις περιοχές «Κάμπος», «Μοναστήρια» και «Λιβάδι». Αρχίζει μια χαλαρή περιήγηση σ’ ένα από τα πιο ειδυλλιακά και ειρηνικά τοπία που μπορεί να συναντήσει κανείς. Μικρές πεδιάδες, ήπιες λοφοπλαγιές με αραιοχτισμένα λευκά σπίτια ανάμεσά τους και ξωκκλήσια. Πού και πού παρεμβάλλονται, σε απόλυτη αρμονία με το περιβάλλον, οι περίτεχνοι αυτοί πέτρινοι μαντρότοιχοι, ή κάποιες παλιές αγροτικές κατοικίες ερειπωμένες. Τα περισσότερα χωράφια με σιτηρά είναι θερισμένα, σε κάποια όμως τα χρυσοκίτρινα στάχυα διατηρούνται ακόμη και κυματίζουν απαλά στο φύσημα του ανέμου.
Σύμφωνα με κάποιες παλιές στατιστικές του περασμένου αιώνα, τα κυριότερα δημητριακά – σιτάρι και κριθάρι – καλλιεργούνταν σε έκταση 5.500 στρεμμάτων. Τα περισσότερα απ’ αυτά βρίσκονταν στον Κάμπο, στην πεδινή περιοχή ΒΔ του Προφητηλία. Εντύπωση μας κάνουν τα πολλά και περιποιημένα αμπελάκια. Σύμφωνα με τις ίδιες στατιστικές, η αμπελοκαλλιέργεια καταλάμβανε 1200 στρέμματα, που απέδιδαν 100-150.000 σταφύλια ετησίως. Φημισμένο για την άριστη ποιότητά του ήταν το μαύρο κρασί, όμοιο σχεδόν με της Πάρου. Αντίθετα η ελιά δεν ευδοκιμεί στο έδαφος της Αντιπάρου, ενώ μικρή είναι η διάδοση της συκιάς, πορτοκαλιάς και λεμονιάς.
Ωστόσο, το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό της περιοχής είναι οι πολύχρωμοι αγροί. Τους συναντάμε σε κάθε μας βήμα, ανάμεσα στις καλλιεργημένες εκτάσεις και στ’ αμπέλια. Εκεί όμως που η παρουσία των λουλουδιών είναι πραγματικά εκθαμβωτική, είναι στις ανηφοριές του δρόμου ΝΔ προς Μοναστήρια. Αμέτρητες μαργαρίτες, παπαρούνες, κίτρινα και μωβ αγριολούλουδα συνωθούνται στους αγρούς με μια χρωματική εναλλαγή και μια πυκνότητα, που σπάνια συναντάει κανείς. Κανένας αργαλειός και καμιά υφάντρα δεν θα μπορούσαν να δημιουργήσουν κάτι αντίστοιχο μ’ αυτό το μεγαλειώδες χαλί της φύσης. Μα ούτε και καμιά περιγραφή μπορεί να αποδώσει τη σύνθεση και τη χρωματική μαγεία των λουλουδιών. Ίσως μόνον κάποιες φωτογραφίες μπορούν να μεταφέρουν μια αμυδρή εικόνα της πρωτομαγιάτικης έκρηξης της φύσης της Αντιπάρου.
Πολύ απρόθυμα και μετά από πολλή ώρα εγκαταλείπουμε το λουλουδιασμένο περιβάλλον του Κάμπου. Ανηφορίζουμε Δ με κατεύθυνση προς «Μοναστήρια» και «Κουτσουλιές». Με εξαιρετικά κακοτράχαλο δρόμο φτάνουμε αρχικά στον βαθύ κόλπο «Μεγάλα Μοναστήρια», με κάποιες περιφραγμένες εκτάσεις και κατοικίες. Επιστρέφουμε στον αυχένα και τερματίζουμε τον δρόμο στην περιοχή «Κουτσουλιές». Εδώ δεσπόζουν χαρακτηριστικοί βραχώδεις σχηματισμοί, που ορθώνονται σε υψόμετρο 200 μέτρων, πάνω από το δυτικότερο άκρο του νησιού. Το θέαμα από ψηλά είναι υπέροχο, σ’ όλο το ανοιχτό πέλαγος, στην απότομη ακτογραμμή και στον δίδυμο όρμο Λιβάδι, με τα αφρισμένα κύματα που σηκώνει ο βοριάς. Αυτός ο ψυχρός βοριάς που φυσάει κάθε μέρα και με την έντασή του, στο σημείο που βρισκόμαστε, μας φέρνει δάκρυα στα μάτια. Εδώ, ωστόσο, είναι η ωραιότερη κατάληξη της συναρπαστικής περιήγησης στο εσωτερικό της Αντιπάρου, αυτή την πρώτη μέρα του Μάη.
ΣΤΑ ΣΤΕΝΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΑΝΤΙΠΑΡΟΥ
Είναι καιρός όμως ν’ αφήσουμε για λίγο τις εξοχές και να βρεθούμε πιο κοντά στο κατοικημένο περιβάλλον και στους ανθρώπους της Αντιπάρου. Πρέπει αρχικά να πούμε, ότι η διαδρομή των 11 χλμ. από τον Αγ. Γεώργιο ως την Αντίπαρο, με πολλές και εκτεταμένες παραλίες. Στην πλειοψηφία τους είναι αμμώδεις, με ρηχά πεντακάθαρα νερά, που ανανεώνονται διαρκώς από τα ρεύματα του μεγάλου διαύλου, που με διεύθυνση από Β προς Ν, παρεμβάλλεται μεταξύ Πάρου και Αντιπάρου. Όλες αυτές οι ακτές είναι εύκολα προσβάσιμες και ιδιαίτερα δημοφιλείς στους παραθεριστές, που δεν επιθυμούν μεγάλες μετακινήσεις.
Στο Ν τμήμα του οικισμού, ακριβώς ανάμεσα στα τελευταία σπίτια και τη θάλασσα, εκτείνεται ένας αβαθής υγρότοπος, μια λιμνούλα με διάμετρο 200 περίπου μέτρων. Στα ήρεμα νερά της έχουμε δει, σε διάφορες ώρες της ημέρας, λευκοτσικνιά, κρυπτοτσικνιά, πάπια και καλαμοκανά. Έξω από το Α τμήμα της λιμνούλας εκτείνεται μια θαυμάσια ρηχή αμμουδιά, με μια σειρά αρμυρίκια πλάι στο κύμα, ιδανική πρόταση κολύμβησης τόσο κοντά στον οικισμό.
Αυτό που αρχικά μας γοητεύει στην Αντίπαρο είναι τα ανθρώπινα μεγέθη και οι πολύ φιλικές διαστάσεις και αποστάσεις. Σε 6-7 μόλις λεπτά φτάνουμε στο λιμανάκι του νησιού με τα μικρά Ferry boats από την αντικρινή Πούντα της Πάρου. Λίγα μέτρα μετά την έξοδο από το πλοίο συναντάμε μπροστά μας την πινακίδα και το δρόμο για όλους τους προορισμούς στα Ν του νησιού. Έτσι απλά βρίσκεται κανείς έξω από το δομημένο περιβάλλον, χωρίς την παραμικρή κυκλοφοριακή συμφόρηση. Μπροστά στο λιμάνι με τις βαρκούλες και τα ψαροκάικα βρίσκουμε αμέσως τον κεντρικό δρόμο, που με μηδενική σχεδόν κλίση διασχίζει τον οικισμό. Είναι φαρδύς, ωραία πλακοστρωμένος και καθαρός πεζοδρομημένος στο μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου. Πρωταγωνιστής εδώ είν’ ο πεζός, ο παραθεριστής που ήρθε στο νησί για να χαλαρώσει, τα μικρά παιδιά που μπορούν να βαδίζουν και να τρέχουν χωρίς τον κίνδυνο των τροχοφόρων και χωρίς τις αγωνιώδεις φωνές των γονέων τους. Εδώ βρίσκεται και το εμπορικό κέντρο του οικισμού με ποικίλα και πολύ καλαίσθητα καταστήματα, καφενεία και μπαράκια, ταβέρνες και ουζερί. Ακόμα και στις ώρες αιχμής έχει κανείς την αίσθηση της ηρεμίας, ενός χαλαρού ρυθμού που δύσκολα συναντάει σε άλλα κυκλαδονήσια. Παρά την μεγάλη ανάπτυξή της τα τελευταία χρόνια η Αντίπαρος, εξακολουθεί να διαφυλάσσει τον ανθρώπινο χαρακτήρα της, την απλή και φιλική συμπεριφορά αυτών που την κατοικούν.
Από τον κεντρικό δρόμο ξεκινούν κατά διαστήματα κάθετα στενάκια, που άλλα καταλήγουν σε γραφικές γειτονιές και άλλα σε σημεία έξω από τον οικισμό, όπως ο Σιφναίικος Γυαλός, ένας αμμουδερός κόλπος απέναντι από τη Σίφνο, φημισμένος για το θεαματικό ηλιοβασίλεμα. Η καρδιά, ωστόσο, της Αντιπάρου, το ιστορικό της κέντρο, είναι στο Κάστρο της. Δεν πρόκειται να συναντήσουμε κάποια τοπική οχύρωση με ισχυρά τείχη, πολεμίστρες ή προμαχώνες. Ακόμα κι όταν περνάμε κάτω από την χαμηλή τοξωτή πύλη με την ισχυρότατη τοιχοποιία, πάλι δεν έχουμε την αίσθηση ότι βρισκόμαστε σε κάστρο. Μόνον ένας προσεκτικός παρατηρητής μπορεί να διαπιστώσει κάποια οικιστική αλλαγή σ’ αυτό το σημείο του οικισμού. Η αλλαγή αυτή οφείλεται στην διάταξη των σπιτιών, περιμετρικά της μικρής πλατείας αλλά και στον τρόπο δόμησής τους. Όλα τα σπίτια είναι χτισμένα το ένα κολλητά δίπλα στο άλλο, πότε να αποτελούν ένα αδιάσπαστο οικοδομικό σύνολο. Οι εξωτερικοί τοίχοι αυτών των σπιτιών αποτελούσαν τη γραμμή άμυνας, το Κάστρο της Αντιπάρου, που κατασκευάστηκε στις αρχές του 1440 από τους Ενετούς για να προστατέψει τους κατοίκους από τις συχνές επιδρομές των πειρατών.
Η Αντίπαρος, ωστόσο, ήταν γνωστή από τα αρχαία χρόνια με την ονομασία «Ωλίαρος», που αναφέρεται από τον Πλίνιο, τον Στράβωνα και τον Στέφανο Βυζάντιο. Πολύ μεταγενέστερα, τον 13ο αιώνα, γίνεται μνεία της ονομασίας της «Αντιπάρου». Η τύχη του νησιού συνδέθηκε από τα χρόνια της αρχαιότητας με την ιστορική εξέλιξη της Πάρου. Ο πληθυσμός της αυξομειωνόταν ανάλογα με την ένταση και τη συχνότητα των πειραματικών επιδρομών. Έτσι, ενώ στις αρχές του 15ου αι. ήταν πυκνοκατοικημένη, αργότερα σχεδόν ερημώθηκε μέχρι την υποταγή της στον Ενετικό οίκο των Λορεδανών, που δημιούργησαν και το εντός του οικισμού κάστρο. Περί τα τέλη της Φραγκοκρατίας η Αντίπαρος υπετάγη στον ισχυρό οίκο Πιζάνη υπό τον οποίο παρέμεινε μέχρι το 1537, όταν υπετάγη οριστικά στον Χα»ιρεντίν Μπορμπαρόσσα και στους Τούρκους.
Περιδιαβαίνουμε για αρκετή ώρα στον χώρο του Κάστρου, θαυμάζουμε την λιτή αρχιτεκτονική γραμμή και την γραφικότητα των παμπάλαιων σπιτιών με την ισχρυρή τοιχοποιΐα, τα μικρά παράθυρα, τις στενές εξωτερικές σκάλες. Στο ανώφλι μιας πόρτας ξεχωρίζει ανάγλυφος θηρεός με χρονολογία 1611, πολύ σπάνια εμφάνιση τόσο παλιάς χρονολογίας σε αστική οικοδομή. Στο κέντρο της πλατειούλας, δίπλα στο μακρόστενο και παμπάλαιο εξωκκλησάκι του Χριστού, σώζεται η βαριάς κατασκευής λίθινη βάση του κεντρικού πύργου, που λειτουργούσε ως τελευταίο καταφύγιο ή ως κατοικία του τοπικού άρχοντα. Είναι το μοναδικό κτίσμα, που ακόμα και στον αδαή επισκέπτη, μπορεί να δώσει μια ένδειξη ότι βρίσκεται σε κάστρο. Στο υψηλότερο σημείο αυτού του ερειπωμένου κυκλικού κτίσματος στεγάζεται και το Λαογραφικό Μουσείο της Κοινότητας Αντιπάρου.
ΣΤΙΣ ΕΞΩΤΙΚΕΣ ΒΟΡΕΙΕΣ ΠΑΡΑΛΙΕΣ
Οι παραλίες που έχουμε συναντήσει ως τώρα στα διάφορα σημεία του νησιού, θα αρκούσαν για να χαρακτηρίσουμε την Αντίπαρο ως «κολυμβητικό παράδεισο». Να όμως, που στο βορειότερο άκρο του νησιού υπάρχει ακόμα μια ακτή, με τόση συνολική ομορφιά, που δύσκολα μπορεί να φύγει από τη μνήμη του επισκέπτη. Είναι η περιοχή του Camping «ANTIPAROS”, που η είσοδός του απέχει μόλις 800 μ. από το κέντρο του λιμανιού. Πρόκειται στην ουσία για έναν αβαθή δίαυλο που σχηματίζεται ανάμεσα στο ερημονήσι Κάτω Φυρά και στις βορειότερες ακτές της Αντιπάρου. Τα νερά είναι μαγικά, ένας συνδυασμός των αποχρώσεων του γαλάζιου και του πράσινου με έντονη την παρουσία του τυρκουάζ. Όποιος αέρας κι αν φυσάει, πάντα σε κάποιο σημείο της ακτής θα υπάρχει ένας απάνεμος ορμίσκος με βελούδινα νερά.
Δεν είναι όμως μόνο το θαλάσσιο περιβάλλον, που μας εντυπωσιάζει με την ομορφιά του. Είναι η συνολική ιδιαιτερότητα της περιοχής, που καλύπτεται σε μεγάλη έκταση από αμμοθίνες, κατάφυτες από θαμνώδη κεδροκυπάρισσα, αστοιβιές, σχοίνους και θυμάρι. Δίπλα στο camping, λίγα μόλις μέτρα από τη θάλασσα, ορθώνεται το πιο μεγαλειώδες δέντρο του νησιού, ένα κεδροκυπάρισσο με πολύπλοκο κορμό και ηλικία που αριθμεί πολλούς αιώνες.
Λίγο δυτικότερα, 500 μ, από το Σιφναίϊκο Γυαλό, ο χωματόδρομος καταλήγει σε λοφίσκο με ξωκκλήσι. Είν’ ένα σημείο με κορυφαία θέα προς όλα τα βόρεια παράλια του νησιού, τα ακατοίκητα μικρονήσια και το πέλαγος. Στο βάθος του ορίζοντα ο ήλιος βουτάει μέσα στη θάλασσα, ολόγυρα υπάρχουν λοφοπλαγιές με ξερολιθιές αλλά και πολυτελέστατο συγκρότημα εξοχικών κατοικιών, που όταν ολοκληρωθεί, θα αφαιρέσει οπωσδήποτε μεγάλο μέρος από τη φυσική γοητεία αυτού του μοναχικού σημείου της Αντιπάρου.
ΑΥΡΑ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
Το σκαφάκι «Σαργός» του Γιώργου Μαριανού – που έχει το ίδιο παρατσούκλι με το όνομα του σκάφους του – εκτελεί την θερινή περίοδο ημερήσιες κρουαζιέρες στην Αντίπαρο και στο αντικρινό Δεσποτικό. (τηλ. 6977-794876). Αν κι είμαστε ακόμα εκτός εποχής, ο Γιώργος πρόθυμα αναλαμβάνει να μας ξεναγήσει στις πιο ενδιαφέρουσες ακτές.
Ξεκινάμε από τον μικρό μόλο του Αϊ-Γιώργη και διασχίζουμε τον δίαυλο με κατεύθυνση ΝΑ.
Μερικές εκατοντάδες μέτρα μετά τις εγκαταστάσεις και τους κολπίσκους του Ωλίαρου αρχίζουν οι εκπλήξεις. Αποκαλύπτονται πρώτα μερικές θαλασοσπηλιές, πολύ στενές για βάρκες και άλλα σκάφη αλλά αρκετά φαρδιές για τα ευέλικτα κανώ θαλάσσης, που ενοικιάζει ο Βασίλης στους πελάτες του, και μπορούν να εισχωρήσουν από το ένα στόμιο του σπηλαίου και να βγουν από το άλλο.
Η συνέχεια μας επιφυλάσσει εμφανίσεις κατακόρυφων βράχων, που έχουν όμως μια απρόσμενη ιδιαιτερότητα: είναι ηφαιστειογενείς! Άλλοτε έχουν το χαρακτηριστικό φαιό χρώμα της λάβας και άλλοτε αποτελούνται από σταχτιά τοιχώματα με σφηνωμένα μέσα τους κομμάτια λάβας. Εδώ η γλυπτική φαντασία της φύσης έχει δημιουργήσει καμάρες και σχήματα απίθανα. Εισχωρούμε αργά σε μια τεράστια βραχώδη κοιλότητα, που δημιουργεί μια υπέροχη φυσική πισίνα με βοτσαλωτή ακτή. Μόνον από τη θάλασσα έχει κανείς το προνόμιο να βρεθεί σ’ αυτό τον απόκρυφο και ονειρεμένο τόπο. Η πρόσβαση από τη στεριά είναι αδύνατη. Ολόγυρα τα πετρώματα είναι αποκλειστικά ηφαιστειογενή, έχουμε την αίσθηση, ότι βρισκόμαστε στο στόμιο μιας καλντέρας της Σαντορίνης. Πουθενά δεν έχω διαβάσει και ποτέ δεν θα περίμενα, ότι θα συναντούσα σε κάποιο τμήμα της Αντιπάρου ηφαιστειογενείς ακτές.
Απάντηση στα ερωτήματά μου και εξήγηση στην παρουσία της λάβας, παίρνω το ίδιο βράδυ από την Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «ΠΥΡΣΟΣ» του 1928, που φρόντισε να μου δώσει ο Σύμβουλος της Κοινότητας Τριαντάφυλλος Κων/νος, από την ταβέρνα «Περαματάκι». Σύμφωνα λοιπόν με τον «Πυρσό»: «Μεγάλο γεωλογικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η Ν χερσόνησος της Αντιπάρου, μετά τον συνοικισμό του Αγ. Γεωργίου. Αποτελείται από σφαιρολιθικές λάβες με πυριτικό οξύ σε ποσοστό 70,9%. Το σημείον της εκρήξεώς των φαίνεται ευρισκόμενον εις το ΒΔ άκρον της Χερσονήσου. Ευρίσκονται επίσης και σπάνια στρώματα ηφιαστειογενών τόφφων. Η θεμελιώδης υελώδης μάζα των λαβών τούτων είναι αποσυντεθειμένη. Αι εκρήξεις της Αντιπάρου φαίνεται ότι έγιναν κατά το τέλος της πλειοκαίνου περιόδου του καινοζωϊκού αιώνος (1). Ευρίσκονται όχι ακριβώς επί της τοξοειδούς γραμμής της Κυκλαδικής ζώνης των ηφαιστείων αλλά εκτός του κοίλου του τόξου και ολίγον έξω αυτού, επί γραμμής διευθυνομένης προς Β-ΒΑ. Το γεγονός αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι τα δυο εκρηξιγενή κέντρα της Αντιπάρου ευρίσκονται επί ρήγματος, καθέτως διευθυνομένου προς το τόξον των ηφαιστείων».
Η περιήγησή μας ολοκληρώνεται με την γνωριμία των ακτών, του εσωτερικού και του αρχαιολογικού χώρου του Δεσποτικού, που εξαιτίας του ενδιαφέροντός του θα μας απασχολήσει σε αποκλειστικό άρθρο, όπως άλλωστε και το περίφημο Σπήλαιο της Αντιπάρου.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το τελευταίο ξημέρωμα στην Αντίπαρο είναι ίσως το ωραιότερο. Θάλασσα γαλήνια, ήλιος ζεστός, μακρινός ορίζοντας με Φολέγανδρο και Σίκινο. Φαλλαρίδες και κορμοράνοι βουτούν και ξαναβουτούν. Τα στεριανά μικροπούλια χαλούν τον κόσμο. Ένα σκαφάκι αναψυχής κόβει με την πλώρη του την ακινησία του δίαυλου και ξανοίγεται στο πέλαγος. Πώς να εγκαταλείψεις αυτό το μπαλκόνι του Ωλίαρου, αυτήν την ισορροπία ψυχής!
Από την πέργκολα μας κάνει νόημα ο Βασίλης.
– Ο καφές σας περιμένει. Βιαστείτε όμως, θα χάσετε το πλοίο.
– Μακάρι να το χάναμε, Βασίλη. Και το επόμενο και το μεθεπόμενο.
ΓΕΥΣΤΙΚΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ
Στην Αντίπαρο δεν θα πεινάσει ο επισκέπτης. Αντίθετα, θα … φάει καλά και σε λογικές τιμές. Εδώ οι μαγαζάτορες ενδιαφέρονται να διατηρήσουν την πελατεία τους, που σ’ ένα βαθμό ανακυκλώνεται κάθε χρόνο. Συναντήσαμε ανθρώπους, που για 15 χρόνια εξακολουθούν να επιστρέφουν στο νησί.
Έχουμε και λέμε λοιπόν. Στον Αϊ-Γιώργη είναι οι τρεις κολλητές ψαροταβέρνες. Ο Πιπίνος μου δείχνει τα τραπεζάκια που προτιμούσε ο Τομ Χανκς. Πιο πάνω υπάρχει άλλη μια καλή ταβέρνα, ο «Ζομπός».
Κοντά στην παραλία του Σωρού είναι και το «Περαματάκι», του Κώστα Τριαντάφυλλου και των παιδιών του.
Ποικιλία από πίτες καθημερινά, εναλλασσόμενη Ελληνική κουζίνα, εξαιρετικό ντόπιο κατσικάκι και φρέσκο ψάρι. Την άλλη καλή ταβέρνα, τον «Σωρό», δεν την προλάβαμε ανοιχτή.
Στον οικισμό της Αντιπάρου, που να πρωτοπάς. Οι επιλογές είναι πολλές και καλές. Στον κεντρικό δρόμο γευματίσαμε ελαφρά – και πολύ καλά – στην «ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ», με νόστιμες δημιουργίες ζυμαρικών, δροσερές σαλάτες και ομελέτες. Δίπλα ακριβώς είναι ο «PAPAGALO» του Δημήτρη, με θαυμάσια και δροσερή αυλή. Αδύνατον ν’ αντισταθεί κανείς στο κοτόπουλο με σάλτσα μήλου, στο ρολό κοτόπουλο με μανούρι, στο μεσογειακό σπαγγέτι, στις πέννες με σάλτσα εστραγκόν.
– Ξέρετε σε ποιο τραπέζι κάθεστε; μας ρωτάει ο Δημήτρης.
– Σ’ ένα ευρύχωρο τραπέζι στη σκιά.
– Όπου καθόταν και ο Τομ Χανκς! μας απαντάει θριαμβευτικά.
Ξαφνικά αισθανθήκαμε υπέροχα, διάσημοι έστω και από σπόντα.
Πάντα στον κεντρικό δρόμο είναι το Καφέ-μπαρ «Ναυάγιο». Σχεδόν πάντα εδώ τελείωνε η νύχτα μ’ ένα cheese-cake και μερικά ακόμη για το σπίτι.
Ατμοσφαιρικό και ιδιαίτερο είναι και το διπλανό μπαράκι «Stones Pub».
Υπάρχουν πάμπολλα ακόμη στέκια στην Αντίπαρο που, ή δεν προλάβαμε να γνωρίσουμε ή δεν είχαν ανοίξει ακόμη. Σε σας εναπόκειται να τ’ ανακαλύψετε.
Θαλάσσιο καγιάκ.
Τι ξεχωριστό μπορεί κανείς να κάνει σ’ ένα μόνον Σαββατοκύριακο; αναρωτιόμασταν στη φλεγόμενη Αθήνα. Βρήκαμε την απάντηση στο τέλος της εβδομάδας. Θα εξερευνούσαμε τις ακτές της Αντιπάρου με θαλάσσιο καγιάκ.
Θαλάσσιο καγιάκ! Ναι, υπάρχει κι αυτό.
Ένα κουπί κι ένα σκαφάκι από πολυαιθυλένιο περίπου πέντε μέτρων. Τίποτε άλλο! Και δεν χρειάζεται να τα κουβαλήσουμε από την Αθήνα. Ο Βασίλης στον Αη-Γιώργη της Αντιπάρου διαθέτει μια δεκάδα.
Το βράδυ της Παρασκευής μας βρίσκει στον ωραίο ξενώνα του Βασίλη, τον «Ωλίαρο». Το πρωί του Σαββάτου ξεκινάει μ’ ένα δυναμωτικό πρωινό. Ύστερα ελέγχουμε όλες τις λεπτομέρειες: κουπιά, σωσίβια, ποδιές, χάρτες, αδιάβροχους σάκους. Ρίχνουμε τις πρώτες κουπιές και ξεκινάμε προς τα ΝΑ, στο νοτιότερο σημείο της Αντιπάρου.
Το δελτίο καιρού δίνει ΝΑ ανέμους ασθενείς, με τάση να ενισχυθούν προς το απόγευμα.
Είναι ό,τι πρέπει για να κινηθούμε με άπνοια το πρωί και πρίμα τον καιρό με θετικό ρεύμα το απόγευμα.
Κωπηλατούμε αργά, απολαυστικά. Η αμεσότητα με το διάφανο νερό είναι συγκλονιστική, δεν μπορείς να την έχεις ούτε με καΐκι, ούτε με βάρκα.
Κρυμμένες στους βράχους εμφανίζονται μικροσκοπικές παραλίες με βότσαλο και άμμο. Ανοίγεται μπροστά μας το ηφαιστειογενές πεδίο της Αντιπάρου, κληρονομιά της πανάρχαιης ηφαιστειακής δραστηριότητας στην περιοχή. Στους κάθετους βράχους έχουν δημιουργηθεί πολλές μικροσπηλιές. Ευκίνητοι όπως είμαστε, εύκολα εισχωρούμε. Να κι ένας τοξωτός βραχώδης θόλος, που έχει δημιουργηθεί από τη διάβρωση του νερού. Εδώ και μια βοτσαλωτή παραλία. Η στάση κρίνεται απαραίτητη.
Είν’ ένα καλό σημείο για κατασκήνωση με σκηνές, όταν δεν φυσούν νοτιάδες.
Αμέσως μετά, νέα έκπληξη. Είμαστε μπροστά σε μεγαλόπρεπη αψίδα που οι ντόπιοι αποκαλούν «Επιτάφιο». Απολαμβάνουμε τις δημιουργίες της φύσης, φωτογραφίζουμε και περνάμε από μέσα.
Οι εκπλήξεις όμως δεν έχουν τέλος. Λοξές πλάκες άσπρου βράχου σβήνουν ομαλά στη θάλασσα. Έχουν δημιουργηθεί στο εύπλαστο πέτρωμα από τους προαιώνιους χειμωνιάτικους νοτιάδες.
Μετά τον κάβο «Μαστιχιάς» το τοπίο αλλάζει όψη. Οι σχηματισμοί χαμηλώνουν και σβήνουν ανώμαλα στη θάλασσα. Περνάμε σε απόσταση από σπηλιά που οι πληροφορίες μας μιλούν για την ύπαρξη φώκιας. Δεν θέλουμε να την ενοχλήσουμε. Δύο παραλίες ακόμα με βότσαλο είναι οι τελευταίες πριν καβαντζάρουμε τον «Σκύλο» το νοτιότερο κάβο της Αντιπάρου. Ο αέρας αρχίζει να φρεσκάρει με την μορφή τοπικής μπουκαδούρας και το ρεύμα, θετικό με μας, ακολουθεί τις Ανατολικές ακτές με Β κατεύθυνση.
Ακολουθούν δυο όρμοι, ο όρμος Φανερωμένης με το ομώνυμο εκκλησάκι και ο όρμος Αη Σώστης, με πολύ καλές αμμουδερές παραλίες.
Το τοπίο αλλάζει, μικρές παραλίες με άμμο και πεντακάθαρα νερά διαδέχονται η μια την άλλη. Ο πρώτος οικισμός, μετά από τέσσερα μίλια, ο «Σωρός», είναι μπροστά μας. Δεν είναι τυχαίο που εδώ υπάρχουν θερινές κατοικίες επωνύμων.
Επόμενη στάση στο «Απάντημα», όμορφη παραλία με πεντακάθαρα νερά.
Καλά σημεία για νυχτερινή κατασκήνωση είναι προφυλαγμένη από το καλοκαιρινό μελτέμι και με εύκολη πρόσβαση στο κεντρικό οδικό δίκτυο του νησιού.
Από εδώ και μέχρι τη Χώρα το χαμηλό ύψος της ακτογραμμής μας επιτρέπει να δούμε τα διάσπαρτα άσπρα σπίτια και τα εκκλησάκια της ενδοχώρας.
Αφού περνάμε και τις παραλίες της Γλύφας και τις β΄, α΄ Ψαραλυκής το απόγευμα μας βρίσκει στη Χώρα. Γραφικά ταβερνάκια, μικρά ξενοδοχεία, πολλές ψαρόβαρκες και καΐκια στο λιμάνι. Εύκολη πρόσβαση σε αμμουδερό σημείο μπροστά στις ταβέρνες.
Μαγειρευτό φαγητό σε ταβερνάκι του λιμανιού και ξεκινάμε για «βόλτα» στα νησάκια «Κάτω» και «Πάνω Φυρά» στα βόρεια του νησιού. Αφού περνάμε το μοναδικό πέρασμα δυτικά της Νησίδας «Ρεμματονήσι» για τα καΐκια και τα τουριστικά της περιοχής προσεγγίζουμε τα νησάκια με τα αλλόκοτα βράχια.
Όμορφη βραχονησίδα με βράχους καφεκόκκινους. Οι γλάροι μας επιτίθενται φιλικά. Την εποχή αυτή τα μικρά τους έχουν μεγαλώσει και εκπαιδεύονται κάνοντας τις πρώτες προσπάθειες στο περπάτημα και όχι στο πέταγμα.
Το πέρασμα ανάμεσα στις δυο νησίδες, μόλις σαράντα εκατοστά βάθος έχει δημιουργήσει μικρής έκτασης υδροβιότοπο. Διανύουμε και τα τελευταία μέτρα των Κάτω Φυρών απέναντι από το μοναδικό κάμπινγκ της Αντιπάρου. Καταλήγουμε στην μεγάλη αμμουδερή παραλία του Σιφναίικου Γυαλού. Αποφασίζουμε να μην κάνουμε το δυτικό κομμάτι της Αντιπάρου. Το τοπίο είναι βραχώδες και αφιλόξενο με μοναδικές παραλίες το Λιβάδι, και τα Μοναστήρια. Η Κυριακή είναι αφιερωμένο στο Δεσποτικό, «το νησί με τα αρχαία», όπως το ονομάζουν οι ντόπιοι. Το πέρασμα δεν ξεπερνάει τα 500 μέτρα. Μοναδικό σύγχρονο κτίσμα είναι το εκκλησάκι της Παναγίας. Σε μικρή απόσταση μοναδικής ομορφιάς κλειστή παραλία με βότσαλο και πεντακάθαρα νερά μας βγάζει από τα σκάφη.
Το αντιμάμαλο, τα κάθετα βράχια και ο ενισχυμένος γαρμπής (ΝΔ) μας αναγκάζουν να προσπεράσουμε τις μοναδικές παραλίες στο Ν τμήμα του νησιού, καλά προστατευμένες από τους Βοριάδες και μάλιστα με πολύ όμορφους αμμόλοφους. Πλησιάζουμε στο πέρασμα με το άλλο νησάκι της περιοχής, το Στρογγυλό. Ο κυματισμός αλλά και ο αέρας έρχονται πρύμα και αφού διανύουμε αρκετά μέτρα σερφάροντας, προσεγγίζουμε τα αλλόκοτα βράχια αναζητώντας κάποιες μικρές παραλίες. Είναι κατάσπαρτες με καλογυραλισμένα «γυαλόξυλα» και κοχύλια που ξέβρασε η θάλασσα.
Τα παξιμαδοκούλουρα και οι λιαστές ντομάτες που είχαμε προμηθευτεί μας καθυστερούν λίγο αφού ο τρόπος να βρέχεις το παξιμάδι στο νερό της θάλασσας, να το βουτάς στο λάδι της λιαστής ντομάτας και μετά να βάζεις επάνω τη ντομάτα μπερδεύει μερικούς.
Ο χρόνος τελειώνει. Το βράδυ επιστρέφουμε στην Αθήνα. Όπως και νάχει όμως, για άλλη μια φορά ξεφύγαμα από τους ρυθμούς και τον θόρυβο της πόλης.