Τ’ Αντικύθηρα είναι ο αξονικός πυλώνας της Μεσογείου. Επειδή είναι κοντά στο φρέαρ των Οινουσσών κι αποτελούν πύλη εισόδου στην ελληνική πολυνησία, η βραχονησίδα αυτή είχε και έχει τεράστια γεωπολιτική σημασία και ασφαλώς παίζει σημαίνοντα ρόλο στο γεωφυσικό ρήγμα της Μεσογείου. Περιβάλλεται από μεγάλα βάθη κι αποτελεί τη μοναδική ύφαλο βραχίδα στη συμβολή των τριών πελάγων που ξεφυτρώνει μες το πουθενά.
Ξυπνάω στις πέντε το πρωί. Βγαίνω στη βεράντα. Τα Κύθηρα κοιμούνται βαθιά. Το τελευταίο φεγγάρι φεύγει πίσω από τη ράχη του Ταίναρου. Το πρώτο φως της μέρας θαμπίζει μπροστά απ’ το φρύδι του Κάβο-Μαλιά.
Παίρνω το δρόμο για το Διακόφτι. Ένα φωτάκι που μοιάζει με πλοίο, ίσα που φαίνεται στο κεφαλάρι του Κάβο-Μαλιά. Το περσινό ναυάγιο στο Πρασονήσι σχεδιάζει με την όρθια πλώρη του ένα τρίγωνο μωβ στο ροδισμένο ορίζοντα. Μέχρι να το καλοσκεφτώ, η «Ρομίλντα» μπαίνει στο λιμάνι.
Βγαίνουν απ’ τον Πειραιά δεκάδες αυτοκίνητα. Αδειάζει το αμπάρι. Σε λίγο το καράβι τρίζει απ’ τις σιωπές. Μπαίνω με χίλιες προφυλάξεις, μην και ταράξω τα νερά της πρωινής ραστώνης. Ο λοστρόμος με πρησμένα μάτια, μόλις ξυπνημένος, με κοιτάει μ’ απορία:
– Ξέρετε που πάτε; Το πλοίο δεν πάει Γύθειο ούτε Κρήτη… πάει μόνο Αντικύθηρα… και γυρίζει…
– Ξέρω, ξέρω, του λέω και του κλείνω το μάτι. Μα συνάμα κλείνω με τη μία και το καπάκι του χρόνου…
Δεν προλαβαίνω να βγω στο κατάστρωμα και το πλοίο έχει ανοιχτεί στην κόψη των τριών πελάγων. Είναι έξι το πρωί. Ξέρεις τι είναι να νιώθεις τον αέρα φορτωμένο απ’ τις οσμές και τ’ ανεμίδια τριών θαλασσών… και τι θαλασσών… Μυρτώο, Κρητικό και Ιόνιο… Βουίζει η χαρά απ’ τους αγέρηδες που συνωστίζονται δίπλα μου και λιβανίζουν το σώμα μου λικνίζοντας παιχνιδιάρικα εκεί στη συμβολή των τριών πελάγων τ’ αραχνοΰφαντα κορμιά τους.
Τ’ Αντικύθηρα είναι ο αξονικός πυλώνας της Μεσογείου. Επειδή είναι κοντά στο φρέαρ των Οινουσσών κι αποτελούν πύλη εισόδου στην ελληνική πολυνησία, η βραχονησίδα αυτή είχε και έχει τεράστια γεωπολιτική σημασία και ασφαλώς παίζει σημαίνοντα ρόλο στο γεωφυσικό ρήγμα της Μεσογείου. Περιβάλλεται από μεγάλα βάθη κι αποτελεί τη μοναδική ύφαλο βραχίδα στη συμβολή των τριών πελάγων που ξεφυτρώνει μες το πουθενά.
Τ’ Αντικύθηρα υπήρξαν ο πρώτος τόπος εξορίας των Ρωμαίων, οι οποίοι θεώρησαν ότι είναι απλησίαστα απ’ τη στεριά κι εξοστράκισαν εδώ πλήθος αντιπάλων κι ανεπιθύμητων. Το νησί μνημονεύει ο Πλούταρχος με την αρχαία του ονομασία (Αίγιλα) κάνοντας μιαν αναφορά στον Κλεομένη, τον ηττημένο απ’ τον Αντίγονο Σπαρτιάτη ηγεμόνα, που ήλθε εδώ αυτοεξόριστος και πιεσμένος ν’ αυτοκτονήσει. Ωστόσο ο βασιλιάς της Σπάρτης, από πεποίθηση στωικός, αντέδρασε λέγοντας το περίφημο:
«Δει τον αυθαίρετον θάνατον ου φυγήν είναι πράξεων, αλλά πράξιν», δηλαδή ο θεληματικός θάνατος δεν πρέπει να είναι αδράνεια, αλλά πράξη, που να ωφελεί τους άλλους…
Τόπος ρωμαϊκής εξορίας λοιπόν -κι εξοβελισμού- τ’ Αντικύθηρα…
Ένα ταξίδι συνεπώς σε αυτό το νησί αποτελεί γνωστική προϋπόθεση του μηδενός που οριοθετεί συνάμα την απόλυτη κατάργηση κι εκμηδένιση του χρόνου.
Γι’ αυτό αφήνουμε τα πάντα πίσω μας κι αρχίζουμε «γυμνοί» την εξερεύνηση…
Στο νησί δεν υπάρχει, αυτό που λένε, εύκολη επικοινωνία με τον έξω κόσμο. Η υποδομή είναι σχεδόν ανύπαρκτη και ο βίος των λιγοστών (περίπου εξήντα) κατοίκων αφημένος στην τύχη του άχρονου πλατους.
Κατεβαίνω απ’ το σκοτεινό αμπάρι. Το φως που με λούζει, καθώς πέφτει ο καταπέλτης, με ξεντύνει κιόλας απ’ όλα τα υπάρχοντά μου. Η γυμνή αίσθηση των πραγμάτων, από τον περίκλειστο όρμο ως την αφή του αέρα και στις σκόρπιες λαλιές οικόσιτων κι ερημιτών, όπως και η αιώρηση των λίγων λευκών σπιτιών πάνω απ’ το λιμάνι, με κάνει να νιώθω μετέωρος σε έναν κόσμο που δε μετέχει στον συνηθισμένο τρόπο ζωής και αντίληψης των πραγμάτων. Εγκαταλείπω αμέσως -και κάπου ανάμεσα τόπου και χρόνου-, το βιος μου, τ’ όνομά μου και όλες μου τις μνήμες.
Η πρώτη καλημέρα που βγαίνει απ’ τα χείλη ενός ξερακιανού κι ασπρομάλλη Αντικυθηριανού, με βαριά κρητική προφορά, πέφτει με δύναμη στο παρπρίζ του αυτοκινήτου μου και θραύει την ακλόνητη γαλήνη του τοπίου. Ο άνθρωπος μας είδε που ψαχνόμαστε και γύρισε να μας ρωτήσει τι τάχα να γυρεύουμε έτσι σαν χαμένοι…
– «Αν δεν έχετε που να μείνετε, μας λέει, πάτε σ’ εκείνο το σπίτι» – και μας δείχνει κάτι σαν ξενώνα, που όμως είναι μισοτελειωμένος -, «θα σας φέρω ράτζα, θα σας δώκω και σεντόνια, μην ανησυχείτε, μπορείτε να βολευτείτε, λεφτά δε θέλω…»
Έπειτα γυρίζει στον κατήφορο και φεύγει…
Στριφογυρίζουμε στον Ποταμό. Η καινούργια αποβάθρα στον ασφαλή μυχό του λιμανιού, ένας κάθετος βραχίονας που κλείνει για τις ψαρόβαρκες το μικρό εσωτερικό συμπαθητικό λιμανάκι και από πάνω του τα λευκόσπιτα, στριμωγμένα τόνα με τ’ άλλο, συντηρούν και συμπυκνώνουν όλη τη ζωή του νησιού. Ανάμεσά τους κυλάει τα νερά του ένα ζωντανό ρέμα πηγής που βρίσκεται κάπου στη μέση του οικισμού, τον οποίο και τέμνει στα δύο. Μια ωραία ασβεστωμένη κρήνη, απ’ την οποία τρέχει πάντοτε δροσερό νάμα, δεσπόζει στη βαθιά λεκάνη της απροσδόκητα γραφικής ρεματιάς.
Ελισσόμαστε στα στενά γραφικά και ανηφορικά δρομάκια. Ανέμελοι άνθρωποι κυκλοφορούν χωρίς βιασύνη κι απρομελέτητα. Είτε κατεβαίνουν στο λιμάνι να παραλάβουν τα εφόδια που έφερε το πλοίο, είτε ανεβαίνουν αργά αργά στον ορεινό κορμό του νησιού, να εποπτεύσουν και να επιμεληθούν αγροτικές δουλειές. Όλο και συμπληρώνουν το επίχρισμα με ασβέστη σε κάποιο ξεχασμένο τοιχάκι ή στα χαριτωμένα μονοπάτια. Όλα πια έχουν ασπρίσει.
Στα δύο πρανή του οικισμού, ανάμεσα στο ρέμα που τον διασχίζει, κυριαρχούν τα δύο οινοπαντοπωλεία, που είναι ταυτόχρονα και καφενεία και ταβέρνες. Οι λίγοι ξένοι και κυρίως οι απόφοιτοι του αρχαιολογικού τμήματος των πανεπιστημίων που συμμετέχουν στις ανασκαφές της αρχαίας Αίγιλας μαζεύονται εδώ απ’ το πρωί και συζητούν για τα ευρήματα του αρχαιολογικού χώρου, αλλά και για την πληθωρική μοναξιά του νησιού. Εδώ συγκεντρώνονται ντόπιοι και ξενομερίτες να τα πουν πριν αναλάβει ο καθένας την εργασία του.
Ύστερα αποχωρούν και ξαφνικά ο οικισμός νεκρώνει μέχρι το μεσημέρι, οπότε θα ξαναβουίξει και πάλι στις βεράντες των δύο μαγαζιών αφού θα ρέει πια άφθονο το ντόπιο κρασί και το ούζο που θα συνοδεύει τους εκλεκτούς ψαρομεζέδες.
Στα οχτακόσια μέτρα από τον Ποταμό, που είναι ο βασικός οικισμός του νησιού, υπάρχει η πρώτη διασταύρωση. Προς Χαρχαλιανά. Στρίβω δεξιά. Σε άλλα χίλια μέτρα περίπου σταματά η στενή άσφαλτος. Λίγο πιο πριν όμως και πάλι δεξιά, μόλις παρακάμπτω το ελικοδρόμιο του νησιού, φεύγει ένας καλοστρωμένος χωματόδρομος που σταματά μπροστά σε ένα πλάτωμα με υποψία απότομου γκρεμού. Αφήνω το αυτοκίνητο εκεί και σε δέκα μέτρα που διανύω, φτάνω σε ένα ανελέητο κι ανέλπιστο θέαμα. Την Καμαρέλα!
Ο βραχώδης συρμός, η μικρή αμμουδίτσα στον στριφτό μυχό κι η τρύπα του βράχου ψηλά στην δεξιά πέτρινη οθόνη συνθέτουν και οριοθετούν το άπλετο θαύμα των Αντικυθήρων. Ένα στέρεο κι ανάγλυφο σώμα, από λογής βραχάκια και συμπαγείς ασβεστόλιθους. Η κάθοδος απ’ το απότομο και φιδωτό μονοπάτι, όπως και η λήψη μιας πρωινής βουτιάς στα νερά της Καμαρέλας είναι δώρο υψηλής απόλαυσης και ζωδότρας ευχής.
Ξαναγυρίζω στην άσφαλτο. Ο δρόμος ανηφορίζει για λίγο. Σε μια δυο στροφές φτάνω στη συμβολή του Ξεροπόταμου. Από εδώ φεύγει αριστερά μας ένας καλοπατημένος χωματόδρομος, που σε χίλια εκατό μέτρα κατηφοριάς βγάζει στη μοναδική απλωτή βοτσαλιά του νησιού. Η παραλία βλέπει στο βοριά κι είναι εκτεθειμένη στους λυσσώδεις ανέμους που δέρνουν τις περισσότερες φορές ανελέητα την ακτή.
Πάνω ακριβώς από τον βοτσαλωτό αυτό γιαλό ξεδιπλώνεται ο αρχαιολογικός χώρος της Αίγιλας, – όπως είναι το αρχαίο όνομα των Αντικυθήρων -, στον οποίο οι ανασκαφές και οι έρευνες μοιάζουν να ξετυλίγουν το κουβάρι του Μινωϊκού πολιτισμού που έδρασε εδώ πριν εκατοντάδες χρόνια. Ξεχωρίζουν καθαρά τα αρχαία δώματα, ο ανασκαμένος περίγυρος, οι γιγάντιοι γρανίτες των θεμελίων κι η περιτείχιση του κάστρου. Βορειότερα υπάρχει κι ένας νεώσοικος.
Ακριβώς βόρεια από τη βραχώδη ακτή ένας συρμός από θαλασσόβραχα κινείται με γραφικότητα προς τα δυτικά. Είναι οι θυμωνιές, απρόσιτες βραχονησίδες που θεσπίζουν με το πρωινό τους κύρος την ομορφιά της βορεινής αυλής των Αντικυθήρων.
Δεξιότερα από τον αρχαιολογικό χώρο και στην ευθεία της ανατολής, πέρα από το ακρωτήρι «Γλυφάδια η Βλυχαδια», όχι πολύ ανοιχτά στο πέλαγο, η πρόσφατη ιστορία έχει αφήσει τα σημάδια μιας απίθανης και συναρπαστικής ανακάλυψης: Του περίφημου χάλκινου αγάλματος του Εφήβου, που πήρε το επίθετό του από το νησί κάνοντάς το ταυτόχρονα διάσημο σε όλο τον κόσμο. Ο Διάσημος Έφηβος των Αντικυθήρων που κοσμεί τις αίθουσες του Αρχαιολογικού Μουσείου των Αθηνών μένει όμως ορφανός από το αγαπημένο του αντικείμενο που κρατούσε με τόση χάρη στο αριστερό του χέρι. Κανείς δεν μπορεί να υποθέσει τι ήταν αυτό που κράδαινε ο Έφηβος με τέτοια διάθεση επίδειξης και θαυμασμού στα δάχτυλα που έστω κι ορφανά έχουν ωστόσο μια περίεργη και αξιοθαύμαστη κίνηση και πλαστικότητα.
Το ναυάγιο στα Γλυφάδια των Αντικυθήρων αποκάλυψε και πλήθος άλλα κομμάτια – γιατί σε κομμάτια βρέθηκε κι ο Έφηβος – αλλά και τον επίσης καταπληκτικό μηχανισμό του Ημερολογιακού Υπολογιστή, για τον οποίο χρειάστηκαν είκοσι χρόνια σκληρής δουλειάς για να ταυτοποιηθεί από τους επιστήμονες και τους αρχαιογνώστες. Ο Υπολογιστής των Αντικυθήρων στην αρχή θεωρήθηκε ως ένας κοινός αστρολάβος. Αναφέρεται από την εποχή του στωικού φιλόσοφου Ποσειδώνιου, πράγμα που επισημαίνει κι ο Κικέρων σε μια πραγματεία του.
Το σημαντικό είναι ότι τ’ Αντικύθηρα ακούστηκαν στα πέρατα του πλανήτη, με αποτέλεσμα σήμερα ο τόπος να αποτελεί ελκυστική επιλογή για αρχαιολάτρες, που έρχονται έμπλεοι θαυμασμού για τον τόπο. Το μόνο που βρίσκουν είναι παλιά και νέα ερείπια και συντρίμμια και λιγοστούς ερημίτες που επιμένουν σ’ αυτήν την άνυδρη κι αφιλόξενη γη.
Ύστερα από τον ιστορικό αυτό ρεμβασμό κι από μια ολιγόλεπτη στάση παίρνω τη συνέχεια του οδικού άξονα προς το εσωτερικό του νησιού. Σε τέσσερα χιλιόμετρα ο δρόμος τελειώνει. Εδώ βρισκόμαστε στα Γαλανιανά. Λίγο πιο πάνω, στην άκρη της ρεματιάς που κατεβαίνει απ’ το βουνό, μέσα σε μια απλωτή και κατάφυτη κοιλάδα βρίσκεται το μοναστήρι του Αγίου Μύρωνα.
Σε μεγάλη έκταση γύρω από το μοναστήρι – που βέβαια είν’ ανενεργό – σκορπίζονται ευπρόσωπα αμπελάκια που καρπίζουν ένα λεπτόρωγο γλυκύτατο σταφύλι από το οποίο οι ντόπιοι αποστάζουν το νέκταρ του νησιού.
Τα Γαλανιανά είναι έρημα και ακατοίκητα. Εδώ μένει μόνο ο παπάς, άντε και καναδυό άλλες οικογένειες. Όμως εδώ δε σταματά μόνο ο δρόμος. Αλλά και ο χρόνος. Δεν υπάρχουν ώρες, νύχτες, εποχές. Τα κουφάρια και τα καλά διατηρημένα ερείπια μιας άλλοτε κραταιάς εποχής δε σ’ αφήνουν να προχωρήσεις.
Ο Άγιος Μύρωνας, προστάτης του νησιού, γιορτάζεται στις 17 Αυγούστου. Την ημέρα αυτή ναυλώνεται ολόκληρο πλοίο και συρρέουν από Πειραιά, Καστέλι, Χανιά, Καλαμάτα, Γύθειο, Νεάπολη, Κύθηρα, Αυστραλία κι Αμερική, εκατοντάδες Αντικυθηριανοί. Γιομίζει το νησί – για δυο μέρες. Ο Άγιος Μύρωνας μοσχοβολεί εδώ πάνω απ’ το λιβάνι και το αγιόκλημα, μυρωδικά του τόπου κι ανταριάζει ο λιόκαφτος αέρας από ανταύγειες, φωνές και δόξα σοι.
Εκεί αφήνω τους δικούς μου. Που τερματίζουν την περιήγηση στο «κοσμικό» τοπίο του νησιού κι αδημονούν να επιστρέψουν στην Καμαρέλα, να συνεχίσουν τις βουτιές.
Πέρ’ από δω ανοίγεται το άλλο μισό, το άγνωστο και μυστικό τοπίο, το ακατοίκητο και «απαγορευμένο» νησί.
Πριν πάρω τον ανήφορο, αποτελειώνω το άνυσμα του δρόμου μέχρι να συναντήσω μια μυστική πηγή, «κλειδωμένη» στ’ανύποπτα μάτια. Είναι μπροστά μου μια πόρτα με τζάμια και κάγκελα που φράζει το βουνό. Από δίπλα της η πόρτα έχει βράχια και θάμνους. Άραγε τι φράζει και τι κλειδώνει στους ανεπιθύμητους επισκέπτες του μοναστηριού; Δοκιμάζω να την ανοίξω. Πράγματι ένας επιδαπέδιος συρμός με ροδέλες τρίζοντας τραβιέται στην άκρη και πίσω από την πόρτα αποκαλύπτεται μια πανέμορφη υδάτινη (λιμναία) σπηλιά εκατό περίπου τετραγωνικών μέτρων, η οποία υδρεύει το μοναστήρι και την περιοχή του.
Μέσα απ’το απόλυτο τίποτα ξεδιπλώνει σαν βεντάλια ένας κόσμος ασύμβατος, αυθύπαρκτος και σιωπηλός που ευωδιάζει, ευλογείται και χαράζεται από μια μυστηριώδη και σχεδόν ακατόρθωτη διαδρομή.
Που αν την ψελλίσεις στ’ αυτιά των γηγενών θα ξεσηκώσεις θυμούς, ειρωνείες και αντιρρήσεις.
– Πορεία στην Απολυτάρα…
Το πέτρινο φανάρι του νότου…
Που είναι κτισμένο στο ομώνυμο ακρωτήρι και φωτίζει αδιάκοπα τις νύχτες τη θάλασσα ως τις ακτές του Ροδωπού και του Μπάλλου σημαίνοντας ταυτόχρονα την πορεία των καραβιών που διασχίζουν οριζόντια τη Μεσόγειο.
Κοιτάζω το βουνό που υψώνεται μπροστά μου κι έχει στην κορφή του έναν τεράστιο μύλο, ν’ αλέθει νύχτα μέρα τους ανέμους. Ας είναι καλά ετούτος ο ανθρωπάκος, που κατεβαίνει απ’ τη δεξιά πλαγιά του βουνού παίζοντας με το σκύλο του. Τον περιμένω αν τον ρωτήσω για το «μονοπάτι» της Απολυτάρας.
– Πούθε πάει, σύντεκνε, γι’ Απολυτάρες;
Ο σύντεκνος Γαλανάκης, σκέφτεται, μα αντί ν’ απαντήσει, χουγιάζει στο σκυλί του.
– Τόβγαλα να μάθει τα κατατόπια, μα τ’ άτιμο θέλει να ορμήξει τσι κότες. Τσι μυρίζεται επαέ στα περβόλια. Για τούτο αλυχτάει…
Τον ξαναρωτώ για την Απολυτάρα. Εκείνος βρίζει το σκυλί επιχειρώντας να το συγκρατήσει. Και ταυτόχρονα επιδίδεται σε μια πειστική, πλην ατελέσφορη, προσπάθεια να συγκρατήσει κι εμένα από το εγχείρημα να πάω στην Απολυτάρα.
Ύστερα μου δείχνει ανόρεχτα το νοητό δρόμο, την πλευρά του βουνού που πρέπει ν’ ακολουθήσω.
– Μη φύγεις δεξιά, έχει γκρέμνα. Ίσια θα πας, μες απ’ τη λάκκα. Κι εκεί μες απ’ τα θάμνα, ψάξε να βρεις το πέρασμα. Αν έχεις τύχη, θα φτάσεις στο φανάρι.
Η ώρα είναι δέκα. Ο ήλιος έχει κρεμάσει αρκετά κι οι πέτρες πια πυρώσανε. Κλείνω τ’ αυτιά μου στις αρνητικές σειρήνες κι ανεβαίνω. Σε δέκα λεπτά μια απέραντη αλάνα ξετυλίγεται μπροστά μου. Είναι ένα οροπέδιο, γύρω από το οποίο δίκην επάλξεων οι πέτρινες καλύβες των παλιών ορεσείβιων κατοίκων του νησιού μοιάζουν να οχυρώνουν το αμάλαγο τοπίο.
Διασχίζω βιαστικά το οροπέδιο. Δεξιά μου η ψηλότερη κορυφή του νησιού. Ο αέρας που έρχεται από την Κρήτη είναι ζεστός και δυσκολεύει την ανάσα. Περνάω κάτω από την κορυφή και αρχίζω να χαμηλώνω σε ύψος. Ένα δεύτερο μικρότερο οροπέδιο, τα Δώματα, που λεν οι ντόπιοι, με ξαφνιάζει. Ένα κολωνάκι κορυφής κατά το νοτιά με παραπλανάει ότι θα δω το φάρο. Δεξιά ανοίγονται κατακόρυφα βράχια.
«Μην πας δεξιά, έχει γκρέμνα», ακούω τη φωνή του Γαλανάκη…
– Αδερφέ μου, φχαριστώ για τη συμβουλή, μα κυρίως για τις πληροφορίες.
Οι ντόπιοι όσες φορές με απέτρεπαν από έναν τόπο, γιατί μαθές ήταν κακοτράχαλος κι επικίνδυνος, ήταν οι πιο καλοί ξεναγοί στις περιπέτειές μου. Πήγαινα πάντα σχεδόν από κει που με απέτρεπαν να πάω. Κι ασφαλώς ύστερα τους ευγνωμονούσα.
Ολομπροστά μου ένα φυσικό τείχος, από βράχια, θημωνιές κι αγριάγκαθα, φυσικός βιότοπος αγριόγιδων. Χέρια και πόδια μπαίνουν στο μηχανισμό προκάλυψης για να αλώσουν το άπαρτο κάστρο της ουτοπίας. Μετακινώ τους κλώνους, αποσπώ τα βάτα, ξεθηκαρίζω βλαστούς κι αγκάθια. Πατώ, ξαναπατώ, να βεβαιωθώ ότι δεν είναι θανάσιμη, φυσική παγίδα κενού, αποκάτω. Πιάνομαι απ’ τις σχισμές, ανορθώνω το κορμί μου σαν αναρριχητικό φυτό επάνω στις εγκοπές των βράχων. Ψηλώνω τέλος σα μυτίκι, άλλο δεν πάει, είμαι ισότιμος και ομογάλακτος των αγριόγιδων. Αρχίζω να νιώθω την αφαίμαξη της λαχτάρας, την υποταγή μα και την αναίρεση των αισθήσεων, καθώς ο ξαφνικός αέρας από τα δυτικά μου ραπίζει το πρόσωπο, αποκαλύπτοντας συνάμα το άγριο και συναρπαστικό μεγαλείο του τυχαίου και μη «εικότος» αυτού σκηνικού. Μια χειροπιαστή χίμαιρα είναι τούτη, ένα οικουμενικό όνειρο, που έχει λαβές και οστά. Σταδιακά αποστερούμαι από τη μαγεία. Αποσυντίθεμαι. Κι όσο να συνειδητοποιήσω τη θέση που βρίσκομαι και τη φύση του θαύματος, ο εναλλακτικός ετούτος τόπος απομυθοποιεί κάθε περιγραφή και αίσθηση τελειότητας. Βρίσκομαι μπροστά σ’ ένα ρήγμα της τύχης που έχτισε στις εσχατιές των δυτικών Αντικυθήρων ο άγγελος της αβύσσου. Η μετέωρη σκέψη μου χάσκει ενώπιον του χάους, ενόσο το κάθετο ρήγμα βυθίζεται στη θάλασσα. Αυτό ήταν! Ημερεύει το είναι μου, γλυκαίνουν οι αχόρταγες αισθήσεις, εκτονώνει ο θεός τη δίψα μου…
Τον τόπο, εν παρόδω, τον λεν Καραβοστάση ή Καραβόχωνο…
Συνεχίζω το δρόμο μου. Οι πέτρες, μινιατούρες γοτθικών σχεδίων, υψώνουν αιχμηρό ανάστημα και με σουβλίζουν αδιάκοπα. Από ένα σημείο και πέρα αδημονώ να τελειώσει η περιπέτειά μου. Σε κάθε κόψη προσδοκώ να φανεί ο φάρος. Μετράω τέσσερις τέτοιες κόψεις. Σε καθεμιά ελπίζω να τον αντικρίσω. Αλλά η καθεμιά αποκαλύπτει μιαν άλλη. Πιο μακρινή, βαθμιδωτή και χρονοβόρα.
Τώρα πια με πηγαίνουν οι ελπίδες. «Αν δε φανεί ο φάρος, δε γυρίζω πίσω», συλλογίζομαι.
Στο μυαλό μου στριφογυρίζει εκείνο το απόσπασμα του Πλούταρχου, παραφρασμένο και προσαρμοσμένο στην περίσταση: «Δει τον αυθαίρετον βίον, ου φυγήν είναι των πράξεων, αλλά πράξιν…»
Μονοπάτι δεν υπάρχει. Κάνω σβούρες στα λαγκάδια. Ξαναβρίσκω το γιδόστρατο, που είχα χάσει. Κόκκινες σφαχτές γραμμές σαν έντερα φιδογυρισμένα. Στην τέταρτη κόψη ο φάρος κάνει απότομα την εμφάνισή του, στο λαιμό μιας μικρής γλώσσας στεριάς που χερσονίζει σαν ακρωτήρι. Ο περίφημος φάρος της Απολυτάρας, που για τους θαλασσόλυκους φαντάζει σαν ένα οχυρό πελώριο, ψηλός, ευθυτενής και πολύτιμος φίλος, σε μένα που κατεβαίνω από τα ψηλά πέτρινα δώματα των Αντικυθήρων μοιάζει λευκή ασήμαντη κουκίδα, ίσως κάποιο ξωκκλήσι ή ασβεστωμένο καλύβι ψαράδων στη ράχη χαμηλού λόφου παν’ απ’ τη θάλασσα. Κι όμως. Ο φάρος της Απολυτάρας, τεράστιος, λιγνός κύλινδρος υψώνεται σαν καμινάδα πελαγινού εργαστηρίου που διϋλίζει τα κύματα και τους ανέμους.
Και βέβαια για τους παλιούς φαροφύλακες συνδεόταν με σύντομο μονοπάτι από τη θάλασσα. Για τους λύκους όμως της στεριάς δεν υπήρχε και δεν υπάρχει πρόσβαση. Όποιος ήθελε ναρθεί από τον Ποταμό, έπρεπε πρώτα να προσευχηθεί κι ύστερα να διανύσει το νησί και να πάει εφόδια στους ερημίτες της Απολυτάρας.
Έτσι μου τάπανε οι ντόπιοι. Όμως τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Έτσι τα έκαμε η έλλειψη χάραξης διαδρομής και ύπαρξης οποιουδήποτε χάρτη, οι σκληροί και αιχμηροί βράχοι που φυτρώνουν και προεξέχουν σαν θάμνοι κι οι χαλικωτες λιανόπετρες που είναι σκορπισμένες στο διάβα μου. Επί πλέον με δυσκολεύει ο ήλιος, ο μεσογειακός και η άπνοια που μου φλογίζουν το κορμί. Εδώ πατώ, εκεί βρίσκομαι. Βαδίζω σα βαρκούλα στο πέλαγο, με μπόντζι. Απ’ τη σκληρή γης αναδύεται μια φλόγα που πυρώνει τα σωθικά μου. Κάθε δρασκελιά και μια μικρή περιπέτεια, ένας κυματισμός του κορμιού, μια απώλεια ισορροπίας, της όρθιας στάσης, μα και της ορθής σκέψης.
Όταν έφτασα στο φανάρι της Απολυτάρας είχαν περάσει δυο ώρες. Είχα όμως διασχίσει τα δύο τρίτα του νησιού. Ο πέτρινος φάρος, με πύργο, ύψος 23 μέτρων και 45 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, χτισμένος το 1925 από τη Γαλλική Εταιρεία Φάρων, σηματοδοτεί έναν μύθο στη Μεσόγειο και δεν παύει να καταυγάζει, ογδόντα χρόνια τώρα, με το θαλερό του φως, ένα βεληνεκές δεκάδων μιλίων στη θάλασσα του νότου.
Δύο ψαροπούλες από τον Ποταμό έχουν καλάρει τα δίχτυα τους κάτω από το φάρο και λικνίζονται σα μεθυσμένες στο κούφιο κύμα. Πέρα μακριά ένα μότορσιπ παχνίζει στο πέλαγος. Αριστερά και νότια, χλωμός κι απόμακρος ο βράχινος όγκος της Γραμβούσας, ίσα που χαράζει τη θολή γραμμή του στον ορίζοντα.
Η επιστροφή στον πολιτισμό των Αντικυθήρων είναι οδυνηρή έως ανυπόφορη. Ο ήλιος του μεσημεριού, της πρώτης Αυγούστου, μου δεσμεύει όσες δυνάμεις μένουν ζωντανές και διαλύουν κάθε αντίσταση οργανική. Τα κοτρώνια και τα φρύγανα, φρυμένα απ’ την πυρά του Αυγούστου, επιβραδύνουν την πορεία μου.
Ακολουθώ τα πεσμένα σύρματα και τα λείψανα των στύλων που κάποτε διοχέτευαν ρεύμα στο φανάρι. Τα βήματα κι οι ανάσες δουλεύουν μηχανικά σαν πιστόνια καραβιού. Έτσι σχεδόν μηχανικά προσεγγίζω το μοναστήρι κι ύστερα τον οικισμό του Ποταμού, όπου στην άκρη του, ανάμεσα σε κάθετα βράχια, παιανίζει μια λιλιπούτεια βοτσαλιά και με καλεί σα σειρήνα στα νερά της.
Πέφτω, όπως είμαι, με τα ρούχα και μ’ όλες τις πυρωμένες μνήμες φορτωμένος, στη γλυκιά δροσερή αγκαλιά της, να σβήσω την κάψα και όλες τις φλογισμένες εικόνες που με καίνε ολημερίς.
Αργά το απόγευμα ανεβαίνω στο οινομαγειρείο. Οι δυο κοπέλες που το δουλεύουν, είν’ αεικίνητες, πρόσχαρες παρά το πρόσφατο πένθος τους και πρόθυμες να μας εξυπηρετήσουν σε ό,τι αγαπάει η ψυχή μας.
Και τι αγαπάει η υλική ψυχή μας, έπειτα από την εργώδη πορεία της μέρας στον ήλιο και στην άφιλη πέτρα; Το ίδιο ασφαλώς που αγαπάει και λαχταρά και η ψυχή των συντρόφων μου που ωστόσο τις ώρες της δικής μου πορείας εκείνοι επιδίδονταν σε βουτιές και ηλιοθεραπείες στην Καμαρέλα. Μια κακαβιά από πρωινά, λαχταριστά βαθύψαρα των Αντικυθήρων… Ζητάμε τα κλασικά βραστόψαρα που ξέρουμε απ’ τα μέρη μας ότι ουσιώνουν μια νόστιμη και γευστική κακαβιά. Όμως οι δυο «ταβερνιάρισες», οι οποίες ξεχειμωνιάζουν στο Καστέλι του Κισσάμου Χανίων, απ’ όπου και η καταγωγή τους, έχουν διαφορετική από εμάς νοοτροπία για τη σύνθεση και επιλογή των ψαριών που θα αποστάξουν την κακαβιά.
Όχι σκορπίνες, χριστόψαρα και γάτζους, μα ζωντανό δίκιλο λαχταριστό φαγγρί που θα μπει ολόκληρο στην κατσαρόλα για να αποστάξει – με νερό και λάδι μονάχα – τη συναρπαστική γεύση και νοστιμιά της ψαρόσουπας που σε λίγο θα τυραννήσει με τη συμπυκνωμένη ουσία της τα πεινασμένα λαρύγγια μας.
Η απόγεψη της κακαβιάς και ο στυφός ήλιος των Αντικυθήρων, τα τελευταία δυνατά αποσπάσματα του νησιού, δυναμώνουν τη συνολική μνήμη που τυπώνεται όλο και πιο γοητευτικά στην αέναη εικόνα αυτού του απρόσιτου κι απομονωμένου θαλασσόπληκτου βράχου των τριών πελάγων.
Αντικύθηρα, 1-8-04