Χτισμένη σε υψ. 900 μ. στις κατάφυτες πλαγιές του Ταΰγετου, η Αναβρυτή είναι το ιδανικό ορμητήριο για πεζοπορία, ορειβασία και περιήγηση στην ευρύτερη περιοχή.
– Πού οδηγούν αυτές οι στροφές; ρώτησα πριν χρόνια έναν Λάκωνα φίλο.
– Στον ορεινό οικισμό της Αναβρυτής κι ύστερα στον Ταΰγετο, μου είχε απαντήσει.
Θυμάμαι ακόμη ζωηρά τις αλλεπάλληλες στροφές, το υπερθέαμα του Λακωνικού κάμπου και της Σπάρτης. Στο τέρμα της αλησμόνητης εκείνης διαδρομής μας είχε υποδεχθεί η Αναβρυτή. Ένας τόπος, που, εξαφανισμένος σχεδόν κάτω από παχύ πέπλο ομίχλης, είχε αρνηθεί να μας αποκαλύψει τα μυστικά του. Οι μόνες εικόνες που διατηρήθηκαν στη μνήμη ήταν οι αχνές σιλουέτες δύο καμπαναριών. Όλα τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του οικισμού, παρέμειναν για χρόνια μια θολή ανάμνηση.
– Που οδηγούν αυτές οι στροφές; ρώτησα πριν χρόνια έναν Λάκωνα φίλο.
– Στον ορεινό οικισμό της Αναβρυτής κι ύστερα στον Ταΰγετο, μου είχε απαντήσει.
Θυμάμαι ακόμη ζωηρά τις αλλεπάλληλες στροφές, το υπερθέαμα του Λακωνικού κάμπου και της Σπάρτης. Στο τέρμα της αλησμόνητης εκείνης διαδρομής μας είχε υποδεχθεί η Αναβρυτή. Ένας τόπος, που, εξαφανισμένος σχεδόν κάτω από παχύ πέπλο ομίχλης, είχε αρνηθεί να μας αποκαλύψει τα μυστικά του. Οι μόνες εικόνες που διατηρήθηκαν στη μνήμη ήταν οι αχνές σιλουέτες δύο καμπαναριών. Όλα τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του οικισμού, σπίτια, φυσικό περιβάλλον και σοκάκια, παρέμειναν για χρόνια μια θολή ανάμνηση.
ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2004. Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ.
Μια από τις πιο χαρακτηριστικές και αναγνωρίσιμες από μεγάλη απόσταση εικόνες του Ταΰγετου είναι – εκτός από την κορυφογραμμή με τον «Πενταδάκτυλο» και την «Πυραμίδα» – οι στροφές που αυλακώνουν την πλαγιά της Αναβρυτής. Μόλις δύο μήνες πριν τις αντικρύζαμε από τις ράχες και τα ψηλώματα του Πάρνωνα στα πλαίσια του άρθρου για τα Τσίντζινα. Θυμόμασταν ότι πάνω απ’ αυτές φώλιαζε ο οικισμός της Αναβρυτής. Εκείνο που δεν ξέραμε ήταν, ότι ήδη στο ωραίο χωριό λειτουργούσε και ξενώνας.
Η διεύθυνσή του ανήκε σε τρεις φίλους: τον Δασολόγο-Περιβαλλοντολόγο Παναγιώτη Μαχαίρα, τον Νάσο Συργκάνη και τον Αντώνη Παπανικολάου. Ήταν οι άνθρωποι που έκαναν το παν για να μη μας λείψει τίποτε κατά τη διάρκεια της παραμονής μας στον ξενώνα «Σχολαρχείο», στα Τσίντζινα. Και βέβαια ήταν έτοιμοι να κάνουν το ίδιο και στον ξενώνα της Αναβρυτής, το «Αντάμωμα».
ΤΟ «ΑΝΤΑΜΩΜΑ» ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ
Πάλι μπροστά μας ταξίδι μακρινό. Κάποιες στιγμές δυσανασχετώ που είν’ η Θεσσαλονίκη τόσο βόρεια. Μήπως πιο κεντρικά θάταν καλύτερα; Στο Βόλο ας πούμε ή στη Λαμία. Στη μέση του κορμού. Ύστερα πάλι σκέφτομαι τον «πηγαιμό προς την Ιθάκη». Καλύτερα λοιπόν να είναι «μακρύς ο δρόμος» και η Ιθάκη πιο επιθυμητή.
Πόλη της Σπάρτης, κεντρική Λεωφόρος Κων/νου Παλαιολόγου, κατεύθυνση προς Γύθειο. Στο ύψος των δύο μεγάλων εκπαιδευτηρίων, Γυμνασίου και Λυκείου, μια πινακίδα δείχνει δεξιά προς Αγ. Ιωάννη, τον τελευταίο οικισμό του κάμπου πριν από τις περίφημες στροφές.
Ελαιώνες, πορτοκαλεώνες, γη ευλογημένη, κλαδιά φορτωμένα με καρπούς. Θα μπορούσαμε να κινούμαστε σε τέτοιον τόπο με τις ώρες. Μα η ευθεία τελειώνει κι εκεί στο τέρμα της αρχίζουν οι στροφές. Μια στροφή, δύο στροφές… ο δρόμος στενεύει, σε κάποια σημεία είναι φθαρμένος. Το βλέμμα στρέφει χαμηλά και αγναντεύει το υπερθέαμα του κάμπου και της Σπάρτης. Η εικόνα είναι στα μάτια για εξήμισι χιλιόμετρα, όσα κρατάνε κι οι στροφές. Και ξαφνικά μια άλλη εικόνα, τραχειά και αιχμηρή, παίρνει τη θέση της απέραντης ισιάδας. Είναι τα κορφοβούνια του Ταΰγετου, του παντοτεινού κυρίαρχου κι αφέντη της ωραίας Αναβρυτής, που απ’ τη στιγμή της γέννησής της βρήκε την αγκαλιά του καταφύγιο. Ένα καταφύγιο προσήλιο και καλά προφυλαγμένο από τους δυτικούς και βόρειους ανέμους.
Φτάνουμε στον ξενώνα «Αντάμωμα» το απόγευμα, με το τελευταίο φως. Το κτίριο είναι μεγάλων διαστάσεων, δεσπόζει σ’ όλη την πλατεία. Κατασκευάσθηκε από τον Σύλλογο Βρυσεών Αναβρυτής της Ν. Υόρκης και εγκαινιάσθηκε το 1973. Στον εξαίρετο χώρο του καθιστικού και της τραπεζαρίας μας υποδέχονται το αναμμένο τζάκι και οι φίλοι μας. Σε διάστημα δύο μηνών έχουμε την τύχη να φιλοξενούμαστε από τους ίδιους ανθρώπους στα δύο αντικρινά βουνά της Λακωνίας, σε ξενώνες και οικισμούς που είναι χτισμένοι στο ίδιο περίπου υψόμετρο, 850-900 μέτρα.
Υπάρχει όμως άλλη μια ευτυχής σύμπτωση. Είναι η ύπαρξη ενός ανθρώπου, που η παρουσία του έμελλε να είναι καταλυτική στη διάρκεια της παραμονής μας στην Αναβρυτή. Είναι ο συνταξιούχος Δάσκαλος Νικόλαος Μπαγιώκος, ίδιας ηλικίας (75 ετών) με τον Γιάννη Σπυρίδη, τον Δάσκαλο των Τσίντζινων και, επιπλέον, συμμαθητής και επιστήθιος φίλος του.
-Όπως στα Τσίντζινα έτσι και εδώ, θα έχετε έναν Δάσκαλο να σας συντροφεύει, λέει ο Αντώνης κάνοντας τις συστάσεις. Σας εύχομαι να αντλήσετε, όσο περισσότερα μπορείτε από την εμπειρία και τις γνώσεις του.
Ο «ΔΑΣΚΑΛΟΣ» ΤΗΣ ΑΝΑΒΡΥΤΗΣ
ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Ο Νικόλαος Μπαγιώκος είναι μια ανεξάντλητη πηγή γνώσεων για τον τόπο του. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο, ότι σε λίγους μήνες θα δει το φως της δημοσιότητας ένα μνημειώδες έργο του για τη συνολική παρουσία της Αναβρυτής στο χώρο και στο χρόνο. Ήρεμος και μειλίχιος, με εξαίρετη χρήση της Ελληνικής γλώσσας, λόγο συναρπαστικό και απολαυστικό, που συχνά διανθίζεται με χιούμορ, ο «Δάσκαλος της Αναβρυτής» κερδίζει από την πρώτη στιγμή δυο μαθητές, που διψούν να μάθουν οτιδήποτε αφορά την περιοχή.
-Σας άρεσαν οι στροφές μας; ρωτάει χαμογελώντας ο Δάσκαλος. Στον κάμπο της Λακωνίας έλεγαν παλιά: «Σιάξε τη χωρίστρα σου γιατί τα μαλλιά σου είναι σαν της Αναβρυτής το δρόμο».
-Από πότε υπάρχει αυτός ο δρόμος Δάσκαλε;
-Παλιά ήταν μονοπάτι, με την ονομασία «παλιές γανιές», μουλαρόδρομος δηλαδή με ζιγκ-ζαγκ που ένωνε την Αναβρυτή με τον κάμπο.
Το 1928 ο Σύλλογος Βρυσεών Αναβρυτής χορηγεί 3000 δραχμές στον τοπογράφο-μηχανικό Θωμά Λάδη για τη μελέτη χάραξης του δρόμου. Το 1934-35 εγκρίνεται το έργο από τον Νομάρχη και αρχίζουν οι εργασίες. Οδοποιητικά μηχανήματα εκείνη την εποχή είναι ο κασμάς, το φτυάρι, το καρότσι, το λοστάρι, η βαριά και η «παραμίνα» (το μακρύ λοστάρι που άνοιγε τρύπα στο βράχο για υποδοχή της δυναμίτιδας). Πάνω απ’ όλα όμως ήταν τα μπράτσα του Αναβρυτιώτη και η εθελοντική του εργασία. Τις καθημερινές δούλευαν 200 εργάτες μισθωτοί. Τις Κυριακές όμως και τις μεγάλες γιορτές δούλευαν 400 επιπλέον με προσωπική και μη αμειβόμενη εργασία. Με την έναρξη του Ελληνο-ιταλικού πολέμου είχε εκτελεσθεί το 90% του έργου. Η αποπεράτωση έγινε από την υπηρεσία Μηχανικού της ΙΧ Μεραρχίας. Το πρώτο αυτοκίνητο ήρθε στην Αναβρυτή στις 21 Μαΐου του 1951. μέχρι το 1979 ήταν χωματόδρομος, μετά ασφαλτοστρώθηκε. Μεγάλος οικονομικός αιμοδότης στο έργο του δρόμου ήταν ο Σύλλογος Βρυσεών Αναβρυτής Ν. Υόρκης.
-Ο Σύλλογος αυτός υπάρχει ακόμα; ρωτά η Άννα.
-Ζει και βασιλεύει, απαντάει ο Δάσκαλος και μάλιστα είναι ο ιστορικότερος, ο πρώτος Ελληνικός Σύλλογος που ιδρύθηκε στην Αμερικανική ήπειρο. Το καταστατικό του κατατέθηκε το 1897 και η πρώτη συνεδρίαση του Διοικητικού του Συμβουλίου έγινε το 1901. Από τους υπόλοιπους Ελληνικούς Συλλόγους στην Αμερική αποκαλείται «ο παππούς των συλλόγων» και η σημαία του παρελαύνει πρώτη στις εθνικές επετείους που γιορτάζονται στις Η.Π.Α. Το έργο του είναι πολυσχιδές: δρόμοι, σχολείο, εκκλησίες, το ρολόι στο καμπαναριό, το ξενοδοχείο και πολλά άλλα έργα.
-Μια και μιλάμε για αποδήμους, πως εξελίχθηκε η μετανάστευση στην Αναβρυτή, ρωτάω τον Δάσκαλο.
-Γύρω στο 1870 αρχίζει το πρώτο μεταναστευτικό ρεύμα, κυρίως προς Ν. Υόρκη, λοιπή Αμερική και Καναδά. Σήμερα, μετά από 130 χρόνια, υπάρχουν 45 μόνιμοι κάτοικοι στην Αναβρυτή και 3.500 περίπου στην Αμερική και Καναδά, όπου ευρίσκεται το 90% του συνόλου των μεταναστών.
Το δεύτερο μεγάλο μεταναστευτικό κύμα άρχισε το 1950 μέχρι το 1970, στους ίδιους προορισμούς και αποστέρησε το χωριό από 1000 περίπου Αναβρυτιώτες. Δυστυχώς με την πάροδο των γενεών αμβλύνεται το πατριωτικό συναίσθημα προς τη γενέτειρα των προγόνων και αυτό αποδεικνύεται από την φθίνουσα προσέλευση μεταναστών τα καλοκαίρια.
Θυμάται ο Δάσκαλος τα χρόνια ακμής της Αναβρυτής, την κοσμοπλημμύρα των 1500 κατοίκων πριν από τον πόλεμο. Θυμάται το Δημοτικό Σχολείο, κληροδότημα του Ανδρέα Συγγρού, που το 1935 αριθμούσε 275 μαθητές και λειτούργησε συνεχώς από το 1901 ως το 1977, που ήταν και η τελευταία χρονιά της λειτουργίας του.
-Ας ευθυμήσουμε λίγο, λέει ο Αντώνης. Γεμίζει τα ποτήρια με ωραίο κόκκινο κρασί και τσουγκρίζουμε όλοι για το νέο μας «αντάμωμα». Η Μαριάννα από την πλευρά της, που έχει το γενικό πρόσταγμα στην κουζίνα του ξενώνα, μας προσφέρει κόκορα κοκκινιστό με μακαρόνια και λαχανοντολμάδες, σαν πρώτα δείγματα της εξαίρετης μαγειρικής της.
Η νύχτα του Νοέμβρη κυλάει στην Αναβρυτή με ήρεμους ρυθμούς και πολλή συντροφικότητα. Ψηλά στα δυτικά οι κορυφές του Ταύγετου είναι διακοσμημένες με χιλιάδες άστρα. Η επόμενη μέρα προοιωνίζεται λαμπρή.
Η ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΑΡΧΙΖΕΙ
Ο Δάσκαλος είναι στην ώρα του ακριβέστατος. Ξεκινάμε αμέσως την γνωριμία μας με την ευρύτερη περιοχή της Αναβρυτής. Παίρνουμε κατεύθυνση για Σπάρτη και στα 500 μέτρα απ’ τον ξενώνα ανηφορίζουμε αριστερά σε χωματόδρομο, που μετά από λίγο δεν είναι βατός από συμβατικά αυτοκίνητα. Στα 1,8χλμ. φτάνουμε στην κορυφή του λόφου με το εκκλησάκι του «Αη-Γιάννη του Νηστευτή», που έχει χτιστεί το 1926 από άτεκνα ζευγάρια του χωριού. Η θέα είναι κορυφαία προς την Αναβρυτή, το Λακωνικό κάμπο και τη Σπάρτη, του Πάρνωνα με τις γνώριμες κορυφές του και βέβαια τον Ταΰγετο. Ο τόπος είναι κατάφυτος από λευκούς κρόκους, ενώ το σημαντικότερο μνημείο της φύσης, δίπλα στο εξωκκλήσι, είναι το μοναχικό και πελώριο πουρνάρι με την κουφάλα του, που, κατά την παράδοση του χωριού, είναι χιλιόχρονο! Απέναντι από τον Αη-Γιάννη προς τα Ν δεσπόζει ο ομαλός λόφος με το πετρόχτιστο εξωκκλήσι του Αγ. Κων/νου στην κορυφή του. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο λόφους βρίσκεται η τοποθεσία «Πύργος», η ευφορώτερη της Αναβρυτής.
Από πότε όμως κατοικείται αυτός ο ωραίος τόπος; Η πρώτη ιστορική αναφορά στην περιοχή είναι στην Ιλιάδα του Ομήρου (1), όπου μαρτυρείται η συμμετοχή των αρχαίων Βρυσειών στο εκστρατευτικό σώμα των Ελλήνων στον Τρωικό Πόλεμο. η δεύτερη ιστορική αναφορά στις αρχαίες Βρυσειές γίνεται από τον περιηγητή Παυσανία (2). «… Απ’ αυτού απομακρυνόμενος κανείς από τον Ταύγετο έχει τη θέση Βρυσέας, που ήταν άλλοτε πόλη. Σώζεται ακόμη εκεί ναός του Διονύσου και άγαλμά του στο ύπαιθρο… Πάνω από τις Βρυσέες υψώνονται η κορυφή του Ταϋγέτου «Ταλετόν».
Μεταγενέστερη παρουσία των Βρυσεών, με το Βυζαντινό πλέον όνομα Αναβρυτή, συναντάμε στο β΄- μισό του 10ου αιώνα, όταν εγκαταστάθηκαν εκεί, καθώς και στην Τρύπη, οι Ιουδαίοι που εκδιώχθηκαν από την Σπάρτη μετά από προτροπή του «Οσίου Νίκωνος του Μετανοείτε». (3)
Επιστρέφοντας στον οικισμό προτείνει ο Δάσκαλος να συνεχίσουμε τη γνωριμία μας με την ευρύτερη περιοχή. Με αφετηρία τον ξενώνα διασχίζουμε το κεντρικό τμήμα του χωριού, τη «Χώρα» και αμέσως μετά την βόρεια συνοικία, την «Μεσαγειτονιά» («Μεσαειτονιά» στην ντόπια ονομασία). Στο 1,1 χλμ. από τον ξενώνα στρίβουμε δεξιά σε χωματόδρομο. Αμέσως μετά κατηφορίζουμε απότομα αριστερά μια δύσβατη χάραξη, που εισχωρεί σε κατάφυτη ρεματιά και μετά από 200μ. σταματάει σ’ ένα ξωκκλήσι. Είναι η Αγ. Παρασκευή, κτίσμα του 1844, με διπλή σειρά από τοξωτά αγκωνάρια πάνω από τη θύρα της εισόδου.
Το εκκλησάκι είναι χτισμένο το μισό σε βράχο, με λιτό εσωτερικό και θολωτή σκεπή. 20 μέτρα πίσω του τον ορίζοντα καταλαμβάνει ένα πεύκο κολοσσιαίων διαστάσεων και ηλικίας πολλών αιώνων.
Επιστρέφουμε στον καλοστρωμένο χωματόδρομο και τον συνεχίζουμε. Είναι μια σύντομη, αλλά υπέροχη διαδρομή ανάμεσα σε πεύκα, έλατα, βελανιδιές και υπεραιωνόβιες καστανιές. Στα 2,1 χλμ. ο δρόμο τερματίζει μπροστά στον κοιμητηριακό ναό της «Παναγίας του Καραβά», που πήρε το όνομά της από την ομώνυμη τοποθεσία. Ο τόπος συγκεντρώνει όλο το φυσικό κάλλος των εξοχών της Αναβρυτής, με άφθονα οπωροφόρα δέντρα και θαυμάσια θέα στον οικισμό. Εξαιτίας του χωμάτινου εδάφους και της πλούσιας βλάστησης, παρείχε τροφή σε πολλούς λαγούς, γι’ αυτό και πήρε την ονομασία «Λαγοβούνι».
Η εκκλησία είναι χτισμένη το 1905 πλαΐ σε μια τεράστια βελανιδιά. Στο λιτότατο εσωτερικό διακρίνουμε μια εικόνα του Χριστού σε μουσαμά του 1889, ωραίες εικόνες στο τέμπλο. Έργα τη Δημ. Η. Αλατσά από το 1907, καθώς και μια εικόνα της Κοίμησης της Θεοτόκου, έργο του Παναγιώτη Αργείου από το 1867.
Επιστρέφουμε στον κεντρικό ασφαλτόδρομο και συνεχίζουμε βόρεια. Σε απόσταση 2,5 χλμ. από τον ξενώνα βρισκόμαστε μπροστά στη Μονή της Μεταμόρφωσης. Εδώ μας υποδέχεται και μας κερνάει τσιπουράκι ο Αρχιμανδρίτης Ιερόθεος Βαρβιτσιώτης, ο μοναδικός κάτοικος της Μονής. Το μοναστήρι χτίστηκε περί το 1890, καταστράφηκε όμως από τους Γερμανούς και η μεταγενέστερη αρχιτεκτονική του είναι αδιάφορη.
Μερικές δεκάδες μέτρα πριν από το μοναστήρι κατηφορίζει βατός χωματόδρομος δεξιά (ΝΑ). Σε απόσταση 1,4 χλμ. περνάμε δίπλα από το εκκλησάκι του Αγ. Δημητρίου στη θέση «στ’ αμπέλια». Μετά από λίγο συναντάμε και το μοναδικό αμπέλι που έχει απομείνει. Συνεχίζουμε ευθεία μέσα σε πυκνότατη βλάστηση από πουρνάρια, βελανιδιές, σφενδάμια και πολλά άλλα δέντρα, που αρκετές φορές καταλαμβάνουν και το οδόστρωμα.
Κοιτάζω τον Δάσκαλο ερωτηματικά:
-Έχε υπομονή, μου απαντάει, φτάνουμε.
Στα 3,3 χλμ. από τη Μονή (και 5,8 από τον ξενώνα) ο δρόμος τερματίζει. Το θέαμα είναι απερίγραπτο. Όλος ο Λακωνικός κάμπος απλώνεται κυριολεκτικά κάτω από τα πόδια μας, συνθέτοντας μια κάτοψη μοναδική.
Όλοι οι οικισμοί, η πόλη της Σπάρτης και οι ποικίλες καλλιέργειες προβάλλουν χαμηλά με συγκλονιστική αμεσότητα. Η περιοχή όμως επιφυλάσσει και άλλες εκπλήξεις. Στα ριζά ενός θεόρατου βράχου, που ξεπερνάει σε ύψος τα 50 μέτρα, είναι φωλιασμένη η μικρή Μονή της «Παναγίας Ζαγούνας». Τα κελλιά είναι μισοερειπωμένα και το μικροσκοπικών διαστάσεων Καθολικό είναι χτισμένο μέσα σε σπηλιά. Η βραχώδης οροφή είναι μαυρισμένη από την πολύχρονη καπνιά. Το Ιερό είναι κατάγραφο από τοιχογραφίες σε πολύ κακή κατάσταση διατήρησης. Σύμφωνα με την εντοιχισμένη κτητορική επιγραφή το μοναστηράκι χτίστηκε το 1750 από τον μοναχό Παφνούτιο. Μια στέρνα στον αύλειο χώρο δεν έχει σταγόνα νερό αυτή την εποχή.
Ένα μονοπάτι μας οδηγεί 50μ. μπροστά από τη μονή σε σιδερένιο καμπαναριό με δύο καμπανούλες. Ένα μικρό πλάτωμα εδώ μας χαρίζει την εξοχώτερη θέαση, τον κορυφαίο εξώστη του Λακωνικού κάμπου και της Σπάρτης. Πριν από τη μονή ξεκινάει σηματοδοτημένο μονοπάτι, που καταλήγει στον κάμπο, στον οικισμό «Παρόρι».
– Αν έχετε χρόνο, αξίζει να το επιχείρησετε, λέει ο Δάσκαλος.
Κάποτε αποφασίζουμε να εγκαταλείψουμε τα προνόμια, που τόσο απλόχερα μας προσφέρει το «προσωπικό μας θεωρείο» και επιστρέφουμε στη Μονή. Η περιοχή όμως δεν έχει εξαντλήσει ακόμη το φυσικό της κάλλος. Ένας αρκετά βατός χωματόδρομος κατηφορίζει βόρεια της Μονής και σε λίγο χάνεται βαθειά στο μεγαλόπρεπο Φαράγγι της Λαγγάδας. Είναι εκπληκτικές οι εναλλαγές του Αναβρυτιώτικου τοπίου σε ελάχιστα χιλιόμετρα. Στην κοίτη της ρεματιάς και σε απόσταση 3,3 χλμ. από τη Μονή συναντάμε το εξωκκλήσι της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος. Ένα άριστα σηματοδοτημένο μονοπάτι κατηφορίζει στην πλατανοσκέπαστη ρεματιά, με κατεύθυνση προς την Παναγία τη Λαγκαδιώτισσα και το Παρόρι.
– Να μια άλλη διαδρομή, που σας συνιστώ στον ελεύθερό σας χρόνο, λέει ο Δάσκαλος.
Προς το παρών συνεχίζουμε ανηφορικά τον χωματόδρομο με θαυμάσια θέα στο φαράγγι και, 5χλμ. μετά τη Μονή, συναντάμε την άσφαλτο. 3 χλμ. προς τ’ αριστερά είναι η Ταϋγέτη, ενώ προς τα δεξιά αποκαλύπτεται μετά από λίγο το επιβλητικό κάστρο και η σιωπηλή πολιτεία του Μυστρά, όπου καταλήγουμε μετά από συνολική διαδρομή μόλις 10,5 χλμ. από τον ξενώνα.
Τις απογευματινές ώρες ο ήλιος χάνεται νωρίς πίσω από βαριά σύννεφα, που συνωθούνται πάνω από τις κορφές του Ταΰγετου. Είναι μια προοπτική αρκετά ανησυχητική για τις περιηγήσεις μας.
ΠΕΡΙΟΔΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΝΑΒΡΥΤΗ
ΜΕ ΗΛΙΟ ΚΑΙ ΣΥΝΝΕΦΑ
Η μέρα ξεκινάει με ήλιο στον Ταΰγετο, πολύ γρήγορα όμως συννεφιάζει και αρχίζει η βροχή. Ακολουθεί αέρας, ψυχρός και δυνατός. Δεν ξέρουμε κυριολεκτικά πώς να ντυθούμε. Ξεκινάμε με το Δάσκαλο την περιδιάβασή μας στο χώρο και στο χρόνο.
Η κεντρική είσοδος της Αναβρυτής είναι η πλακόστρωτη οδός Σπάρτης με το μεγάλο Σχολείο στα δεξιά. Στη μέρα χρησιμοποιείται ως Γεωφυσικό Μουσείο του Ταϋγέτου, Μουσείο Ορυκτών και Πετρωμάτων και Μουσείο Παραδοσιακών Αντικειμένων Αναβρυτής.
Απέναντι από το Σχολείο είναι ένα ερειπωμένο σπίτι με χρονολογία 1895 στο υπέρθυρο. 50 μέτρα πιο πάνω ξεχωρίζει ένα μεγάλο τριώροφο με χαγιάτι και συνδυασμό πολλών φθαρμένων χρωμάτων στην πρόσοψη. Ήταν ταυτόχρονα βυρσοδεψείο και κατοικία του Στράτη Γάββαρη, του μεγαλύτερου Αναβρυτιώτη βυρσοδέψη.
Τα στοιχεία που έχει συγκεντρώσει ο Δάσκαλος για την ενασχόληση με τη Βυρσοδεψία είναι πολλά. Πολύ συνοπτικά αναφέρουμε, ότι με την βυρσοδεψία ασχολούντο 40 βιοτέχνες – βυρσοδέψες και 15-20 εργάτες. Με μικρές αμφιβολίες μπορούμε να πούμε, ότι οι Αναβρυτιώτες είναι απόγονοι των κατοίκων των αρχαίων Βρυσεών, οι οποίοι, ως περίοικοι της Σπάρτης, ασχολούντο πιθανότατα με την κατεργασία μεγάλων ποσοτήτων δερματων για τις ανάγκες του Σπαρτιάτικου στρατού. Έτσι ίσως εξηγείται η αναβίωση της παλιάς τέχνης της βυρσοδεψίας στα όψιμα χρόνια της τουρκοκρατίας. Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 σταμάτησε την εργασία του λόγω ηλικίας και ο τελευταίος βυρσοδέψης της Αναβρυτής, αν και η πραμάτεια του στην πλατεία Ψυρή εγίνετο ανάρπαστη.
Μαζί με τη βυρσοδεψία ανθούσε φυσικά και η υποδηματοποιΐα-σανδαλοποιΐα, που ήταν το κυρίαρχο επάγγελμα και απασχολούσε περίπου 80 άτομα. Οι υποδηματοποιοί διακρίνοντο σε «μονατζήδες» (που κατασκεύαζαν τα φθηνότερα μονόσολα παπούτσια) και σε «τσαγκαράδες» (που κατασκεύαζαν τα ακριβότερα δίσολα). Τα παπούτσια της Αναβρυτής επωλούντο στις περισσότερες πόλεις της Πελοποννήσου και σ’ όλα τα μεγάλα τοπικά πανηγύρια. Το μεγαλύτερο υποδηματοποιείο ήταν των αδελφών Π. Μπαγιωκου, που, εκτός από τα 5 αδέλφια, του πατέρα και 4 παιδιά τους, απασχολούσε επιπλέον και 15 τεχνίτες, με ετήσια παραγωγή 10.000 ζευγαριών. Σήμερα δεν έχει απομείνει ούτε ένας Αναβρυτιώτης υποδηματοποιός.
Λίγο πιο πάνω οι γραφικότητες της Αναβρυτής συνεχίζονται. Δίπλα στην είσοδο μιας τριώροφης κατοικίας βρίσκεται πρόχειρα σκεπασμένη μια ογκώδης πετρελαιομηχανή. Εδώ κάποτε ήταν το εργοστάσιο του Σκοπαράγκου, που λειτουργούσε ταυτόχρονα ως αλευρόμυλος, πριονοκορδέλλα και αλεστικό υλικών βυρσοδεψίας. Η μηχανή έχει τη δική της ιστορία. Ήταν Γερμανικής κατασκευής μάρκας KABEL, πρωτολειτούργησε το 1929 και οι Γερμανοί εισβολείς την πρόλαβαν σε πλήρη λειτουργία το 1941. Βλέποντάς την να λειτουργεί, απέτισαν φόρο τιμής στη μηχανή της χώρας τους και την χαιρέτησαν στρατιωτικά!
Η υφαντική τέχνη ήταν πολύ διαδεδομένη. Κάθε νοικοκυριό είχε από έναν έως τρεις αργαλειούς και απασχολούντο συνολικά πάνω από 200 άτομα. Στην Διεθνή Έκθεση Θεσ/νίκης του 1933 τα υφαντά της Αναβρυτής πήραν χρυσό βραβείο ενώ τα παπούτσια αργυρό. Υπήρχαν τέλος 2 κεραμοποιεία, 2 ασβεστοκάμινα και 3 καρβουνοκάμινα. Ιδιαίτερη κατηγορία επαγγελματιών αποτελούσαν οι σχοινοπλόκοι, οι λεγόμενοι «τριχάδες», που έπλεκαν σχοινιά διαφόρων χρήσεων με γίδινο μαλλί. Απασχολούντο περίπου 25, ενώ οι τελευταίοι του επαγγέλματος σταμάτησαν στα μέσα της δεκαετίας του ’70.
Ανηφορίζοντας προς το κέντρο, όπου δημιουργείται ένα μικρό άνοιγμα σαν πλατεία. Εδώ δεσπόζει ωραίο παλιό διώροφο, με καφενείο στο ισόγειο που δεν λειτουργεί και απέναντι το Οινοκαφεπαντοπωλείο «Ο Αμάραντος των Βρυσεών» με καλή κουζίνα. Δίπλα βρίσκονται οι κολόνες και ό, τι έχει απομείνει από τον ναό της Αγια-Σωτήρας. Είναι παράξενη η ιστορία αυτού του μεγαλύτερου και αρχαιότερου ναού της Αναβρυτής. Το 1882 καταστράφηκε από σεισμό, στη θέση του ξαναχτίστηκε ένας κακότεχνος, που κατεδαφίστηκε από τους ίδιους κατοίκους το 1914. ακολούθησε το 1917 η ανέγερση ενός περικαλλούς μαρμαρόκτιστου ναού, με όλες τις απαιτήσεις της αρχιτεκτονικής και τοιχοποιίας. Όλως περιέργως, το Δεκέμβριος του ίδιου έτους κατέρρευσε ένα μεγάλο τμήμα του ναού! Έκτοτε δεν επαναλήφθηκε καμιά προσπάθεια νέας ανέγερσης, πράγμα που έδωσε στους παλαιότερους λαβή για διάφορες δεισιδαιμονίες και προλήψεις. Ωστόσο διασώζεται ακόμη ως ένα ύψος η περίτεχνη λιθοδομή της εκκλησίας με τους πελεκητούς ογκόλιθους. Εδώ επίσης υπάρχουν βρύσες με μαρμάρινα στόμια.
Ανηφορίζοντας περνάμε μπροστά από την ερειπωμένη θερινή κατοικία του οπλαρχηγού Λιάκου Γιατράκου. Το κτίσμα είναι του 18ου αιώνα, οι ερειπωμένοι τοίχοι διατηρούνται σε ύψος 5 μέτρων, ενώ το πάχος της τοιχοποιίας στη βάση τους φτάνει το 1,5 μέτρο! Αμέσως μετά αρχίζει παμπάλαιο καλντερίμι. Είναι η οδός Αγ. Νικολάου και ήδη μπροστά μας φαίνεται ο ναός με τα δύο καμπαναριά. Στη γειτονιά υπάρχουν επίσης το πατρικό του Δάσκαλου, κτίσμα του 1895, καθώς και το μεγαλύτερο κηροπλαστείο από τα 6 που υπήρχαν στον οικισμό.
Φτάνουμε στον Ναό του Αγ. Νικολάου, τον Μητροπολιτικό της Αναβρυτής. Είναι βυζαντινός σταυροειδής με τρούλλο, κτίσμα του 1625! Το ίδιοι έτος έγινε και η αγιογράφηση από τον πολύ γνωστό αγιογράφο Δημήτριο Κακαβά. Κατά την έκφραση του Δάσκαλου, «ο ναός καρατομήθηκε το 1931 κατά τον πρόναό του, για να μεγαλώσει η χωρητικότητά του με μια κακόγουστη προσθήκη από μπετόν».
Παρά τις συνεχείς συντηρήσεις η αγιογράφηση διατηρείται σε μέτρια κατάσταση. Μεταξύ των τοιχογραφιών απεικονίζεται ο «Όσιος Νίκων ο Μετανοείτε», πολιούχος της Σπάρτης.
Το τέμπλο είναι εξαιρετικής τέχνης, κατασκευασμένο πιθανότατα μετά το 1821 από καρυδιά Αναβρυτής, που θεωρείται από τις καλύτερες στον κόσμο. Αξιόλογες είναι οι παραστάσεις των Πρωτοπλάστων, που απεικονίζονται γυμνοί να δικιμάζουν τον απαγορευμένο καρπό και να εκδιώκονται από τον Παράδεισο.
Εξωτερικά κοσμήματα του ναού είναι τα δύο καμπαναριά. Το μικρότερο από τα δύο είναι τετραώροφο, κατασκευασμένο από λευκό μάρμαρο περί το 1700 από Ηπειρώτες μαστόρους. Το ογκωδέστερο διπλανό καμπαναριό, είναι έργο Λαγκαδιανών μαστόρων από γκρίζο μάρμαρο στα ακγωνάρια. Κατασκευάστηκε το 1903 για να υποδεχθεί το ρολόι του χωριού, που έστειλαν οι ομογενείς της Ν. Υόρκης. Το ρολόι κατασκευάστηκε το 1897 στο CONNECTICAT από το εργοστάσιο πολυβόλων και ρολογιών Χότσκις. Εξακολουθεί να σημαίνει τις ώρες κανονικά.
-Τα τελευταία 15 χρόνια έχω αναλάβει εγώ τη συντήρηση και το κούρδισμα, μου λέει ο Δάσκαλος. Αν θέλεις, μπορούμε να ανεβούμε για να δεις τη λειτουργία του.
Ανεβαίνοντας τη σιδερένια σκάλα στο εσωτερικό του πύργου φτάνουμε στο κεφαλόσκαλο. Εδώ βρίσκεται ο μηχανισμός του ρολογιού με το σιδερένιο αντίβαρο. Δίπλα μια ραγισμένη καμπάνα του 1850 από την καταπεσούσα εκκλησία της Αγια-Σωτήρας.
-Ας συνεχίσουμε λίγο ακόμα, λέει ο Δάσκαλος.
Μετά το κεφαλόσκαλο ανεβαίνουμε μερικά ξύλινα σκαλοπάτια, περνάμε με δυσκολία από μια στενή καταπακτή και φτάνουμε στο υψηλότερο σημείο του πύργου. Εδώ βρίσκονται η «καρδιά» και το «μυαλό» του μηχανισμού του ρολογιού, που αντιστοιχούν στο εκκρεμές και στα συνεχόμενα μικρά και μεγάλα γρανάζια. Παρατηρούμε για λίγο σιωπηλοί τις αιωρήσεις του εκκρεμούς κι είναι σαν να παρακολουθούμε τους χτύπους της καρδιάς ή το σφυγμό ενός ζωντανού οργανισμού, που η ηλικία του έχει ξεπεράσει τον αιώνα. Στο μικρό ρολόι που είναι ενσωματωμένο στον μηχανισμό διακρίνεται το όνομα του κατασκευαστή, ο αύξων αριθμός 971 και η χρονολογία κατασκευής 1897. Με μια τροχαλία κουρδίζει ο Δάσκαλος τους δείκτες του ρολογιού και με μια μεγαλύτερη ανεβάζει το βάρος της καμπάνας.
-Το κούρδισμα κρατάει 9 μέρες, μου λέει, εγώ όμως ανεβαίνω εδώ πάνω μια φορά την εβδομάδα.
Το μικρό ρολόι δείχνει 13:30΄ ακριβώς. Αμέσως ενεργοποιείται ένας μηχανισμός και ακούγεται έξω ο χτύπος της καμπάνας. Είναι ώρα να κατεβούμε πάλι στο επίπεδο του εδάφους. Εδώ συμβαίνουν πράγματα συναρπαστικά που δεν μπορούσαμε να αντιληφθούμε από το εσωτερικό του πύργου. Η βροχή έχει σταματήσει κι ένα θεαματικό ουράνιο τόξο στεφανώνει τον θόλο του ουρανού στον ανατολικό ορίζοντα, πάνω από τον κάμπο της Λακωνίας. Δεν διστάζουμε ούτε δευτερόλεπτο. Η Μονή Ζαγούνας, αν και απέχει 6 χρονοβόρα και δύσκολα χιλιόμετρα, είναι το κορυφαίο σημείο θέας προς τον κάμπο. Το ουράνιο φαινόμενο βέβαια μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να εξαφανισθεί. Το ρισκάρουμε και ανταμειβόμαστε με ασύλληπτες εικόνες, που είναι αδύνατον να διαγραφούν από τη μνήμη μας. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα ξαναρχίζει η βροχή, που συνοδεύεται μάλιστα από δυνατό αέρα. Είναι αδύνατον να υπολογίσουμε από το πρωί, πόσες φορές έχει αλλάξει ο καιρός.
Νωρίς το απόγευμα ξαναλάμπει ο ήλιος στη μουσκεμένη φύση. Στις ώρες που υπολείπονται ως το τελευταίο φως επωφελούμαστε για έναν ωραίο περίπατο στην βόρεια συνοικία της Αναβρυτής, την «Μεσαειτονιά». Με τη συντροφιά του Δάσκαλου και τις γλαφυρές του περιγραφές η περιδιάβαση αποκτά μεγάλο ενδιαφέρον.
Ξεκινάμε αρχικά από την πλατεία του Συντ/χου Ηλία Κατσίχτη. Εδώ βρίσκεται η εκκλησία των Αγ. Θεοδώρων, ναός σταυροειδής με τρούλλο του 19ου αιώνα. Οι τοιχογραφίες απουσιάζουν εντελώς, στο τέμπλο ωστόσο υπάρχουν εικόνες του 1836, καθώς και του Αναβρυτιώτη Ηλία Αλατσά του 1931. Το τριώροφο καμπαναριό του 1875 έχει πολύ καλή λιθοποιία και πολλά σιδερένια «τζινέτια» για συγκράτηση της κατασκευής.
Ένας τσιμεντόδρομος κάτω από την εκκλησία οδηγεί στις παρυφές της συνοικίας με αρκετά παλιά σπίτια, κάποια απ’ τα οποία είναι ερειπωμένα. Ένας πλακόστρωτος δρομίσκος περνάει δίπλα από μεγάλο σπίτι του 1805. Ήδη βρισκόμαστε στα ΒΔ όρια της συνοικίας. Μεσολαβεί μια κατάφυτη ρεματιά με άφθονες συκιές και καρυδιές και απέναντι η γνωστή μας τοποθεσία του Καραβά.
Στην κοίτη της ρεματιάς είναι το πέτρινο «Γεφύρι του Καριόλη» και δίπλα του ένα παλιό, ερειπωμένο βυρσοδεψείο. Επιστρέφουμε με κατεύθυνση ΝΔ προς τη Χώρα. Στην πλατεία του «Μαυρούκα» πέτρινη βρύση του 1982. Κατοικημένα σπίτια με ωραίες αυλές εναλλάσσονται με ερειπωμένα και ακατοίκητα. Στη γειτονιά του «Μότσιου» ορθώνεται το μεγάλο τριώροφο του Πέτρου Μητακέα, που απεβίωσε το 2002 σε ηλικία 98 ετών.
-Γενικά είναι πολύ υψηλός ο μέσος όρος ζωής στην Αναβρυτή, παρατηρεί ο Δάσκαλος. Σκεφθείτε μόνον, ότι τα τελευταία 2 χρόνια μας άφησαν 4 υπέργηροι, η συνολική ηλικία των οποίων έφτανε τα 392 χρόνια!
Στη γειτονιά του Μότσιου είναι τα όρια της Μεσαειτονιάς αφού μετά μεσολαβεί κατάφυτη ρεματιά που την χωρίζει από τη Χώρα. Στους δρόμους και των δύο συνοικιών εμφανείς είναι οι σιδερένιες σχάρες που μαρτυρούν την ύπαρξη δικτύου υπονόμων.
-Κατασκευάστηκε μεταξύ των ετών 1905-1910 επί δημαρχίας Γεωργίου Λουμάκη και ήταν έργο πρωτοποριακό για την εποχή του, εξηγεί ο Δάσκαλος. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι η διατήρηση πολλών και στερεότατων καλντεριμιών, κατασκευασμένων τον 19ο αιώνα από τους λεγόμενους «πεζουλάδες». Το μόνο πρόβλημα αυτής της συνοικίας είναι η στατικότητα των κτιρίων, που οφείλεται βέβαια στην μέτρια συνεκτικότητα του εδάφους και των πετρωμάτων. Αυτός είναι ο λόγος, που παρατηρούνται τόσες καθιζήσεις αλλά και ρωγμές στην, κατά τα άλλα, στέρεη τοιχοποιία των οικισμών.
Επιστρέφουμε στην άσφαλτο περνώντας μπροστά από ένα παλιό τριώροφο, που διατηρεί στην πρόσοψή του τα αυθεντικά χρώματα από ώχρα και λουλάκι.
Τη νύχτα ο καιρός αγριεύει. Η θερμοκρασία πέφτει, ξεσπάει μπόρα δυνατή. Ξαφνικά μας τυφλώνει μια τεράστια αστραπή. Ταυτόχρονα σχεδόν πονάν τ’ αφτιά μας από τον εκκωφαντικό κρότο του κεραυνού. Σαν νάπεσε δίπλα μας. Το τηλεφωνικό κέντρο αχρηστεύεται, μεγάλα τμήματα του χωριού βυθίζονται στο σκοτάδι.
ΠΕΡΓΑΝΤΑΙΪΚΑ ΚΑΙ ΤΑΫΓΕΤΗ
ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ Ε.Ο.Σ.
Δυνατός θόρυβος μας ξυπνάει απ’ τα χαράματα. Είναι μια ραγδαία βροχή που σαρώνει τα πάντα. Κατεβαίνουμε στο καθιστικό, συδαυλίζουμε το τζάκι και πίνουμε το πρώτο καφεδάκι της ημέρας. Μ’ αυτό τον καιρό προβλέπονται πολλές ώρες ηρεμίας και αδράνειας. Εμφανίζεται η Μαριάνα και μαζί με το πρωινό μας φέρνει ωραία τυρόπιτα. Σταδιακά ο θόρυβος της βροχής παύει να ακούγεται. Τη θέση του παίρνει το γνώριμο σφύριγμα του αέρα στα καλώδια. Τα σύννεφα στον Ταΰγετο τρέχουν τρελά. Λίγα λεπτά μετά ένα διάχυτο φως πλανιέται στην ατμόσφαιρα, αγγίζει απαλά τις στέγες των σπιτιών, τις ρεματιές με τα πλούσια χρώματα, τις απότομες χαράδρες. Ο ήλιος εμφανίζεται λαμπρός, οι βρεγμένες επιφάνειες των δρόμων γυαλίζουν εκτυφλωτικά.
Αποφασίζουμε να κινηθούμε Β-ΒΔ και να ολοκληρώσουμε την ορεινή διαδρομή προς Ταϋγέτη και Μυστρά. Ξεκινάμε με συντροφιά μας τον Αντώνη και από την Μεσαειτονιά στρίβουμε τον χωματόδρομο με Ν κατεύθυνση (αριστερά) προς Λακκώματα, Σοχά και πολλούς άλλους προορισμούς. 900 μέτρα μετά εγκαταλείπουμε το κεντρικό χωμάτινο δίκτυο και στρίβουμε σε παράκαμψη δεξιά προς τον συνοικισμό «Περγανταίικα». Σε 2 χλμ. συναντάμε διακλάδωση και κατηφορίζουμε δεξιά (στην ευθεία ο δρόμος συνεχίζει προς Ταϋγέτη).
Ήδη βρισκόμαστε κυκλωμένοι από μεγάλο φαράγγι με θεαματικές πλαγιές. Το ρέμα του Δαμασκηνιά στην κοίτη του φαραγγιού σχηματίζει μια υπέροχη ρεματιά, πολύχρωμη από τα φυλλώματα πλατάνων, δρυών και πολλών άλλων φυλλοβόλων δέντρων. Ωστόσο οι βουνοκορφές είναι ολόγυρα βυθισμένες στην ομίχλη.
Στα 5,4 χλμ. από τον ξενώνα ο δρόμος τερματίζει. Όχι σε κάποια πλατεία με καφενείο και εκκλησία, όπως ίσως θα περίμενε κανείς, αλλά σ’ ένα μικρό χωμάτινο πλάτωμα στο τέλος του οικισμού. Ο χαρακτηρισμός βέβαια «οικισμός» δεν αντιπροσωπεύει ακριβώς την πραγματικότητα. Στην ουσία τα Περγανταίικα ήταν κάποτε ένας μικρός οικισμός, που έχει όμως οριστικά εγκαταλειφθεί. Δύο μόνον σπίτια με σύγχρονη – σε σχέση με τα υπόλοιπα – μορφή είναι κατοικήσιμα, πιθανόν κάποιες μέρες του χρόνου από τους ιδιοκτήτες τους. Όλα τα υπόλοιπα είναι ερειπωμένα και ακατοίκητα. Κάποια ωστόσο απ’ αυτά διατηρούν στην τοιχοποιία τους στοιχεία από την παλιά αρχιτεκτονική τους αίγλη. Η κίνηση ωστόσο ανάμεσα τους είναι προβληματική, αφού οι υποτυπώδεις δρομίσκοι είναι καλυμμένοι από δύσβατα χαλάσματα. Ο μόνος ήχος που σπάει τη σιωπή είναι η ακατάπαυστη ροή νερού από τις τρεις βρύσες, κάτω από τον μεγάλο πλάτανο.
Αρχίζει ένα ψιλόβροχο, που κάνει ακόμη πιο μελαγχολική την εικόνα του οικισμού.
Ανηφορίζουμε τις πλαγιές του φαραγγιού προς Ταϋγέτη, σε δρόμο που θα είναι προβληματικός κατά την χειμερινή περίοδο. Πεύκα και έλατα, βραχώδεις σχηματισμοί, τοπίο πολυποίκιλο.
Η ποικιλία ωστόσο του καιρού ξεπερνάει κάθε φαντασία. Βροχή αρχικά, χαλάζι στα υψώματα, ομίχλη και σκοτεινιά στα 1200 μ. του αυχένα και ξαφνικά, σαν να ξυπνάμε από εφιάλτη, τα πάντα καθαρίζουν, αντικρύζουμε χαμηλά στον Λακωνικό κάμπο και απέναντι τις γνώριμες, ειδυλλιακές πλαγιές του Πάρνωνα.
Τα σύννεφα μετακινούνται με ταχύτητα, παρεμβαίνουν ανάμεσά μας, που και πού αφήνουν δίοδο για κάποιες ηλιαχτίδες, κάπου μακρυά εμφανίζεται για λίγο ένα αχνό ουράνιο τόξο.
Σταματάμε το αυτοκίνητο, βγαίνουμε στη βρεγμένη γη και απολαμβάνουμε αυτή τη συμπυκνωμένη γοητεία.
Κατηφορίζουμε. Στα 12,5 χλμ. από τον ξενώνα μπαίνουμε στα πρώτα σπίτια του μικρού οικισμού της Ταϋγέτης και μετά από λίγο, αντικρύζουμε το Κάστρο του Μυστρά. Επιλέγουμε για την επιστροφή μας τις ωραίες χωμάτινες διαδρομές στο γνωστό μας φαράγγι της Λαγκάδας, κάτω από τη Μονή της Φανερωμένης. Ολοκληρώνουμε έτσι μια εκπληκτικά όμορφη κυκλική διαδρομή, 23 συνολικά χιλιομέτρων από τον ξενώνα, με απίστευτες εναλλαγές τοπίου και βλάστησης, φαράγγια, ρεματιές και αυχένες, θέσεις θέας άλλοτε προς Ταΰγετο και άλλοτε προς Πάρνωνα, Λακωνικό κάμπο, Σπάρτη και Μυστρά και, ενιάμεσα, πολλά μονοπάτια για πεζοπορικές διαδρομές.
Καθώς βραδιάζει η θερμοκρασία πέφτει θεαματικά. Αργά τη νύχτα σταματάει η βροχή. Πρόβλεψη όμως είναι αδύνατον να κάνουμε. Είμαστε κυριολεκτικά στο έλεος του καιρού.
ΝΟΤΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΒΡΥΤΗΣ
ΚΑΛΑΜΑΡΑΙΙΚΑ, ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ, ΣΟΧΑ.
Επιτέλους μια άσπρη μέρα! Πάνω στις γκρίζες ως τώρα κορυφές του Ταϋγέτου αστράφτει το πρώτο χιόνι του φετεινού χειμώνα. Δεν είναι βέβαια ακόμη το συμπαγές λευκό, που για μήνες καλύπτει το πανύψηλο βουνό. Είναι ωστόσο ο προάγγελος, το πρώτο σαφές μήνυμα, ότι ο χειμώνας βρίσκεται «επί θύραις» και το φθινόπωρο είναι παρελθόν.
Το πρόγραμμα σήμερα προβλέπει περιήγηση στα Ν της Αναβρυτής, αρχικά στο σπήλαιο «Καταφύγι» και στον σπηλαιώδη ναό της «Παναΐτσας». Ένα απότομο μονοπάτι κατηφορίζει νότια, από το πίσω μέρος του ξενώνα. 150 περίπου μέτρα μετά περνάει κάτω από την είσοδο του σπηλαίου «Καταφύγι», που βρίσκεται σε κάθετο βράχο, 4,5 μ. πάνω από την επιφάνεια του εδάφους. Δυστυχώς δεν έχουμε τον απαραίτητο εξοπλισμό για να επισκεφθούμε το σπήλαιο, που εξερευνήθηκε συστηματικά και χαρτογραφήθηκε από κλιμάκιο της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας με αρχηγό τον Κ. Μερδενισιάνο τον Αύγουστο του 1979. Η αποστολή εκείνη είχε πραγματοποιηθεί με πρωτοβουλία του Δάσκαλου Νίκου Μπαγιώκου, που, μετά από 25 χρόνια, δεν έχει ακόμη δει το σπήλαιο να αξιοποιείται και να παραδίδεται στο θαυμασμό των επισκεπτών της Αναβρυτής.
Σύμφωνα με την περιγραφή του Κώστα Μερδενισιάνου «το σπήλαιο αποτελείται από μια τεράστια φυσική κοιλότητα μέσα σε κάθετο βράχο – τον βράχο του «Αρνιώτη»- με διαστάσεις, πλάτος 30 μέτρα, μήκος 17 και ύψος που αρχίζει από τα 7 και καταλήγει στο μισό μέτρο. Το σπήλαιο έχει φαντασμαγορικό λιθωματικό διάκοσμο από σταλαγμίτες και σταλακτίτες παραπετασματοειδούς, βελονωτού και μακαρονοειδούς σχήματος, που αναμφισβήτητα συγκινούν και τον πιο απαθή επισκέπτη».
Το σπήλαιο ήταν από παλιά γνωστό στους κατοίκους της περιοχής. Πιστεύεται, ότι χρησιμοποιείτο ως καταφύγιο την εποχή της Τουρκοκρατίας, όπως τουλάχιστον μαρτυρεί το όνομά του και η λιθοδομή με τις πολεμίστρες.
Χρησιμοποιείτο επίσης από τα μέσα του 18ου αιώνα ως εργαστήριο σχοινοπλοκίας. Στην ανατολική πλευρά του, σε μια εσοχή του βράχου, έχει χτιστεί γύρω στο 1750 ο ναΐσκος της «Παναΐτσας», που θεωρείτο η προστάτιδα των σχοινοπλόκων, και εορτάζεται στις 2 Ιανουαρίου, της Υπαπαντής. Υπάρχουν μερικές εικόνες του 19ου αιώνα, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζει η δισυπόστατη της Κοίμησης της Θεοτόκου και της Υπαπαντής.
Επιστρέφουμε στον ξενώνα και ξεκινάμε για τον συνοικισμό Καλαμαραίικα, που κάθε πρωί αγναντεύουμε από το μπαλκόνι του δωματίου μας προς τα Ν, κυκλωμένο ασφυκτικά από πυκνότατη βλάστηση. Κατευθυνόμαστε με το αυτοκίνητο στη μικρή πλατεία, περνάμε δίπλα από τη βρύση με τους μαρμάρινους κρουνούς και διασχίζουμε με πολύ στενό και ανηφορικό δρόμο τον οικισμό. Μερικές εκατοντάδες μέτρα έξω από την Αναβρυτή, συναντάμε αρχικά τον συνοικισμό «Σκοκαίϊκα» με 8 σπίτια, στη συνέχεια τα «Κομποσουλαίικα» με 9 σπίτια και περνάμε πάνω από γεφυράκι σε κατάφυτη ρεματιά. Αμέσως μετά στρίβουμε δεξιά και, σε απόσταση 900μ. από τον ξενώνα, βρισκόμαστε ήδη στα πρώτα σπίτια των Καλαμαραίϊκων. Είναι συνολικά 12. να και ακατοίκητα, τα περισσότερα είναι σε αρκετά καλή κατάσταση, μερικά μάλιστα διατηρούν το αρχικό σωμόν εξωτερικό τους χρώμα. Κάποια βέβαια είναι ερειπωμένα. Το καλοκαίρι ο συνοικισμός κατοικείται από έναν άνθρωπο, το σπίτι μάλιστα διαθέτει ηλεκτρικό, τηλεόραση και τηλέφωνο.
Ο οικισμός εγκαταλείφθηκε μετά τον εμφύλιο και τη μεγάλη μετανάστευση των δεκαετιών 1950-70. Δημιουργήθηκε περί τα τέλη του 19ου αιώνα από την οικογένεια «Καλαμαρά», της οποίας οι περισσότεροι απόγονοι έχουν μεταναστεύσει στην Αμερική.
-Μήπως ξέρεις τι είναι αυτό το δέντρο; Με ρωτάει κάποια στιγμή ο Δάσκαλος.
Είναι ένα – προφανώς υπεραιωνόβιο – δέντρο, που δεσπόζει με τον όγκο του στο μικρό πλάτωμα, στην αρχή του συνοικισμού. Ο γκριζωπός κορμός του μοιάζει κάπως με της οξυάς, ενώ τα φύλλα του είναι μικρά και λογχοειδή με πριονωτή περίμετρο. Πιο παράξενοι είναι οι άφθονοι καρποί, μικροί στρογγυλοί και σκληροί, σε χρώμα καστανόμαυρο.
– Δεν ξέρω, Δάσκαλε, πρώτη φορά συναντάω τέτοιο δέντρο.
-Είναι «κοκυφιά», δέντρο ιθαγενές της Αναβρυτής. Ξύλο σκληρό, καλοδούλευτο και μεγάλης αντοχής. Παλιά χρησιμοποιείτο για κατασκευή «σαμαροπαΐδων», των κοίλων ξύλων του σαμαριού.
Και οι καρποί;
-Τα «κοκύφια» είναι τροφή των κουναβιών, στα χρόνια μου όμως και των παιδιών, λέει ο Δάσκαλος και βάζει μερικά στη χούφτα του. Δοκιμάζω ένα. Δε μπορώ να πω, ότι με ενθουσιάζει.
Ξεκινάμε να γνωρίσουμε την Μονή του Αγ. Δημητρίου, που η εποχή ίδρυσής της ανάγεται στον 13ο αιώνα! Διασχίζοντας προς το Ν τον οικισμό βρίσκουμε ανηφορικό, ευδιάκριτο μονοπάτι. Σ’ ένα 4λεπτο φτάνουμε σε χορταριασμένο αλωνάκι. Περνάμε δίπλα από αιωνόβιες βελανιδιές. Σ’ ένα 12λεπτο βρισκόμαστε σε επίπεδο αυχένα με τεράστιες καστανιές.
Δίπλα σε μια αιωνόβια δρυ αντικρύζουμε το αλώνι της Αγ. Βαρβάρας, ένα από τα μεγαλύτερα και ωραιότερα αλώνια της Ελληνικής υπαίθρου. Η διάμετρός του είναι 11 μέτρα και οι μεγάλες πλάκες του γυαλίζουν κάτω από το φως του ήλιου με φόντο τον Ταΰγετο. Σε όλες τις εκφάνσεις του καθημερινού τους βίου ήξεραν να διαλέγουν τον καλύτερο τόπο οι παλιοί.
Κατηφορίζουμε από το αλώνι με κατεύθυνση ΒΑ, αφαιρούμε μια περίφραξη με κλαδιά από το μονοπάτι και περνάμε δίπλα από το χορταριασμένο αλώνι του Αγ. Δημητρίου. Αμέσως μετά βρισκόμαστε σε ανηφορικό πετρώδες μονοπάτι με ίχνη παλιού καλντεριμιού. Φτάνουμε στην κορυφή του λόφου σε λιγότερο από ένα 10λεπτο. Εδώ, ανάμεσα στα σφενδάμια, σώζεται το ταπεινό Καθολικό της Μονής του Αγ. Δημητρίου. Από τις παλιές εγκαταστάσεις έχουν απομείνει ερείπια, κατεστραμμένος περίβολος, μικρό κτίσμα με αψίδα – πιθανόν ναΐδριο – και 30 μ. μακρύτερα ένας μισογκρεμισμένος τοίχος.
Η τοιχοποιία του ναού δεν είναι πολυτελής, αφού απουσιάζουν οι πελεκητοί λίθοι, τα διακοσμητικά κεραμιδάκια όμως ανάμεσα στις πέτρες προδίδουν τη βυζαντινή του καταγωγή. Το εσωτερικό είναι κατάγραφο από αγιογραφίες εξαιρετικής τέχνης, οι περισσότερες από τις οποίες έχουν υποστεί ανεπανόρθωτες φθορές. Στον τοίχο, μεταξύ κυρίως ναού και πρόναου, σώζεται η απεικόνιση του Αγ. Δημητρίου του Μυροβλήτη, ενώ στο μέσον της οροφής δεσπόζει η καλά διατηρημένη μορφή του Παντοκράτορα.
Στο μέσον του κυρίως ναού ορθώνεται πέτρινη κολόνα ύψους 70 περίπου εκ., με δυσδιάκριτη επιγραφή και εγχάρακτο στεφάνι από κλαδί ελιάς, που πιθανόν αποτελούσε τη βάση της Αγ. Τράπεζας. Ένας θραυσμένος μαρμάρινος κίονας χρησιμεύει ως τμήμα σκαλοπατιού ανάμεσα στον πρόναο και τον κυρίως ναό. Στο υπέρθυρο της ΒΔ εισόδου είναι εντοιχισμένη επιμήκης και λευκή μαρμάρινη πλάκα με ραβδώσεις ενώ λίγο ψηλότερα υπάρχει άλλη μια πλάκα από γκρίζο γρανίτη με δυσδιάκριτη επιγραφή αλλά εμφανή την χρονολογία 1814. Γενικά ο ναός παρουσιάζει εικόνα εγκατάλειψης και αδιαφορίας, που δεν δικαιολογούνται από τη σημαντικότητα του μνημείου.
Επιστρέφοντας βρίσκουμε τυχαία, μετά το τέλος του καλντεριμιού, ένα αδιόρατο μονοπατάκι, που πολύ γρήγορα συναντάει το αρχικό μονοπάτι της ανόδου. Έτσι σ’ ένα 10λεπτο βρισκόμαστε από τη Μονή στα Καλαμαραίικα ενώ για την άνοδο είχαν απαιτηθεί 25 σχεδόν λεπτά.
Ο καλός χωματόδρομος από τα Καλαμαραίικα συνεχίζει προς τα Ν και μετά από μια ενδιαφέρουσα διαδρομή 4,5 χλμ. (5,4 από τον ξενώνα) καταλήγει στην πλακόστρωτη πλατεία της Σοχάς, με την εκκλησία της Παναγίας και μικρό ορειβατικό καταφύγιο. Η Σοχά είναι μικρός γραφικός οικισμός, σε θαυμάσιο φυσικό περιβάλλον, με σπίτια καλής αρχιτεκτονικής αλλά ελάχιστους μόνιμους κατοίκους.
Επιστρέφουμε στην Αναβρυτή από άλλη διαδρομή, μήκους 8,8 χλμ., που συναντάει προς τα Δ το κεντρικό δασικό δίκτυο του ανατολικού Ταΰγετου. Είναι μια διαδρομή εξαιρετικού φυσικού κάλλους (αρκετά δύσβατη όμως το χειμώνα), που μετά από 22,5 χλμ. οδηγεί από τον ξενώνα της Αναβρυτής στο καταφύγιο του Ε.Ο.Σ. Σπάρτης σε υψ. 1550μ., από όπου όμως συνήθως ξεκινούν οι αναβάσεις προς την κορυφή του Ταΰγετου.
ΠΕΖΟΠΟΡΩΝΤΑΣ
ΣΤΑ ΥΠΕΡΟΧΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ
Ο λεπτομερής χάρτης της ΑΝΑΒΑΣΗΣ που έχουμε στη διάθεσή μας (ΤΑΫΓΕΤΟΣ, ΣΠΑΡΤΗ-ΜΥΣΤΡΑΣ 1:25000), περιγράφει με εξαιρετική ακρίβεια όλα τα πεζοπορικά και ορειβατικά μονοπάτια της ευρύτερης περιοχής, που, βέβαια, η διάσχισή τους απαιτεί μεγάλο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, και παρά τις αντίξοες καιρικές συνθήκες, καταφέραμε να γνωρίσουμε τρία απ’ αυτά, που, χωρίς μεγάλη προσπάθεια, μπορεί να απολαύσει όλη η οικογένεια.
Το πρώτο είναι το Μονοπάτι του ΑΗ-ΓΙΑΝΝΗ. Ξεκινώντας από τον ξενώνα προς την έξοδο της Αναβρυτής συναντάμε μετά από 350 μ. (μετά το Σχολείο) μια πινακίδα στ’ αριστερά του δρόμου, που δείχνει την αρχή του μονοπατιού.
Μετά από 100 περίπου μέτρα εγκαταλείπουμε τον βατό χωματόδρομο και συνεχίζουμε σε καλντερίμι. Γύρω μας πεύκα, βελανιδιές, έλατα, πουρνάρια και σφενδάμια. Που και που αιωνόβιες καστανιές. Ανάμεσα στα δέντρα προβάλλουν θαυμάσιες οπτικές γωνίες των δύο συνοικισμών της Αναβρυτής. Το μονοπάτι έχει ήπιες κλίσεις, είναι φαρδύ, πετρώδες αλλά με καλή βατότητα, πάνω από κατάφυτο φαράγγι. Σ’ ένα σημείο εντοπίζουμε μερικά άτομα του σπάνιου στον Ταΰγετο αλλά σε αφθονία συναντώμενου στον Πάρνωνα κέδρου Juniperus drucpacae.
Ανά 500 μ. συναντάμε κολονάκια με πλακέτα που αναγράφει την υπολειπόμενη απόσταση μέχρι το σημείο τερματισμού. Άριστη δουλειά!
Μισή ώρα μετά την αναχώρησή μας φτάνουμε στη θέση «ΑΕΡΑΣ», με σιδερένιο εικονοστάσι και θαυμάσια θέα προς τον Λακωνικό κάμπο και τον Πάρνωνα. Το φαράγγι είναι μπροστά μας επιβλητικό με κατακόρυφες κοκκινωπές ορθοπλαγιές. Οι κλίσεις γίνονται εντονότερες, αρχίζει κακοτράχαλο καλντερίμι με ξερολιθιά άριστης κατασκευής για προστασία του εδάφους από τις μεγάλες κλίσεις του γκρεμού, 500 περίπου μέτρα πριν από τον τερματισμό εμφανίζεται ο δρόμος με τις περίφημες στροφές της Αναβρυτής. Μετά από 1 ώρα με χαλαρό βηματισμό φτάνουμε στο κολονάκι, που στην πλακέτα του αναγράφει : «Km O».
Η δεύτερη διαδρομή οδηγεί από τη Μονή Ζαγούνας στο Παρόρι.
Η κύρια αρχή του μονοπατιού είναι στο μικρό πλάτωμα πριν από τη Μονή (υπάρχει και ένα δεύτερο εναλλακτικό – κάτω από το σιδερένιο καμπαναριό – που συναντάει το πρώτο).
Σε λιγότερο από 4΄ φτάνουμε με σήμανση, που οδηγεί προς τα ΝΔ σε 5΄ στην πηγή «Χρυσολάγκαδο», σε μια ρεματιά με ονειρεμένη βλάστηση. Λίγο δροσερό νερό και συνεχίζουμε. Το μονοπάτι, πάντα κατηφορικό, φέρει υπόβαθρο παλιού καλντεριμιού και είναι αρκετά κακοτράχαλο, δεν δημιουργεί όμως κανένα πρόβλημα.
Μετά από λίγο συναντάμε και το απότομο μονοπάτι που κατεβαίνει από το καμπαναριό ενώ η Μονή κρέμεται πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Βρίσκουμε και πάλι τα γνωστά μας κολωνάκια με τις χιλιομετρικές ενδείξεις ανά 500 μέτρα. Πουρνάρια, ασφάκες, τερεβυνθιές και σφενδάμια. Κοτσύφια φεύγουν μέσα από τα πόδια μας. Απέναντι φαράγγι επιβλητικό με απότομες πλαγιές. Συνεχής κατάβαση με αλλεπάλληλες στροφές, ο κάμπος όλο και πλησιάζει.