H Aνάβρα της επαρχίας Αλμυρού έγινε, θέλω να πιστεύω, γνωστή από τις πρωτότυπες και εμπνευσμένες εφαρμογές – σπάνιες στον ελληνικό χώρο–, της τότε κοινοτικής της αρχής, η οποία αξιοποίησε με τον καλύτερο τρόπο τις φυσικές πηγές του ποταμού Ενιπέα, που βρίσκονται ένα περίπου χιλιόμετρο από την άκρη του χωριού, δημιουργώντας το Περιβαλλοντικό Πολιτιστικό Πάρκο «Γούρα».
Λίγοι είναι αυτοί που γνωρίζουν, σε βάθος και σε έκταση, τη δουλειά που έγινε στην παραποτάμια λεκάνη του Ενιπέα και την προσεκτική αποκάλυψη των νεροτριβών, των νερόμυλων και των μαντανιών που έφερε στο φως η συνδυασμένη εργασία τοπικών παραγόντων και του ΕΘΙΑΓΕ*.
Κατά καιρούς, περιηγηθήκαμε στην περιοχή της Όθρης από πολλές αφετηρίες. Είναι ασφαλώς ένα από τα πιο ευαίσθητα, ιδιόμορφα, και σημαντικά βουνά της πατρίδας μας. Πόσοι άραγε το έχουν κατανοήσει αυτό; Ότι η Όθρη (ή Όθρυς) αποτελεί έναν σπουδαίο πόλο ορεινού οικοσυστήματος, για να μην πω, οικιστικό παράδεισο, με θαυμάσια είδη. Το μόνο που λείπει για να γίνει ένας τουριστικός πόλος έλξης, είναι ο ανθρώπινος κι αρχιτεκτονικός οικιστικός λόγος, τον οποίο στερείται το βουνό της Όθρης. Λείπουν δηλαδή τα χωριά με πληθυσμούς, οι εύχρηστοι οδοί πρόσβασης, τα εκκλησιαστικά μνημεία και η έντονη παρουσία αρχαιολογικών ιστών. Όχι πως τα τελευταία απουσιάζουν ολότελα από το βουνό της Όθρης, απλώς δεν έχουν λάβει την απαραίτητη σημασία από τις αρμόδιες αρχές.
Η Ανάβρα (παλιά Γούρα) είναι ένα μεγάλο κτηνοτροφικό χωριό. Το νεότερο όνομά του ανακαλεί την παρουσία μεγάλων πηγών που αναβλύζουν ανάντι του χωριού και τροφοδοτούν μόνιμα τη μεγάλη ρεματιά που χωρίζει τα βουνά της Γούρας από το προαναφερόμενο οροπέδιο. Τα μπασίματα στον ορεινό ιστό της Όθρης γίνονται από συγκεκριμένες αφετηρίες, είτε από τη μεριά του Αλμυρού είτε από την πλευρά του Δομοκού και της Στυλίδας. Από τη μεριά του Αλμυρού, η ανάβαση-είσοδος στην Όθρη γίνεται από τους Κωφούς, τους Κοκκωτούς, τον Αϊ-Γιάννη της Βρύναινας, και την Ανάβρα.
Ανηφορίζοντας τις αλλεπάλληλες στροφές για την Ανάβρα, θα διαπιστώσουμε πως η Όθρη διαθέτει δυο στοιχεία που δεν τα συναντάμε σε άλλα ελληνικά βουνά: Το ένα είναι η μεγάλη και κραταιά παρουσία, σε μορφή δασικών συστάσεων, ενός ωραίου είδους δρυός – χνοώδης βελανιδιά –, και το άλλο είναι η πολύ έντονη παρουσία ημιάγριων –ημιελεύθερων- γουρουνιών. Σε ένα μεγάλο οδικό δίκτυο, περί τα 22 χιλιόμετρα, δεν υπάρχει ίχνος οικιστικής, και γενικά ανθρώπινης, παρουσίας. Διαδοχικοί βουνόλοφοι, απρόσιτες πλαγιές και απότομες χαραδρώσεις χαρακτηρίζουν το ανέπαφο συστατικό του βουνού.
Ένα με ενάμιση χιλιόμετρο πριν φτάσουμε στα πρώτα σπίτια του χωριού, διακρίνουμε, με εντυπωσιακή πυκνότητα, βουστάσια και χοιροτροφεία. Τα γελάδια και οι χοίροι κατέχουν όλες τις γύρω πλαγιές και βόσκουν αμέριμνα. Η Ανάβρα είναι ένας από τους κορυφαίους κτηνοτροφικούς οικισμούς στη χώρα, προσφέροντας μεγάλη ποσότητα βόειου και χοιρινού κρέατος. Το χωριό είναι φανερό πως αποζεί κατά βάση από την κτηνοτροφία. Ωστόσο, κάνοντας τις απαραίτητες στροφές μέσα στο χωριό, του οποίου τα περισσότερα σπίτια είναι επιεικώς αδιάφορα λόγω πρόσφατης τσιμεντοποίησης, βρίσκουμε την έξοδο προς τις Πηγές περνώντας από ένα ρέμα κι ένα γεφυράκι. Ύστερα από χίλια μέτρα περίπου σταματούμε μπροστά σε ένα φαινομενικό αδιέξοδο που κυρίως φράζεται από μια λιλιπούτεια γέφυρα πλάτους ενάμιση μέτρου. Αμέσως μετά υπάρχει ένα καλό σχετικά πλατό στο οποίο αφήνουμε το αμάξι μας για να αρχίσει η εξερεύνηση της λάκας.
Βρισκόμαστε στις θρυλικές «Πηγές του Ποταμού Ενιπέα», που όμως δεν είναι ουσιαστικά ακόμα ο Ενιπέας. Ο ποταμός που σχηματίζεται έπειτα από τα πρώτα αναβρύσματα ονομάζεται Γαλαίος και είναι ίσως ο βασικότερος βραχίονας του ποταμού που ύστερα από κάμποση πορεία και αρκετά χιλιόμετρα θα αποκληθεί Ενιπέας, αφού στο μεταξύ θα έχει δεχτεί κι άλλα μικρορέματα από πηγούδια των γύρω βουνών. Στη συνέχεια, θα εκβάλει στον Πηνειό και μαζί του θα ταξιδέψει ως το Αιγαίο.
Βρισκόμαστε σε υψόμετρο 770 μέτρων. Οι πηγές της Ανάβρας προέρχονται από την κεντρική Όθρη. Στο σημείο εκείνο υπάρχουν δυο μεγάλα υδροφόρα βραχιόνια. Το ανατολικό βραχιόνιο έχει τρεις πηγές, η πρώτη από τις οποίες –και η μεγαλύτερη– είναι της Ανάβρας που σχηματίζει τον Γαλαίο ποταμό. Όλη αυτή η υδροφόρα περιοχή αποτελεί τη λεκάνη του Άνω Ενιπέα. Στη λεκάνη επιφανειακής απορροής διαμορφώνονται εντυπωσιακές χαραδροκοιλάδες. Πρέπει να επισημανθεί ότι η λεκάνη συγκέντρωσης δημιουργεί ένα αδιαπέρατο γεωλογικό υπόβαθρο. Ωστόσο, η υπερπλήρωση των υδάτων εκφορτίζεται δημιουργώντας το ποτάμι. Η πηγή της Ανάβρας τροφοδοτείται από υδροφορέα ρωγματικής καρστικής ροής.
Για να εισχωρήσουμε σε αυτό το ανθρώπινο θαύμα, του οποίου τη ρίζα οφείλει στο φυσικό ανάγλυφο της περιοχής, πρέπει να σπρώξουμε το χαλύβδινο φύλλο μιας εσωτερικής πόρτας που θα μας μπάσει στα μυστήρια της υδρόγειας μαγείας. Προσεχτικά βήματα θα μας φέρουν μπροστά σε μια βοή πολλών υδάτων που προέρχονται από την εκφόρτιση του υπόγειου υδροφορέα. Δεξιά μας κυλάει μετά πολλών ρευμάτων ο αρχικός πίδακας της πηγής, ενώ δίπλα του βλέπουμε μια ξύλινη εξέδρα που στηρίζεται στα πλατάνια της πηγής. Αριστερά μας εμφανίζεται ένα κτήριο πέτρινο χαμηλό, του οποίου μία ανοιχτή είσοδος αποκαλύπτει την εσωτερική πλούσια συγκομιδή ενός υπέροχου μαντανιού. Υπάρχουν δυο μονοπάτια εισόδου. Και τα δύο περιφερειακά, γυροφέρνουν τη μεγάλη γούρνα των πρώτων πηγών, και ύστερα δημιουργούν το πρώτο ρέμα. Κι αυτό σμιλεύει το πρώτο ποτάμι. Κι από κει και πέρα ο θαυμαστός κόσμος των υδάτων αρχίζει το μεγάλο ταξίδι της αέναης φυγής.
O ΒΟΤΑΝΙΚΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
Πρώτα απ’ όλα ανοίγουμε τη δίφρακτη πόρτα, όμοια με αυτές των εσωτερικών Φυλακών. Κι αυτό για να μη μπαίνουν αυθαίρετοι δικυκλιστές αλλά και ζώα για να βοσκήσουν. Μπροστά μας ξεδιπλώνεται ένα πανέμορφο πέτρινο στρατί που κατηφορίζει προς τη ρεματιά.
Το μαντάνι ήταν κατασκευή για την κατεργασία των μάλλινων υφασμάτων, που γίνονταν με χτυπήματα για να γίνουν πιο συνεκτικά. Ήταν μηχανή κατασκευασμένη από ξύλο, τοποθετημένη σε πλαγιά. Διέθετε τέσσερα κοπάνια που χτυπούσαν παλινδρομικά τα μουσκεμένα υφάσματα. Τα μαντάνια αποτελούσαν τμήμα υδροκίνητων συγκροτημάτων που περιελάμβαναν νεροτριβές και αλευρόμυλους.
Στην Ανάβρα, κατά μήκος των πηγών και της ροής του Ενιπέα, υπήρχαν τέσσερα μαντάνια. Το νερό, εξ άλλου, που αποτελεί μια υδραυλική ενέργεια, χρησιμοποιείται στην περιοχή για μεταφορές μέσα στο ποτάμι, άλεσμα, άντληση, πριόνισμα, επεξεργασία υφασμάτων κι άλλες λειτουργίες. Η φυσική ροή και η μικρή έστω υδατόπτωση δημιουργούν δυναμική ενέργεια.
Γύρω από τις πηγές υπάρχουν διασκορπισμένοι υδρόμυλοι και μαντάνια, αλλά και νεροτριβές, ντριστέλες και νεροπρίονα. Όλα αυτά τα ιστορικά, βιοτεχνικά έργα των ντόπιων έδωσαν μεγάλη ώθηση για τη δημιουργία γεφυριών και δρόμων προσπέλασης, ώστε να ασκηθούν ευκολότερα οι απαιτούμενες βιοτεχνικές δραστηριότητες. Οι ντριστέλες και τα μαντάνια υπήρξαν σπουδαία έργα του 17ου και 18ου αιώνα.
Η ποικιλομορφία του τοπίου (βουνά, χαράδρες, πηγές) συντελεί στη χλωριδική βιοποικιλότητα. Η τοποθεσία συντελεί επίσης στη δημιουργία ενός πραγματικού βοτανικού παράδεισου, όπου οι φυσιολάτρες μπορούν, την κατάλληλη εποχή, να δουν πανέμορφα αλλά και σπάνια αγριολούλουδα. Πρέπει να τονιστεί και η σημαντική συμβολή των μελών του ΕΘΙΑΓΕ στην αποκατάσταση των νερόμυλων και των μαντανιών, αλλά και στην επισήμανση των βοτάνων, των δέντρων, των θάμνων και των αγριολούλουδων.
(*) Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικής Έρευνας, για την Αγροτική Έρευνα και Τεχνολογία.


















