Είναι μερικά βουνά στην πατρίδα μας που είναι άσημα και υποβαθμισμένα, γιατί δεν έχουν μεγάλο υψόμετρο. Ομως κάποια από αυτά τα βουνά υποδαυλίζουν τέτοιο υψομετρικό δέος και αποκαλύπτουν τέτοιο πανοραμικό θέαμα που τύφλα νάχουν οι μεγάλες οροσειρές…
Τέτοια βουναλάκια (ενδεικτικά αναφέρομαι), είναι το Παπίκιον Ορος πάνω απ’ την Κομοτηνή, το Ξηρόν Ορος στην Εύβοια, ο Κέδρος στην Κρήτη, το Μάλι Μάδι στη Μακεδονία και το Χλωμόν Ορος στη νοτιοδυτική Μαγνησία.
Με αυτό το τελευταίο θα ασχοληθούμε σήμερα.
Είναι μερικά βουνά στην πατρίδα μας που είναι άσημα και υποβαθμισμένα, γιατί δεν έχουν μεγάλο υψόμετρο. Ομως κάποια από αυτά τα βουνά υποδαυλίζουν τέτοιο υψομετρικό δέος και αποκαλύπτουν τέτοιο πανοραμικό θέαμα που τύφλα νάχουν οι μεγάλες οροσειρές…
Τέτοια βουναλάκια (ενδεικτικά αναφέρομαι), είναι το Παπίκιον Ορος πάνω απ’ την Κομοτηνή, το Ξηρόν Ορος στην Εύβοια, ο Κέδρος στην Κρήτη, το Μάλι Μάδι στη Μακεδονία και το Χλωμόν Ορος στη νοτιοδυτική Μαγνησία.
Με αυτό το τελευταίο θα ασχοληθούμε σήμερα.
“Βουνά μεγάλα με βουνά μικρά στην αγκαλιά τους – Και μια παλάμη λιβαδάκι μια παλάμη θάλασσας” λέει ο εθνικός μας ποιητής.
Κι είν’ αλήθεια ότι δεν θα μπορούσε να περιγράψει καλύτερα και με τόσην ευστοχία τις μικρές λεπτομέρειες αυτού του βουνού που το βλέπουμε να υψώνεται διαγώνια από την παραλία του Βόλου, πάνω από το ακρωτήρι του Σωρού, στο βάθος του Παγασητικού. Ένα βουναλάκι που ζουφώνει στην αγκαλιά της Οθρης. Είναι το Χλωμόν Ορος, ένας μικρός βουνίσιος όγκος, πάντοτε ορατός που μοιάζει να βγαίνει από τα Ελεγεία της Οξώπετρας του ποιητή.
Δεν μπορεί εύκολα ο πεζοπόρος και ορειβάτης να φανταστεί ότι σε αυτό το μικρό και ασήμαντο βουνό είναι χαρτογραφημένο ένα μονοπάτι μεγάλης δυσκολίας αλλά και δυσανάλογων απαιτήσεων που βγάζει σε μιαν υπέροχη κορυφή, από την οποία μπορεί ο ορειβάτης, να ταξιδέψει με το βλέμμα του ως τις απέραντες μαλακές άκρες του ορίζοντα.
Και ασφαλώς δεν μπορεί να φανταστεί ότι στη διαδρομή αυτής της ανάβασης θα του αποκαλυφθεί μια παράξενη και αντίπαλη αγριότητα, με τόσα και τέτοια κοφτά βράχια κι αιχμηρά θάμνα.
Στο Χλωμόν Ορος έχω ανεβεί αρκετές φορές. Είναι μια από τις αγαπημένες μου οδοιπορίες – αναβάσεις. Αλλες κατέληξαν στην κορυφή κι άλλες σε αδιέξοδο. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι είναι ακατόρθωτη η προσέγγιση της κορυφής του βουνού.
Αλλά ας δούμε τα προβλήματα και τις λεπτομέρειες που παρουσιάζει μια σταθερή και επίμονη ανάβαση ως την κορυφή του.
Από τον Βόλο η απόσταση μέχρι τον αυχένα του Πτελεού, μέσω εθνικής οδού, είναι ακριβώς 57 χιλιόμετρα.
Ακολουθώντας τον δρόμο από τη Σούρπη για τον Πτελεό, στο σημείο που ο δρόμος καβατζάρει έναν χαρακτηριστικό αυχένα, και πριν κατηφορίσουμε για τη λάκα του Πτελεού, αφήνουμε το δίκτυο του παλιού δημόσιου δρόμου για τη Λαμία και παίρνουμε τον ανηφορικό χωματόδρομο που εμφανίζεται αριστερά μας και έχει κατεύθυνση βορειοανατολική.
Τον χωματόδρομο αυτό θα τον ακολουθήσουμε για 1.700 μέτρα, ώσπου σε ένα μικρό πλάτωμα θα παρατηρήσουμε ότι υπάρχει ανεπαίσθητο μονοπάτι στα αριστερά μας, με χαραγμένο επάνω στον βράχο ένα ευδιάκριτο κόκκινο σημάδι.
Εκεί αφήνουμε το όχημά μας και ανηφορίζουμε για το βουνό, παίρνοντας το δύσβατο και πυκνόλογγο μονοπάτι που δεν είναι εύκολα αναγνωρίσιμο, καθώς δεν έχει κανένα στοιχείο βατότητας. Όμως αποκλείεται κανείς να χαθεί.
Ανάμεσα από σκληρόφυλλους θάμνους και δύσβατα βραχάκια θα αναρριχηθούμε για οκτώ έως δέκα λεπτά της ώρας, ανάλογα με τον ρυθμό, ωσότου βγούμε σε ένα χαρακτηριστικό πλάτωμα που αποτελεί και τον αυχένα πρόσβασης, αλλά και αφετηρίας για την κορυφή του Χλωμού Όρους.
Εδώ γύρω έχει τα ελεύθερα γελάδια του ο κτηνοτρόφος Βασίλης Εγγλέζος, που προσπαθεί, ο ταλαίπωρος, να κρατάει ανοιχτό και το μονοπάτι από τον χωματόδρομο έως εδώ. Ζυμωμένος με τον αφιλόξενο τόπο έρχεται μέρα παρά μέρα εποπτεύοντας και συντηρώντας ό,τι μπορεί να συντηρηθεί στη μάλλον απόκοσμη τούτη γωνιά της γης.
Μού δείχνει από πού αρχίζει το αόρατο μονοπάτι και συνάμα μου επισημαίνει την ύπαρξη μιας σπηλιάς στην πλαγιά που έχει περιφραχθεί με συρματόπλεγμα. Το σκηνικό μοιάζει πράγματι αφιλόξενο, αφού δεν ξεχωρίζει ο πεζοπόρος τη στοά, από την οποία αρχινά το μονοπάτι.
Μού εύχεται καλόν δρόμο και χάνεται μέσα στη λάκα του οροπεδίου, ψάχνοντας τα ζωντανά του.
Από δω και πάνω θα μείνω μονάχος και αντιμέτωπος με μια από τις πιο περίεργες, δύσβατες και αδιέξοδες πορείες μου στα ελληνικά βουνά.
Και τούτο διότι ο τόπος είναι πυκνοδασωμένος από αναρίθμητους χαμηλούς κέδρους και αιχμηρά πουρνάρια που κλείνουν τις προσπελάσεις και τους ελιγμούς των πεζοπόρων για την κορυφή.
Μόλις που διακρίνεται η τελευταία μ’ έναν απαλό συμμετρικό κώνο.
Τη σήμανση στα βραχάκια την έχει πραγματοποιήσει ο Ζούπης από τον Πτελεό, όπως μου λέει ο Βασίλης, και λέω πως του αξίζει μια ιδιαίτερη μνεία και αναφορά γι αυτό το δύσκολο και αποκαλυπτικό έργο που επιχείρησε, γιατί χωρίς αυτά τα σημάδια είναι σχεδόν αδύνατο να ανηφορίσει ο ορειβάτης που εύκολα θα χαθεί μέσα στη θάλασσα των κέδρων και των αγκαθωτών πρίνων.
Το μονοπάτι, που δεν είναι τίποτα άλλο από ένα πετρώδες, ακανόνιστο και αραιό αποτύπωμα πάνω στην ανηφορική πλαγιά, διακόπτεται κάθε τόσο από τα πυκνά φυλλώματα των χαμηλών κέδρων και από τις αιχμηρές κι αγκαθωτές ταξιαρχίες των πουρναριών.
Αν δεν ακολουθείς με αδιάπτωτη προσοχή και επιμονή τα κόκκινα σημάδια, είναι σίγουρο πως θα μπλέξεις ανάμεσα στα κλαδιά και τις τούφες των δέντρων και δεν θα μπορέσεις να βρεις το πέρασμα για την επόμενη ανοιχτωσιά που θα σε βοηθήσει να κερδίσεις έδαφος και υψόμετρο.
Το μονοπάτι ακολουθεί σπειρωτή πορεία με διαρκή ανεβάσματα και ελιγμούς, αλλά και μέτωπο προς την κορυφή. Πίσω μου, αν γυρίσω το βλέμμα, θα βλέπω πάντα το πρόβουνο της λάκας που ολοένα και θα βυθίζεται όσο κερδίζω ύψος.
Μπροστά μου το ολοκέδρινο δάσος που φράζει συνεχώς την πορεία μου, ενώ πλάγια ανοίγεται ο κάμπος της Σούρπης και η μεγάλη ευθεία της εθνικής οδού. Στον ανοιχτό ορίζοντα θα παρατηρώ να σχηματίζονται όλο και πιο γραφικές οι ολοκάθαρες πια ακτογραμμές του Πτελεού και του Αχιλλείου.
Σε λίγο θα καταλάβω τις δυσκολίες που έχει μια τέτοια ανώμαλη ανάβαση, αφού η πορεία μου θα εξελιχτεί σε καθαρή βραχοβασία. Η διάνοιξη δρόμου με τα χέρια και το κορμί θα γίνεται με απόπειρες να μη χάσω το υποτιθέμενο μονοπάτι, με την προσοχή μου να εστιάζεται στο να μην ξεσχιστώ από τις αγκαθωτές περιελίξεις των κλαδιών.
Περνάω μέσα από στοές και δίχως ασφαλή πατήματα. Ένα μικρό λάθος στην κατεύθυνση με οδηγεί σε αδιέξοδο κι ύστερα δυσκολεύομαι να ξαναβρώ τον τορό του μονοπατιού. Συνάμα μου διακόπτουν την ανάβαση μυριάδες αράχνες που κρέμονται από κλαδί σε κλαδί και κολλάνε στο σώμα μου με τα μυστήρια νήματά τους.
Κάπου κάπου ξεφυτρώνουν τσιτσιραβλιές, φασκομηλιές, λαδανιές και ασφάκες. Μέσα από τα κλαδιά διακρίνω στο βάθος μια κεραία στην κορυφογραμμή. Για να μην αποπροσανατολιστώ, κρατώ το βλέμμα μου πάντα στην τροχιά του ήλιου που ουσιαστικά με κατευθύνει προς τον βορρά διατηρώντας μιαν ευημερούσα θέση καθοδηγητή.
Η σιωπή που απλώνεται σαν μια νεράϊδα του περιβάλλοντος εισχωρεί βαθιά μέσα στο κρυφό μυστήριο των πραγμάτων. Το τοπίο γίνεται απείκασμα ζωγραφικού πίνακα, καθώς τα επί μέρους στοιχεία που τον καθορίζουν, προσλαμβάνουν ιδιότητες που μετατρέπουν τη χωροχρονική διάσταση των πραγμάτων.
Χάνω τον επίσημο χρόνο της ανάβασης από τις διαρκείς απόπειρες να εντοπίζω τα σημάδια που πολλές φορές με αναγκάζουν να γυρίζω πίσω σε προσημαδεμένα σημεία επαναπροώθησης.
Οι στροφές καλά κρατούν και τα σημάδια επίσης. Νάναι καλά οι άνθρωποι που ζεσταίνουν την πορεία μου με το κόκκινο ενδιαφέρον τους. Οι διασκελισμοί ωστόσο χάνουν τον ειρμό τους κι ένας μυστήριος ζόφος με καταλαμβάνει, καθώς δεν βλέπω να φτάνω εύκολα στον προορισμό μου. Ηδη μετράω απώλειες σε γδαρσίματα και στραβοπατήματα. Μπήγονται μέσα μου οι θημωνιές των αγκαθωτών κλάδων. Τρίβονται πάνω στο σώμα μου, τρίζοντας σαν έμβια όντα που σκιρτούν, καθώς τα παραμερίζω κι αισθάνομαι τις μικρές εκρήξεις του κόσμου τους να μεταβάλλουν τη φαινομενική ουσία τους σε υπαινιγμούς και ονειρικά σχήματα.
Τραχιές μυρωδιές με αναστατώνουν. Μυρωδιές, βγαλμένες από το χώμα και την επαφή του με τους χυμούς που κρύβει μέσα του.
Η αποθέωση των αισθήσεων εγκαθιδρύει μια παράξενη σχέση του ζωϊκού αίματος με το ψυχρό, μα τόσο αληθινό προσωπείο της γης.
Αυτή τη σχέση και την αμοιβαιότητα που ορίζει το ανθρώπινο με το εδαφικό στοιχείο, “δεν μπορεί να την καταλάβει όποιος δεν την έχει δοκιμάσει” , όπως λέει και ο Ντάντε (1).
Μα είναι και κάποια άλλη σχέση που αναδύεται αργά – αργά από τον ουρανό. Ο ήλιος που γέρνει πίσω από την Οθρη και το φεγγάρι που ανατέλλει πάνω από το Τισαίον Ορος. Μια σχέση δυαδική και ενωτική συνάμα, που βάζει σε λειτουργία την αρμονία των αστρικών ρυθμών, με την αμφίδρομη ενότητα των αντιθέτων.
Κάποια ώρα το νιώθω πως προσεγγίζω την κορυφή. Γυρίζω ωστόσο το βλέμμα μου πίσω κι αντικρίζω το πάνθεον των διαδοχικών κορυφών που σχηματίζονται στον βόρειο ευβοϊκό κορμό. Πρώτα απ’ όλα φαίνεται το Τραγοβούνι που υψώνεται πάνω από τον Αϊ-Δημήτρη. Υστερα αποκαλύπτεται το Τελέθριον και οι ακτές της Εύβοιας κάτω από τη ράχη του. Στο βάθος ξεχωρίζει η Δίρφη κι δεξιότερα οι χιονισμένες ανταύγειες του Παρνασσού.
Όταν αποτελειώσει τον κύκλο του ο επτασφράγιστος χορός των κέδρων και των πουρναριών και βγω σε ανοιχτό πεδίο θα διακρίνω ένα εξαίσιο λιβαδάκι που αποτελεί οικιστική κρύπτη αρκετών γελαδιών. Και στη μέση του μικρού αυτού λιβαδιού ένα σύδεντρο από τσαπουρνιές.
Από δω και πάνω χάνεται η σηματοδότηση που είτε αραιώνει είτε εξαφανίζεται. Αλλάζει δραματικά και η σύσταση του εδάφους που τώρα κομματιάζεται από μεγάλους βράχους, με βαθιές τομές.
Η κορυφή ωστόσο δεν είναι μακριά.
Θα χρειαστώ μισή ώρα ακόμη για νάβρω κάποια σημάδια, τα οποία θα με βγάλουν από την αχανή επικράτεια των δεσποτικών βράχων που ωστόσο είναι σπαρμένοι ανάμεσα σε σκληρόπετσα φρύγανα και αφάνες δημιουργώντας επιπλοκές στην προώθησή μου.
Από το αριστερό σκέλος της κορυφής, όπως φαίνεται, διακρίνω μια πιο ήπια και βατή διαδρομή που θα με βγάλει στο κολωνάκι της κορφής.
Τα σαρίδια και τα τρόχαλα θ’ αραιώσουν, ο αέρας θα δυναμώσει, – ως είθισται στις κορυφές – κι ένα χορτολίβαδο με φρέσκο χώμα και νωπή χλόη θα πάρει θέση αναμονής. Η ατμόσφαιρα θα βαρύνει από ακριβοθώρητες εικόνες κι η ψυχή θα πετάξει σ’ άλλα μέρη. Το νιώθω πια πως ο αέρας που γυροφέρνει την κορυφή του Χλωμού Ορους είναι από άλλα υλικά καμωμένος, καθώς αλλάζει υπόσταση και βάρος και μεταποιείται σε χαλαρή αύρα εξαργυρώνοντας όλα τα επαχθή κι ανάξια λόγου που τον έχουν περιορίσει στον μικρόκοσμο που αντιλαμβανόμαστε. Με τις αιθέριες λαβές του συνθλίβει όλα τα μικρά και τα άθλια του κόσμου τούτου.
Το μισοκατεστραμμένο κολωνάκι κείτεται χάμω στο πράσινο ταπέτο της γης. Λίγα βραχάκια, στο πλάϊ, γυμνά κι ασύμμετρα, “δυνατές πολύ παρορμήσεις” (2) θα συμπληρώσουν την εικόνα της κορυφής των 890 μέτρων από τη θάλασσα. Τριγύρω η ίδια αυτή θάλασσα αποκαλύπτεται δεσποτική, “καμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα” (τα νησάκια της, δηλαδή). Είναι μια παλάμη θάλασσας που φιλοτεχνεί ο μυχός στις Νηές. Και τα βουνά που αναδύονται στο βάθος (κυρίως η Οθρη που εξαερώνεται από τη χρυσόσκονη του ήλιου) παίρνουν σιγά σιγά να διαλύονται και “ν’ ανεβαίνουν σαν αναμνήσεις”. Σε μια θάλασσα αρμονικά δεμένη με τα νησιά και τον ήλιο που με το κοφτερό του ατσάλι θα ντύσει από δω ψηλά χάλκινο το σύμπαν του Παγασητικού.
Να γιατί ο στίχος του ποιητή “βουνά μεγάλα με βουνά μικρά στην αγκαλιά τους – και μια παλάμη λιβαδάκι μια παλάμη θάλασσας” επαληθεύεται, εδώ, στο Χλωμόν όρος, και καταξιώνεται ποιητικά…
Ένας άγριος γυμνός βράχος, εξ άλλου, από τη μεριά του Τισαίου θα υψώνεται μεγαλοπρεπής – παρά το χαμηλό του υψόμετρο – και θα στριμώχνει στην αγκαλιά του το Τρίκερι και την Αγία Κυριακή σαν δυο μωρά, φασκιωμένα στη γαλάζια σκόνη του αρχιπέλαγου.
Δε μένει από δω πάνω τίποτα άλλο παρά να συμμαζέψουμε την έκσταση και το δέος που πλημμυρίζουν την ψυχή μας και να κατηφορίσουμε, αυτάρκεις πια από εικόνες, νοήματα και συμβολισμούς.
(1) intender non la puo chi non la prova,
(2) Αξιον Εστί