Με υψόμετρο 1.866 μ. στην κορυφή του ο Μπούρινος, δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στα ψηλότερα ελληνικά βουνά. Ενδεχομένως, λοιπόν, να νόμιζε κάποιος – κρίνοντας μόνον απ΄το υψόμετρο – ότι, μ΄έναν υγιεινό περίπατο θα μπορούσε να φτάσει στην κορυφή. Περίπου το ίδιο πιστεύαμε κι εμείς, αγναντεύοντας από την βεράντα του καταφυγίου την «καμπουρωτή» γραμμή της διαδρομής. Η πραγματικότητα, ωστόσο, αποδείχθηκε κάπως διαφορετική.
ΜΠΟΥΡΙΝΟΣ , ΚΟΡΥΦΗ ΝΤΡΙΣΙΝΙΚΟΣ 1866 μ.
Δεκαπέντε μήνες μετά την αρχική – στα τέλη Ιουλίου του 2017 – γνωριμία μας με τον Μπούρινο, (1) τα βήματά μας μάς οδηγούν και πάλι στο υπέροχο βουνό. Τούτη τη φορά – αρχές Νοέμβρη του 2018 – για να εκπληρώσουμε μια υπόσχεση προσωπική: να φτάσουμε ως την κορυφή του Ντρισινίκου, στα 1.866 μέτρα.
Ορειβατικό καταφύγιο ή resort πολυτελείας ;
Για έναν ταξιδευτή, η ανακάλυψη μιας καινούργιας διαδρομής είναι πάντα πολύ συναρπαστική. Ωστόσο, εξίσου ευχάριστο είναι και το συναπάντημα με στράτες γνωστές που μπορεί να μην εκπλήσσουν αλλά φέρνουν στο νου εικόνες οικείες, συνδεδεμένες με αναμνήσεις. Αυτή την οικειότητα αισθανόμαστε κι εμείς καθώς, τούτο το αναπάντεχα ζεστό απομεσήμερο του Νοέμβρη, αφήνουμε την ανεμελιά και την άπλα της Εγνατίας και στο ύψος της «Μπάρας», (2) παίρνουμε αριστερά τις χωμάτινες ανηφοριές για το καταφύγιο του Μπούρινου.
-Ένα καταφύγιο που το γνωρίζετε ήδη αλλά θα διαπιστώσετε και κάποιες ευχάριστες αλλαγές, μας προϊδεάζει ο καλός μας φίλος Σάκης Μπούρτσος. (3)
Ξεδιπλώνεται με τις γνώριμες λεπτομέρειές της η χωμάτινη διαδρομή των 8,7 χλμ. ως το καταφύγιο. Συναντάμε και πάλι το μαντρί του Δημήτρη Λιάκου, τις «ευτυχισμένες αγελάδες» να ξεδιψάνε στην λούτσα της «Τσερβένας», τα φυλλοβόλα δέντρα με την αμφίεση του φθινοπώρου, την σκόνη και τις πέτρες αλλά και τα βαθιά νεροφαγώματα που είναι, σε κάποια σημεία, πολύ ενοχλητικά.
Στην πηγή «Τσάμια», την ρομαντική «Βρύση του Έρωτα», 600 περίπου μέτρα πριν απ’ το καταφύγιο, σταματάμε – όπως πάντα – για το εξαιρετικό, δροσερό της νερό. Στην εκκλησούλα του Αγίου Παντελεήμονα τρεμοπαίζουν οι φλογίτσες δύο κεριών. Στο μισοσκότεινο εσωτερικό είναι η μοναδική πηγή φωτός. Η ατμόσφαιρα είναι κατανυκτική, μυστηριακή.
Καθώς παίρνουμε τα σκαλοπάτια για το καταφύγιο, γνώριμες φιγούρες διαγράφονται στην ξύλινη βεράντα: είναι ο Λάζαρος Σερέφας, με εξαιρετικές επιδόσεις στη μαγειρική και ο Τάκης Τσίτσας, ο πασίγνωστος «Πατάτας», με το παραδοσιακό κελάρι του στη Σιάτιστα κι ο Μάρκος Γραμμένος, ο οποίος κατά το παρελθόν διατέλεσε φύλακας του καταφυγίου και των υπόλοιπων εγκαταστάσεων της περιοχής. Από τα ιδρυτικά μέλη του Συλλόγου και εξαίρετοι ορειβάτες και οι τρείς τους ανοίγουν τις αγκαλιές τους. Κοιταζόμαστε καλά – καλά, μη τυχόν κι άφησε – στους 15 μήνες που μεσολάβησαν – κανένα άσχημο ίχνος πάνω μας ο χρόνος. Μπα, τίποτε ! Όλοι είμαστε όπως ήμασταν, γεροί και δυνατοί, ετοιμοπόλεμοι για τα πάντα.
Εξίσου ετοιμοπόλεμο είναι το GPS καθώς και το DRONE του φίλου μας και αρχαιότερου συνεργάτη του περιοδικού, Γιώργου Τάταρη από την Λέσβο. Περιβαλλοντικός Χαρτογράφος στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου ο Γιώργος, συμμετείχε τούτες τις μέρες σ΄ένα συνέδριο στην Θεσσαλονίκη. Σκέφτηκε, λοιπόν, ν΄ αξιοποιήσει την παρουσία του στην Βόρεια Ελλάδα με μια επίσκεψη στον Μπούρινο και λήψη κάποιων αεροφωτογραφιών από την περιοχή.
Μια πρώτη εμφανής – και σημαντική – αλλαγή στον εξωτερικό χώρο του καταφυγίου είναι το χτίσιμο ενός τοίχου στο δυτικό άκρο της βεράντας. Μ΄αυτό τον τρόπο έχει καταργηθεί η υπαίθρια ψησταριά που ήταν εκτεθειμένη στο κρύο και στον αέρα. Στη θέση της έχει κατασκευαστεί ένα επιδαπέδιο ημιυπαίθριο τζάκι, που ταυτόχρονα εξυπηρετεί πολλούς σκοπούς: αφ΄ενός χαρίζει ζεστασιά στον χώρο καθιστικού που έχει διαμορφωθεί και αφ΄ετέρου, τροφοδοτεί συνεχώς με κάρβουνα την διπλανή καλοχτισμένη ψησταριά. Μια ψησταριά εφοδιασμένη με πολλές θέσεις για σούβλες αλλά και με μια τριγωνική σιδερένια πυροστιά. Τις μαγειρικές δυνατότητες του χώρου συμπληρώνει ένας παραδοσιακός ξυλόφουρνος για αυθεντικά, σιγομαγειρεμένα φαγητά.
Όλες αυτές οι κατασκευές και μετατροπές είναι προορισμένες να εξυπηρετήσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις γαστρονομικές ανάγκες ορειβατών και επισκεπτών. Άλλωστε, τα μέλη του Ορειβατικού Συλλόγου Σιάτιστας, εκτός από δεινοί ορειβάτες είναι και μερακλήδες καλοφαγάδες, που ξέρουν να μαγειρεύουν και να αξιοποιούν τα ντόπια κρεατικά και να απολαμβάνουν το εξαιρετικό Σιατιστινό κρασί. Η δημιουργία, λοιπόν, αυτού του ημίκλειστου χώρου, προφυλαγμένου απ΄τον αέρα, είναι μια ιδανική προσθήκη στην εκπληκτική ξύλινη βεράντα του καταφυγίου του Μπούρινου.
Εξίσου σημαντικές είναι οι αλλαγές και στο εσωτερικό. Ευρύχωροι καναπέδες, μπάσια στρωμένα με βελέντζες, ανθογραφίες στους τοίχους αλλά κι ένα εξαιρετικά αποδοτικό ενεργειακό τζάκι, που σκορπίζει σε μεγάλο τμήμα του καταφυγίου μια πολύ ευχάριστη θαλπωρή.
Καθώς ο ήλιος παίρνει να χαμηλώνει πίσω από την μακρυά ράχη του Μπούρινου, η θερμοκρασία στο υψόμετρο των 1.360 μ. πέφτει αισθητά. Έχουμε ήδη ξαμοληθεί γύρω απ΄το καταφύγιο μαζεύοντας ξερόκλαδα από γάβρους. Σ΄ελάχιστα λεπτά πανίσχυρες φλόγες ξεπηδούν απ΄το τζάκι της βεράντας, σκορπίζοντας στον χώρο μια ζεστασιά πολύ επιθυμητή.
Ακούγεται θόρυβος αυτοκινήτου. Νέες αφίξεις συμπληρώνουν την συντροφιά. Είναι ο Πρόεδρος του Συλλόγου, ο Σάκης Μπούρτσος κι ο πρώην Πρόεδρος Ναπολέων Σαπνάρας, που, αν και πρώην, δικαιούται – στην Ελλάδα – ισοβίως, τον τίτλο του Προέδρου.
Πριν το σκοτάδι της νύχτας καλύψει τις λεπτομέρειες του βουνού, βγαίνουμε στην άκρη της βεράντας με τον Αιμίλιο Αδάμο. (4)
Αγναντεύουμε χαμηλότερα την περίφημη Κοιλάδα του «Μεσιού ή Μεσιανού Νερού», που είχαμε την μεγάλη τύχη να γνωρίσουμε κατά την διάσχιση του περσινού καλοκαιριού. Ύστερα το βλέμμα μας υψώνεται στον αντικρινό ορεινό όγκο με τις απότομες πλαγιές, που κρύβει πίσω του την αθέατη στα μάτια μας κορυφή.
-Εκεί πάνω είναι ο αυριανός μας προορισμός, λέει ο φίλος μου. Καλύτερα να είμαστε λίγο συγκρατημένοι απόψε με το φαγητό και το κρασί.
Και, πράγματι, ακολουθήσαμε μια ιδιαίτερα μετριοπαθή συμπεριφορά απέναντι στα καλοψημένα κρεατικά και το εξαιρετικό Σιατιστινό κρασί.
Η μεγάλη νύχτα στις αρχές του Νοέμβρη προχωράει αργά, με κουβέντες για βουνά, αναβάσεις και κορυφές. Καθόμαστε όλοι αραδιασμένοι στους ξύλινους πάγκους, απέναντι από τις φλόγες του τζακιού. Έξω από τα όρια της βεράντας, το βλέμμα μάταια προσπαθεί να διεισδύσει στα ψυχρά σκοτάδια της νύχτας.
Παίρνουν να διηγούνται οι φίλοι μας εμπειρίες και εντυπώσεις από την καλοκαιρινή τους ανάβαση στην κορυφή του Ψηλορείτη, μαζί με μια ομάδα Κρητικών.
-Είδαν την άσπρη γενειάδα , λέει ο Πατάτας, και σιγομουρμούριζαν μεταξύ τους πως δεν θα βγούμε στην κορυφή. Λίγο αργότερα, βλέποντάς μας να μαρσάρουμε στην ανηφόρα, έτριβαν τα μάτια τους.
– Κι αν ξέρετε εσείς από ανηφόρες ! λέω στους φίλους μας. Αμφιβάλλω αν υπάρχει άλλο ορειβατικό καταφύγιο στην Ελλάδα , που να διαθέτει παρόμοια φυσική πίστα «τεστ κοπώσεως», σαν το δικό σας «Γολγοθά». (5)
Την ζεστασιά του ημιυπαίθριου τζακιού διαδέχεται, αργότερα, η ακόμη γλυκύτερη θαλπωρή του ενεργειακού τζακιού στο ευρύχωρο καθιστικό του εσωτερικού. Τηρουμένων κάποιων αναλογιών, έχουμε την αίσθηση πως βρισκόμαστε, όχι σε ορειβατικό καταφύγιο αλλά σε κάποιο πολύ περιποιημένο χειμερινό resort.
Oι ορειβάτες της Σιάτιστας, τελικά, κάνουν ό,τι μπορούν για την βελτίωση των συνθηκών της διαμονής.
-Άλλωστε αυτό είναι το δεύτερο σπιτικό μας, λέει ο Σάκης.
Κορυφή Ντρισινίκος, υψομ. 1.866 μ.
Η ατμόσφαιρα στα 1.360 μ. είναι ελαφριά, ο ύπνος ήρεμος και βαθύς, μερικές ώρες είναι αρκετές. Το χάραμα αργεί, ωστόσο, ακόμη, έξω από τα τζάμια είναι απόλυτο το σκοτάδι. Μα και μέσα είναι σκοτεινά, έχουν από ώρα καταλαγιάσει οι φλόγες του τζακιού.
Βυθίζομαι σε μια σιωπηλή αναμονή, που μοιάζει ατέρμονη μέχρι να φανεί το πρώτο αμυδρό ίχνος φωτός στον ουρανό της ανατολής. Τότε εγκαταλείπω το στρώμα μου, τυλίγομαι με το μπουφάν και βγαίνω στην προφυλαγμένη κόγχη της βεράντας. Μακρυά, στον σκοτεινό ακόμη ορίζοντα, ξεκινάει μια μακρόσυρτη διαδικασία ανατολής, με ανάρια σύννεφα και πολύπλοκους χρωματικούς τόνους που, όσο περνούν τα λεπτά, μεταβάλλονται διαρκώς.
Αισθάνομαι πολύ προνομιούχος να βρίσκομαι, τούτη την ώρα της απόλυτης σιωπής, απέναντι στην πληθωρική χρωματική παλέττα της φύσης που δημιουργεί, με την μοναδική της δεξιοτεχνία, τους πιο ευφάνταστους χρωματικούς συνδυασμούς, από το μουντό καφετί, κεραμιδί και ιώδες ως τις διαβαθμίσεις του πορτοκαλί, του κόκκινου και της ώχρας. Ενδιάμεσα εμφανίζεται ένα ανεπαίσθητο πρασινάκι που, λίγο αργότερα, δίνει τη θέση του στο γαλάζιο.
Φωτίζει σιγά – σιγά ο τόπος, ημερεύει το σκοτάδι, αποκαλύπτεται στρογγυλωπό και πυκνοδασωμένο το αντικρινό Ασπροβούνι που κάποτε, εξαιτίας της υπερβόσκησης, ήταν γυμνό.
– Όταν χιονίζει, λέει δίπλα μου ο Μίμης, το βλέπουμε κάτασπρο από την πόλη της Κοζάνης.
Ξυπνούν ένας – ένας οι φίλοι μας ορειβάτες, ευωδιάζει το τσάι του βουνού. Το πρωινό μας είναι λιτό, δεν ενδείκνυται το γεμάτο στομάχι, σε ανηφορική διαδρομή.
08.00’ Με κατεύθυνση Δ ξεκινάμε να κατηφορίζουμε για λίγο στον χωματόδρομο. (6) Το αλτίμετρο, τούτη την ώρα, δείχνει υψόμετρο 1.380 μ. Σ΄ένα 5 λεπτο εγκαταλείπουμε τον δρόμο και εισχωρούμε σε ήπιο ανηφορικό μονοπάτι, με κατεύθυνση προς τις βόρειες απολήξεις του βουνού. Η σήμανση, με κόκκινα σημάδια, είναι πυκνή. Βαδίζουμε πάνω σε χόρτα, νοτισμένα από την πρωινή υγρασία. Γύρω μας φυτρώνουν γάβροι, κέδρα, έλατα και πυξάρια΄.
08.10’ Συναντάμε πάλι τον δρόμο. Μια ξύλινη πινακίδα μας δείχνει στην ευθεία την κατεύθυνση προς Ντρισινίκο που βρίσκεται σε απόσταση 5 χλμ. Σύμφωνα με την πινακίδα απαιτείται χρόνος 3 ωρών. Αριστερά διακλαδίζεται ο δρόμος και καταλήγει μετά από μεγάλη κατηφορική διαδρομή στην κοιλάδα του Μεσιού Νερού. (7)
Κυνόροδα (αγριοτριανταφυλλιές) με σκουροκόκκινους καρπούς, βαλανιδιές με φύλλα πρασινοκίτρινα και καφέ, τρίλοβα σφενδάμια με φυλλαράκια κοκκινωπά κοσμούν τη διαδρομή μας τούτο το ηλιόλουστο, σχεδόν ζεστό φθινοπωριάτικο πρωινό.
08.20’ Ένα ευδιάκριτο κόκκινο βέλος μας βγάζει από τον δρόμο, οδηγώντας μας δεξιά σε απότομο μονοπάτι. Μ΄αυτό τον τρόπο κερδίζουμε σημαντική απόσταση, καθώς αποφεύγουμε μια μεγάλη αριστερή στροφή του δρόμου. Σε λιγότερο από ένα 5λεπτο φτάνουμε στο σέλλωμα του Παλαιόκαστρου, έναν εκτεταμένο, επίπεδο αυχένα απ΄όπου αγναντεύουμε έναν ευρύτατο ορίζοντα με εδάφη της Δυτικής Μακεδονίας και τους ορεινούς όγκους του Σμόλικα, της Βασιλίτσας και της Πίνδου.
Στο σέλλωμα διακλαδίζεται ο δρόμος. Δεξιά χαμηλώνει προς το Παλιόκαστρο, ενώ αριστερά ανηφορίζει προς την κατεύθυνση του προορισμού μας. Ανάμεσα σε χαμηλή βλάστηση παίρνουμε ένα κακοτράχαλο μονοπάτι που σε μερικά λεπτά μας ξαναβγάζει στον δρόμο. Έχει ήδη περάσει μισή ώρα από την αρχή της διαδρομής. Πολύ όμορφη χαμηλότερα είναι η εικόνα του καταφυγίου, όπως το φωτίζει ο φιλτραρισμένος – πίσω από ανάλαφρα σύννεφα – ήλιος του φθινοπώρου. Ένας ήλιος που, αν και αδύναμος, μετριάζει αρκετά την ψύχρα του πρωινού. Πιο πίσω διακρίνονται τα Πιέρια και δεξιότερα το συγκρότημα των υψηλών Ολύμπιων κορυφών. Να και η πόλη της Πτολεμαΐδας και το λιγνιτοφόρο πεδίο, με τις καταχνιές και τους καπνούς από τα εργοστάσια της ΔΕΗ.
Το οδόστρωμα είναι πετρώδες αλλά γενικά ομαλό. Ήδη στα απότομα πρανή του δρόμου κυριαρχούν με τις γκριζοπράσινες και κιτρινωπές αποχρώσεις τους οι «οφιόλιθοι» του Μπούρινου.
Είναι αυτό το ιδιαίτερο πέτρωμα η παρουσία του οποίου ευνοεί την ανάπτυξη ιδιαίτερων ειδών χλωρίδας, με την ονομασία «σερπεντινοδίαιτα». (8)
08:55’ Πενήντα πέντε, ακριβώς, λεπτά μετά την αναχώρησή μας φτάνουμε μπροστά στο Πυροφυλάκιο σε υψόμετρο 1.580 μ. Είναι ένα υπερυψωμένο παρατηρητήριο με εξαιρετική κατασκευή από κορμούς δέντρων, που δεσπόζει σε εκτεταμένα δασοσκέπαστα τμήματα του βουνού. Εδώ κάνουμε μια πρώτη λιγόλεπτη στάση. Ο φίλος μας ο Γιώργος Τάταρης βρίσκει την ευκαιρία να ανυψώσει για λίγο το drone, που κατοπτεύει από ύψος μερικών δεκάδων μέτρων την περιοχή. Ο μηχανικός του θόρυβος μέσα στην απόλυτη ηρεμία μοιάζει με ενοχλητικό ζουζούνισμα υπερφυσικού εντόμου πάνω απ΄τα κεφάλια μας.
Τα δύο σκυλάκια του Σάκη, που μας συντροφεύουν στην πορεία μας, δείχνουν να ενοχλούνται περισσότερο απ΄όλους. Αιφνιδιάζονται από την ξαφνική κι απρόσμενη ηχητική μεταβολή των συνθηκών, σηκώνουν τα κεφάλια τους προς τον εναέριο καταπατητή της ησυχίας και εκδηλώνουν την δυσφορία τους με έντονα πηδήματα και ακόμη πιο θυμωμένα γαυγίσματα. Ούτως ή άλλως όμως ένα δυνατό ρεύμα αέρος υποχρεώνει τον Γιώργο να προσγειώσει το drone.
Μετά το πυροφυλάκιο συνεχίζει ανηφορικά o δρόμος και, μερικές εκατοντάδες μέτρα μετά, καταλήγει σε αδιέξοδο. Από εδώ κι εμπρός η πορεία μας ως την κορυφή θα κινείται αποκλειστικά σε μονοπάτι. Ένα μονοπάτι, ωστόσο, που δεν προδιαγράφεται ευκολοδιάβατο στην απότομη πλαγιά.
09:05 Εγκαταλείπουμε το πυροφυλάκιο και ξεκινάμε για την κορυφή. Από τα πρώτα βήματα ήδη διαπιστώνουμε τις δυσκολίες της νέας τούτης διαδρομής, που ελίσσεται σε έδαφος δύσβατο και πετρώδες, ανάμεσα σε χαμόκεδρα και πυξάρια. Η σήμανση είναι πυκνή, οι ισχυρές κλίσεις όμως, σε συνδυασμό με την στενότητα του μονοπατιού και τις πέτρες, καθιστούν την πορεία ολισθηρή που, μάλιστα, με την παρουσία υγρασίας, μπορεί να είναι και επικίνδυνη.
Χωρίς πρόθεση υπερβολής θα μπορούσα να χαρακτηρίσω με βαθμό δυσκολίας «3» αυτή την κατηφοριά, που δεν απευθύνεται σε πεζοπόρους μη εξοικειωμένους σε συνθήκες βουνού.
Μικρός αυχένας μετά την κατηφοριά, ομαλοποιείται το μονοπάτι και στη συνέχεια εισχωρεί με ανηφορική ελικοειδή πορεία σε αμιγές δάσος μαυρόπευκων.
09:40’ Βγαίνοντας από το δάσος φτάνουμε σε ωραίο χορταριασμένο αυχένα, σε υψόμετρο 1.650 μ. Είναι το ιδανικό σημείο για μια στάση ξεκούρασης αλλά και απολαυστικού αγναντέματος του συνολικού τοπίου του βουνού. Ωστόσο, ήδη προβάλλει – πολύ κοντά απέναντί μας – άλλη μια απαιτητική διαδρομή. Είναι μια βράχινη, πολύ απότομη κοψιά, που περικλείεται ασφυκτικά και από τις δύο πλευρές, από απόκρημνα, τελείως απρόσιτα πρανή. Το σκαρφάλωμα, λοιπόν, αυτής της κοψιάς είναι η μοναδική πρόσβαση προς τα υψίπεδα που οδηγούν στην κορυφή.
-Αν κάποιος έχει πρόβλημα ήπιας αναρρίχησης, ας μην το επιχειρήσει.
Ένα δεκάλεπτο περίπου, μαζί με τις μικροστάσεις για αναπνοές διαρκεί το σκαρφάλωμα, ευτυχώς σε σταθερό έδαφος, με πυκνή σήμανση και ασφαλή πιασίματα στους βράχους. Οπωσδήποτε, όμως, μια προηγούμενη σχετική εμπειρία είναι απαραίτητη.
10:00’ Βρισκόμαστε ήδη σε υψόμετρο 1.730 μ. Ένα μακρόστενο χορταριασμένο και σχετικά ομαλό, με ήπιες κλίσεις οροπέδιο, εκτείνεται μπροστά μας. Τα πάντα εδώ μοιάζουν εύκολα και απλά. Μετά την αδρεναλίνη, η χαλάρωση. Έχουμε πια την πολυτέλεια να βαδίζουμε με ανέμελα βήματα και να θαυμάζουμε τον εντυπωσιακό ορεινό ορίζοντα, με τις αναρίθμητες κορυφές.
10:30’ Δυόμιση ώρες μετά την αρχική αναχώρησή μας – με συνολικές μικροστάσεις 15 λεπτών – φτάνουμε – στην ομαλή κορυφή του Ντρισινίκου, σε υψόμετρο 1.866 μέτρων, με το τριγωνομετρικό και τις δύο ελληνικές σημαιούλες, από τις οποίες η μια είναι σιδερένια.
Εδώ μας υποδέχονται οι φίλοι μας, που έχουν σημαντικά προηγηθεί. Βρίσκουμε ένα απάγκειο σημείο και , στις 3 Νοέμβρη, απολαμβάνουμε στην κορυφή του Μπούρινου, ένα υπέροχο, ηλιόλουστο πρωινό. Δυστυχώς, εξαιτίας των υψηλών για την εποχή θερμοκρασιών, η διαύγεια της ατμόσφαιρας δεν είναι ιδανική. Αυτό δεν μας εμποδίζει, ωστόσο, να αναγνωρίσουμε – και με την βοήθεια της ορειβατικής εμπειρίας των φίλων μας – πάμπολλες περιμετρικές κορυφές όπως, τον Γράμμο, το Βόιο και τον Σμόλικα, την Βασιλίτσα, την Γκαμήλα και το Αυγό, τις Μπάλτσες, το Περιστέρι, τα Τζουμέρκα και την Τριγγία, κορυφές των Αγράφων, Κόζιακα και Καμβούνια και ακόμα Πιέρια, Όλυμπο, Κίσσαβο, Πήλιο, Μαυροβούνι. Δεν μπορώ να ξέρω, με καλή ορατότητα, ποιες ακόμη κορυφές θα μπορούσαν να αποκαλυφθούν.
Μαζευόμαστε όλοι γύρω απ΄την κορυφή, για την καθιερωμένη αναμνηστική φωτογραφία.
–Γι’ αυτή την φωτογραφία ήρθαμε εδώ πάνω! λέει γελώντας ο φίλος μας ο Πατάτας.
11:00’ Τελείως ξεκούραστοι ξεκινάμε την επιστροφή. Ο Ναπολέων και ο Λάζος έχουν ήδη προηγηθεί.
–Μας περιμένουν πολλές ετοιμασίες για το γεύμα, δηλώνουν και απομακρύνονται με βήμα γοργό.
Φτάνοντας στην απόκρημνη – κατηφορική τώρα – ράχη, αποδεικνύεται για άλλη μια φορά πόσο πιο δύσκολη και απαιτητική από την ανάβαση είναι η κατάβαση, η οποία δεν συγχωρεί ούτε το παραμικρό στραβοπάτημα. Ευτυχώς – και μετά την πολύωρη έκθεση στον ήλιο – το έδαφος είναι απολύτως στεγνό.
12:10’ Η τελευταία κακοτράχαλη ανηφόρα φτάνει στο τέλος της, είμαστε στο πυροφυλάκιο. Μερικές αναπνοές και παίρνουμε τον κατήφορο.
12:55’ Η επιστροφή διαρκεί 1 ώρα και 55 λεπτά ακριβώς. Δεν ξέρω πόση ώρα πριν έφτασαν οι φίλοι μας. Το βέβαιο, πάντως, είναι ότι σ΄αυτό το μεσοδιάστημα δούλεψαν με μεθοδικότητα και ταχύτητα. Το αποδεικνύει, το πανέτοιμο μεγάλο τραπέζι αλλά και η απίστευτη ποικιλία των πιάτων που διαδέχονται το ένα το άλλο.
Την αρχική έκπληξη μάς επιφυλάσσει μια κούπα σούπας από «βιτούλα», γίδα βραστή δηλαδή με τραχανά και μπόλικο λεμόνι. Αμέσως μετά καταφθάνει θριαμβευτικά η σπεσιαλιτέ του Λάζου: μια τεράστια πιατέλα που περιλαμβάνει κομματάκια από τρυφερό χοιρινό ψαρονέφρι, σιγομαγειρεμένα στον ξυλόφουρνο με κόκκινη σάλτσα λίγο καυτερή, άγρια μανιτάρια, μια γερή δόση Σιατιστινού κρασιού αλλά και χυμό από φρέσκια κράνα που μαζεύτηκαν στη διαδρομή της επιστροφής. Το γευστικό αποτέλεσμα είναι μοναδικό, βουτάμε στη σάλτσα ένα ολόκληρο καρβέλι ψωμί.
Ακολουθούν πατάτες ροδοψημένες στον ξυλόφουρνο και αραδιασμένες με στρατιωτική τάξη, κοντοσούβλι χοιρινό που επιμελήθηκε ο Ναπολέων, πικάντικα Κοζανίτικα κεφτεδάκια με σάλτσα, λαχταριστά κομμάτια ψητής προβατίνας, σπιτική φέτα κατσικίσια του Μάρκου, κρασί Σιατιστινό τριών ειδών αλλά και εξαίρετο τσίπουρο του Πατάτα.
Ίσως δεν διεκδικεί βραβεία ορειβατικής λιτότητας το γεύμα, απεναντίας θα μπορούσε να το θεωρήσει κάποιος υπερβολικά πληθωρικό. Αποδεικνύει, ωστόσο, τα φιλόξενα αισθήματα των φίλων μας αλλά και την δική τους επιθυμία να απολαμβάνουν, μετά από μια ευχάριστη πορεία, ωραίες συντροφικές στιγμές.
Για άλλη μια φορά αποχαιρετάμε τον Μπούρινο με τις ζωηρότερες, από κάθε άποψη, εντυπώσεις. Ήδη αισθανόμαστε μια ιδιαίτερη οικειότητα γι΄αυτό το υπέροχο βουνό.
Ευχαριστίες
Θερμά ευχαριστούμε όλους τους καλούς φίλους ορειβάτες της Σιάτιστας για την εξαιρετική τους φιλοξενία και την ανάβαση ως την κορυφή.
Ευχαριστούμε ακόμη για την συντροφική του παρουσία, τον Μίμη Αδάμο από την Κοζάνη και τον Γιώργο Τάταρη από την Λέσβο.
Χρήσιμες Πληροφορίες
Κορυφή Ντρισινίκος (από καταφύγιο)
Ανάβαση: ± 2:30’ (υψομετρική διαφορά +500 μ.)
Κατάβαση: ± 2 ώρες
Βαθμός Δυσκολίας: 1-3
Τηλ. Επικοινωνίας με Ορειβατικό Σύλλογο Σιάτιστας « Ο Μπούρινος» 6976571536 Μπούρτσος Αθανάσιος, Πρόεδρος του Συλλόγου και 6942061221 Ταγάρας Μπάμπης Υπεύθυνος Καταφυγίου.
Παραπομπές
(1) Αναλυτικό άρθρο στο Ελληνικό Πανόραμα, τεύχος 113, φθινόπωρο 2017.
(2) Είναι ο κόμβος στην αερογέφυρα της Εγνατίας, που οδηγεί δεξιά προς Σιάτιστα.
(3) Γενικός Γραμματέας μέχρι το καλοκαίρι του 2018 ο Σάκης Μπούρτσος, είναι ήδη Πρόεδρος του Ορειβατικού Συλλόγου «Ο Μπούρινος».
(4) Ο Αιμίλιος Αδάμος είναι επί πολλά χρόνια ορειβάτης του ΣΕΟ Κοζάνης και από το 2016 μέλος του Δ.Σ. της Ε.Ο.Ο.Α. (Ελληνική Ομοσπονδία Ορειβασίας –Αναρρίχησης)
(5) Είναι το πανέμορφο αλλά με κλίσεις 30 – 40% δασικό μονοπάτι, που οδηγεί από το καταφύγιο ως την Κοιλάδα του Μεσιανού Νερού.
(6) Είναι το χωμάτινο οδικό δίκτυο των 8.7 χλμ που από την Μπάρα μας έχει οδηγήσει στο καταφύγιο. Ο ίδιος χωματόδρομος συνεχίζει δυτικά και μετά από 8 περίπου χιλιόμετρα συναντάει το Παλιόκαστρο.
(7) Είναι η διαδρομή που είχαμε ακολουθήσει για να επιστρέψουμε από την κοιλάδα στο καταφύγιο το περασμένο καλοκαίρι. (τεύχος 113, 2017)
(8) Πολύ σημαντική γεωλογική και χλωριδική περιγραφή του Μπούρινου φιλοξενείται στο Ελληνικό Πανόραμα, τεύχος 113, 2017