10 χρόνια μετά την πρώτη μας γνωριμία πραγματοποιούμε μια δεύτερη, μεγαλύτερης διάρκειας, προσέγγιση του Φενεού. Διατρέχουμε σ’ όλη του την έκταση το πανέμορφο οροπέδιο, επισκεπτόμαστε τα γραφικά χωριά με τις εξαίρετες πετρόχτιστες εκκλησίες, περιηγούμαστε το νότιο τμήμα με τις περίφημες –από την αρχαιότητα ακόμη- «Καταβόθρες». Ανηφορίζουμε, επίσης, το θαυμάσιο δασικό μονοπάτι από τον οικισμό του Φενεού ως το ξωκκλήσι του Αγίου Νικολάου, καθώς και το μονοπάτι του Άμπουλα, με τα πανύψηλα μαυρόπευκα. Αγναντεύουμε την Λίμνη Δόξα ψηλά από το Κονάκι του Γκογκάκη και, τέλος, θαυμάζουμε τα άγρια άλογα να καλπάζουν ελεύθερα στο υψίπεδα της Ζήρειας.
Νωρίς το πρωί επιχειρούμε ν’ ανιχνεύσουμε τον ορίζοντα. Μάταιος κόπος. Αδύνατον να διεισδύσει το βλέμμα μέσα απ’ τις πυκνές μάζες των Φενεάτικων υδρατμών. Που δείχνουν, συνήθως, μιαν ιδιαίτερη προτίμηση στο κεντρικό και νότιο τμήμα του βαθυπέδου του Φενεού. Και αρνούνται να το εγκαταλείψουν, πριν ανεβεί αισθητά η θερμοκρασία ή φανεί ο ήλιος πάνω απ’ τα βουνά. Ένας ήλιος λαμπρός, που βάφει ροδοκόκκινη την ογκώδη πυραμίδα της Ντουρντουβάνας.
Δέκα σχεδόν χρόνια μετά την πρώτη επίσκεψή μας με τον Γιάννη Κοφινά (1) βρισκόμαστε και πάλι στο οροπέδιο Φενεού.
Ορμητήριο για τις περιηγήσεις μας έχουμε τον ξενώνα «ΕΥΧΑΡΙΣ», δυτικά του ωραίου χωριού του Φενεού. Ο ξενώνας είναι χτισμένος σε υψόμετρο 900 περίπου μέτρων στην ήπια κλίση μιας λοφοπλαγιάς. Από μπροστά του περνάει ο δασικός δρόμος που οδηγεί στην τεχνητή λίμνη Δόξας, ενώ δίπλα του αρχίζει ένα πανέμορφο δρυοδάσος. Τα σπιτάκια της μονάδας, άλλα από πέτρα κι άλλα από ξύλο, δίνουν την αίσθηση εξοχικών κατοικιών, απόλυτα εναρμονισμένων με το περιβάλλον του βουνού.
Απ’ τα παράθυρα και τα μπαλκόνια, απ’ τον πλακόστρωτο αύλειο χώρο με το γρασίδι και τα λουλούδια, η θέα είναι εκπληκτική. Σιγά-σιγά οι ομίχλες αραιώνουν. Στα τέλη του Νοέμβρη προβάλλει ανάμεσα στον Ολίγυρτο και την Ζήρεια ένας ήλιος ζεστός, ανοιξιάτικος σχεδόν. Ανοίγουν μεγάλα κομμάτια γαλάζιου ουρανού, ζωηρεύουν τα χρώματα στα ξερόφυλλα των δρυών. Η φύση του Φενεού μας προσκαλεί για μια περιήγηση πολύ συναρπαστική.
Οι οικοδεσπότες μας, η Εύχαρις Μπέκα κι ο Βασίλης Ταμπουράκης απολαμβάνουν μαζί μας το εξαίσιο πρωινό: το θαυμάσιο ζυμωτό ψωμί, τις σπιτικές μαρμελάδες και το ντόπιο μέλι, την εξαίρετη φέτα και γραβιέρα Φενεού.
–Αγναντέψτε τον ορίζοντα και πείτε μου από ποιο σημείο θέλετε ν’ αρχίσουμε, λέει ο Βασίλης.
-Απ’ το νότιο άκρο, το πιο μακρινό και αθέατο -ακόμα- μέσα στην ομίχλη. Θέλουμε, επιτέλους, να γνωρίσουμε τις περίφημες Καταβόθρες.
ΑΠ’ ΤΟ ΒΟΡΡΑ ΣΤΟΝ ΝΟΤΟ ΤΟΥ ΦΕΝΕΟΥ
Αρχικά κατευθυνόμαστε ΒΑ προς το Στενό, με την βρύση που τρέχει μέσα απ’ τον κορμό του μεγάλου πλατανιού. Πριν από το χωριό μας εντυπωσιάζει το τετράτοξο γεφύρι πάνω από την κοίτη του Όλβιου ποταμού. Εδώ πρέπει να επισημάνουμε, ότι το υψίπεδο του Φενεού διαρρέουν από βορρά προς νότο δυο ποτάμια. Το πρώτο είναι το «Ρέμα της Δόξας» ή «Αροάνιος Ποταμός», που πηγάζει από την θέση «Τουρκόβρυση», στους πρόποδες του Χελμού. Το ποταμάκι συγκεντρώνει στην κοίτη του τα νερά της υπερχείλισης από την τεχνητή λίμνη Δόξα και γι’ αυτό το λόγο έχει συνεχή ροή σ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Η συνολική του πορεία στο οροπέδιο του Φενεού είναι 14χλμ. (2).
Το δεύτερο ποτάμι είναι ο «Όλβιος» ή «Φενεάτικος».(3) Το ποτάμι έχει τις πηγές του στο Μαύρο Όρος, πάνω από την Καρυά και μετά από πορεία 13χλμ., καταλήγει στο ΝΔ τμήμα του βαθυπέδου του Φενεού. (4) Η ονομασία «Όλβιος», που σημαίνει ευτυχισμένος, πιθανότατα δόθηκε στο ποτάμι, γιατί με τα νερά του η καλλιέργεια της γης γινόταν πιο αποδοτική. Σύμφωνα μάλιστα με την παράδοση, την παλαιά κοίτη του Όλβιου άνοιξε ο Ηρακλής. Παρά την φετινή, πρωτόγνωρη ανομβρία το ποτάμι εξακολουθεί να έχει -έστω και λιγοστό- νερό.
Μετά το Στενό κατευθυνόμαστε νότια και διασχίζουμε την Γκούρα, την ωραία πρωτεύουσα του τέως Δήμου Φενεού. Ζωντανός τόπος, με σημαντικά πέτρινα σπίτια και μεγάλη εμβληματική πλατεία, όπου σκοπεύουμε να επανέλθουμε.
Η συνέχεια της διαδρομής, πάντα προς τα νότια, μας επιφυλάσσει μια ευρύτατη θέα αλλά και εντυπωσιακές εικόνες από τις καλλιεργημένες εκτάσεις του οροπεδίου του Φενεού. Με μέσο υψόμετρο 800-850 μέτρων και έκταση που ξεπερνάει τα 220.000 στρέμματα, το υψίπεδο του Φενεού ειν’ ένας τόπος ευλογημένος, που ανταμείβει πλουσιοπάροχα όσους -με μεράκι και αγάπη- ασχολούνται με τη γη του. Και τι δεν παράγουν αυτά τα χώματα! Όλα υψηλής ποιότητας και ασύγκριτης νοστιμιάς. Και πρώτα απ’ όλα τα φημισμένα όσπρια, τα φασόλια «γίγαντες» καθώς και οι μικροσκοπικές «βανίλιες», τα ρεβύθια, η φάβα και η φακή. Εξαιρετικές είναι οι πατάτες και τα σιτηρά. Ξεχωριστή θέση έχουν τα υπέροχα καρύδια, από τις χιλιάδες καρυδιές σε κάθε σημείο του Φενεού.
Πολύ γρήγορα φτάνουμε στην Μοσιά. Δεσπόζουσα θέση στην πλατεία έχει ο ναός του Αγ. Νικολάου, του 1905. Η αρχιτεκτονική είναι εντυπωσιακή από πελεκητό πωρόλιθο, διακοσμητικά τοξάκια και πάμπολλα σιδερένια «κλειδιά», για πρόσθετη στατική υποστήριξη του κτιρίου. Ενσωματωμένο στον βόρειο τοίχο της εκκλησίας είναι το ογκώδες κωδωνοστάσιο με το ρολόϊ.
Ο δρόμος συνεχίζει νότια. Η πρωινή καταχνιά έχει διαλυθεί, αποκαλύπτοντας τους ορεινούς όγκους του Ολίγυρτου και του Σαϊτά. Καθώς πλησιάζουμε προς το Μάτι μια πινακίδα μας δείχνει τη θέση της «Καταβόθρας του Ηρακλή». Είναι μια ορθογώνια τσιμεντένια κατασκευή κάτω από το δρόμο, που απορροφά υπόγεια το πλεονάζον νερό της λεκάνης του Φενεού.
Φτάνουμε στο Μάτι, τον νοτιότερο οικισμό του Φενεού. Η προηγούμενη ονομασία του, ως το 1927, ήταν «Γκιόζα», από την τούρκικη λέξη «Γκιοζ», που σημαίνει «μάτι». Γύρω απ’ το χωριό τα ασβεστολιθικά εδάφη είναι κατάσπαρτα από μεγάλα πουρνάρια.
-«Ρουπάκια» τα λένε οι ντόπιοι, συμπληρώνει ο Βασίλης. Δεν κάνουμε όμως μια στάση στο τυροκομείο του Γκορίτσα; Εδώ παράγεται η γραβιέρα που τόσο σας άρεσε το πρωί.
Πετυχαίνουμε την Αγγελική και τον γιο της Κώστα να κάνουν γενική καθαριότητα της μονάδας. Δεν έχουν, ωστόσο, πρόβλημα να μας ξεναγήσουν στους χώρους και στα διαδοχικά στάδια παραγωγής των τυροκομικών τους προϊόντων. Που είναι όλα άριστης ποιότητας και γεύσης, από ντόπια κοπάδια ζώων.
–Μια κι ήρθατε ως εδώ, να μην δοκιμάσετε λίγο τυράκι; προτείνει η Αγγελική.
Κανείς μας δεν έχει αντίρρηση. Σε δυο λεπτά στρώνεται το αυτοσχέδιο τραπέζι. Ο Κώστας γεμίζει τα ποτήρια με τσιπουράκι.
–Δεν ξέρω αν θα σας αρέσει, μας προλαβαίνει. Η γεύση του είναι λίγο παράξενη, κάτι δεν μου πήγε καλά στην απόσταξη.
Δοκιμάζουμε με τον Βασίλη. Δυστυχώς η γεύση του δεν είναι αντάξια των τυροκομικών προϊόντων του Κώστα.
–Δεν σας δίνω άδικο, λέει ο Κώστας. Εγώ, βέβαια, το συνήθισα και το πίνω.
Από την πλατειούλα του χωριού ο δρόμος ανηφορίζει ανάμεσα από τους ορεινούς όγκους του Ολίγυρτου και του Σαϊτά, εισχωρώντας στα εδάφη της Αρκαδίας, Λεβίδι, Τρίπολη, Βυτίνα και Δημητσάνα.
Στην έξοδο του χωριού κάνουμε μικρή στάση στο κεφαλόβρυσο. Εδώ, κάτω από τα πλατάνια, ξεδιψάμε με το δροσερό νερό του Σαϊτά, που τρέχει από εννιά στόμια με πλούσια ροή. Πριν εγκαταλείψουμε το Μάτι, κάνουμε μια μικρή βόλτα ανάμεσα στα δρομάκια του χωριού. Περιποιημένα και καινούργια τα περισσότερα σπίτια και ανάμεσά τους μερικά παλιά, χτισμένα με αργολιθοδομή. Εντύπωση μας κάνει η κίνηση στα μαγαζάκια, στους δρόμους, στην πλατεία και τις αυλές. Μετά το κεφαλοχώρι της Γκούρας, φαίνεται, ότι το Μάτι είναι το πιο ζωντανό χωριό.
ΣΤΙΣ ΚΑΤΑΒΟΘΡΕΣ ΤΟΥ ΦΕΝΕΟΥ
Για την επιστροφή μας από το Μάτι επιλέγουμε την πιο ασυνήθιστη και ερημική διαδρομή. Είναι ο δρόμος που περνάει στην αντικρινή, δυτική πλευρά του οροπεδίου και στη συνέχεια κινείται βόρεια, παρακολουθώντας τις ανατολικές και βόρειες καταπτώσεις του Σαϊτά. Σ’ αυτή τη διαδρομή βρίσκονται οι θρυλικές Καταβόθρες του Φενεού, που ποτέ ως τώρα δεν έχουμε δει, παρά τις τόσες επισκέψεις μας στην περιοχή.
Περνάμε αρχικά από τις «Αχλαδιές», τον πρώτο συνοικισμό του χωριού Μάτι, που είναι γνωστός με την ονομασία «Λιόπεσι» στους ντόπιους. Μακρυά, στα Β-ΒΑ, προβάλλουν οι ηλιοφώτιστες κορυφές της Ζήρειας, ανάμεσα από τα γυμνά κλαδιά των καρυδιών. Με περισσότερα σπίτια από το Λιόπεσι και με εγκαταστάσεις χοιροστασίου, ακολουθεί σε μικρή απόσταση η Μυγδαλέζα ή Αμυγδαλιά. Αρκετά σπίτια είναι πέτρινα και κάποια σκαρφαλωμένα στις πλαγιές του βουνού.
Αρχίζει ειδυλλιακός αγροτικός δρόμος, ομαλός και χορταριασμένος στους πρόποδες του Σαϊτά. Μετά την Πρώτη Καταβόθρα του Ηρακλή, φτάνουμε σε μερικά λεπτά στην Δεύτερη Καταβόθρα. Πετρόχτιστη η εγκατάσταση και με φρουριακή κατασκευή, έχει σχήμα κυκλικό. 100 μέτρα δυτικότερα, με όμοια τοιχοποιΐα και σχήμα, ορθώνεται και η Τρίτη Καταβόθρα.
Στο σημείο αυτό αντλούμε μερικά στοιχεία από το βιβλίο του Τάκη Μπουγιούκου «Η ΦΕΝΕΟΣ ΑΝΑ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ». Στις ρίζες, λοιπόν, του Σαϊτά, καθώς και στη μικρή πεδιάδα μεταξύ της Σκίπεζας και του Σαϊτά μαζεύονται τα νερά, τόσο των δυο ποταμών της Φενεού (Αροάνιου και Όλβιου) όσο και των ρεμάτων και χαραδρών των γύρω βουνών, σχηματίζοντας την περιώνυμη λίμνη της Φενεού. Η στάθμη και βέβαια η έκταση της λίμνης εξαρτώνται από την διατήρηση ή μη ανοικτών των καταβοθρών, μέσα από τις οποίες διοχετεύονται τα νερά προς τις πηγές του Λάδωνα ή τη λίμνη της Στυμφαλίας. Τις τεχνητές αυτές καταβόθρες, τα «ζέρεθρα» όπως ονόμασαν οι Αρκάδες, δεν είναι με ακρίβεια γνωστό πότε κατασκευάστηκαν και από ποιους.
Από τότε, βέβαια, που πρωτοδημιουργήθηκε η λίμνη έχει γεμίσει και αδειάσει πολλές φορές. Ο Ρωμαίος ιστορικός Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (73-79 μ.Χ) αναφέρει, πως κατά τα προ αυτού χρόνια η περιοχή είχε κατακλυσθεί πέντε φορές από τα νερά της λίμνης, σκορπώντας την συμφορά και την απόγνωση στους κατοίκους. Απόδειξη της φοβερής απειλής της λίμνης είναι, ότι όλα τα χωριά της Φενεού, είναι χτισμένα για λόγους ασφαλείας στα πλάγια των γύρω βουνών. Πρέπει εδώ να σημειώσουμε, ότι τα νερά της λίμνης που συγκεντρώνονται στο ΝΔ άκρο της λεκάνης του Φενεού, διοχετεύονται από φυσικές ή τεχνητές υπόγειες διαβάσεις στην περιοχή των πηγών του ποταμού Λάδωνα, μερικά χιλιόμετρα νοτιότερα του χωριού Λυκούρια της Αχαΐας. Κατά τον γεωγράφο, μάλιστα, Στράβωνα κάθε φορά που άνοιγαν οι καταβόθρες της λίμνης, τα νερά του Λάδωνα ανέβαιναν επικίνδυνα και απότομα και κατέκλυζαν την ιερή γη της Ολυμπίας. Όταν ο περιηγητής Παυσανίας επισκέφθηκε, γύρω στα 175 μ.Χ. την Φενεό, βρήκε την λίμνη άδεια. Πολύ αργότερα και συγκεκριμένα το 1462, η λίμνη ήτανε πλήρης. Σύμφωνα με τους περιηγητές Leake, Dodwell και Gell, στο διάστημα μεταξύ 1806 και 1820 η λίμνη ήταν άδεια.
Το 1820 βούλωσαν πάλι οι καταβόθρες και από τον επόμενο χρόνο, μέχρι το 1833, τα νερά της λίμνης ανέβαιναν σταθερά και σιγά-σιγά σκέπασαν όλη την πεδιάδα. Το 1829, σύμφωνα με τον Γαλλικό χάρτη Neymann και Partch, η λίμνη είχε βάθος 40-50 μέτρα και κάλυπτε έκταση 320.000 στρεμμάτων. Την έκταση αυτή διατήρησε η λίμνη μέχρι τις 17 Δεκεμβρίου του 1833. Τότε άνοιξαν οι καταβόθρες και τα νερά της διοχετεύθηκαν στις πηγές του Λάδωνα, που στην κοινή γλώσσα την ντόπιων λέγεται «Ρουφιάς». (5)
Τον άλλο χρόνο, δηλαδή το 1834, επί βασιλείας του Όθωνα, έγιναν αποξηραντικά έργα. Από το 1838 όμως και μέχρι το έτος 1880, τα νερά άρχισαν και πάλι να ανεβαίνουν.
Τα τελευταία αποξηραντικά έργα έγιναν το 1926.
Μετά την Τρίτη, συναντάμε την Τέταρτη Καταβόθρα, με μικρότερες διαστάσεις, τσιμεντένια κατασκευή και κυκλική. Το έδαφος μέσα στην καταβόθρα είναι χορταριασμένο. Στο κέντρο του εξέχει το στόμιο ενός κυκλικού πηγαδιού, όμοιου με φρεάτιο. Η διάμετρός του φτάνει το ένα μέτρο. Τα τοιχώματα του πηγαδιού, στα πέντε περίπου πρώτα μέτρα είναι τσιμεντένια, ενώ τα επόμενα, με βάθος απροσδιόριστο, είναι κατασκευασμένα από καλοδουλεμένη πέτρα. Μετά την Τέταρτη καταβόθρα μεσολαβεί ένα μοναχικό, ειδυλλιακό αγροτόσπιτο. Είναι, πιθανότατα, το πιο απομονωμένο κατοικημένο σημείο στο οροπέδιο Φενεού. 200 περίπου μέτρα μετά, συναντάμε πλάι στο δρόμο την Πέμπτη και τελευταία καταβόθρα. Εδώ το μέσο υψόμετρο είναι 650 μέτρα.
Ο χορταριασμένος αγροτικός δρόμος συνεχίζει, με μπόλικες λακκούβες και χαντάκια. Ο κύκλος της κοιλάδας του Φενεού πλησιάζει προς το τέλος του. Ο χωματόδρομος τελειώνει, βγαίνουμε στην άσφαλτο, στην τοποθεσία Λούζι.
ΑΠΡΟΣΜΕΝΟ ΚΑΙ ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΟ ΤΕΛΕΙΩΜΑ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ
–Προτείνω ένα καφεδάκι στου φίλου μας του Τζίμη, λέει ο Βασίλης. Τούτη την ώρα δεν μπορώ να σκεφτώ ιδανικότερο περιβάλλον.
Ήδη η πεδιάδα του Φενεού, μισή ώρα πριν από τις τέσσερις, είναι σχεδόν βυθισμένη στη σκιά. Είναι λογικό. Κατά την χειμερινή περίοδο, ο ήλιος χάνεται πολύ νωρίς πίσω απ’ τον βαρύ όγκο της Ντουρντουβάνας. Οι αντικρινοί, ωστόσο, οικισμοί της Γκούρας, του Μεσινού και της Μοσιάς εξακολουθούν ν’ απολαμβάνουν την εύνοια του ήλιου. Και βέβαια, η τελευταία που θα στερηθεί τις κοκκινωπές του ακτίνες, θα είναι η γυμνή κορυφή της Ζήρειας.
Διασχίζουμε για λίγο την Αρχαία Φενεό και περνάμε έξω από το «Κουτούκι του Στάϊκου», διάσημο εδώ και χρόνια για τις γεύσεις και τη θέα του προς τη λίμνη. Ύστερα ανηφορίζουμε δίπλα απ’ το Πανόραμα για τον ξενώνα του Αλεξίου. Είναι χτισμένος σε υψόμετρο 1.000 περίπου μέτρων ανάμεσα σε μεικτό δάσος δρυών, μαυρόπευκων και ελάτων.
Ο Δημήτρης Αλεξίου, ο φίλος μας ο Τζίμης, μας καλοδέχεται στον καινούργιο πετρόχτιστο χώρο εστίασης και καφέ, δίπλα στο κυρίως οίκημα της μονάδας. Από την περιμετρική τζαμαρία η θέα των βουνών και της λίμνης Δόξας είναι μοναδική. Και γίνεται ακόμη ωραιότερη με τα φθινοπωρινά χρώματα των δέντρων, που βάφονται κοκκινωπά από τις ακτίνες του δειλινού. Βάζει στις φλόγες τα μπρίκια του ο Δημήτρης, μοσχοβολάει σε δυο λεπτά ο ελληνικός καφές. Είναι ωραία ώρα για ηρεμία και ρεμβασμό. Η μέρα, ωστόσο, δεν έχει τελειώσει ακόμη.
–Σας ετοιμάζω εκπλήξεις, αναγγέλλει ο Βασίλης. Αρκεί ν’ αντέχετε μετά την ολοήμερη περιήγηση.
Νύχτα πια, με αμέτρητα άστρα και ψύχρα αισθητή. Διασχίζουμε από εσωτερικούς δρόμους το σκοτεινό οροπέδιο του Φενεού και φτάνουμε στην Γκούρα. Σε μια γειτονιά, κάτω από τον κεντρικό δρόμο του οικισμού, η νύχτα είναι φωτεινή και θορυβώδικη από φωνές και μουσικές. Στον αύλειο χώρο ενός σπιτιού πολλοί άνθρωποι, μεγάλοι και νεαροί, τραγουδάνε, χορεύουν, πίνουν κρασί και τσιπουράκι. Μεγάλα τραπέζια είναι γεμάτα με καλούδια, ενώ στις θράκες ψήνονται κρεατικά με οσμές γαργαλιστικές.
–Αυτό είναι το ετήσιο γλεντάκι στο υπαίθριο καζαναριό του Κώστα του Δάρη, εξηγεί ο Βασίλης.
–Που έχει, βέβαια, ξεκινήσει απ’ το μεσημέρι, λέει ο οικοδεσπότης μας, καθώς μας καλωσορίζει.
Τις επόμενες ώρες παίρνουμε μια γεύση από αυθόρμητο, γλέντι του Φενεού. Η νεολαία -αγόρια και κορίτσια- χοροπηδάνε ασταμάτητα στους ήχους της μουσικής, κάθιδροι αλλά ζωηροί και ακούραστοι, σαν νέοι βέβαια που είναι.
–Και να φανταστείς, ότι πίνουνε τσίπουρο με τις ώρες, παρατηρεί ο Κώστας.
-Ε, αδύνατο είναι, γι’ αυτό το αντέχουν, συμπληρώνω.
-Πόσο αδύνατο δηλαδή;
-Όχι παραπάνω από 18 γράδα, κάτω από 40 βαθμούς.
Χωρίς άλλη κουβέντα βρίσκει τον σωλήνα του γραδόμετρου ο Κώστας, τον γεμίζει με τσίπουρο και τοποθετεί μέσα το ειδικό όργανο μέτρησης. Το όργανο ισορροπεί ακριβώς στα 18 γράδα, στους 38 περίπου βαθμούς.
–Φοβερό, φωνάζει ο Κώστας, αν δεν το’ βλεπα με τα μάτια μου, δεν θα μπορούσα να το πιστέψω. Μήπως έχεις γραδόμετρο κρυμμένο στον ουρανίσκο;
Η νύχτα, ωστόσο, προχωράει. Στο υψόμετρο της Γκούρας η ψύχρα μας θυμίζει ότι διανύουμε τις τελευταίες μέρες του Νοέμβρη. Μας παίρνει ο Κώστας και μας ξεναγεί στα μυστικά του κελάρια με τα τσίπουρα, τα κρασιά που ωριμάζουν στο χρόνο, κυρίως όμως με την εκπληκτική του λαογραφική συλλογή από παλιά αυθεντικά αντικείμενα, που κάποτε χαρακτήριζαν τις καθημερινές ασχολίες και τον τρόπο ζωής στο χωριό. Πριν φύγουμε, δεν παραλείπει να μας γεμίσει, ως γενναιόδωρος οικοδεσπότης, μερικά μπουκάλια με τσίπουρο και κρασί.
ΔΑΣΙΚΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΩΣ ΤΟ ΞΩΚΚΛΗΣΙ ΤΟΥ ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ
-Αν θέλετε μια πεζοπορική διαδρομή όχι ιδιαίτερα γνωστή, σας προτείνω το μονοπάτι από τον οικισμό του Φενεού ως το ξωκκλήσι του Αγ. Νικολάου, λέει ο Βασίλης. Ο φίλος μου ο Κώστας εκδήλωσε την επιθυμία να σας συνοδέψει.
Συναντάμε τον Κώστα Στυλιανού με τον αχώριστο σύντροφό του τον Μπούφη, έναν σκύλο με αγαθό βλέμμα και πελώριες διαστάσεις. Η σήμανση του μονοπατιού, με κοκκινόλευκη μπογιά είναι ήδη εμφανής σε αρκετά κεντρικά σημεία της «Μέσης συνοικίας» του Φενεού.
09:00’. Ξεκινάμε την πορεία μας έξω από την «Πάνω συνοικία» του Φενεού. Η αφετηρία είναι ένα πλάτωμα του δασικού δρόμου, που συνεχίζει προς Παλιοχώρι και Ταρσό. Η κατεύθυνσή μας είναι Δ-ΒΔ 230ο και το υψόμετρο της αφετηρίας 1.030μ. Απέναντί μας έχουμε τους ορεινούς όγκους της Ντουρντουβάνας και του Χελμού. Ακολουθώντας το κοκκινόλευκο σημάδι βρίσκουμε εύκολα το μονοπάτι, πετρώδες αλλά ευκολοδιάβατο, ανάμεσα από πουρνάρια. Σ’ ένα λεπτό αφήνουμε δεξιά σιδερένιο εικονοστάσι. Γύρω μας κέδρα, έλατα και πεύκα. Μ’ ένα κόκκινο σπρέι ενισχύουμε τη σήμανση, όπου έχει ξεθωριάσει από το χρόνο.
09:25’. Συναντάμε κοκκινόλευκη πινακίδα πάνω σε κέδρο, σε υψόμετρο 1.075μ. Γενικά το μονοπάτι είναι καλό, με ήπιες κλίσεις και ξεκούραστο. Το μόνο του πρόβλημα είναι, ότι σε αρκετά σημεία έχει κλείσει από πυκνά κλαδιά, κυρίως κέδρων και πουρναριών. Είναι φανερό, ότι δεν επικρατεί συνωστισμός σ’ αυτή τη διαδρομή. Η σήμανση, επίσης, είναι συχνά ασαφής και απαιτεί κάποια παρατηρητικότητα και προσοχή. Αφήνουμε δεξιά μας μικρό κτήμα με καρυδιές, διασχίζουμε ξερή κοίτη μικρορρέματος με πολύχρωμα πλατάνια, και μετά δάσος πανύψηλων έλατων και μαυρόπευκων. Είναι ωραία διαδρομή με πολλές εναλλαγές και φύση ανέγγιχτη από ανθρώπινες επεμβάσεις.
10:25’. Με χαλαρό ρυθμό φτάνουμε σε δασικό δρόμο σε υψόμετρο 1.225 μέτρων. Στο αντικρινό πρανές, με κατεύθυνση Β-ΒΑ 25ο, διακρίνουμε τη συνέχεια της διαδρομής μας με τα γνωστά ασπροκόκκινα σημάδια πάνω σε πέτρες. Διασχίζουμε θαυμάσιο δάσος μαυρόπευκων, πολλά από τα οποία είναι αιωνόβια, με εντυπωσιακούς κορμούς. Εξίσου μεγάλα είναι και πολλά έλατα.
11:00’. Δυο ώρες μετά την αναχώρησή μας φτάνουμε σε τρίστρατο δασικού δρόμου, σε υψόμετρο 1.455 μέτρων. Βόρεια ο δρόμος συνεχίζει δύσβατος προς Ζαρούχλα, ανατολικά προς τα υψίπεδα του Γερόκαμπου, ενώ νότια προς το οροπέδιο του Φενεού. Μπροστά μας βρίσκεται το ξωκκλήσι του Αγ. Νικολάου, χτισμένο με πωρόλιθο και πέτρα. Τρία λεπτά μετά την άφιξή μας καταφθάνει με το NIVA και ο Βασίλης. Ξεκινάμε την επιστροφή μας, αφήνουμε δεξιά την διακλάδωση προς Ζαρούχλα (μόνον για 4×4) και, δυο χιλιόμετρα μετά, φτάνουμε μπροστά στην περίφημη «Ριγανόβρυση». Σε υψόμετρο 1.390 μέτρων η βρύση μας ξεδιψάει με την πλούσια ροή υπέροχου και πολύ κρύου νερού.
ΦΕΝΕΟΣ, ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΑΙ ΝΕΡΟΤΡΙΒΗ
Επιστρέφουμε στον οικισμό του Φενεού, που μέχρι το 1927 είχε την παλιά ονομασία «Συβίστα». (6) Ο Φενεός είναι μεγάλο και ωραίο χωριό, χτισμένο στους πρόποδες του βουνού «Κράθις». Η αμφιθεατρικότητά του είναι εντυπωσιακή: η Κάτω συνοικία βρίσκεται στα 930μ. ενώ η Πάνω φτάνει τα 1.100. Στο κέντρο περίπου του χωριού δεσπόζει ο επιβλητικών διαστάσεων πολιούχος ναός του Αγ. Σπυρίδωνα, με το διπλό του καμπαναριό. Η ανοικοδόμησή του άρχισε το 1900 και ολοκληρώθηκε το 1905 με εισφορές των κατοίκων και των ομογενών της Αμερικής.
Περιδιαβαίνοντας τα τσιμεντένια σοκάκια (που κάποτε βέβαια ήταν καλντερίμια) συναντάμε αρκετά πετρόχτιστα σπίτια. Κάποια έχουν μεγάλες διαστάσεις και εξαίρετη αρχιτεκτονική. Το σημαντικότερο, ωστόσο, είναι το Αρχοντικό του Κωνσταντή Σπύλιου Πετρούλια, όπου στεγάζεται το ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΦΕΝΕΟΥ. Μας υποδέχεται η πολύ ευγενική Βασιλική Τσέλου, σύζυγος Ιωάννη Μητροπούλου, συγγενής της οικογένειας Πετρούλια και κληρονόμος του Αρχοντικού του Κωνσταντή.
Η ευρύχωρη αίθουσα φιλοξενεί μια θαυμαστή ποικιλία από κειμήλια της οικογένειας Πετρούλια, από το 1800 και μετά, όπως όλα τα είδη Λαϊκής Τέχνης, Παλαιές Αυθεντικές Ενδυμασίες (και ανάμεσά τους την Επίσημη Κορινθιακή), Υφαντά, Αργαλειούς, Κεραμικά, Χαλκώματα, Οικιακά Σκεύη και Εργαλεία. Αποστακτήριο τσίπουρου και ποικίλα Χρηστικά Οικογενειακά αντικείμενα παλαιότερων εποχών. Τα πάντα είναι άψογα διευθετημένα και συντηρημένα και δεν είναι τυχαίο που η κυρία Μητροπούλου απέσπασε το 2006 από τον Όμιλο UNESCO το Α’ Βραβείο Παραδοσιακής Ενδυμασίας.
Κατηφορίζουμε τα απότομα δρομάκια του Φενεού. Από τα τσιμεντένια αυλάκια κελαρύζει γοργοκίνητο νερό. Στο χαμηλότερο σημείο του οικισμού, κάτω από την άσφαλτο, συναντάμε την αυθεντική «ντριστέλα». Είναι η παραδοσιακή νεροτριβή, που στην εποχή της τεχνολογίας και εξέλιξης, εξακολουθεί να πλένει τα βαριά μάλλινα υφάσματα με αγνό σαπούνι ελιάς και με την δύναμη του νερού. Η μόνη επέμβαση, που αφαιρεί αρκετή από την παραδοσιακότητα είναι το «βαγένι», ο σωλήνας δηλαδή που διοχετεύει με πίεση το νερό στην ξύλινη κυκλική γούρνα για το πλύσιμο των ρούχων. Κάποτε και το βαγένι ήταν ξύλινο, σήμερα όμως έχει αντικατασταθεί με τσιμεντένιο.
-Ουτ’ εμάς μας αρέσει, λέει ο Αντρέας Δημάκος, που μας ξεναγεί στις εγκαταστάσεις με την γυναίκα του Μαρία. Ήταν όμως απαραίτητο, γιατί το ξύλινο χαλούσε και κάθε λίγο ήθελε αντικατάσταση.
Δίπλα βρίσκεται ο παλιός νερόμυλος, που εξαιτίας κάποιων χαλασμένων εξαρτημάτων, έχει πάψει να λειτουργεί.
–Και πόσο κοστίζει το πλύσιμο των ρούχων; ρωτάει η Άννα.
–Ανάλογα με τα ρούχα που είναι στη «γουρνιά», της απαντάει η Μαρία Δημάκου. Αν είναι γεμάτη η γουρνιά, μπορεί να πιάσει και τα 30 ευρώ.
Στην Κάτω συνοικία του Φενεού, ανάμεσα σε πανύψηλα πεύκα, βρίσκουμε το παμπάλαιο εκκλησάκι του Αγ. Ταξιάρχη, που είναι του 13ου αιώνα κατά την κυρία Βασιλική. Στον βόρειο και νότιο τοίχο, καθώς και στο χτιστό τέμπλο σώζονται αρκετές τοιχογραφίες σε καλή κατάσταση διατήρησης.
ΣΤΗ ΛΙΜΝΗ ΔΟΞΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΚΟΝΑΚΙ ΤΟΥ ΓΚΟΓΚΑΚΗ
Με καλό χωματόδρομο 3.5χλμ. απ’ τον ξενώνα «ΕΥΧΑΡΙΣ» διασχίζουμε δρυοδάσος και φτάνουμε στην λίμνη Δόξα. Είναι αληθινή ευτυχία ν’ αντικρύζουμε, κάθε εποχή του χρόνου, το τοπίο της λίμνης και τα γύρω εντυπωσιακά βουνά, Χελμό, Ζήρεια και Ντουρντουβάνα. Εξίσου χαλαρωτικός είναι και ο περίπατος περιμετρικά της λίμνης. Πανύψηλα μαυρόπευκα, καλάμια, ένα νεαρό ζευγαράκι στην ακρολιμνιά, ένα μοναχικό κανό, αντανακλάσεις στα βελούδινα νερά. Από την άκρη της στενής γλώσσας στεριάς που εισχωρεί στη λίμνη εξέχει το γλυκύτατο εκκλησάκι του Παλιομονάστηρου. Το σκηνικό του ονείρου συμπληρώνουν στις πλαγιές οι χρωματισμένες βαλανιδιές κι ανάμεσά τους το ιστορικό μοναστήρι του Αγ. Γεωργίου.
Εμείς όμως σήμερα δεν θα περιοριστούμε στο επίπεδο της λίμνης. Θ’ ανεβούμε λίγο ψηλότερα, γιατί η Εύχαρις κι ο Βασίλης έχουν σκεφτεί κάτι ιδιαίτερο για το τελείωμα της μέρας. Δυτικά της λίμνης βρίσκουμε έναν ανηφορικό δασικό δρόμο, που πολύ γρήγορα γίνεται ακατάλληλος για συμβατικά αυτοκίνητα. Διασχίζουμε θαυμάσιο δάσος έλατων και μαυρόπευκων και ελάχιστα χιλιόμετρα μετά φτάνουμε σε ξέφωτο. Ειν’ ένα υψίπεδο σε υψόμετρο 1.200 περίπου μέτρων με κορυφαία θέα πανοτύ. Στο άκρο του ξέφωτου, κάτω από τα πεύκα, βρίσκεται μια μικρή στάνη με ταπεινό καλυβάκι. Μπροστά του κυματίζει μια Ελληνική Σημαία. Είναι το «Κονάκι του Γκογκάκη».
–Εδώ θα γευματίσουμε, λέει η Εύχαρις και βγάζει από το αυτοκίνητο διάφορα καλούδια: φασολάδα -ζεστή ακόμα- φτιαγμένη με τις περίφημες «βανίλιες» του Φενεού. Υπάρχουν ακόμη ρέγγα, ελιές, ζυμωτό ψωμί και βέβαια τσιπουράκι. Αδύνατον να επιθυμήσουμε κάτι ωραιότερο.
-Το μόνο που λείπει είναι μια καλή φωτιά, λέει ο Βασίλης. Και δεν έχει άδικο.
Στο σκιερό ξέφωτο το κρύο είναι ήδη τσουχτερό. Καθώς το τελευταίο φως αδυνατίζει στις κορυφές της Ζήρειας, παίρνουμε τον δρόμο του γυρισμού.
ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΓΕΜΑΤΗ ΕΝΑΛΛΑΓΕΣ
Νωρίς το πρωί ξεκινάμε με τον Βασίλη για το αρχαιότερο χωριό του τόπου, το χωριό φάντασμα Παλιοχώρι. Ως διαδρομή επιλέγουμε τον δασικό δρόμο που ανηφορίζει από την Πάνω συνοικία του Φενεού με κατεύθυνση Β-ΒΑ. Δεν το μετανιώνουμε. Ο καλός σχετικά δρόμος περνάει από σημεία ειδυλλιακά με πολύ ωραία θέα, ανηφορίζει ως την «Συβίστας Ράχη», στα 1.400 περίπου μέτρα και στο τέλος κατηφορίζει βόρεια προς Παλιοχώρι.
–Φτάσαμε, μου λέει ο Βασίλης.
-Μα, πού βρίσκεται το χωριό;
-Εδώ είναι. Το μόνο, βέβαια, που απομένει όρθιο είναι ο ναΐσκος των Αγίων Ταξιαρχών. Τα υπόλοιπα κτίσματα έχουν μεταβληθεί σε λιθοσωρούς.
Οχτώ λοιπόν χιλιόμετρα μετά τον ξενώνα «ΕΥΧΑΡΙΣ» φτάνουμε στο οροπέδιο «Λιβαδάκι» και σταματάμε μπροστά στον ναό. Που εκείνη ακριβώς τη στιγμή φωτίζεται από τις πρώτες ακτίνες του ήλιου που ξεμυτίζει από τη Ζήρεια. Γλυκαίνει ο τόπος, τα χρώματα ζωηρεύουν, αποκαλύπτεται ένα χορταριασμένο υψίπεδο, ομαλό και πανέμορφο. Η βλάστηση στο οροπέδιο αποτελείται κυρίως από θαμνώδη πουρνάρια, σφενδάμια και κτήματα καρυδιών. Στο κέντρο δεσπόζει ένα μοναχικό, πανύψηλο έλατο ηλικίας πολλών αιώνων. Την θέση των κατοικιών του πάλαι ποτέ οικισμού φανερώνουν οι λιθοσωροί, που είναι κατάσπαρτοι παντού. Μας εντυπωσιάζει η καθολική απουσία όρθιων τοίχων, κεραμιδιών και λίθων λαξευτών. Σαν να μην κατοικήθηκε ποτέ αυτός ο τόπος. Οτιδήποτε είχε την παραμικρή οικοδομική αξία αφαιρέθηκε και χρησιμοποιήθηκε αλλού.
Ο τόπος, ωστόσο, γνώρισε σημαντική ακμή στα χρόνια του Βυζαντίου. (7) Ο Τ. Μπουγιούκος στο βιβλίο του για την Φενεό (σελ. 166 οπ.π.) σημειώνει: «στο λεξικό του Ελευθερουδάκη αναγράφεται, ότι κοντά στην όχθη του Φονιάτικου ποταμού, προφανώς του Όλβιου, στη θέση «Παλαιοχώρι», όπου βρισκόταν η μεσαιωνική πόλις Ταρσός, σώζεται βυζαντινός ναός του ΙΒ’ αιώνα, των Αγίων Ταξιαρχών».
Όπως λοιπόν δυο σχεδόν χρόνια πριν ο φίλος και συνεργάτης μας Κώστας Ζαρόκωστας, έτσι τώρα κι εμείς, ανοίγουμε την σιδερένια πόρτα και μπαίνουμε στο εσωτερικό του ναού. Τί αντικρύζουν όμως τα μάτια μας; Ένα απέραντο «Ληξιαρχείο τοίχων». Είναι τα αμέτρητα χαράγματα που έχουν κατακυριεύσει και το παραμικρό σημείο τοιχογραφημένης επιφάνειας του ναού. Στις ποικίλες μεταβυζαντινές τοιχογραφίες έχουν φροντίσει εκατοντάδες «ευσεβείς» να αποτυπώσουν, ως ανάμνηση της επίσκεψής τους, όνομα, επίθετο, χρονολογία ή και πλήρη ημερομηνία επίσκεψης. Αυτό τον τρόπο βρήκαν οι αδαείς, οι αφελείς και οι ανεγκέφαλοι, για να εξασφαλίσουν την προέκταση της ταυτότητάς τους στο μέλλον. Τα μόνα σημεία που σεβάστηκαν -και πάλι όχι απόλυτα- είναι τα πρόσωπα των αγίων.
Το σοκ από το θέαμα είναι δυνατό. Στα 16, βέβαια, χρόνια των περιηγήσεών μου δεν είναι η μοναδική ανάλογη εμπειρία. Απλά είναι πρωτόγνωρη η έκταση και η ένταση της βεβήλωσης.
–Συμφωνώ απόλυτα μαζί σου, μου λέει στο τηλέφωνο ο αρχιτέκτονας Κώστας Σπηλιόπουλος απ’ το Κιάτο. Πριν 90 τόσα χρόνια κι ο δικός μου πατέρας, που ήταν τότε 12 ετών, χάραξε το όνομά του -μαζί και με άλλους συμμαθητές του- σε μια τοιχογραφία του ναού. Η πράξη τους όμως δεν πέρασε απαρατήρητη. Ο δάσκαλός τους τους παρέπεμψε στο τότε Κακουργιοδικείο (!) Ναυπλίου, που, βέβαια, τους απάλλαξε λόγω ηλικίας ή και… βλακείας.
Εγκαταλείπουμε το Παλιοχώρι με ανάμεικτα συναισθήματα. Κατηφορίζουμε με πολύ κακοτράχαλο χωματόδρομο και σε 4.5χλμ. φτάνουμε στην άσφαλτο.
-Για τελευταία εντύπωση προτείνω να κρατήσουμε από την περιοχή την Παναγία του Βράχου και τα Μετέωρα του Ταρσού, λέει ο Βασίλης.
Στα χνάρια του Ζαρόκωστα λοιπόν συνεχίζουμε βόρεια, διασχίζουμε τον Κάτω Ταρσό και, 11 σχεδόν χιλιόμετρα από το Παλιοχώρι (1.7 από Ταρσό) είμαστε μπροστά στην Παναγία του Βράχου και τις συμπαγείς ορθοπλαγιές του πελώριου βραχώδους συγκροτήματος που θυμίζει Μετέωρα. Κάθε περιγραφή αυτού του γεωλογικού παράδοξου φοβάμαι πως θα είναι πολύ φτωχή. Έχει άλλωστε προηγηθεί, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, το αντίστοιχο άρθρο του Κώστα Ζαρόκωστα στο 73ο τεύχος.
ΜΕ ΠΟΔΗΛΑΤΑ ΚΑΙ ΜΕ ΠΟΔΙΑ
Επιστρέφουμε σε γνώριμους τόπους, στη λίμνη Δόξα. Η εταιρεία «GREEK ADVENTURES», που ασχολείται με φυσικές δραστηριότητες στην γύρω περιοχή μας προσκαλεί για μια εμπειρία ποδηλατική, στις κατάφυτες όχθες και στην ονειρεμένη κοιλάδα του Αροάνιου ποταμού. Είναι το Ρέμα της Δόξας, που νότια της λίμνης διαρρέει μεγάλο τμήμα της λεκάνης του Φενεού. Επίπεδος ο δρόμος, χορταριασμένος και στενός, παρακολουθεί την ροή του κρυστάλλινου νερού, κάτω από πλατάνια και άλλα δέντρα. Η πορεία των ποδηλάτων είναι ήρεμη και ξεκούραστη, μπορεί να επεκταθεί και να γίνει κυκλική για 8 περίπου χιλιόμετρα και με διάρκεια 2 σχεδόν ωρών.
Μια, εξίσου ειδυλλιακή διαδρομή, με τα πόδια τούτη τη φορά, είναι το μονοπάτι νότια της λίμνης, στο δάσος του Άμπουλα. Ως αφετηρία έχουμε την πινακίδα, μπροστά στην περίφραξη της μονοκατοικίας του Καρυδάκη, ανάμεσα στο Πανόραμα και την Αρχαία Φενεό. Κατηφορίζουμε για 100 περίπου μέτρα παράλληλα με την περίφραξη και στο τέλος της στρίβουμε λίγα μέτρα αριστερά (δυτικά). Μπροστά από την σιδερένια αυλόπορτα αρχίζει το μονοπάτι. Είναι χωμάτινο, με ήπιες κλίσεις, ευκολοδιάβατο και ξεκούραστο. Γύρω μας το περιβάλλον είναι μοναδικό. Δεξιά μας έχουμε μόνιμα την στενή κοίτη μιας μικρής ρεματιάς. Πιο πίσω διακρίνουμε ανάμεσα στα κλαδιά των πεύκων, γαλάζια κομμάτια της λίμνης Δόξας.
Μια άλλη ιδιαιτερότητα της διαδρομής είναι τα μανιτάρια. Εμφανίζονται ανάμεσα στα πόδια μας διαρκώς, σε απίστευτη ποικιλία και αριθμούς, παρά την πρωτοφανή ανομβρία τούτης της εποχής. Η κορυφαία, ωστόσο, εντύπωση ανήκει στο απαράμιλλης ωραιότητας δάσος των μαυρόπευκων. Με κορμούς ευθυτενείς, που το ύψος τους ξεπερνάει τα 25 μέτρα, τα υπέροχα αυτά δέντρα μας θυμίζουν τις ωραιότερες εικόνες της Βάλλια Κάλντας.
Σε μισή ώρα με χαλαρωτικό βάδισμα φτάνουμε στον δασικό δρόμο, 50 περίπου μέτρα πριν από την χτιστή βρύση Κέρκινα. Από εκεί, σ’ ένα 10λεπτο περίπου, κατηφορίζουμε ως τη λίμνη.
Περιδιαβαίνουμε τους αμφιθεατρικούς οικισμούς του Πανοράματος και της Αρχαίας Φενεού. «Το Πανόραμα είναι το μόνο χωριό, που οι κάτοικοί του είναι γνήσιοι απόγονοι των Φενεατών κι εμέναν στην αρχική θέση της αρχαίας Φενεού με την παρεφθαρμένη ονομασία Φονιά. Θέλοντας οι Φοναΐτες να αποβάλουν το κακόηχο όνομα του χωριού τους, το μετονόμασαν (1951) σε Πανόραμα, λόγω και της πανοραμικής άποψης, από κει, του μεγαλύτερου τμήματος του κάμπου Φενεού». (8)
Της σημερινής Αρχαίας Φενεού το προηγούμενο όνομα, ως το 1977 ήταν Καλύβια. Δυστυχώς το μικρό Αρχαιολογικό Μουσείο, με το κεφάλι του υπερμεγέθους αγάλματος της Υγείας είναι για άλλη μια φορά κλειστό. Στην πλακόστρωτη πλατειούλα δεσπόζει ο εμβληματικός πλάτανος με την χτιστή βρύση και το παράξενο καμπαναριό που έχει δημιουργηθεί ανάμεσα στα χοντρά κλαδιά του πλάτανου, με στριφογυριστή σιδερένια σκάλα και ξύλινη εξεδρούλα.
Κατηφορίζουμε προς τον κάμπο, όπου τρεις διαδοχικές πινακίδες μας οδηγούν -μέσα από αγροτικούς δρόμους και καρυδιές- στον αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Φενεού. Εδώ διενεργήθηκαν ανασκαφές από την έφορο Ε. Δεϊλάκη κατά τα έτη 1958, 1959 και 1961, που αποκάλυψαν ιερό του Ασκληπιού. Ανάμεσα στα άλλα ευρήματα βρέθηκαν και δυο πελώρια μαρμάρινα πόδια με σανδάλια, καθώς και το κεφάλι με τα ζωηρά ένθετα μάτια, του υπερμεγέθους αγάλματος της Υγείας. Το σημαντικό αυτό κατά τον 2ο π.Χ. αιώνα ιερό, είναι άγνωστο στον Παυσανία, ίσως γιατί σε μια από τις εμφράξεις των καταβοθρών κατακλύστηκε από τα νερά και αργότερα τα ερείπιά του έμειναν επιχωσμένα από τη λάσπη. (9)
Τα βήματά μας μας οδηγούν στις ανηφοριές της Γκούρας, της πρωτεύουσας του πάλαι ποτέ Δήμου Φενεού. Με υψόμετρο 1.000-1.100 μέτρων η Γκούρα είναι χτισμένη σε σημείο με κορυφαία θέα, στις δυτικές πλαγιές της Ζήρειας. Το όνομά της είναι λέξη αλβανική και σημαίνει πετρώδη τόπο. Σημείο αναφοράς είναι η πλακόστρωτη πλατεία με τον μεγαλόπρεπο μητροπολιτικό ναό των Αγίων Ταξιαρχών, χτισμένο το 1888. Κυριαρχεί η ευρύτατη χρήση του πελεκητού πωρόλιθου. Με το ίδιο υλικό είναι χτισμένο το θαυμάσιο γειτονικό αρχοντικό Πρεδάρη, που στεγάζει τον ομώνυμο ξενώνα, καθώς και το διπλανό αρχοντόσπιτο του Οικονόμου Γκούρα. Η ιστορική αυτή οικογένεια διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο κατά την Επανάσταση του 1821 αλλά, και μετά απ’ αυτήν, στην πολιτική και κοινωνική ζωή της περιοχής.
Ένα πανύψηλο έλατο δεσπόζει στην πλατεία, καθώς και μια υπερμεγέθης πέτρα, λιτότατο Μνημείο Πεσόντων για την Πατρίδα. Στην συνολική ωραία εικόνα της πλατείας συμβάλλουν ακόμη τα υπόλοιπα πετρόχτιστα σπίτια και τα δυο παραδοσιακά καφενεία, του Μάλιου, κάτω ακριβώς από την πλατεία και του Μπεκιάρη, σε υπερυψωμένο σημείο πίσω από τον ναό. Εδώ μετά τον πόλεμο, γύρω στο 1945, άνοιξε για πρώτη φορά το καφενείο από τον Βαγγέλη Μπεκιάρη και τον αδελφό του. Την λειτουργία του καφενείου, που έχει ήδη συμπληρώσει 66 χρόνια ζωής, συνεχίζει σήμερα ο γιος του κυρ-Βαγγέλη, ο Μήτσος.
Πίνουμε το καφεδάκι μας βρίσκοντας ζεστασιά κοντά στην κοντόχοντρη ξυλόσομπα, στο κέντρο του μαγαζιού. Λίγο πιο πίσω, μαζί με την παρέα του, είναι καθισμένος ο κυρ-Βαγγέλης, που μετά από τόσα χρόνια δεν μπορεί ν’ απαρνηθεί τον χώρο του μαγαζιού του.
Ετοιμαζόμαστε ν’ ανηφορίσουμε στο υψίπεδο της Σκαφιδιάς, πάνω από την Γκούρα. Νωρίτερα περνάμε από τον φούρνο του Στριφτόμπολα. Εδώ βρίσκουμε ποικίλα κουλουράκια καθώς και το περίφημο ζυμωτό ψωμί, που τόσες μέρες απολαμβάνουμε στον Φενεό. Για την ιστορία αναφέρουμε, ότι το καρβέλι των 2 κιλών, στοιχίζει 3.5 ευρώ.
Με έντονες κλίσεις βγαίνουμε σ’ ένα από τα ψηλότερα σημεία του χωριού. Εδώ είναι οι «Πάνω Βρύσες», σκεπαστή κρήνη με άφθονο νερό. Αρχίζει χωματόδρομος με στροφές, που μερικά χιλιόμετρα μετά φτάνει σε αυχένα με το ξωκκλήσι του Αγ. Νικολάου, σε υψόμετρο 1.300 περίπου μέτρων. Η θέα είναι μοναδική, ο αυχένας είναι από τα τελευταία σημεία του τόπου, που αποχαιρετούν τον ήλιο που βασιλεύει. Η συναρπαστικότερη, ωστόσο, εικόνα προέρχεται από αλλού: είναι τα περίφημα άγρια άλογα της Σκαφιδιάς, που έχουμε την μεγάλη τύχη να συναντήσουμε ακριβώς πίσω απ’ το ξωκκλήσι. Η μία συγκέντρωση αριθμεί 4 άλογα ενώ η άλλη πάνω από 20!
Είναι μεγάλο προνόμιο να παρατηρούμε αυτά τα αγέρωχα, τόσο ανεξάρτητα ζώα στο φυσικό τους περιβάλλον, λευκά, μαύρα, καφετιά ή με ποικίλους χρωματικούς συνδυασμούς. Αποφεύγουμε, όσο μπορούμε, τις απότομες κινήσεις και τους θορύβους και τα άλογα μας ανταμείβουν με ωραίες πόζες και με ανοχή στις φωτογραφίσεις μας. Κάποια στιγμή, ωστόσο, φαίνεται πως κάτι τα τρομάζει. Αρχίζουν τότε έναν ξέφρενο καλπασμό, μια «κούρσα» μοναδικής ομορφιάς στο οροπέδιο Σκαφιδιάς, που κανένας ιππόδρομος δεν είναι σε θέση να χαρίσει στους θεατές του.
Καθώς χαμηλώνει το φως, τα άλογα ξεμακραίνουν σε θέσεις απόκρυφες, μακρυά από τα μάτια των ανθρώπων. Παρακολουθούμε για μερικά λεπτά τις γυμνές κορυφές της Ζήρειας, που κοκκινίζουν έντονα στις τελευταίες ακτίνες του ήλιου. Η ψύχρα είναι ήδη διαπεραστική. Εγκαταλείπουμε την Σκαφιδιά ευγνώμονες για τις εικόνες και τις εμπειρίες της σημερινής μέρας, της τελευταίας μας στο Οροπέδιο Φενεού. Που ολοκληρώνεται με κρασάκι και εκπληκτικά κρεατικά δίπλα στο τζάκι της ταβέρνας «Τρίκρηνα» του Δημήτρη Δρούγκα και της Βούλας, έξω από τον οικισμό του Μεσινού.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ ΦΕΝΕΟΥ
(1) «ΛΙΜΝΗ ΔΟΞΑΣ (ΦΕΝΕΟΥ)», ΕΛΛ. ΠΑΝΟΡΑΜΑ, τεύχος 27, Μάϊος-Ιούνιος 2002.
(2) Ν. Νέζης, «ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΒΟΥΝΑ, ΓΕΩΡΓΡΑΦΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ», ΤΟΜΟΣ 1, σελ. 40.
(3) Τάκη Μπουγιούκου, «Η ΦΕΝΕΟΣ ΑΝΑ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ», σελ. 16.
(4) Ν. Νέζης, οπ.π. σελ. 43.
(5) Την σημαντική αυτή πληροφορία βρήκε ο συγγραφέας του βιβλίου Τάκης Μπουγιούκος σε χειρόγραφη σημείωση του Αγγ. Παπαδόπουλου σε βιβλίο Γραμματικής της Ελληνικής γλώσσας του 1812, που βρίσκεται στην βιβλιοθήκη της Μονής Αγ. Γεωργίου Φενεού.
(6) Σύμφωνα με τα «ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΦΕΝΕΟΥ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ» (σελ. 429), το χωριό ονομαζόταν Συβίστα από το «συβότης» (χοιροβοσκός).
(7) Λεπτομέρειες στο ΕΛΛ. ΠΑΝΟΡΑΜΑ, τεύχος 73, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2010 (ΤΑΡΣΟΣ Ορεινής Κορινθίας, σελ. 176 και επόμ.).
(8) ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ, ΟΠ.Π. σελ. 429-430.
(9) Παυσανίου, ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΙΣ, Αχαϊκά-Αρκαδικά, σελ. 230-232.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-ΠΑΥΣΑΝΙΟΥ, ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΙΣ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ, ΑΘΗΝΑ 2004.
-Βασίλη Π. Σαρλή, «ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΦΕΝΕΟΥ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ», Β’ τόμος, Αθήνα 2003.
-Τάκη Μπουγιούκου-Φενεάτη, «Η ΦΕΝΕΟΣ ΑΝΑ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ», ΑΘΗΝΑ 1973.
-Νίκου Νέζη, «ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΒΟΥΝΑ, ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ», ΤΟΜΟΣ 1, εκδ. Ε.Ο.Ο.Α. 2010.
-ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ, τεύχος 27, 2002 και τεύχος 73, 2010.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Πολλές ευχαριστίες οφείλονται:
-Στην κυρία Βασιλική Μητροπούλου, στο «Μουσείο Λαϊκής Τέχνης κ. Πετρούλα
-Στον Κώστα Στυλιανού
-Στον Κώστα Δάρη
-Στον Νίκο Αργυράκη της GREEK ADVENTURES
-Στον Δημήτρη Δρούγκα και στην Βούλα
-Στον Κώστα Σπηλιόπουλο
Θερμότατα ευχαριστούμε τους καλούς φίλους και οικοδεσπότες μας, Εύχαρι Μπέκα και Βασίλη Ταμπουράκη, για την αξέχαστη φιλοξενία στο θαυμάσιο κατάλυμά τους και για όλα όσα έκαναν για μας.
ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Αποστάσεις από Φενεό (Γκούρα).
Κιάτο 62χλμ.
Πάτρα 108χλμ.
Αθήνα 167χλμ.
Θεσ/νίκη 656χλμ.
ΧΑΡΤΕΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
- ΧΕΛΜΟΣ-ΒΟΥΡΑΪΚΟΣ, 1:50.000, Anavasi
- ΟΡΕΙΝΗ ΚΟΡΙΝΘΙΑ, 1:50.000, Anavasi
- ΖΗΡΙΑ (ΠΕΖΟΠΟΡΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ), 1:25.000, Anavasi
- ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ, 1:200.000, TERRAIN