– Καλησπέρα κυρα-Καλλιόπη, λέω στη γυναικούλα.
Με κοιτάζει εξεταστικά για λίγα δευτερόλεπτα. Ύστερα την Άννα. Ξαφνικά φωτίζονται τα μάτια της.
– Εσείς δεν είσαστε, που ανεβήκατε με το μωράκι στο βράχο της Καλαμιώτισσας;
– Εμείς. Μα πώς μας θυμήθηκες μετά από τόσο κόσμο, που πέρασε από δω στα δυο χρόνια;
– Ξεχνιούνται οι τρελοί; λέει γελώντας. Θυμάμαι που είχε άσχημο καιρό, αέρα και ομίχλες. Έλεγα εγώ να μην ανεβείτε, μα πού ν’ ακούσετε εσείς. Κι είχατε και μωρό παιδί. Και τώρα, τι σας φέρνει πάλι στην Ανάφη;
– Ο αποψινός εσπερινός. Αποθυμήσαμε και το βράχο.
ΣΤΟΝ ΒΡΑΧΟ ΤΗΣ ΚΑΛΑΜΙΩΤΙΣΣΑΣ
– Καλησπέρα κυρα-Καλλιόπη, λέω στη γυναικούλα.
Με κοιτάζει εξεταστικά για λίγα δευτερόλεπτα. Ύστερα την Άννα. Ξαφνικά φωτίζονται τα μάτια της.
– Εσείς δεν είσαστε, που ανεβήκατε με το μωράκι στο βράχο της Καλαμιώτισσας;
– Εμείς. Μα πώς μας θυμήθηκες μετά από τόσο κόσμο, που πέρασε από δω στα δυο χρόνια;
– Ξεχνιούνται οι τρελοί; λέει γελώντας. Θυμάμαι που είχε άσχημο καιρό, αέρα και ομίχλες. Έλεγα εγώ να μην ανεβείτε, μα πού ν’ ακούσετε εσείς. Κι είχατε και μωρό παιδί. Και τώρα, τι σας φέρνει πάλι στην Ανάφη;
– Ο αποψινός εσπερινός. Αποθυμήσαμε και το βράχο.
Πέρασαν κιόλας δυο χρόνια και κάτι μήνες από την πρώτη μας γνωριμία με την Ανάφη. Νιώσαμε ξαφνικά να γεμίζουμε νοσταλγία για το νησί. Δεν ξέρω ακριβώς γιατί. Ο τόπος; Οι άνθρωποι; Οι πορείες κι ο ιδρώτας; Ο αδιάκοπος άνεμος κι η ζέστη; Τα όσα δεν προλάβαμε να δούμε και να κάνουμε; Η γοητεία του ταπεινού μα τόσο περήφανου νησιού; Σίγουρα όλα αυτά μαζί αλλά και κάτι ακόμα: ο εσπερινός στην κορυφή του θεόρατου βράχο και το ονομαστό πανηγύρι της Καλαμιώτισσας.
Στην Ανάφη λοιπόν και πάλι, αρχές Σεπτέμβρη τούτη τη φορά. Οι ίδιοι, ο ίδιος καιρός, παλιοί γνώριμοι κι οι δυο. Πολλοί, μόλις μας βλέπουν μας θυμούνται. Άλλους τους παίρνει λίγα δευτερόλεπτα. Ο βοριάς δεν μοιάζει να μας ξέχασε καθόλου. Τα κλειστά παντζούρια και τα τζάμια στο δωμάτιο του Προέδρου είναι έτοιμα να φύγουν απ’ τη θέση τους.
Είναι ωραία να ξαναγυρίζεις σε τόπο που αγάπησες και να βρίσκεσαι και πάλι ανάμεσα σε φίλους. Κι ύστερα να παίρνεις τις στράτες, με το αυτοκίνητο ή με τα πόδια, ν’ ανακαλύπτεις σημεία και γωνιές που την πρώτη φορά δεν μπόρεσες να δεις. Στον όρμο του Συμιακού και στην «Ιερά Οδό», στις στοές των παλιών ορυχείων, σε ξωκκλήσια μακρινά, σε «κατοικιές» μοναχικές και σε τόσες άλλες αθέατες πτυχές της Αναφιώτικης γης, που θα ’θελαν ένα μεγάλο βιβλίο, για να περιγραφούν έτσι όπως τους αξίζει…
Αποχαιρετάμε την κυρα-Καλλιόπη στο κάτω Μοναστήρι και παίρνουμε τον ανήφορο, πριν ακόμα χτυπήσει η καμπάνα και ξεκινήσει η πομπή 5 του Σεπτέμβρη, μέρα με παράδοση και σημασία για την Ανάφη, αφού στα ύψη του θεόρατου βράχου, του ψηλότερου μονοκόμματου βράχου του Αιγαίου, θα ψαλεί ο εσπερινός του Γενεσίου της Θεοτόκου. Ύστερα, όσοι πιστοί αντέξουν θα ξενυχτήσουν. Οι υπόλοιποι θα στρώσουν και θα κοιμηθούν στο δάπεδο του ναού, στα μικρά κελιά ή όπου βρουν.
Στις πεντέμιση αρχίζουν να σημαίνουν οι καμπάνες. Από το σημείο που βρισκόμαστε, διακρίνουμε χαμηλά τους πιστούς να συγκεντρώνονται και να προετοιμάζονται για την ανηφορική πορεία προς το πάνω μοναστήρι, 461 μέτρα πάνω από την επιφάνεια του Αιγαίου. Στις παλιότερες εποχές, σε αντίθεση με την σημερινή, δεν δίσταζαν οι άνθρωποι – απεναντίας το επεδίωκαν – να καταφεύγουν σε μακρινές και δυσπρόσιτες περιοχές, για να κτίσουν με πολύ μόχθο και θυσίες τους λατρευτικούς της ορθόδοξης πίστης τους. Όλη η Ελλάδα, ηπειρωτική και νησιωτική είναι κατάσπαρτη από μοναστηράκια και ξωκκλήσια, που προκαλούν δέος και θαυμασμό, όχι μόνον με την περίτεχνη – πολλές φορές – αρχιτεκτονική τους αλλά κυρίως με την επιλογή του συνολικού τοπίου σε αθέατα φαράγγια, σε απόκρημνες πλαγιές ή στα μυστηριώδη έγκατα πελώριων βράχων, μακρυά από τους ανθρώπους και εγγύτερα προς το Θεό.
Μια ομάδα 7 αλλοδαπών έχει ξεκινήσει νωρίτερα από την πομπή, μας προσπερνάει και συνεχίζει. Ξαναχτυπάνε οι καμπάνες, ο ιερέας και οι πιστοί αρχίζουν αργά ν’ ανηφορίζουν το μονοπάτι. Δυο μοναχοί ξεκόβουν από τους άλλους και προπορεύονται. Το φορτίο τους είναι βαρύ, εκτός από τα δισάκια τους μεταφέρουν και από μια εξάδα εμφιαλωμένων νερών. Νέοι καθώς είναι, ανεβαίνουν αγόγγυστα και με ζωντάνια το γολγοθά τους. Στα μισά σχεδόν της διαδρομής, εκεί πάνω στα στριφογυριστά καγκέλια, μια γυναίκα από την ομάδα των 7 αλλοδαπών έχει απομείνει μόνη, καθισμένη σε μια πέτρα έξω απ’ το μονοπάτι. Κοιτάζει το πέλαγος με βλέμμα απλανές, μια λύπη διακρίνεται ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της. Κοντοστέκομαι.
– Έχετε κάποιο πρόβλημα; τη ρωτάω.
Μου δείχνει τις σαγιονάρες που φοράει.
– Δεν με είχαν προετοιμάσει για τέτοια πορεία. Δεν νομίζω, ότι θ’ αντέξω περισσότερο.
– Και τι θα κάνετε εδώ;
– Θα τους περιμένω να γυρίσουν. Δυστυχώς θα χάσω τη θέα του Αιγαίου από το βράχο.
Η Σάλλυ είναι από το Πόρτσμουθ της Αγγλίας, ενθουσιασμένη με την Ανάφη αλλά με ελλιπείς πληροφορίες για την ανάβαση ως το βράχο. Υπολογίζω την απόσταση που υπολείπεται ως την κορυφή, λαμβάνοντας υπ’ όψη μου και τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών.
– Αν πράγματι σας ενδιαφέρει, αναλαμβάνω να σας οδηγήσω ξεκούραστα ως επάνω, περίπου σ’ ένα 40λεπτο.
Διστάζει για λίγο, ξαφνικά όμως σηκώνεται αποφασιστικά και ξαναμπαίνει στο μονοπάτι. Επιβραδύνω το ρυθμό, πού και πού σταματάω για μερικές ανάσες. Η Σάλλυ τα καταφέρνει μια χαρά, έχει ξαναβρεί την αυτοπεποίθηση και την αισιοδοξία της. Φτάνουμε στον αυχένα, στο στενό πέτρινο μονοπάτι. Έρχονται στη μνήμη μου οι συνθήκες της πρώτης ανάβασης με τον σφοδρό άνεμο, την ψύχρα και τις ομίχλες. Και το βάρος, στην πλάτη μου, της κοιμισμένης Αθηνάς, που σε κάθε βήμα ταλαντευόταν το κεφαλάκι της, γυρτό πάνω στους ώμους μου.
Στα τελευταία σκαλοπάτια, πριν απ’ το ίσιωμα του βράχου σταματάμε για μερικές βαθιές ανάσες. Η Αγγλίδα δείχνει λίγο καταπονημένη.
– Αργούμε πολύ ακόμη;
– Φτάσαμε, της λέω.
Νάμαστε, λοιπόν, στα ανεμοδαρμένα ύψη του Κάλαμου και πάλι. Στη θέα του ορίζοντα είναι μεγάλη η χαρά μου, και ακόμη μεγαλύτερη, ανάμεικτη με υπερηφάνεια, της γυναίκας που συνοδεύω. Μου σφίγγει θερμά το χέρι.
– Σ’ ευχαριστώ, μου λέει απλά.
Μερικές δεκάδες μέτρα πιο πέρα, κάποιοι σηκώνουν τα χέρια και τα κουνούν μ’ ενθουσιασμό. Πλησιάζει ο Άγγλος σύζυγος της Σάλλυ. Τα μάτια του είναι ορθάνοιχτα από έκπληξη. Την αγκαλιάζει και τη φιλάει. Βγάζει απ’ το σακίδιό του και της προσφέρει ένα χυμό. Ύστερα στρέφεται σε μένα.
– Σου είμαι ευγνώμων, μου λέει. Δεν πίστευα ποτέ, ότι θα κατάφερνε η γυναίκα μου, να φτάσει ως εδώ.
Στο μεταξύ, μεγάλη κινητικότητα παρατηρείται στη μονή. Ο ένας από τους δυο μοναχούς γεμίζει από την διπλανή στέρνα έναν κουβά με βρόχινο νερό. Κάποιες γυναίκες πλένουν το δάπεδο των εξωτερικών χώρων, σκουπίζουν μέσα και έξω απ’ τον ναό. Οι πιστοί, που πρέπει να είναι τουλάχιστον 50, τακτοποιούν τα πράγματά τους, στρωσίδια, υπνόσακους, τρόφιμα και νερά, άλλοι στα κελιά, άλλοι σε σημεία απάνεμα και άλλοι στην εκκλησία. Ο ιερέας με την εικόνα έχει πάρει ήδη τη θέση του. Αρχίζει η ακολουθία του εσπερινού στα ύψη αυτού του θεόρατου βράχου, μνημείου της φύσης και προπυργίου της Ορθοδοξίας πάνω απ’ το Αιγαίο.
Ο ήλιος χαμηλώνει γρήγορα στον ορίζοντα. Φωτισμένος από τις τελευταίες ακτίνες ο βράχος του Κάλαμου, ρίχνει στο πέλαγος μια τριγωνική σκιά, που μεγαλώνει για λίγο κι ύστερα χάνεται. Μετά από μερικά λεπτά ο πορφυρός δίσκος εξαφανίζεται κι αυτός πίσω από τους ορεινούς όγκους της Σαντορίνης. Κι ενώ έχουμε στραμμένα τα βλέμματα στη δύση ένας άλλος δίσκος, μικρότερος και χλωμός, αναδύεται από την διαμετρικά αντίθετη καμπύλη του ουρανού. Είναι το φεγγάρι, που απόψε ακόμη είναι ελαφρά ελλειπτικό μα σε δυο μέρες θα είναι ολόγιωμο. Σ’ αυτό το υπέροχο μεταίχμιο της δύσης του ήλιου και της ανατολής του φεγγαριού, το φως στον ουρανό ταλαντεύεται για λίγο, ανάμεσα στο σκουροκόκκινο και στο ασημόχρυσο. Μετά από μερικά λεπτά παίρνει οριστικά τις αποχρώσεις του φεγγαριού.
Δεν είμαστε προετοιμασμένοι για διανυκτέρευση στη μονή και ούτε θέλουμε να παρεμβληθούν στη συνέχεια άλλες εικόνες και παραστάσεις. Οι ψαλμωδίες από το εσωτερικό του ναού ηχούν σαν ουράνια μελωδία, που μεταφέρεται απ’ τις πνοές του ανέμου και μας συντροφεύει στο νυχτερινό, αλλά φωτισμένο απ’ το φεγγάρι, μονοπάτι του γυρισμού.
Ο εσπερινός στα ύψη του Κάλαμου ανήκει σ’ εκείνες τις ιδιαίτερες εμπειρίες, που δύσκολα ξεχνιούνται. Αν, ωστόσο, ο εορτασμός αυτός γίνεται στη συγκλονιστική κορυφή ενός μοναδικού μνημείου της φύσης, ο αντίστοιχος εορτασμός, λίγα μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, είναι εξίσου εντυπωσιακός, αφού τελείται στο ………………………μιας ορθόδοξης μονής που περιστοιχίζεται από τους τοίχους και τα αρχιτεκτονικά μέλη ενός εκπληκτικού μνημείου της αρχαίας Ελλάδας. Είναι, βέβαια, το ιερό του Απόλλωνος Αναφαίου ή Αιγλήτη, που ορίζεται από εντυπωσιακό περίβολο κατασκευασμένο ισοδομικά από ντόπιο λίθο άριστης λάξευσης. Στον ευρύτερο χώρο, εκτός από το ιερό του Απόλλωνος, βρίσκεται εκτεταμένο οικοδομικό συγκρότημα που εξυπηρετούσε τη λατρεία και τους πιστούς, ενώ υπήρχαν βωμοί άλλων συλλατρευόμενων θεοτήτων, όπως του Διός Κτησίου, του Ασκληπιού, της Αφροδίτης και της Αρτέμιδος.
Στο ίδιο, λοιπόν, αυτό περίβολο, που δυόμιση χιλιάδες χρόνια πριν συγκεντρώνονταν οι αρχαίοι για τη λατρεία των θεών τους, έχουν συρρέυσει απόψε εκατοντάδες πιστοί, ντόπιοι Αναφιώτες της διασποράς, επισκέπτες από τα γειτονικά νησιά και άλλα μέρη της Ελλάδας, καθώς και πολλοί αλλοδαποί. Αμέτρητα αυτοκίνητα έχουν καταλάβει τον περιβάλλοντα χώρο και τα υπόλοιπα σχηματίζουν ουρά εκατοντάδων μέτρων πάνω στο δρόμο. Στο εσωτερικό του ναού και στου αύλειου χώρου επικρατεί το αδιαχώρητο. Είναι πολύ παράξενη η συνάθροιση τόσων χριστιανών ανάμεσα σε αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη, κίονες ραβδωτούς, λαξευτούς δόμους και αρχαίες επιγραφές. Η λατρευτική ανάγκη των ανθρώπων προς μια ανώτερη δύναμη συνεχίζεται αναλλοίωτη στους αιώνες. Διαφέρει μόνο η ταυτότητα της ανώτερης δύναμης και κάποιες λεπτομέρειες. Και βέβαια δεν γνωρίζω να υπάρχει στον Ελλαδικό χώρο τόπος με τόσο έντονη συνύπαρξη ναού της ορθοδοξίας και αρχαίου ναού.
Το μουσείο των κειμηλίων της μονής είναι την αποψινή βραδιά ανοιχτό. Ανάμεσα στα πολλά και παμπάλαια εκκλησιαστικά βιβλία ξεχωρίζουμε ένα του 1770, ένα άλλο του 1817, μια παρακλητική του 1778 αλλά και μια μετάφραση του Ομήρου του 1835 και μια γραμματική της Λατινικής του 1841. υπάρχουν ακόμη παλιά Ευαγγέλια, ιερά σκεύη και εικόνες, άμφια και πολλά ακόμη εκκλησιαστικά αντικείμενα.
Η λειτουργία τελειώνει, ξεχύνεται στον αύλειο χώρο το εκκλησίασμα και ο συνωστισμός φθάνει στον ύψιστο βαθμό. Ακούγονται ξαφνικά κάποια επιφωνήματα και μερικά χέρια δείχνουν τον ουρανό. Το φεγγάρι, που δυο μέρες πριν είχαμε δει ανώριμο. Εμφανίζεται απόψε ολόγιωμο ανάμεσα στον ναό και τον όγκο του Κάλαμου και προσθέτει το ουράνιο φως του στον επίγειο φωτισμό. Το πανηγύρι βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη, άνθρωποι ασπάζονται ο ένας τον άλλον και ανταλλάσουν ευχές, φασουλάδα ζεστή και πολύ νόστιμη προσφέρεται σε όλους, κρασί εξαιρετικό και ζυμωτό ψωμί, γλυκά γεμιστά με αμύγδαλο και καρύδι και πολλές άλλες ακόμα λιχουδιές. Παίρνουμε τα φασόλια και το κρασάκι μας, βρίσκουμε έξω απ’ τον περίβολο μια ήσυχη γωνιά και αγναντεύουμε τη θάλασσα και το ολοστρόγγυλο φεγγάρι. Κάποια στιγμή όμως χάνει λίγη από τη λάμψη του. Ένα μικρό τόξο στο πάνω αριστερό του τμήμα καλύπτεται από σκιά. Δεν οφείλεται σε κάποιο σύννεφο. Είναι μια «Μερική Έκλειψη Σελήνης», που έρχεται να προστεθεί στις τόσες εμπειρίες τούτης της βραδιάς.
ΠΑΡΑΠΛΕΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΑΛΑΜΟ
Ως τώρα τον θαυμάσαμε από μακρυά κι από κοντά. Φωτογραφίσαμε τον όγκο του σε διάφορες ώρες και πάμπολλες φορές. Ιδρώσαμε στο σκληρό, πέτρινο έδαφός του, από τα ριζά ως την κορφή. Αγναντέψαμε από κει πάνω το Αιγαίο, τη δύση του ήλιου και την ανατολή του φεγγαριού, νιώσαμε θεριεμένες τις πνοές του ανέμου. Ο βράχος του Κάλαμου, ωστόσο, κρατούσε ακόμα κρυμμένα μυστικά. Κάτω χαμηλά, στα συθέμελά του, εκεί που στους αιώνες τον χαϊδεύουν οι μπουνάτσες και τον χτυπούν τα κύματα της θάλασσας.
– Και πώς θα φτάσουμε ως εκεί; ρωτάω τον Ιάκωβο Ρούσσο, τον Πρόεδρο της Κοινότητας.
– Εύκολο είναι. Σας δίνω το σκαφάκι μου και το γιο μου καπετάνιο. Αρκεί να πέσει ο καιρός.
Αυτός ο καιρός ο Αναφιώτικος! Με τους μαΐστρους, τις τραμουντάνες και τους γραίγους. Πού φυσάνε μια απ’ τη μια και μια απ΄ την άλλη. Και σαν αρχίσουν, δε λεν να σταματήσουν! Να όμως που τα δελτία δίνουν μια πτώση της έντασης του ανέμου. Πρόσκαιρη, βέβαια. Όποιος προλάβει.
Τα χαράματα μας βρίσκουν στο λιμάνι. Είναι νωρίς ακόμα, δεν φάνηκε ο ήλιος. Η θάλασσα είναι ήρεμη, μοιάζουν σχεδόν ακίνητες οι βάρκες. Εδώ οι βοριάδες είναι ανίσχυροι, τους κόβει ο όγκος του νησιού. Ο Τζώρτζης Ρούσσος, καπετανόπουλο 20 ετών, ετοιμάζει το σκαφάκι, πηδάμε όλοι μέσα και ξανοιγόμαστε ανατολικά, εκεί στην άκρη του νησιού όπου καταλήγει η χερσόνησος του Κάλαμου. Μια-μια περνάνε από τα μάτια μας μισοσκότεινες και κοιμισμένες οι αμμουδερές καλλονές της Ανάφης, που τόσο φανατικά έχουν αγαπηθεί από Έλληνες και ξένους. Κλεισίδι, Κατσούνι, Φλαμουρού, Μικρός και Μεγάλος Ρούκουνας, Καταλυμάτσα, Μέγας Ποταμός, Άγιοι Ανάργυροι.
Καθώς πλησιάζουμε στον όρμο Πρασσιές, κοντά στο μοναστήρι, μας προλαβαίνει ο ήλιος, ένας πύρινος δίσκος που βγαίνει από τη θάλασσα, δίπλα από τον Κάλαμο. Να και πίσω μας το φεγγάρι, αντέχει ακόμα. Όχι για πολύ. Όσο ανεβαίνει ο ήλιος, τόσο αυτό χλωμιάζει.
– Να λοιπόν και ο Κάλαμος, λέει ο Τζώρτζης. Έχετε δει πιο πελώριο βράχο;
Όχι δεν έχουμε δει παρόμοιο βράχο στο Αιγαίο. Κι ούτε ποτέ έχουμε νιώσει τόσο μηδαμινοί, τόσο ασήμαντοι, μπροστά σε μια γεωλογική έξαρση της φύσης. Αυτή η συγκλονιστική αμεσότητα, μόλις μερικά μέτρα από τη βάση του πέτρινου γίγαντα, ταράζει ξαφνικά την ψυχική μας ισορροπία, μας γεμίζει με δέος πρωτόγνωρο, σχεδόν φόβο. Όλο μας το οπτικό πεδίο καλύπτεται απ’ το βράχο, αδύνατον με μια ματιά να συλλάβουμε τα μεγέθη του. Ούτε ο υπερευρυγώνιος φακός της Άννας είναι αρκετός να εγκλωβίσει τον απίστευτο όγκο που ορθώνεται κατακόρυφα πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Ξανοιγόμαστε αρκετές δεκάδες μέτρα για να καταφέρουμε να τον έχουμε στο σύνολό του απέναντί μας. Πετρώματα σκληρά, άλλα κοκκινωπά, άλλα λευκοκίτρινα και γκρίζα, μια ατέλειωτη πέτρινη μάζα συμπαγής, ούτ’ ένας κόκκος χώματος δεν βρίσκει ανάμεσά τους χαραμάδα να κρυφτεί. Μόνον τα αγριοπερίστερα μπορούν και ανακαλύπτουν καταφύγιο. Κάποια πετούν μέσ’ από μια μικροσπηλιά, που βγάζει από τα έγκατά της μια υποψία νερού, γλυκειά σπουδή στην αλμύρα του πελάγους. Περνάνε από τη θύμησή μου κάποια αναρριχητικά πεδία της στεριάς στον Όλυμπο, στα Τέμπη, στα Μετέωρα… Αυτό είναι αναρριχητικό πεδίο. Όχι για ανθρώπους. Μα γι’ αετούς και θαλασσοπούλια.
Αργά-πολύ αργά παραπλέουμε τον Κάλαμο, παίρνουμε με τα μάτια μας όσα έχει να μας δώσει. Φτάνουμε στην άκρη του, στο ανατολικότερο σημείο της Ανάφης. Εδώ αλλάζουν λίγο τα νερά, ξεφεύγουν από την επιτήρηση του βράχου και ζωηρεύουν. Άραγε θα μπορούσαμε να δούμε τι κρύβεται από πίσω; Σε δυο λεπτά το βλέπουμε. Είν’ ο βοριάς που παραμονεύει, έτοιμος να τιμωρήσει κάθε αποκοτιά. Μας χτυπάει κατάμουτρα και μας διώχνει στη στιγμή. Μόλις που προλαβαίνουμε να γυρίσουμε, πριν γεμίσει το σκάφος με νερά. Δεν του κρατάμε κακία. Τον Κάλαμο τον είδαμε. Ίσως μια άλλη φορά, που θα τον βρούμε να κοιμάται καταφέρνουμε ν’ ανακαλύψουμε, τι κρύβει ο γιγάντιος βράχος στη βόρεια πλευρά…
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Θερμές ευχαριστίες οφείλονται στον Πρόεδρο της Κοινότητας Ανάφης, Ιάκωβο Ρούσσο και στο γιο του Τζώρτζη, άξιο συνεχιστή της ναυτοσύνης του πατέρα του.